2020-05-16 15:18:39
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ
Προοίμιον
Όταν ο Κύριος ήρθε στο πηγάδι,
η Σαμαρείτις τον Σπλαχνικό παρακαλούσε∙
«Δώσε μου το νερό της πίστεως,και θα βαπτισθώ στης κολυμπήθρας τα νάματα και θα λάβω χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
Οίκοι
α΄ Τα χαρίσματα, ψυχή μου, που σου δόθηκαν, μην τα παρατήσης δίχως καλλιέργεια,για να μην τραβήξης την ντροπή της τεμπελιάς
στην ημέρα εκείνη που θα κρίνη ο Θεός την οικουμένη.
Γιατί τότε ερχόμενος αμέσως θα σε κρίνη απαιτητικά.
Θα κάνη το λογαριασμό και θα σε φορολογήση με βάση όσο κέρδισες και όχι όσο έλαβες.
Γιατί παίρνει με τόκο το δάνειο απ’ τον καθένα.
Ψυχή μου, μην τεμπελιάζης, ψυχή μου, γίνε έμπορος, ψυχή μου, δώσε και πάρε,
για να σου δώση σαν ερθή ο βασιλιάς σου ανταμοιβή, για τη φιλότιμη προσπάθεια και τον κόπο,χαρά μεγάλη και σωτηρία.
β΄ Δεν σου πρέπει να έχης, ψυχή μου, και όσα έχεις και
βαστάς τα χρωστάς στη Χάρι Εκείνου που σου τάδωκε. Μην παραμελής, λοιπόν, να διαμοιράζης τα καλά σου σε όσους τα ζητούνε, όπως τα διέδωσε
κάποτε η Σαμαρείτις.
Γιατί ενώ άντλησε μόνη πρόσφερε και στους άλλους από αυτό που έλαβε.
Κανείς δεν της εγύρευε και σ’ όλους δώρο πρόσφερνε
απλόχερα απ’ το χάρισμα.
Διψά και ολόγυρα σκορπίζει, δίχως να πιή ποτίζει.
Ακόμα δεν καλογεύτηκε και σαν μεθυσμένη στους συμπατριώτες της φωνάζει∙
«Ελάτε και δείτε νερό που ευρήκα. Μήπως Αυτός είναι πράγματι
Εκείνος που δίνειχαρά μεγάλη και σωτηρία;»
γ΄ Από τ’ αθάνατα νερά λοιπόν, απ’ τα οποία η πιστή Σαμαρείτις
χόρτασε καθώς τα βρήκε, τώρα εμείς με λαχτάρα αφού ήπιαμε ας ψάξουμε καλά όλες τις φλέβες τους.
Λιγάκι δε και τα λόγια του Ευαγγελίου να μελετήσουμε,
βλέποντας το Φως το Χριστό, το Νερό που τότε ήπιε η Σαμαρείτις,
και πως αυτή από νερό άλλο νερό επρόσφερε,και για ποιο λόγο τότε δεν έδωκε νερό στον Ιησού που δίψαγε και ποιο ήταν το εμπόδιο.
Γιατί όλα αυτά τα μεγαλεία η Αγία Γραφή περιέχει και προσφέρει
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
δ΄ Τι, λοιπόν, μας διδάσκει η Βίβλος; Ο Χριστός, λέει,πού δίνει
τη ζωή στους ανθρώπους, από την οδοιπορία επειδή κουράστηκε καθότανε κοντά στο πηγάδι της Σαμάρειας.
Και το λιοπύρι έκαιγε, γιατί εμεσημέριαζε, καθώς η Βίβλος γράφει.
Έτσι καταμεσήμερο έφτασεν ο Μεσσίας για να φωτίση της νύχτας τα παιδιά.
Έπιασε το πηγάδι η Πηγή της αγάπης όχι για να πιή αλλά για να ξεπλύνη.
Όντας Πηγή αθανάτου Νερού στ’ αυλάκι της ταλαίπωρης
ανθρωπότητος παρουσιάστηκε σαν αναγκεμένος.
Κουράζεται που περπατά Αυτός που βάδισε στη θάλασσα χωρίς κόπο,
εκείνος που προσφέρει χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ε΄ Την ώρα που ο Εύσπλαχνος βρισκόταν, όπως είπα, στο πηγάδι
να και μια γυναίκα απ’ τη Σαμάρεια που τον ώμο τη στάμνα της
επήρε και ήρθε βγαίνοντας απ’ την Συχάρ, την πατρίδα της.
Και ποιος δεν καλοτυχίζει την έξοδο εκείνης και την είσοδο;
Βγήκε κριματισμένη και μπήκε σφραγισμένη σαν καθαρή εκκλησιά.
Εβγήκε κι ερούφηξε τη ζωή σαν το σφουγγάρι.
Βγήκε νερό να πάρη κι εμπήκε κουβαλώντας το Θεό.
Και ποιος δε μακαρίζειετούτη τη γυναίκα; ή καλλίτερα ποιος δεν σέβεται αυτή
την εθνική, που το βάπτισμα έλαβε χαρά μεγάλη και σωτηρία;
στ΄ Ήρθε, λοιπόν, στο Χριστό η αγιασμένη κι εφέρθηκε με φρονιμάδα.
Καθώς είδε δηλαδή τον Κύριο κατάκοιτο και διψασμένο
και να λέει∙ «Γυναίκα, δώσε μου να πιώ», δεν φέρθηκε μ’ αγένεια,
μα έπιασε κουβέντα και είπε∙ «Και πώς εσύ μου ζήτησες
νερό όντας Ιουδαίος;»
Του θύμισε τη θρησκευτική διαφορά, κι ύστερα το πιοτό με φρονιμάδα του έταξε.
Δεν τούπε δηλαδή∙ «Δεν δίνω σε Σένα τον αλλόφυλο νερό»,αλλ’ είπε∙ «Πώς εζήτησες;»
Όπως κάποτε στον Άγγελο αποκρίθηκεν η Θεοτόκος∙
«Πώς θα συμβή αυτό, πώς Εκείνος που μάνα δεν έχει εμένα μητέρα θα κάνη,
Αυτός που προσφέρει χαρά μεγάλη και σωτηρία;»
ζ΄ Έχω τη γνώμη πως δύο εικόνες η Σαμαρείτις εζωγράφισε,στη Συχάρ της Εκκλησίας και της Μαρίας.
Γι’ αυτό ας μην την προσπεράσουμε, γιατί χαρά προσφέρει.
Ας πη λοιπόν η γυναίκα και πάλι στο Δημιουργό∙ «Πώς μου εζήτησες;
Αν σου δώσω θα πιής, και πίνοντας θ’ αφήσης το Ιουδαϊκό δόγμα,
και θα σε φέρω στη δική μου πίστι απ’ το νερό που γύρεψες.»
Πόσο μ’ αρέσουνε τα λόγια της Σαμαρείτιδας,εξεικονίζουνε
την κολυμπήθρα στο πηγάδι, απ’ την οποία κάνει δούληΤου τη γυναίκα
Εκείνος που παρέχει χαρά μεγάλη και σωτηρία.
η΄ «Τώρα άκουσέ με, γυναίκα», έλεγεν ο Ιησούς∙«τι προσφέρω αν ήξερες, και ποιος ειν’ Αυτός που σου είπε‘δώσε μου νερό’, εσύ θα Του ζητούσες αληθινό νερό,
γιατί Αυτός προσφέρει αθάνατο νερό.»
Απάντησε σε τούτα αυτή μ’ αμφιβολία∙
«Δεν έχεις δοχείο να βγάλης νερό, κι ειν’ βαθύ το πηγάδι, κι από πού θα βρης το νερό που μου λες;
Μήπως είσαι μεγαλύτερος ή πιο καλός απ’ τον πατέρα μας τον Ιακώβ;
Γιατί αυτός μας έδωκε παλιά ετούτο το πηγάδι. και πώς τώρα Εσύ λες∙
‘μπορώ να σου δώσω νερά αθάνατα που δεν στερεύουν και δίνουν
σε όποιον τα ζητάει χαρά μεγάλη και σωτηρία;»
θ΄ «Δεν εκατάλαβες καλά, γυναίκα, αυτό που λέω∙ δενέφτασες εκεί που θέλω∙
γι’ αυτό σκύψε ν’ ακούσης κι άνοιξέ μου τον νου σου μέσα για να μπω και να μείνω, αφού αυτό μ’ ευχαριστεί∙
γιατί απ’ το νερό αυτό αυτός που πίνει κάθε μέρα θα διψάση ξανά,
όμως το Νερό που θα δώσω Εγώ σ’ όσους διαθέτουν πίστι φλογερή σίγουρα θα τους ξεδιψάση.
Αφού όσοι το πίνουν θα τρέξη από μέσα τους πηγή αθάνατου νερού που θα πηδά και θ’ αναβρύζη την αιώνια ζωή.
Αυτό το νερό βέβαια παλιά στην έρημο οι Εβραίοι το δοκίμασαν αλλά δε βρήκανε χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ι΄ Μ’ αυτά τα λόγια προς τη δίψα έφτασε η Σαμαρείτις χωρίς να καταλάβη.
κι άλλαξε η τάξι των πραγμάτων. Γιατί αυτή που λίγο πριν επρόσφερνε νερό
τώρα διψούσε κι Αυτός που πρωτοδίψασε τώρα ποτίζει.
Και πέφτει μπρος στα πόδια Του η γυναίκα και λέει∙
«Δώσε μου, Κύριε, αυτό το νερό,για να μην έρχομαι πια σ’ αυτό το πηγάδι, που μου ’δωκεν ο Ιακώβ.Αυτά που γέρασαν να φύγουν και τα καινούργια ν’
ανθίσουν.
Τα πρόσκαιρα ας πάρουν πόδι. Γιατί ήρθε πράγματι η ώρα του Νερού που διαθέτεις.
Αυτό ας αναβρύζη κι ας ποτίζη εμένα κι όσους με πίστι θερμή ζητάνε
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ια΄ «Άφθονα νερά καθάρια, εάν θέλης να σου δώσω,πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου. Δεν μιμούμαι τον τρόπο σου, δεν θα σου πω∙ ‘Σαμαρείτιδα είσαι και πώς νερό εγύρεψες;’
Δεν σε ταλαιπωρώ με τη δίψα, αφού εγώ προς τη δίψα με τη δίψα μου σε έφερα.
Παράστησα το διψασμένο κι ότι απόκαμα για νερό για
να σε κάμω να διψάσης.
Πήγαινε το λοιπόν, φώναξε τον άντρα σου κι έλα.»Και η γυναίκα είπε∙ «Αλοίμονο δεν έχω άντρα.» Κι ο Πλάστης προς εκείνη∙«Σίγουρα δεν έχεις; Γιατί είχες πέντε, και τον έκτο θα αφήσης για να κερδίσης χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιβ΄ Ω τι σοφοί υπαινιγμοί, τι ταιριαστά χαρακτηριστικά.
