2020-04-24 23:25:05
Το υγειονομικό περιβάλλον της Παλιάς Αθήνας έδινε πρόσφορο έδαφος στην εξάπλωση
κάθε είδους επιδημιών. Είμαστε στο 1929 και μια ακόμη επιδημία γρίπης σκορπά τον τρόμο στους ταλανισμένους κατοίκους της Πρωτεύουσας
«Το βιβλικόν ρητόν ¨έως αν φωτισθώσιν οι πολλοί και πληθυνθή η γνώσις¨ δεν διατυπώνει απλώς ένα ευσεβή πόθον. Και οι πολλοί φωτίζονται, με τον καιρόν, εις όλα τα κεφάλαια του ανθρωπίνου επιστητού, και η γνώσις πληθύνεται.
Προχθές, λόγου χάριν, μέσα στον Ηλεκτρικόν, ένας άνθρωπος φταρνίστηκε. Ή μάλλον δεν επρόφθασε να φταρνισθή –ευρίσκετο ακόμη εις το στάδιον του χασμουρήματος- και γενικά μέτρα αμύνης ελήφθησαν ολόγυρά του.
Οι άλλοι επιβάται άρχισαν να γυρίζουν αλλού τα πρόσωπά των, ν΄απομακρύνωνται από κοντά του, να τον κυττάζουν με φόβον, ως ν΄αντίκρυζαν επερχόμενον κίνδυνον. Επίι τέλους η έκρηξις επήλθεν!
Απσούου! -Έτσι φταρνίζονται οι άνθρωποι; Διεμαρτυρήθη κάποιος.
-Αμ΄πως θέλετε να φταρνισθώ; Ερώτησεν ο κρυολογημένος άνθρωπος.
-Να βάλετε το μαντήλι σας ή το χέρι σας μπροστά στο στόμα σας. Όχι να μας εξακοντίζετε έτσι τα σταγονίδιά σας...
-Ειδοποιούν, επί τέλους, οι άνθρωποι... του είπε κάποιος άλλος. Δεν καταλαμβάνουν τους άλλους εξ απροόπτου.
-Μήπως είχατε την απαίτησιν, κύριε, να φωνάξω ¨βάρδα φουρνέλλο¨;
-Βεβαίως, κύριε. Τι είνε το φουρνέλλο μπροστά στο φτάρνισμα; Το φουρνέλλο εξακοντίζει μερικές αθώες πέτρες. Το πολύ-πολύ, μπορεί να πληγωθή κανείς. Εσείς όμως εξακοντίζετε θανατηφόρα μικρόβια γρίππης.
Ο άνθρωπος που φταρνίσθηκε, τέλος πάντων, έγινεν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Τον αποπήραν όλοι, τον παρέπεμψαν στο σπίτι του, όπου του είπαν, ότι μπορεί να φταρνίζεται ελευθέρως, του υπέδειξαν αγρίως, ότι δεν έχει το δικαίωμα να περιφέρεται ελεύθερος και να σκορπίζη το μικρόβιά του.
Ερωτώ λοιπόν: Επληθύνθη η γνώσις ή δεν επληθύνθη;
Άλλοτε ένας άνθρωπος, που εφταρνίζετο, εγίνετο αντικείιμενον γενικών περιποιήσεων. Το φτάρνισμα εθεωρείτο και ως ένα είδος επικυρώσεως των λεγομένων τριγύρω του.
-Με τις υγείες σας!
-Γειά σου κι΄αλήθεια λέω!...
Και εδέχοντο τα σταγονίδια, ως δρόσον εξ ουρανού! Απλούστατα δεν είχαν φωτισθή ακόμη οι πολλοί, και δεν είχε πληθυνθή η γνώσις.
(σ.σ. Να φτερνίζεσαι, να βήχεις. Να φυσάς τη μύτη σου και τανάπαλιν εθεωρείτο από τους ωραιότερους συνδυασμούς που φιλοτέχνησε η φύση. Εξ ου και η παροιμία:
Βήχας και συνάχι. Ω! χαρά στονε που τάχει)
-Το συνάχι, φίλε μου, και ο βήχας δεν είνε αρρώστεια... μου έλεγε προ ολίγων ημερών ένα οικτρό θύμα του πρώτου κρύου.
-Αλλά τι είνε; Τον ερώτησα. Υγεία;
-Ούτε υγεία, ούτε αρρώστεια... μου απήντησε. Είνε κατάστασις.
-Να χαίρεσαι την κατάστασί σου!... τον ευχήθην.
