2020-05-28 21:06:11
Φωτογραφία για Δημήτρης Παπαγγελόπουλος: Από την ΕΥΠ του Καραμανλή, σύριζα στο Ειδικό Δικαστήριο
Μια δικαστική και πολιτική διαδρομή γεμάτη σκιές για τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, με αποκορύφωμα τη σκευωρία της Novartis και αμφιλεγόμενους χειρισμούς στην υπόθεση του Σάμπι Μιωνή

Η κορνίζα παραήταν στενή για να χωρέσει την εικόνα μιας δημόσιας ασχήμιας αποτυπωμένης στο πρόσωπο ενός «μοναχικού» ντόπιου Ρασπούτιν. Μετά τα συνταρακτικά ευρήματα και τις ανατριχιαστικές καταθέσεις μαρτύρων στην προανακριτική επιτροπή για την σκευωρία Novartis, η Ολομέλεια της Βουλής έδωσε εντολή να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες του τέως αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου για επιπλέον επτά αδικήματα. Μεταξύ άλλων και εκείνων που αφορούν στη σύσταση συμμορίας, στην εκβίαση και τη δωροληψία.

Το κάδρο άνοιξε μαζί με τη βεντάλια των αδικημάτων για να συμπεριλάβει και τα υπόλοιπα μέλη από το μπουλούκι του «συνεργείου» και των «ρουλεμάν» του, στα οποία φέρεται ως επικεφαλής. Γεγονός που συνεπάγεται ότι θα κληθούν να δώσουν εξηγήσεις όλοι όσοι πίσω από αδιαφανείς κουρτίνες ως ηθικοί ή φυσικοί αυτουργοί φέρονται να σύστησαν, υπέθαλψαν, κάλυψαν ή ανέχτηκαν τη λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης.


Ενός πολυπλόκαμου μηχανισμού χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και ενός κυνικού κυκλώματος που απαιτούσε εκβιαστικά μεγάλα χρηματικά ποσά για μεροληπτικές διευθετήσεις κρίσιμων δικαστικών υποθέσεων. Εως ότου η πλειοψηφία της Προανακριτικής υποβάλλει το πόρισμά της μέχρι τις 30 Ιουνίου, αναμένεται ότι ο υπό διερεύνηση για τυχόν εμπλοκή του στη σκευωρία Novartis τέως υπουργός θα συνεχίσει την κακόγουστη παράστασή του με υστερίες, παραληρήματα, κομπορρημοσύνες, κουτσομπολιά και φούμαρα ως υποτιθέμενες αποκαλύψεις.

Το σίγουρο είναι ότι θα πρόκειται για τους τελευταίους παροξυσμικούς σπασμούς μιας πρωτοφανούς αντιδημοκρατικής μεθόδευσης μπροστά στην ενδεχόμενη παραπομπή του πρωταγωνιστή της στο Ειδικό Δικαστήριο.

Οι σαλτιμπάγκοι και οι τσαρλατάνοι μυστικιστές τύπου Ρασπούτιν δεν είναι ποτέ αυθύπαρκτες περσόνες. Με ταλέντο στο ξελόγιασμα και την ίντριγκα ευδοκιμούν στις νοσηρές αυλές της φαυλότητας και τα παρακμιακά θερμοκήπια της διαφθοράς. Προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ένα περιβάλλον σήψης, αμείβονται και ευνοούνται γι’ αυτές, αλλά παράλληλα συνεγείρονται από την αγωνία της αυτοεπιβεβαίωσης.

Στην προσπάθειά τους να εγγράψουν τον προσωπικό τους μύθο, αυτονομούνται κατά βούληση επιχειρώντας να βολέψουν τις ιδιοτελείς επιδιώξεις τους με τη γενικότερη εξυπηρέτηση των αφεντικών τους. Το φινάλε τους είναι γνωστό. Απομένουν τραγικά μόνοι τους. Οι ενέργειές τους, άλλωστε, δεν έχουν τίποτε το κομψό, ραφιναρισμένο ή καλαίσθητο για να στολίσουν την όποια υστεροφημία τους.

Η εγχώρια εκδοχή του Ρασπούτιν, απεικονισμένη στη μορφή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, δεν απέχει πολύ από το πρωτότυπο. Τσαπατσουλιά, αγαρμποσύνη, αυθαιρεσία, ωμότητα και απειλητικός κυνισμός περιγράφουν τη συμπεριφορά του.

Δεν χρειαζόταν κάποιος να συνηγορήσει υπέρ αυτής της ομοιότητας. Αρκούσε η δική του έκδηλη αλαζονεία. Στην κατάθεσή της στην προανακριτική επιτροπή η Ελένη Ράικου υποστήριξε ότι λίγο προτού παραιτηθεί από εισαγγελέας Διαφθοράς δεχόταν πιέσεις από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης να ασκήσει διώξεις κατά των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης έστω και χωρίς στοιχεία. «Κι ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν», φερόταν να της έλεγε.

Κάτι σαν αντίλαλος του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, που διατράνωνε στο κόμμα του «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή».

Σε παρόμοιο μήκος κύματος με την κυρία Ράικου οι μαρτυρίες των δικαστών Γεωργίας Τσατάνη, Παναγιώτη Αθανασίου, Γιάννη Αγγελή, που ήταν αφοπλιστικά κατατοπιστικές αναφορικά με τις ανάρμοστες ενέργειες του Παπαγγελόπουλου, οι οποίες εκδηλώνονταν με αφόρητες πιέσεις, θυμωμένες απειλές και ωμούς εκβιασμούς για υποθέσεις που εκκρεμούσαν στα χέρια αρμόδιων εισαγγελικών αρχών. Ωστόσο η πρόθεσή του να επηρεάσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης θίγοντας τη λειτουργία του πολιτεύματος είχε εξωτερικευτεί και δημοσίως νωρίτερα.