Όλα τα γνωρίσματα της Εκκλησίας με την πίστι της αγιασμένης εξεικονίζονται με χρώματα ζωντανά, απαλαίωτα.
Δηλαδή με τον τρόπο που η γυναίκα με τους πολλούς άντρες αρνήθηκε τον άντρα,
έτσι και η Εκκλησία που σαν άντρες είχε τους πολλούς θεούς τους αρνήθηκε και τους άφησε και εμνηστεύθηκε με το βάπτισμα τον Ένα Θεό.
Η Σαμαρείτις πέντε άντρες απόχτηκε και τον έκτο παράνομο είχε. Η δε Εκκκλησία τους πέντε άντρες της ασεβείας τώρα άφησε τον έκτο με το βάπτισμα
Εσένα παίρνει,χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιγ΄ Ας μισήσουμε τα είδη της ειδωλολατρίας.
Η Εκκλησία που έλαβε Νυμφίο το Χριστό την αποστρέφεται και την απαρνιέται γιατί είναι μισητή, κι έτσι αποχτάει ρίζα γλυκειά.
Και ίσως ρωτήσει κάποιος∙ «Ποια είναι αυτά τα πέντε είδη της ειδωλολατρίας;»
Η ειδωλολατρική πλάνη είναι πολλών ειδών και έχει πέντε κέρατα∙
την ασέβεια, την ακολασία και την πορνεία,κι ακόμα την ασπλαχνία και την παιδοκτονία, όπως μας λέει και ο Δαβίδ∙
«Εθυσίασαν στους δαίμονες γιούς και θυγατέρες και δε βρήκανε
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιδ΄ Αρνήθηκε λοιπόν τα τόσο μεγάλα κακά η Εκκλησία που μνηστεύθηκε
κι από ’κει πέρα τρέχει στης κολυμπήθρας το πηγάδι,
και απαρνιέται τα παλιά, όπως έκανε τότε η Σαμαρείτις.
Δηλ. δεν έκρυψε τίποτα αυτή από Κείνον που ξέρει τα πάντα ακόμα και πριν να γίνουν, μονάχα είπε∙ «Δεν έχω». Δεν είπε φυσικά∙ «Δεν είχα»,
και νομίζω πως εννοούσε το εξής∙
«Κι αν είχα προηγουμένως άντρες, τώρα δεν θέλω να έχω εκείνους τους οποίους είχα, γιατί τώρα Εσένα έχω εξουσιαστή, που με εσήκωσες και μ’ έβγαλες
από τη λάσπη των κακών μου, γιατί με πίστι άντλησα για να λάβω
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιε΄ Καθώς η αγιασμένη κατανόησε του Σωτήρα την αξία,από αυτά που της φανέρωσε, λαχταρούσε περισσότερο να μάθη καλά τι και Ποιος είναι Αυτός που κάθεται κοντά στο πηγάδι.
Και πιθανόν με το δίκιο της τέτοιες σκέψεις να έκανε∙
«Είναι άραγε Θεός ή άνθρωπος Αυτός που βλέπω;Ουράνιος ή γήινος;
Γιατί να και τα δυο μου τα γνωρίζει με τον Ένα Θεάνθρωπο, που διψάει μαζί και ποτίζει, που μαθαίνει και προφητεύει και πάλι με καλεί κοντά Του
την παράνομη, και μου φανερώνει όλα τα σφάλματα,για να λάβω
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιστ΄ Είναι λοιπόν ουράνιος και φέρνει επίγεια φύση;Αν λοιπόν είναι Θεάνθρωπος, σε μένα σαν άνθρωπος παρουσιάστηκε, κι ενώ σαν άνθρωπος δίψασε, σαν Θεός με ποτίζει και μου προφητεύει.
Γιατί στον ουρανό δεν ήτανε σαν άνθρωπος για να ξέρη τη ζωή μου κι όλα να τα θυμάται,αφού αυτό ’ναι γνώρισμα του Αόρατου που τώρα Τον έχω μπροστά μου, να μου δείξη και να με ελέγξη.
Αυτός είναι σε θέσι να ξέρη εμένα και να φανερώση ποια είμαι.
Αυτού θα πάρω τη σοφία, Αυτού θα ρουφήξω τη γνώσι,μ’ Αυτού τα λόγια θα πλύνω όλων των σφαλμάτων μου την ασχήμια ώστε με καθαρή ψυχή ν’ αποκτήσω
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιζ΄ Υιέ ανθρώπου καθώς σε βλέπω, Υιέ Θεού καθώς Σε νοιώθω,
Εσύ το νου φώτισέ μου, και μάθε μου Ποιος είσαι;» ευγενικά παρακαλούσε το Χριστό η Σαμαρείτις∙
«Νά καθαρά Σε βλέπω και με την πίστι Σε αισθάνομαι και να μη μου το κρύψης.
Μήπως λοιπόν είσαι Σύ ο Χριστός, τον Οποίο προανήγγειλαν οι προφήτες πως θα έρθη;
Αν είσαι Σύ, καθώς είπαν, πες το μου καθαρά.
Διαπιστώνω σίγουρα ότι όντως ξέρεις τα όσα έπραξα, καθώς και της καρδιάς μου
όλα τα μυστικά. Και γι’ αυτό μ’ όλη μου την ψυχή παρακαλώ,
για να πάρω χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιη΄ Κι όταν διάβασεν ο Παντογνώστης τα λόγια της συνετής γυναίκας
και την πίστι της καρδιάς, αυτοστιγμής απάντησε
σ’ αυτήν∙ «Αυτόν, που αποκαλείς Μεσσία, αυτόν που οι προφήτες προείπαν ότι τώρα έρχεται, Αυτόν βλέπεις μπροστά σου και τη λαλιά Του ακούς.
Εγώ είμαι που βλέπεις, Εγώ είμαι που μ’ έχεις στη μέση της καρδιάς σου.
Εγώ ήρθα που λαχτάραγα κοντά μου να σε φέρω να σωθής.
Τώρα διαλάλησε σε όλους όσους θέλουν να σωθούνε μέσα στην πόλη της Συχάρ,
στους συγγενείς και συμπατριώτες σου, κι ελάτε ’δω όλοι μαζί όσοι διψάτε
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιθ΄ Τώρα, γυναίκα, λευτερώθηκες απ’ του κακού το λάκκο τον αβάσταχτο.
Εγώ, ο Οποίος δεν έχω ούτε κουβά να βγάλω νερό, την καρδιά σου καθάρισα
δίχως νερό και ξελαμπικάρισα τον νου σου και νερό δε χρειάστηκα.
Τόθελα και σ’ έκαμα κατοικία μου και σου φανέρωσα Ποιος είμαι και νερό δεν ήπια.»
Πάνω στην ώρα που λεγόντουσαν και συνέβαιναν αυτές έφτασαν οι μαθητές.
Γιατί δεν ήσαν, όπως λέει η γραφή, στο πηγάδι ενώ γινόντουσαν τα παραπάνω,
αλλά ήρθαν το κατόπιν και καθώς τα πληροφορήθηκαν με θαυμασμό εφώναξαν∙
«Ω της φιλανθρωπίας της ανείπωτης, καταδέχτηκε
και κατέβηκε τη γυναίκα να βοηθήση,Εκείνος που παρέχει χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
κ΄ Ενίσχυσι και δύναμι επήρε η Σαμαρείτις και τρέχει στους Σαμαρείτες
αφού άφησε τη στάμνα κι έλαβε στους ώμους της καρδιάς της Εκείνον που γνωρίζει τις καρδιές και τις επιθυμίες των ανθρώπων.
Και καθώς έφτασε στην πόλι εδιαλάλησε παντού με τέτοια λόγια∙
«Γέροντες και παιδιά, νεαροί και κορίτσια, στο πηγάδι τρέξτε γρήγορα.
Ξεχείλισε το νερό και άφθονο χύνεται για όλους.
Εκεί ευρήκα άνθρωπο, που δεν επιτρέπεται να τον λέω άνθρωπο, γιατί έχει έργα Θεού,όλα τα προλέγει και τα προφητεύει, Αυτός που θέλει όλους να σώση
και παρέχει χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
κα΄ Δεν είπαν απολύτως τίποτα οι απόστολοι του Σωτήρος που βρήκαν να συνομιλή με τη γυναίκα Εκείνον που ήρθε κι εγεννήθηκε στη γη απ’ την Παρθένο από μέριμνα στοργική παρακινούμενος.
Γιατί ενώ επήγαν τρόφιμα για να φέρουν, Τον βρήκαν φαγητό υπερφυσικό
να δίνη σ’ όσους το ζητούν, τροφή π’ αθανάτους τους κάνει. Κι απάντησε στους αποστόλους:
«Δικό μου φαγητό που με χορταίνει είναι να κάμνω πάντοτε το θέλημα του Πατέρα μου.
Γι’ αυτό τρώω φαγητό Εγώ που σεις δεν το γνωρίζετε,το οποίο όσοι τρώνε
τους προσφέρει τέλεια ζωή και πίστι αναφαίρετη που δίνει
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
κβ΄ Συγκεντρώθηκε κοντά στον Πλάστη ο λαός της Σαμάρειας,
άφησε τα σπίτια του κι έγινε με την πίστι σαν σπίτια Εκείνου που είπε στις θεόπνευστες Γραφές∙
«Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω ανάμεσά
τους», καθώς είναι γραμμένο.
Σε τέτοια σπίτια, στους πιστούς, που άφησαν τα πάντα,γονείς, χωράφια κι ό,τι άλλο αγαπημένο,Θεός τους θάμαι και Σωτήρας απ’ τις παγίδες του κακού.