Τι άλλο μπορούσα να του ευχηθώ; Ένα μόνον λογικόν άνθρωπον εγνώρισα εις το κεφάλαιον αυτό. Κάθε φοράν που έβηχεν ή εφτερνίζετο επρόσθετε χειρονομών ενδεικτικώτατα προς τον εαυτόν του:
-Σκασμός!
Και οι άλλοι εδέοντο εν χορώ:
-Αμήν!
Εν τω μεταξύ, με το πες-πες των γιατρών, με το γράψε-γράψε των εφημερίδων, η υγιεινή άρχισε να γίνεται κοινόν κτήμα.
Άνθρωποι, που δεν επίστευαν τα μικρόβια, που τα θεωρούσαν ανοησίες, προσεχώρησαν εις την νέαν πίστιν. Φοβούνται τα λιμνάζοντα νερά, τρέμουν τα σκουπίδια, δεν επιτρέπουν πολλάς τρυφερότητας με τα βρέφη των, βλέπουν μικρόβια και εκεί, ακόμη, όπου δεν υπάρχουν.
-Έφερα έναν τεχνίτη –μου έλεγε προχθές κάποιος απλοϊκός άνθρωπος- και μούχτισε τη σκάφη μου στο πλυσταριό με τούβλα.
-Ο λόγος; Τον ερώτησα.
-Για να γλυτώσω από τις γειτόνισσες, που μου την ζητούσαν δανεική... μου εξήγησε. Ξέρω΄γω τι μικρόβια έχουν τα ρούχα του αλλουνού, που θα πλύνη στη σκάφη μου;
Έτσι γλύτωσα, τουλάχιστον. Η σκάφη δεν κουνάει απ΄τη θέσι της. Αν μπορούν ας έρθουν να την πάρουν!
Το μόνον δυσάρεστον –με το επερχόμενον μάλιστα καλοκαίρι- είνε, ότι δεν εφωτίσθησαν ακόμη τα άκρα των συμπολιτών (σ.σ. και οι μασχάλες θα προσέθετα εγώ) και δεν επληθύνθη ακόμη η γνώσις των ποδών. Ας ελπίσωμεν όμως ότι, με τον καιρόν, θα πληθυνθή και αυτή προς σωτηρίαν των ρινών ημών. Αμήν!».
(«ΠΑΤΡΙΣ», 1929, Παύλος Νιρβάνας)
anatakti
κάθε είδους επιδημιών. Είμαστε στο 1929 και μια ακόμη επιδημία γρίπης σκορπά τον τρόμο στους ταλανισμένους κατοίκους της Πρωτεύουσας
«Το βιβλικόν ρητόν ¨έως αν φωτισθώσιν οι πολλοί και πληθυνθή η γνώσις¨ δεν διατυπώνει απλώς ένα ευσεβή πόθον. Και οι πολλοί φωτίζονται, με τον καιρόν, εις όλα τα κεφάλαια του ανθρωπίνου επιστητού, και η γνώσις πληθύνεται.
Προχθές, λόγου χάριν, μέσα στον Ηλεκτρικόν, ένας άνθρωπος φταρνίστηκε. Ή μάλλον δεν επρόφθασε να φταρνισθή –ευρίσκετο ακόμη εις το στάδιον του χασμουρήματος- και γενικά μέτρα αμύνης ελήφθησαν ολόγυρά του.
Οι άλλοι επιβάται άρχισαν να γυρίζουν αλλού τα πρόσωπά των, ν΄απομακρύνωνται από κοντά του, να τον κυττάζουν με φόβον, ως ν΄αντίκρυζαν επερχόμενον κίνδυνον. Επίι τέλους η έκρηξις επήλθεν!
Απσούου! -Έτσι φταρνίζονται οι άνθρωποι; Διεμαρτυρήθη κάποιος.
-Αμ΄πως θέλετε να φταρνισθώ; Ερώτησεν ο κρυολογημένος άνθρωπος.
-Να βάλετε το μαντήλι σας ή το χέρι σας μπροστά στο στόμα σας. Όχι να μας εξακοντίζετε έτσι τα σταγονίδιά σας...
-Ειδοποιούν, επί τέλους, οι άνθρωποι... του είπε κάποιος άλλος. Δεν καταλαμβάνουν τους άλλους εξ απροόπτου.
-Μήπως είχατε την απαίτησιν, κύριε, να φωνάξω ¨βάρδα φουρνέλλο¨;
-Βεβαίως, κύριε. Τι είνε το φουρνέλλο μπροστά στο φτάρνισμα; Το φουρνέλλο εξακοντίζει μερικές αθώες πέτρες. Το πολύ-πολύ, μπορεί να πληγωθή κανείς. Εσείς όμως εξακοντίζετε θανατηφόρα μικρόβια γρίππης.
