2020-03-15 19:49:54
Ὁ ἅγιος Κλαύδιος ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ., στά χρόνια τοῦ βασιλιά Νουμεριανοῦ, καί ἦταν Τριβοῦνος, ἤτοι Χιλίαρχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Σέ αὐτόν καί τούς στρατιῶτες του παρέδωσε ὁ ἔπαρχος τούς μάρτυρες Χρύσανθο καί Δαρεία, γιά νά τούς βασανίσουν.
Ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλά καλοπροαίρετος καί ἀγαθός ἄνθρωπος, γι’ αὐτό ὅταν εἶδε τούς μάρτυρες νά ὑποβάλλονται σέ φρικτά βασανιστήρια καί νά παραμένουν ἀβλαβεῖς, καί τό κυριότερο νά μήν εἶναι ταραγμένοι, ἀλλά γεμάτοι ἠρεμία καί γαλήνη, ὡσάν νά ἔπασχαν κάποιοι ἄλλοι,πίστευσε στόν Χριστό καί τόν ὁμολόγησε ὡς ἀληθινό Θεό. Βαπτίσθηκε μαζί μέ τήν σύζυγό του Ἱλαρία καί τά δύο παιδιά τους Μαῦρο καί Ἰάσωνα. Ἐπίσης, τό ἴδιο ἔπραξαν καί οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του, καί στήν συνέχεια, ἔδωσαν τήν μαρτυρία τους γιά τόν Χριστό καί τήν σφράγισαν μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.
Τόν Κλαύδιο τόν ἔριξαν στήν θάλασσα, ἀφοῦ προηγουμένως τοῦ κρέμασαν στόν λαιμό βαρύ λίθο
. Τούς υἱούς του καί τούς στρατιῶτες του τούς ἀποκεφάλισαν. Ἡ Ἱλαρία πῆρε τά σώματά τους καί τά ἔθαψε, καί κατόπιν συνελήφθη καί αὐτή. Ὅταν, ὅμως, ὁδηγεῖτο στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, παρακάλεσε τούς στρατιῶτες νά τήν ἀφήσουν γιά λίγο. Τότε ὕψωσε τά χέρια της στόν οὐρανό, καί ἐνῶ προσευχόταν, παρέδωσε εἰρηνικά στόν Δημιουργό της τήν ἁγία ψυχή της. Οἱ ὑπηρέτριές της παρέλαβαν τό σῶμα της καί τό ἐνταφίασαν δίπλα στά σώματα τῶν παιδιῶν της.
Ὁ βίος τους καί ἡ πολιτεία τους μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶ κανείς ἁγίους κάθε ἡλικίας καί ἐπαγγέλματος, ἔγγαμους, ἄγαμους, μοναχούς. Καί αὐτό δείχνει ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀσκοῦνται σέ Κοινόβια Μοναστήρια, εἴτε ἐνδιατρίβουν στήν ἔρημο, εἴτε ἐργάζονται στήν κοινωνία δέν ἐμποδίζονται ἀπό τό νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό. Ἑπομένως, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ τόπος στόν ὁποῖο διαμένει ἤ τό ἐπάγγελμα πού ἐξασκεῖ τόν ἐμποδίζουν ἀπό τό νά ἐφαρμόζη στήν ζωή του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά ἐπιτύχη, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος τόν προσωπικό του ἁγιασμό πρέπει νά κάνη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἐπειδή χωρίς ὑπακοή δέν μπορεῖ κανείς νά προοδεύση σέ κανέναν τομέα τῆς ζωῆς του. Π.χ. γιά νά ἀποκτήση τήν ἀνθρώπινη γνώση πρέπει νά ὑπακούη στούς δασκάλους του, γιά νά θεραπευθῆ ἀπό κάποια ἀσθένεια πρέπει νά κάνη ὑπακοή στούς ἰατρούς, καί ὅταν ὁδηγῆ τό αὐτοκίνητό του, γιά νά φθάση στόν προορισμό του σῶος καί ἀβλαβής πρέπει νά τηρῆ τόν κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἤτοι νά ὑπακούη στούς φωτεινούς σηματοδότες καί νά συμμορφώνεται μέ τίς ὑποδείξεις πού ἀναγράφονται στίς πινακίδες πού βρίσκονται στούς δρόμους. Ἀλλά καί στόν χῶρο ὅπου ἐργάζεται, ἄν δέν ὑπακούη στίς ἐντολές τῶν προϊσταμένων του δέν πρόκειται νά ἀποφύγη τίς ὅποιες ἀρνητικές συνέπειες.
