2020-06-04 01:44:19
Σε μια οδυνηρή κατάθεση ψυχής, η 20χρονη Μ. περιγράφει την τραγική εμπειρία της, την παγίδα που της έστησαν οι «φίλοι» της στη Σαλαμίνα, την κακοποίηση, τον φόβο, την ντροπή και την απόγνωση που έγιναν οργή και απαίτηση για δικαιοσύνη
Μου ψιθύρισε το όνομά της και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, σαν να ήθελε να ξεκουραστεί πριν ακόμη αρχίσουμε να μιλάμε, και ύστερα τέντωσε την πλάτη της στην καρέκλα. Την κοίταξα στα μάτια, κάτι ραγισμένο, κάτι σπασμένο διέκρινα μέσα τους… Αμέσως μετά γλίστρησε το βλέμμα της πάνω στα αραδιασμένα χαρτιά, με την απελπισία να γίνεται δύναμη και ο ψίθυρος κραυγή: «Αυτοί είναι οι βιαστές μου... Η απόφαση που βγήκε πριν από λίγες ημέρες διατάσσει την εξακολούθηση της προσωρινής κράτησής τους και τους παραπέμπει να δικαστούν στο Μικτό Ορκωτό με τις κατηγορίες του βιασμού κατά συναυτουργία και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Οι άλλοι δύο πάνε για άμεση συνέργεια σε βιασμό
. «Στην αρχή πίστευα πως είμαι πολύ αδύναμη για όλο αυτό. Κι όμως, κανείς δεν γνωρίζει τη δύναμή του μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να τη χρησιμοποιήσει. Οι “άνθρωποι” αυτοί πρέπει να πληρώσουν και θα πληρώσουν». Κατέβασε για λίγο τα βλέφαρά της, πήρε τρέμοντας μια ανάσα, ήπιε μια γουλιά νερό και μου έκανε νόημα να ξεκινήσω να γράφω Βράδυ 10ης Απριλίου 2019. Η Μ., ένα κορίτσι 19 ετών που ζει και σπουδάζει στην Αθήνα, λαμβάνει ένα μήνυμα στο κινητό της: «Εχει γίνει κάτι σοβαρό. Σε παρακαλώ, έλα αύριο στη Σαλαμίνα να μιλήσουμε…». Η μικρή ανησυχεί. Ο αποστολέας του μηνύματος δεν είναι ένας απλός γνωστός, αλλά ο πρώτος και μεγάλος έρωτας της ζωής της. Εξιδανικευμένος όπως όλοι οι έρωτες των εφηβικών μας χρόνων: «Με τον Ν. υπήρχε ένας έντονος συναισθηματικός δεσμός. Μπορεί να είχαμε χωρίσει, αλλά δεν είχα καταφέρει να τον βγάλω από το μυαλό και την καρδιά μου», λέει και συνεχίζει: «Αμέσως μετά το μήνυμα του τηλεφώνησα τρομαγμένη και τον ρώτησα τι του συμβαίνει. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να μου πει από το τηλέφωνο, πως έπρεπε να μου τα εξηγήσει όλα από κοντά. Πράγματι, το απόγευμα της επόμενης ημέρας μπήκα στο πλοίο για Σαλαμίνα, ανίδεη για το μαρτύριο που επρόκειτο να ακολουθήσει».
Η Μ. σταματάει να μιλάει. Δεν είναι εύκολο να περιγράφεις τον βιασμό σου, οι στιγμές του πριν και του μετά φαντάζουν το ίδιο οδυνηρές με το γεγονός. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας θα κάνει αμέτρητες παύσεις, θα αναστενάξει, θα δακρύσει, θα προσπαθήσει να πάψει το τρέμουλο στα χέρια και τους λυγμούς στη φωνή της, θα «σταυρωθεί», θα «αναστηθεί» και θα συνεχίσει: «Οταν έφτασα στο λιμάνι ο Ν. με περίμενε μαζί με έναν φίλο του, τον Π., τον οποίο έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ρώτησα τον Ν. τι συμβαίνει κι εκείνος μου είπε πως θα τα πούμε στο σπίτι. Στην πορεία κατάλαβα ότι δεν πηγαίναμε στο σπίτι του αλλά προς άλλη κατεύθυνση. Δεν ανησύχησα πολύ, είχα εμπιστοσύνη. Ξέρετε, ο έρωτας θολώνει κάθε λογική. Φτάσαμε σε ένα σπίτι στο κέντρο του πουθενά και όταν μπήκαμε μέσα αντίκρισα έκπληκτη περισσότερους άντρες, ανάμεσα στους οποίους και ο Ζ., φυσιογνωμίες οικείες καθώς στη Σαλαμίνα περνούσα τα καλοκαίρια των εφηβικών μου χρόνων και λίγο-πολύ τους γνώριζα όλους. Καθίσαμε αρχικά σε έναν εξωτερικό χώρο κλεισμένο με τζαμαρία, μέχρι που κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν όλοι αφήνοντάς με μόνη με τον Ζ. Τότε αυτός άρχισε να με πειράζει, του έλεγα να σταματήσει, όμως εκείνος συνέχιζε, μέχρι που έφυγε. Ωστόσο, μετά από λίγο επέστρεψε αθόρυβα και όπως στεκόμουν με την πλάτη στην πόρτα χαζεύοντας το κινητό μου, μου άρπαξε από πίσω τα χέρια και μου πέρασε χειροπέδες. Με πέταξε στον καναπέ, φώναζα, έκλαιγα, παρακαλούσα, αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς παρότι βρίσκονταν όλοι στο σπίτι. Μου σήκωσε την μπλούζα και το σουτιέν, έσφιγγε τα χέρια του στον λαιμό μου προσπαθώντας να με πνίξει, με χτυπούσε με χαστούκια, με εξανάγκασε σε στοματικό έρωτα, μου έσκισε τη φόρμα, με βίασε και εξαφανίστηκε. Υστερα εμφανίστηκε ο Ν. και αφού μου έβγαλε τις χειροπέδες, μου είπε να ηρεμήσω και να πάω να κάνω ένα μπάνιο συνοδεύοντας τα λόγια του με τη φράση: “Συγγνώμη, δεν ήξερα ότι σε βίασε, αλλά δεν είμαι και πατέρας του να του πω τι θα κάνει και τι όχι...”. Είχα τρελαθεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στους δικούς μου ή σε κάποια φίλη μου, αλλά φοβόμουν πολύ και ντρεπόμουν περισσότερο. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω μόνη μου από εκεί. Δεν οδηγούσα και δεν γνώριζα ακριβώς το σημείο που βρισκόμουν. Ημουν σε απόγνωση».