Ο άνθρωπος που φταρνίσθηκε, τέλος πάντων, έγινεν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Τον αποπήραν όλοι, τον παρέπεμψαν στο σπίτι του, όπου του είπαν, ότι μπορεί να φταρνίζεται ελευθέρως, του υπέδειξαν αγρίως, ότι δεν έχει το δικαίωμα να περιφέρεται ελεύθερος και να σκορπίζη το μικρόβιά του.
Ερωτώ λοιπόν: Επληθύνθη η γνώσις ή δεν επληθύνθη;
Άλλοτε ένας άνθρωπος, που εφταρνίζετο, εγίνετο αντικείιμενον γενικών περιποιήσεων. Το φτάρνισμα εθεωρείτο και ως ένα είδος επικυρώσεως των λεγομένων τριγύρω του.
-Με τις υγείες σας!
-Γειά σου κι΄αλήθεια λέω!...
Και εδέχοντο τα σταγονίδια, ως δρόσον εξ ουρανού! Απλούστατα δεν είχαν φωτισθή ακόμη οι πολλοί, και δεν είχε πληθυνθή η γνώσις.
(σ.σ. Να φτερνίζεσαι, να βήχεις. Να φυσάς τη μύτη σου και τανάπαλιν εθεωρείτο από τους ωραιότερους συνδυασμούς που φιλοτέχνησε η φύση. Εξ ου και η παροιμία:
Βήχας και συνάχι. Ω! χαρά στονε που τάχει)
-Το συνάχι, φίλε μου, και ο βήχας δεν είνε αρρώστεια... μου έλεγε προ ολίγων ημερών ένα οικτρό θύμα του πρώτου κρύου.
-Αλλά τι είνε; Τον ερώτησα. Υγεία;
-Ούτε υγεία, ούτε αρρώστεια... μου απήντησε. Είνε κατάστασις.
-Να χαίρεσαι την κατάστασί σου!... τον ευχήθην.
Τι άλλο μπορούσα να του ευχηθώ; Ένα μόνον λογικόν άνθρωπον εγνώρισα εις το κεφάλαιον αυτό. Κάθε φοράν που έβηχεν ή εφτερνίζετο επρόσθετε χειρονομών ενδεικτικώτατα προς τον εαυτόν του:
-Σκασμός!
Και οι άλλοι εδέοντο εν χορώ:
-Αμήν!
Εν τω μεταξύ, με το πες-πες των γιατρών, με το γράψε-γράψε των εφημερίδων, η υγιεινή άρχισε να γίνεται κοινόν κτήμα.
Άνθρωποι, που δεν επίστευαν τα μικρόβια, που τα θεωρούσαν ανοησίες, προσεχώρησαν εις την νέαν πίστιν. Φοβούνται τα λιμνάζοντα νερά, τρέμουν τα σκουπίδια, δεν επιτρέπουν πολλάς τρυφερότητας με τα βρέφη των, βλέπουν μικρόβια και εκεί, ακόμη, όπου δεν υπάρχουν.
-Έφερα έναν τεχνίτη –μου έλεγε προχθές κάποιος απλοϊκός άνθρωπος- και μούχτισε τη σκάφη μου στο πλυσταριό με τούβλα.
-Ο λόγος; Τον ερώτησα.
-Για να γλυτώσω από τις γειτόνισσες, που μου την ζητούσαν δανεική... μου εξήγησε. Ξέρω΄γω τι μικρόβια έχουν τα ρούχα του αλλουνού, που θα πλύνη στη σκάφη μου;
Έτσι γλύτωσα, τουλάχιστον. Η σκάφη δεν κουνάει απ΄τη θέσι της. Αν μπορούν ας έρθουν να την πάρουν!
Το μόνον δυσάρεστον –με το επερχόμενον μάλιστα καλοκαίρι- είνε, ότι δεν εφωτίσθησαν ακόμη τα άκρα των συμπολιτών (σ.σ. και οι μασχάλες θα προσέθετα εγώ) και δεν επληθύνθη ακόμη η γνώσις των ποδών. Ας ελπίσωμεν όμως ότι, με τον καιρόν, θα πληθυνθή και αυτή προς σωτηρίαν των ρινών ημών. Αμήν!».
(«ΠΑΤΡΙΣ», 1929, Παύλος Νιρβάνας)
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ryanair: Δεν ξαναπετάμε αν «φύγουν» τα μεσαία καθίσματα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Πάγωσε» τα διαζύγια η πανδημία
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