2020-01-14 18:09:32
«Στην Εύβοια υπάρχει ένα χωριό, ο Άγιος Ιωάννης· απ’ αυτό το χωριό κατάγομαι. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, γι’ αυτό ο πατέρας μου έφυγε απ’ το χωριό και πήγε στην Αμερική. Εκεί δούλευε ως εργάτης στη διώρυγα του Παναμά.
Εμείς τα παιδιά στο χωριό, από μικρά που ήμασταν κάναμε δουλειές. Ποτίζαμε τον κήπο, τα δέντρα, φέρναμε τα ζώα, τρέχαμε παντού, όπου μας λέγανε οι μεγάλοι. Εγώ μικρός έβοσκα τα ζώα στο βουνό. Ήμουνα κουτός και ντροπαλός.
Στο σχολείο πήγα μια μόνο τάξη και σχεδόν δεν μάθαμε τίποτα, γιατί ο δάσκαλος ήταν άρρωστος. Εκεί που φύλαγα τα πρόβατα, διάβαζα συλλαβιστά το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου κι από κει μου ήρθε ο ζήλος να φύγω και να γίνω μοναχός. Χωρίς να ξέρω τίποτα. Ούτε μοναχό είχα δει, ούτε μοναστήρι. Τίποτα.» «Μια μέρα ήλθαν στο μπακάλικο που δούλευα δυο γέροι. Μου ζήτησαν δυο σαρδέλες και μισή οκά κρασί. Αμέσως τους τα πήγα. Σε μια στιγμή λέει ο ένας απ’ τους δυο γέρους:
› Πού να δεις το κρασί που ήπια στο Άγιον Όρος!
› Πήγες στο Άγιον Όρος; τον ρωτάει ο άλλος.
› Ναι, έφυγα μια φορά απ’ την πατρίδα μου, απ’ τη Μυτιλήνη, απ’ την Καλλονή κι επήγα στο Άγιον Όρος. Κι επίναμε εκεί και κρασί μονοξυλίτικο. Τι κρασί ήταν αυτό!
Τον ξαναρωτάει ο άλλος:
› Πήγες ν’ ασκητέψεις;
› Ναι, ήθελα να γίνω καλόγερος, αλλά δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. Πόσο μετάνιωσα που δεν έμεινα εκεί!
Εγώ τ’ άκουγα με προσοχή, γιατί πριν από καιρό είχαν περάσει κάποιοι μοναχοί και μοιράζανε φυλλάδια. Ένα απ’ αυτά έγραφε για τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, που την είχα διαβάσει συλλαβίζοντας, όταν έβοσκα τα πρόβατα στο χωριό μου, όπως σας είπα. Την είχα διαβάσει και πάλι στη σοφίτα με τη βοήθεια ενός κλεπτοφάναρου με δυσκολία, γιατί δεν ήξερα πολλά γράμματα. Τόσο μ’ ενθουσίασε η ζωή του Αγίου, που ήθελα να τον μιμηθώ· αλλ’ όμως για το Άγιον Όρος δεν ήξερα τίποτα. Σε λίγο φύγανε οι γέροι, αλλ’ εμένανε το μυαλό μου εκεί. Μου ήλθε ένας ζήλος από εκείνη τη στιγμή να πάω κι εγώ εκεί που έλεγε αυτός. Μου κόλλησε στο νου ότι θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τ’ όνειρό μου, να μιμηθώ τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη. Μου έγινε πόθος διακαής.
Πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα –δώδεκα-δεκαπέντε χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά– και, θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύν αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Το απόγευμα που θα έφευγα για το Άγιον Όρος, άρχισαν να έρχονται και να μπαίνουν στο καράβι καλόγεροι. Τους εκοίταζα με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπα μοναχούς με τα ράσα. Εγώ ήμουνα στη σκάλα. Εκεί που ήμουνα, τους έβλεπα όλους που περνούσαν. Σε μια στιγμή ανέβηκε ένας ψηλός γέρος, σεβάσμιος, με μακριά γενειάδα, φορτωμένος με τα δισάκια του. Με πλησίασε. Κάθισε σ’ έναν πάγκο και μου είπε να καθίσω κι εγώ.
› Πού πας, παιδί μου; μου λέγει.
› Πάω στο Άγιον Όρος, του απάντησα.
› Και τι πάεις να κάνεις εκεί;
Εγώ του έκρυψα την αλήθεια και του λέγω:
› Πάω να δουλέψω.
› Έλα στα Καυσοκαλύβια, μου λέει. Εκεί μένω με τον αδελφό μου σ’ ένα καλύβι στην έρημο. Έλα, παιδί μου, εκεί, να δοξάζομε όλοι μαζί τον Χριστό μας. Τι βιβλία διαβάζεις, παιδί μου; με ρώτησε.
