2020-02-23 21:00:52
Νικώντας όλες τις προβλέψεις των γιατρών που τον ήθελαν να χάνει τη μάχη για τη ζωή από την γέννησή του ακόμα, ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον κοντά στην οικογένειά του.
Την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα ο διευθυντής σύνταξης του “Νέου Κόσμου” Σωτήρης Χατζημανώλης, στην Αυστραλία, δέχτηκε ένα διαφορετικό τηλεφώνημα από τον συμπάροικο Φώτη Τσεκίνη. Δεν ήταν για να ανακοινώσει κάποιο νέο ούτε για να διαμαρτυρηθεί ούτε για να σχολιάσει την επικαιρότητα, όπως γίνεται συνήθως.
Ήταν ένα τηλεφώνημα που αφορούσε τον γιο του, Δημήτρη και την απίστευτη ιστορία του. Μια ιστορία διαρκούς άνισης μάχης με το θάνατο από την οποία βγήκε νικητής.
Μια ιστορία που ένοιωσε την ανάγκη να μοιραστεί με τους συνανθρώπους του σε μια προσπάθεια να εμπνεύσει και να δώσει κουράγιο σε όλους όσους περνούν δύσκολες ώρες.
Την επομένη το πρωί, μίλησα με το Δημήτρη και άκουσα την ιστορία του που είναι ένα φωτεινό μήνυμα ελπίδας, δύναμης και αγάπης για τη ζωή.
Γεννήθηκα στις 15 Απριλίου του 1981. Ήμουν το δεύτερο παιδί του Φώτη και της Σοφίας Τσεκίνη. Η αδερφή μου, η Τάνια ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερή μου.
Ήμουν πρόωρος κατά επτά εβδομάδες και πέρασα τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μου στο νοσοκομείο. Οι γιατροί ήταν απαισιόδοξοι και προετοίμαζαν τους γονείς μου για το χειρότερο.
Ήμουν τόσο μικροσκοπικός και εύθραυστος και από ό,τι μου λέει η μητέρα μου έμοιαζα με μικρό βατραχάκι, με τεράστια μάτια , λεπτή μυτούλα, μικρό στόμα και φουσκωτή κοιλία.
Αμέσως μπήκα στη θερμοκοιτίδα ενώ οι γιατροί προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αιτία για το μέγεθος της κοιλιάς μου.
Μού έκαναν ακτινογραφίες στην κοιλιά, υπέρηχους και ενέσεις σχεδόν καθημερινά. Τα χέρια μου είχαν γίνει μπλε από τα τρυπήματα ενώ η μητέρα μου έκλαιγε γιατί ήμουν τόσο μικρός για μια τόσο μεγάλη ταλαιπωρία. Εκλιπαρούσε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες να με αφήσουν ήσυχο γιατί δεν είχα τίποτα.
Τα αποτελέσματα όμως έδειξαν ότι έπασχα από πολυκυστική νόσο των νεφρών. Ένα σε 900.000 βρέφη γεννιέται με αυτή την ασθένεια και το ποσοστό θνησιμότητας αγγίζει το 40 τοις εκατό.
Οι γιατροί ανακοίνωσαν στους γονείς μου ότι δεν είχα ελπίδες, εκείνοι, όμως, επέλεξαν να μην τους πιστέψουν. Αυτό μπορεί και να μου έσωσε τη ζωή.
Η μητέρα μου προσευχήθηκε στην Παναγία παρακαλώντας τη να γίνει Εκείνη η πρώτη μου μητέρα, παίρνοντάς με στα χέρια Της, φροντίζοντάς με και καθοδηγώντας με. Νομίζω πώς η προσευχή αυτή εισακούστηκε ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Δεν θυμάμαι πολλά από τις επισκέψεις μου στο νοσοκομείο ως μικρό παιδί, το μόνο που μου έλεγαν ήταν πως πηγαίναμε για εξετάσεις. Οι γονείς μου ΠΟΤΕ δεν με αντιμετώπισαν σαν να ήμουν άρρωστος και η μητέρα μου ποτέ δεν ακολούθησε καμιά από τις οδηγίες των γιατρών, επιτρέποντάς μου να τρώω και να πίνω ό,τι ήθελα και να κάνω ό,τι έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, δηλαδή να παίζω και να διασκεδάζω.
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι γονείς μου είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι ακόμη ζωντανός. Εξαιτίας τους επιβίωσα σωματικά και ψυχικά, νικώντας τις πιθανότητες. Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα υπέροχες αναμνήσεις, ειδικά με την αδερφή μου που είναι και η καλύτερή μου φίλη.
Έτσι, παρόλο που ήμουν συχνός επισκέπτης του νοσοκομείου, δεν με στεναχωρούσε γιατί ήταν απλά για να σιγουρευτούμε ότι ήμουν καλά. Από εκείνες τις επισκέψεις έχω κρατήσει την ανάμνηση του πιεσόμετρου που ήταν πάντα τόσο μεγάλο για να σταθεί γύρω από το μπράτσο μου.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Στα δεκατέσσερα άρχισα να αρρωσταίνω, χωρίς όμως και πάλι να συνειδητοποιώ τη σοβαρότητα της κατάστασης. Θυμάμαι αμυδρά τις επισκέψεις σε «μερικούς» γιατρούς και τις κουβέντες περί εγχείρησης. Οι γονείς μου με καθησύχαζαν ότι οι γιατροί θα «φτιάξουν» κάτι στην κοιλιά μου και θα είμαι εντάξει.
Στο χειρουργείο που κράτησε εννέα ώρες οι γιατροί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν μια φλέβα που οδηγούσε από το συκώτι στην σπλήνα μου που είχε διογκωθεί με κίνδυνο ρήξης.
Οι γιατροί εξέταζαν την πιθανότητα να αφαιρέσουν μία φλέβα από το πόδι μου για να αποκαταστήσουν την κυκλοφορία του αίματος μεταξύ συκωτιού και σπλήνας. Υποβαλλόμουν διαρκώς σε ακτινογραφίες προκειμένου οι γιατροί να καθορίσουν τη θέση της νέας φλέβας. Και τότε, ύστερα από δύο εβδομάδες έγινε το θαύμα: οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι ο οργανισμός μου είχε δημιουργήσει μόνος του μία φλέβα ακριβώς στο σημείο που επρόκειτο να την τοποθετήσουν οι γιατροί.
Έτσι μετά από περίπου δυο μήνες ανάρρωσης, ήμουν και πάλι καλά.
Από τα δεκατέσσερα μέχρι τα είκοσι είχα μια απολύτως φυσιολογική ζωή. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο γυμνάσιο, ασχολιόμουν με τα αθλήματα που μου άρεσαν, έβγαινα έξω με τους φίλους μου, όπως κάθε έφηβος μέχρι που ο εφιάλτης χτύπησε ξανά.
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Έξι μήνες πριν γιορτάσω τα 21 γενέθλιά μου ψηλάφισα έναν όγκο στο λαιμό μου. Μέσα σε μια βδομάδα, ο όγκος είχε φτάσει στο μέγεθος του πενηντάλεπτου κι έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ σε κάποιον ειδικό. Έγινε βιοψία και τα αποτελέσματα ήταν ένα δυνατό χτύπημα για μένα και την οικογένειά μου.
Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ που ο γιατρός μάς συγκέντρωσε όλους στο ιατρείο του και μας ανακοίνωσε τη διάγνωση: Καρκίνος του θυρεοειδούς 4ου σταδίου.
«Γιατί σε μένα;» αναρωτιόμουν την ώρα που έμπαινα στο χειρουργείο. «Δεν είχα περάσει αρκετά;». Ήμουν θυμωμένος με όλον τον κόσμο για αυτή την τόσο μεγάλη αδικία εις βάρος μου.
Δυο μέρες μετά τα γενέθλιά μου υποβλήθηκα σε αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, κάτι που δεν αποδείχτηκε αρκετό να με προστατέψει καθώς τρεις μήνες μετά ο καρκίνος εμφανίστηκε στους λεμφαδένες του λαιμού. Έπρεπε να υποβληθώ σε ειδική ραδιοθεραπεία.
Μου έδωσαν ένα χάπι και έπρεπε να παραμείνω απομονωμένος σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου επί δύο εβδομάδες. Ήταν φρικτό. Η θεραπεία με έκανε να αισθάνομαι πολύ άσχημα κι έπρεπε να την κάνω τρεις φορές μέσα σε ένα χρόνο.
Όμως, ούτε αυτή αποδείχτηκε αρκετή με αποτέλεσμα τα χρόνια που ακολούθησαν να υποβληθώ σε οκτώ επεμβάσεις προκειμένου να αφαιρεθούν όλοι οι λεμφαδένες του λαιμού μου που είχαν προσβληθεί από καρκίνο. Στο διάστημα αυτό χρειάστηκε να υποβληθώ και σε αφαίρεση της χολής.
Τελικά, ο καρκίνος αφαιρέθηκε και το 2006 ήμουν πλέον απαλλαγμένος από την ασθένεια και για έξι μήνες ξανάγινα πάλι ο εαυτός μου, μέχρι το επόμενο χτύπημα.
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ
Στα 27 μου η νόσος των πολυκυστικών νεφρών που τόσα χρόνια δούλευε ύπουλα, έκανε την σαρωτική της επανεμφάνιση. Έπρεπε να υποβάλλομαι σε αιμοκάθαρση για ένα χρόνο πριν μπορέσω να κάνω μεταμόσχευση νεφρών.
Ήμουν μοναδική περίπτωση ασθενούς υποψήφιου για μεταμόσχευση που έπασχε από καρκίνο, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να είμαι καθαρός από καρκίνο για μια τετραετία πριν από τη μεταμόσχευση. Αυτό μεταφραζόταν σε 18 μήνες αιμοκάθαρσης, τέσσερις φορές την εβδομάδα επί τέσσερις ώρες.
Αυτές οι ώρες ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής μου αλλά δεν το έβαζα κάτω χάρη στην στήριξη της οικογένειάς μου. Έκαναν όλοι εξετάσεις και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μητέρα μου ήταν συμβατή δότρια.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2010, η μητέρα μου μού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή προσφέροντάς μου το νεφρό της. Δεν υπάρχουν λόγια για να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μου έσωσε τη ζωή.
Η διαδικασία αποκατάστασης μετά από μεταμόσχευση νεφρού είναι μακρά και δύσκολη. Έπρεπε να παίρνω τόνους από χάπια και να πιέζω τον εαυτό μου να σηκώνεται να περπατήσει ακόμα κι όταν αυτό γινόταν πολύ επώδυνο μετά από τα πρώτα πέντε λεπτά. Ο καιρός περνούσε και με την υποστήριξη των δικών μου άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα, να δυναμώνω ώσπου τελικά η ζωή μου άρχισε να μπαίνει σε φυσιολογικούς ρυθμούς ξανά μετά από τόσα εμπόδια και προβλήματα.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα…
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Το 2015 άρχισα πάλι να μην αισθάνομαι καλά. Μπαινόβγαινα στο νοσοκομείο με σηψαιμία και στομαχόπονους. Παρόλα αυτά, αποφάσισα να πάω με έναν φίλο μου στην Αμερική. Ανυπομονούσα τόσο γι’ αυτό το ταξίδι.
Επέστρεψα στην Αδελαΐδα μετά από δύο εβδομάδες και από τότε η υγεία μου άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα με τρομακτική ταχύτητα. Κατέρρευσα μέσα στο νοσοκομείο και με έβαλαν στην εντατική. Επί τέσσερις μέρες ανέπνεα με μηχανική υποστήριξη. Οι γιατροί με υπέβαλαν σε αλλεπάλληλες εξετάσεις χωρίς να μπορούν να ανακαλύψουν τι είχα.
Βρισκόμουν στο νοσοκομείο επί εννέα μήνες, είχα πάθει κατάθλιψη και υπέφερα από άγχος, είχα υποβληθεί σε όλες τις εξετάσεις που υπάρχουν και οι γιατροί ακόμα δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος. «Λυπούμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι συμβαίνει», μου έλεγαν διαρκώς κι εγώ κάθε φορά που το άκουγα αισθανόμουν όλο και πιο μόνος, θλιμμένος και απελπισμένος.
Εντέλει, επιβεβαιώθηκε ότι το συκώτι μου είχε μολυνθεί από το ίδιο μου το αίμα με αποτέλεσμα να διογκωθεί και να μην λειτουργεί σωστά.
Ήμουν σε άθλια κατάσταση μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 όταν κάποιος Βρετανός γιατρός είδε τις εξετάσεις μου και διαπίστωσε την ύπαρξη μιας μικρής μόλυνσης στον χοληδόχο πόρο η οποία προκαλούσε σήψη στο αίμα μου με αποτέλεσμα να μπω στη λίστα για επείγουσα μεταμόσχευση συκωτιού.
Αυτό ήταν. Η υγεία μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και άρχισα να προετοιμάζομαι για το τέλος. Φοβόμουν, αλλά την ίδια στιγμή αισθανόμουν κι ευλογημένος γιατί είχα ζήσει μια όμορφη ζωή γεμάτη αγάπη.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τη νύχτα της 15ης Μαρτίου 2016 με οδήγησαν εσπευσμένα στα επείγοντα του νοσοκομείου, όπου περίμενα πέντε ολόκληρες ώρες μέχρι να με μεταφέρουν σε ένα κρεβάτι χωρίς μαξιλάρια – γιατί τους είχαν τελειώσει – σε ένα χώρο που έμοιαζε μάλλον με αποθήκη παρά με δωμάτιο νοσοκομείου.
Είχα διώξει τη μητέρα μου καθησυχάζοντάς την πως ήμουν καλά και πως θα της τηλεφωνούσα την επομένη το πρωί.
Διψούσα, κρύωνα και απλά περίμενα το τέλος. Είχα παραδοθεί. Τηλεφώνησα στην αδερφή μου και της το είπα. Την παρακάλεσα να πει σε όλους ότι ήμουν ευτυχισμένος και ήρεμος αλλά και έτοιμος να κλείσω τα μηχανήματα που με κρατούσαν στη ζωή.
