2020-02-10 14:40:41
Η σεναριογράφος της τηλεοπτικής επιτυχίας του ΑΝΤ1,''Άγριες μέλισσες'',Μελίνα Τσαμπάνη, µιλά για την πρώτη της συγγραφική απόπειρα και περιγράφει πώς άφησε τις σπουδές της στη Νοµική για µια καριέρα στη σκηνοθεσία.
Ο δρόμος της επιτυχίας σίγουρα δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα για τη Μελίνα Τσαμπάνη. Κλήθηκε να περάσει από ανηφόρες, να προσέξει στις κατηφόρες, αλλά και να αποφύγει αρκετές λακκούβες.
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στις δυτικές συνοικίες της πόλης, σε μια μεσοαστική οικογένεια. Υπήρξε μοναχοπαίδι για δέκα χρόνια, μέχρι να γεννηθεί ο αδερφός της. «Δεν μεγάλωσα παίζοντας με άλλα αδέρφια. Αυτό που θυμάμαι, όμως, έντονα είναι πως τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας όπου μέναμε ήταν γεμάτα παιδιά, με τα οποία μοιράστηκα ατελείωτες ώρες παιχνιδιού, και κρατήσαμε σχέσεις για πολλά χρόνια. Αυτή η αίσθηση της γειτονιάς την οποία πρόλαβα και που λείπει σήμερα σε μεγάλο βαθμό είναι μια έντονη και όμορφη ανάμνηση την οποία διατηρώ» ,εξομολογείται στο «Έθνος της Κυριακής».
Στην ηλικία των 18 ετών δίνει Πανελλαδικές και καταφέρνει να εισαχθεί με την πρώτη στη Νομική Σχολή. Στα μέσα των φοιτητικών της χρόνων, οµως, συνειδητοποιεί ότι ήταν κάτι που δεν της αρέσει και αποφασίζει να γραφτεί σε σχολή κινηµατογράφου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα γνωρίσει τον σύζυγό της, τον Πέτρο Καλκόβαλη. «Τη Νομική την άφησα αρχικά για τη σκηνοθεσία. Αυτό σπούδασα και μ’ αυτό ασχολήθηκα τα πρώτα χρόνια που μπήκα στον χώρο της τηλεόρασης, δουλεύοντας ως βοηθός σκηνοθέτη. Η συγγραφή ήρθε αργότερα, ως μέσο έκφρασης, και την αγάπησα ιδιαίτερα - περισσότερο και από τη σκηνοθεσία. Οι γονείς μου, φυσικά, αντέδρασαν στην αρχή ξέροντας πόσο είχα κοπιάσει για να μπω στη Νομική, αλλά, επειδή ήμουν ένα παιδί που δεν χαρακτηριζόταν από επιπολαιότητα, κατάλαβαν ότι, για να αλλάξω γνώμη, το έχω σκεφτεί καλά. Όταν πια άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο και το γράψιμο, ήμουν σίγουρη πως έκανα τη σωστή επιλογή. Ένιωσα ότι κάνω κάτι που μ’ αρέσει πραγματικά και με κάνει ευτυχισμένη. Κι αυτό θα ’πρεπε να είναι το μοναδικό κριτήριο για να διαλέξει κανείς επάγγελμα».
Ως βοηθός σκηνοθέτη δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες για να βρει δουλειά. Το δύσκολο κομμάτι ήταν να γράψει μια δική της δουλειά στην τηλεόραση. «Με τον άντρα μου είμαστε σεναριογραφικό δίδυμο για πολλά χρόνια. Έχουμε καταθέσει πολλές προτάσεις για σειρές, αλλά πάντα καταλήγαμε να γράφουμε διασκευές ξένων σειρών, όπως πολλοί συνάδελφοι. Παρεμπιπτόντω,ς όσοι έχουμε αναλάβει την “ελληνοποίηση” ξένων σειρών γνωρίζουμε πόση δουλειά απαιτείται και πώς μετά τα πρώτα κιόλας επεισόδια, η συγγραφή και οι ιδέες περνάνε εξ ολοκλήρου στα χέρια των Ελλήνων σεναριογράφων. Oπως και να έχει, αυτή είναι μια συνηθισμένη πρακτική τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση. Το να προτιμούν, δηλαδή, ξένες σειρές που έχουν σημειώσει επιτυχία στη χώρα τους. Ύστερα από πολλές προτάσεις και δουλειές, η πρώτη δική μας ιδέα που καταφέραμε να κάνουμε είναι οι “Άγριες μέλισσες”, οπότε ναι, μπορούμε να πούμε πως αντιμετωπίσαμε αρκετές δυσκολίες μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας. Και πολλές φορές σκέφτηκα πως ίσως θα’πρεπε να βρω κάποιο άλλο μέσο βιοπορισμού» ,αναφέρει με παράπονο.
