2020-04-21 16:49:37
Φωτογραφία για Οι αγίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης Ρεθύμνου
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Ανατολικά του χωριού Αργυρούπολη Ρεθύμνης, στο δρόμο προς τον οικισμό Κάτω Πόρος, κατεβαίνοντας σε μια πανέμορφη ρεματιά, βρίσκεται ο ναός και ο τάφος των αγίων Πέντε Παρθένων και, δίπλα, πέντε λαξευτά δωμάτια στο βράχο, όπου, κατά την παράδοση, έζησαν ως ασκήτριες οι πέντε αγίες, που τιμώνται στην περιοχή.

Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ιερούς χώρους της ανατολικής πλευράς του νομού Ρεθύμνου και ένα από τα πλέον αγαπητά στο λαό μας ορθόδοξα προσκυνήματα, με ιστορία αιώνων, καταγεγραμμένη από δυτικοευρωπαίους περιηγητές ήδη από τον 15ο αιώνα. Ολόκληρος ο χώρος βρίσκεται στην περιοχή του ελληνορωμαϊκού νεκροταφείου της αρχαίας πόλης Λάππα, ο οποίος έχει ανασκαφεί ώς ένα βαθμό από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου με ιδιαιτέρως σημαντικά ευρήματα. Και ο ίδιος ο τάφος των πέντε οσίων, καθώς και τα πέντε λαξευτά δωμάτια, όπου η παράδοση τοποθετεί την ασκητική ζωή τους, είναι τάφοι της ελληνορωμαϊκής περιόδου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκαν από τις αγίες μερικούς αιώνες αργότερα.


Η Λάππα ήταν αρχαία πόλη της Κρήτης, εξαιρετικά σημαντική και έδρα επισκοπής, στην οποία πιθανότατα υπαγόταν και ο οικισμός Ρίθυμνα (το σημερινό Ρέθυμνο). Καταστράφηκε από τους Άραβες τον 9ο αιώνα μ.Χ. Η σημερινή Αργυρούπολη είναι χτισμένη στον ίδιο χώρο, μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής σπουδαιότητας. Από τα νερά της Αργυρούπολης (πηγές της «Αγίας Δύναμης») υδρεύεται η πόλη του Ρεθύμνου.

Κατά την προφορική μαρτυρία του μακαριστού π. Χρήστου Τζαγκαραλεξάκη († Ιούνιος 2019), εφημέριου της Αργυρούπολης μέχρι τη δεκαετία του 1980, «στην Αργυρούπολη επικρατούσε η γνώμη ότι, παλαιότερα, στη περιοχή των αγίων Πέντε Παρθένων υπήρχε ένα μεγάλο και πλούσιο μοναστήρι, που βοηθούσε όλους τους κατοίκους της περιοχής», ιδίως παραχωρώντας τους το δικαίωμα να μαζεύουν τις ελιές από τους ελαιώνες του.

Οι οσίες Πέντε Παρθένες, από τότε που διασώζει η ιστορική μνήμη και μέχρι το 2014, εορτάζονταν στο ναό τους, που επικοινωνεί με το χώρο του τάφου τους, κατά την Τρίτη της διακαινησίμου εβδομάδος (Τρίτη του Πάσχα ή «Λαμπροτρίτη»), δηλ. της εβδομάδας μετά το Πάσχα, ενώ τη Μεγάλη Τρίτη χριστιανοί από την Αργυρούπολη, ιδίως γυναίκες, καθώς και από άλλα χωριά της περιοχής, μετέβαιναν στο ναό, καθάριζαν, θύμιαζαν, άναβαν τα καντήλια και λάμβαναν από το αγίασμα που αναβλύζει από τις λάρνακες των οσίων. Από το 2015 η Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και η ενορία Αργυρουπόλεως μετέφεραν τον εορτασμό στο Σάββατο της διακαινησίμου, ως προσφορότερη ημέρα για το γεγονός και για να μη συμπίπτει με την εορτή των αγίων νεοφανών μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, που εορτάζουν τη Λαμπροτρίτη.

Κατά την πανήγυρη των πέντε οσίων, οι κτηνοτρόφοι της περιοχής οδηγούν στο

σημείο τα κοπάδια τους, τα οποία ευλογούνται, και, αφού αρμέξουν τα πρόβατά τους, μετά το πέρας της θείας λειτουργίας προσφέρουν το γάλα στους προσκυνητές, μαζί με ένα κομμάτι φρέσκο ανθότυρο, προσφορά των τυροκομείων της περιοχής. Γάλα αποστέλλουν και πολλοί κτηνοτρόφοι που αδυνατούν να παρευρεθούν. Ορισμένοι μάλιστα είναι τασσιμάρηδες, δηλ. έχουν τάξει (υποσχεθεί) την προσφορά του γάλακτος, προσευχόμενοι υπέρ του ποιμνίου τους, ιδίως σε περιπτώσεις ασθενειών.

Τα ονόματα των οσίων Πέντε Παρθένων καταγράφονται το 1577 από τον Φραντζέσκο Μπαρότσι – ο οποίος τα αντιγράφει από αγιογραφία στο ναό τους – ως Ρωδιώνα, Θέκλα, Μαριάμνη, Ανεείμ και Μάρθα. Οι επόμενοι συγγραφείς, ώς τον 20ό αιώνα, δεν τα αναφέρουν, αλλά μιλούν για «Πέντε Αγίες Παρθένες» αόριστα και ανώνυμα. Όμως, εδώ και περίπου 130 χρόνια (όπως θα δούμε παρακάτω), οι πέντε οσίες έχουν ταυτιστεί στα τοπικά συναξάρια και λοιπά αγιολογικά κείμενα με τις πέντε οσίες παρθενομάρτυρες Θέκλα, Μαρία, Μάρθα, Ενναθά (ή Εννεείμ) και Μαριάμνα (συνηθέστερα: Μαριάμνη, κατ’ επίδρασιν της γενικής πτώσης, όπως π.χ. Αικατερίνη αντί του ορθού Αικατερίνα), που μαρτύρησαν στην Περσία το 330 ή το 346-347 μ.Χ., κατά το διωγμό των χριστιανών από τον αμείλικτο αυτοκράτορα των Περσών Σαπώρ Β' (Σαβώριο, όπως αναφέρεται στα βυζαντινά κείμενα).

Οι αγίες αυτές, που χαρακτηρίζονται «Πέντε Κανονικές Παρθένες» [«κανονικές» σημαίνει ότι ανήκαν σε «ιδιαίτερη κατηγορία μοναζουσών, οι οποίες μολονότι δεν αποχωρούσαν από την εγκόσμια πραγματικότητα, απείχαν των κοσμικών απολαύσεων και ήταν αφιερωμένες στη διακονία του Χριστού και του πλησίον» (1)], τιμώνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 9 Ιουνίου, γι’ αυτό, εδώ και αρκετά χρόνια, ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων στην Αργυρούπολη λειτουργεί και την ημέρα εκείνη, με μικρότερη όμως λαμπρότητα.

