2020-05-24 12:52:43
Δικαιώθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Κραϊόβα, εκεί όπου τελείωσε η ματωμένη του διαδρομή
Ήταν σαν θηρίο στο κλουβί, σαν ένα λυσσασμένο σκυλί που το έχουν δέσει με αλυσίδες, αλλά αυτό τινάζεται να φύγει. Πολλοί θυμούνται ακόμη την σκηνή που έχει μείνει στην ιστορία του αστυνομικού ρεπορτάζ. Οι ειδικές μονάδες της Ρουμανικής αστυνομίας συλλαμβάνουν μετά από συντονισμένη επιχείρηση στο Βουκουρέστι τον διαβόητο κακοποιό και δραπέτη Κώστα Πάσσαρη.
Ο πιο καταζητούμενος εγκληματίας στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, αντιδρά όπως το λιοντάρι στο κλουβί. Παρότι δεμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες και ευρισκόμενος ανάμεσα σε δύο θηριώδεις άνδρες της ειδικής μονάδας επιχειρήσεων της Ρουμανικής Αστυνομίας, αρνείται να δεχτεί ότι όλα έχουν τελειώσει. Όταν ο ένας από αυτούς του πιάνει το πρόσωπο για να αντικρίσει την τηλεοπτική κάμερα, ο Κώστας Πάσσαρης φτύνει με λύσσα, βρίζοντας ακατάληπτα. Το κοντάκι ενός αυτόματου όπλου κατεβαίνει με δύναμη από τα χέρια του αστυνομικού και προσγειώνεται στο πρόσωπό του, δίνοντάς του να καταλάβει ότι αυτή την φορά δεν υπάρχει έλεος στο πρόσωπό του. Ήταν Νοέμβριος του 2001 και η ματωμένη εγκληματική διαδρομή του Πάσσαρη έφτανε στο τέλος της.
Οι μνήμες από τις δολοφονίες στο «Σωτηρία» ξύπνησαν στην δίκη που διεξήχθη στο Μικτό ορκωτο δικαστήριο της Αθήνας στα τέλη του περασμένου Γενάρη, όπου ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του για τέσσερις ανθρωποκτονίες και εφτά απόπειρες ανθρωποκτονίας. Η εισήγηση του έγινε δεκτή και ο Κώστας Πάσσαρης καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε ισόβια χωρίς κανένα ελαφρυντικό από το δικαστήριο. Ακολούθως έγινε γνωστό ότι δεκαεπτά χρόνια μετά την καταδίκη του σε δις ισόβια από την Ρουμανική δικαιοσύνη, ο διαβόητος κακοποιός «τρέχει» τους Ρουμάνους στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, όπου κατήγγειλε τις συνθήκες κράτησής του στις φυλακές της Κραϊόβα. Όχι μόνο δικαιώθηκε αλλά απέρριψε και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που πρότεινε η Ρουμανική Κυβέρνηση με ένα ποσό άνω των 13,000 ευρώ. Όλα αυτά από τον διαβόητο κακοποιό που σύμφωνα με τον πνευματικό του είναι ένας άλλος άνθρωπος, εδώ και πολλά χρόνια. Ο αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Ραπτόπουλος που τον επισκέπτεται ανελλιπώς στην φυλακή, είναι αυτός που σε συνέντευξή του πριν πέντε χρόνια είπε ότι ο Πάσσαρης επιθυμεί μετά την αποφυλάκισή του, να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού. «Είναι σε μια κατάσταση καλής μετάνοιας. Διαβάζει θρησκευτικά βιβλία και όταν βγει από τις φυλακές θα γίνει μοναχός. Θα πάει κατευθείαν στο Άγιο Όρος. Εξέφρασε αυτή την σκέψη» τόνιζε τότε ο ιερωμένος μεταξύ άλλων. Κάτι που ηχεί σίγουρα παράδοξο, για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε χαράσσοντας μια εντελώς διαφορετική διαδρομή, η οποία άφησε πίσω της πολλά ματωμένα ίχνη και τον έχρισε έναν από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες.