Άγριες μέλισσες
Το σενάριο της δικής της ζωής άλλαξε με γοργούς ρυθμούς από τη στιγμή που προβλήθηκε στην τηλεόραση το πρώτο επεισόδιο από τις «Άγριες μέλισσες». Είναι η πρώτη της δουλειά που ανέλαβε ως επικεφαλής και βασίζεται σε πρωτότυπο σενάριο. Η υπόθεση, σε συνδυασμό με τις μοναδικές ερμηνείες των ηθοποιών, οδηγούν σε ένα άκρως ποιοτικό αποτέλεσμα που έλειπε χρόνια από την ελληνική τηλεόραση. «Την επιτυχία των “Μελισσών” τη μοιράζομαι με τον σύζυγό μου. Μαζί σκεφτήκαμε την ιδέα και μαζί δουλεύουμε τα σενάρια. Η κόρη μας κάποιες φορές μπορεί να γκρινιάζει για τις ώρες εργασίας, αλλά αυτό είναι κάτι που βιώνουν πολλές οικογένειες».
Αναρωτιέμαι πώς μια νέα σε ηλικία γυναίκα, όπως είναι η ίδια, μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτή την επιτυχία που έχουν κάνει φέτος οι «Άγριες μέλισσες». «Τη διαχειρίζομαι εύκολα, τολμώ να πω, γιατί, πέρα από τη χαρά μου για την ανταπόκριση που έχει αυτή η δουλειά και το άγχος μου να μην απογοητεύσω τον κόσμο που μας έχει τιμήσει τόσο, δεν με απασχολεί τίποτα άλλο. Και δεν έχω δει να αλλάζει κάτι στην καθημερινότητά μου για να “ψωνιστώ”. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί η καθημερινότητά μου, μου αρέσει έτσι όπως είναι», ξεκαθαρίζει.
Ο πρώτος αμέθυστος
Το βιβλίο της, «Ο πρώτος αμέθυστος», είναι η πρώτη της συγγραφική απόπειρα και επανακυκλοφορεί φέτος από τις εκδόσεις, Ωκεανός. «Όπως όλες οι ιδέες, έρχονται συνήθως τη στιγμή που δεν τις περιμένεις. Είμαι επαγγελματίας σεναριογράφος, οπότε η δημιουργία ιστοριών είναι όχι μόνο η δουλειά μου αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Η διαδικασία του πώς γεννιέται μια ιδέα είναι περίπλοκη και μυστηριώδης. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να προσδιορίσει πώς δημιουργείται μια ιστορία στο μυαλό του. Η ανάγκη να δοκιμάσω μια διαφορετική φόρμα γραφής, αυτή του μυθιστορήματος, ήταν αυτή που με οδήγησε στο να γράψω ένα βιβλίο» υπογραμμίζει. Η ιδέα του βιβλίου βασίστηκε στην προοπτική να εξελιχθεί σε μια πενταλογία. Η ιστορία των Σκαρλάτων δεν τελειώνει στον «Πρώτο Αμέθυστο», αλλά συνεχίζεται μέσα από τους απογόνούς τους που κληρονομούν το δαχτυλίδι. Στόχος είναι η κάθε ιστορία να διαδραματίζεται σε σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ώστε τα πάθη των ηρώων να επηρεάζονται από διλήμματα και αγωνίες που προκύπτουν από μια γενικότερη αναταραχή. Η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης δημιούργησε το ιδανικό πλαίσιο για τη γνωριμία των αναγνωστών με αυτήν τη ναυτική οικογένεια, καθώς και για τον τρόπο που βρίσκεται στην κατοχή τους το δαχτυλίδι. Τα ήθη και οι συνθήκες της εποχής πρόσφεραν ένα ενδιαφέρον περιβάλλον για την ανάπτυξη του απαγορευμένου έρωτα των κεντρικών ηρώων, αλλά και για τη «μεταφυσική» πτυχή που κρύβει η ιστορία του δαχτυλιδιού. «Χρειάστηκε έρευνα, και μάλιστα εκτενής. Τα βιβλία και το Ιντερνετ ήταν οι κυριότερες πηγές, απ’όπου άντλησα τις απαραίτητες πληροφορίες. Όμως δεν θεώρησα το κομμάτι της έρευνας ούτε απαιτητικό, ούτε δύσκολο. Γιατί όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές οι ανθρώπινες καταστάσεις, τα πάθη και τα διλήμματα μένουν ίδια και η αποτύπωση αυτών αποτέλεσε μεγαλύτερη πρόκληση από το κομμάτι της έρευνας» μου λέει.Το μυθιστόρημα έχει κινηματογραφική πλοκή.
