2020-01-14 15:00:36
οι έλληνες έχουν χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα από τους εσθονούς, τους σλοβάκους, τους πολωνούς, τους ούγγρους, τους λετονούς και τους λιθουανούς. πόσο μάλλον από χώρες όπως η ιρλανδία
Του Ευθύμη Μαραμή
Συνήθως, όταν οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατηγορούνται για επικράτηση εκτεταμένης ανέχειας, απαντούν με δαπάνες περισσότερων χρημάτων σε «κοινωνικές παροχές».
Όμως, η Ελλάδα ξοδεύει ήδη πολλά περισσότερα σε τέτοια προγράμματα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ ευρισκόμενη στην 8η θέση της σχετικής κατάταξης μεταξύ 36 χωρών. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, όσον αφορά τις «κοινωνικές δαπάνες» ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα ξεπερνά το 23%.
Αλλά η επίμονη φτώχεια δεν είναι ο μόνος τομέας στον οποίο υστερεί η Ελλάδα. Το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά το μέσο διαθέσιμο εισόδημα, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο των Ευρωπαϊκών χωρών και τρίτη από το τέλος συνολικά, στον σχετικό δείκτη του ΟΟΣΑ. Η φτώχεια δηλαδή διαχέεται και σταδιακά καθιστά τους πάντες σε «μη έχοντες». Η αναδιανομή, κοντολογίς, αναδιανέμει ισόποσα τη φτώχεια.
Σύμφωνα με τον δείκτη μέτρησης του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος του ΟΟΣΑ – ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις καταβολές φόρων, εισφορών, καθώς και τα έσοδα που εισπράττονται από «κοινωνικές παροχές» – η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση, κάτω από όλους τους Ευρωπαίους, ξεπερνώντας μόνο την Τουρκία τη Χιλή και το Μεξικό.Μέσο διαθέσιμο εισόδημα. Πηγή: Ryan McMaken – Mises Institute – ΟΟΣΑ
Ο μέσος Έλληνας πολίτης, ζει με λιγότερα σε σύγκριση με Ευρωπαίους που μόλις πριν τρεις δεκαετίες ήταν πάμπτωχοι κατά τη λύτρωση τους από τα δεσμά του κομμουνισμού. Οι Έλληνες έχουν χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα από τους Εσθονούς, τους Σλοβάκους, τους Πολωνούς ή τους Ούγγρους. Πόσο μάλλον από χώρες όπως η Ιρλανδία. Την ίδια στιγμή όλες αυτές οι χώρες δαπανούν πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ σε «κοινωνικές δαπάνες» από ο,τι η Ελλάδα, με την Ιρλανδία να βρίσκεται στο ελάχιστο εντυπωσιακό 14,5%.
Βεβαίως, όταν κάποιος σκεπτικιστής δει αυτές τις εισοδηματικές διαφορές, μπορεί να αντιτάξει πως «τα εισοδήματα δεν είναι το παν» και ότι «τα γενναιόδωρα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας καθιστούν τη ζωή καλύτερη».
Ωστόσο, αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η Ελλάδα φαίνεται ιδιαίτερα ανεπαρκής στο να μετατρέψει τις κοινωνικές δαπάνες σε καλή υγεία και σε ευημερία. Οι Έλληνες δεν έχουν καλή υγεία και είναι ο πιο δυστυχισμένος λαός στην Ευρώπη. Σύμφωνα με ανάλυση του «βήματος του Ασκληπιού» όλοι οι δείκτες υγείας βρίσκονται σε πτώση, με αύξηση νοσημάτων όπως για παράδειγμα – μεταξύ πολλών άλλων που μπορείτε να διαβάσετε στην παραπομπή – ο HIV λόγω αύξησης της πορνείας και της ενδοφλέβιας χρήσης ουσιών. Σύμφωνα με τον «Άτλαντα Ευτυχίας 2018», που παρουσιάστηκε στις 11 Οκτωβρίου του 2018 στο Αμβούργο, «οι Έλληνες βρίσκονται σε ό,τι αφορά τον βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή τους στην τελευταία θέση στην Ευρώπη, πίσω ακόμη και από τον φτωχό τους γείτονα, την Αλβανία», αναφέρει το δημοσίευμα, σχολιάζοντας ότι «η κρίση έχει αφήσει σοβαρά ίχνη στην Ελλάδα».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον «δείκτη οικονομικής δυστυχίας» του bloomberg αλλά και σύμφωνα με τον ίδιο δείκτη του καθηγητού Hanke, η Ελλάδα κατατάσσεται στις κορυφαίες θέσεις οικονομικής μιζέριας παγκοσμίως.
