2020-02-01 12:36:46
Στη δεκαετία του 1930 η Αθήνα μας πλημμύρισε νεόπλουτους –απόρροια πολέμων,
που ως γνωστόν αποτελούν το προσφορότερο έδαφος για εύκολο πλουτισμό κάποιων εκμεταλλευτών καταστάσεων.
Ήταν επομένως αναμενόμενο η νέα αυτή τάξις να εισέλθει παντού και να αλλοιώσει τα πάντα. Από το τσουνάμι αυτό δεν γλύτωσαν ακόμη και οι παραδοσιακές ταβέρνες. Κάποιοι ταβερνιάρηδες το γύρισαν σε κοσμική ταβέρνα! Άλλο να σερβίρεις μπακαλιάρο και άλλο αστακό α λ΄αμερικαίν...
«-Στοπ!
Παραγγέλει επιτακτικώτατα ένα τεράστιον ηλεκτρικό φανάρι στη γωνία του απόμερου δρομάκου. Σειρά ατελεύτητη οι κούρσες και τα ταξί απ' έξω.
Η ταβέρνα γεμάτη. Όχι απ' τους μπεκρήδες της γειτονιάς. Προς Θεού! Αυτοί δεν έχουν σήμερα καμμία σχέση μ' αυτά τα βαρέλια. Εδώ συχνάζει η κοσμική στήλη των εφημερίδων· ο παρφουμαρισμένος ωραιόκοσμος, η προώρως μπλαζέ νεολαία, οι γνωστότεροι τύποι του αθηναϊκού σνομπισμού.
Το παληό λαϊκό χρώμα του εσωτερικού έχει παραδώσει την ιστορική του απλότητα στα γούστα της εξελίξεως. Παντού χτυπάει στο μάτι μια εξεζητημένη τοποθέτησις γραφικότητας, που εμφανίζει την πιο κακότεχνη παρωδία του παρελθόντος. Ένα... ψεύτικο τζάκι υπάρχει στη γωνία για το... ποιητικώτερον του πράγματος! Κάτι μινιατούρες βαρελιών διακοσμούν "πολιτισμένα μίαν άκρη" (τα πραγματικά βαρέλια δεν τολμούν να κάμουν την εμφάνισή τους... μπροστά στον κόσμο). Και το φως μελαγχολεί κατά παραγγελίαν και αναλόγως των ρωμαντικών διαθέσεων της ορχήστρας και του "ντιζέρ" .
Βεβαίως υπάρχει και "ντιζέρ". Είνε ο περίφημος εκτελεστής των αμανέδων. ... Νταλγκάς, ο οποίος έχει απολύτως συμμορφωθή με το σικ περιβάλλον που τον πλαισιώνει. Ξυρισμένος, ντυμένος επιμελέστατα, αβρότατος στους τρόπους, τραγουδεί σπανιόλικες καντσονέττες και γλυκανάλατα ταγκό! Το σαντούρι που ήταν ο αχώριστος σύντροφός του, έγινε τώρα ακκορντεόν! Το μπαγλαμαδάκι μετεμορφώθη εις μπάντζο! ... Ακόμη και η φωνή του... εξεπολιτίσθη αρκετά! "Σε ξέχασα στ'αλήθεια
τώρα δε σ'αγαπώ..."
Οι παρέες, η μια μετά την άλλη, έρχονται και φεύγουν άπρακτες. Δεν υπάρχει τραπέζι πια. Εννιά η ώρα. Το "αιρ μπλε" του Γκερλαίν ανακατεύεται με την κνίσσα των μεζέδων σε μια πρωτότυπη οσφρητική εναρμόνιση, απαράμιλλη για τον πονοκέφαλο.
Άσπιλα τραπεζομάντηλα, στίλβοντα σερβίτσια και απαστράπτοντα κρύσταλλα αποτελούν τους απίθανους απογόνους της χωματένιας "κούπας" και του κατατσακισμένου "κατοσταριού", που ποζάριζαν άλλοτε θριαμβευτικά στο λιγδερό τραπέζι. Τουαλέττες της ώρας, κομψά κουστούμια, εμφανίσεις του κουτιού, άψογο σύνολο -αυτό θα πη ταβέρνα; Η ρετσίνα με... βραδυνή "έξωμη εσθήτα"!
Ο κάπελας δε λέγεται "Μπάρμπα-Γιάννης". Είνε γλωσσομαθής θαμών των χορευτικών κέντρων και τέλειος κάτοχος του "σαβουάρ βιβρ".
-Περμετέ μουά, μαντάμ!
Και οδηγεί τις κυρίες στο τραπεζάκι τους με το ύφος... ιπποτικού πυργοδεσπότου.
-Τι θα μας δώσης, γκαρσόν;
Το γκαρσόνι ξεδιπλώνει τον κατάλογο.