Τρίτη του Πάσχα πανηγυρίζει και ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων που βρίσκεται στο χωριό Μύλοι Ρεθύμνης (στον παλαιό οικισμό, μέσα στο φαράγγι). Ένας τρίτος ναός αφιερωμένος στις οσίες είναι το απομακρυσμένο εξωκλήσι των «Αγίων Παρθένων» στο ακρωτήρι Σπάθα, που υπάγεται στην ενορία Ροδωπού της Ιεράς Μητροπόλεως Κισσάμου και Σελίνου (νομός Χανίων)· ο ναός αυτός, μετά από δεκαετίες ερήμωσης και ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας για την ημέρα της πανήγυρής του, καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια να πανηγυρίζει τη μνήμη των οσίων στις 9 Ιουνίου.

Εκ πρώτης όψεως, η καθιέρωση της εορτής των οσίων Πέντε Παρθένων την Τρίτη του Πάσχα μοιάζει να οφείλεται στο ότι εκείνη την ημέρα μαρτύρησαν από τους διώκτες τους. Το ίδιο εξάλλου συμβαίνει με την καθιέρωση της εορτής, την ίδια ημέρα, των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, οι οποίοι μαρτύρησαν στη Λέσβο το 1463. Όμως την παλαιά συνήθεια του προσκυνήματος της Μεγάλης Τρίτης έρχεται να συμπληρώσει παράδοση, που καταγράψαμε στο γειτονικό χωριό Μούντρος, ότι οι οσίες μαρτύρησαν τη Μεγάλη Τρίτη, αλλά, επειδή τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν πανηγυρίζονται άγιοι, οι χριστιανοί μετέθεσαν την εορτή τους στην Τρίτη του Πάσχα· γι’ αυτό και γυναίκες από το Μούντρος (ίσως και από άλλα χωριά της περιοχής) πήγαιναν επίσης τη Μεγάλη Τρίτη στο ναό τους, θύμιαζαν και λάμβαναν και αγίασμα.

Η ίδια παράδοση διασώζει ότι οι οσίες ήταν μικρές σε ηλικία και οι γονείς τους τις έκρυβαν για να μην τις αρπάξουν οι διώκτες τους, λόγω της ομορφιάς τους. Όμως τις πρόδωσε ο ιερέας του χωριού, τις συνέλαβαν και, αφού δεν κατόρθωσαν να τις πείσουν να αρνηθούν το Χριστό, τις έσφαξαν, οπότε οι χριστιανοί έλαβαν τα σώματά τους και τα ενταφίασαν στο γνωστό τάφο τους.

Η ιδέα ότι οι αγίες προδόθηκαν από τον ιερέα του χωριού, η οποία είναι διαδεδομένη και στην Αργυρούπολη, προφανώς οφείλεται σε επίδραση του συναξαρίου των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας, αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς το ενδεχόμενο να έχουμε κι εδώ παρόμοια περίπτωση. Τα υπόλοιπα στοιχεία δεν ταιριάζουν με το συναξάρι εκείνων, άρα προέρχονται από την παράδοση της περιοχής. Η διήγηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη εντύπωση, ότι οι αγίες ήταν ασκήτριες, που ασκήτευαν στα πέντε λαξευτά κελιά δίπλα στον κατοπινό τάφο και το ναό τους, παραδόξως όμως ταιριάζει με την εικονογραφική παράδοση που συναντούμε στην Αργυρούπολη, όπου αγιογραφούνται όχι ως μοναχές, αλλά ως αρχοντοπούλες και μάρτυρες. Τις παραδόσεις αυτές δεν μπορούμε να τις αξιολογήσουμε ιστορικά, ούτε όμως και να τις αγνοήσουμε· ίσως στην πραγματικότητα συνδυάζονται – ίσως οι αγίες όντως κρύφτηκαν από τους γονείς τους και έζησαν ασκητικά, άγνωστο πόσο χρονικό διάστημα, στα συγκεκριμένα κελιά, που είναι στην πραγματικότητα αρχαίοι τάφοι.

Παλαιές μαρτυρίες για τις οσίες Πέντε Παρθένες

εικ. Αλεξάνδρας Κάουκι

Οι παλαιότερες μαρτυρίες για τις οσίες και το ιερό προσκύνημα προέρχονται κατά χρονολογική σειρά από τους συγγραφείς Κριστόφορο Μπουοντελμόντι (1416), Φραντζέσκο Μπαρότσι (1577), Φραντζέσκο Μπαζιλικάτα (1609), Μάρκο Μποσκίνι (1651 ή 1653), Φλαμίνιο Κορνέλιους (περίπου 1750), Ρόμπερτ Πάσλεϋ (1833), Τζουζέπε Γκερόλα (1900), Παύλο Βλαστό (περίπου 1900) και Μιχαήλ Δέφνερ (1918).

Αναμφίβολα, η σημαντικότερη μαρτυρία για τις οσίες Πέντε Παρθένες είναι του Φραντζέσκο Μπαρότσι (Francesco Barozzi), λόγιου Ενετού άρχοντα του 16ου αιώνα, γεννημένου στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος Ρεθύμνου, κοντά στην Αργυρούπολη. Ήταν μαθηματικός με ποικίλα επιστημονικά ενδιαφέροντα, συγγραφέας πολλών βιβλίων και ιδρυτής στο Ρέθυμνο της Ακαδημίας των Vivi (Ζώντων), της πρώτης λέσχης λογίων της αναγεννησιακής εποχής στην Ελλάδα. Το 1577 εξέδωσε την Περιγραφή της Κρήτης (Descrizione dell’ Isola di Creta), όπου αναφέρει τα εξής:

«Στην περιφέρεια της πόλης του Ρεθύμνου βρίσκονται ερείπια που απλώνονται σε πάνω από πέντε μίλια έκταση· ανήκουν στην αρχαία πόλη της Λάμπης ή, σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, της Λάππης και Λάππας. (…)

Στην ίδια κοιλάδα, … υπάρχουν μέσα σε μια σπηλιά πέντε σαρκοφάγοι, η μία δίπλα στην άλλη, σμιλεμένες στην πέτρα, τρεις μακριές και δύο τετράγωνες, οι οποίες ήταν μνημεία των Λαππαίων. Εκεί, μετά την καταστροφή της πόλης την περίοδο των διωγμών, μαρτύρησαν πέντε παρθένες, η Ρωδιώνα, η Θέκλα, η Μαριάμνη, η Ανεείμ και η Μάρθα, και τα σώματά τους τοποθετήθηκαν στις πέντε αυτές σαρκοφάγους.