Ύστερα άρχισα να της δίνω οδηγίες για την κηδεία μου. Εκείνη αντέδρασε όπως ήταν φυσικό αλλά την παρακάλεσα να με ακούσει και να τηρήσει τις επιθυμίες μου. «Απόψε θα κλείσω τα μάτια μου και δεν θα τα ξανανοίξω», της είπα.
Κατά τις 10.30 το βράδυ τηλεφώνησα στη μητέρα μου και την κάλεσα να έρθει με τη δικαιολογία ότι χρειαζόμουν κάτι να πιω κι ένα ζευγάρι καθαρές πυτζάμες. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο της είπα ότι ήμουν έτοιμος να πεθάνω. Της εξήγησα ότι ήμουν ικανοποιημένος με τη ζωή μου και με όλα όσα είχα καταφέρει και της υποσχέθηκα ότι θα τους πρόσεχα όλους από εκεί ψηλά. Εκείνη έκλαιγε και προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν άντεχα άλλο πια.
Εκείνη την ημέρα ήταν η 7η επέτειος του θανάτου του παππού μου. Είμαι βαθιά θρησκευόμενος και θυμάμαι ότι όταν έφυγε η μητέρα μου, κάθισα στο κρεβάτι μου και άρχισα να προσεύχομαι στον παππού και στον Θεό ζητώντας τους να με βοηθήσουν καθώς δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να φύγω. Ωστόσο γνώριζα πολύ καλά πως χωρίς συκώτι δεν είχα πολύ χρόνο ακόμα.
Ο Δημήτρης πριν και μετά την μεταμόσχευση ήπατος. Φώτο: Suppllied
ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Δεν θυμάμαι πολλά από τις επισκέψεις μου στο νοσοκομείο ως μικρό παιδί, το μόνο που μου έλεγαν ήταν πως πηγαίναμε για εξετάσεις. Οι γονείς μου ΠΟΤΕ δεν με αντιμετώπισαν σαν να ήμουν άρρωστος και η μητέρα μου ποτέ δεν ακολούθησε καμιά από τις οδηγίες των γιατρών, επιτρέποντάς μου να τρώω και να πίνω ό,τι ήθελα και να κάνω ό,τι έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, δηλαδή να παίζω και να διασκεδάζω.
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι γονείς μου είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι ακόμη ζωντανός. Εξαιτίας τους επιβίωσα σωματικά και ψυχικά, νικώντας τις πιθανότητες. Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα υπέροχες αναμνήσεις, ειδικά με την αδερφή μου που είναι και η καλύτερή μου φίλη.
Έτσι, παρόλο που ήμουν συχνός επισκέπτης του νοσοκομείου, δεν με στεναχωρούσε γιατί ήταν απλά για να σιγουρευτούμε ότι ήμουν καλά. Από εκείνες τις επισκέψεις έχω κρατήσει την ανάμνηση του πιεσόμετρου που ήταν πάντα τόσο μεγάλο για να σταθεί γύρω από το μπράτσο μου.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Στα δεκατέσσερα άρχισα να αρρωσταίνω, χωρίς όμως και πάλι να συνειδητοποιώ τη σοβαρότητα της κατάστασης. Θυμάμαι αμυδρά τις επισκέψεις σε «μερικούς» γιατρούς και τις κουβέντες περί εγχείρησης. Οι γονείς μου με καθησύχαζαν ότι οι γιατροί θα «φτιάξουν» κάτι στην κοιλιά μου και θα είμαι εντάξει.
Στο χειρουργείο που κράτησε εννέα ώρες οι γιατροί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν μια φλέβα που οδηγούσε από το συκώτι στην σπλήνα μου που είχε διογκωθεί με κίνδυνο ρήξης.
Οι γιατροί εξέταζαν την πιθανότητα να αφαιρέσουν μία φλέβα από το πόδι μου για να αποκαταστήσουν την κυκλοφορία του αίματος μεταξύ συκωτιού και σπλήνας. Υποβαλλόμουν διαρκώς σε ακτινογραφίες προκειμένου οι γιατροί να καθορίσουν τη θέση της νέας φλέβας. Και τότε, ύστερα από δύο εβδομάδες έγινε το θαύμα: οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι ο οργανισμός μου είχε δημιουργήσει μόνος του μία φλέβα ακριβώς στο σημείο που επρόκειτο να την τοποθετήσουν οι γιατροί.
Έτσι μετά από περίπου δυο μήνες ανάρρωσης, ήμουν και πάλι καλά.
Από τα δεκατέσσερα μέχρι τα είκοσι είχα μια απολύτως φυσιολογική ζωή. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο γυμνάσιο, ασχολιόμουν με τα αθλήματα που μου άρεσαν, έβγαινα έξω με τους φίλους μου, όπως κάθε έφηβος μέχρι που ο εφιάλτης χτύπησε ξανά.
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Έξι μήνες πριν γιορτάσω τα 21 γενέθλιά μου ψηλάφισα έναν όγκο στο λαιμό μου. Μέσα σε μια βδομάδα, ο όγκος είχε φτάσει στο μέγεθος του πενηντάλεπτου κι έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ σε κάποιον ειδικό. Έγινε βιοψία και τα αποτελέσματα ήταν ένα δυνατό χτύπημα για μένα και την οικογένειά μου.
Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ που ο γιατρός μάς συγκέντρωσε όλους στο ιατρείο του και μας ανακοίνωσε τη διάγνωση: Καρκίνος του θυρεοειδούς 4ου σταδίου.
«Γιατί σε μένα;» αναρωτιόμουν την ώρα που έμπαινα στο χειρουργείο. «Δεν είχα περάσει αρκετά;». Ήμουν θυμωμένος με όλον τον κόσμο για αυτή την τόσο μεγάλη αδικία εις βάρος μου.
Δυο μέρες μετά τα γενέθλιά μου υποβλήθηκα σε αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, κάτι που δεν αποδείχτηκε αρκετό να με προστατέψει καθώς τρεις μήνες μετά ο καρκίνος εμφανίστηκε στους λεμφαδένες του λαιμού. Έπρεπε να υποβληθώ σε ειδική ραδιοθεραπεία.
Μου έδωσαν ένα χάπι και έπρεπε να παραμείνω απομονωμένος σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου επί δύο εβδομάδες. Ήταν φρικτό. Η θεραπεία με έκανε να αισθάνομαι πολύ άσχημα κι έπρεπε να την κάνω τρεις φορές μέσα σε ένα χρόνο.
Όμως, ούτε αυτή αποδείχτηκε αρκετή με αποτέλεσμα τα χρόνια που ακολούθησαν να υποβληθώ σε οκτώ επεμβάσεις προκειμένου να αφαιρεθούν όλοι οι λεμφαδένες του λαιμού μου που είχαν προσβληθεί από καρκίνο. Στο διάστημα αυτό χρειάστηκε να υποβληθώ και σε αφαίρεση της χολής.