Εκείνο το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου του 2018, εξερχόμενος από το Μαξίμου χάριζε σε εθνικό ακροατήριο μέσα από την τηλεοπτική κάμερα ένα ρεσιτάλ έπαρσης και υπεροψίας. Προτού καν ο φάκελος της δικογραφίας της υπόθεσης Novartis διαβιβαστεί στη Βουλή, διατύπωνε το «αβίαστο συμπέρασμά» του ότι αποτελεί «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους».

Ταυτόχρονα, έκανε συστάσεις στα κόμματα επεμβαίνοντας αθέμιτα στα εσωτερικά τους να προβούν σε «αυτοκάθαρση». Το πώς ένας αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης τοποθετούνταν για την υπόθεση προτού αυτή διερευνηθεί από τη Δικαιοσύνη και το πόσο λογάριαζε την ανεξαρτησία των θεσμών δεν αποτελούσαν αντικείμενο αφηρημένων ερωτημάτων. Ηταν ενδεικτικά μιας καθεστωτικής νοοτροπίας και όχι απλώς η κατάντια ενός νομικού και πρώην εισαγγελικού λειτουργού που συνέδεε ανεπιφύλακτα το όνομά του με αντισυνταγματικές πρακτικές.

Διπλό παιχνίδι

Αλώβητος ελέγχων, συστάσεων ή έστω ενοχλήσεων από την παρέα που φώλιαζε στο Μαξίμου, αποτελούσε σταθερό και αναντικατάστατο μέλος μιας παρασκηνιακής γκρίζας ζώνης επιρροής που παρακολουθούσε αμέριμνα τους υπουργούς Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Νίκος Παρασκευόπουλος, ο Σταύρος Κοντονής, ο Μιχάλης Καλογήρου, να έρχονται και να παρέρχονται.

Μερικούς εξ αυτών τους υπονόμευσε με καταχθόνιο τρόπο. Εικάζεται ότι επιχειρούσε μυστικά ραντεβού με στελέχη της αντιπολίτευσης παροτρύνοντάς τους να τους δώσει στοιχεία για να κάνουν καταγγελίες στη Βουλή κατά του εκάστοτε υπουργού Δικαιοσύνης που ο ίδιος είχε στο στόχαστρο. Και όταν εκείνοι του απαντούσαν ότι η αντιπαράθεσή τους με την κυβέρνηση έχει πολιτικό χαρακτήρα και όχι ποινικό, τους αποκρινόταν: «Δεν ξέρετε τι χάνετε».

Παράλληλα με αυτή την τακτική του διπλού παιχνιδιού, έστηνε παγίδες στον εκάστοτε συνομιλητή του για οιαδήποτε χρήση. Με αυτό τον ιδιότυπο, χωρίς αρχές, μπιζιμποντισμό παρέμενε ακλόνητος στο κτίριο της λεωφόρου Μεσογείων, καθισμένος σε ένα ξύλινο γραφείο με τιγκαρισμένα τα συρτάρια από πακέτα τσιγάρων και την επιφάνειά του φίσκα από φακέλους -τους οποίους σπανίως άγγιζε, σύμφωνα με την παράδοση θητείας του στα υπόγεια της Ευελπίδων-, ενδεχομένως οραματιζόταν ως προσωπικός φίλος του Προκόπη Παυλόπουλου και της Βασιλικής Θάνου το μέλλον του στην «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση.

Ισως πάλι να σχεδίαζε μία ακόμη αναπομπή με αλλαγή του κατηγορητηρίου και της σύνθεσης του δικαστηρίου μετά τις συνεχείς απαλλαγές του Ανδρέα Γεωργίου, ο οποίος ως πρόεδρος της ΕΛ.ΣΤΑΤ. είχε πει την αλήθεια για το έλλειμμα άνω του 15% εξαιτίας των απίστευτων σπαταλών που διόγκωσαν τις δημόσιες δαπάνες από το 2004 έως το 2009.

Συριζοκαραμανλισμός

Εκτιμάται ότι είχε κόλλημα με την ετσιθελική καταδίκη του Γεωργίου η οποία θα έβγαζε λάδι τη διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Τα έβαλε μέχρι και με την Κομισιόν, η οποία έκανε παρέμβαση υπέρ του ταλαιπωρημένου από συνεχείς δίκες στατιστικολόγου, ξιφουλκώντας με αγέρωχο ελληναράδικο ύφος κατά των παρεμβάσεων των Ευρωπαίων ως πιο Συριζαίος και από τον Καρανίκα.

Ως ακραιφνής καραμανλικός, ο Παπαγγελόπουλος θεωρούσε ότι αυτό το «γραμμάτιο», μέσω της δικής του συμμετοχής στην κυβέρνηση, έπρεπε να ξοφλήσει ο Αλέξης Τσίπρας στον πολιτικά άφωνο «Βούδα της Ραφήνας». Εξάλλου, ο ίδιος στα τέλη Μαρτίου του 2017 σχολιάζοντας την αθωωτική απόφαση για όλους τους εμπλεκομένους στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου είχε εκθειάσει και τους δύο, Κώστα και Αλέξη, ως «τους λαοπρόβλητους ηγέτες που τα ντόπια και ξένα συμφέροντα, οι νταβατζήδες της διαπλοκής, οι λακέδες και τα γιουσουφάκια της ενημέρωσης προσπαθούν να εξουδετερώσουν με κάθε τρόπο».