Από τότε και ώς σήμερα συμβαίνει ένα μεγάλο θαύμα εκεί: οι σαρκοφάγοι άλλοτε είναι γεμάτες νερό και άλλοτε άδειες, άλλοτε κάποιες από αυτές είναι γεμάτες και οι υπόλοιπες κενές, άλλοτε είναι όλες μισογεμάτες, άλλοτε μερικές γεμάτες μέχρι τη μέση, περισσότερο ή λιγότερο, και οι άλλες εντελώς πλήρεις ή εντελώς κενές· το νερό αυτό δεν είναι γνωστό από πού έρχεται, γιατί στις σαρκοφάγους δεν διακρίνεται με κανένα τρόπο από πού αυτό αναβλύζει, ούτε και στάζει η σπηλιά από την οροφή της, ούτε όμως και από πού φεύγει.

Το νερό είναι γλυκό και πολύ καλό, ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζεστό, αλλά μέτριας θερμοκρασίας, διαυγές, καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε είδους δυσοσμία, ευκολοχώνευτο και υγιεινό να το πίνει κανείς. Μάλλον πρόκειται για αγίασμα, γι’ αυτό τον λόγο πολλοί ασθενείς το πίνουν με σεβασμό και γιατρεύονται. Άλλοι στέλνουν εκεί ακόμη από μακρινές περιοχές για να πάρουν νερό και αυτό διατηρείται και δεν βρομάει ποτέ. Αυτό και εγώ ο ίδιος μπορώ να το πιστοποιήσω, γιατί το μετέφερα στη Βενετία και διατηρήθηκε, ούτε και μύρισε ποτέ.

Το θαύμα αυτό εμφανίζεται κάθε εποχή του έτους, τόσο τον χειμώνα όσο και το καλοκαίρι. Μερικές φορές τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, οπότε τα ύδατα του νησιού λιγοστεύουν, το καλοκαίρι δεν βρέχει ποτέ στην Κρήτη, οι σαρκοφάγοι αυτές είναι γεμάτες νερό, ενώ στο καταχείμωνο που αυξάνονται τα νερά, εκείνες είναι άδειες και εντελώς στεγνές με σκόνη μέσα. Συμβαίνει επίσης συχνά διάφορα πρόσωπα να πηγαίνουν εκεί την ίδια μέρα και άλλοι από αυτούς να τις βρίσκουν γεμάτες και άλλοι κενές, άλλοι μισογεμάτες, άλλοι ένα μέρος τους γεμάτες και το άλλο αδειανές· άλλοι συμβαίνει να τις βρίσκουν κενές και, ενώ βρίσκονται ακόμη εκεί, να τις βλέπουν σιγά σιγά να γεμίζουν, χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν από πού πηγάζει το νερό, και άλλοι να τις βρίσκουν γεμάτες και, ενώ παραμένουν εκεί, να τις βλέπουν να αδειάζουν σιγά σιγά και να μένουν εντελώς στεγνές, χωρίς να μπορούν να διαπιστώσουν από πού φεύγει το νερό, πράγμα αληθινά θαυμαστό και υπερφυσικό.

Λόγω του θαύματος αυτού εδώ και πολλά χρόνια χτίστηκε μέσα στη σπηλιά μια μικρή εκκλησία ορθόδοξου δόγματος. Σε τοίχο της έχουν ζωγραφιστεί οι πέντε παρθένες με τα ονόματά τους. Την εκκλησία επισκέπτονται συχνά πολλοί ντόπιοι και ξένοι που πηγαίνουν εκεί για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία, να δουν το θαύμα και να πιουν με μεγάλη ευλάβεια από το νερό εκείνο και να πάρουν μαζί τους, γεγονός αξιοπαρατήρητο και αξιομνημόνευτο» (2).

Τα ονόματα των οσίων ο Μπαρότσι τα γράφει στα ελληνικά και, στη συνέχεια, τα αποδίδει ως Rhodihona, Thecla, Mariamna, Aneim, Martha (βλ. ό.π., σελ. 234).

Εκτός των ανωτέρω, η σπουδαιότητα και η λαϊκή απήχηση του ιερού προσκυνήματος και της εορτής των οσίων Πέντε Παρθένων για την περιοχή της Αργυρούπολης, αλλά και την ευρύτερη περιοχή, καταδεικνύονται από τις πολλές αναφορές δυτικοευρωπαίων περιηγητών, που θεώρησαν απαραίτητο να αναφερθούν σ’ αυτές από το 1415, περίπου (δηλαδή γύρω στα 160 χρόνια πριν το κείμενο του Μπαρότσι), ώς τα πρώτα χρόνια μετά το 1900.

Το μαρτύριο και η εποχή των οσίων

Πέντε Παρθένες, επισκοπείο Ρεθύμνου, έργο 

π. Νικ. Ρουσάκη και του υιού του Νικολάου

Παρά τη βαθιά ριζωμένη (τον τελευταίο ενάμιση αιώνα) πεποίθηση, είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι οι οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες Μάρθα, Μαρία, Ενναθά (ή Εννεείμ), Θέκλα και Μαριάμνα, που προδόθηκαν από τον αρνησίθρησκο και φιλάργυρο πνευματικό τους, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από τους Πέρσες το 330 ή περί το 346 μ.Χ. και εορτάζουν στις 9 Ιουνίου, δεν είναι οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης.

Πώς όμως τεκμηριώνεται αυτό; Τεκμηριώνεται από τα εξής:

α) Όλες οι αναφορές των Συναξαριστών στις οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες συμφωνούν ότι εκείνες έζησαν και μαρτύρησαν στην Περσία και συγκεκριμένα στο χωριό Αζά. Αντίθετα, οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης (τις οποίες, σημειωτέον, ποτέ οι Αργυρουπολιθιανοί του παλιού καιρού δεν αποκαλούσαν «Κανονικές» Παρθένες) έζησαν και μαρτύρησαν στη Λάππα, στην περιοχή όπου βρίσκονται τα ασκητήρια και ο τάφος τους.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής αγιολογίας Εμμανουήλ Δουνδουλάκης, σχετικά με τις οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες: «Κύρια πηγή πληροφοριών αποτελεί το Συναξάριον της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως του 10ου αιώνος. Η μνήμη τους αποσιωπάται από τα μεταγενέστερα συναξαριακά κείμενα και, όπως διαπιστώσαμε, εμφανίζεται ξανά στο Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, όπου… ο εκεί βίος αποτελεί μετάφραση ή απόδοση του Συναξαρίου της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά τον άγιο Νικόδημο, ο βίος τους καταχωρίζεται στα μεταγενέστερα συναξαριακά κείμενα» (3).