-Έχω... αστακό "α λ'αμερικαίν σος κρεμ", "γκαλλαντίν ντε πουλέ α λα ζελέ", "ανιό α λα παριζιέν".
Τέτοιες τιμές... που να τις φανταζόταν η καϋμένη η ρετσίνα! Η παρέα παραγγέλλει αστακό και "ανιό" ύστερα... ασπαίρζ α λα πολωναίζ σος κρεμ.
Και βεβαίως υπάρχει γαρδούμπα και κοκορέτσι που ζητούνται από τις γνήσιες αθηναϊκές παρέες, αλλά σερβίρονται κι'αυτά... "α λ'οριαντάλ", τα δε μπαρμπούνια της σχάρας... "σος λαδολεμονό"!
Το "κοκκινέλι" δεν ρέει αφθόνως. Το "τερψιλαρύγγιον εδώ αποτελεί "καταναγκαστικά έργα". Κυττάξτε, αν θέλετε να πεισθήτε, αυτήν εκεί την κομψή κυρία με το παχύτατον "πτι γκρι" και τα σεβαστά "μπριγιάν", πώς αγωνίζεται να πνίξη τις γκριμάτσες της δυσφορίας της ενώ μόλις βρέχει τα χείλη της με το ποτήρι.
Μια παρέα πραγματικών γλεντζέδων, τύπων της Παληάς Αθήνας, που ξέπεσε απόψε τυχαία εδώ, είνε η μόνη που ρουφά το ρευστό ρουμπίνι με ξεγνοιασιά και μ' απόλαυση. Ο πιο αδιάφορος ξεκρεμά μια κιθάρα που βρίσκεται πίσω του στον τοίχο. Απογοήτευσις. Είνε ξεκούρντιστη και με σπασμένη τη μια χορδή. Υπάρχει βλέπετε εδώ για... καθαρώς διακοσμητικούς λόγους! Την κουρντίζει όπως-όπως και προς μεγάλην αγανάκτησιν της κυρίας με τα "μπριγιάν" αρχίζει το σόλο του παθητικά και μερακλωμένα:
"Ποιος είδε ποιος,
ποιος είδε, ποιος απάντησεεε..."
Οι παρέες ανταλλάσσουν εύγλωτα βλέμματα σοκαρισμένες. Αυτό είνει πάλι έξω φρενών! Να τραγουδά ο αναιδέστατος... στην ταβέρνα! Κάποιος παρατηρεί:
-Μα δεν γράφει πουθενά "απαγορεύονται τα άσματα!"
-Αλλοίμονο! λέει η κυρία με τα μπριγιάν. Δε θα ήταν καθόλου "ζαντίγ" εκ μέρους του καταστήματος... Αλλ'αυτό υπονοείται!
Αλλά ο "αναιδής" με την κιθάρα συνεχίζει πάντα στο ίδιο μοτίβο, ενώ κυττάζει ιταμώτατα τις κυρίες:
"Όσες τριανταρίσατε
τι άλλο καρτερείτε
παρακαλείτε το Θεό
καλή ψυχή να βρήτε!"
-Τι θράσος! Μαίνεται η κυρία. Άρχισε τώρα να μιλή... και για ηλικίες! Εγώ Ζαν, στη θέσι σου, θα τούσπαγα τα μούτρα!
Ο καβαλιέρος προσπαθεί να την καθησυχάσει.
-Μα αγάπη μου δεν το λέει για σένα!
-Φυσικά. Το ξέρω! Εγώ δεν είμαι τριάντα χρονών. Αυτό δα έλειπε να το λέει και για μένα!...
Τώρα τραγουδά ο Νταλγκάς. Ισχυρίζεται με πάθος:
"Θα ξανάρθης
όσα χρόνια κι'αν περάσουν
θα ξανάρθης"
Εκείνη δεν ενθουσιάζεται πια με τίποτα.
-Πάμε, λέει μουδιασμένη.
Η παρέα ζητά το λογαριασμό που έρχεται διακριτικώτατα στο πιάτο...
Έξω οι μηχανές των αυτοκινήτων μουγκρίζουν ώσπου να ζεσταθούν. Μια παρέα μεθυσμένων περνάει. Βλέπει την κίνησι και τις φωτεινές γιρλάντες και σταματάει εμβρόντητη.
-Τ' είνε δω μέσα; ρωτάει κατάπληκτος ο ένας.
Ο άλλος κυττάζει καλά-καλά και σηκώνει τους ώμους του με απορία.
-Ξέρω κ' εγώ;
(Δ.Κ.Ευαγγελίδης, "Ακρόπολις", Φεβρουάριος 1935)
Θωμάς Σιταράς, ΑθηναιογράφοςΣυγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
anatakti
που ως γνωστόν αποτελούν το προσφορότερο έδαφος για εύκολο πλουτισμό κάποιων εκμεταλλευτών καταστάσεων.