Τελικά, ο καρκίνος αφαιρέθηκε και το 2006 ήμουν πλέον απαλλαγμένος από την ασθένεια και για έξι μήνες ξανάγινα πάλι ο εαυτός μου, μέχρι το επόμενο χτύπημα.
Ο Δημήτρης με την σύντροφό του Στεφανία και τα δυο τους παιδιά, Ελεάνα και Κρίστιαν. Φώτο: Supplied
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ
Στα 27 μου η νόσος των πολυκυστικών νεφρών που τόσα χρόνια δούλευε ύπουλα, έκανε την σαρωτική της επανεμφάνιση. Έπρεπε να υποβάλλομαι σε αιμοκάθαρση για ένα χρόνο πριν μπορέσω να κάνω μεταμόσχευση νεφρών.
Ήμουν μοναδική περίπτωση ασθενούς υποψήφιου για μεταμόσχευση που έπασχε από καρκίνο, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να είμαι καθαρός από καρκίνο για μια τετραετία πριν από τη μεταμόσχευση. Αυτό μεταφραζόταν σε 18 μήνες αιμοκάθαρσης, τέσσερις φορές την εβδομάδα επί τέσσερις ώρες.
Αυτές οι ώρες ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής μου αλλά δεν το έβαζα κάτω χάρη στην στήριξη της οικογένειάς μου. Έκαναν όλοι εξετάσεις και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μητέρα μου ήταν συμβατή δότρια.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2010, η μητέρα μου μού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή προσφέροντάς μου το νεφρό της. Δεν υπάρχουν λόγια για να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μου έσωσε τη ζωή.
Η διαδικασία αποκατάστασης μετά από μεταμόσχευση νεφρού είναι μακρά και δύσκολη. Έπρεπε να παίρνω τόνους από χάπια και να πιέζω τον εαυτό μου να σηκώνεται να περπατήσει ακόμα κι όταν αυτό γινόταν πολύ επώδυνο μετά από τα πρώτα πέντε λεπτά. Ο καιρός περνούσε και με την υποστήριξη των δικών μου άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα, να δυναμώνω ώσπου τελικά η ζωή μου άρχισε να μπαίνει σε φυσιολογικούς ρυθμούς ξανά μετά από τόσα εμπόδια και προβλήματα.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα…
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Το 2015 άρχισα πάλι να μην αισθάνομαι καλά. Μπαινόβγαινα στο νοσοκομείο με σηψαιμία και στομαχόπονους. Παρόλα αυτά, αποφάσισα να πάω με έναν φίλο μου στην Αμερική. Ανυπομονούσα τόσο γι’ αυτό το ταξίδι.
Επέστρεψα στην Αδελαΐδα μετά από δύο εβδομάδες και από τότε η υγεία μου άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα με τρομακτική ταχύτητα. Κατέρρευσα μέσα στο νοσοκομείο και με έβαλαν στην εντατική. Επί τέσσερις μέρες ανέπνεα με μηχανική υποστήριξη. Οι γιατροί με υπέβαλαν σε αλλεπάλληλες εξετάσεις χωρίς να μπορούν να ανακαλύψουν τι είχα.
Βρισκόμουν στο νοσοκομείο επί εννέα μήνες, είχα πάθει κατάθλιψη και υπέφερα από άγχος, είχα υποβληθεί σε όλες τις εξετάσεις που υπάρχουν και οι γιατροί ακόμα δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος. «Λυπούμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι συμβαίνει», μου έλεγαν διαρκώς κι εγώ κάθε φορά που το άκουγα αισθανόμουν όλο και πιο μόνος, θλιμμένος και απελπισμένος.
Εντέλει, επιβεβαιώθηκε ότι το συκώτι μου είχε μολυνθεί από το ίδιο μου το αίμα με αποτέλεσμα να διογκωθεί και να μην λειτουργεί σωστά.
Ήμουν σε άθλια κατάσταση μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 όταν κάποιος Βρετανός γιατρός είδε τις εξετάσεις μου και διαπίστωσε την ύπαρξη μιας μικρής μόλυνσης στον χοληδόχο πόρο η οποία προκαλούσε σήψη στο αίμα μου με αποτέλεσμα να μπω στη λίστα για επείγουσα μεταμόσχευση συκωτιού.
Αυτό ήταν. Η υγεία μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και άρχισα να προετοιμάζομαι για το τέλος. Φοβόμουν, αλλά την ίδια στιγμή αισθανόμουν κι ευλογημένος γιατί είχα ζήσει μια όμορφη ζωή γεμάτη αγάπη.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τη νύχτα της 15ης Μαρτίου 2016 με οδήγησαν εσπευσμένα στα επείγοντα του νοσοκομείου, όπου περίμενα πέντε ολόκληρες ώρες μέχρι να με μεταφέρουν σε ένα κρεβάτι χωρίς μαξιλάρια – γιατί τους είχαν τελειώσει – σε ένα χώρο που έμοιαζε μάλλον με αποθήκη παρά με δωμάτιο νοσοκομείου.
Είχα διώξει τη μητέρα μου καθησυχάζοντάς την πως ήμουν καλά και πως θα της τηλεφωνούσα την επομένη το πρωί.
Διψούσα, κρύωνα και απλά περίμενα το τέλος. Είχα παραδοθεί. Τηλεφώνησα στην αδερφή μου και της το είπα. Την παρακάλεσα να πει σε όλους ότι ήμουν ευτυχισμένος και ήρεμος αλλά και έτοιμος να κλείσω τα μηχανήματα που με κρατούσαν στη ζωή.
Ύστερα άρχισα να της δίνω οδηγίες για την κηδεία μου. Εκείνη αντέδρασε όπως ήταν φυσικό αλλά την παρακάλεσα να με ακούσει και να τηρήσει τις επιθυμίες μου. «Απόψε θα κλείσω τα μάτια μου και δεν θα τα ξανανοίξω», της είπα.
Κατά τις 10.30 το βράδυ τηλεφώνησα στη μητέρα μου και την κάλεσα να έρθει με τη δικαιολογία ότι χρειαζόμουν κάτι να πιω κι ένα ζευγάρι καθαρές πυτζάμες. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο της είπα ότι ήμουν έτοιμος να πεθάνω. Της εξήγησα ότι ήμουν ικανοποιημένος με τη ζωή μου και με όλα όσα είχα καταφέρει και της υποσχέθηκα ότι θα τους πρόσεχα όλους από εκεί ψηλά. Εκείνη έκλαιγε και προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν άντεχα άλλο πια.
Εκείνη την ημέρα ήταν η 7η επέτειος του θανάτου του παππού μου. Είμαι βαθιά θρησκευόμενος και θυμάμαι ότι όταν έφυγε η μητέρα μου, κάθισα στο κρεβάτι μου και άρχισα να προσεύχομαι στον παππού και στον Θεό ζητώντας τους να με βοηθήσουν καθώς δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να φύγω. Ωστόσο γνώριζα πολύ καλά πως χωρίς συκώτι δεν είχα πολύ χρόνο ακόμα.
