Ο θάνατος του νεαρού Έντγκαρ Χιλτ, στη Βοστόνη της Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κατά τη δεκαετία του 1910, υπήρξε τραγικός, αλλά πιο τραγική ακόμη ήταν η ανατριχιαστική αποκάλυψη που τον συνόδευε
Ο Έντγκαρ βρέθηκε ένα πρωί νεκρός στο πάτωμα του δωματίου του στη Βοστόνη. Δεν έφερε καμία πληγή, κανένα τραύμα και καμία απολύτως κάκωση. Από τα μάτια του, που είχαν απομείνει ανοιχτά και κρυσταλλωμένα, μπορούσε εύκολα να εννοήσει ο οποιοσδήποτε πως το τέλος του υπήρξε μαρτυρικό και αγωνιώδες και πως ο τρόμος ήταν αυτός που άρπαξε τη στερνή του ανάσα.
Ο Έντγκαρ Χιλτ ήταν νέος, ήταν ωραίος, ήταν πλούσιος και ποθητός και δεν υπέφερε από καμία νόσο. Ήταν η ίδια η επιτομή της ζωής και της νιότης. Πράγματι, όμως, τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει υπερβολικά και είχε απολέσει την ευθυμία και τον αυθορμητισμό του, βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Επρόκειτο να γίνει νεκροτομή, προκειμένου να διαπιστωθεί η αιτία του αιφνίδιου θανάτου του, όταν ήρθε στο φως μια επιστολή, που υπήρχε επάνω του. Το περιεχόμενο της επιστολής ήταν τουλάχιστον σοκαριστικό.
Ιδού το γράμμα του νεαρού, όπως κυκλοφόρησε στις αμερικανικές εφημερίδες της εποχής:
“Προμαντεύω το τέλος μου και γι’ αυτόν τον λόγο αφήνω ένα γράμμα, για να μη μείνει ο θάνατός μου σκοτεινός. Γνωρίζω καλά ότι είναι αδύνατον να ζήσω και θα αυτοκτονούσα εξάπαντος, εάν είχα την απαιτούμενη δύναμη. Διότι η ζωή μου δεν είναι ζωή, αλλά ένα παρατραβηγμένο μαρτύριο.
Η φοβερή αυτή μεταβολή σημειώθηκε μετά από ένα έγκλημα που διέπραξα ο ίδιος σε μια στιγμή παραφροσύνης. Θα θυμάστε τη δολοφονία της Λουτσία Κόιλντ, φυσικά. Έμεινε ανεξιχνίαστη και ίσως θα έμενε για πάντα, εάν δεν υπήρχε ένας ανώτερος τιμωρός, ο οποίος δεν αφήνει τίποτε κρυφό στον κόσμο ετούτο.
Εγώ την σκότωσα. Τη σκότωσα διότι την αγαπούσα και διότι εκείνη δε με αγαπούσε. Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Η Λουτσία δε μου έδειχνε μόνο αποστροφή. Τόλμησε να φανερώσει εμπρός μου τον έρωτά της για έναν άλλον άντρα, πράγμα το οποίο με πλήγωσε βαθιά και ανεπανόρθωτα. Με έκανε να υποφέρω, να εξαγριωθώ, να λυσσάξω και στο τέλος, να τη σκοτώσω.
Κατόρθωσα να κάνω το ειδεχθές αυτό έγκλημα κατά τρόπο σατανικό. Πέρασαν κάμποσες ημέρες και κανένας δε με υποπτεύθηκε ούτε για μια στιγμή. Άρα, δεν υπήρχε ο παραμικρός κίνδυνος να αποκαλυφθώ.
Στη γη υπάρχουν πνεύματα κακά, τα οποία βοηθούν τα σκότια και ερεβώδη έργα. Αλλά υπάρχουν και άλλα πνεύματα, τα οποία τιμωρούν τους ενόχους. Διότι αν και ξεγέλασα τους πάντες, δεν ξέφυγα και από την εκδικητική μανία ενός τιμωρού φαντάσματος.
Πρέπει να με πιστέψετε. Αρκετά μετά το έγκλημα, δέχτηκα τη φρικαλέα επίσκεψη ενός αποτρόπαιου φαντάσματος, το οποίο επέμενε να έρχεται κάθε νύχτα πάνω από το κρεβάτι του και να με βασανίζει σκληρά και ανελέητα.
Είναι αδύνατον να καταλάβετε αυτή την επαναλαμβανόμενη αδυσώπητη τιμωρία, αυτόν τον τραγικό αποτροπιασμό. Μόλις άνοιγα τα μάτια μου, έβλεπα μέσα στο σκοτάδι ένα πελώριο φάντασμα με κατακίτρινο αρρωστημένο χρώμα, ένα σκελετώδες πρόσωπο με δυο άγρια διαπεραστικά μάτια, να με κοιτάζουν μέχρι τα απύθμενα μύχια της ψυχής μου. Με έγδυνε από την ύπαρξή μου.
Ήταν το φοβερό φάντασμα της Νέμεσης. Έτρεμα ολόκληρος. Έτρεμα από τον φόβο τον πρωτοφανή, αλλά και από τη φρίκη της μορφής του. Και μόνο το πρωί, όταν εισερχόταν από το παράθυρο το θάλπος του γλυκού κι ευοίωνου ημερινού φωτός, κατάφερνα να ησυχάσω.
Το μαρτύριό μου αυτό εξακολουθούσε αδιάκοπο κι έτσι, η ζωή μου κατέστη ανυπόφορη. Το σώμα μου αδυνάτιζε καθημερινά. Επιθυμούσα να βρω τη γαλήνη στον θάνατο, αφού η ζωή μου είχε γίνει ήδη κόλαση επί γης.
Να αυτοκτονήσω δεν μπορούσα. Δεν είχα τη δύναμη, το σθένος, την ανδρειοσύνη. Άλλωστε, ένιωθα πως το τέλος μου πλησίαζε και κάλπαζε γρήγορα για να με συναντήσει. Η κατάσταση αυτή η ανυπόφορη δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει περισσότερο.
Το γράμμα αυτό το γράφω, επειδή προαισθάνομαι τον χαμό μου. Επίσης, νιώθω τη βαθιά ανάγκη να εξιλεωθώ, να αποκαλύψω τα κρίματά μου και να ελαφρωθώ στον τάφο, αποκαλύπτοντας το έγκλημα, του οποίου είμαι ο μοναδικός υπεύθυνος και αυτουργός”.
Η τρομερή αυτή αποκάλυψη δημιούργησε πάταγο στη Βοστόνη. Ο θάνατος του νεαρού θεωρήθηκε αποτέλεσμα των τύψεων που τον βάραιναν μετά το σατανικό έγκλημα, πείθοντάς τον ότι τον κυνηγούσε το φοβερό φάντασμα της Νέμεσης. Ή μήπως πράγματι τον κυνηγούσε;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 29/04/1912…
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ”, στις 29/04/1912Μοιραστείτε το άρθρο...
Let's block ads! (Why?)
ΠΗΓΗ
Το φοβερό φάντασμα της Νέμεσης ΠΕΡΙΕΡΓΑ - STRANGE
periergaa