Ἑπομένως, γιά νά ἐπιτύχη κανείς τήν πνευματική του ἀναγέννηση καί τόν προσωπικό του ἁγιασμό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του, πρέπει νά γίνη «τέκνον ὑπακοῆς», καί παράλληλα νά ἔχη νήψη-ἐγρήγορση, ἐλπίδα στόν Θεό καί νά ἀγωνίζεται νά νικήση τά πάθη του. Ἡ ἔκφραση αὐτή, «τέκνον ὑπακοῆς» ἀνήκει στόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος στήν Α΄ Καθολική Ἐπιστολή του γράφει: «Διό ἀναζωσάμενοι τάς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν, νήφοντες, τελείως ἐλπίσατε ἐπί τήν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τέκνα ὑπακοῆς μή συσχηματιζόμενοι ταῖς πρότερον ἐν τῇ ἀγνοίᾳ ὑμῶν ἐπιθυμίαις, ἀλλά κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι».
Οἱ συγκρούσεις καί οἱ διαμάχες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, μέσα στήν οἰκογένεια, τήν κοινωνία, καθώς καί στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀπό ἄρρωστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται ἐπειδή δέν ὑπάρχει ὑπακοή καί ὁ καθένας θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του, χωρίς σεβασμό στήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων, καί τό χειρότερο χωρίς σεβασμό στούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς νόμους τοῦ Κράτους. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἱεράρχηση τῶν ἀξιωμάτων καί τῶν διακονημάτων, ὅπως, ἄλλωστε, καί σέ ὅλες τίς εὐνομούμενες κοινωνίες, καί κανένας δέν εἶναι πάνω ἀπό τούς ἱερούς κανόνες καί τούς νόμους. Μάλιστα, συμβαίνει καί τό ἑξῆς παράδοξο καί παράλογο. Δηλαδή, ἄνθρωποι πού ἀρνοῦνται νά κάνουν ὑπακοή στούς θεσμούς καί στούς προϊσταμένους τους, θέλουν καί ἀπαιτοῦν νά τούς ὑπακούουν οἱ ὑφιστάμενοί τους.
Τό μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί στό ὅτι μαθαίνει στούς ἀνθρώπους τήν ὑπακοή. Καί ὅσοι ἔμαθαν τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς τήν καλῶς νοούμενη ὑπακοή, αὐτοί εἶναι ὑπάκοοι σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τους. Αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, τούς προστατεύει ἀπό ἔριδες, συγκρούσεις, καί δυσάρεστες, γενικά, καταστάσεις, καί τό κυριότερο τούς βοηθᾶ νά διατηροῦν τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους.
Δεύτερον. Τό παράδειγμα πείθει περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε λόγο, γι’ αὐτό καί οἱ γονεῖς, ὅπως καί οἱ παιδαγωγοί θά πρέπει νά προσέχουν πολύ τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τους πρός τά παιδιά τους καί τούς μαθητές τους, ἀντίστοιχα. Αὐτό πού, συνήθως, θυμοῦνται ἀπό τούς γονεῖς τους τά παιδιά ὅταν μεγαλώνουν, εἶναι κυρίως ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία τά περιέβαλαν, καί πού ἡ ἀγάπη αὐτή θά γίνη αἰτία νά προσφέρουν καί αὐτά μέ τήν σειρά τους ἀγάπη, καί λιγότερο τά λόγια τους καί οἱ συμβουλές τους. Ἀντίθετα, ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης θά τά σημαδέψη ἀρνητικά σέ ὅλη τήν ζωή τους. Καί ἀπό τούς δασκάλους τους τά παιδιά, μεγαλώνοντας, θυμοῦνται ὄχι τόσο τίς γνώσεις πού εἶχαν στό ἀντικείμενο πού δίδασκαν, ὅσο τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τους ἀπέναντι στούς μαθητές τους, ἤτοι τό θετικό ἤ ἀρνητικό παράδειγμά τους.
Μοῦ διηγήθηκε ἕνας φίλος μου ὅτι, ὅταν ἦταν περίπου δεκαοκτώ ἐτῶν συναντήθηκε μέ τήν δασκάλα του τῆς Πρώτης (Α΄) τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Τῆς μίλησε μέ ευγένεια καί σεβασμό, καί στό τέλος τῆς ἐγκάρδιας συζήτησής τους, ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Χαίρομαι πού θυμᾶσαι καί τιμᾶς τούς δασκάλους σου». Καί τότε ἐκεῖνος, ὅπως μοῦ εἶπε, τῆς ἀπάντησε: «Δέν τούς ξεχνῶ, κυρία, ἀλλά περισσότερο θυμᾶμαι αὐτούς μέ ἀγαποῦσαν».