Ο ατίθασος
Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1975, ο Πάσσαρης ήταν ο καρπός ενός εφηβικού έρωτα, που άνθισε ανάμεσα σε έναν 17χρονο Έλληνα έφηβο και μια Ρουμάνα με το όνομα Μαρία Αυγούστα. Η τελευταία πέθανε έξι χρόνια αργότερα και ο μικρός τότε Κώστας, μεγάλωσε ουσιαστικά χωρίς επιτήρηση. Όσοι τον γνώρισαν μικρό κάνουν λόγο για ένα ατίθασο παιδί, που δεν δίσταζε να τσακωθεί ακόμη και με μεγαλύτερους. Η επαφή του με τους δρόμους είναι συχνότατη, όπως και οι συναναστροφές του με άλλα άτομα, τα οποία δεν αργούν να τον οδηγήσουν στις πρώτες μικροκλοπές. Σε ηλικία 15 ετών η Αστυνομία ανακαλύπτει στο σπίτι του διάφορα κλεμμένα και ο Κώστας Πάσσαρης περνάει για πρώτη φορά στην ζωή του, την είσοδο ενός σωφρονιστικού καταστήματος, αφού μένει έγκλειστος έξι μήνες σε αναμορφωτήριο. Μόλις απολύεται βγαίνει ξανά στους δρόμους και δεν αργεί να συλληφθεί ξανά, αυτή την φορά για επαιτεία. Εκρηκτικός χαρακτήρας που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, μισεί τα αναμορφωτήρια και όταν καλείται να υπηρετήσει την θητεία του, μισεί-εξαιρείται η εκπαίδευση στα όπλα-και τον στρατό.
Εκεί θα επιστρέψει στο αγαπημένο του σπορ-τις κλοπές-εντός και εκτός στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από την στρατονομία στις αρχές του 1995, οπότε και οδηγήθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας. Δεν θα αντέξει τον εγκλεισμό του και ένα χρόνο αργότερα, δραπετεύει και κηρύσσεται λιποτάκτης, κάτι όμως που δεν τον απασχολεί αφού έχει αποφασίσει να περάσει στην παρανομία. Η αρχή της ματωμένης του διαδρομής μόλις έχει ξεκινήσει Η συμμαχία
Το 1996 με την απειλή όπλου ληστεύει μαι γυναίκα που πουλούσε φρούτα σε έναν πάγκο στην Καλλιθέα, αλλά μετά από καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών συλλαμβάνεται. Εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Κασσάνδρας, γνωρίζεται με τον Ρουμάνο κατάδικο Νικόλαε Γκορέα και γίνονται αχώριστοι. Όταν αποφυλακίζονται τον Δεκέμβριο του 1999 ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον επίσης Ρουμάνο Ιον Βασίλι και αρχίζουν τις ένοπλες ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας. Αυτά μέχρι τον Φεβρουάριο του 2000, όταν η τύχη των τριών κακοποιών τελειώνει μερικώς, σε μια συμπλοκή με αστυνομικούς στην πλατεία Βάθης. Από την ανταλλαγή πυρών τραυματίζονται δύο αστυνομικοί και σκοτώνεται ο Βασίλι, γεγονός που τρελαίνει τον Πάσσαρη ο οποίος τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και δηλώνει ότι «θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ». Τρεις ημέρες αργότερα και ενώ οι αρχές τον αναζητούν εντατικά, συλλαμβάνεται στην πλατεία Αμερικής, έχοντας πάνω του ένα πιστόλι και και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα σκοτώνεται έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο Νικολάε και ο Πάσσαρης είναι πλέον μόνος του. Οδηγείται στον Κορυδαλλό, αλλά δεν έχει ξεχάσει την υπόσχεσή του, να σκοτώσει τρεις αστυνομικούς.