Τη ρωτάω αν θα ήθελε να δει την ιστορία του βιβλίου κάποια στιγμή στη μεγάλη ή μικρή οθόνη. «Και το θέλω και το εύχομαι. Αν και η γραφή του βιβλίου, δεν ξεκίνησε με τέτοια προοπτική, το αποτέλεσμα μ’έκανε πολλές φορές να σκεφτώ ότι θα ήταν κάτι που θα ήθελα να δω στην οθόνη, αν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για την υλοποίησή του. Θα έπρεπε, φυσικά, να μεταφερθεί σωστά σε ένα κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό σενάριο. Η δομή, οι κλιμακώσεις, οι διάλογοι του βιβλίου σε γενικές γραμμές ακολουθούν τις αρχές του σεναρίου ,γιατί αυτός ο τρόπος ανάπτυξης μιας ιστορίας είναι γνώριμος σε μένα κι αυτόν ακολούθησα. Εντούτοις, η ελευθερία που προσφέρει η λογοτεχνική γραφή και την οποία πραγματικά απόλαυσα δε μπορεί πάντα να αποτυπωθεί σε εικόνα χωρίς τις σωστές μετατροπές. Βέβαια, το να ανασυστήσεις μια τόσο μακρινή εποχή, δεν είναι εύκολο, ιδιαίτερα όταν πραγματεύεσαι καθημερινούς ήρωες και θέλεις να αποτυπώσεις τον τρόπο ζωής τους. Πρέπει να μελετήσεις πολύ, να βρεις στοιχεία της καθημερινότητάς τους που έχουν πραγματική βάση, και να τα προσαρμόσεις στις ανάγκες της πλοκής με όσο το δυνατόν λιγότερες αυθαιρεσίες. Η μαγεία της εποχής θεωρώ ότι όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά η διατήρησή της και το "ζωντάνεμά" της στα μάτια του αναγνώστη είναι βασικό ζητούμενο στη δόμηση της ιστορίας» μου απαντά. Κάθε ιστορία που γράφει γεννιέται από μέσα της. Είναι κομμάτι του εαυτού της. Γι’ αυτό και πιστεύει ότι η πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και προβληματισμού για έναν δημιουργό. «Με όποιον τρόπο και αν τα αποδώσεις, τα βιώματα του κάθε δημιουργού πιστεύω ότι καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και το έργο του και τα όσα θέλει να πει. Ο κόσμος της διανόησης έχει καθήκον να εμπνέει τους ανθρώπους, να τους γαληνεύει, να τους ξεσηκώνει και κυρίως να τους προβληματίζει. Κι αυτό δεν είναι αναγκαίο μόνο σε περιόδους κρίσης, αλλά είναι εξίσου σημαντικό σε περιόδους ευμάρειας. Πάντα φυσικά με γνώμονα την προσωπική ανάγκη του κάθε καλλιτέχνη να εκφράσει τις δικές του ανησυχίες, γιατί δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να δημιουργήσει “εντεταλμένα”, υπηρετώντας ένα κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό, όσο ευγενής κι αν είναι αυτός» τονίζει.
Η Μελίνα Τσαμπάνη νιώθει ευγνώμων και υπερήφανη για όσα έχει καταφέρει μέχρι σήμερα στη ζωή της. Αισθάνεται ότι άξιζαν ο κόπος, οι θυσίες και ο ιδρώτας της όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως επαναπαύεται και δεν συνεχίζει να ονειρεύεται και να βάζει νέους στόχους. «Τα όνειρα μας τρέφουν, μας εξελίσσουν και καλό είναι να μην τελειώνουν ποτέ. Ήδη με τις “Μέλισσες” και την επανέκδοση του βιβλίου μου πραγματοποιήθηκαν δυο μεγάλα μου όνειρα, αλλά πάντα υπάρχει χώρος για καινούργια. Αρκεί να μην είμαστε άπληστοι».