Και σχεδόν ακροβατικά, τους συσχέτιζε, αν δεν τους εξομοίωνε, τονίζοντας ότι «επειδή δεν είναι παιδιά του εργαστηριακού σωλήνα της διαπλοκής, είναι απρόσβλητοι στους ιούς της».

Κρίθηκε τότε ότι έστελνε μήνυμα προς όλους ότι υπάρχει συνεργασία των καραμανλικών με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο ίδιος αυτοπροβαλλόταν εμμέσως ως η εγγύηση γι’ αυτή την αγαστή σύμπλευση.

Μετά από αυτές τις δηλώσεις αρκετά στελέχη της Κουμουνδούρου άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν τον αντίκριζαν, μην τυχόν και τους... λερώσει η τοξική στάμπα του «Συριζοκαραμανλισμού», ενώ από τη μεριά τους πολλοί αξιοπρεπείς καραμανλικοί αισθάνονταν κατασυκοφαντημένοι με τον ίδιο να πλασάρεται ως η γέφυρα επικοινωνίας τους, ή τέλος πάντων ως σύνδεσμος συνδιαλλαγής με τους έξαλλους και τους ψεκασμένους.

Πόσο μάλλον, αμφότερες οι πλευρές ένιωθαν θιγμένες όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος αιχμηρά αλλά εύστοχα είχε με κομψότητα αφήσει να εννοηθεί αργότερα στη Βουλή ότι ο Παπαγγελόπουλος αποτελεί την τρίτη συνιστώσα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. Και ακόμη χειρότερα, ότι έχει αναλάβει υπεργολαβικά να ζωντανέψει το φάντασμα του χουντικού Κωνσταντίνου Κόλλια στη Δικαιοσύνη. Οι εξελίξεις τον δικαίωσαν.

Από «Κουασιμόδος», «Ρασπούτιν»

Λέγεται ότι τότε ακόμη και ο Καραμανλής ενοχλήθηκε από αυτή την καταχρηστική εξίσωσή του με τον Τσίπρα και πεισμωμένος δεν απάντησε στις τηλεφωνικές κλήσεις του Παπαγγελόπουλου επί μία ολόκληρη εβδομάδα!

Σε άλλες εποχές τέτοια «σκληρά» περιφρονητική στάση μπορεί να βύθιζε τον υπουργό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. σε άπατη απελπισία. Πλέον, όμως, αρμένιζε με φουσκωμένα τα πανιά, παρότι στο φόντο της πολυθρόνας του στο υπουργικό γραφείο υπήρχε αναρτημένη μια ελαιογραφία με ένα ιστιοφόρο που μπατάριζε επικίνδυνα στην τρικυμία.

Η εικόνα μετέφερε σχεδόν ύπουλα στους τετ-α-τετ συνομιλητές του δυσοίωνα προμηνύματα. Ωστόσο στη διάρκεια της καθημερινής παρουσίας του εκεί, από τις 8.30 ως το πολύ στις 3 το μεσημέρι, δεν συμμεριζόταν τους συμβολισμούς της διακόσμησης. Ξεχείλιζε από αυτοπεποίθηση που του χάριζε το βάθρο του υπουργικού πόστου που ως εξωκοινοβουλευτικός κατείχε. Δεν ήταν πια ο Μίμης ή ο «Παπ» για τους φίλους, ούτε ο «καμπούρης» ή ο «Κουασιμόδος», όπως ενίοτε περιπαικτικά τον αποκαλούσαν αντίπαλοι και επικριτές.

Δεν ήταν πια ο άνθρωπος που αυτοχαρακτηριζόταν χομπίστας της πολιτικής τον οποίο δεν έλκουν τα αξιώματα, αλλά ως απλός συνταξιούχος ζητούσε ένα κίνητρο απασχόλησης για να έχει μια αιτία να βγει από το σπίτι. Δεν ήταν καν ένας μετανάστης της συντηρητικής παράταξης στη Ριζοσπαστική Αριστερά. Ηταν το πρόσωπο της απόλυτου εμπιστοσύνης του Μαξίμου που είχε πλέον φορέσει νοερά τα ράσα του πανίσχυρου ως κουμανταδόρου τσαρικού καλόγερου.

Οχι πίσω από τα τείχη του Κρεμλίνου, αλλά σε ένα ντόπιο οικοσύστημα αυταπατών και ψευδαισθήσεων, οχυρωμένο σε μια θολή ατμόσφαιρα που κάθε άλλο έφερνε σε Αποκριές, αν και εμμονικά προσιδίαζε. Με το προσωνύμιο «Ρασπούτιν», όπως υποστηρίχθηκε σε καταθέσεις μαρτύρων στην Προανακριτική, αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του. Το αρνήθηκε αυτό το παρατσούκλι τον Οκτώβριο του 2019 κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για τη συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής στη Βουλή, τότε που Αλέξης Τσίπρας τον στήριζε χαρακτηρίζοντάς τον «εξιλαστήριο θύμα».

Εκεί, ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπίας ο πρώην υπουργός είχε αποκαλύψει μέρος του ιδιοσυγκρασιακού του προϊόντος. «Ο Ρασπούτιν έμεινε στην Ιστορία όχι για μηχανορραφίες, ίντριγκες, σκευωρίες», είχε πει, «αλλά για κάποια φυσικά του προσόντα και για τη θεωρία του ότι το αχαλίνωτο σεξ οδηγεί στην απόλυτη εξάντληση και μετά στη θέωση. Είναι άλλη μια απόδειξη ότι εγώ ποτέ δεν είπα τον εαυτό μου Ρασπούτιν»!