Ἀπό τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς ὑπακοή στό θέλημά Του, πηγάζει ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία διδάσκει, ἐμπνέει, εὐεργετεῖ, ἀλλά καί ἀποδιώχνει ἀπό τήν ψυχή «πᾶσαν ταραχήν καί δειλίαν» τήν «ἐκ τοῦ διαβόλου προσγινομένην», καί προξενεῖ στόν ἄνθρωπο εἰρήνη καί ἀνδρεία πνευματική.
Πηγή: parembasis
paraklisi
Ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλά καλοπροαίρετος καί ἀγαθός ἄνθρωπος, γι’ αὐτό ὅταν εἶδε τούς μάρτυρες νά ὑποβάλλονται σέ φρικτά βασανιστήρια καί νά παραμένουν ἀβλαβεῖς, καί τό κυριότερο νά μήν εἶναι ταραγμένοι, ἀλλά γεμάτοι ἠρεμία καί γαλήνη, ὡσάν νά ἔπασχαν κάποιοι ἄλλοι,πίστευσε στόν Χριστό καί τόν ὁμολόγησε ὡς ἀληθινό Θεό. Βαπτίσθηκε μαζί μέ τήν σύζυγό του Ἱλαρία καί τά δύο παιδιά τους Μαῦρο καί Ἰάσωνα. Ἐπίσης, τό ἴδιο ἔπραξαν καί οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του, καί στήν συνέχεια, ἔδωσαν τήν μαρτυρία τους γιά τόν Χριστό καί τήν σφράγισαν μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.
Τόν Κλαύδιο τόν ἔριξαν στήν θάλασσα, ἀφοῦ προηγουμένως τοῦ κρέμασαν στόν λαιμό βαρύ λίθο
Ὁ βίος τους καί ἡ πολιτεία τους μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶ κανείς ἁγίους κάθε ἡλικίας καί ἐπαγγέλματος, ἔγγαμους, ἄγαμους, μοναχούς. Καί αὐτό δείχνει ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀσκοῦνται σέ Κοινόβια Μοναστήρια, εἴτε ἐνδιατρίβουν στήν ἔρημο, εἴτε ἐργάζονται στήν κοινωνία δέν ἐμποδίζονται ἀπό τό νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό. Ἑπομένως, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ τόπος στόν ὁποῖο διαμένει ἤ τό ἐπάγγελμα πού ἐξασκεῖ τόν ἐμποδίζουν ἀπό τό νά ἐφαρμόζη στήν ζωή του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά ἐπιτύχη, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος τόν προσωπικό του ἁγιασμό πρέπει νά κάνη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἐπειδή χωρίς ὑπακοή δέν μπορεῖ κανείς νά προοδεύση σέ κανέναν τομέα τῆς ζωῆς του. Π.χ. γιά νά ἀποκτήση τήν ἀνθρώπινη γνώση πρέπει νά ὑπακούη στούς δασκάλους του, γιά νά θεραπευθῆ ἀπό κάποια ἀσθένεια πρέπει νά κάνη ὑπακοή στούς ἰατρούς, καί ὅταν ὁδηγῆ τό αὐτοκίνητό του, γιά νά φθάση στόν προορισμό του σῶος καί ἀβλαβής πρέπει νά τηρῆ τόν κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἤτοι νά ὑπακούη στούς φωτεινούς σηματοδότες καί νά συμμορφώνεται μέ τίς ὑποδείξεις πού ἀναγράφονται στίς πινακίδες πού βρίσκονται στούς δρόμους. Ἀλλά καί στόν χῶρο ὅπου ἐργάζεται, ἄν δέν ὑπακούη στίς ἐντολές τῶν προϊσταμένων του δέν πρόκειται νά ἀποφύγη τίς ὅποιες ἀρνητικές συνέπειες.
Ἑπομένως, γιά νά ἐπιτύχη κανείς τήν πνευματική του ἀναγέννηση καί τόν προσωπικό του ἁγιασμό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του, πρέπει νά γίνη «τέκνον ὑπακοῆς», καί παράλληλα νά ἔχη νήψη-ἐγρήγορση, ἐλπίδα στόν Θεό καί νά ἀγωνίζεται νά νικήση τά πάθη του. Ἡ ἔκφραση αὐτή, «τέκνον ὑπακοῆς» ἀνήκει στόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος στήν Α΄ Καθολική Ἐπιστολή του γράφει: «Διό ἀναζωσάμενοι τάς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν, νήφοντες, τελείως ἐλπίσατε ἐπί τήν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τέκνα ὑπακοῆς μή συσχηματιζόμενοι ταῖς πρότερον ἐν τῇ ἀγνοίᾳ ὑμῶν ἐπιθυμίαις, ἀλλά κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι».