Κι αυτοί θα μου είναι λαός αγιασμένος και θα προσφέρουν
κατοικία στην άναρχη κι αχώριστη Αγία Τριάδα, που πλουσιοπάροχα πηγάζει
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ
Προοίμιον
Ἐπί τό φρέαρ ὡς ἦλθεν ὁ κύριος,
ἡ Σαμαρείτις ἠρώτα τόν εὔσπλαχνον
«Παράσχου μοί τό ὕδωρ τῆς πίστεως,
καί λήψομαι τῆς κολυμβήθρας τά νάματα,
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
Οἶκοι
α΄ Τό τάλαντον τό δοθέν σοί, ψυχή μου, μή ἀποκρύψης,
ἰνά μή τῆς ραθυμίας ὑπενέγκης τήν αἰσχύνην
ἐν ἡμέρα, ἡ κρινεῖ ὁ θεός τήν οἰκουμένην
ἐρχόμενος γάρ τότε τό κρίμα παραχρῆμα ἀπαιτήσει σέ
οὔχ ὅσον ἐκομίσω, ἀλλ’ ὅσον ἐπορίσω ψηφίσας
μεθοδεύσει σέσύν τόκω γάρ τό δάνειον παρ’ ἑκάστου λαμβάνει
ψυχή μου, μή ἀμέλει, ψυχή μου, ἐμπορεύου, ψυχή μου,
δός καί λάβε,
Ἰν’ ὅταν ἔλθη ὁ βασιλεύς σου, ἀντί τῆς πραγματείας
σοί παράσχηἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
β΄ Οὐκ ἤς ἀξία τοῦ ἔχειν καί ἔχεις ἄπερ κατέχεις
σύ τήν χάριν τοῦ δόντος μή οὔν ὄκνει διανέμειν
τοῖς αἰτούσιν, ὡς μετέδωκε ποτέ ἡ Σαμαρείτις
ἀντλήσασα γάρ μόνη παρέσχε καί ἐτέροις οὗπερ ἔλαβεν
οὐδείς αὐτήν ἠτεῖτο καί πάσιν ἐδωρεῖτο ἀφθόνως τοῦ
χαρίσματοςδιψᾶ καί δαψιλεύεται, μή πιοῦσα ποτίζει
ἀκμήν μή γευσαμένη, ἀλλ’ ὡς μεμεθυσμένη τοῖς
ὁμοφύλοις κράζει
«Δεῦτε ὁρᾶτε νάμα ὁ εὗρον μή οὗτος πέλει ὄντως
ὁ παρέχωνἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν;»
γ΄ Ὑδάτων οὔν ἀθανάτων, ὧν ἡ πιστή Σαμαρείτις
γέγωνε μέν ὡς εὑροῦσα, ἠμεῖς ἄρτι μετά πόθου
πιόντες ἐρευνήσωμεν καλῶς ὄλας τάς φλέβας
μικρόν δέ καί τάς λέξεις τάς τοῦ εὐαγγελίου ἀναλάβωμεν,
Χριστόν τό φῶς ὀρῶντες, τό ὕδωρ ὅπερ πάλαι ἡ
Σαμαρείτις ἔπιεν,καί πώς αὐτή ἐξ ὕδατος ὕδωρ ἄλλο παρέσχε,
καί τίνος χάριν τότε διψώντα οὗ ποτίζει, καί τί ἤν
τό κωλῦον πάντα γάρ ταῦτα τό μεγαλεῖον, ἡ βίβλος περιέχει,
καί παρέχει ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
δ΄ Τί οὔν διδάσκει ἡ βίβλος; Χριστός, φησίν, ὁ πηγάζων
πνοήν ζωῆς τοῖς ἀνθρώποις ἀπό τῆς ὁδοιπορίας
κοπιάσας ἐπεκάθητο πηγή τῆς Σαμαρείας
καί καύσωνος ἤν ὥρα ὡς ἕκτη γάρ ὑπῆρχε, καθώς
γέγραπται
μεσούσης τῆς ἡμέρας Μεσσίας οὕτως ἦλθε τούς ἐν νυκτί
καταυγᾶσαι
πηγή πηγήν κατέλαβεν ἀποπλύνων οὐ πίνων
κρουνός ἀθανασίας τῷ ρείθρω τῆς ἀθλίας ὡς ἐνδεής ἐπέστη
κάμνει βαδίζων ὁ ἐν θαλάσση πεζεύσας ἀκαμάτως, ὁ παρέχων
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ε΄ Ἀλλ’ ὄτε ἤν ὁ οἰκτίρμων ἐπί τό φρέαρ, ὡς εἶπον,
τότε γυνή Σαμαρείτις ἐπί ὤμων τήν ὑδρίαν
ἦρε καί ἦλθεν ἐξελθοῦσα τήν Συχάρ, πόλιν ἰδίαν
καί τίς οὐ μακαρίζει τήν ἔξοδον ἐκείνης καί τήν εἴσοδον;
ἐξῆλθε γάρ ἐν ρύπω, εἰσῆλθε δέ ἐν τύπω τῆς ἐκκλησίας ἄμωμος
ἐξῆλθε καί ἐξήντλησε τήν ζωήν ὥσπερ σπόγγον
ἐξῆλθεν ὑδροφόρος, εἰσῆλθε θεοφόρος καί τίς
οὐ μακαρίζει
τοῦτο τό θῆλυ, μᾶλλον δέ σέβει τήν ἐξ ἐθνῶν, τόν τύπον,τήν λαβοῦσαν
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν;
στ΄ Προσῆλθεν οὔν ἡ ὁσία καί ἤντλησεν ἐν σοφία
τόν γάρ δεσπότην ἰδοῦσα κεκμηκότα καί διψώντα
καί βοώντα «Γύναι δίδος μοί πιεῖν» οὐκ ἐτρεχύνθη,
ἀλλ’ εἶπεν εἰλημμένως «Καί πῶ΄ς σύ ὁ
Ἰουδαῖος ὧν ἠτήσω μέ;»
ὑπέμνησε τό δόγμα, μετέπειτα τό πόμα φρονίμως
ἐπηγγείλατο
οὐκ εἶπε γάρ «Οὐ δίδωμι ἀλλοφύλω σοί πίνειν»,
ἀλλ’ εἶπε «Πῶς ἠτήσω;» ὡς ποτέ τῷ ἀγγέλω ἡ θεοτόκος ἔφη
«Πῶς ἔσται τοῦτο, πῶς ὁ ἀμήτωρ μητέρα μέ λαμβάνει
ὁ παρέχων ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν;»
ζ΄ Ἰδού μοί δύο εἰκόνων ζωγράφος ἡ Σαμαρείτις
ἐκ τῆς Συχάρ ἀνεφάνη, ἐκκλησίας καί Μαρίας
δία τοῦτο μή παρέλθωμεν αὐτήν ἔχει γάρ τέρψιν
λεγ’ἐτω οὔν τό θῆλυ καί πάλιν πρός τόν πλάστην «Πῶς
ἠττήσω μέ; ἐάν σοί δώσω πίνης, πιῶν δέ μεταβαίνης εἰς τόν
Ἰουδαϊκόν θεσμόν,καί λήψομαι ἐξ ὕδατος σέ ὁμόφρονα ἄνδρα»
ὅτι καλοί οἱ λόγοι τῆς Σαμαρείτιδός μου
ὑποσκιαγραφούσιν ἐπί τό φρέαρ τήν κολυμβήθραν, ἐξ ἤς λαμβάνει δούλην
ὁ παρέχων ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ἡ΄ «Νῦν ἄκουσόν μου, ὤ γύναι», ὁ Ἰησοῦς ἀνεβόα «εἰ ἤδεις τήν δωρεάν μου καί τίς ἐστιν ὁ εἰπῶν σοί ‘ύδωρ δός μοί’, σύ ἄν ἤττησας αὐτόν νάματα ζῶντα
ὕδωρ γάρ ζῶν παρέχει» πρός ταῦτα ἀπεκρίθη
ἀμφιβάλλουσα
«Οὐκ ἄντλημα βαστάζεις, βαθύ δέ καί τό φρέαρ, καί
πόθεν σοί τά ὕδατα;μή μείζων εἰ σύ ἤ καλλίων Ἰακώβ τοῦ γενέτου;
αὐτός γάρ ἠμίν ταύτην τήν πηγήν πρίν παρεῖχε καί πῶς
σύ λέγεις ἄρτι ‘έχω σοί δοῦναι νάματα ζῶντα οὐ λήγοντα διδούντα
τῷ αἰτούντι ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν’;»
θ΄ «Οὐκ οἶδας, ὤ γύναι, ὅ λέγω οὐκ ἔφθασας ὅπου θέλω
διό τά ὦτα σου κλῖνον καί τάς φρένας ἀνοιξόν μοί,
Ἰν’ εἰσέλθω καί οἰκήσω ἐν αὐταῖς οὕτω γάρ θέλω
τοῦ ὕδατος γάρ τούτου ὁ πίνων καθ’ ἑκάστην πάλιν
διψήσεται,τό ὕδωρ δέ, ὁ δώσω τοῖς πίστει φλεγομένοις, ἐκ δίψης
μέν γάρ ἀνάψυξις γενήσεται γάρ ἔνδοθεν τοῖς πιούσι τό ρεῖθρον
κρουνός ἀθανασίας ἀλλόμενον καί βρύον ζωήν τήν
αἰωνίαν τοῦτο γάρ πρώην ἐν τή ἐρήμω οἱ ἐξ Ἑβραίων ἦραν,
ἀλλ’ οὔχ εὗρον ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ι΄ Ὑφήφθη τούτοις τοῖς λόγοις ἡ Σαμαρείτις πρός δίψαν,
καί μετηλλάγη ἡ τάξις ἡ ποτίζουσα γάρ πρώην
νῦν ἐδίψα, καί ὁ διψήσας ἐξ ἀρχῆς ἄρτι ποτίζει
προσπίπτει οὔν τό θῆλυ «Τό ὕδωρ», φησί, «τοῦτο
δός μοί, κύριε,
ἴνα μηκέτι τούτω τῷ φρέατι προστρέχω, ὁ Ἰακώβ
παρέσχε μοί ἀργείτω τά γηράσαντα καί ἀνθείτω τά νέα
παρέλθη τά πρός ὥραν καί γάρ ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ ὕδατος
οὐ ἔχεις τοῦτο βρυέτω καί ἀρδευέτω ἐμοί καί τοῖς ἐν πίστει
ἐκζητούσιν ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ια΄ «Ροᾶς ἀχράντων ὑδάτων εἰ θέλει ἴνα σοί δώσω,
πορεύου, φώνει τόν ἄνδρα οὐ μιμοῦμαι σου τήν γνώμην,
οὐκ ἐρῶ σοί ‘Σαμαρείτις εἰ καί πῶς ἤττησας ὕδωρ;’
οὐ θλίβω σου τήν δίψαν ἐγώ γάρ σέ πρός δίψαν
δίψη εἵλκυσα διψώντα ὑπεκρίθην καί ὡς διψῶν ἐτρώθην,
ἰνά διψώσαν δείξω σέ πορεύθητι οὔν, φώνησον τόν σόν ἄνδρα καί ἔλθε»
τό γύναιον δέ ἔφη? «Οὐκ ἔχω ἄνδρα οἶμοι»?