Στο TV ETHNOS
http://www.tvnea.com
Ο δρόμος της επιτυχίας σίγουρα δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα για τη Μελίνα Τσαμπάνη. Κλήθηκε να περάσει από ανηφόρες, να προσέξει στις κατηφόρες, αλλά και να αποφύγει αρκετές λακκούβες.
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στις δυτικές συνοικίες της πόλης, σε μια μεσοαστική οικογένεια. Υπήρξε μοναχοπαίδι για δέκα χρόνια, μέχρι να γεννηθεί ο αδερφός της. «Δεν μεγάλωσα παίζοντας με άλλα αδέρφια. Αυτό που θυμάμαι, όμως, έντονα είναι πως τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας όπου μέναμε ήταν γεμάτα παιδιά, με τα οποία μοιράστηκα ατελείωτες ώρες παιχνιδιού, και κρατήσαμε σχέσεις για πολλά χρόνια. Αυτή η αίσθηση της γειτονιάς την οποία πρόλαβα και που λείπει σήμερα σε μεγάλο βαθμό είναι μια έντονη και όμορφη ανάμνηση την οποία διατηρώ» ,εξομολογείται στο «Έθνος της Κυριακής».
Στην ηλικία των 18 ετών δίνει Πανελλαδικές και καταφέρνει να εισαχθεί με την πρώτη στη Νομική Σχολή. Στα μέσα των φοιτητικών της χρόνων, οµως, συνειδητοποιεί ότι ήταν κάτι που δεν της αρέσει και αποφασίζει να γραφτεί σε σχολή κινηµατογράφου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα γνωρίσει τον σύζυγό της, τον Πέτρο Καλκόβαλη. «Τη Νομική την άφησα αρχικά για τη σκηνοθεσία. Αυτό σπούδασα και μ’ αυτό ασχολήθηκα τα πρώτα χρόνια που μπήκα στον χώρο της τηλεόρασης, δουλεύοντας ως βοηθός σκηνοθέτη. Η συγγραφή ήρθε αργότερα, ως μέσο έκφρασης, και την αγάπησα ιδιαίτερα - περισσότερο και από τη σκηνοθεσία. Οι γονείς μου, φυσικά, αντέδρασαν στην αρχή ξέροντας πόσο είχα κοπιάσει για να μπω στη Νομική, αλλά, επειδή ήμουν ένα παιδί που δεν χαρακτηριζόταν από επιπολαιότητα, κατάλαβαν ότι, για να αλλάξω γνώμη, το έχω σκεφτεί καλά. Όταν πια άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο και το γράψιμο, ήμουν σίγουρη πως έκανα τη σωστή επιλογή. Ένιωσα ότι κάνω κάτι που μ’ αρέσει πραγματικά και με κάνει ευτυχισμένη. Κι αυτό θα ’πρεπε να είναι το μοναδικό κριτήριο για να διαλέξει κανείς επάγγελμα».
Ως βοηθός σκηνοθέτη δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες για να βρει δουλειά. Το δύσκολο κομμάτι ήταν να γράψει μια δική της δουλειά στην τηλεόραση. «Με τον άντρα μου είμαστε σεναριογραφικό δίδυμο για πολλά χρόνια. Έχουμε καταθέσει πολλές προτάσεις για σειρές, αλλά πάντα καταλήγαμε να γράφουμε διασκευές ξένων σειρών, όπως πολλοί συνάδελφοι. Παρεμπιπτόντω,ς όσοι έχουμε αναλάβει την “ελληνοποίηση” ξένων σειρών γνωρίζουμε πόση δουλειά απαιτείται και πώς μετά τα πρώτα κιόλας επεισόδια, η συγγραφή και οι ιδέες περνάνε εξ ολοκλήρου στα χέρια των Ελλήνων σεναριογράφων. Oπως και να έχει, αυτή είναι μια συνηθισμένη πρακτική τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση. Το να προτιμούν, δηλαδή, ξένες σειρές που έχουν σημειώσει επιτυχία στη χώρα τους. Ύστερα από πολλές προτάσεις και δουλειές, η πρώτη δική μας ιδέα που καταφέραμε να κάνουμε είναι οι “Άγριες μέλισσες”, οπότε ναι, μπορούμε να πούμε πως αντιμετωπίσαμε αρκετές δυσκολίες μέχρι να φτάσουμε στον στόχο μας. Και πολλές φορές σκέφτηκα πως ίσως θα’πρεπε να βρω κάποιο άλλο μέσο βιοπορισμού» ,αναφέρει με παράπονο.