Οἱ συγκρούσεις καί οἱ διαμάχες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, μέσα στήν οἰκογένεια, τήν κοινωνία, καθώς καί στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀπό ἄρρωστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται ἐπειδή δέν ὑπάρχει ὑπακοή καί ὁ καθένας θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του, χωρίς σεβασμό στήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων, καί τό χειρότερο χωρίς σεβασμό στούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς νόμους τοῦ Κράτους. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἱεράρχηση τῶν ἀξιωμάτων καί τῶν διακονημάτων, ὅπως, ἄλλωστε, καί σέ ὅλες τίς εὐνομούμενες κοινωνίες, καί κανένας δέν εἶναι πάνω ἀπό τούς ἱερούς κανόνες καί τούς νόμους. Μάλιστα, συμβαίνει καί τό ἑξῆς παράδοξο καί παράλογο. Δηλαδή, ἄνθρωποι πού ἀρνοῦνται νά κάνουν ὑπακοή στούς θεσμούς καί στούς προϊσταμένους τους, θέλουν καί ἀπαιτοῦν νά τούς ὑπακούουν οἱ ὑφιστάμενοί τους.
Τό μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί στό ὅτι μαθαίνει στούς ἀνθρώπους τήν ὑπακοή. Καί ὅσοι ἔμαθαν τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς τήν καλῶς νοούμενη ὑπακοή, αὐτοί εἶναι ὑπάκοοι σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τους. Αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, τούς προστατεύει ἀπό ἔριδες, συγκρούσεις, καί δυσάρεστες, γενικά, καταστάσεις, καί τό κυριότερο τούς βοηθᾶ νά διατηροῦν τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους.
Δεύτερον. Τό παράδειγμα πείθει περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε λόγο, γι’ αὐτό καί οἱ γονεῖς, ὅπως καί οἱ παιδαγωγοί θά πρέπει νά προσέχουν πολύ τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τους πρός τά παιδιά τους καί τούς μαθητές τους, ἀντίστοιχα. Αὐτό πού, συνήθως, θυμοῦνται ἀπό τούς γονεῖς τους τά παιδιά ὅταν μεγαλώνουν, εἶναι κυρίως ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία τά περιέβαλαν, καί πού ἡ ἀγάπη αὐτή θά γίνη αἰτία νά προσφέρουν καί αὐτά μέ τήν σειρά τους ἀγάπη, καί λιγότερο τά λόγια τους καί οἱ συμβουλές τους. Ἀντίθετα, ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης θά τά σημαδέψη ἀρνητικά σέ ὅλη τήν ζωή τους. Καί ἀπό τούς δασκάλους τους τά παιδιά, μεγαλώνοντας, θυμοῦνται ὄχι τόσο τίς γνώσεις πού εἶχαν στό ἀντικείμενο πού δίδασκαν, ὅσο τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τους ἀπέναντι στούς μαθητές τους, ἤτοι τό θετικό ἤ ἀρνητικό παράδειγμά τους.
Μοῦ διηγήθηκε ἕνας φίλος μου ὅτι, ὅταν ἦταν περίπου δεκαοκτώ ἐτῶν συναντήθηκε μέ τήν δασκάλα του τῆς Πρώτης (Α΄) τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Τῆς μίλησε μέ ευγένεια καί σεβασμό, καί στό τέλος τῆς ἐγκάρδιας συζήτησής τους, ἐκείνη τοῦ εἶπε: «Χαίρομαι πού θυμᾶσαι καί τιμᾶς τούς δασκάλους σου». Καί τότε ἐκεῖνος, ὅπως μοῦ εἶπε, τῆς ἀπάντησε: «Δέν τούς ξεχνῶ, κυρία, ἀλλά περισσότερο θυμᾶμαι αὐτούς μέ ἀγαποῦσαν».
Ἀπό τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς ὑπακοή στό θέλημά Του, πηγάζει ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία διδάσκει, ἐμπνέει, εὐεργετεῖ, ἀλλά καί ἀποδιώχνει ἀπό τήν ψυχή «πᾶσαν ταραχήν καί δειλίαν» τήν «ἐκ τοῦ διαβόλου προσγινομένην», καί προξενεῖ στόν ἄνθρωπο εἰρήνη καί ἀνδρεία πνευματική.
Πηγή: parembasis
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάνω από 6.000 θάνατοι παγκοσμίως..
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Mega: Με αλλαγές στον προγραμματισμό...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