καί πρός αὐτήν ὁ πλάστης
«Πάντως οὐκ ἔχεις; πέντε γάρ ἔσχες,τόν ἕκτον δέ οὗ κτήση,
ἴνα λάβης ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιβ΄ Ὤ τῶν σοφῶν αἰνιγμάτων, ὤ τῶν σοφῶν χαρακτήρων
πάντα τά τῆς ἐκκλησίας ἐν τή πίστει τῆς ὁσίας
ζωγραφεῖται ἐκ χρωμάτων ἀληθῶν, ἁπαλαιώτων
ὄν τρόπον γάρ τό θῆλυ ἠρνήσατο τόν ἄνδρα ἡ πολυανδρός,
οὕτως ἡ ἐκκλησία πολλούς θεούς ὡς ἄνδρας
ἠρνήσατο καί ἔλιπεν
καί ἕνα ἐμνηστεύσατο ἐξ ὑδάτων δεσπότην
ἐκείνη ἄνδρας πέντε καί τόν ἕκτον οὐκ ἔσχε
καί αὔτη δέ τούς πέντε
τῆς ἀσεβείας ἄρτι λιποῦσα τόν ἕκτον ἐξ ὑδάτων
σέ λαμβάνει, ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ιγ΄ Μισήσωμεν τά εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας
ἡ ἐξ ἐθνῶν νυμφωθεῖσα ὡς πικρᾶν ἀποστρέφεται
καί ἀρνεῖται τήν ἀμείνην, ὁ ἐστί ρίζα γλυκεία
ἀλλ’ ἴσως ἐρωτᾶ τίς «Τά πέντε εἴδη ταῦτα τί
ὑπάρχουσιν;»ἡ τῶν εἰδώλων πλάνη πολυειδῆς μέν ἐστίν,
ἔχει δέ πέντε κεραίας ἀσέβειαν, ἀσέλγειαν καί τήν ἐπειμειξίαν,
πρός τούτοις ἀσπλαχνίαν καί τήν τεκνοφονίαν,
ὡς καί Δαβίδ διδάσκει
«Ἔθυσαν», λέγων, «τοῖς δαιμονίοις υἱούς καί θυγατέρας
καί οὔχ εὗρον ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιδ΄ Ἀφῆκεν οὔν τά τοσαύτα ἡ ἐξ ἐθνῶν μνηστευθεῖσα
καί πρός τό τῆς κολυμβήθρας φρέαρ τρέχει ἐκεῖσε
καί ἀρνεῖται τά ποτέ, ὥσπερ ποτέ ἡ Σαμαρείτις
οὐκ ἔκρυψε γάρ αὔτη τόν πάντα πρίν γενέσθαι
ἐπιστάμενον, ἀλλ’ ἔφησεν «Οὐκ ἔχω» οὐκ εἶπε γάρ «Οὐκ ἔσχον»,
νομίζω τοῦτο λέγουσαν
«καν ἔσχον ἄνδρας πρότερον, ἀλλ’ οὗ θέλω νῦν ἔχειν
οὕσπερ εἶχον σέ γάρ ἄρτι κατέχω
τόν σαγηνεύσαντα μέ ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν πονηρῶν μου πιστῶς ἀντλησαμένη,
ἴνα λάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιε΄ Νοήσασα ἡ ὁσία τήν τοῦ σωτῆρος ἀξίαν
ἐκ τῶν ἀποκαλυφθέντων, ἐπί πλεῖον ἐπεπόθει
ἐπιγνῶναι, τί ἐστι καί τίς ἐστίν ὁ πρός τό φρέαρ
καί τάχα τοῖς τοιούτοις συνείχετο εἰκότως ἐνθυμήμασι
«Θεός ὑπάρχει ἄρα ἤ ἄνθρωπος ὄν βλέπω;
οὐράνιος ἤ γήινος;ἰδού γάρ τά ἀμφότερα ἐν ἐνί μοί γνωρίζει,
διψῶν νῦν καί ποτίζων, μανθάνων καί προλέγων
καί πάλιν πρό…λῶν μέ
τήν παρά νόμον καί προδεικνύς μοί τά σφάλματα πάντα,
ἴνα λάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ἰστ΄ Οὐκοῦν οὐράνιος πέλει καί τό ἐπίγειον φέρει;
εἰ οὔν θεός καί βροτός ὧν ὡς ἄνθρωπος μοί ἐδείχθη,
καί διψήσας μέ ποτίζει ὡς θεός καί προφητεύει
οὐκ ἤν γάρ ἐν οὐρανῶ τοῦ γνῶναι μου τόν βίον
καί ἐνθυμήσασθαι,ἀλλά τοῦ ἀοράτου καί νῦν θεωρουμένου
ἐνδεῖξαι καί ἐλέγξαι μέ,
αὐτοῦ ἤν καί εἰδέναι μέ καί κηρύξαι ὁ πέλω
αὐτοῦ τόν νοῦν ἀντλήσω, αὐτοῦ τήν γνῶσιν πίω,
αὐτοῦ τοῖς λόγοις πλύνω πάντα τόν ρύπον τῶν ἁμαρτιῶν μου, Ἰν’ ἀμωμήτω γνώμη ἀπολάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ιζ΄ Υἱέ βροτού ὡς ὁρῶ σέ, υἱέ θεοῦ ὡς νοῶ σέ,
σύ φώτισόν μου τάς φρένας, κύριε δίδαξον μέ,
τίς ὑπάρχεις;» χρηστῶς παρεκάλει Χριστόν ἡ Σαμαρείτις
«ἰδού σαφῶς σέ βλέπω πιστῶς κατανοοῦσα,
καί μή κρύψης μοί
μή ἄρα σύ ὑπάρχεις, Χριστός, ὄν οἱ προφῆται προεῖπον ὅτι ἔρχεται;
ἐάν σύ εἰ ὡς ἔφησαν, παρρησία εἰπέ μοί
ὁρῶ γάρ ὅτι ὄντως, ἅ ἔπραξα γνωρίζεις καί τά της
καρδιᾶς μου κρύφια πάντα καί διά τοῦτο καθικετεύω γνώμη,
ἴνα λάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιη΄ Ἀλλ’ ὄτε εἶδεν ὁ βλέπων τάς τῆς σοφῆς διαλέξεις
καί τό πιστόν της καρδίας, παρευθύς ἀπεκρίθη
πρός τό θῆλυ «Ὄν μέν λέγεις Μεσσίαν, ὄν οἱ προφῆται
νῦν ἔρχεσθαι προεῖπον, ὁρᾶς μέν καί ἀκούεις τῆς φωνῆς
αὐτοῦ ἐγώ εἴμι ὄν βλέπεις, ἐγώ εἴμι ὄν ἔχεις
ἐν μέσω τῆς καρδίας σου
ἐγώ ποθῶν ἐλήλυθα σέ ἐλκύσαι καί σῶσαι
νῦν κήρυξον τοῖς πάσι τοῖς θέλουσι σωθῆναι
ἐν τή Συχάρ τή πόλει,
τοῖς συγγενέσι καί συμπολίταις, καί δεῦτε πάντες ἅμα
οἱ διψῶντες ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ιθ΄ Ἰδού ἤντλησαι, γύναι, ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας
ὁ μηδέ ἄντλημα ἔχων τήν καρδίαν σου καθῆρα
ἄνευ ρείθρου καί ἀπέπλυνα τόν νοῦν ἄνευ ναμάτων
καί ὤκισα σέ θέλων καί ἔδειξα ὁ πέλω καί οὐκ ἔπιον.»
καί τούτων λεγομένων ὁμοῦ καί τελουμένων
οἱ μαθηταί ἐλήλυθαν
οὐκ ἤσαν γάρ, ὡς γέγραπται, πρός τό φρέαρ ἐν τούτοις,
ἀλλ’ ἦλθον μετά ταῦτα καί γνόντες ταῦτα πάντα
ἐθαύμασαν βοῶντες
«Ὤ τῆς ἀφάτου φιλανθρωπίας γυναίω συγκατέβη
ὁ παρέχων
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
κ΄ Νευροῦται ἡ Σαμαρείτις καί τρέχει πρός Σαμαρείτας
καταλιποῦσα τήν κάλπιν καί λαβοῦσα ἐπί ὤμων
τῆς καρδίας τόν ἐτάζοντα νεφρούς καί τάς καρδίας
καί φθάσασα τήν πόλιν ἐσάλπισε τοῖς πάσιν οὕτως
κράζουσα
«Πρεσβύται μετά παίδων, νεανίσκοι καί παρθένοι,
ἐπί τό φρέαρ δράμετε
τό ὕδωρ ἐπεπόλευσε καί προχεῖται τοῖς πάσιν
ἐκεῖ κατεῖδον ἄνδρα, ὄν οὐ χρή λέγειν ἄνδρα
θεοῦ γάρ ἔχει ἔργα
πάντα προλέγων καί προφητεύων ὁ πάντας σῶσαι θέλων
καί παρέχων
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
κά΄ Οὐδέν ὅλως οὐκ εἶπον οἱ κήρυκες τοῦ σωτῆρος,
ὅτι συνόμιλον εὗρον τῷ γυναίω τόν ἐλθόντα
καί τεχθέντα ἐκ παρθένου ἐπί γής οἰκονομία
τροφᾶς γάρ ἀπελθόντες κομίσαι, εὗρον βρῶσιν
ἀγεώργητον διδούντα τοῖς αἰτούσι τροφήν ἀθανασίας
πρός οὖς καί ἀπεκρίνατο
«Ἐμόν βρῶμα τό θέλημα τοῦ πατρός μου ὑπάρχει
διό ἤν ἀγνοεῖτε τροφήν ἐγώ ἐσθίω, ἤτις ἐσθιομένη
πάσι πηγάζει πνοήν τελείαν καί πίστιν ἀναφαίρετον
διδούντα ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
κβ΄ Συνῆλθε τῆς Σαμαρείας τό πλῆθος ἐπί τόν πλάστην
καταλιπόντα τούς οἴκους, καί ἐδείχθησαν τή πίστει
ὥσπερ οἶκοι τοῦ εἰπόντος ἐν γραφαῖς ταῖς θεοπνεύστοις
ὡς λέγει «Ἐνοικήσω καί ἐμπεριπατήσω»,
καθώς γέγραπται
«εἰ ἐν …κοῖς τοιούτοις καταλιπούσι πάντα,
ἀγρούς γονεῖς καί φίλτατα,
καί ἔσομαι αὐτῶν θεός καί σωτήρ ἐκ παγίδων
αὐτοί δέ ἔσονται μοί λαός ἠγιασμένος κατοίκησιν ποιοῦντες
τή αἰδία καί ἀχωρίστω τριάδι τή ἀφθόνως
πηγαζούση ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
7 Οκτωβρίου 1986 εορτή μεγάλων μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Ρωμανέ μου άγιε, ελέησον ημάς ταις πρεσβίαις σου. Ευόδωσον το παρόν έργον σου.
Από το βιβλίο Ρωμανού Μελωδού «Ύμνοι», απόδοση στα νέα ελληνικά Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, τόμος πρώτος, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Χ. Μπούρας, Αθήνα.
Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
πηγή
proskynitis
Προοίμιον
Όταν ο Κύριος ήρθε στο πηγάδι,
η Σαμαρείτις τον Σπλαχνικό παρακαλούσε∙
«Δώσε μου το νερό της πίστεως,και θα βαπτισθώ στης κολυμπήθρας τα νάματα και θα λάβω χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
Οίκοι
α΄ Τα χαρίσματα, ψυχή μου, που σου δόθηκαν, μην τα παρατήσης δίχως καλλιέργεια,για να μην τραβήξης την ντροπή της τεμπελιάς
στην ημέρα εκείνη που θα κρίνη ο Θεός την οικουμένη.
Γιατί τότε ερχόμενος αμέσως θα σε κρίνη απαιτητικά.
Θα κάνη το λογαριασμό και θα σε φορολογήση με βάση όσο κέρδισες και όχι όσο έλαβες.
Γιατί παίρνει με τόκο το δάνειο απ’ τον καθένα.
Ψυχή μου, μην τεμπελιάζης, ψυχή μου, γίνε έμπορος, ψυχή μου, δώσε και πάρε,
για να σου δώση σαν ερθή ο βασιλιάς σου ανταμοιβή, για τη φιλότιμη προσπάθεια και τον κόπο,χαρά μεγάλη και σωτηρία.
β΄ Δεν σου πρέπει να έχης, ψυχή μου, και όσα έχεις και
βαστάς τα χρωστάς στη Χάρι Εκείνου που σου τάδωκε. Μην παραμελής, λοιπόν, να διαμοιράζης τα καλά σου σε όσους τα ζητούνε, όπως τα διέδωσε
κάποτε η Σαμαρείτις.
Γιατί ενώ άντλησε μόνη πρόσφερε και στους άλλους από αυτό που έλαβε.
Κανείς δεν της εγύρευε και σ’ όλους δώρο πρόσφερνε
απλόχερα απ’ το χάρισμα.
Διψά και ολόγυρα σκορπίζει, δίχως να πιή ποτίζει.
Ακόμα δεν καλογεύτηκε και σαν μεθυσμένη στους συμπατριώτες της φωνάζει∙
«Ελάτε και δείτε νερό που ευρήκα. Μήπως Αυτός είναι πράγματι
Εκείνος που δίνειχαρά μεγάλη και σωτηρία;»
γ΄ Από τ’ αθάνατα νερά λοιπόν, απ’ τα οποία η πιστή Σαμαρείτις
χόρτασε καθώς τα βρήκε, τώρα εμείς με λαχτάρα αφού ήπιαμε ας ψάξουμε καλά όλες τις φλέβες τους.
Λιγάκι δε και τα λόγια του Ευαγγελίου να μελετήσουμε,
βλέποντας το Φως το Χριστό, το Νερό που τότε ήπιε η Σαμαρείτις,
και πως αυτή από νερό άλλο νερό επρόσφερε,και για ποιο λόγο τότε δεν έδωκε νερό στον Ιησού που δίψαγε και ποιο ήταν το εμπόδιο.
Γιατί όλα αυτά τα μεγαλεία η Αγία Γραφή περιέχει και προσφέρει
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
δ΄ Τι, λοιπόν, μας διδάσκει η Βίβλος; Ο Χριστός, λέει,πού δίνει
τη ζωή στους ανθρώπους, από την οδοιπορία επειδή κουράστηκε καθότανε κοντά στο πηγάδι της Σαμάρειας.
Και το λιοπύρι έκαιγε, γιατί εμεσημέριαζε, καθώς η Βίβλος γράφει.
Έτσι καταμεσήμερο έφτασεν ο Μεσσίας για να φωτίση της νύχτας τα παιδιά.
Έπιασε το πηγάδι η Πηγή της αγάπης όχι για να πιή αλλά για να ξεπλύνη.
Όντας Πηγή αθανάτου Νερού στ’ αυλάκι της ταλαίπωρης
ανθρωπότητος παρουσιάστηκε σαν αναγκεμένος.
Κουράζεται που περπατά Αυτός που βάδισε στη θάλασσα χωρίς κόπο,
εκείνος που προσφέρει χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ε΄ Την ώρα που ο Εύσπλαχνος βρισκόταν, όπως είπα, στο πηγάδι
να και μια γυναίκα απ’ τη Σαμάρεια που τον ώμο τη στάμνα της
επήρε και ήρθε βγαίνοντας απ’ την Συχάρ, την πατρίδα της.
Και ποιος δεν καλοτυχίζει την έξοδο εκείνης και την είσοδο;
Βγήκε κριματισμένη και μπήκε σφραγισμένη σαν καθαρή εκκλησιά.
Εβγήκε κι ερούφηξε τη ζωή σαν το σφουγγάρι.
Βγήκε νερό να πάρη κι εμπήκε κουβαλώντας το Θεό.
Και ποιος δε μακαρίζειετούτη τη γυναίκα; ή καλλίτερα ποιος δεν σέβεται αυτή
την εθνική, που το βάπτισμα έλαβε χαρά μεγάλη και σωτηρία;
στ΄ Ήρθε, λοιπόν, στο Χριστό η αγιασμένη κι εφέρθηκε με φρονιμάδα.
Καθώς είδε δηλαδή τον Κύριο κατάκοιτο και διψασμένο
και να λέει∙ «Γυναίκα, δώσε μου να πιώ», δεν φέρθηκε μ’ αγένεια,
μα έπιασε κουβέντα και είπε∙ «Και πώς εσύ μου ζήτησες
νερό όντας Ιουδαίος;»
Του θύμισε τη θρησκευτική διαφορά, κι ύστερα το πιοτό με φρονιμάδα του έταξε.
Δεν τούπε δηλαδή∙ «Δεν δίνω σε Σένα τον αλλόφυλο νερό»,αλλ’ είπε∙ «Πώς εζήτησες;»
Όπως κάποτε στον Άγγελο αποκρίθηκεν η Θεοτόκος∙
«Πώς θα συμβή αυτό, πώς Εκείνος που μάνα δεν έχει εμένα μητέρα θα κάνη,
Αυτός που προσφέρει χαρά μεγάλη και σωτηρία;»
ζ΄ Έχω τη γνώμη πως δύο εικόνες η Σαμαρείτις εζωγράφισε,στη Συχάρ της Εκκλησίας και της Μαρίας.
Γι’ αυτό ας μην την προσπεράσουμε, γιατί χαρά προσφέρει.
Ας πη λοιπόν η γυναίκα και πάλι στο Δημιουργό∙ «Πώς μου εζήτησες;
Αν σου δώσω θα πιής, και πίνοντας θ’ αφήσης το Ιουδαϊκό δόγμα,
και θα σε φέρω στη δική μου πίστι απ’ το νερό που γύρεψες.»
Πόσο μ’ αρέσουνε τα λόγια της Σαμαρείτιδας,εξεικονίζουνε
την κολυμπήθρα στο πηγάδι, απ’ την οποία κάνει δούληΤου τη γυναίκα
Εκείνος που παρέχει χαρά μεγάλη και σωτηρία.
η΄ «Τώρα άκουσέ με, γυναίκα», έλεγεν ο Ιησούς∙«τι προσφέρω αν ήξερες, και ποιος ειν’ Αυτός που σου είπε‘δώσε μου νερό’, εσύ θα Του ζητούσες αληθινό νερό,
γιατί Αυτός προσφέρει αθάνατο νερό.»
Απάντησε σε τούτα αυτή μ’ αμφιβολία∙
«Δεν έχεις δοχείο να βγάλης νερό, κι ειν’ βαθύ το πηγάδι, κι από πού θα βρης το νερό που μου λες;
Μήπως είσαι μεγαλύτερος ή πιο καλός απ’ τον πατέρα μας τον Ιακώβ;
Γιατί αυτός μας έδωκε παλιά ετούτο το πηγάδι. και πώς τώρα Εσύ λες∙
‘μπορώ να σου δώσω νερά αθάνατα που δεν στερεύουν και δίνουν
σε όποιον τα ζητάει χαρά μεγάλη και σωτηρία;»
θ΄ «Δεν εκατάλαβες καλά, γυναίκα, αυτό που λέω∙ δενέφτασες εκεί που θέλω∙
γι’ αυτό σκύψε ν’ ακούσης κι άνοιξέ μου τον νου σου μέσα για να μπω και να μείνω, αφού αυτό μ’ ευχαριστεί∙
γιατί απ’ το νερό αυτό αυτός που πίνει κάθε μέρα θα διψάση ξανά,
όμως το Νερό που θα δώσω Εγώ σ’ όσους διαθέτουν πίστι φλογερή σίγουρα θα τους ξεδιψάση.
Αφού όσοι το πίνουν θα τρέξη από μέσα τους πηγή αθάνατου νερού που θα πηδά και θ’ αναβρύζη την αιώνια ζωή.
Αυτό το νερό βέβαια παλιά στην έρημο οι Εβραίοι το δοκίμασαν αλλά δε βρήκανε χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ι΄ Μ’ αυτά τα λόγια προς τη δίψα έφτασε η Σαμαρείτις χωρίς να καταλάβη.
κι άλλαξε η τάξι των πραγμάτων. Γιατί αυτή που λίγο πριν επρόσφερνε νερό
τώρα διψούσε κι Αυτός που πρωτοδίψασε τώρα ποτίζει.
Και πέφτει μπρος στα πόδια Του η γυναίκα και λέει∙
«Δώσε μου, Κύριε, αυτό το νερό,για να μην έρχομαι πια σ’ αυτό το πηγάδι, που μου ’δωκεν ο Ιακώβ.Αυτά που γέρασαν να φύγουν και τα καινούργια ν’
ανθίσουν.
Τα πρόσκαιρα ας πάρουν πόδι. Γιατί ήρθε πράγματι η ώρα του Νερού που διαθέτεις.
Αυτό ας αναβρύζη κι ας ποτίζη εμένα κι όσους με πίστι θερμή ζητάνε
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ια΄ «Άφθονα νερά καθάρια, εάν θέλης να σου δώσω,πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου. Δεν μιμούμαι τον τρόπο σου, δεν θα σου πω∙ ‘Σαμαρείτιδα είσαι και πώς νερό εγύρεψες;’
Δεν σε ταλαιπωρώ με τη δίψα, αφού εγώ προς τη δίψα με τη δίψα μου σε έφερα.
Παράστησα το διψασμένο κι ότι απόκαμα για νερό για
να σε κάμω να διψάσης.
Πήγαινε το λοιπόν, φώναξε τον άντρα σου κι έλα.»Και η γυναίκα είπε∙ «Αλοίμονο δεν έχω άντρα.» Κι ο Πλάστης προς εκείνη∙«Σίγουρα δεν έχεις; Γιατί είχες πέντε, και τον έκτο θα αφήσης για να κερδίσης χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιβ΄ Ω τι σοφοί υπαινιγμοί, τι ταιριαστά χαρακτηριστικά.