Και αντί οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης να σπαράζουν από τα χάχανα ή να σφυράνε κλέφτικα -που αυτός ο τύπος ο οποίος δεν προερχόταν από τα σπλάχνα της παράταξής τους τα έκανε παρασκηνιακά μαντάρα προσβάλλοντας τις όποιες αξίες τους-, τον χειροκροτούσαν με πάθος.

Οσο να ’ναι, αυτή η εκδήλωση αποδοχής μοιάζει συνέπεια μιας δαιμονικής ρασπουτινικής γοητείας. Πόσο μάλλον που στην έξαρση της καταχθόνιας λάμψης της η ακτινοβολία μπήκε στο φασματοσκόπιο καθώς είχε προλάβει να διαπομπεύσει και να σπιλώσει δέκα έντιμα πολιτικά πρόσωπα, να πρωτοστατήσει σε μια γκρίζα προπαγάνδα και να επιστρατεύσει με θράσος ένα μπουλούκι κουκουλοφόρων ψευδομαρτύρων, που στην ανάγνωση των στημένων και αστείων καταθέσεών τους γελούσαν και τα ντουβάρια.

Ο ίδιος, πάντως, εσχάτως υποστήριξε σε τηλεοπτική εκπομπή: «Αν και εγώ δεν ανήκω στην Αριστερά, αριστερές ιδέες έχω όπως όλοι οι καλοί άνθρωποι, οπότε δεν θα μπορούσα να είμαι Ρασπούτιν, γιατί εκείνη την εποχή εγώ θα ήμουν με τους μπολσεβίκους και όχι με το τσαρικό περιβάλλον».

Για τους εύπιστους, αυτή είναι πιθανόν μια καλή δικαιολογία. Για όσους φέρουν ηθικό φορτίο και γνωρίζουν τουλάχιστον Ρωσική Ιστορία, σε σχέση με τον αινιγματικό Ρασπούτιν ήταν πιο κοντά στη φιγούρα του Σοβιετικού γενικού εισαγγελέα Αντρέι Βισίνσκι. Ενός αριβίστα πρώην μενσεβίκου που βαφτίστηκε επαναστάτης και προσκύνησε τον Στάλιν, στέλνοντας κατά δεκάδες χιλιάδες τους παλιούς μπολσεβίκους στο εκτελεστικό απόσπασμα με φανταστικές και κατασκευασμένες κατηγορίες στις δίκες της Μόσχας.

Πλάι στο αιμοβόρικο καλούπι του Βισίνσκι, που διατεινόταν με προκλητική έξαψη και βάναυση επιθετικότητα «δώστε μου τον άνθρωπο και θα βρω το έγκλημα», ο Παπαγγελόπουλος ήταν μια απλώς φαιδρή καρικατούρα, λένε ακόμη και οι επικριτές του. Περιγράφουν την περίπτωσή του ως μια βαλκανομπρουτάλ κόπια αμοραλιστικού μακιαβελισμού, κουκουλωμένη από καλλιεργημένο ρητορικό λόγο, διανθισμένο από τις ακριτομυθίες ενός αργόσχολου.

Δημόσιες σχέσεις και Εθνάρχες

Αλλοι επαγγελματίες του νομικού σιναφιού ισχυρίζονται ότι δεν έκανε σταδιοδρομία στηριζόμενος στη νομική αυθεντία του, αλλά στις δημοσιοσχετίστικες επαφές που καλλιέργησε με πολλές ψηφίδες του πολιτικού μωσαϊκού.

Το πιστοποίησε ο ίδιος με ύμνους που άγγιζαν το γκροτέσκο τον Δεκέμβριο του 2015 στη Βουλή. «Καλώς ή κακώς, τρεις είναι οι εθνάρχες στην Ελλάδα», είπε αγκαλιάζοντας δήθεν από τη μια άκρη ως την άλλη τη σύγχρονη Πολιτική Ιστορία του τόπου. Και συνέχισε: «Εθνάρχης του Κέντρου ο Ελευθέριος Βενιζέλος, της Δεξιάς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και τώρα ήρθε η ώρα της Αριστεράς να αποκτήσει τον εθνάρχη της -εάν δεν τον απέκτησε ήδη-, τον Αλέξη Τσίπρα. Το πόσο μεγάλος είναι το απέδειξε το τελευταίο διάστημα κόντρα σε όλο το σύστημα» - και έκλεισε την ομιλία του χωρίς να γίνει σεισμός και να σχιστεί το καταπέτασμα του ναού της Δημοκρατίας.

Οπως και να έχει η αγιογραφημένη πινακοθήκη των εθναρχών του, ο Παπαγγελόπουλος ήταν αρκετά πειστικός στο να προβάλλεται εκάστοτε ως ο αναγκαίος και ικανός κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

Τον Σεπτέμβριο του 2013 στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής, που έχει την αρμοδιότητα για τη στελέχωση του ΕΣΡ, κατατέθηκε η πρόταση των ΑΝ.ΕΛ. για την τοποθέτηση του ίδιου στην προεδρία του ΕΣΡ. Μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί συμφωνούσαν στο πρόσωπό του, όταν αντέδρασε έντονα ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης θυμίζοντας ότι ο βίος και πολιτεία του Παπαγγελόπουλου στη Δικαιοσύνη συμπεριλαμβάνει «λαμπρές» πρωτοβουλίες, όπως το θάψιμο του σκανδάλου των υποκλοπών, η συγκάλυψη του σκανδάλου με τις απαγωγές των Πακιστανών κ.ά.

Ξεσηκώθηκαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα να δηλώσουν «λευκό», να μην περάσει η πρόταση και να χαλάσει η συναινετικά κοινή αποδοχή του στη θέση του επικεφαλής του ΕΣΡ. Λίγοι, ωστόσο, θυμούνται ότι το 2011 επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου και υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου, ο Παπαγγελόπουλος είχε προταθεί να αναλάβει ειδικός γραμματέας στο υπουργείο Υγείας με αρμοδιότητες κατά της διαφθοράς. Τότε τον συνταξιούχο δικαστικό τον απέρριψε η τρόικα που απαιτούσε μικρότερο κράτος και όχι διογκώσεις του με νέα δημόσια πόστα.

Η αλήθεια είναι ότι μεταξύ του ίδιου και του ΠΑΣΟΚ προϋπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί. Ως προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών από το 2003, ο καραμανλικός Παπαγγελόπουλος έκανε πολιτικό ντόρο δίνοντας εντολή για προκαταρκτική έρευνα μετά την ανάγνωση επιστολών που υπέγραφαν, χωρίς ονοματεπώνυμο, έντιμοι Ελληνες στρατιωτικοί και αξιωματικοί και οι οποίες δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Ελεύθερος» του Γιάννη Μάστορα.

Στη Χαριλάου Τρικούπη το έψαξαν το θέμα και λέγεται ότι προειδοποίησαν τον εκδότη ότι δημοσιεύοντας τέτοιες πλαστές επιστολές κινδυνεύει να μείνει εκτός των κρατικών διαφημιστικών πακέτων. Εικάζεται ότι ο αείμνηστος Μάστορας, ανήσυχος για τον ενδεχόμενο οικονομικό αποκλεισμό του εντύπου του, παραδέχτηκε ότι ο ίδιος ο εισαγγελέας ήταν ο αποστολέας των «αποκαλυπτικών» επιστολών ώστε με αυτή τη φάμπρικα να προσφέρει μέσω των Προκαταρκτικών καλές υπηρεσίες στην αξιωματική αντιπολίτευση της Ν.Δ.

Παρόμοια μανιφατούρα, σύμφωνα με όσους τον κατηγορούν, οργανώθηκε και στα χρόνια της υπουργίας του στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ., με πρόθυμους πλέον και καθ’ υπαγόρευσιν τους συντάκτες, δικαιώνοντας το ρητό «παλιά μου τέχνη κόσκινο».

Το δεύτερο επεισόδιο με το ΠΑΣΟΚ συνέβη τον Ιούλιο του 2009 κατά την αιφνιδιαστική «αλλαγή φρουράς» στην ΕΥΠ με την αποπομπή του πρέσβη Ιωάννη Κοραντή και την επιλογή του εισαγγελέα στη νευραλγική και εμπιστευτική θέση του διοικητή της. Την εισήγηση για την ανάληψη του πόστου την είχε κάνει ο τότε υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος.

Ηταν η περίοδος της διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, με τον Παυλόπουλο να έχει ανοίξει για το θέμα χαρακώματα με τον υφιστάμενό του αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, αρμόδιο για θέματα δημόσιας τάξης, Χρήστο Μαρκογιαννάκη. Στην αντιπολίτευση ο Παπαγγελόπουλος δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη, καθώς επικρατούσε η άποψη ότι η τοποθέτηση ήταν προϊόν νεποτισμού καθώς δεν διέθετε το μίνιμουμ των διπλωματικών προσόντων για μια τόσο νευραλγική και υψηλής εθνικής σημασίας θέση.

Ξιφούλκησε εναντίον του και πάλι ο Απόστολος Κακλαμάνης συγκρίνοντάς τον με τον στρατηγό Γωγούση, διοικητή της ΚΥΠ τη δεκαετία του 1950. Από τη μεριά του ο Γιώργος Καρατζαφέρης υποστήριξε ότι ο Παπαγγελόπουλος «έχει συνδέσει το όνομά του με εξυπηρετήσεις», αναφερόμενος σε δικαστική έρευνα για τιμολόγια-μαϊμού της κατασκευάστριας του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» γερμανικής εταιρείας Ηochtief.

Τελικά ο τότε εισαγγελέας Εφετών έγινε διοικητής έως τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, οπότε και ηττήθηκε εκλογικά ο Κώστας Καραμανλής και ο ίδιος αποχώρησε από τον 15ο όροφο της οδού Κατεχάκη, εισερχόμενος πλέον στην πολιτική αφάνεια. Τα ουισκάκια του, πάντως, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, συνέχιζε να τα πίνει τακτικά τα βραδάκια στο Νέο Ψυχικό μαζί με τον φίλο του Προκόπη Παυλόπουλο, ακόμη κι όταν ο τελευταίος έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Την άκρη του, πάντως, για εμπλοκή στα δημόσια πράγματα τη βρήκε ο «άφωνος», χωρίς βήμα πια, πρώην δικαστικός. Από το 2009, συνταξιούχος πλέον, είχε μετακομίσει από το παλιό σπίτι του στην Ηλιούπολη στη νέα του κατοικία στον Διόνυσο.