› Την επιστολή του Χριστού, την επιστολή της Παναγίας, το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Δεν ξέρω πολλά γράμματα.»…
«Πολλοί στο Άγιον Όρος ζήσανε μυστικά. Πεθάνανε χωρίς κανείς να τους γνωρίζει. Κι εγώ ήθελα να ζήσω έτσι μυστικά. Ούτε ιεροκήρυκας ήθελα να γίνω, ούτε κάτι άλλο. Ούτε είχα ποτέ σκεφθεί να βγω έξω απ’ το Άγιον Όρος. Παιδάκι μικρό σε τέλεια ερημιά! Για να καταλάβω το έρημον και το αβοήθητον, ανέβαινα στο βουνό, έμενα ώρες εκεί κι ήθελα να ζω σαν ερημίτης. Έβρισκα αγριάδες και τις έτρωγα. Το έκανα για άσκηση. Ήθελα να ζήσω μόνος μου, όπως ο άγιος που αγάπησα από μικρούλης, ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης. Αυτός είναι ο αγαπητός μου άγιος. Αυτόν εγώ μιμήθηκα. Μου έκανε εντύπωση πώς άντεξε να μείνει εκεί, κοντά στους γονείς του, κι έστησε την καλύβα του δίπλα τους χωρίς να αποκαλυφθεί και τους ενίσχυε συνεχώς: “Ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων”. Έτσι λέει το τροπάριό του:
“Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες καὶτὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων, ἔθραυσας τῶν δαιμόνων τὰς ἐνέδρας, παμμάκαρ· διό σε, Ἰωάννη, Χριστὸς ἀξίως ἐδόξασεν”.
Οι βίοι των αγίων, και πιο πολύ ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου μού έκαναν εντύπωση.» «Αυτή η αγάπη προς τον Θεό και αυτός ο έρωτας και αυτός ο ενθουσιασμός σε φέρνει και στο μαρτύριο ακόμη. Σε κάνει να θυσιάζεσαι, να μη λογαριάζεις τίποτα. Να μη φοβάσαι τίποτα. Να φεύγεις μακριά, στα σπήλαια και στις οπές της γης. Αυτή τη θεία τρέλα είχε και ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, ο Άγιος που μ’ ενέπνευσε…»
Πηγή
paraklisi
Εμείς τα παιδιά στο χωριό, από μικρά που ήμασταν κάναμε δουλειές. Ποτίζαμε τον κήπο, τα δέντρα, φέρναμε τα ζώα, τρέχαμε παντού, όπου μας λέγανε οι μεγάλοι. Εγώ μικρός έβοσκα τα ζώα στο βουνό. Ήμουνα κουτός και ντροπαλός.
Στο σχολείο πήγα μια μόνο τάξη και σχεδόν δεν μάθαμε τίποτα, γιατί ο δάσκαλος ήταν άρρωστος. Εκεί που φύλαγα τα πρόβατα, διάβαζα συλλαβιστά το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου κι από κει μου ήρθε ο ζήλος να φύγω και να γίνω μοναχός. Χωρίς να ξέρω τίποτα. Ούτε μοναχό είχα δει, ούτε μοναστήρι. Τίποτα.» «Μια μέρα ήλθαν στο μπακάλικο που δούλευα δυο γέροι. Μου ζήτησαν δυο σαρδέλες και μισή οκά κρασί. Αμέσως τους τα πήγα. Σε μια στιγμή λέει ο ένας απ’ τους δυο γέρους:
› Πού να δεις το κρασί που ήπια στο Άγιον Όρος!
› Πήγες στο Άγιον Όρος; τον ρωτάει ο άλλος.
› Ναι, έφυγα μια φορά απ’ την πατρίδα μου, απ’ τη Μυτιλήνη, απ’ την Καλλονή κι επήγα στο Άγιον Όρος. Κι επίναμε εκεί και κρασί μονοξυλίτικο. Τι κρασί ήταν αυτό!
Τον ξαναρωτάει ο άλλος:
› Πήγες ν’ ασκητέψεις;
› Ναι, ήθελα να γίνω καλόγερος, αλλά δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. Πόσο μετάνιωσα που δεν έμεινα εκεί!
