2012-06-19 00:58:41
Φωτογραφία για Τι έχουμε πάθει επιτέλους;
του Χάρη Σταμούλη

Θέλω μερικούς μήνες για να κλείσω τα πενήντα μου. Έζησα παιδί τη δικτατορία, έφηβος τη μεταπολίτευση, φοιτητής την «αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου και αφού άρχισα την επαγγελματική μου ζωή στο εξωτερικό, συνέχισα την καριέρα μου στην Ελλάδα της μεγάλης ακμής (τρομάρα μας!!). 

Σήμερα, βιώνω ως ένας οικογενειάρχης μεσήλικας αστός τη χειρότερη πραγματικότητα για την πατρίδα μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν είμαι σίγουρος, αν εγώ και η οικογένεια μου ζούμε πάνω ή κάτω από το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα, αυτό όμως που σίγουρα έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι αυτό το επίπεδο (του μέσου Eλληνα) έχει χαμηλώσει επικίνδυνα, ακόμα δε πιο επικίνδυνο και αποκρουστικό είναι ότι, πάψαμε πια να ενδιαφερόμαστε για τη διαβίωση των άλλων, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας κατακτά τη δική του «ευημερία».

Η λιτότητα και το σφίξιμο του ζωναριού είναι διαχρονικά εδώ, τουλάχιστον όσο η δική μου μνήμη πάει πίσω
. Η διαφορά είναι ότι, κάνοντας την επιθυμία μας του 1970 ανάγκη μας το 2000, αδιαφορήσαμε για τα μέσα που χρησιμοποιούμε, για να φτάσουμε ο καθένας στο στόχο του. Όλοι λίγο - πολύ δανειστήκαμε πέρα από τις δυνάμεις μας, «φοροδιαφύγαμε», αναζητήσαμε το εύκολο κέρδος, υιοθετήσαμε τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, επιχειρήσαμε να εκμεταλλευτούμε την παθογένεια του συστήματος και το διεφθαρμένο κράτος για ίδιο όφελος. ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΟΛΟΙ, ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΟΛΟΙ Και καλά, θα ρωτήσει για παράδειγμα ο νοικοκύρης μισθωτός -που απλά δανείστηκε για να ανοίξει καφετέρια στο γιο του, ο οποίος απέτυχε στις πανελλήνιες και δεν έβρισκε δουλειά, απλά πριμοδότησε με τις ψήφους της οικογένειας τον ανεπαρκή πολιτικάντη για να διοριστεί η κόρη του στο δημόσιο, απλά επέλεξε να φοροδιαφύγει παθητικά συναινώντας στη μη έκδοση παραστατικών για το χτίσιμο του αυθαιρέτου στον τόπο καταγωγής του (επιδεικνύοντας στους συντοπίτες του τη δική του πρόοδο)- είναι δυνατόν να μου καταλογίζεται κάποια έστω και ελαχιστότατη συμμετοχή στην κρίση που σήμερα ζούμε, τη στιγμή που ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο από πολιτικούς και διαπλεκόμενους μάς οδήγησε σε αυτήν την εξαθλίωση, με θύματα κυρίως τους μικρομεσαίους;

Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Μια διαφορετική κοινωνική και συναλλακτική νοοτροπία και συμπεριφορά όλων μας δεν θα επέτρεπε σε ανεπαρκείς και ανέντιμους πολιτικούς, να βρίσκονται στις θέσεις εξουσίας, από τις οποίες τους δίνεται καθημερινά η δυνατότητα να κατασπαταλούν και να καταληστεύουν το δημόσιο χρήμα, συμμετέχοντας ταυτόχρονα σε μια σταδιακή αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού της χώρας.