Όλα τα γνωρίσματα της Εκκλησίας με την πίστι της αγιασμένης εξεικονίζονται με χρώματα ζωντανά, απαλαίωτα.
Δηλαδή με τον τρόπο που η γυναίκα με τους πολλούς άντρες αρνήθηκε τον άντρα,
έτσι και η Εκκλησία που σαν άντρες είχε τους πολλούς θεούς τους αρνήθηκε και τους άφησε και εμνηστεύθηκε με το βάπτισμα τον Ένα Θεό.
Η Σαμαρείτις πέντε άντρες απόχτηκε και τον έκτο παράνομο είχε. Η δε Εκκκλησία τους πέντε άντρες της ασεβείας τώρα άφησε τον έκτο με το βάπτισμα
Εσένα παίρνει,χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιγ΄ Ας μισήσουμε τα είδη της ειδωλολατρίας.
Η Εκκλησία που έλαβε Νυμφίο το Χριστό την αποστρέφεται και την απαρνιέται γιατί είναι μισητή, κι έτσι αποχτάει ρίζα γλυκειά.
Και ίσως ρωτήσει κάποιος∙ «Ποια είναι αυτά τα πέντε είδη της ειδωλολατρίας;»
Η ειδωλολατρική πλάνη είναι πολλών ειδών και έχει πέντε κέρατα∙
την ασέβεια, την ακολασία και την πορνεία,κι ακόμα την ασπλαχνία και την παιδοκτονία, όπως μας λέει και ο Δαβίδ∙
«Εθυσίασαν στους δαίμονες γιούς και θυγατέρες και δε βρήκανε
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιδ΄ Αρνήθηκε λοιπόν τα τόσο μεγάλα κακά η Εκκλησία που μνηστεύθηκε
κι από ’κει πέρα τρέχει στης κολυμπήθρας το πηγάδι,
και απαρνιέται τα παλιά, όπως έκανε τότε η Σαμαρείτις.
Δηλ. δεν έκρυψε τίποτα αυτή από Κείνον που ξέρει τα πάντα ακόμα και πριν να γίνουν, μονάχα είπε∙ «Δεν έχω». Δεν είπε φυσικά∙ «Δεν είχα»,
και νομίζω πως εννοούσε το εξής∙
«Κι αν είχα προηγουμένως άντρες, τώρα δεν θέλω να έχω εκείνους τους οποίους είχα, γιατί τώρα Εσένα έχω εξουσιαστή, που με εσήκωσες και μ’ έβγαλες
από τη λάσπη των κακών μου, γιατί με πίστι άντλησα για να λάβω
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιε΄ Καθώς η αγιασμένη κατανόησε του Σωτήρα την αξία,από αυτά που της φανέρωσε, λαχταρούσε περισσότερο να μάθη καλά τι και Ποιος είναι Αυτός που κάθεται κοντά στο πηγάδι.
Και πιθανόν με το δίκιο της τέτοιες σκέψεις να έκανε∙
«Είναι άραγε Θεός ή άνθρωπος Αυτός που βλέπω;Ουράνιος ή γήινος;
Γιατί να και τα δυο μου τα γνωρίζει με τον Ένα Θεάνθρωπο, που διψάει μαζί και ποτίζει, που μαθαίνει και προφητεύει και πάλι με καλεί κοντά Του
την παράνομη, και μου φανερώνει όλα τα σφάλματα,για να λάβω
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιστ΄ Είναι λοιπόν ουράνιος και φέρνει επίγεια φύση;Αν λοιπόν είναι Θεάνθρωπος, σε μένα σαν άνθρωπος παρουσιάστηκε, κι ενώ σαν άνθρωπος δίψασε, σαν Θεός με ποτίζει και μου προφητεύει.
Γιατί στον ουρανό δεν ήτανε σαν άνθρωπος για να ξέρη τη ζωή μου κι όλα να τα θυμάται,αφού αυτό ’ναι γνώρισμα του Αόρατου που τώρα Τον έχω μπροστά μου, να μου δείξη και να με ελέγξη.
Αυτός είναι σε θέσι να ξέρη εμένα και να φανερώση ποια είμαι.
Αυτού θα πάρω τη σοφία, Αυτού θα ρουφήξω τη γνώσι,μ’ Αυτού τα λόγια θα πλύνω όλων των σφαλμάτων μου την ασχήμια ώστε με καθαρή ψυχή ν’ αποκτήσω
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιζ΄ Υιέ ανθρώπου καθώς σε βλέπω, Υιέ Θεού καθώς Σε νοιώθω,
Εσύ το νου φώτισέ μου, και μάθε μου Ποιος είσαι;» ευγενικά παρακαλούσε το Χριστό η Σαμαρείτις∙
«Νά καθαρά Σε βλέπω και με την πίστι Σε αισθάνομαι και να μη μου το κρύψης.
Μήπως λοιπόν είσαι Σύ ο Χριστός, τον Οποίο προανήγγειλαν οι προφήτες πως θα έρθη;
Αν είσαι Σύ, καθώς είπαν, πες το μου καθαρά.
Διαπιστώνω σίγουρα ότι όντως ξέρεις τα όσα έπραξα, καθώς και της καρδιάς μου
όλα τα μυστικά. Και γι’ αυτό μ’ όλη μου την ψυχή παρακαλώ,
για να πάρω χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
ιη΄ Κι όταν διάβασεν ο Παντογνώστης τα λόγια της συνετής γυναίκας
και την πίστι της καρδιάς, αυτοστιγμής απάντησε
σ’ αυτήν∙ «Αυτόν, που αποκαλείς Μεσσία, αυτόν που οι προφήτες προείπαν ότι τώρα έρχεται, Αυτόν βλέπεις μπροστά σου και τη λαλιά Του ακούς.
Εγώ είμαι που βλέπεις, Εγώ είμαι που μ’ έχεις στη μέση της καρδιάς σου.
Εγώ ήρθα που λαχτάραγα κοντά μου να σε φέρω να σωθής.
Τώρα διαλάλησε σε όλους όσους θέλουν να σωθούνε μέσα στην πόλη της Συχάρ,
στους συγγενείς και συμπατριώτες σου, κι ελάτε ’δω όλοι μαζί όσοι διψάτε
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ιθ΄ Τώρα, γυναίκα, λευτερώθηκες απ’ του κακού το λάκκο τον αβάσταχτο.
Εγώ, ο Οποίος δεν έχω ούτε κουβά να βγάλω νερό, την καρδιά σου καθάρισα
δίχως νερό και ξελαμπικάρισα τον νου σου και νερό δε χρειάστηκα.
Τόθελα και σ’ έκαμα κατοικία μου και σου φανέρωσα Ποιος είμαι και νερό δεν ήπια.»
Πάνω στην ώρα που λεγόντουσαν και συνέβαιναν αυτές έφτασαν οι μαθητές.
Γιατί δεν ήσαν, όπως λέει η γραφή, στο πηγάδι ενώ γινόντουσαν τα παραπάνω,
αλλά ήρθαν το κατόπιν και καθώς τα πληροφορήθηκαν με θαυμασμό εφώναξαν∙
«Ω της φιλανθρωπίας της ανείπωτης, καταδέχτηκε
και κατέβηκε τη γυναίκα να βοηθήση,Εκείνος που παρέχει χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
κ΄ Ενίσχυσι και δύναμι επήρε η Σαμαρείτις και τρέχει στους Σαμαρείτες
αφού άφησε τη στάμνα κι έλαβε στους ώμους της καρδιάς της Εκείνον που γνωρίζει τις καρδιές και τις επιθυμίες των ανθρώπων.
Και καθώς έφτασε στην πόλι εδιαλάλησε παντού με τέτοια λόγια∙
«Γέροντες και παιδιά, νεαροί και κορίτσια, στο πηγάδι τρέξτε γρήγορα.
Ξεχείλισε το νερό και άφθονο χύνεται για όλους.
Εκεί ευρήκα άνθρωπο, που δεν επιτρέπεται να τον λέω άνθρωπο, γιατί έχει έργα Θεού,όλα τα προλέγει και τα προφητεύει, Αυτός που θέλει όλους να σώση
και παρέχει χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
κα΄ Δεν είπαν απολύτως τίποτα οι απόστολοι του Σωτήρος που βρήκαν να συνομιλή με τη γυναίκα Εκείνον που ήρθε κι εγεννήθηκε στη γη απ’ την Παρθένο από μέριμνα στοργική παρακινούμενος.
Γιατί ενώ επήγαν τρόφιμα για να φέρουν, Τον βρήκαν φαγητό υπερφυσικό
να δίνη σ’ όσους το ζητούν, τροφή π’ αθανάτους τους κάνει. Κι απάντησε στους αποστόλους:
«Δικό μου φαγητό που με χορταίνει είναι να κάμνω πάντοτε το θέλημα του Πατέρα μου.
Γι’ αυτό τρώω φαγητό Εγώ που σεις δεν το γνωρίζετε,το οποίο όσοι τρώνε
τους προσφέρει τέλεια ζωή και πίστι αναφαίρετη που δίνει
χαρά μεγάλη και σωτηρία.»
κβ΄ Συγκεντρώθηκε κοντά στον Πλάστη ο λαός της Σαμάρειας,
άφησε τα σπίτια του κι έγινε με την πίστι σαν σπίτια Εκείνου που είπε στις θεόπνευστες Γραφές∙
«Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω ανάμεσά
τους», καθώς είναι γραμμένο.
Σε τέτοια σπίτια, στους πιστούς, που άφησαν τα πάντα,γονείς, χωράφια κι ό,τι άλλο αγαπημένο,Θεός τους θάμαι και Σωτήρας απ’ τις παγίδες του κακού.