Εγώ τ’ άκουγα με προσοχή, γιατί πριν από καιρό είχαν περάσει κάποιοι μοναχοί και μοιράζανε φυλλάδια. Ένα απ’ αυτά έγραφε για τη ζωή του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, που την είχα διαβάσει συλλαβίζοντας, όταν έβοσκα τα πρόβατα στο χωριό μου, όπως σας είπα. Την είχα διαβάσει και πάλι στη σοφίτα με τη βοήθεια ενός κλεπτοφάναρου με δυσκολία, γιατί δεν ήξερα πολλά γράμματα. Τόσο μ’ ενθουσίασε η ζωή του Αγίου, που ήθελα να τον μιμηθώ· αλλ’ όμως για το Άγιον Όρος δεν ήξερα τίποτα. Σε λίγο φύγανε οι γέροι, αλλ’ εμένανε το μυαλό μου εκεί. Μου ήλθε ένας ζήλος από εκείνη τη στιγμή να πάω κι εγώ εκεί που έλεγε αυτός. Μου κόλλησε στο νου ότι θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τ’ όνειρό μου, να μιμηθώ τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη. Μου έγινε πόθος διακαής.
Πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουνα –δώδεκα-δεκαπέντε χρόνων, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά– και, θέλοντας να τον μιμηθώ, με πολύν αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Το απόγευμα που θα έφευγα για το Άγιον Όρος, άρχισαν να έρχονται και να μπαίνουν στο καράβι καλόγεροι. Τους εκοίταζα με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπα μοναχούς με τα ράσα. Εγώ ήμουνα στη σκάλα. Εκεί που ήμουνα, τους έβλεπα όλους που περνούσαν. Σε μια στιγμή ανέβηκε ένας ψηλός γέρος, σεβάσμιος, με μακριά γενειάδα, φορτωμένος με τα δισάκια του. Με πλησίασε. Κάθισε σ’ έναν πάγκο και μου είπε να καθίσω κι εγώ.
› Πού πας, παιδί μου; μου λέγει.
› Πάω στο Άγιον Όρος, του απάντησα.
› Και τι πάεις να κάνεις εκεί;
Εγώ του έκρυψα την αλήθεια και του λέγω:
› Πάω να δουλέψω.
› Έλα στα Καυσοκαλύβια, μου λέει. Εκεί μένω με τον αδελφό μου σ’ ένα καλύβι στην έρημο. Έλα, παιδί μου, εκεί, να δοξάζομε όλοι μαζί τον Χριστό μας. Τι βιβλία διαβάζεις, παιδί μου; με ρώτησε.
› Την επιστολή του Χριστού, την επιστολή της Παναγίας, το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Δεν ξέρω πολλά γράμματα.»…
«Πολλοί στο Άγιον Όρος ζήσανε μυστικά. Πεθάνανε χωρίς κανείς να τους γνωρίζει. Κι εγώ ήθελα να ζήσω έτσι μυστικά. Ούτε ιεροκήρυκας ήθελα να γίνω, ούτε κάτι άλλο. Ούτε είχα ποτέ σκεφθεί να βγω έξω απ’ το Άγιον Όρος. Παιδάκι μικρό σε τέλεια ερημιά! Για να καταλάβω το έρημον και το αβοήθητον, ανέβαινα στο βουνό, έμενα ώρες εκεί κι ήθελα να ζω σαν ερημίτης. Έβρισκα αγριάδες και τις έτρωγα. Το έκανα για άσκηση. Ήθελα να ζήσω μόνος μου, όπως ο άγιος που αγάπησα από μικρούλης, ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης. Αυτός είναι ο αγαπητός μου άγιος. Αυτόν εγώ μιμήθηκα. Μου έκανε εντύπωση πώς άντεξε να μείνει εκεί, κοντά στους γονείς του, κι έστησε την καλύβα του δίπλα τους χωρίς να αποκαλυφθεί και τους ενίσχυε συνεχώς: “Ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων”. Έτσι λέει το τροπάριό του:
“Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες καὶτὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην πρὸ πυλῶν σῶν γονέων, ἔθραυσας τῶν δαιμόνων τὰς ἐνέδρας, παμμάκαρ· διό σε, Ἰωάννη, Χριστὸς ἀξίως ἐδόξασεν”.
Οι βίοι των αγίων, και πιο πολύ ο βίος του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου μού έκαναν εντύπωση.» «Αυτή η αγάπη προς τον Θεό και αυτός ο έρωτας και αυτός ο ενθουσιασμός σε φέρνει και στο μαρτύριο ακόμη. Σε κάνει να θυσιάζεσαι, να μη λογαριάζεις τίποτα. Να μη φοβάσαι τίποτα. Να φεύγεις μακριά, στα σπήλαια και στις οπές της γης. Αυτή τη θεία τρέλα είχε και ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, ο Άγιος που μ’ ενέπνευσε…»
Πηγή
paraklisi
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Θαύμα Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