Πηγη neoskosmos.com
Την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα ο διευθυντής σύνταξης του “Νέου Κόσμου” Σωτήρης Χατζημανώλης, στην Αυστραλία, δέχτηκε ένα διαφορετικό τηλεφώνημα από τον συμπάροικο Φώτη Τσεκίνη. Δεν ήταν για να ανακοινώσει κάποιο νέο ούτε για να διαμαρτυρηθεί ούτε για να σχολιάσει την επικαιρότητα, όπως γίνεται συνήθως.
Ήταν ένα τηλεφώνημα που αφορούσε τον γιο του, Δημήτρη και την απίστευτη ιστορία του. Μια ιστορία διαρκούς άνισης μάχης με το θάνατο από την οποία βγήκε νικητής.
Μια ιστορία που ένοιωσε την ανάγκη να μοιραστεί με τους συνανθρώπους του σε μια προσπάθεια να εμπνεύσει και να δώσει κουράγιο σε όλους όσους περνούν δύσκολες ώρες.
Την επομένη το πρωί, μίλησα με το Δημήτρη και άκουσα την ιστορία του που είναι ένα φωτεινό μήνυμα ελπίδας, δύναμης και αγάπης για τη ζωή.
Γεννήθηκα στις 15 Απριλίου του 1981. Ήμουν το δεύτερο παιδί του Φώτη και της Σοφίας Τσεκίνη. Η αδερφή μου, η Τάνια ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερή μου.
Ήμουν πρόωρος κατά επτά εβδομάδες και πέρασα τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μου στο νοσοκομείο. Οι γιατροί ήταν απαισιόδοξοι και προετοίμαζαν τους γονείς μου για το χειρότερο.
Ήμουν τόσο μικροσκοπικός και εύθραυστος και από ό,τι μου λέει η μητέρα μου έμοιαζα με μικρό βατραχάκι, με τεράστια μάτια , λεπτή μυτούλα, μικρό στόμα και φουσκωτή κοιλία.
Αμέσως μπήκα στη θερμοκοιτίδα ενώ οι γιατροί προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αιτία για το μέγεθος της κοιλιάς μου.
Μού έκαναν ακτινογραφίες στην κοιλιά, υπέρηχους και ενέσεις σχεδόν καθημερινά. Τα χέρια μου είχαν γίνει μπλε από τα τρυπήματα ενώ η μητέρα μου έκλαιγε γιατί ήμουν τόσο μικρός για μια τόσο μεγάλη ταλαιπωρία. Εκλιπαρούσε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες να με αφήσουν ήσυχο γιατί δεν είχα τίποτα.
Τα αποτελέσματα όμως έδειξαν ότι έπασχα από πολυκυστική νόσο των νεφρών. Ένα σε 900.000 βρέφη γεννιέται με αυτή την ασθένεια και το ποσοστό θνησιμότητας αγγίζει το 40 τοις εκατό.
Οι γιατροί ανακοίνωσαν στους γονείς μου ότι δεν είχα ελπίδες, εκείνοι, όμως, επέλεξαν να μην τους πιστέψουν. Αυτό μπορεί και να μου έσωσε τη ζωή.
Η μητέρα μου προσευχήθηκε στην Παναγία παρακαλώντας τη να γίνει Εκείνη η πρώτη μου μητέρα, παίρνοντάς με στα χέρια Της, φροντίζοντάς με και καθοδηγώντας με. Νομίζω πώς η προσευχή αυτή εισακούστηκε ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Δεν θυμάμαι πολλά από τις επισκέψεις μου στο νοσοκομείο ως μικρό παιδί, το μόνο που μου έλεγαν ήταν πως πηγαίναμε για εξετάσεις. Οι γονείς μου ΠΟΤΕ δεν με αντιμετώπισαν σαν να ήμουν άρρωστος και η μητέρα μου ποτέ δεν ακολούθησε καμιά από τις οδηγίες των γιατρών, επιτρέποντάς μου να τρώω και να πίνω ό,τι ήθελα και να κάνω ό,τι έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, δηλαδή να παίζω και να διασκεδάζω.
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι γονείς μου είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι ακόμη ζωντανός. Εξαιτίας τους επιβίωσα σωματικά και ψυχικά, νικώντας τις πιθανότητες. Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα υπέροχες αναμνήσεις, ειδικά με την αδερφή μου που είναι και η καλύτερή μου φίλη.
Έτσι, παρόλο που ήμουν συχνός επισκέπτης του νοσοκομείου, δεν με στεναχωρούσε γιατί ήταν απλά για να σιγουρευτούμε ότι ήμουν καλά. Από εκείνες τις επισκέψεις έχω κρατήσει την ανάμνηση του πιεσόμετρου που ήταν πάντα τόσο μεγάλο για να σταθεί γύρω από το μπράτσο μου.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Στα δεκατέσσερα άρχισα να αρρωσταίνω, χωρίς όμως και πάλι να συνειδητοποιώ τη σοβαρότητα της κατάστασης. Θυμάμαι αμυδρά τις επισκέψεις σε «μερικούς» γιατρούς και τις κουβέντες περί εγχείρησης. Οι γονείς μου με καθησύχαζαν ότι οι γιατροί θα «φτιάξουν» κάτι στην κοιλιά μου και θα είμαι εντάξει.
Στο χειρουργείο που κράτησε εννέα ώρες οι γιατροί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν μια φλέβα που οδηγούσε από το συκώτι στην σπλήνα μου που είχε διογκωθεί με κίνδυνο ρήξης.
Οι γιατροί εξέταζαν την πιθανότητα να αφαιρέσουν μία φλέβα από το πόδι μου για να αποκαταστήσουν την κυκλοφορία του αίματος μεταξύ συκωτιού και σπλήνας. Υποβαλλόμουν διαρκώς σε ακτινογραφίες προκειμένου οι γιατροί να καθορίσουν τη θέση της νέας φλέβας. Και τότε, ύστερα από δύο εβδομάδες έγινε το θαύμα: οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι ο οργανισμός μου είχε δημιουργήσει μόνος του μία φλέβα ακριβώς στο σημείο που επρόκειτο να την τοποθετήσουν οι γιατροί.
Έτσι μετά από περίπου δυο μήνες ανάρρωσης, ήμουν και πάλι καλά.
Από τα δεκατέσσερα μέχρι τα είκοσι είχα μια απολύτως φυσιολογική ζωή. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο γυμνάσιο, ασχολιόμουν με τα αθλήματα που μου άρεσαν, έβγαινα έξω με τους φίλους μου, όπως κάθε έφηβος μέχρι που ο εφιάλτης χτύπησε ξανά.
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Έξι μήνες πριν γιορτάσω τα 21 γενέθλιά μου ψηλάφισα έναν όγκο στο λαιμό μου. Μέσα σε μια βδομάδα, ο όγκος είχε φτάσει στο μέγεθος του πενηντάλεπτου κι έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ σε κάποιον ειδικό. Έγινε βιοψία και τα αποτελέσματα ήταν ένα δυνατό χτύπημα για μένα και την οικογένειά μου.
Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ που ο γιατρός μάς συγκέντρωσε όλους στο ιατρείο του και μας ανακοίνωσε τη διάγνωση: Καρκίνος του θυρεοειδούς 4ου σταδίου.
«Γιατί σε μένα;» αναρωτιόμουν την ώρα που έμπαινα στο χειρουργείο. «Δεν είχα περάσει αρκετά;». Ήμουν θυμωμένος με όλον τον κόσμο για αυτή την τόσο μεγάλη αδικία εις βάρος μου.
Δυο μέρες μετά τα γενέθλιά μου υποβλήθηκα σε αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, κάτι που δεν αποδείχτηκε αρκετό να με προστατέψει καθώς τρεις μήνες μετά ο καρκίνος εμφανίστηκε στους λεμφαδένες του λαιμού. Έπρεπε να υποβληθώ σε ειδική ραδιοθεραπεία.
Μου έδωσαν ένα χάπι και έπρεπε να παραμείνω απομονωμένος σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου επί δύο εβδομάδες. Ήταν φρικτό. Η θεραπεία με έκανε να αισθάνομαι πολύ άσχημα κι έπρεπε να την κάνω τρεις φορές μέσα σε ένα χρόνο.
Όμως, ούτε αυτή αποδείχτηκε αρκετή με αποτέλεσμα τα χρόνια που ακολούθησαν να υποβληθώ σε οκτώ επεμβάσεις προκειμένου να αφαιρεθούν όλοι οι λεμφαδένες του λαιμού μου που είχαν προσβληθεί από καρκίνο. Στο διάστημα αυτό χρειάστηκε να υποβληθώ και σε αφαίρεση της χολής.
Τελικά, ο καρκίνος αφαιρέθηκε και το 2006 ήμουν πλέον απαλλαγμένος από την ασθένεια και για έξι μήνες ξανάγινα πάλι ο εαυτός μου, μέχρι το επόμενο χτύπημα.
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ
Στα 27 μου η νόσος των πολυκυστικών νεφρών που τόσα χρόνια δούλευε ύπουλα, έκανε την σαρωτική της επανεμφάνιση. Έπρεπε να υποβάλλομαι σε αιμοκάθαρση για ένα χρόνο πριν μπορέσω να κάνω μεταμόσχευση νεφρών.
Ήμουν μοναδική περίπτωση ασθενούς υποψήφιου για μεταμόσχευση που έπασχε από καρκίνο, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να είμαι καθαρός από καρκίνο για μια τετραετία πριν από τη μεταμόσχευση. Αυτό μεταφραζόταν σε 18 μήνες αιμοκάθαρσης, τέσσερις φορές την εβδομάδα επί τέσσερις ώρες.
Αυτές οι ώρες ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής μου αλλά δεν το έβαζα κάτω χάρη στην στήριξη της οικογένειάς μου. Έκαναν όλοι εξετάσεις και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μητέρα μου ήταν συμβατή δότρια.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2010, η μητέρα μου μού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή προσφέροντάς μου το νεφρό της. Δεν υπάρχουν λόγια για να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μου έσωσε τη ζωή.
Η διαδικασία αποκατάστασης μετά από μεταμόσχευση νεφρού είναι μακρά και δύσκολη. Έπρεπε να παίρνω τόνους από χάπια και να πιέζω τον εαυτό μου να σηκώνεται να περπατήσει ακόμα κι όταν αυτό γινόταν πολύ επώδυνο μετά από τα πρώτα πέντε λεπτά. Ο καιρός περνούσε και με την υποστήριξη των δικών μου άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα, να δυναμώνω ώσπου τελικά η ζωή μου άρχισε να μπαίνει σε φυσιολογικούς ρυθμούς ξανά μετά από τόσα εμπόδια και προβλήματα.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα…
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Το 2015 άρχισα πάλι να μην αισθάνομαι καλά. Μπαινόβγαινα στο νοσοκομείο με σηψαιμία και στομαχόπονους. Παρόλα αυτά, αποφάσισα να πάω με έναν φίλο μου στην Αμερική. Ανυπομονούσα τόσο γι’ αυτό το ταξίδι.
Επέστρεψα στην Αδελαΐδα μετά από δύο εβδομάδες και από τότε η υγεία μου άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα με τρομακτική ταχύτητα. Κατέρρευσα μέσα στο νοσοκομείο και με έβαλαν στην εντατική. Επί τέσσερις μέρες ανέπνεα με μηχανική υποστήριξη. Οι γιατροί με υπέβαλαν σε αλλεπάλληλες εξετάσεις χωρίς να μπορούν να ανακαλύψουν τι είχα.
Βρισκόμουν στο νοσοκομείο επί εννέα μήνες, είχα πάθει κατάθλιψη και υπέφερα από άγχος, είχα υποβληθεί σε όλες τις εξετάσεις που υπάρχουν και οι γιατροί ακόμα δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος. «Λυπούμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι συμβαίνει», μου έλεγαν διαρκώς κι εγώ κάθε φορά που το άκουγα αισθανόμουν όλο και πιο μόνος, θλιμμένος και απελπισμένος.
Εντέλει, επιβεβαιώθηκε ότι το συκώτι μου είχε μολυνθεί από το ίδιο μου το αίμα με αποτέλεσμα να διογκωθεί και να μην λειτουργεί σωστά.
Ήμουν σε άθλια κατάσταση μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 όταν κάποιος Βρετανός γιατρός είδε τις εξετάσεις μου και διαπίστωσε την ύπαρξη μιας μικρής μόλυνσης στον χοληδόχο πόρο η οποία προκαλούσε σήψη στο αίμα μου με αποτέλεσμα να μπω στη λίστα για επείγουσα μεταμόσχευση συκωτιού.
Αυτό ήταν. Η υγεία μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και άρχισα να προετοιμάζομαι για το τέλος. Φοβόμουν, αλλά την ίδια στιγμή αισθανόμουν κι ευλογημένος γιατί είχα ζήσει μια όμορφη ζωή γεμάτη αγάπη.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τη νύχτα της 15ης Μαρτίου 2016 με οδήγησαν εσπευσμένα στα επείγοντα του νοσοκομείου, όπου περίμενα πέντε ολόκληρες ώρες μέχρι να με μεταφέρουν σε ένα κρεβάτι χωρίς μαξιλάρια – γιατί τους είχαν τελειώσει – σε ένα χώρο που έμοιαζε μάλλον με αποθήκη παρά με δωμάτιο νοσοκομείου.
Είχα διώξει τη μητέρα μου καθησυχάζοντάς την πως ήμουν καλά και πως θα της τηλεφωνούσα την επομένη το πρωί.
Διψούσα, κρύωνα και απλά περίμενα το τέλος. Είχα παραδοθεί. Τηλεφώνησα στην αδερφή μου και της το είπα. Την παρακάλεσα να πει σε όλους ότι ήμουν ευτυχισμένος και ήρεμος αλλά και έτοιμος να κλείσω τα μηχανήματα που με κρατούσαν στη ζωή.