Κι αυτοί θα μου είναι λαός αγιασμένος και θα προσφέρουν
κατοικία στην άναρχη κι αχώριστη Αγία Τριάδα, που πλουσιοπάροχα πηγάζει
χαρά μεγάλη και σωτηρία.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ
Προοίμιον
Ἐπί τό φρέαρ ὡς ἦλθεν ὁ κύριος,
ἡ Σαμαρείτις ἠρώτα τόν εὔσπλαχνον
«Παράσχου μοί τό ὕδωρ τῆς πίστεως,
καί λήψομαι τῆς κολυμβήθρας τά νάματα,
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
Οἶκοι
α΄ Τό τάλαντον τό δοθέν σοί, ψυχή μου, μή ἀποκρύψης,
ἰνά μή τῆς ραθυμίας ὑπενέγκης τήν αἰσχύνην
ἐν ἡμέρα, ἡ κρινεῖ ὁ θεός τήν οἰκουμένην
ἐρχόμενος γάρ τότε τό κρίμα παραχρῆμα ἀπαιτήσει σέ
οὔχ ὅσον ἐκομίσω, ἀλλ’ ὅσον ἐπορίσω ψηφίσας
μεθοδεύσει σέσύν τόκω γάρ τό δάνειον παρ’ ἑκάστου λαμβάνει
ψυχή μου, μή ἀμέλει, ψυχή μου, ἐμπορεύου, ψυχή μου,
δός καί λάβε,
Ἰν’ ὅταν ἔλθη ὁ βασιλεύς σου, ἀντί τῆς πραγματείας
σοί παράσχηἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
β΄ Οὐκ ἤς ἀξία τοῦ ἔχειν καί ἔχεις ἄπερ κατέχεις
σύ τήν χάριν τοῦ δόντος μή οὔν ὄκνει διανέμειν
τοῖς αἰτούσιν, ὡς μετέδωκε ποτέ ἡ Σαμαρείτις
ἀντλήσασα γάρ μόνη παρέσχε καί ἐτέροις οὗπερ ἔλαβεν
οὐδείς αὐτήν ἠτεῖτο καί πάσιν ἐδωρεῖτο ἀφθόνως τοῦ
χαρίσματοςδιψᾶ καί δαψιλεύεται, μή πιοῦσα ποτίζει
ἀκμήν μή γευσαμένη, ἀλλ’ ὡς μεμεθυσμένη τοῖς
ὁμοφύλοις κράζει
«Δεῦτε ὁρᾶτε νάμα ὁ εὗρον μή οὗτος πέλει ὄντως
ὁ παρέχωνἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν;»
γ΄ Ὑδάτων οὔν ἀθανάτων, ὧν ἡ πιστή Σαμαρείτις
γέγωνε μέν ὡς εὑροῦσα, ἠμεῖς ἄρτι μετά πόθου
πιόντες ἐρευνήσωμεν καλῶς ὄλας τάς φλέβας
μικρόν δέ καί τάς λέξεις τάς τοῦ εὐαγγελίου ἀναλάβωμεν,
Χριστόν τό φῶς ὀρῶντες, τό ὕδωρ ὅπερ πάλαι ἡ
Σαμαρείτις ἔπιεν,καί πώς αὐτή ἐξ ὕδατος ὕδωρ ἄλλο παρέσχε,
καί τίνος χάριν τότε διψώντα οὗ ποτίζει, καί τί ἤν
τό κωλῦον πάντα γάρ ταῦτα τό μεγαλεῖον, ἡ βίβλος περιέχει,
καί παρέχει ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
δ΄ Τί οὔν διδάσκει ἡ βίβλος; Χριστός, φησίν, ὁ πηγάζων
πνοήν ζωῆς τοῖς ἀνθρώποις ἀπό τῆς ὁδοιπορίας
κοπιάσας ἐπεκάθητο πηγή τῆς Σαμαρείας
καί καύσωνος ἤν ὥρα ὡς ἕκτη γάρ ὑπῆρχε, καθώς
γέγραπται
μεσούσης τῆς ἡμέρας Μεσσίας οὕτως ἦλθε τούς ἐν νυκτί
καταυγᾶσαι
πηγή πηγήν κατέλαβεν ἀποπλύνων οὐ πίνων
κρουνός ἀθανασίας τῷ ρείθρω τῆς ἀθλίας ὡς ἐνδεής ἐπέστη
κάμνει βαδίζων ὁ ἐν θαλάσση πεζεύσας ἀκαμάτως, ὁ παρέχων
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ε΄ Ἀλλ’ ὄτε ἤν ὁ οἰκτίρμων ἐπί τό φρέαρ, ὡς εἶπον,
τότε γυνή Σαμαρείτις ἐπί ὤμων τήν ὑδρίαν
ἦρε καί ἦλθεν ἐξελθοῦσα τήν Συχάρ, πόλιν ἰδίαν
καί τίς οὐ μακαρίζει τήν ἔξοδον ἐκείνης καί τήν εἴσοδον;
ἐξῆλθε γάρ ἐν ρύπω, εἰσῆλθε δέ ἐν τύπω τῆς ἐκκλησίας ἄμωμος
ἐξῆλθε καί ἐξήντλησε τήν ζωήν ὥσπερ σπόγγον
ἐξῆλθεν ὑδροφόρος, εἰσῆλθε θεοφόρος καί τίς
οὐ μακαρίζει
τοῦτο τό θῆλυ, μᾶλλον δέ σέβει τήν ἐξ ἐθνῶν, τόν τύπον,τήν λαβοῦσαν
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν;
στ΄ Προσῆλθεν οὔν ἡ ὁσία καί ἤντλησεν ἐν σοφία
τόν γάρ δεσπότην ἰδοῦσα κεκμηκότα καί διψώντα
καί βοώντα «Γύναι δίδος μοί πιεῖν» οὐκ ἐτρεχύνθη,
ἀλλ’ εἶπεν εἰλημμένως «Καί πῶ΄ς σύ ὁ
Ἰουδαῖος ὧν ἠτήσω μέ;»
ὑπέμνησε τό δόγμα, μετέπειτα τό πόμα φρονίμως
ἐπηγγείλατο
οὐκ εἶπε γάρ «Οὐ δίδωμι ἀλλοφύλω σοί πίνειν»,
ἀλλ’ εἶπε «Πῶς ἠτήσω;» ὡς ποτέ τῷ ἀγγέλω ἡ θεοτόκος ἔφη
«Πῶς ἔσται τοῦτο, πῶς ὁ ἀμήτωρ μητέρα μέ λαμβάνει
ὁ παρέχων ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν;»
ζ΄ Ἰδού μοί δύο εἰκόνων ζωγράφος ἡ Σαμαρείτις
ἐκ τῆς Συχάρ ἀνεφάνη, ἐκκλησίας καί Μαρίας
δία τοῦτο μή παρέλθωμεν αὐτήν ἔχει γάρ τέρψιν
λεγ’ἐτω οὔν τό θῆλυ καί πάλιν πρός τόν πλάστην «Πῶς
ἠττήσω μέ; ἐάν σοί δώσω πίνης, πιῶν δέ μεταβαίνης εἰς τόν
Ἰουδαϊκόν θεσμόν,καί λήψομαι ἐξ ὕδατος σέ ὁμόφρονα ἄνδρα»
ὅτι καλοί οἱ λόγοι τῆς Σαμαρείτιδός μου
ὑποσκιαγραφούσιν ἐπί τό φρέαρ τήν κολυμβήθραν, ἐξ ἤς λαμβάνει δούλην
ὁ παρέχων ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ἡ΄ «Νῦν ἄκουσόν μου, ὤ γύναι», ὁ Ἰησοῦς ἀνεβόα «εἰ ἤδεις τήν δωρεάν μου καί τίς ἐστιν ὁ εἰπῶν σοί ‘ύδωρ δός μοί’, σύ ἄν ἤττησας αὐτόν νάματα ζῶντα
ὕδωρ γάρ ζῶν παρέχει» πρός ταῦτα ἀπεκρίθη
ἀμφιβάλλουσα
«Οὐκ ἄντλημα βαστάζεις, βαθύ δέ καί τό φρέαρ, καί
πόθεν σοί τά ὕδατα;μή μείζων εἰ σύ ἤ καλλίων Ἰακώβ τοῦ γενέτου;
αὐτός γάρ ἠμίν ταύτην τήν πηγήν πρίν παρεῖχε καί πῶς
σύ λέγεις ἄρτι ‘έχω σοί δοῦναι νάματα ζῶντα οὐ λήγοντα διδούντα
τῷ αἰτούντι ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν’;»
θ΄ «Οὐκ οἶδας, ὤ γύναι, ὅ λέγω οὐκ ἔφθασας ὅπου θέλω
διό τά ὦτα σου κλῖνον καί τάς φρένας ἀνοιξόν μοί,
Ἰν’ εἰσέλθω καί οἰκήσω ἐν αὐταῖς οὕτω γάρ θέλω
τοῦ ὕδατος γάρ τούτου ὁ πίνων καθ’ ἑκάστην πάλιν
διψήσεται,τό ὕδωρ δέ, ὁ δώσω τοῖς πίστει φλεγομένοις, ἐκ δίψης
μέν γάρ ἀνάψυξις γενήσεται γάρ ἔνδοθεν τοῖς πιούσι τό ρεῖθρον
κρουνός ἀθανασίας ἀλλόμενον καί βρύον ζωήν τήν
αἰωνίαν τοῦτο γάρ πρώην ἐν τή ἐρήμω οἱ ἐξ Ἑβραίων ἦραν,
ἀλλ’ οὔχ εὗρον ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ι΄ Ὑφήφθη τούτοις τοῖς λόγοις ἡ Σαμαρείτις πρός δίψαν,
καί μετηλλάγη ἡ τάξις ἡ ποτίζουσα γάρ πρώην
νῦν ἐδίψα, καί ὁ διψήσας ἐξ ἀρχῆς ἄρτι ποτίζει
προσπίπτει οὔν τό θῆλυ «Τό ὕδωρ», φησί, «τοῦτο
δός μοί, κύριε,
ἴνα μηκέτι τούτω τῷ φρέατι προστρέχω, ὁ Ἰακώβ
παρέσχε μοί ἀργείτω τά γηράσαντα καί ἀνθείτω τά νέα
παρέλθη τά πρός ὥραν καί γάρ ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ ὕδατος
οὐ ἔχεις τοῦτο βρυέτω καί ἀρδευέτω ἐμοί καί τοῖς ἐν πίστει
ἐκζητούσιν ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ια΄ «Ροᾶς ἀχράντων ὑδάτων εἰ θέλει ἴνα σοί δώσω,
πορεύου, φώνει τόν ἄνδρα οὐ μιμοῦμαι σου τήν γνώμην,
οὐκ ἐρῶ σοί ‘Σαμαρείτις εἰ καί πῶς ἤττησας ὕδωρ;’
οὐ θλίβω σου τήν δίψαν ἐγώ γάρ σέ πρός δίψαν
δίψη εἵλκυσα διψώντα ὑπεκρίθην καί ὡς διψῶν ἐτρώθην,
ἰνά διψώσαν δείξω σέ πορεύθητι οὔν, φώνησον τόν σόν ἄνδρα καί ἔλθε»
τό γύναιον δέ ἔφη? «Οὐκ ἔχω ἄνδρα οἶμοι»?
