Ο Αμερικανός εκατομμυριούχος Τζον Κινγκ, ο οποίος είχε αγοράσει έναν ιστορικό πύργο στην Αγγλία, τον Φεβρουάριο του 1930, συνέχιζε το δεύτερο μέρος της αφήγησής του, αναφερόμενος στην τρομακτική συνάντησή του με ένα σκελετωμένο φάντασμα, που τον απειλούσε να εγκαταλείψει το καινούριο του σπίτι, ειδάλλως θα καταστρεφόταν ο ίδιος και η οικογένειά του.
Ιδού, λοιπόν, η συνέχεια της αφήγησης του Τζον Κινγκ:
Φωτογραφία της εφημερίδας, στην οποία απεικονίζεται ο ιδιοκτήτης του πύργου, ο Αμερικανός εκατομμυριούχος Τζον Κινγκ (αριστερά) να δίνει συνέντευξη σε δημοσιογράφο“Όπως ήταν εύλογο, αφού πυροβόλησα το σκελετωμένο φάντασμα που καταύγαζε ένα απόκοσμο φως, νομίζοντας πως έτσι θα προστάτευα τη σωματική μου ακεραιότητα από τις απειλές του, όλοι οι καλεσμένοι μου για τα εγκαίνια του πύργου μου σηκώθηκαν στο πόδι. Οι πυροβολισμοί και οι άγριες φωνές μου τους ξύπνησαν όλους, και τους τριακόσιους.
Διέταξα πάραυτα να ανάψουν σε όλα τα δωμάτια τα ηλεκτρικά φώτα, που μόλις είχα εγκαταστήσει στο πανάρχαιο κτίριο, ακόμη κι εκείνα στις αίθουσες ψυχαγωγίας και δεξιώσεων.
Μάταια, όμως. Κανένα ίχνος του μυστηριώδους σκελετού δεν αποκαλύφθηκε. Εν τω μεταξύ, η σύζυγός μου και ο γιος μου φρόντισαν να μου πλύνουν το πρόσωπο από τα αίματα και να μου καθαρίσουν τις πληγές από τις άγριες αμυχές, που μου είχε καταφέρει το φάντασμα.
Οι προσκεκλημένοι μου είχαν τρομοκρατηθεί και με ρωτούσαν να μάθουν όσα το δυνατόν περισσότερα για το αδιανόητο πάθημά μου. Έως το πρωί ήμουν αναγκασμένος να διηγούμαι ξανά και ξανά την απίστευτη αυτή περιπέτεια. Εν τέλει, όμως, όλοι αποφάνθηκαν ότι μάλλον θα επρόκειτο για κάποια παραίσθηση, λόγω του ότι είχαμε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ.
Κάποιος, μάλιστα, μου είπε ότι προφανώς, καθώς διέσχιζα την αίθουσα των πανοπλιών, για να φτάσω στο δωμάτιό μου, θα προσέκρουσα, δίχως να το αντιληφθώ, σε κάποιο ξίφος και θα γραντζουνίστηκα. Κι έτσι, με τη φαντασία μου θα είχα πλάσει πιθανά την τρομακτική ιστορία με τον φωσφορίζοντα σκελετό.
Για να μη φανώ δειλός και γελοίος, συμφώνησα απρόθυμα και χαμογέλασα συγκαταβατικά. Μα, ακόμη κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μου είχε συμβεί πράγματι κάτι τόσο εξωφρενικό. Η λογική μου αδυνατούσε να αποδεχτεί ότι υπάρχουν φαντάσματα και μάλιστα, φαντάσματα που μπορούν να βλάψουν!
Θα είχε ξημερώσει, όταν όλοι, κατάκοποι πια, αποσυρθήκαμε νυσταγμένοι στα κρεβάτια μας. Κοιμηθήκαμε μέχρι το μεσημέρι, χωρίς να σημειωθεί κανένα επεισόδιο. Περάσαμε επίσης κι ένα πολύ ευχάριστο απόγευμα. Μα, καθώς πήρε να νυχτώνει, ένας ακαθόριστος φόβος είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά μας. Η νευρικότητα κορυφώθηκε, μόλις έφτασε η στιγμή να κατακλιθούμε.
Πάσχιζα να εμψυχώσω τους φίλους μου, αλλά κι εγώ δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση. Στάθηκε αδύνατον. Τόσο που είχαν τεντωθεί τα νεύρα μου από το παράξενο συμβάν της προηγούμενης νύχτας, ώστε παρακάλεσα τους δύο γραμματείς μου να μου κρατήσουν συντροφιά.