Τέλος, αν οι κοινωνικές δαπάνες έκαναν τα πράγματα έστω υποφερτά, δεν θα βίωνε η χώρα τη μαζική μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων, υψηλής κατάρτισης και ειδίκευσης, με εισιτήριο άνευ επιστροφής.
Οι υψηλές «κοινωνικές δαπάνες» είναι δείγμα οικονομικής στασιμότητας ή ύφεσης
Η αλήθεια είναι ότι οι κοινωνικές δαπάνες δεν αποτελούν το κλειδί για τη μείωση της φτώχειας, τη βελτίωση των μέσων εισοδημάτων ή τη γενικότερη βελτίωση της ζωής των κατοίκων. Στην πραγματικότητα, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών μπορεί να είναι περισσότερο αποτέλεσμα στασιμότητας η ύφεσης σε μια οικονομία, δεδομένου ότι τα κοινωνικά επιδόματα γίνονται πιο διαδεδομένα, καθώς περισσότεροι κάτοικοι βιώνουν τη φτώχεια, την ανεργία ή το μη διαχειρίσιμο υψηλό κόστος διαβίωσης.
Αυτό είναι δεδομένο στις συγκρίσεις μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ. Όταν συγκρίνουμε τις κοινωνικές δαπάνες από πολιτεία σε πολιτεία διαπιστώνουμε ότι οι πολιτείες με τους λιγότερο παραγωγικούς εργαζόμενους και τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας έχουν τις υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές δαπάνες δεν επιλύουν κανένα από τα σχετικά προβλήματα, αλλά καθίστανται πιο διαδεδομένες στις περιπτώσεις όπου οι οικονομίες είναι λιγότερο παραγωγικές. Τελικά, καθίστανται οι ίδιες βαρίδια για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς ιδρυματοποιούν μεγάλα μέρη του πληθυσμού και τον καθιστούν εξαρτημένο. Στην Ελλάδα, το 67% του πληθυσμού εξαρτάται από την φορολογία του εναπομείναντος 33%.
Έτσι, όταν μετράμε τις κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, το φυσικό επακόλουθο – με όλα τα υπόλοιπα να είναι ίσα – είναι ότι οι λιγότερο παραγωγικές οικονομίες έχουν υψηλότερα ποσοστά κοινωνικών δαπανών. Σε μια οικονομία όπου οι κοινωνικές δαπάνες αυξάνονται, θα εξακολουθούσαν να μειώνονται αναλογικά εάν η οικονομία αυξανόταν με ταχύτερο ρυθμό από αυτές. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Αντίθετα, τα ποσοστά κοινωνικών δαπανών είναι υψηλά και όταν η κυβέρνηση πιέζεται να «κάνει κάτι» σχετικά με τη φτώχεια, το κράτος απλώς ανταποκρίνεται προωθώντας ακόμα περισσότερες κοινωνικές δαπάνες. Αυτό έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα τα τελευταία τέσσερα και πλέον χρόνια. Αύξησε τις κοινωνικές δαπάνες από το 22,4 στο 23,5% του ΑΕΠ όπως φαίνεται και στο γράφημα του ΟΟΣΑ, όταν θα έπρεπε να είναι μειωμένο το ποσοστό των «κοινωνικών δαπανών» αν τις ξεπερνούσε το ποσοστό ανάπτυξης της οικονομίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Η πραγματική λύση έγκειται στα πράγματα τα οποία αρνείται πεισματικά να κάνει το Ελληνικό κράτος: την απορύθμιση των αγορών, το ελεύθερο διεθνές εμπόριο χωρίς δασμούς σε καμία χώρα, τη δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού και κανονιστικού περιβάλλοντος φιλικού προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την απελευθέρωση των συμβάσεων σχέσης απασχόλησης, τη συντριβή των παρασιτικών συνδικάτων, τη μείωση του δημοσίου τομέα, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού με τολμηρή μείωση των συντάξεων για να αναπνεύσουν οι νέοι εργαζόμενοι και παραγωγοί, τον τερματισμό των επιδοτήσεων, την παύση ελέγχων των τιμών και τόσων άλλων μέτρων που εξυπηρετούν ισχυρά ειδικά συμφέροντα και κομματική πελατεία εις βάρος όλων των άλλων. Όλα αυτά θα επιφέρουν τη μείωση της φορολογίας και των εισφορών. Χωρίς τα ανωτέρω, δεν μπορεί να υπάρξει μείωση της φορολογίας και των εισφορών.