Φτάσαμε λοιπόν στο σήμερα, να αναρωτιόμαστε πώς καταλήξαμε, οι κάτοικοι αυτής της πανέμορφης γωνιάς του πλανήτη με την απαράμιλλη ιστορική διαδρομή και τη συγκλονιστική πολιτιστική παράδοση, να συνθέτουμε μια κοινωνία χωρίς ελπίδα, όπου κυριαρχούν η οργή, η αναξιοκρατία, ο φόβος, ο ατομισμός σε συνδυασμό με εμφανή την έλλειψη αλληλεγγύης για τους άλλους. Αλλά για ποια κοινωνία μιλάμε;

Με μια πολιτική εξουσία που συγκροτείται, κατά κύριο λόγο, από έναν απίστευτο συρφετό ανεπάγγελτων, μέτριων τεχνοκρατών ή επαγγελματιών μιζαδόρων, που βρήκαν τον τρόπο να διασώσουν την ύπαρξή τους μέσα από την ενασχόλησή τους με την πολιτική; Γιατί μόνο στην Ελλάδα οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν στον ήλιο μοίρα. Και τι δεν είδαν τα μάτια μας στα έδρανα του Κοινοβουλίου (σε κάθε πτέρυγα) και σε υπουργικές καρέκλες. Από μεγαλοαστούς ή επαρχιώτες Μαυρογιαλούρους, που από μικρούς όλοι τους παραμύθιαζαν ότι μια μέρα θα γίνουν πρωθυπουργοί, ελέω κληρονομικότητας, ονόματος ή «ευγενούς» καταγωγής, μέχρι αριστερούς ψευτοδιανοούμενους του φραπέ και της χαμένης γενιάς του Πολυτεχνείου, που απλώς άλλαξαν στέκι για τις ανούσιες συζητήσεις τους.

Από δήθεν αγανακτισμένους κομουνιστές των Βορείων Προαστείων που ανέλαβαν να υπερασπίζονται εργολαβικά τα δικαιώματα των εργαζομένων, ώστε να έχουν λόγο ύπαρξης, μέχρι κοινωνικά αποτυχημένους που επένδυσαν μανιωδώς στο Χρηματιστήριο και μετά λυσσαλέα το κατήγγειλαν ως μέγα σκάνδαλο, ενώ την ίδια στιγμή αυτοαναγορεύονταν σε προστάτες της εθνικής μας κυριαρχίας και εν δυνάμει απελευθερωτές του έθνους (ας όψεται αυτό το καταραμένο το Internet). Από φασιστοειδή και κωλοτούμπες, μέχρι γιαλαντζί επαναστάτες και όψιμους σωτήρες της χώρας, γιατί όχι και ολόκληρου του πλανήτη (εμείς οι μάγκες στην Ελλάδα ξέρουμε ότι ένα 9-10% είναι αρκετό, που να πιάσεις και το 16).

Αλλά για ποια κοινωνία μιλάμε; Με μια «ανεξάρτητη» δικαστική εξουσία που διαχρονικά η συνεισφορά της είναι μηδενική; Που, με αφορμή το άγριο συνεχές καπέλωμά της από τον πολιτικό κόσμο, διάλεξε είτε να συναλλάσσεται, είτε με έντονα συμπλεγματική διάθεση να εκδικείται;

Με την τέταρτη εξουσία του Τύπου και των ΜΜΕ, να δίνει τον πρώτο λόγο σε ανίδεους, εμπαθείς και λαϊκίζοντες δημοσιογράφους, οι οποίοι με έπαθλο την υψηλή ακροαματικότητα στήνουν καθημερινά κακόγουστες «παραστάσεις», θυσιάζοντας κάθε έννοια αντικειμενικότητας και στο βωμό της εξυπηρέτησης συμφερόντων στρεβλώνουν την πραγματικότητα και διαμορφώνουν επικίνδυνα την κοινή γνώμη;

Για ποια κοινωνία μιλάμε; Για την επιχειρηματική τάξη μας; Που, με δικαιολογία την άναρχη δομή του κράτους, την αυξημένη γραφειοκρατία (το χειρότερο εχθρό της επιχειρηματικότητας) και σύμμαχο τη διαφθορά των υπηρεσιών, όχι μόνο αποφάσισε ότι θα ήταν πιο επικερδές να «επιχειρεί» χωρίς ρίσκο, χρησιμοποιώντας τις επιδοτήσεις των «ηλίθιων» Ευρωπαίων, αλλά έστελνε και για μεγαλύτερη ασφάλεια τα κέρδη αλλού;