Βρισκόμουν στο δωμάτιό μου με τους δύο γραμματείς μου και πίναμε ένα ποτήρι ουίσκι, όταν ξαφνικά άκουσα γοερές γυναικείες κραυγές, οι οποίες προέρχονταν από τα διαμερίσματα της συζύγου μου. Και οι τρεις μας μαρμαρώσαμε από τον φόβο, αλλά εγώ δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Άρπαξα το περίστροφο και τους έγνεψα να με ακολουθήσουν. Εκείνοι υπάκουσαν, όχι με μεγάλο ενθουσιασμό.
Καθώς διέσχιζα την αίθουσα των πανοπλιών, τους είπα να οπλιστούν με δύο μεγάλες σπάθες, που κοσμούσαν τον τοίχο. Το έπραξαν δίχως καμία αντίρρηση. Ύστερα, επιταχύναμε το βήμα προς τα διαμερίσματα της συζύγου μου.
Στους διαδρόμους συνάντησα πολλούς υπηρέτες, που έτρεχαν εδώ κι εκεί αλλόφρονες. Τους διέταξα να σταματήσουν, αλλά κανείς τους δεν με υπάκουσε. Ένας μόνο μου φώναξε:
“Μην προχωρείτε! Το σκελετωμένο φάντασμα!”
Τίποτα, όμως, δεν ήταν ικανό να με αναχαιτίσει. Οι φωνές της γυναίκας μου ήταν τώρα πιο στεντόρειες, πιο άγριες, πιο απεγνωσμένες. Ικέτευε για βοήθεια, αλλά κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να της την παράσχει.
Ένα μικρό σαλονάκι χώριζε τον διάδρομο από το δωμάτιό της. Όταν άνοιξα την πόρτα, βρέθηκα αμέσως μπροστά στον αποκρουστικό σκελετό. Βάδιζε σταθερά καταπάνω μου, κουνώντας απειλητικά το αποστεωμένο του χέρι.
“Σε προειδοποίησα εχθές το βράδυ πως δε θα σου επιτρέψω να κατοικήσεις σε τούτο το σπίτι των προγόνων μου! Δε με άκουσες. Αν δε φύγετε μέσα σε λίγες ώρες, θα σας κάνω πολύ μεγάλο κακό!” είπε το φάντασμα με μια φωνή που θαρρείς πως ανέβαινε απ’ τον τάφο.
Αυτά είπε και εξαφανίστηκε. Πια ήμουν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο για παραίσθηση, διότι τον σκελετό τον είδαν και οι δύο γραμματείς μου και οι υπηρέτες. Αμέσως καθησύχασα τη γυναίκα μου και της υποσχέθηκα πως μόλις ξημέρωνε, θα επιστρέφαμε στο Λονδίνο. Έτσι κι έγινε”.
Το μυστηριώδες αυτό γεγονός έγινε πολύ σύντομα γνωστό σε ευρύτατο κύκλο και επέσυρε την προσοχή των δημοσιογράφων. Αυθωρεί, όλοι οι διάσημοι πνευματιστές της Αγγλίας έσπευσαν επιτόπου, για να επιληφθούν του ζητήματος. Έγιναν έρευνες και ανακρίσεις, αλλά τίποτε δεν ήρθε στο φως.
Τα μέλη του πολυπληθούς υπηρετικού προσωπικού, όταν ρωτήθηκαν σχετικώς, απάντησαν ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εμφανιστεί στον πύργο κάποιο φάντασμα. Το επιβεβαίωσε, άλλωστε, και ο παλιός ιδιοκτήτης.
Το μόνο που εξακριβώθηκε ήταν ότι πολλά χρόνια πριν, εξαιτίας πολιτικών διωγμών, ένας πρόγονος της οικογένειας των Λόρδων, που είχαν για αιώνες στην κατοχή τους τον επιβλητικό πύργο, είχε θαφτεί ζωντανός στα υπόγεια του αριστοκρατικού οικοδομήματος.
Ίσως το σκελετωμένο φάντασμα, που σελάγιζε ένα απόκοσμο φως και απειλούσε τους πάντες, να ήταν το φάντασμα εκείνου του ατυχούς προγόνου.
Εν πάση περιπτώσει, η τελευταία λέξη αναμενόταν να δοθεί από τον Sir Arthur Conan Doyle, διάσημο Άγγλο συγγραφέα και πνευματιστή, ο οποίος είχε αναλάβει να μελετήσει την υπόθεση.
Arthur Conan Doyle (22/05/1859 – 07/07/1930)Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 27/02/1930…
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 27/02/1930Μοιραστείτε το άρθρο...
Let's block ads! (Why?)
ΠΗΓΗ
Το σκελετωμένο φάντασμα ενός πύργου στην Αγγλία, το 1930 (Μέρος Β’) ΠΕΡΙΕΡΓΑ - STRANGE
periergaa