Συμπτωματικά, αν όχι από συνωμοσία της Ιστορίας, το καινούριο σπίτι γειτνίαζε με εκείνο του Παύλου και της Αρίστης Τσίπρα, με δυο λόγια το πατρικό του Αλέξη. Η χωροταξία βέβαια δεν δημιουργεί αυτομάτως και όμορη πολιτικοϊδεολογική εγγύτητα. Αν υπάρχει όμως καλή θέληση, όλα γίνονται. Πρώτα συναρθρώνονται σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης και αλληλοσεβασμού και βαθμιαία, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι, ανοίγεται η κλίμακα της συνύπαρξης, της συνεργασίας, της ώσμωσης.

Από το 2012 κιόλας είχε γίνει απαραίτητος ως άτυπος καθημερινός σύμβουλος του Τσίπρα. Και μέρα με την ημέρα όλο και πιο πολύτιμος καθώς γνώριζε πρόσωπα και πράγματα τόσο στον δικαστικό χώρο όσο και στις εστίες διαφθοράς, καθώς και τα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ τους, τα οποία φέρεται να είχε εντοπίσει κατά την ολιγόμηνη θητεία του στην ΕΥΠ.

Κάπως έτσι τον Μάρτιο του 2015, σαν απαλλοτριωμένο σκεύος από «αλλόθρησκη» εκκλησία, τον εγκατέστησε ως προσωπική επιλογή του ο πρωθυπουργός πλέον Αλέξης Τσίπρας στη θέση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης. Μέσα σε δύο μήνες διορίστηκε βαρύγδουπα υφυπουργός και στη συνέχεια έγινε υπουργός Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της Βασιλικής Θάνου.

Μετά τις εκλογές τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Παπαγγελόπουλος, σταθερός επιβάτης του ασανσέρ προς τα πάνω, διορίστηκε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, αρμόδιος για θέματα διαφθοράς. Επί της ουσίας, αναλάμβανε το πόστο της καταπολέμησης της διαφθοράς που κατείχε ο Παναγιώτης Νικολούδης, τον οποίο κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης πίεζαν, στο πλαίσιο πότε της μεροληψίας και πότε του νταραβεριού, για γρήγορα και επικοινωνιακά εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Ο Νικολούδης, που γνώριζε πολύ καλά τις διαδρομές του μαύρου χρήματος στη χώρα και τη μεγάλη φοροδιαφυγή, είτε επειδή ενόχλησε αυτούς που δεν έπρεπε, είτε δεν ενόχλησε κανέναν από όσους έπρεπε, απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου.

Φαίνεται ότι στα οράματα για τη λαϊκή εξουσία στη χώρα ταίριαζε ένας πρόθυμος εξωκοινοβουλευτικός που δεν συμμεριζόταν μεν την ίδια ιδεολογία, αλλά μπορούσε να απλώσει δίχτυα επιρροής στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Εχοντας στόχο, όπως αναφέρουν στις μηνύσεις εναντίον του τα συκοφαντημένα πολιτικά πρόσωπα, να «καθαρίσει» τους πολιτικούς αντιπάλους του Αλέξη Τσίπρα με πρόσχημα το κυνήγι κατά της διαφθοράς. Και ενώ εκτιμάται ότι ενίοτε κοντραριζόταν με το ζεύγος Πάνου Καμμένου και Ελενας Τζούλη για τίνος το εκτόπισμα είχε μεγαλύτερη απήχηση στη Δικαιοσύνη, ο Παπαγγελόπουλος απολάμβανε την αμέριστη συμπαράσταση του απαράτ του ΣΥΡΙΖΑ.

«Δεν πρόκειται απλώς για έναν νευρωσικό που ως νεοπροσήλυτος έγινε φανατικός. Ταυτόχρονα με τις υπηρεσίες του στην κυβέρνηση φρόντιζε την πάρτη του με δική του ατζέντα», επιμένει έμπειρος γνώστης του δικαστικού σώματος, και συνεχίζει: «Ναι, θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνος. Πότε με τροχονόμο τον Αρειο Πάγο και πότε στήνοντας ιδιοτελώς τις συνθέσεις των δικαστικών συμβουλίων μέσα από τις κληρώσεις τους, θα εξελισσόταν σε ανεξέλεγκτο αν είχαν καταλυθεί, Θεός φυλάξοι, οι θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Το ερώτημα, ωστόσο, αιωρούνταν εκείνα τα φεγγάρια αναπάντητο. Πώς αυτός ο πατενταρισμένος κεντροδεξιός, μαρκέ οπαδός του Κώστα Καραμανλή και επιφανής δικαστικός με νευραλγικές θέσεις στη σταδιοδρομία του πήρε αυτή την τροχιά στο διάβα της ζωής του; Του προέκυψε ξαφνικά, παρασύρθηκε από τον ζήλο του νεοφώτιστου ή του αποκαλύφθηκε κατά τη με κάθε τρόπο νομή της εξουσίας; Προφανώς, ως εισαγγελέας που δίωξε το έγκλημα δεν γεννήθηκε με την οίηση κάποιας αιώνιας ατιμωρησίας.

Γεννήθηκε πριν από 67 χρόνια στην ενορία του Αγίου Γεωργίου στον Νέο Κόσμο, παραπλεύρως της συνοικίας Δουργούτι με τις προσφυγικές μνήμες. Μοναχοπαίδι και μοσχαναθρεμμένος στην οικογένεια του αστυνομικού πατέρα του, διακρίθηκε ως καλός μαθητής, αλλά και κάπως ατίθασο ομορφόπαιδο σε μια αθηναϊκή γειτονιά που δεν είχε γνωρίσει ακόμη την παράπλευρη αίγλη της μετέπειτα κοσμοπολίτικης λεωφόρου Συγγρού.

