2020-01-18 21:54:08
Κάθε Σάββατο η Β Λαϊκή Χαλανδρίου έχει την τιμητική της. Μόλις επέστρεψα απ΄αυτήν, φορτωμένος όλα τα καλούδια της φύσης, και σκέπτομαι να της αφιερώσω την σημερινή μου
ανάρτηση, μια που οι εικόνες που μας δίνει το 1935 δεν είναι και πολύ διαφορετικές...
«-Ένα τάλιρο δέκα!
-Μια κι εξήντα το ματσάκι
-Σορόπια! Σορόπια!
-Σήμερα η φτήνια!
-Τα μοντέρνα... Τα μοντέρνα... κρεπδεσίν και καπαρδίνες!
Λαϊκή! Η εφήμερη εγκατάσταση του άστεγου και περιοδεύοντος εμπορίου, η πανηγυριώτικη υπαίθρια έκθεση. Το πιο απίθανο σε ανομοιογένεια επαγγελματικό συγκρότημα που δημιούργησε ποτέ η βιοπάλη. Ορίστε κρέας του γαλάτου και πλάι παντόφλες, ορίστε ψάρια –μαρίδα της ώρας- δίπλα σ’ έναν περιπλανώμενο οίκο νεωτερισμών που έχει από παπούτσια, κάλτσες και πιτζάμες μέχρι αρώματα και ψαθάκια! Ορίστε κουνουπίδια δίπλα σε ζουμπούλια και μενεξέδες!
-Χαλκώματα, γυαλικά, σιδηρικά, ψιλικά... και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και φάρμακο για τους… κάλους, που προσπαθεί να πουλήσει σε μια «δύσκολη» γιαγιά -Αν δεν είναι καλό μην το ξαναπαίρνεις, λέει ο "καταστηματάρχης".
-Μα θα πετάξω έτσι τις δώδεκα δραχμές;
-Άμα δε σ’ αρέσει μου το επιστρέφεις!
-Και που θα σε ξαναβρώ;
Ο "καταστηματάρχης" θίγεται.
-Τι λες κυρά μου; Εγώ είμαι ο Πανταζίδης ο Σμυρνιός με τ’ όνομα. Όποιον και να ρωτήσεις με ξέρει!
Εδώ πλέον η γριούλα υποχωρεί και ξετυλίγει με κόπο το κόμπο που 'χει κάνει στο μαντήλι.
-Παπά έδεσες γιαγιά; φωνάζει το χαμίνι που παρακολουθεί τη σκηνή.
Στο διπλανό ψαράδικο πλησιάζει μια πλούσια κυρία. Ο ψαράς την έχει "κόψει", από τη στιγμή που βγήκε από τ’ απέναντι μέγαρο.
-Γιατί ακριβαίνουνε κάθε μέρα τα πράγματα; ρωτάει με δυσφορία.
-Ένεκα ο ηθικός ρυθμός κυρία μου!
-Έλα τώρα, άφησε τις κουταμάρες και βάλε μου μια οκά μπαρμπούνια! αγανακτεί η κυρία, που συγχύστηκε προφανώς από την άσχετη απάντηση.
Μια δεσποινίς, της οποίας η όλη εμφάνιση δεν θα έπαιρνε βραβείο αισθητικής, βασανίζει εδώ κι ένα τέταρτο τον έμπορο, παζαρεύοντας πεισματικά ένα ζευγάρι τσόκαρα. Στο τέλος, αποφαίνεται ότι "δεν της αρέσουν" και φεύγει.
-Τι να τα κάνεις μαμζέλ, φωνάζει συγχυσμένος ο "καταστηματάρχης", …τσόκαρο είσαι μόνη σου!
Συζητούν δυο υπηρετριούλες:
-Δεν έχει καλά πράγματα καημένη, πάμε...
-Τι λες καλέ. Εγώ ψωνίζω απ’ τη λαϊκή κρυφά απ’ την κυρά μου, για να μου μένει η διαφορά... Κερδίζω ένα τάλιρο τη μέρα και περισσότερο.
-Εμένα δε μου μένει τίποτα. Η κυρά μου θέλει να ψωνίζουμε στη λαϊκή για να της μένει εκείνης η διαφορά και νάχει χαρτζιλίκι. Έχει δίκιο η κακομοίρα, ξέρεις, είναι ένας τσιγκούνης ο κύριος!!!