Για ποια κοινωνία μιλάμε; Με την αστική μας τάξη (εδώ απλά γελάνε, γιατί ποτέ δεν είχαμε τέτοια τάξη, τουλάχιστον με κάποια στοιχειώδη εθνική συνείδηση) να παραμένει χαρακτηριστικά απαθής ως προς τα τεκταινόμενα, προσπαθώντας απλά να περνάει λίγο καλύτερα έχοντας την ησυχία της; Μήπως το ίδιο αδιάφοροι και άχρωμοι δεν υπήρξαν, τόσο η ακαδημαϊκή μας κοινότητα, που είχε ως μόνο της μέλημα το πανεπιστημιακό άσυλο, όσο και ο πνευματικός μας κόσμος (εδώ τα γέλια γίνονται ξεκαρδιστικά,) που επεδείκνυε πάντα μια αδικαιολόγητη εσωστρέφεια;

Μα για ποια κοινωνία επιτέλους μιλάμε; Με την εργατική μας τάξη να μάχεται για τα κεκτημένα της και μόνο, αδιαφορώντας για τις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται σε όλο τον κόσμο, αντικρούοντας σθεναρά και πολλές φορές αθέμιτα την αξιολόγηση, τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την πρόοδο, επειδή ποτέ δυστυχώς κανένας βολεμένος μαφιόζος συνδικαλιστής δεν είπε αλήθεια στους εργαζόμενους (μάλλον ιδιοτελώς σκεπτόμενος).

Ε, δεν έμεινε και κανείς άλλος! Εάν εξαιρέσεις την Εκκλησία, η οποία διαισθανόμενη αόρατες απειλές και επιθέσεις από παντού, ελάχιστα συμμετέχει ουσιαστικά στην προώθηση φρέσκων ιδεών και προτάσεων στις περιόδους εθνικών κρίσεων, όλοι οι παραπάνω αποτελούν την κοινωνία μας. Ποιος λοιπόν έμεινε, για να σταμάτησει την κατηφόρα; Δυστυχώς όλοι μαζί δημιουργήσαμε ένα τεράστιο πρόβλημα και δεν έμεινε κάποιος για να το λύσει. Είναι λυτρωτικό να τα φορτώνουμε όλα στις συνωμοσίες και τα ξένα συμφέροντας;

Είναι αποτελεσματικό να βρίζουμε καθημερινά την έτσι και αλλιώς ελλειματική ηγεσία της Ευρώπης; Είναι πρωτότυπο και δημιουργικό να δαιμονοποιούμε τις αγορές, ενώ υποκριτικά τις δοξάζαμε όταν κερδίζαμε από αυτές; Είναι δίκαιο να κάνουμε τους καμπόσους στους δανειστές μας, που πολλοί από αυτούς είμαστε εμείς οι ίδιοι, χρησιμοποιώντας τη βλακώδη ρητορική περί επαχθούς χρέους και τοκογλυφικών επιτοκίων; Και αλήθεια πόσο χρήσιμα είναι όλα αυτά;

Τα ερωτήματα φυσικά είναι ρητορικά. Κατά τη γνώμη μου οι απαντήσεις είναι προφανείς. Όπως μου είναι επίσης προφανές, από τις μικρές μου εμπειρίες, ότι οι αξιοθαύμαστες αρετές του Έλληνα συμπιέζονται διαρκώς από την επίμονη άρνησή του να χρησιμοποιεί ενίοτε (κάπου κάπου βρε αδελφέ) τρεις απλές συγκεκριμένες φράσεις: «Αυτό δεν το γνωρίζω», «Έκανα λάθος», «Συγγνώμη».

Μήπως, σκέφτομαι μήπως, αντί να θεωρούμε μαγκιά το να μην πληρώσουμε, ή το να ρίχνουμε πάντα το φταίξιμο στους άλλους, θα ήταν μεγαλύτερη μαγκιά, να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε διεθνώς την αξιοπιστία μας λέγοντας για παράδειγμα κάτι όπως:

* «Θέλουμε και μπορούμε να αποπληρώσουμε το χρέος μας στο σύνολο του, ακόμα και αυτό που ήδη έχει κουρευτεί, απλά χρειαζόμαστε χρόνο και μια πραγματικά μακρά περίοδο χάριτος με μηδενικά ή πολύ χαμηλά επιτόκια».

* «Δεν χρειαζόμαστε επαιτεία, θέλουμε άμεσα κεφάλαια για ανάπτυξη, την διαχείριση των οποίων θα συμφωνήσουμε από κοινού με απόλυτη διαφάνεια αλλά και αμοιβαία αποδεκτούς και επωφελείς όρους. Για αυτό το σκοπό, αναλαμβάνουμε να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και υπεύθυνα τις σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, που η χώρα μας διαθέτει».