Παρά τις κοπάνες του από το Γυμνάσιο, με τις επιδόσεις του, αλλά κυρίως με την ευστροφία του μπήκε μετά από εισαγωγικές εξετάσεις στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στη Νύμφη του Θερμαϊκού δεν τον θυμούνται να δραστηριοποιείται στον φοιτητικό συνδικαλισμό της Μεταπολίτευσης. Αιτία, λένε όσοι τον γνωρίζουν, ο έρωτας. Ανεβοκατέβαινε στη Θεσσαλονίκη γιατί είχε ήδη συνδεθεί από τα πρώιμα νεανικά του χρόνια με την πολιτικό μηχανικό Ελένη, βέρα Παριανή, γεννημένη στην Παροικιά, εκεί όπου κάνουν επί χρόνια καλοκαιρίες διακοπές.

Παντρεύτηκαν σύντομα και την οικογενειακή του ευτυχία συμπλήρωσε ο ερχομός των δυο τους παιδιών: του Παρασκευά (Πάρι), δικηγόρου, πτυχιούχου της Νομικής Αθήνας που δουλεύει στα ΕΛ.ΠΕ., και της Αθανασίας-Γαλάτειας (Νάσιας), πτυχιούχου του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, η οποία εργάζεται στη Βουλή.

Ο ίδιος, αφού υπηρέτησε τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό, μπήκε το 1983 στο δικαστικό σώμα, ενόσω η σύζυγός του ξεκινούσε να εργάζεται στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας. Δημοσιοϋπαλληλίκι αλλά με προοπτικές προκοπής. Η καριέρα του Παπαγγελόπουλου πήρε την ανηφόρα 20 χρόνια αργότερα, όταν εξελέγη από τους συναδέλφους του -καθώς ίσχυε ακόμη ο θεσμός της αυτοδιοίκησης- προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών.

Τον στήριξαν τότε στις κάλπες τα μετέπειτα αποκαλούμενα «Παπαγγελοπουλάκια» της τάξης του 1998. Σε ανταπόδοση της στήριξής τους την επομένη της εκλογής του «καθάρισε» σαρωτικά όλους τους παλιούς εισαγγελείς που κατείχαν νευραλγικά πόστα, αντικαθιστώντας τους με νεαρούς αντεισαγγελείς. Ενδεικτικά, σε εκείνη γενιά ανήκουν οι Ελένη Τουλουπάκη, Ηλίας Ζαγοραίος, Ειρήνη Τζίβα, Αλεξάνδρα Πίσχοινα και Ελένη Ράικου.

Ολες οι υποθέσεις στο αρχείο

Ηταν η τελευταία περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τον Κώστα Σημίτη, που με τον τρόπο του επιχειρούσε μεθοδικά να «ροκανίσει». Τότε καλλιέργησε την εικόνα του ενεργητικού εισαγγελέα. Συγκαλούσε συσκέψεις τις παραμονές των μεγάλων ντέρμπι με αθλητικούς παράγοντες και αξιωματούχους της ΕΛ.ΑΣ., καθώς και για τα προβλήματα με τις χωματερές.

Κατάφερνε έτσι να δημιουργεί την εντύπωση του δικαστικού που νοιάζεται και επεμβαίνει άμεσα, αλλά στην πραγματικότητα κάλυπτε το κενό της απραξίας του. Με τις προκαταρκτικές εξετάσεις του στην ουσία διέτασσε λευκές έρευνες για το άγονο τίποτα. Μετά την περαίωσή τους είτε έμπαιναν στο αρχείο, είτε οι διώξεις που τυχόν ασκούνταν κατέπιπταν στην πορεία.

Ερεύνησε την περίφημη υπόθεση Mayo μετά από μήνυση του Κώστα Λαλιώτη κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σχετικά με παράνομες χρηματοδοτήσεις του κόμματος της Ν.Δ. Η δικογραφία αρχειοθετήθηκε ελλείψει στοιχείων. Την ίδια τύχη είχαν και οι καταγγελίες για το σπίτι που έχτισε στο Πόρτο Γερμενό ο μετέπειτα εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιώργος Σανιδάς.

Για το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών επί 11 μήνες διενεργούσε προσωπικά, για λόγους εθνικής ασφάλειας, προκαταρκτική εξέταση για το σοβαρό αυτό ζήτημα, αποφεύγοντας τη συσχέτισή του με την αυτοκτονία του στελέχους της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας Κώστα Τσαλικίδη.

Στον σωρό παράχωσε και την απαγωγή των Πακιστανών. Το διάστημα της εισαγγελικής του θητείας, ακροβατώντας μεταξύ της ευελιξίας μιας Κομανέτσι και της αδράνειας του καταχωνιάσματος στη ναφθαλίνη, φαίνεται ότι καθόρισε και την εξέλιξή του. Ιδιαίτερη ευαισθησία μετά την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση έδειξε για την υπόθεση της νομιμότητας των συμβάσεων των εξοπλιστικών επί ΠΑΣΟΚ.

Αξιοποιώντας τον ιμάντα των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων που προέρχονταν συνήθως από αντίπαλα συμφέροντα διέτασσε σε αυτοκρατορικό στυλ «φέρτε μου τον Κόκκαλη» με το ίδιο ύφος που αναζητούσε τον Κώστα Κεντέρη, την Κατερίνα Θάνου και τον Χρήστο Τζέκο μετά το «τροχαίο ατύχημα» τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Λίγο προτού λήξει η διετής θητεία του, το 2005, η τότε κυβέρνηση έσπευσε με φωτογραφική διάταξη να παρατείνει διά νόμου, για έναν χρόνο, τη θητεία όλων των προϊσταμένων στις μεγάλες εισαγγελίες της χώρας!