Η Ελληνική οικονομία – περιβόητη για την ακαμψία της και την έλλειψη ανταγωνισμού στον αγροτικό τομέα, στις μεταφορές και σε άλλους επιλεγμένους κλάδους – είναι η λιγότερο ελεύθερη οικονομία στην Ευρώπη και μια από τις λιγότερο ελεύθερες παγκοσμίως. Όπως αναφέρει το πόρισμα της έκθεσης του Heritage Foundation:
Ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί να καταναλώνει περισσότερο από 50% του ΑΕΠ και η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα τρομακτικό φορτίο χρέους και σοβαρή διάβρωση της ανταγωνιστικότητας. Η άκαμπτη αγορά εργασίας εμποδίζει την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης και η διαφθορά παραμένει μεγάλο πρόβλημα. Η οικονομία είναι όμηρος ισχυρών συνδικάτων και το κρατικιστικό μοντέλο των κυβερνήσεων της υπονομεύει την επιχειρηματικότητα. Υπάρχουν νόμοι για την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ωστόσο, δεν εφαρμόζονται.
Η Ελλάδα δεν προσφέρει το είδος της οικονομικής ανάπτυξης που είναι απαραίτητο για να διατηρηθούν οι κοινωνικές δαπάνες υπό έλεγχο. Και το χειρότερο όλων είναι πως τα κόμματα εξουσίας εξακολουθούν να υπόσχονται νέες περισσότερες κοινωνικές παροχές, ελάχιστα εγγυημένα εισοδήματα, επιδόματα και ακόμα περισσότερες σπατάλες στο συνταξιοδοτικό, έχοντας ήδη παύσει τη μεταρρύθμιση του.
***
Ο Ευθύμης Μαραμής είναι αναρχοκαπιταλιστής, ιδρυτής της ιστοσελίδας «Ελεύθερη Αγορά – Austrian Economics, μελετητής της Αυστριακής Σχολής οικονομικών στην παράδοση του Ludwig von Mises και της αναρχοκαπιταλιστικής θεωρίας στην παράδοση των Murray Rothbard και Hans Hermann-Hoppe.
parapona-rodou
Του Ευθύμη Μαραμή
Συνήθως, όταν οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατηγορούνται για επικράτηση εκτεταμένης ανέχειας, απαντούν με δαπάνες περισσότερων χρημάτων σε «κοινωνικές παροχές».
Όμως, η Ελλάδα ξοδεύει ήδη πολλά περισσότερα σε τέτοια προγράμματα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ ευρισκόμενη στην 8η θέση της σχετικής κατάταξης μεταξύ 36 χωρών. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, όσον αφορά τις «κοινωνικές δαπάνες» ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα ξεπερνά το 23%.
Αλλά η επίμονη φτώχεια δεν είναι ο μόνος τομέας στον οποίο υστερεί η Ελλάδα. Το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά το μέσο διαθέσιμο εισόδημα, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο των Ευρωπαϊκών χωρών και τρίτη από το τέλος συνολικά, στον σχετικό δείκτη του ΟΟΣΑ. Η φτώχεια δηλαδή διαχέεται και σταδιακά καθιστά τους πάντες σε «μη έχοντες». Η αναδιανομή, κοντολογίς, αναδιανέμει ισόποσα τη φτώχεια.
Σύμφωνα με τον δείκτη μέτρησης του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος του ΟΟΣΑ – ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις καταβολές φόρων, εισφορών, καθώς και τα έσοδα που εισπράττονται από «κοινωνικές παροχές» – η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση, κάτω από όλους τους Ευρωπαίους, ξεπερνώντας μόνο την Τουρκία τη Χιλή και το Μεξικό.Μέσο διαθέσιμο εισόδημα. Πηγή: Ryan McMaken – Mises Institute – ΟΟΣΑ
Ο μέσος Έλληνας πολίτης, ζει με λιγότερα σε σύγκριση με Ευρωπαίους που μόλις πριν τρεις δεκαετίες ήταν πάμπτωχοι κατά τη λύτρωση τους από τα δεσμά του κομμουνισμού. Οι Έλληνες έχουν χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα από τους Εσθονούς, τους Σλοβάκους, τους Πολωνούς ή τους Ούγγρους. Πόσο μάλλον από χώρες όπως η Ιρλανδία. Την ίδια στιγμή όλες αυτές οι χώρες δαπανούν πολύ μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ σε «κοινωνικές δαπάνες» από ο,τι η Ελλάδα, με την Ιρλανδία να βρίσκεται στο ελάχιστο εντυπωσιακό 14,5%.