Ύστερα άρχισα να της δίνω οδηγίες για την κηδεία μου. Εκείνη αντέδρασε όπως ήταν φυσικό αλλά την παρακάλεσα να με ακούσει και να τηρήσει τις επιθυμίες μου. «Απόψε θα κλείσω τα μάτια μου και δεν θα τα ξανανοίξω», της είπα.
Κατά τις 10.30 το βράδυ τηλεφώνησα στη μητέρα μου και την κάλεσα να έρθει με τη δικαιολογία ότι χρειαζόμουν κάτι να πιω κι ένα ζευγάρι καθαρές πυτζάμες. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο της είπα ότι ήμουν έτοιμος να πεθάνω. Της εξήγησα ότι ήμουν ικανοποιημένος με τη ζωή μου και με όλα όσα είχα καταφέρει και της υποσχέθηκα ότι θα τους πρόσεχα όλους από εκεί ψηλά. Εκείνη έκλαιγε και προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν άντεχα άλλο πια.
Εκείνη την ημέρα ήταν η 7η επέτειος του θανάτου του παππού μου. Είμαι βαθιά θρησκευόμενος και θυμάμαι ότι όταν έφυγε η μητέρα μου, κάθισα στο κρεβάτι μου και άρχισα να προσεύχομαι στον παππού και στον Θεό ζητώντας τους να με βοηθήσουν καθώς δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να φύγω. Ωστόσο γνώριζα πολύ καλά πως χωρίς συκώτι δεν είχα πολύ χρόνο ακόμα.
Ο Δημήτρης πριν και μετά την μεταμόσχευση ήπατος. Φώτο: Suppllied
ΜΠΑΙΝΟΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Δεν θυμάμαι πολλά από τις επισκέψεις μου στο νοσοκομείο ως μικρό παιδί, το μόνο που μου έλεγαν ήταν πως πηγαίναμε για εξετάσεις. Οι γονείς μου ΠΟΤΕ δεν με αντιμετώπισαν σαν να ήμουν άρρωστος και η μητέρα μου ποτέ δεν ακολούθησε καμιά από τις οδηγίες των γιατρών, επιτρέποντάς μου να τρώω και να πίνω ό,τι ήθελα και να κάνω ό,τι έκαναν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, δηλαδή να παίζω και να διασκεδάζω.
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι γονείς μου είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι ακόμη ζωντανός. Εξαιτίας τους επιβίωσα σωματικά και ψυχικά, νικώντας τις πιθανότητες. Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα υπέροχες αναμνήσεις, ειδικά με την αδερφή μου που είναι και η καλύτερή μου φίλη.
Έτσι, παρόλο που ήμουν συχνός επισκέπτης του νοσοκομείου, δεν με στεναχωρούσε γιατί ήταν απλά για να σιγουρευτούμε ότι ήμουν καλά. Από εκείνες τις επισκέψεις έχω κρατήσει την ανάμνηση του πιεσόμετρου που ήταν πάντα τόσο μεγάλο για να σταθεί γύρω από το μπράτσο μου.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Στα δεκατέσσερα άρχισα να αρρωσταίνω, χωρίς όμως και πάλι να συνειδητοποιώ τη σοβαρότητα της κατάστασης. Θυμάμαι αμυδρά τις επισκέψεις σε «μερικούς» γιατρούς και τις κουβέντες περί εγχείρησης. Οι γονείς μου με καθησύχαζαν ότι οι γιατροί θα «φτιάξουν» κάτι στην κοιλιά μου και θα είμαι εντάξει.
Στο χειρουργείο που κράτησε εννέα ώρες οι γιατροί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν μια φλέβα που οδηγούσε από το συκώτι στην σπλήνα μου που είχε διογκωθεί με κίνδυνο ρήξης.
Οι γιατροί εξέταζαν την πιθανότητα να αφαιρέσουν μία φλέβα από το πόδι μου για να αποκαταστήσουν την κυκλοφορία του αίματος μεταξύ συκωτιού και σπλήνας. Υποβαλλόμουν διαρκώς σε ακτινογραφίες προκειμένου οι γιατροί να καθορίσουν τη θέση της νέας φλέβας. Και τότε, ύστερα από δύο εβδομάδες έγινε το θαύμα: οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι ο οργανισμός μου είχε δημιουργήσει μόνος του μία φλέβα ακριβώς στο σημείο που επρόκειτο να την τοποθετήσουν οι γιατροί.
Έτσι μετά από περίπου δυο μήνες ανάρρωσης, ήμουν και πάλι καλά.
Από τα δεκατέσσερα μέχρι τα είκοσι είχα μια απολύτως φυσιολογική ζωή. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο γυμνάσιο, ασχολιόμουν με τα αθλήματα που μου άρεσαν, έβγαινα έξω με τους φίλους μου, όπως κάθε έφηβος μέχρι που ο εφιάλτης χτύπησε ξανά.
ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Έξι μήνες πριν γιορτάσω τα 21 γενέθλιά μου ψηλάφισα έναν όγκο στο λαιμό μου. Μέσα σε μια βδομάδα, ο όγκος είχε φτάσει στο μέγεθος του πενηντάλεπτου κι έτσι αποφάσισα να απευθυνθώ σε κάποιον ειδικό. Έγινε βιοψία και τα αποτελέσματα ήταν ένα δυνατό χτύπημα για μένα και την οικογένειά μου.
Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ που ο γιατρός μάς συγκέντρωσε όλους στο ιατρείο του και μας ανακοίνωσε τη διάγνωση: Καρκίνος του θυρεοειδούς 4ου σταδίου.
«Γιατί σε μένα;» αναρωτιόμουν την ώρα που έμπαινα στο χειρουργείο. «Δεν είχα περάσει αρκετά;». Ήμουν θυμωμένος με όλον τον κόσμο για αυτή την τόσο μεγάλη αδικία εις βάρος μου.
Δυο μέρες μετά τα γενέθλιά μου υποβλήθηκα σε αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα, κάτι που δεν αποδείχτηκε αρκετό να με προστατέψει καθώς τρεις μήνες μετά ο καρκίνος εμφανίστηκε στους λεμφαδένες του λαιμού. Έπρεπε να υποβληθώ σε ειδική ραδιοθεραπεία.
Μου έδωσαν ένα χάπι και έπρεπε να παραμείνω απομονωμένος σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου επί δύο εβδομάδες. Ήταν φρικτό. Η θεραπεία με έκανε να αισθάνομαι πολύ άσχημα κι έπρεπε να την κάνω τρεις φορές μέσα σε ένα χρόνο.
Όμως, ούτε αυτή αποδείχτηκε αρκετή με αποτέλεσμα τα χρόνια που ακολούθησαν να υποβληθώ σε οκτώ επεμβάσεις προκειμένου να αφαιρεθούν όλοι οι λεμφαδένες του λαιμού μου που είχαν προσβληθεί από καρκίνο. Στο διάστημα αυτό χρειάστηκε να υποβληθώ και σε αφαίρεση της χολής.
Τελικά, ο καρκίνος αφαιρέθηκε και το 2006 ήμουν πλέον απαλλαγμένος από την ασθένεια και για έξι μήνες ξανάγινα πάλι ο εαυτός μου, μέχρι το επόμενο χτύπημα.