καί πρός αὐτήν ὁ πλάστης
«Πάντως οὐκ ἔχεις; πέντε γάρ ἔσχες,τόν ἕκτον δέ οὗ κτήση,
ἴνα λάβης ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιβ΄ Ὤ τῶν σοφῶν αἰνιγμάτων, ὤ τῶν σοφῶν χαρακτήρων
πάντα τά τῆς ἐκκλησίας ἐν τή πίστει τῆς ὁσίας
ζωγραφεῖται ἐκ χρωμάτων ἀληθῶν, ἁπαλαιώτων
ὄν τρόπον γάρ τό θῆλυ ἠρνήσατο τόν ἄνδρα ἡ πολυανδρός,
οὕτως ἡ ἐκκλησία πολλούς θεούς ὡς ἄνδρας
ἠρνήσατο καί ἔλιπεν
καί ἕνα ἐμνηστεύσατο ἐξ ὑδάτων δεσπότην
ἐκείνη ἄνδρας πέντε καί τόν ἕκτον οὐκ ἔσχε
καί αὔτη δέ τούς πέντε
τῆς ἀσεβείας ἄρτι λιποῦσα τόν ἕκτον ἐξ ὑδάτων
σέ λαμβάνει, ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ιγ΄ Μισήσωμεν τά εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας
ἡ ἐξ ἐθνῶν νυμφωθεῖσα ὡς πικρᾶν ἀποστρέφεται
καί ἀρνεῖται τήν ἀμείνην, ὁ ἐστί ρίζα γλυκεία
ἀλλ’ ἴσως ἐρωτᾶ τίς «Τά πέντε εἴδη ταῦτα τί
ὑπάρχουσιν;»ἡ τῶν εἰδώλων πλάνη πολυειδῆς μέν ἐστίν,
ἔχει δέ πέντε κεραίας ἀσέβειαν, ἀσέλγειαν καί τήν ἐπειμειξίαν,
πρός τούτοις ἀσπλαχνίαν καί τήν τεκνοφονίαν,
ὡς καί Δαβίδ διδάσκει
«Ἔθυσαν», λέγων, «τοῖς δαιμονίοις υἱούς καί θυγατέρας
καί οὔχ εὗρον ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιδ΄ Ἀφῆκεν οὔν τά τοσαύτα ἡ ἐξ ἐθνῶν μνηστευθεῖσα
καί πρός τό τῆς κολυμβήθρας φρέαρ τρέχει ἐκεῖσε
καί ἀρνεῖται τά ποτέ, ὥσπερ ποτέ ἡ Σαμαρείτις
οὐκ ἔκρυψε γάρ αὔτη τόν πάντα πρίν γενέσθαι
ἐπιστάμενον, ἀλλ’ ἔφησεν «Οὐκ ἔχω» οὐκ εἶπε γάρ «Οὐκ ἔσχον»,
νομίζω τοῦτο λέγουσαν
«καν ἔσχον ἄνδρας πρότερον, ἀλλ’ οὗ θέλω νῦν ἔχειν
οὕσπερ εἶχον σέ γάρ ἄρτι κατέχω
τόν σαγηνεύσαντα μέ ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν πονηρῶν μου πιστῶς ἀντλησαμένη,
ἴνα λάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιε΄ Νοήσασα ἡ ὁσία τήν τοῦ σωτῆρος ἀξίαν
ἐκ τῶν ἀποκαλυφθέντων, ἐπί πλεῖον ἐπεπόθει
ἐπιγνῶναι, τί ἐστι καί τίς ἐστίν ὁ πρός τό φρέαρ
καί τάχα τοῖς τοιούτοις συνείχετο εἰκότως ἐνθυμήμασι
«Θεός ὑπάρχει ἄρα ἤ ἄνθρωπος ὄν βλέπω;
οὐράνιος ἤ γήινος;ἰδού γάρ τά ἀμφότερα ἐν ἐνί μοί γνωρίζει,
διψῶν νῦν καί ποτίζων, μανθάνων καί προλέγων
καί πάλιν πρό…λῶν μέ
τήν παρά νόμον καί προδεικνύς μοί τά σφάλματα πάντα,
ἴνα λάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ἰστ΄ Οὐκοῦν οὐράνιος πέλει καί τό ἐπίγειον φέρει;
εἰ οὔν θεός καί βροτός ὧν ὡς ἄνθρωπος μοί ἐδείχθη,
καί διψήσας μέ ποτίζει ὡς θεός καί προφητεύει
οὐκ ἤν γάρ ἐν οὐρανῶ τοῦ γνῶναι μου τόν βίον
καί ἐνθυμήσασθαι,ἀλλά τοῦ ἀοράτου καί νῦν θεωρουμένου
ἐνδεῖξαι καί ἐλέγξαι μέ,
αὐτοῦ ἤν καί εἰδέναι μέ καί κηρύξαι ὁ πέλω
αὐτοῦ τόν νοῦν ἀντλήσω, αὐτοῦ τήν γνῶσιν πίω,
αὐτοῦ τοῖς λόγοις πλύνω πάντα τόν ρύπον τῶν ἁμαρτιῶν μου, Ἰν’ ἀμωμήτω γνώμη ἀπολάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ιζ΄ Υἱέ βροτού ὡς ὁρῶ σέ, υἱέ θεοῦ ὡς νοῶ σέ,
σύ φώτισόν μου τάς φρένας, κύριε δίδαξον μέ,
τίς ὑπάρχεις;» χρηστῶς παρεκάλει Χριστόν ἡ Σαμαρείτις
«ἰδού σαφῶς σέ βλέπω πιστῶς κατανοοῦσα,
καί μή κρύψης μοί
μή ἄρα σύ ὑπάρχεις, Χριστός, ὄν οἱ προφῆται προεῖπον ὅτι ἔρχεται;
ἐάν σύ εἰ ὡς ἔφησαν, παρρησία εἰπέ μοί
ὁρῶ γάρ ὅτι ὄντως, ἅ ἔπραξα γνωρίζεις καί τά της
καρδιᾶς μου κρύφια πάντα καί διά τοῦτο καθικετεύω γνώμη,
ἴνα λάβω ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
ιη΄ Ἀλλ’ ὄτε εἶδεν ὁ βλέπων τάς τῆς σοφῆς διαλέξεις
καί τό πιστόν της καρδίας, παρευθύς ἀπεκρίθη
πρός τό θῆλυ «Ὄν μέν λέγεις Μεσσίαν, ὄν οἱ προφῆται
νῦν ἔρχεσθαι προεῖπον, ὁρᾶς μέν καί ἀκούεις τῆς φωνῆς
αὐτοῦ ἐγώ εἴμι ὄν βλέπεις, ἐγώ εἴμι ὄν ἔχεις
ἐν μέσω τῆς καρδίας σου
ἐγώ ποθῶν ἐλήλυθα σέ ἐλκύσαι καί σῶσαι
νῦν κήρυξον τοῖς πάσι τοῖς θέλουσι σωθῆναι
ἐν τή Συχάρ τή πόλει,
τοῖς συγγενέσι καί συμπολίταις, καί δεῦτε πάντες ἅμα
οἱ διψῶντες ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.
ιθ΄ Ἰδού ἤντλησαι, γύναι, ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας
ὁ μηδέ ἄντλημα ἔχων τήν καρδίαν σου καθῆρα
ἄνευ ρείθρου καί ἀπέπλυνα τόν νοῦν ἄνευ ναμάτων
καί ὤκισα σέ θέλων καί ἔδειξα ὁ πέλω καί οὐκ ἔπιον.»
καί τούτων λεγομένων ὁμοῦ καί τελουμένων
οἱ μαθηταί ἐλήλυθαν
οὐκ ἤσαν γάρ, ὡς γέγραπται, πρός τό φρέαρ ἐν τούτοις,
ἀλλ’ ἦλθον μετά ταῦτα καί γνόντες ταῦτα πάντα
ἐθαύμασαν βοῶντες
«Ὤ τῆς ἀφάτου φιλανθρωπίας γυναίω συγκατέβη
ὁ παρέχων
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
κ΄ Νευροῦται ἡ Σαμαρείτις καί τρέχει πρός Σαμαρείτας
καταλιποῦσα τήν κάλπιν καί λαβοῦσα ἐπί ὤμων
τῆς καρδίας τόν ἐτάζοντα νεφρούς καί τάς καρδίας
καί φθάσασα τήν πόλιν ἐσάλπισε τοῖς πάσιν οὕτως
κράζουσα
«Πρεσβύται μετά παίδων, νεανίσκοι καί παρθένοι,
ἐπί τό φρέαρ δράμετε
τό ὕδωρ ἐπεπόλευσε καί προχεῖται τοῖς πάσιν
ἐκεῖ κατεῖδον ἄνδρα, ὄν οὐ χρή λέγειν ἄνδρα
θεοῦ γάρ ἔχει ἔργα
πάντα προλέγων καί προφητεύων ὁ πάντας σῶσαι θέλων
καί παρέχων
ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
κά΄ Οὐδέν ὅλως οὐκ εἶπον οἱ κήρυκες τοῦ σωτῆρος,
ὅτι συνόμιλον εὗρον τῷ γυναίω τόν ἐλθόντα
καί τεχθέντα ἐκ παρθένου ἐπί γής οἰκονομία
τροφᾶς γάρ ἀπελθόντες κομίσαι, εὗρον βρῶσιν
ἀγεώργητον διδούντα τοῖς αἰτούσι τροφήν ἀθανασίας
πρός οὖς καί ἀπεκρίνατο
«Ἐμόν βρῶμα τό θέλημα τοῦ πατρός μου ὑπάρχει
διό ἤν ἀγνοεῖτε τροφήν ἐγώ ἐσθίω, ἤτις ἐσθιομένη
πάσι πηγάζει πνοήν τελείαν καί πίστιν ἀναφαίρετον
διδούντα ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
κβ΄ Συνῆλθε τῆς Σαμαρείας τό πλῆθος ἐπί τόν πλάστην
καταλιπόντα τούς οἴκους, καί ἐδείχθησαν τή πίστει
ὥσπερ οἶκοι τοῦ εἰπόντος ἐν γραφαῖς ταῖς θεοπνεύστοις
ὡς λέγει «Ἐνοικήσω καί ἐμπεριπατήσω»,
καθώς γέγραπται
«εἰ ἐν …κοῖς τοιούτοις καταλιπούσι πάντα,
ἀγρούς γονεῖς καί φίλτατα,
καί ἔσομαι αὐτῶν θεός καί σωτήρ ἐκ παγίδων
αὐτοί δέ ἔσονται μοί λαός ἠγιασμένος κατοίκησιν ποιοῦντες
τή αἰδία καί ἀχωρίστω τριάδι τή ἀφθόνως
πηγαζούση ἀγαλλίασιν καί ἀπολύτρωσιν.»
7 Οκτωβρίου 1986 εορτή μεγάλων μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Ρωμανέ μου άγιε, ελέησον ημάς ταις πρεσβίαις σου. Ευόδωσον το παρόν έργον σου.
Από το βιβλίο Ρωμανού Μελωδού «Ύμνοι», απόδοση στα νέα ελληνικά Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, τόμος πρώτος, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Χ. Μπούρας, Αθήνα.
Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
πηγή
proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποια η νέα κατάταξη στα ερτζιανά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