Και τι δεν ακούς σ’ αυτό το εμπορικό τοπικό καραβάνι…».
anatakti
ανάρτηση, μια που οι εικόνες που μας δίνει το 1935 δεν είναι και πολύ διαφορετικές...
«-Ένα τάλιρο δέκα!
-Μια κι εξήντα το ματσάκι
-Σορόπια! Σορόπια!
-Σήμερα η φτήνια!
-Τα μοντέρνα... Τα μοντέρνα... κρεπδεσίν και καπαρδίνες!
Λαϊκή! Η εφήμερη εγκατάσταση του άστεγου και περιοδεύοντος εμπορίου, η πανηγυριώτικη υπαίθρια έκθεση. Το πιο απίθανο σε ανομοιογένεια επαγγελματικό συγκρότημα που δημιούργησε ποτέ η βιοπάλη. Ορίστε κρέας του γαλάτου και πλάι παντόφλες, ορίστε ψάρια –μαρίδα της ώρας- δίπλα σ’ έναν περιπλανώμενο οίκο νεωτερισμών που έχει από παπούτσια, κάλτσες και πιτζάμες μέχρι αρώματα και ψαθάκια! Ορίστε κουνουπίδια δίπλα σε ζουμπούλια και μενεξέδες!
-Χαλκώματα, γυαλικά, σιδηρικά, ψιλικά... και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και φάρμακο για τους… κάλους, που προσπαθεί να πουλήσει σε μια «δύσκολη» γιαγιά -Αν δεν είναι καλό μην το ξαναπαίρνεις, λέει ο "καταστηματάρχης".
-Μα θα πετάξω έτσι τις δώδεκα δραχμές;
-Άμα δε σ’ αρέσει μου το επιστρέφεις!
-Και που θα σε ξαναβρώ;
Ο "καταστηματάρχης" θίγεται.
-Τι λες κυρά μου; Εγώ είμαι ο Πανταζίδης ο Σμυρνιός με τ’ όνομα. Όποιον και να ρωτήσεις με ξέρει!
Εδώ πλέον η γριούλα υποχωρεί και ξετυλίγει με κόπο το κόμπο που 'χει κάνει στο μαντήλι.
-Παπά έδεσες γιαγιά; φωνάζει το χαμίνι που παρακολουθεί τη σκηνή.
Στο διπλανό ψαράδικο πλησιάζει μια πλούσια κυρία. Ο ψαράς την έχει "κόψει", από τη στιγμή που βγήκε από τ’ απέναντι μέγαρο.
-Γιατί ακριβαίνουνε κάθε μέρα τα πράγματα; ρωτάει με δυσφορία.
-Ένεκα ο ηθικός ρυθμός κυρία μου!
-Έλα τώρα, άφησε τις κουταμάρες και βάλε μου μια οκά μπαρμπούνια! αγανακτεί η κυρία, που συγχύστηκε προφανώς από την άσχετη απάντηση.
Μια δεσποινίς, της οποίας η όλη εμφάνιση δεν θα έπαιρνε βραβείο αισθητικής, βασανίζει εδώ κι ένα τέταρτο τον έμπορο, παζαρεύοντας πεισματικά ένα ζευγάρι τσόκαρα. Στο τέλος, αποφαίνεται ότι "δεν της αρέσουν" και φεύγει.
-Τι να τα κάνεις μαμζέλ, φωνάζει συγχυσμένος ο "καταστηματάρχης", …τσόκαρο είσαι μόνη σου!
Συζητούν δυο υπηρετριούλες:
-Δεν έχει καλά πράγματα καημένη, πάμε...
-Τι λες καλέ. Εγώ ψωνίζω απ’ τη λαϊκή κρυφά απ’ την κυρά μου, για να μου μένει η διαφορά... Κερδίζω ένα τάλιρο τη μέρα και περισσότερο.
-Εμένα δε μου μένει τίποτα. Η κυρά μου θέλει να ψωνίζουμε στη λαϊκή για να της μένει εκείνης η διαφορά και νάχει χαρτζιλίκι. Έχει δίκιο η κακομοίρα, ξέρεις, είναι ένας τσιγκούνης ο κύριος!!!
Και τι δεν ακούς σ’ αυτό το εμπορικό τοπικό καραβάνι…».
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η «Σέρσεϊ Λάνιστερ» την πέφτει στη βρετανική κυβέρνηση για τη Μόρια
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