Η εξοργισμένη από αυτό τον αδέξιο χειρισμό αντιπολίτευση διεμήνυε σε όλους τους τόνους ότι στόχος ήταν να μη φύγουν οι επιβαρυντικές για την κυβέρνηση Καραμανλή σοβαρές πολιτικές υποθέσεις από τα χέρια του συγκεκριμένου εισαγγελέα. Μετά τη λήξη της παράτασης της θητείας του τοποθετήθηκε αμέσως στη νεοπαγή θέση του εισαγγελέα, αρμόδιου για το οργανωμένο έγκλημα. Οταν πλησίαζε να λήξει και εκεί η σταδιοδρομία του, επελέγη ως αντικαταστάτης του Δημήτρη Ασπρογέρακα, στη θέση του εποπτεύοντος την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Κατόπιν ήρθε η ΕΥΠ και κάπου εκεί τέλειωσε το πανηγύρι των αξιωμάτων.

Ο «Τζένγκις Χαν της ίντριγκας»

Καλοφαγάς, πελάτης στις εκλεκτές ταβέρνες των βορείων προαστίων, δεξιώνεται τους φίλους στον «Κουρσάρο», την ψαροταβέρνα της Δροσιάς, αλλά και σε πιο γαστριμαργικά στέκια, όπως το «Giacomo» στην Κηφισιά ή το «Oozora» στο Κεφαλάρι.

Ανετος στις παρέες, ευχάριστος συνομιλητής με άφθονες λεπτομέρειες στις ιστορίες που αφηγείται, δημιουργεί ατμόσφαιρα οικειότητας με τους συνομιλητές του. Ακριβώς εκεί «μάσησαν» διάφοροι ενθουσιώδεις συνδιαλεγόμενοί του και πήραν τις αποκαλύψεις του τοις μετρητοίς, ενόσω ο ίδιος κρατούσε ερμητικά τις μύχιες, αν όχι σκοτεινές, σκέψεις και επιδιώξεις του.

Οι «ψημένοι» δεν χρειάζονταν νουθεσίες και σοκαριστικές εκπλήξεις. Και βέβαια, αρειμάνιος θεριακλής που σχεδόν ανάβει το ένα τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου, καταφέρνει μέσα στη θολούρα του καπνού να εντείνει τη σύγχυση αν πράγματι είναι ένας υποδειγματικός μαχητής κατά της διαφθοράς ή ένας συμφεροντολόγος ιντριγκαδόρος.

Παρ’ όλα αυτά, επί χρόνια γυμναζόταν κολυμπώντας ακόμη και μες στον χειμώνα, ενώ καθημερινά έκανε τζόκινγκ συντροφιά με τον σκύλο του Φοίβο στον Υμηττό όταν έμενε στην Ηλιούπολη, κάτι που συνέχισε στις παρυφές της Πεντέλης από τότε που μετακόμισε στον Διόνυσο.

Αυτή τη ρουτίνα τού επιφύλασσε η ζωή μέχρι που συνάντησε τον Τσίπρα. Θεωρείται ότι ο κονεξαρισμένος πρώην δικαστικός δεν περίμενε το αίτημα του τελευταίου να γίνει το ανδρείο πρότυπο του λυτρωτή της χώρας από τη διαφθορά. Αλλα σχέδια είχε. Του πυροδότησε, όμως, όχι και τόσο καταπιεσμένες ρεβανσιστικές επιθυμίες και πεισματικές νταραβερίστικες ορέξεις.

Η αξιοθρήνητη συνέχεια τις σφράγισε θρασύδειλα μέσα σε ένα πανικόβλητο μπάχαλο με εκβιαστικά στημένα δημοσιεύματα και παχυλά κοντράτα ανταμοιβής για παροχή προστασίας αλά Σάμπι Μιωνή.

Απομένουν μόνο κάτι μπαγιάτικα, φθαρμένα από την επανάληψη, μουρμουρητά του Παπαγγελόπουλου, σε στυλ «σκευωρία η δίωξή μου, πολιτική στοχοποίηση σε βάρος μου εδώ και καιρό με σκοπό να λεκιαστεί Αλέξης Τσίπρας».

Το κόμμα, βέβαια, του πρώην πρωθυπουργού την κοπάνησε, για ευνόητους λόγους, από την ψηφοφορία για τη διεύρυνση του κατηγορητηρίου του, αφήνοντάς τον να διατυπώνει οργισμένος δίχως ειρμό σε εκπομπές της μικρής οθόνης ότι «μολονότι το όνομα Ρασπούτιν είναι πιο εύηχο, εγώ θα επιδιώξω να γίνω Τζένγκις Χαν, η οργή του Θεού, για τους ψεύτες, τους συκοφάντες, τους επίορκους, τους διεφθαρμένους».

Ασήμαντη λεπτομέρεια ότι ο στρατηλάτης Τζένγκις Χαν ήταν ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης όλων των μογγολικών φυλών, τον Ούννο Αττίλα αποκαλούσαν 800 χρόνια νωρίτερα «μάστιγα του Θεού». Τι σημασία έχει; Και οι δύο ήταν Μογγόλοι. Αμφότεροι εγκατέλειψαν εν μέσω ψευδαισθήσεων τη δόξα να χορεύουν πάνω στα μνήματα των εχθρών τους, ο ένας πέφτοντας από το άλογο κι ο άλλος μεθυσμένος. Τα δε ίχνη των ασκεριών τους σβήστηκαν στην Ιστορία.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