Άγριες μέλισσες
Το σενάριο της δικής της ζωής άλλαξε με γοργούς ρυθμούς από τη στιγμή που προβλήθηκε στην τηλεόραση το πρώτο επεισόδιο από τις «Άγριες μέλισσες». Είναι η πρώτη της δουλειά που ανέλαβε ως επικεφαλής και βασίζεται σε πρωτότυπο σενάριο. Η υπόθεση, σε συνδυασμό με τις μοναδικές ερμηνείες των ηθοποιών, οδηγούν σε ένα άκρως ποιοτικό αποτέλεσμα που έλειπε χρόνια από την ελληνική τηλεόραση. «Την επιτυχία των “Μελισσών” τη μοιράζομαι με τον σύζυγό μου. Μαζί σκεφτήκαμε την ιδέα και μαζί δουλεύουμε τα σενάρια. Η κόρη μας κάποιες φορές μπορεί να γκρινιάζει για τις ώρες εργασίας, αλλά αυτό είναι κάτι που βιώνουν πολλές οικογένειες».
Αναρωτιέμαι πώς μια νέα σε ηλικία γυναίκα, όπως είναι η ίδια, μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτή την επιτυχία που έχουν κάνει φέτος οι «Άγριες μέλισσες». «Τη διαχειρίζομαι εύκολα, τολμώ να πω, γιατί, πέρα από τη χαρά μου για την ανταπόκριση που έχει αυτή η δουλειά και το άγχος μου να μην απογοητεύσω τον κόσμο που μας έχει τιμήσει τόσο, δεν με απασχολεί τίποτα άλλο. Και δεν έχω δει να αλλάζει κάτι στην καθημερινότητά μου για να “ψωνιστώ”. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί η καθημερινότητά μου, μου αρέσει έτσι όπως είναι», ξεκαθαρίζει.
Ο πρώτος αμέθυστος
Το βιβλίο της, «Ο πρώτος αμέθυστος», είναι η πρώτη της συγγραφική απόπειρα και επανακυκλοφορεί φέτος από τις εκδόσεις, Ωκεανός. «Όπως όλες οι ιδέες, έρχονται συνήθως τη στιγμή που δεν τις περιμένεις. Είμαι επαγγελματίας σεναριογράφος, οπότε η δημιουργία ιστοριών είναι όχι μόνο η δουλειά μου αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Η διαδικασία του πώς γεννιέται μια ιδέα είναι περίπλοκη και μυστηριώδης. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να προσδιορίσει πώς δημιουργείται μια ιστορία στο μυαλό του. Η ανάγκη να δοκιμάσω μια διαφορετική φόρμα γραφής, αυτή του μυθιστορήματος, ήταν αυτή που με οδήγησε στο να γράψω ένα βιβλίο» υπογραμμίζει. Η ιδέα του βιβλίου βασίστηκε στην προοπτική να εξελιχθεί σε μια πενταλογία. Η ιστορία των Σκαρλάτων δεν τελειώνει στον «Πρώτο Αμέθυστο», αλλά συνεχίζεται μέσα από τους απογόνούς τους που κληρονομούν το δαχτυλίδι. Στόχος είναι η κάθε ιστορία να διαδραματίζεται σε σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ώστε τα πάθη των ηρώων να επηρεάζονται από διλήμματα και αγωνίες που προκύπτουν από μια γενικότερη αναταραχή. Η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης δημιούργησε το ιδανικό πλαίσιο για τη γνωριμία των αναγνωστών με αυτήν τη ναυτική οικογένεια, καθώς και για τον τρόπο που βρίσκεται στην κατοχή τους το δαχτυλίδι. Τα ήθη και οι συνθήκες της εποχής πρόσφεραν ένα ενδιαφέρον περιβάλλον για την ανάπτυξη του απαγορευμένου έρωτα των κεντρικών ηρώων, αλλά και για τη «μεταφυσική» πτυχή που κρύβει η ιστορία του δαχτυλιδιού. «Χρειάστηκε έρευνα, και μάλιστα εκτενής. Τα βιβλία και το Ιντερνετ ήταν οι κυριότερες πηγές, απ’όπου άντλησα τις απαραίτητες πληροφορίες. Όμως δεν θεώρησα το κομμάτι της έρευνας ούτε απαιτητικό, ούτε δύσκολο. Γιατί όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές οι ανθρώπινες καταστάσεις, τα πάθη και τα διλήμματα μένουν ίδια και η αποτύπωση αυτών αποτέλεσε μεγαλύτερη πρόκληση από το κομμάτι της έρευνας» μου λέει.Το μυθιστόρημα έχει κινηματογραφική πλοκή.