Ήταν επομένως αναμενόμενο η νέα αυτή τάξις να εισέλθει παντού και να αλλοιώσει τα πάντα. Από το τσουνάμι αυτό δεν γλύτωσαν ακόμη και οι παραδοσιακές ταβέρνες. Κάποιοι ταβερνιάρηδες το γύρισαν σε κοσμική ταβέρνα! Άλλο να σερβίρεις μπακαλιάρο και άλλο αστακό α λ΄αμερικαίν...
«-Στοπ!
Παραγγέλει επιτακτικώτατα ένα τεράστιον ηλεκτρικό φανάρι στη γωνία του απόμερου δρομάκου. Σειρά ατελεύτητη οι κούρσες και τα ταξί απ' έξω.
Η ταβέρνα γεμάτη. Όχι απ' τους μπεκρήδες της γειτονιάς. Προς Θεού! Αυτοί δεν έχουν σήμερα καμμία σχέση μ' αυτά τα βαρέλια. Εδώ συχνάζει η κοσμική στήλη των εφημερίδων· ο παρφουμαρισμένος ωραιόκοσμος, η προώρως μπλαζέ νεολαία, οι γνωστότεροι τύποι του αθηναϊκού σνομπισμού.
Το παληό λαϊκό χρώμα του εσωτερικού έχει παραδώσει την ιστορική του απλότητα στα γούστα της εξελίξεως. Παντού χτυπάει στο μάτι μια εξεζητημένη τοποθέτησις γραφικότητας, που εμφανίζει την πιο κακότεχνη παρωδία του παρελθόντος. Ένα... ψεύτικο τζάκι υπάρχει στη γωνία για το... ποιητικώτερον του πράγματος! Κάτι μινιατούρες βαρελιών διακοσμούν "πολιτισμένα μίαν άκρη" (τα πραγματικά βαρέλια δεν τολμούν να κάμουν την εμφάνισή τους... μπροστά στον κόσμο). Και το φως μελαγχολεί κατά παραγγελίαν και αναλόγως των ρωμαντικών διαθέσεων της ορχήστρας και του "ντιζέρ" .
Βεβαίως υπάρχει και "ντιζέρ". Είνε ο περίφημος εκτελεστής των αμανέδων. ... Νταλγκάς, ο οποίος έχει απολύτως συμμορφωθή με το σικ περιβάλλον που τον πλαισιώνει. Ξυρισμένος, ντυμένος επιμελέστατα, αβρότατος στους τρόπους, τραγουδεί σπανιόλικες καντσονέττες και γλυκανάλατα ταγκό! Το σαντούρι που ήταν ο αχώριστος σύντροφός του, έγινε τώρα ακκορντεόν! Το μπαγλαμαδάκι μετεμορφώθη εις μπάντζο! ... Ακόμη και η φωνή του... εξεπολιτίσθη αρκετά! "Σε ξέχασα στ'αλήθεια
τώρα δε σ'αγαπώ..."
Οι παρέες, η μια μετά την άλλη, έρχονται και φεύγουν άπρακτες. Δεν υπάρχει τραπέζι πια. Εννιά η ώρα. Το "αιρ μπλε" του Γκερλαίν ανακατεύεται με την κνίσσα των μεζέδων σε μια πρωτότυπη οσφρητική εναρμόνιση, απαράμιλλη για τον πονοκέφαλο.
Άσπιλα τραπεζομάντηλα, στίλβοντα σερβίτσια και απαστράπτοντα κρύσταλλα αποτελούν τους απίθανους απογόνους της χωματένιας "κούπας" και του κατατσακισμένου "κατοσταριού", που ποζάριζαν άλλοτε θριαμβευτικά στο λιγδερό τραπέζι. Τουαλέττες της ώρας, κομψά κουστούμια, εμφανίσεις του κουτιού, άψογο σύνολο -αυτό θα πη ταβέρνα; Η ρετσίνα με... βραδυνή "έξωμη εσθήτα"!
Ο κάπελας δε λέγεται "Μπάρμπα-Γιάννης". Είνε γλωσσομαθής θαμών των χορευτικών κέντρων και τέλειος κάτοχος του "σαβουάρ βιβρ".
-Περμετέ μουά, μαντάμ!
Και οδηγεί τις κυρίες στο τραπεζάκι τους με το ύφος... ιπποτικού πυργοδεσπότου.
-Τι θα μας δώσης, γκαρσόν;
Το γκαρσόνι ξεδιπλώνει τον κατάλογο.
-Έχω... αστακό "α λ'αμερικαίν σος κρεμ", "γκαλλαντίν ντε πουλέ α λα ζελέ", "ανιό α λα παριζιέν".