Ο Δημήτρης με την σύντροφό του Στεφανία και τα δυο τους παιδιά, Ελεάνα και Κρίστιαν. Φώτο: Supplied
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ
Στα 27 μου η νόσος των πολυκυστικών νεφρών που τόσα χρόνια δούλευε ύπουλα, έκανε την σαρωτική της επανεμφάνιση. Έπρεπε να υποβάλλομαι σε αιμοκάθαρση για ένα χρόνο πριν μπορέσω να κάνω μεταμόσχευση νεφρών.
Ήμουν μοναδική περίπτωση ασθενούς υποψήφιου για μεταμόσχευση που έπασχε από καρκίνο, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να είμαι καθαρός από καρκίνο για μια τετραετία πριν από τη μεταμόσχευση. Αυτό μεταφραζόταν σε 18 μήνες αιμοκάθαρσης, τέσσερις φορές την εβδομάδα επί τέσσερις ώρες.
Αυτές οι ώρες ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής μου αλλά δεν το έβαζα κάτω χάρη στην στήριξη της οικογένειάς μου. Έκαναν όλοι εξετάσεις και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μητέρα μου ήταν συμβατή δότρια.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2010, η μητέρα μου μού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή προσφέροντάς μου το νεφρό της. Δεν υπάρχουν λόγια για να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι μου έσωσε τη ζωή.
Η διαδικασία αποκατάστασης μετά από μεταμόσχευση νεφρού είναι μακρά και δύσκολη. Έπρεπε να παίρνω τόνους από χάπια και να πιέζω τον εαυτό μου να σηκώνεται να περπατήσει ακόμα κι όταν αυτό γινόταν πολύ επώδυνο μετά από τα πρώτα πέντε λεπτά. Ο καιρός περνούσε και με την υποστήριξη των δικών μου άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα, να δυναμώνω ώσπου τελικά η ζωή μου άρχισε να μπαίνει σε φυσιολογικούς ρυθμούς ξανά μετά από τόσα εμπόδια και προβλήματα.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα…
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
Το 2015 άρχισα πάλι να μην αισθάνομαι καλά. Μπαινόβγαινα στο νοσοκομείο με σηψαιμία και στομαχόπονους. Παρόλα αυτά, αποφάσισα να πάω με έναν φίλο μου στην Αμερική. Ανυπομονούσα τόσο γι’ αυτό το ταξίδι.
Επέστρεψα στην Αδελαΐδα μετά από δύο εβδομάδες και από τότε η υγεία μου άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα με τρομακτική ταχύτητα. Κατέρρευσα μέσα στο νοσοκομείο και με έβαλαν στην εντατική. Επί τέσσερις μέρες ανέπνεα με μηχανική υποστήριξη. Οι γιατροί με υπέβαλαν σε αλλεπάλληλες εξετάσεις χωρίς να μπορούν να ανακαλύψουν τι είχα.
Βρισκόμουν στο νοσοκομείο επί εννέα μήνες, είχα πάθει κατάθλιψη και υπέφερα από άγχος, είχα υποβληθεί σε όλες τις εξετάσεις που υπάρχουν και οι γιατροί ακόμα δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος. «Λυπούμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι συμβαίνει», μου έλεγαν διαρκώς κι εγώ κάθε φορά που το άκουγα αισθανόμουν όλο και πιο μόνος, θλιμμένος και απελπισμένος.
Εντέλει, επιβεβαιώθηκε ότι το συκώτι μου είχε μολυνθεί από το ίδιο μου το αίμα με αποτέλεσμα να διογκωθεί και να μην λειτουργεί σωστά.
Ήμουν σε άθλια κατάσταση μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 όταν κάποιος Βρετανός γιατρός είδε τις εξετάσεις μου και διαπίστωσε την ύπαρξη μιας μικρής μόλυνσης στον χοληδόχο πόρο η οποία προκαλούσε σήψη στο αίμα μου με αποτέλεσμα να μπω στη λίστα για επείγουσα μεταμόσχευση συκωτιού.
Αυτό ήταν. Η υγεία μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και άρχισα να προετοιμάζομαι για το τέλος. Φοβόμουν, αλλά την ίδια στιγμή αισθανόμουν κι ευλογημένος γιατί είχα ζήσει μια όμορφη ζωή γεμάτη αγάπη.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τη νύχτα της 15ης Μαρτίου 2016 με οδήγησαν εσπευσμένα στα επείγοντα του νοσοκομείου, όπου περίμενα πέντε ολόκληρες ώρες μέχρι να με μεταφέρουν σε ένα κρεβάτι χωρίς μαξιλάρια – γιατί τους είχαν τελειώσει – σε ένα χώρο που έμοιαζε μάλλον με αποθήκη παρά με δωμάτιο νοσοκομείου.
Είχα διώξει τη μητέρα μου καθησυχάζοντάς την πως ήμουν καλά και πως θα της τηλεφωνούσα την επομένη το πρωί.
Διψούσα, κρύωνα και απλά περίμενα το τέλος. Είχα παραδοθεί. Τηλεφώνησα στην αδερφή μου και της το είπα. Την παρακάλεσα να πει σε όλους ότι ήμουν ευτυχισμένος και ήρεμος αλλά και έτοιμος να κλείσω τα μηχανήματα που με κρατούσαν στη ζωή.
Ύστερα άρχισα να της δίνω οδηγίες για την κηδεία μου. Εκείνη αντέδρασε όπως ήταν φυσικό αλλά την παρακάλεσα να με ακούσει και να τηρήσει τις επιθυμίες μου. «Απόψε θα κλείσω τα μάτια μου και δεν θα τα ξανανοίξω», της είπα.
Κατά τις 10.30 το βράδυ τηλεφώνησα στη μητέρα μου και την κάλεσα να έρθει με τη δικαιολογία ότι χρειαζόμουν κάτι να πιω κι ένα ζευγάρι καθαρές πυτζάμες. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο της είπα ότι ήμουν έτοιμος να πεθάνω. Της εξήγησα ότι ήμουν ικανοποιημένος με τη ζωή μου και με όλα όσα είχα καταφέρει και της υποσχέθηκα ότι θα τους πρόσεχα όλους από εκεί ψηλά. Εκείνη έκλαιγε και προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν άντεχα άλλο πια.
Εκείνη την ημέρα ήταν η 7η επέτειος του θανάτου του παππού μου. Είμαι βαθιά θρησκευόμενος και θυμάμαι ότι όταν έφυγε η μητέρα μου, κάθισα στο κρεβάτι μου και άρχισα να προσεύχομαι στον παππού και στον Θεό ζητώντας τους να με βοηθήσουν καθώς δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να φύγω. Ωστόσο γνώριζα πολύ καλά πως χωρίς συκώτι δεν είχα πολύ χρόνο ακόμα.
Πηγη neoskosmos.com
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κοροναϊός: Τέλος οι εκδρομές προς Ιταλία με εντολή Κεραμέως!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