Βεβαίως, όταν κάποιος σκεπτικιστής δει αυτές τις εισοδηματικές διαφορές, μπορεί να αντιτάξει πως «τα εισοδήματα δεν είναι το παν» και ότι «τα γενναιόδωρα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας καθιστούν τη ζωή καλύτερη».
Ωστόσο, αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η Ελλάδα φαίνεται ιδιαίτερα ανεπαρκής στο να μετατρέψει τις κοινωνικές δαπάνες σε καλή υγεία και σε ευημερία. Οι Έλληνες δεν έχουν καλή υγεία και είναι ο πιο δυστυχισμένος λαός στην Ευρώπη. Σύμφωνα με ανάλυση του «βήματος του Ασκληπιού» όλοι οι δείκτες υγείας βρίσκονται σε πτώση, με αύξηση νοσημάτων όπως για παράδειγμα – μεταξύ πολλών άλλων που μπορείτε να διαβάσετε στην παραπομπή – ο HIV λόγω αύξησης της πορνείας και της ενδοφλέβιας χρήσης ουσιών. Σύμφωνα με τον «Άτλαντα Ευτυχίας 2018», που παρουσιάστηκε στις 11 Οκτωβρίου του 2018 στο Αμβούργο, «οι Έλληνες βρίσκονται σε ό,τι αφορά τον βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή τους στην τελευταία θέση στην Ευρώπη, πίσω ακόμη και από τον φτωχό τους γείτονα, την Αλβανία», αναφέρει το δημοσίευμα, σχολιάζοντας ότι «η κρίση έχει αφήσει σοβαρά ίχνη στην Ελλάδα».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον «δείκτη οικονομικής δυστυχίας» του bloomberg αλλά και σύμφωνα με τον ίδιο δείκτη του καθηγητού Hanke, η Ελλάδα κατατάσσεται στις κορυφαίες θέσεις οικονομικής μιζέριας παγκοσμίως.
Τέλος, αν οι κοινωνικές δαπάνες έκαναν τα πράγματα έστω υποφερτά, δεν θα βίωνε η χώρα τη μαζική μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων, υψηλής κατάρτισης και ειδίκευσης, με εισιτήριο άνευ επιστροφής.
Οι υψηλές «κοινωνικές δαπάνες» είναι δείγμα οικονομικής στασιμότητας ή ύφεσης
Η αλήθεια είναι ότι οι κοινωνικές δαπάνες δεν αποτελούν το κλειδί για τη μείωση της φτώχειας, τη βελτίωση των μέσων εισοδημάτων ή τη γενικότερη βελτίωση της ζωής των κατοίκων. Στην πραγματικότητα, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών μπορεί να είναι περισσότερο αποτέλεσμα στασιμότητας η ύφεσης σε μια οικονομία, δεδομένου ότι τα κοινωνικά επιδόματα γίνονται πιο διαδεδομένα, καθώς περισσότεροι κάτοικοι βιώνουν τη φτώχεια, την ανεργία ή το μη διαχειρίσιμο υψηλό κόστος διαβίωσης.
Αυτό είναι δεδομένο στις συγκρίσεις μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ. Όταν συγκρίνουμε τις κοινωνικές δαπάνες από πολιτεία σε πολιτεία διαπιστώνουμε ότι οι πολιτείες με τους λιγότερο παραγωγικούς εργαζόμενους και τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας έχουν τις υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές δαπάνες δεν επιλύουν κανένα από τα σχετικά προβλήματα, αλλά καθίστανται πιο διαδεδομένες στις περιπτώσεις όπου οι οικονομίες είναι λιγότερο παραγωγικές. Τελικά, καθίστανται οι ίδιες βαρίδια για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς ιδρυματοποιούν μεγάλα μέρη του πληθυσμού και τον καθιστούν εξαρτημένο. Στην Ελλάδα, το 67% του πληθυσμού εξαρτάται από την φορολογία του εναπομείναντος 33%.