Τέτοιες τιμές... που να τις φανταζόταν η καϋμένη η ρετσίνα! Η παρέα παραγγέλλει αστακό και "ανιό" ύστερα... ασπαίρζ α λα πολωναίζ σος κρεμ.
Και βεβαίως υπάρχει γαρδούμπα και κοκορέτσι που ζητούνται από τις γνήσιες αθηναϊκές παρέες, αλλά σερβίρονται κι'αυτά... "α λ'οριαντάλ", τα δε μπαρμπούνια της σχάρας... "σος λαδολεμονό"!
Το "κοκκινέλι" δεν ρέει αφθόνως. Το "τερψιλαρύγγιον εδώ αποτελεί "καταναγκαστικά έργα". Κυττάξτε, αν θέλετε να πεισθήτε, αυτήν εκεί την κομψή κυρία με το παχύτατον "πτι γκρι" και τα σεβαστά "μπριγιάν", πώς αγωνίζεται να πνίξη τις γκριμάτσες της δυσφορίας της ενώ μόλις βρέχει τα χείλη της με το ποτήρι.
Μια παρέα πραγματικών γλεντζέδων, τύπων της Παληάς Αθήνας, που ξέπεσε απόψε τυχαία εδώ, είνε η μόνη που ρουφά το ρευστό ρουμπίνι με ξεγνοιασιά και μ' απόλαυση. Ο πιο αδιάφορος ξεκρεμά μια κιθάρα που βρίσκεται πίσω του στον τοίχο. Απογοήτευσις. Είνε ξεκούρντιστη και με σπασμένη τη μια χορδή. Υπάρχει βλέπετε εδώ για... καθαρώς διακοσμητικούς λόγους! Την κουρντίζει όπως-όπως και προς μεγάλην αγανάκτησιν της κυρίας με τα "μπριγιάν" αρχίζει το σόλο του παθητικά και μερακλωμένα:
"Ποιος είδε ποιος,
ποιος είδε, ποιος απάντησεεε..."
Οι παρέες ανταλλάσσουν εύγλωτα βλέμματα σοκαρισμένες. Αυτό είνει πάλι έξω φρενών! Να τραγουδά ο αναιδέστατος... στην ταβέρνα! Κάποιος παρατηρεί:
-Μα δεν γράφει πουθενά "απαγορεύονται τα άσματα!"
-Αλλοίμονο! λέει η κυρία με τα μπριγιάν. Δε θα ήταν καθόλου "ζαντίγ" εκ μέρους του καταστήματος... Αλλ'αυτό υπονοείται!
Αλλά ο "αναιδής" με την κιθάρα συνεχίζει πάντα στο ίδιο μοτίβο, ενώ κυττάζει ιταμώτατα τις κυρίες:
"Όσες τριανταρίσατε
τι άλλο καρτερείτε
παρακαλείτε το Θεό
καλή ψυχή να βρήτε!"
-Τι θράσος! Μαίνεται η κυρία. Άρχισε τώρα να μιλή... και για ηλικίες! Εγώ Ζαν, στη θέσι σου, θα τούσπαγα τα μούτρα!
Ο καβαλιέρος προσπαθεί να την καθησυχάσει.
-Μα αγάπη μου δεν το λέει για σένα!
-Φυσικά. Το ξέρω! Εγώ δεν είμαι τριάντα χρονών. Αυτό δα έλειπε να το λέει και για μένα!...
Τώρα τραγουδά ο Νταλγκάς. Ισχυρίζεται με πάθος:
"Θα ξανάρθης
όσα χρόνια κι'αν περάσουν
θα ξανάρθης"
Εκείνη δεν ενθουσιάζεται πια με τίποτα.
-Πάμε, λέει μουδιασμένη.
Η παρέα ζητά το λογαριασμό που έρχεται διακριτικώτατα στο πιάτο...
Έξω οι μηχανές των αυτοκινήτων μουγκρίζουν ώσπου να ζεσταθούν. Μια παρέα μεθυσμένων περνάει. Βλέπει την κίνησι και τις φωτεινές γιρλάντες και σταματάει εμβρόντητη.
-Τ' είνε δω μέσα; ρωτάει κατάπληκτος ο ένας.
Ο άλλος κυττάζει καλά-καλά και σηκώνει τους ώμους του με απορία.
-Ξέρω κ' εγώ;
(Δ.Κ.Ευαγγελίδης, "Ακρόπολις", Φεβρουάριος 1935)
Θωμάς Σιταράς, ΑθηναιογράφοςΣυγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ελληνική Λύση: Σε βέρτιγκο η Κυβέρνηση
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Meteo: Θερμή εισβολή με κορύφωση την Τρίτη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