Για την ακρίβεια, το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως διαφέρει από το Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου κατά το ότι δεν παρέχει χρονολογία του μαρτυρίου (ενώ ο άγιος Νικόδημος γράφει 330 μ.Χ.) και ονομάζει τη μία αγία Εννεείμ, ενώ ο άγιος Νικόδημος Ενναθά.

Το μαρτύριο των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων περιλαμβάνεται επίσης στη μελέτη Holy Women of the Syrian Orient, που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο (4), στις σελ. 10-12, με πηγή τα αρχαία συριακά μαρτυρολόγια. Στη σελ. 10 το χωριό ονομάζεται Hazza και στην υποσημείωση 32, στην ίδια σελίδα, διαβάζουμε ότι απέχει περίπου 12 χιλιόμετρα από το Arbela, σημερινό Ιμρίλ. Το Ιμπρίλ (Ibril ή Ebril) βρίσκεται στο Ιράκ, στην περιοχή του Κουρδιστάν, και σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την Κρήτη.

β) Εκτός αυτών, το 330 μ.Χ. (οπότε όντως ο απάνθρωπος αυτοκράτορας της Περσίας Σαβώριος, δηλαδή ο Σαπώβ Β', κατέσφαζε τους χριστιανούς της δικής του επικράτειας) η Κρήτη ανήκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έχοντας μάλιστα αυτοκράτορα τον άγιο Κωνσταντίνο το Μέγα, που βασίλευσε από το 324 έως το 337, τερματίζοντας τους ρωμαϊκούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουμε μάρτυρες στην Κρήτη αυτή την περίοδο, πόσο μάλλον μάρτυρες που θανατώθηκαν από τους Πέρσες επί κρητικού εδάφους.

γ) Ο Μπαρότσι γράφει ότι οι αγίες μαρτύρησαν «μετά την καταστροφή της πόλης την περίοδο των διωγμών». Η Λάππα καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ., αλλά τότε στην Κρήτη, όπως είπαμε, δεν ήταν περίοδος διωγμών. Στη συνέχεια άκμασε εκ νέου και τελικά καταστράφηκε από τους Άραβες το 828 μ.Χ., εποχή που φυσικά ήταν περίοδος διωγμών. Συνεπώς, η πιθανότερη εποχή, κατά την οποία πρέπει να τοποθετήσουμε το μαρτύριο των πέντε οσίων, είναι η Αραβοκρατία (περίπου 826 – 961 μ.Χ.).

δ) Τέλος, ο εορτασμός των οσίων Πέντε Παρθένων της Λάππας την Τρίτη του Πάσχα (τόσο στην Αργυρούπολη όσο και στους Μύλους) και η σιωπή σχετικά με την 9η Ιουνίου, μέχρι τον 20ό αιώνα, είναι σημαντικό τεκμήριο ότι οι οσίες μαρτύρησαν αυτή την ημέρα (ή τη Μεγάλη Τρίτη, κατά τη δεύτερη παράδοση) και δεν έχουν σχέση με τις αγίες που εορτάζονται τον Ιούνιο. Ας προσθέσουμε σε αυτό, ως τελευταίο στοιχείο, και ότι το ένα από τα πέντε ονόματα των οσίων, που αναφέρει ο Μπαρότσι, διαφέρει από των Πέντε Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας (το όνομα Ανεείμ προφανώς ταυτίζεται με το Εννεείμ, με το οποίο ονομάζεται η μία από τις οσίες της Περσίας στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως).

εικ. στην Σπηλιά Κισσάμου

Παρόλα αυτά, είναι ομόφωνη η πληροφορία ότι και οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης είναι μάρτυρες, γι’ αυτό άλλωστε συσχετίστηκαν με τις οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες της 9ης Ιουνίου. Εκτός από την ακολουθία προς τιμήν τους και το συναξάρι που περιλαμβάνεται σ’ αυτήν (τα οποία όμως επαναλαμβάνουν το συναξάρι των Περσίδων οσιοπαρθενομαρτύρων), συμφωνεί και η προφορική τοπική παράδοση, ενώ ο Φραντζέσκο Μπαζιλικάτα και ο Φλαμίνιο Κορνέλιους αναφέρουν ότι οι οσίες είναι αγιογραφημένες με σταυρό στο χέρι και κορώνα (ή στεφάνι) στο κεφάλι. Η απεικόνιση αυτή, με το σταυρό στο χέρι, επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για μάρτυρες, ενώ η «κορώνα» πιθανόν να σημαίνει τον φωτοστέφανο της αγιότητας – αν και μάλλον υπονοεί ότι οι οσίες ήταν αρχοντικής καταγωγής, όπως ορισμένες αγίες της αρχαίας εποχής που απεικονίζονται εστεμμένες, π.χ. οι αγίες μεγαλομάρτυρες Ειρήνη και Αικατερίνα.

Η υπόθεση της Αραβοκρατίας ενισχύεται από την πληροφορία του Μπαρότσι ότι το μαρτύριο συνέβη μετά την καταστροφή της πόλεως. Αυτό εξηγεί και την απώλεια επίσημων εκκλησιαστικών αναφορών, διότι οι άγιοι μάρτυρες εκείνης της ταραγμένης και σκοτεινής περιόδου – πλην ολίγων και επισφαλών αναφορών – δεν είναι ονομαστικά καταγεγραμμένοι.

Την Αραβοκρατία ως πιθανότερη περίοδο του μαρτυρίου των οσίων Πέντε Παρθένων θεωρεί και ο ερευνητής Γ. Σταματάκης στο άρθρο του «Τιμούνται λάθος αγίες στο ναό των Πέντε Παρθένων», περιοδικό Κρητικό Πανόραμα, τεύχ. 11, Σεπτ. – Οκτ. 2005, σελ. 52-53.

Οι συνθήκες της εποχής ασφαλώς προκάλεσαν και την απώλεια των ιερών λειψάνων των πέντε οσίων. Προφανώς ετάφησαν στο χώρο που από την παράδοση θεωρείται ο τάφος τους, στον οποίο κατά καιρούς αναβλύζει θαυματουργικά το αγίασμα μέχρι τις μέρες μας. Τι απέγιναν; Άγνωστο. Οι λοιποί τάφοι του ελληνορωμαϊκού νεκροταφείου περιέχουν οστά· άρα τα οστά από το συγκεκριμένο τάφο δεν ακολούθησαν κάποια «κοινή μοίρα», αλλά ιδιαίτερη. Πιθανότατα ελήφθησαν από ευσεβείς χριστιανούς για να προστατευθούν και χάθηκαν ή καταστράφηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Αν αποκαλυφθούν στο μέλλον, όπως ευχόμαστε, ο Θεός γνωρίζει.

Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι στην ακολουθία τους, ενώ αναφέρεται αρκετές φορές ότι η Κρήτη φυλάσσει ως θησαυρό τις θαυματουργές λάρνακές τους, δεν γίνεται λόγος σε κανένα σημείο περί των λειψάνων τους.

Ο ποιμενικός χαρακτήρας της εορτής

φωτογραφία 6.5.1975, Τρίτη της Διακαινησίμου

Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από το εξαίρετο έργο του Νίκου Ψιλάκη Λαϊκές τελετουργίες στη Κρήτη, εκδ. Καρμάνωρ, Ηράκλειο 2005, σελ. 220-221:

«Το πιο σημαντικό στοιχείο που αφορά στο μεγάλο πανηγύρι της Τρίτης του Πάσχα έχει ποιμενικό χαρακτήρα. Οι βοσκοί οδηγούν τα πρόβατά τους στην εκκλησία κατά την ώρα της λειτουργίας, τα αρμέγουν και προσφέρουν το γάλα στο εκκλησίασμα, αφού πρώτα το βράσουν.

Η ευλόγηση των προβάτων ακολουθεί το τυπικό που ισχύει στα μεγάλα κοντινά πανηγύρια του Αγίου Γεωργίου. Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους ιερείς που συλλειτουργούν την ημέρα της γιορτής κάνει αγιασμό από το πρωί και στη συνέχεια περιμένει τους βοσκούς που καταφτάνουν κατά την ώρα της λειτουργίας. Οδηγούν τα πρόβατα σε περιφραγμένο χώρο, πίσω από το ιερό του ναού. Αρχίζουν το άρμεγμα και αμέσως μετά ένας από τους ιερείς βγαίνει από την εκκλησία και αρχίζει τη διαδικασία ευλόγησης. Σταματά στην είσοδο της μάντρας, κάποιος βοσκός κρατά την κάτω άκρη του πετραχηλιού και τα πρόβατα περνούν από κάτω. Την ώρα που περνούν, ο ιερέας τα ευλογεί και τα ραντίζει. Στο τέλος ευλογεί και το βοσκό και του προσφέρει ένα μικρό στρογγυλό άρτο, όπως συμβαίνει και στο πανηγύρι της Ασί Γωνιάς [σ.σ.: του αγίου Γεωργίου].

Όσοι βοσκοί δεν φέρνουν τα πρόβατά τους για διάφορους λόγους (είτε επειδή βρίσκονται σε πολύ μακρινή απόσταση, είτε επειδή είναι μικρό το κοπάδι και δεν θεωρούν πια τους εαυτούς τους επαγγελματίες βοσκούς), δεν παραλείπουν να τα αρμέξουν και να προσφέρουν το γάλα στο ναό των Πέντε Παρθένων.

Το γάλα που συγκεντρώνεται μεταφέρεται αμέσως σε μεγάλο καζάνι που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του ναού και βράζει. Μετά την απόλυση της εκκλησίας μοιράζουν από ένα ποτήρι σε όλους. Παράλληλα προσφέρουν και ένα κομμάτι φρέσκο ανθότυρο προσφορά των τυροκομείων της περιοχής. Πριν ανοίξει βιοτεχνία επεξεργασίας γάλακτος στην Αργυρούπολη, έστελνε ανθοτύρους το τυροκομείο της Ασί Γωνιάς. Πιθανότατα πίσω και απ’ αυτήν την προσφορά διατηρείται ο απόηχος του αρχαίου εθίμου των απαρχών [σ.σ.: δηλ. της προσφοράς των πρώτων καρπών στο ναό]. Τα τυροκομεία σπεύδουν να στείλουν τα προϊόντα τους στην εκκλησία για ευλογία.

Δεν γνωρίζω πώς και πότε απέκτησε ποιμενικό χαρακτήρα η εορτή των Πέντε Παρθένων, μια και η τοπική παράδοση δεν αναφέρει καμιά σχέση τους με πρόβατα και βοσκούς. Υποθέτω ότι επικράτησε λόγω των λατρευτικών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής:

Στο δυτικό άκρο της επαρχίας Ρεθύμνου και πολύ κοντά στα αποκορωνιώτικα βουνά η τελετουργική μεταφορά κοπαδιών στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου αποτελούσε πάντα αδιαπραγμάτευτο έθιμο. Όπως είπαμε είδη, συνηθιζόταν παλαιότερα σε όλα τα γειτονικά χωριά (η Ασί Γωνιά βρίσκεται σε απόσταση λίγων μόνο χιλιομέτρων από την Αργυρούπολη).

Η εορτή των Παρθένων της Αργυρούπολης συμπίπτει χρονικά με τη μεταπασχαλινή περίοδο κατά την οποία εκδηλώνεται πάντα το θεαματικό ποιμενικό έθιμο.

Έχοντας ακούσει και βιώσει τις ισχυρές τοπικές παραδόσεις για θαυματουργικές ιάσεις ανθρώπων και ζώων στο σπηλαιώδη ναό των Παρθένων, οι βοσκοί καθίστανται αναμφισβήτητοι μέτοχοι της τοπικής θρησκευτικής κουλτούρας που θεωρεί αποτελεσματικότατη την προστασία την οποία παρέχει το τοπικό προσκύνημα. Επομένως, θεωρούν ότι η ευλογία της εκκλησίας, σε συνάρτηση με τη λατρευτική δυναμική των Πέντε Παρθένων, μπορεί να εξασφαλίσει προστασία και καλή παραγωγή στο κοπάδι τους».

Τα ονόματα των οσίων και η ταύτισή τους με τις 

οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες τις εκ Περσίας

Αγίες Πέντε Παρθένοι (αδελφότης Κουμπέ)

Η ταύτιση των οσίων με τις Πέντε Κανονικές Παρθένες τις εκ Περσίας φαίνεται ότι καθιερώθηκε από τον συντάκτη της ασματικής ακολουθίας τους, τον Αγιορείτη μοναχό Νήφωνα, ο οποίος παρακινήθηκε για τη σύνταξή της από τον πατέρα Μάξιμο, μοναχό της ιεράς μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους και καταγόμενο από την Αργυρούπολη.

Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι οι οσίες Πέντε Κανονικές Παρθένες εορτάζουν και στις 26 Σεπτεμβρίου, αλλά η ημερομηνία αυτή δεν συνδέθηκε ποτέ με τις πέντε οσίες της Αργυρούπολης.