Τη ρωτάω αν θα ήθελε να δει την ιστορία του βιβλίου κάποια στιγμή στη μεγάλη ή μικρή οθόνη. «Και το θέλω και το εύχομαι. Αν και η γραφή του βιβλίου, δεν ξεκίνησε με τέτοια προοπτική, το αποτέλεσμα μ’έκανε πολλές φορές να σκεφτώ ότι θα ήταν κάτι που θα ήθελα να δω στην οθόνη, αν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για την υλοποίησή του. Θα έπρεπε, φυσικά, να μεταφερθεί σωστά σε ένα κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό σενάριο. Η δομή, οι κλιμακώσεις, οι διάλογοι του βιβλίου σε γενικές γραμμές ακολουθούν τις αρχές του σεναρίου ,γιατί αυτός ο τρόπος ανάπτυξης μιας ιστορίας είναι γνώριμος σε μένα κι αυτόν ακολούθησα. Εντούτοις, η ελευθερία που προσφέρει η λογοτεχνική γραφή και την οποία πραγματικά απόλαυσα δε μπορεί πάντα να αποτυπωθεί σε εικόνα χωρίς τις σωστές μετατροπές. Βέβαια, το να ανασυστήσεις μια τόσο μακρινή εποχή, δεν είναι εύκολο, ιδιαίτερα όταν πραγματεύεσαι καθημερινούς ήρωες και θέλεις να αποτυπώσεις τον τρόπο ζωής τους. Πρέπει να μελετήσεις πολύ, να βρεις στοιχεία της καθημερινότητάς τους που έχουν πραγματική βάση, και να τα προσαρμόσεις στις ανάγκες της πλοκής με όσο το δυνατόν λιγότερες αυθαιρεσίες. Η μαγεία της εποχής θεωρώ ότι όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά η διατήρησή της και το "ζωντάνεμά" της στα μάτια του αναγνώστη είναι βασικό ζητούμενο στη δόμηση της ιστορίας» μου απαντά. Κάθε ιστορία που γράφει γεννιέται από μέσα της. Είναι κομμάτι του εαυτού της. Γι’ αυτό και πιστεύει ότι η πραγματικότητα μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και προβληματισμού για έναν δημιουργό. «Με όποιον τρόπο και αν τα αποδώσεις, τα βιώματα του κάθε δημιουργού πιστεύω ότι καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και το έργο του και τα όσα θέλει να πει. Ο κόσμος της διανόησης έχει καθήκον να εμπνέει τους ανθρώπους, να τους γαληνεύει, να τους ξεσηκώνει και κυρίως να τους προβληματίζει. Κι αυτό δεν είναι αναγκαίο μόνο σε περιόδους κρίσης, αλλά είναι εξίσου σημαντικό σε περιόδους ευμάρειας. Πάντα φυσικά με γνώμονα την προσωπική ανάγκη του κάθε καλλιτέχνη να εκφράσει τις δικές του ανησυχίες, γιατί δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να δημιουργήσει “εντεταλμένα”, υπηρετώντας ένα κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό, όσο ευγενής κι αν είναι αυτός» τονίζει.
Η Μελίνα Τσαμπάνη νιώθει ευγνώμων και υπερήφανη για όσα έχει καταφέρει μέχρι σήμερα στη ζωή της. Αισθάνεται ότι άξιζαν ο κόπος, οι θυσίες και ο ιδρώτας της όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως επαναπαύεται και δεν συνεχίζει να ονειρεύεται και να βάζει νέους στόχους. «Τα όνειρα μας τρέφουν, μας εξελίσσουν και καλό είναι να μην τελειώνουν ποτέ. Ήδη με τις “Μέλισσες” και την επανέκδοση του βιβλίου μου πραγματοποιήθηκαν δυο μεγάλα μου όνειρα, αλλά πάντα υπάρχει χώρος για καινούργια. Αρκεί να μην είμαστε άπληστοι».
Στο TV ETHNOS
http://www.tvnea.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