Το τέλος της διαδρομής Ένα χρόνο αργότερα, έγκλειστος πλέον στον Κορυδαλλό οδηγείται για εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας. Τον συνοδεύουν δύο αρχιφύλακες του Μεταγωγών και ένας εδικός φρουρός, οι οποίοι θα πληρώσουν ακριβά το μένος του Πάσσαρη και την δίψα του για εκδίκηση. Ποτέ δεν έγινε γνωστό πως ο κατάδικος είχε όπλο μαζί του. Με αυτό σκότωσε τους δύο αρχιφύλακες που τον συνόδευαν και τραυμάτισε σοβαρά τον ειδικό φρουρό που προπορευόταν, σκορπώντας τον τρόμο μέσα στο νοσοκομείο. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης και ο δραπέτης πλέον εξαφανίστηκε εκμεταλλευόμενος την σύγχυση και τον πανικό, συνεχίζοντας τους επόμενους μήνες την ματωμένη πορεία του. Μια πορεία που περιελάμβανε ληστείες, την δολοφονία μιας Βουλγάρας ιερόδουλης και το περίφημο φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ σε διαμέρισμα του Νέου Κόσμου όπου κρυβόταν ενίοτε ο Πάσσαρης μαζί με συνεργάτη του. Πάνω από εκατό αστυνομικοί ακροβολίζονται πέριξ της πολυκατοικίας ενώ επτά άνδρες των ειδικών δυνάμεων τον περιμένουν μέσα στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου.
Είναι 31 Ιουλίου του 2001 και στις έντεκα το βράδυ, ο Πάσσαρης γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Η βιασύνη των αστυνομικών που του φωνάζουν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του δίνει την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα τον τραυματίζει στο πόδι. Τον Σεπτέμβριο με πλαστό διαβατήριο, εισέρχεται στην Ρουμανία, εκεί που γράφτηκε το τέλος αιματηρής δράσης του, όταν μετά από την σύλληψη συνεργού του, η Αστυνομία έκανε επιδρομή σε διαμέρισμα στο Βουκουρέστι και τον συνέλαβε. Έκτοτε, και μετά την δίκη του για την δολοφονία δύο ατόμων εκτίει την ποινή του και όπως διατείνονται πλέον οι ελάχιστοι που τον έχουν συναντήσει, είναι πλέον-μετά από δεκαοχτώ χρόνια εγκλεισμού-ένας άλλος άνθρωπος, που όταν νοιώθει ότι αδικείται δεν διστάζει να τα βάλει ακόμη και με την κυβέρνηση της Ρουμανίας. Εξακολουθεί να αναζητάει αυτή εσωτερική γαλήνη που δεν είχε σχεδόν ποτέ στην ζωή του, την οποία όμως μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη να βρει…
anatakti
Ήταν σαν θηρίο στο κλουβί, σαν ένα λυσσασμένο σκυλί που το έχουν δέσει με αλυσίδες, αλλά αυτό τινάζεται να φύγει. Πολλοί θυμούνται ακόμη την σκηνή που έχει μείνει στην ιστορία του αστυνομικού ρεπορτάζ. Οι ειδικές μονάδες της Ρουμανικής αστυνομίας συλλαμβάνουν μετά από συντονισμένη επιχείρηση στο Βουκουρέστι τον διαβόητο κακοποιό και δραπέτη Κώστα Πάσσαρη.
Ο πιο καταζητούμενος εγκληματίας στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, αντιδρά όπως το λιοντάρι στο κλουβί. Παρότι δεμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες και ευρισκόμενος ανάμεσα σε δύο θηριώδεις άνδρες της ειδικής μονάδας επιχειρήσεων της Ρουμανικής Αστυνομίας, αρνείται να δεχτεί ότι όλα έχουν τελειώσει. Όταν ο ένας από αυτούς του πιάνει το πρόσωπο για να αντικρίσει την τηλεοπτική κάμερα, ο Κώστας Πάσσαρης φτύνει με λύσσα, βρίζοντας ακατάληπτα. Το κοντάκι ενός αυτόματου όπλου κατεβαίνει με δύναμη από τα χέρια του αστυνομικού και προσγειώνεται στο πρόσωπό του, δίνοντάς του να καταλάβει ότι αυτή την φορά δεν υπάρχει έλεος στο πρόσωπό του. Ήταν Νοέμβριος του 2001 και η ματωμένη εγκληματική διαδρομή του Πάσσαρη έφτανε στο τέλος της.