Τα ονόματα, με τα οποία επικράτησε στην εποχή μας να κατονομάζονται οι οσίες Πέντε Παρθένες, είναι τα γνωστά των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας: Μάρθα, Μαρία, Ενναθά, Θέκλα και Μαριάμνα (Μαριάμνη). Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ονόματα Μαριάμνη και Ενναθά και συνηθέστερα το Μάρθα, αλλά και το Θέκλα, τα συναντούμε ως βαπτιστικά ονόματα χριστιανών γυναικών από την Αργυρούπολη και τα γύρω χωριά (ενίοτε μετά από τάσσιμο των γονέων τους, λόγω επικίνδυνης εγκυμοσύνης ή κάποιου προβλήματος υγείας ή ανάπτυξης κατά τη βρεφική ηλικία τους), ενώ το Ενναθά και ως επωνυμία επιχείρησης στην περιοχή· πληροφορηθήκαμε και περιπτώσεις, από χωριά της ευρύτερης περιοχής, όπου δύο αδελφές ονομάστηκαν Θέκλα και Μάρθα, και άλλη, όπου τρεις αδελφές ονομάστηκαν Μαρία, Θέκλα και Ενναθά.

Κατά τον Φραντζέσκο Μπαρότσι, τα ονόματά των οσίων, γραμμένα στην εικόνα τους, είναι Ρωδιώνα, Θέκλα, Μαριάμνη, Ανεείμ και Μάρθα. Έχουμε λοιπόν φαινομενικά δύο διαφορετικά ονόματα και τρία όμοια. Ωστόσο η οσία Ενναθά η εκ Περσίας στο Συναξάριον ΚΠόλεως ονομάζεται Εννεείμ, ενώ οι συριακές πηγές την ονομάζουν και Αμά («μητέρα») ή Emmi. Το τελευταίο όνομα σημαίνει επίσης «δική μου» και ιδίως «μητέρα μου». Συνεπώς το όνομα Ανεείμ μάλλον αποτελεί διαφορετική (ή εσφαλμένη) γραφή του Εννεείμ.

Τα παρόμοια ονόματα εμφανώς προϋποθέτουν ότι οι πέντε Κρήσσες οσίες ή οι οικογένειές τους γνώριζαν το βίο και το μαρτύριο των πέντε οσίων Κανονικών Παρθένων των εκ Περσίας. Αν και δεν αποκλείεται να είναι βαπτιστικά ονόματα, είναι εξίσου πιθανόν, αν όχι πιθανότερο, ότι οι αγίες, γενόμενες μοναχές, κατά τη μοναχική κουρά τους έλαβαν τα ονόματα των εκ Περσίας οσίων.

Είναι πιθανόν το όνομα Ρωδιώνα να είναι «κοσμικό» και η οσία να έλαβε το όνομα Μαρία ως μοναχή. Ίσως ήταν ακόμη «δόκιμη», δηλ. προετοιμαζόταν να γίνει μοναχή και να λάβει το συγκεκριμένο μοναχικό όνομα, αλλά την πρόλαβε η επίθεση των Αράβων και το μαρτύριο.

Πάντως, το ενδεχόμενο η ταύτιση των τριών ή (κατ’ εμέ) των τεσσάρων από τα πέντε ονόματα των δύο «πεντάριθμων χορών» να είναι συμπτωματική, μάλλον πρέπει να το αποκλείσουμε· οι πέντε Κρήσσες οσίες ασφαλώς γνώριζαν (πριν το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως) την ιστορία των πέντε οσίων Κανονικών Παρθένων, τις έκαναν πρότυπό τους και ως μοναχές έλαβαν τα ονόματά τους, τουλάχιστον τα τέσσερα από τα πέντε – και τελικά τις ακολούθησαν στο μαρτύριο, αν και ασφαλώς όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στις λεπτομέρειες.

Ωστόσο, από την παλαιότερη απεικόνισή τους, με «κορώνα στο κεφάλι», μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, και αν ενδεχομένως έλαβαν τελικά το μοναχικό σχήμα, δεν έμειναν στην ιστορική μνήμη ως μοναχές, αλλά ως αρχόντισσες ή αρχοντοπούλες, όπως ορισμένες αγίες της αρχαίας εποχής που απεικονίζονται εστεμμένες, π.χ. οι αγίες μεγαλομάρτυρες Ειρήνη και Αικατερίνα.

Το όνομα Ενναθά, νωρίτερα από την εποχή των οσίων Πέντε Κανονικών Παρθένων, το συναντούμε στην αγία μάρτυρα Ενναθά από τη Γάζα της Παλαιστίνης, που μαρτύρησε διά πυρός μαζί με την αγία Ουαλεντίνα και τον άγιο μάρτυρα Παύλο (όχι τον απόστολο).

Το όνομα Θέκλα το συναντούμε στην αγία Θέκλα την ισαπόστολο και πρωτομάρτυρα (24 Σεπτεμβρίου), μαθήτρια και συνεργάτιδα του αγίου αποστόλου Παύλου με καταγωγή από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Υπάρχει και οσία παρθενομάρτυς Θέκλα εκ Περσίας, που μαρτύρησε με τις συνασκήτριές της αγίες Βαουθά και Δεναχίς (ή Δινάχ)· εορτάζονται στις 20 Νοεμβρίου.

Το όνομα Μαριάμνα ή Μαριάμνη το συναντούμε στην αγία ισαπόστολο Μαριάμνη (17 Φεβρουαρίου), αδελφή του αγίου αποστόλου Φιλίππου. Τα ονόματα Μαρία και Μάρθα τα βλέπουμε, ως γνωστόν, στις ομώνυμες αγίες αδελφές του αγίου και δικαίου Λαζάρου, στην Καινή Διαθήκη (Λουκ. 10, 38-42, Ιω. 11, 1 - 12, 3), οι οποίες εορτάζουν στις 4 Ιουνίου. Μαρία βέβαια ονομάζεται και η Θεοτόκος, αλλά οι δύο οσίες οι εκ Περσίας μάλλον έλαβαν τα δύο ονόματα συνδυαστικά προς τιμήν των αγίων αδελφών του Λαζάρου.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στον παρακλητικό κανόνα των οσίων της Λάππας, στην ωδή ς΄ και σε σχέση με την οσία Μαρία, γίνεται αναφορά στο Λουκ. 10, 42, που αφορά στην αγία Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία επέλεξε «την αγαθήν μερίδα» της μαθητείας στον Ιησού Χριστό: «Επέλεξας, ω Μαρία ένδοξε, εν τω βίω, ως ο Κύριος είπε, την αγαθήν και αγίαν μερίδα, διό τοις πάσι θεόφρων γεγένησαι…» (σελ. 27).

Η αμφισβήτηση της ιστορικότητας των οσίων Πέντε Παρθένων

φορητή εικ. στον άγιο Γεώργιο Πεταλιώτη

Οι μαρτυρίες για τα θαύματα των οσίων Πέντε Παρθένων της Αργυρούπολης αμφισβητήθηκαν ήδη από τους δυτικοευρωπαίους περιηγητές του παρελθόντος.