Έτσι, όταν μετράμε τις κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, το φυσικό επακόλουθο – με όλα τα υπόλοιπα να είναι ίσα – είναι ότι οι λιγότερο παραγωγικές οικονομίες έχουν υψηλότερα ποσοστά κοινωνικών δαπανών. Σε μια οικονομία όπου οι κοινωνικές δαπάνες αυξάνονται, θα εξακολουθούσαν να μειώνονται αναλογικά εάν η οικονομία αυξανόταν με ταχύτερο ρυθμό από αυτές. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Αντίθετα, τα ποσοστά κοινωνικών δαπανών είναι υψηλά και όταν η κυβέρνηση πιέζεται να «κάνει κάτι» σχετικά με τη φτώχεια, το κράτος απλώς ανταποκρίνεται προωθώντας ακόμα περισσότερες κοινωνικές δαπάνες. Αυτό έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα τα τελευταία τέσσερα και πλέον χρόνια. Αύξησε τις κοινωνικές δαπάνες από το 22,4 στο 23,5% του ΑΕΠ όπως φαίνεται και στο γράφημα του ΟΟΣΑ, όταν θα έπρεπε να είναι μειωμένο το ποσοστό των «κοινωνικών δαπανών» αν τις ξεπερνούσε το ποσοστό ανάπτυξης της οικονομίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Η πραγματική λύση έγκειται στα πράγματα τα οποία αρνείται πεισματικά να κάνει το Ελληνικό κράτος: την απορύθμιση των αγορών, το ελεύθερο διεθνές εμπόριο χωρίς δασμούς σε καμία χώρα, τη δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού και κανονιστικού περιβάλλοντος φιλικού προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την απελευθέρωση των συμβάσεων σχέσης απασχόλησης, τη συντριβή των παρασιτικών συνδικάτων, τη μείωση του δημοσίου τομέα, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού με τολμηρή μείωση των συντάξεων για να αναπνεύσουν οι νέοι εργαζόμενοι και παραγωγοί, τον τερματισμό των επιδοτήσεων, την παύση ελέγχων των τιμών και τόσων άλλων μέτρων που εξυπηρετούν ισχυρά ειδικά συμφέροντα και κομματική πελατεία εις βάρος όλων των άλλων. Όλα αυτά θα επιφέρουν τη μείωση της φορολογίας και των εισφορών. Χωρίς τα ανωτέρω, δεν μπορεί να υπάρξει μείωση της φορολογίας και των εισφορών.
Η Ελληνική οικονομία – περιβόητη για την ακαμψία της και την έλλειψη ανταγωνισμού στον αγροτικό τομέα, στις μεταφορές και σε άλλους επιλεγμένους κλάδους – είναι η λιγότερο ελεύθερη οικονομία στην Ευρώπη και μια από τις λιγότερο ελεύθερες παγκοσμίως. Όπως αναφέρει το πόρισμα της έκθεσης του Heritage Foundation:
Ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί να καταναλώνει περισσότερο από 50% του ΑΕΠ και η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα τρομακτικό φορτίο χρέους και σοβαρή διάβρωση της ανταγωνιστικότητας. Η άκαμπτη αγορά εργασίας εμποδίζει την παραγωγικότητα και την αύξηση της απασχόλησης και η διαφθορά παραμένει μεγάλο πρόβλημα. Η οικονομία είναι όμηρος ισχυρών συνδικάτων και το κρατικιστικό μοντέλο των κυβερνήσεων της υπονομεύει την επιχειρηματικότητα. Υπάρχουν νόμοι για την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ωστόσο, δεν εφαρμόζονται.
Η Ελλάδα δεν προσφέρει το είδος της οικονομικής ανάπτυξης που είναι απαραίτητο για να διατηρηθούν οι κοινωνικές δαπάνες υπό έλεγχο. Και το χειρότερο όλων είναι πως τα κόμματα εξουσίας εξακολουθούν να υπόσχονται νέες περισσότερες κοινωνικές παροχές, ελάχιστα εγγυημένα εισοδήματα, επιδόματα και ακόμα περισσότερες σπατάλες στο συνταξιοδοτικό, έχοντας ήδη παύσει τη μεταρρύθμιση του.
***
Ο Ευθύμης Μαραμής είναι αναρχοκαπιταλιστής, ιδρυτής της ιστοσελίδας «Ελεύθερη Αγορά – Austrian Economics, μελετητής της Αυστριακής Σχολής οικονομικών στην παράδοση του Ludwig von Mises και της αναρχοκαπιταλιστικής θεωρίας στην παράδοση των Murray Rothbard και Hans Hermann-Hoppe.
parapona-rodou
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Βαρέλα θα κλείσει την καριέρα του στον ΠΑΟΚ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