Οι μνήμες από τις δολοφονίες στο «Σωτηρία» ξύπνησαν στην δίκη που διεξήχθη στο Μικτό ορκωτο δικαστήριο της Αθήνας στα τέλη του περασμένου Γενάρη, όπου ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του για τέσσερις ανθρωποκτονίες και εφτά απόπειρες ανθρωποκτονίας. Η εισήγηση του έγινε δεκτή και ο Κώστας Πάσσαρης καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε ισόβια χωρίς κανένα ελαφρυντικό από το δικαστήριο. Ακολούθως έγινε γνωστό ότι δεκαεπτά χρόνια μετά την καταδίκη του σε δις ισόβια από την Ρουμανική δικαιοσύνη, ο διαβόητος κακοποιός «τρέχει» τους Ρουμάνους στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, όπου κατήγγειλε τις συνθήκες κράτησής του στις φυλακές της Κραϊόβα. Όχι μόνο δικαιώθηκε αλλά απέρριψε και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που πρότεινε η Ρουμανική Κυβέρνηση με ένα ποσό άνω των 13,000 ευρώ. Όλα αυτά από τον διαβόητο κακοποιό που σύμφωνα με τον πνευματικό του είναι ένας άλλος άνθρωπος, εδώ και πολλά χρόνια. Ο αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Ραπτόπουλος που τον επισκέπτεται ανελλιπώς στην φυλακή, είναι αυτός που σε συνέντευξή του πριν πέντε χρόνια είπε ότι ο Πάσσαρης επιθυμεί μετά την αποφυλάκισή του, να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού. «Είναι σε μια κατάσταση καλής μετάνοιας. Διαβάζει θρησκευτικά βιβλία και όταν βγει από τις φυλακές θα γίνει μοναχός. Θα πάει κατευθείαν στο Άγιο Όρος. Εξέφρασε αυτή την σκέψη» τόνιζε τότε ο ιερωμένος μεταξύ άλλων. Κάτι που ηχεί σίγουρα παράδοξο, για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε χαράσσοντας μια εντελώς διαφορετική διαδρομή, η οποία άφησε πίσω της πολλά ματωμένα ίχνη και τον έχρισε έναν από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες.
Ο ατίθασος
Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1975, ο Πάσσαρης ήταν ο καρπός ενός εφηβικού έρωτα, που άνθισε ανάμεσα σε έναν 17χρονο Έλληνα έφηβο και μια Ρουμάνα με το όνομα Μαρία Αυγούστα. Η τελευταία πέθανε έξι χρόνια αργότερα και ο μικρός τότε Κώστας, μεγάλωσε ουσιαστικά χωρίς επιτήρηση. Όσοι τον γνώρισαν μικρό κάνουν λόγο για ένα ατίθασο παιδί, που δεν δίσταζε να τσακωθεί ακόμη και με μεγαλύτερους. Η επαφή του με τους δρόμους είναι συχνότατη, όπως και οι συναναστροφές του με άλλα άτομα, τα οποία δεν αργούν να τον οδηγήσουν στις πρώτες μικροκλοπές. Σε ηλικία 15 ετών η Αστυνομία ανακαλύπτει στο σπίτι του διάφορα κλεμμένα και ο Κώστας Πάσσαρης περνάει για πρώτη φορά στην ζωή του, την είσοδο ενός σωφρονιστικού καταστήματος, αφού μένει έγκλειστος έξι μήνες σε αναμορφωτήριο. Μόλις απολύεται βγαίνει ξανά στους δρόμους και δεν αργεί να συλληφθεί ξανά, αυτή την φορά για επαιτεία. Εκρηκτικός χαρακτήρας που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, μισεί τα αναμορφωτήρια και όταν καλείται να υπηρετήσει την θητεία του, μισεί-εξαιρείται η εκπαίδευση στα όπλα-και τον στρατό.