Όμως και η ίδια η ιστορικότητά τους αμφισβητήθηκε έντονα κατά τον 20ό αιώνα, προπαντός λόγω της διαπίστωσης ότι ο θεωρούμενος από την παράδοση ως τάφος τους και τα ασκητήριά τους είναι τάφοι της ελληνορωμαϊκής περιόδου, ευρισκόμενοι εντός ενός εκτεταμένου νεκροταφείου («νεκρόπολης»).

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία περίπτωση η τυχαία ανακάλυψη του αρχαίου τάφου μιας τετραμελούς οικογένειας, ασφαλώς και με παιδικά οστά, όπως φανερώνουν οι μικρές λάρνακες, να θεωρήθηκε αυθαίρετα ως τάφος πέντε χριστιανών αγίων ασκητριών και μαρτύρων, αν δεν υπήρχαν στοιχεία που οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα. Αν υποθέσουμε ότι υπήρχε πιθανότητα οι κάτοικοι της περιοχής να συνδέσουν αυθαίρετα τον τάφο με χριστιανούς αγίους, θα ήταν λογικό να τον συνδέσουν με κάποια τετραμελή οικογένεια οσίων ή μαρτύρων όπως π.χ. οι άγιοι Ξενοφών και Μαρία και οι υιοί τους Αρκάδιος και Ιωάννης ή οι άγιοι Ευστάθιος Πλακίδας και Θεοπίστη και οι υιοί τους Αγάπιος και Θεόπιστος, αντί να εμπλέξουν ως συντοπίτισσές τους πέντε αγίες από τη μακρινή Περσία, εν πολλοίς άγνωστες, πράγμα που προκάλεσε απορία και στον καθηγητή Σεμπάστιαν Μπροκ, εκδότη του συναξαρίου των εκ Περσίας αγίων (τα όμοια ονόματα μαρτυρούν σύνδεση, όπως εξηγήσαμε, έστω κι αν δεν είναι τα ίδια πρόσωπα). Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, αυτοί οι τάφοι δεν «ανακαλύφθηκαν τυχαία», αλλά ήταν πάντα στο φως, οι μεν διπλανοί χρησιμοποιήθηκαν από τις αγίες ως ασκητήρια, οι δε χριστιανοί τις έθαψαν στον συγκεκριμένο οικογενειακό τάφο και δεν έπαψαν ποτέ να τις θυμούνται και να τις τιμούν, χωρίς διακοπή, ήδη αμέσως μετά το μαρτύριό τους.

Ο Γ. Σταματάκης γράφει: «Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του δεν θα ’πρεπε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αιτία αμφισβήτησης. Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται ως κατοικίες τάφοι που κατασκευάστηκαν πολλά χρόνια πριν. Έχουμε παραδείγματα ταφικών μνημείων ήδη από τη μινωική εποχή που χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερα από χίλια χρόνια. Στην ίδια την Αργυρούπολη παρατηρούμε μεταγενέστερη χρήση αρχαίων κτισμάτων. (…)

Έτσι και οι πέντε παρθένες της Αργυρούπολης επέλεξαν τον αρχαίο τάφο για να κατοικήσουν αναλογιζόμενες τη ματαιότητα του κόσμου, όπως επέβαλλε ο κανόνας τους. Στον ίδιο αυτό χώρο, τοποθέτησε ο ευσεβής λαός της περιοχής τα ιερά τους σκηνώματα, μετά τη μαρτυρική τους τελείωση. Αρχικά ο τάφος αποτελούνταν από πέντε χώρους, εκ των οποίων μόνο οι τέσσερις προορίζονταν για ταφές. Ο κεντρικός χώρος προοριζόταν για τους ζωντανούς που επιθυμούσαν να προσφέρουν σπονδές, κατά την ειδωλολατρική συνήθεια, στους νεκρούς τους. Αργότερα στον κεντρικό αυτό χώρο τοποθετήθηκε ένα από τα πέντε άγια λείψανα» (5).

Στα παραπάνω, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα θαύματα των οσίων (που συνέβαιναν «ου μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους Οθωμανούς», κατά τον υμνογράφο τους) και την ανάβλυση του αγιάσματος στο χώρο του τάφου τους, το οποίο ενίοτε, ακόμη και σήμερα, αναβλύζει ενώπιον πάντων και σε μεγάλη ποσότητα κατά την ώρα της θείας λειτουργίας, όπως περιέγραφε τον 16ο αιώνα ο Μπαρότσι. Από την Αργυρούπολη και άλλα χωριά της περιοχής (π.χ. Ρούστικα, Άγιο Κωνσταντίνο, Μούντρος) καταγράψαμε αρκετά θαύματα και εμφανίσεις των πέντε οσίων, τα περισσότερα μάλιστα από αυτόπτες.

Οι ακολουθίες των οσίων

Διασώζονται τέσσερις ακολουθίες των αγίων, δηλ. υμνογραφικά έργα 

προς τιμήν τους, έργα καταξιωμένων και πολυγραφότατων υνογράφων:

(α) του π. Νήφωνος του Αγιορείτη, με χρονολογία, ΑΩΠΒ' (1882), που ψάλλεται στην Αργυρούπολη και περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κρητικόν Λειμωνάριον του μακαριστού μητροπολίτη Ρεθύμνης Τίτου († 1987),

(β) του π. Κύριλλου Κογεράκη, νυν μητροπολίτη Ρόδου, που περιλαμβάνεται στο τρίτομο Κρητικόν Πανάγιον, έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης,

(γ) ο παλαιότερος παρακλητικός κανόνας τους, ποίημα του αρχιμανδρίτη π. Φιλάρετου Βιτάλη, που εκδόθηκε στη Ρόδο το 1987 με την ευλογία του τότε οικουμενικού πατριάρχη Δημήτριου, και

(δ) ο νεότερος παρακλητικός κανόνας τους, ποίημα της καθηγουμένης Ισιδώρας μοναχής Αγιεροθεΐτισσας, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Κρητική Παρακλητική, που επιμελήθηκε ο αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Παπαδάκης και εξέδωσε η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.