* «Η εργατικότητα και η δημιουργικότητα του Ελληνικού λαού είναι στοιχεία δεδομένα και στην διάθεση της ΕΕ, καθώς αποδεχόμαστε συλλογικά τα λάθη του παρελθόντος και προτιθέμεθα να συνεργαστούμε για τη διόρθωση των κακώς κειμένων, με όσους έμπρακτα σεβαστούν αυτή μας την προσπάθεια».

Και άλλα πολλά. Μήπως δεν είναι τελικά στραβός ο γυαλός, αλλά εμείς στραβά αρμενίζουμε; Δίνοντας περισσότερες πιθανότητες στο δεύτερο, υποψιάζομαι ότι, κάτι έχουμε πάθει και έχουμε δώσει στους «ηγέτες» μας το δικαίωμα, να προσπαθούν να μας εμπνεύσουν με λάθος εικόνες, φάλτσες φωνές και εύπεπτα μηνύματα. Τι έχουμε πάθει επιτέλους;

Φαίνεται ότι η «αλλαγή», που τόσες φορές έχουμε ακούσει τόσους πολλούς να ευαγγελίζονται, δεν είναι αρκετή. 

Χρειαζόμαστε μια ΟΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ. Αφού οι κοινωνικοί εταίροι, οι φορείς, τα πολιτικά κόμματα, τα θεσμικά όργανα είναι άρρωστοι οργανισμοί και αποτυγχάνουν να εμπνεύσουν θετικά, η μόνη λύση είναι να ξεκινήσουμε από κάτω προς τα πάνω. Από τη μονάδα, τον άνθρωπο, τον πολίτη, τον καθένα από εμάς, που καλείται να αρχίσει σήμερα μια επιχείρηση προσωπικής του βελτίωσης. Να γίνει ο καθένας από εμάς ένα πιο υγιές κύτταρο, που θα αποτελέσει το συνθετικό υλικό ενός υγιέστερου συστήματος.

Είναι δύσκολο, είναι επίπονο, αλλά σίγουρα στο τέλος θα είναι αποτελεσματικό και εξαιρετικά ανταποδοτικό. Ας βρούμε πάλι τη ψυχή μας, που τη χάσαμε κάπου μέσα στις τελευταίες 4-5 δεκαετίες, προσπαθώντας να αποδείξουμε στους εαυτούς μας ότι ΛΕΦΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ (να είναι καλά και όλες αυτές οι θλιβερές παρεούλες, που κατά καιρούς μας έπειθαν ότι είναι έτσι). Ας βρούμε τη δύναμη λίγο να «μας αλλάξουμε»...

Θέλω μερικούς μήνες για να κλείσω τα πενήντα μου. Θεωρώ για τον εαυτό μου κατάντια, να είμαι υποχρεωμένος να παρακολουθώ όλους αυτούς τους άσχετους, ημιμαθείς, συμπλεγματικούς γυρολόγους των καναλιών, να «μάχονται» μέσα σε ένα κάδρο που προσβάλει βάναυσα την αισθητική μου, δήθεν έχοντας λύσεις για το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας (ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ..., που θα φώναζε και κάποιος φανταστικός παρουσιαστής, ενώ ενδόμυχα μπορεί και να εννοούσε ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ..).

Ασφαλώς για όλα αυτά νιώθω, ως ενεργός πολίτης αυτής της χώρας, συνυπεύθυνος στο βαθμό που μου αναλογεί. Όλοι είμαστε. Παραδέχομαι ότι, προσωπικά δε μπορώ άμεσα να κάνω πολλά. Βελτιώνοντας όμως λίγο τον εαυτό μου, νομίζω ότι μόνο για καλό μπορεί να είναι. Για αρχή, βρήκα το κουράγιο να κοιτάξω στα μάτια το γιο μου και να του πω: Δεν ήξερα, έκανα λάθος, ΣΥΓΓΝΩΜΗ...

* Ο κ. Χάρης Σταμούλης είναι διευθύνων σύμβουλος της Lead Finance

δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Στην Θεσσαλονίκη ο Δώνης
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στην Θεσσαλονίκη ο Δώνης
Άποψη περί αποχής
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άποψη περί αποχής
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