Εκεί θα επιστρέψει στο αγαπημένο του σπορ-τις κλοπές-εντός και εκτός στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από την στρατονομία στις αρχές του 1995, οπότε και οδηγήθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας. Δεν θα αντέξει τον εγκλεισμό του και ένα χρόνο αργότερα, δραπετεύει και κηρύσσεται λιποτάκτης, κάτι όμως που δεν τον απασχολεί αφού έχει αποφασίσει να περάσει στην παρανομία. Η αρχή της ματωμένης του διαδρομής μόλις έχει ξεκινήσει Η συμμαχία
Το 1996 με την απειλή όπλου ληστεύει μαι γυναίκα που πουλούσε φρούτα σε έναν πάγκο στην Καλλιθέα, αλλά μετά από καταδίωξη και ανταλλαγή πυροβολισμών συλλαμβάνεται. Εκτίοντας την ποινή του στις φυλακές της Κασσάνδρας, γνωρίζεται με τον Ρουμάνο κατάδικο Νικόλαε Γκορέα και γίνονται αχώριστοι. Όταν αποφυλακίζονται τον Δεκέμβριο του 1999 ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον επίσης Ρουμάνο Ιον Βασίλι και αρχίζουν τις ένοπλες ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας. Αυτά μέχρι τον Φεβρουάριο του 2000, όταν η τύχη των τριών κακοποιών τελειώνει μερικώς, σε μια συμπλοκή με αστυνομικούς στην πλατεία Βάθης. Από την ανταλλαγή πυρών τραυματίζονται δύο αστυνομικοί και σκοτώνεται ο Βασίλι, γεγονός που τρελαίνει τον Πάσσαρη ο οποίος τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και δηλώνει ότι «θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ». Τρεις ημέρες αργότερα και ενώ οι αρχές τον αναζητούν εντατικά, συλλαμβάνεται στην πλατεία Αμερικής, έχοντας πάνω του ένα πιστόλι και και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα σκοτώνεται έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο Νικολάε και ο Πάσσαρης είναι πλέον μόνος του. Οδηγείται στον Κορυδαλλό, αλλά δεν έχει ξεχάσει την υπόσχεσή του, να σκοτώσει τρεις αστυνομικούς.
Το τέλος της διαδρομής Ένα χρόνο αργότερα, έγκλειστος πλέον στον Κορυδαλλό οδηγείται για εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό της Νίκαιας. Τον συνοδεύουν δύο αρχιφύλακες του Μεταγωγών και ένας εδικός φρουρός, οι οποίοι θα πληρώσουν ακριβά το μένος του Πάσσαρη και την δίψα του για εκδίκηση. Ποτέ δεν έγινε γνωστό πως ο κατάδικος είχε όπλο μαζί του. Με αυτό σκότωσε τους δύο αρχιφύλακες που τον συνόδευαν και τραυμάτισε σοβαρά τον ειδικό φρουρό που προπορευόταν, σκορπώντας τον τρόμο μέσα στο νοσοκομείο. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης και ο δραπέτης πλέον εξαφανίστηκε εκμεταλλευόμενος την σύγχυση και τον πανικό, συνεχίζοντας τους επόμενους μήνες την ματωμένη πορεία του. Μια πορεία που περιελάμβανε ληστείες, την δολοφονία μιας Βουλγάρας ιερόδουλης και το περίφημο φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ σε διαμέρισμα του Νέου Κόσμου όπου κρυβόταν ενίοτε ο Πάσσαρης μαζί με συνεργάτη του. Πάνω από εκατό αστυνομικοί ακροβολίζονται πέριξ της πολυκατοικίας ενώ επτά άνδρες των ειδικών δυνάμεων τον περιμένουν μέσα στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου.
Είναι 31 Ιουλίου του 2001 και στις έντεκα το βράδυ, ο Πάσσαρης γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Η βιασύνη των αστυνομικών που του φωνάζουν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του δίνει την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα τον τραυματίζει στο πόδι. Τον Σεπτέμβριο με πλαστό διαβατήριο, εισέρχεται στην Ρουμανία, εκεί που γράφτηκε το τέλος αιματηρής δράσης του, όταν μετά από την σύλληψη συνεργού του, η Αστυνομία έκανε επιδρομή σε διαμέρισμα στο Βουκουρέστι και τον συνέλαβε. Έκτοτε, και μετά την δίκη του για την δολοφονία δύο ατόμων εκτίει την ποινή του και όπως διατείνονται πλέον οι ελάχιστοι που τον έχουν συναντήσει, είναι πλέον-μετά από δεκαοχτώ χρόνια εγκλεισμού-ένας άλλος άνθρωπος, που όταν νοιώθει ότι αδικείται δεν διστάζει να τα βάλει ακόμη και με την κυβέρνηση της Ρουμανίας. Εξακολουθεί να αναζητάει αυτή εσωτερική γαλήνη που δεν είχε σχεδόν ποτέ στην ζωή του, την οποία όμως μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη να βρει…
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