Ο π. Νήφων εικάζουμε ότι ταυτίζεται με τον μοναχό Νήφωνα Ιβηροσκητιώτη, έναν ευσυνείδητο και πολυγραφότατο Αγιορείτη υμνογράφο του 19ου αιώνα, καταγόμενο από τη Σίφνο, που έζησε περίπου τα έτη 1830-1900 και συνέταξε δεκάδες υμνογραφικά έργα (6). Ο χαρακτηρισμός «Ιβηροσκητιώτης» οφείλεται στο ότι μόνασε στην ιερά σκήτη του Τίμιου Προδρόμου της ιεράς μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους και συγκεκριμένα στην «καλύβη» του Αγίου Παντελεήμονος, που υπάγεται στη σκήτη. Σκήτη ονομάζεται ένα μοναστήρι που δεν είναι αυτόνομο, αλλά υπάγεται σε άλλο, κεντρικό μοναστήρι, ενώ καλύβη είναι μια σχετικώς απομονωμένη κατοικία δύο ή τριών μοναχών, που τους έχει παραχωρηθεί από το μοναστήρι τους.

Η ακολουθία που συνέταξε ο π. Νήφων προορίζεται για τις 9 Ιουνίου και συνδυάζει τα τροπάρια και τον κανόνα των οσίων με άλλα, προς τιμήν του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, που εορτάζει την ίδια ημέρα.

Η σύνδεση με τις «πέντε φρόνιμες παρθένες» (Ματθ. 25, 1-13)

τοιχογραφία στον άγ. Γεώργιο Πεταλιώτη

Τόσο στην υμνογραφία όσο και στην εικονογραφία των οσίων Πέντε Παρθένων παρατηρείται η συμβολική σύνδεσή τους με τις πέντε φρόνιμες παρθένες («τας πέντε φρονίμους παρθένους») από την παραβολή των δέκα παρθένων, που είπε ο Κύριος.

Η παραβολή αυτή περιλαμβάνεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, στίχοι 1-13 και είναι από τις πλέον συζητημένες και ερμηνευμένες από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Διαβάζεται στην Εκκλησία μας τη Μεγάλη Τρίτη, ενώ αποτελεί και ένα από τα επτά ευαγγελικά αναγνώσματα της ακολουθίας του ιερού ευχελαίου (πέμπτο μάλιστα κατά σειράν)· σε συνδυασμό με την παραβολή του φρόνιμου δούλου (Ματθ. 24, 45-51, αμέσως πριν την παραβολή των δέκα παρθένων), αποτελεί την πηγή έμπνευσης του πασίγνωστου τροπαρίου της Μ. Εβδομάδας «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται». Περιλαμβάνεται επίσης ως ευαγγελικό ανάγνωσμα σε παρακλητικούς κανόνες οσίων γυναικών, όπως της οσίας Μαρκέλλας της Χιοπολίτιδος.

Αξιοσημείωτο ότι η Μεγάλη Τρίτη είναι η ημέρα που, κατά την παράδοση, μαρτύρησαν οι οσίες Πέντε Παρθένες της Αργυρούπολης. Η ημέρα του μαρτυρίου τους δηλαδή (κατά παραχώρηση του Θεού, νομίζουμε) συνέπεσε με την ανάμνηση των πέντε φρονίμων παρθένων στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας – ωστόσο δεν εορτάζονταν τότε, αλλά την Τρίτη της διακαινησίμου, όπως ήδη είπαμε, στα λειτουργικά κείμενα της οποίας δεν περιλαμβάνεται αναφορά στη συγκεκριμένη παραβολή.

Σε ορισμένα τροπάρια των υμνογραφικών έργων προς τιμήν των οσίων Πέντε Παρθένων, οι οσίες παραβάλλονται υπαινικτικά με τις πέντε φρόνιμες παρθένες, καθώς γίνονται αναφορές στις λαμπάδες και τον νυμφώνα· παράδειγμα, στο δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού της παλαιάς ασματικής ακολουθίας τους αναφέρεται: «…Όθεν τας λαμπάδας σώας τηρήσασαι, εις τον ουράνιον Νυμφώνα συνεισήλθετε, του πρεσβεύειν πάντοτε υπέρ ημών προς Κύριον» (σελ. 5).

Εκτός αυτών, για τα βιβλικά αναγνώσματα της θείας λειτουργίας ο ευλαβής υμνογράφος παραγγέλλει: «Απόστολος· ζήτει της Αγίας Βαρβάρας, Δεκεμβρίου 4. Ευαγγέλιον· ζήτει το εις την Παραβολήν των Δέκα Παρθένων, κατά Ματθαίον, κε΄. Αυτό ευρίσκεται και εις το άγιον Ευχέλαιον» (σελ. 38, τελευταία της ακολουθίας).

Στις απεικονίσεις των οσίων Πέντε Παρθένων η σύνδεσή τους με τις πέντε παρθένες της παραβολής είναι ευθεία και σχεδόν μόνιμη· απεικονίζονται να κρατούν στο ένα χέρι αναμμένη «λαμπάδα», ως είδος λύχνου, και ενίοτε στο άλλο χέρι μικρό αγγείο (κανατάκι), που περιέχει προφανώς λάδι. Εξαιρείται η τοιχογραφία που περιγράφουν οι περιηγητές (που δεν είναι ορατή σήμερα), που παρίστανε τις αγίες στεφανωμένες (με «κορώνα») και με σταυρό στο χέρι, χωρίς λοιπόν λαμπάδα ή αγγείο.

Ο ναός των οσίων Πέντε Παρθένων στους Μύλους Ρεθύμνου

Αγ. Πέντε Παρθένες, τέμπλο

Στο χωριό Μύλοι Ρεθύμνου έχουμε μια δεύτερη εκκλησία των οσίων Πέντε Παρθένων, μέσα στο περίφημο Φαράγγι των Μύλων και συγκεκριμένα στον οικισμό Πάνω Μύλοι. Οι Πάνω και οι Κάτω Μύλοι, ζωντανοί και δραστήριοι οικισμοί βασισμένοι στους νερόμυλους, είναι χτισμένοι μέσα στο φαράγγι και ήταν ακμαίοι τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα ώς τα μέσα του 20ού. Σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ ο πληθυσμός έχει μετοικήσει στο νεότερο οικισμό Νέοι Μύλοι, πάνω από το φαράγγι. Ο οικισμός των Μύλων, καθώς και το φαράγγι με τους ναΐσκους των παλαιών οικισμών, εξυπηρετείται λειτουργικά από την ενορία του κοντινού χωριού Χρωμοναστήρι.

Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόκειται για κοινότητα με οικονομία βασισμένη στους νερόμυλους, όπως ήταν και η Αργυρούπολη. Το στοιχείο αυτό πιθανότατα δεν είναι τυχαίο. Ίσως οι αγίες εθεωρούντο τρόπον τινά, σε τοπικό επίπεδο, προστάτιδες των μύλων και των μυλωνάδων ή απλώς χριστιανοί από τις δύο κοινότητες (Μύλους και Πόλη, το παλαιό όνομα της Αργυρούπολης) σχετίζονταν ως συνάδελφοι ή συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, ή πνε proskynitis
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