«Στις γυναίκες-θύματα βιασμού έχω να πω το εξής: Μιλήστε! Το ξέρω ότι είναι δύσκολο και ο πόνος μεγάλος και πως κάθε φορά που αναφέρεστε σε αυτό είναι σαν να το βιώνετε από την αρχή, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο έτσι θα λυτρωθείτε κάποια μέρα...», λέει η Μ.
Ο δεύτερος βιασμός και ο μήνας της σιωπής
Εκείνες τις στιγμές της απόλυτης απόγνωσης η Μ. πιστεύει πως το μαρτύριό της έχει τελειώσει. Οτι σε λίγο θα είναι και πάλι ελεύθερη από τα κτήνη που με αρχηγό τον πρώτο της έρωτα οργάνωσαν και εκτέλεσαν τον βιασμό της. Δυστυχώς θα πέσει έξω: «Οταν μπήκα στο μπάνιο για να κάνω ένα ντους, ο Π. έσπρωξε δυνατά την πόρτα και μπήκε μέσα. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει προσπάθησα να κρατήσω την πόρτα, να τον απωθήσω με κάποιον τρόπο, ούρλιαζα, έκλαιγα, καλούσα για βοήθεια, δεν εμφανίστηκε και πάλι κανείς. Υστερα με κόλλησε στον τοίχο και με βίασε. Ημουν πλέον ένα κουρέλι, ένας άνθρωπος χωρίς καμία δύναμη. Εκανα όπως-όπως ένα μπάνιο, ντύθηκα, κι όταν βγήκα έξω και τους είπα ότι θα το πληρώσουν, έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν, ενώ ο Ν. μου πέταξε ένα “μα τι είναι αυτά που λες, αγάπη μου; Εγώ είμαι εδώ για σένα”. Προσπαθούσαν να με βγάλουν τρελή, έμοιαζα με τρελή, είχα χάσει πλέον το μυαλό μου. Σε λίγο ξημέρωνε... Κάποιος φίλος τους, που ανέλαβε να με πάει στο λιμάνι για να πάρω το πλοίο για Πειραιά, μου είπε στη διαδρομή: “Ξέρω τι έχει συμβεί... Ολο αυτό στο έστησαν και μου είχαν πει να συμμετάσχω κι εγώ. Αρνήθηκα λέγοντάς τους ότι είσαι φίλη μου και πως δεν είμαι βιαστής”. Οταν κατέβηκα στον Πειραιά ήμουν πλέον μια άλλη».
Η Μ. δεν μιλάει σε κανέναν. Για έναν ολόκληρο μήνα παλεύει μόνη με τους εφιάλτες και την κατάθλιψη. Οι γονείς της καταλαβαίνουν πως κάτι της συμβαίνει, εκείνη όμως αρνείται να αποκαλύψει το παραμικρό. Η ντροπή, οι τύψεις και οι ενοχές υψώνονται μπροστά της σαν τείχος: «Μετά από έναν μήνα η κολλητή μου με έπεισε να μιλήσω. Πήγαμε μαζί σε κάποιο Αστυνομικό Τμήμα της Αθήνας, πέσαμε σε έναν πολύ καλό αστυνομικό που επέμενε να υπογράψω τα όσα του αποκάλυψα και να μην πάρω πίσω τα λόγια μου και ύστερα απευθύνθηκα στο Αστυνομικό Τμήμα Σαλαμίνας. Κάθε βδομάδα με φώναζαν για κατάθεση και έτσι αποφάσισα να μιλήσω και στη μητέρα μου, η οποία απευθύνθηκε αμέσως στον δικηγόρο Ιωάννη Σαμέλη. Ηξερα πως έμπαινα σε ένα δύσκολο μονοπάτι, αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν μόνη. Είχα δίπλα μου την οικογένειά μου, τις φίλες μου και τους ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν και μ’ αγαπούν αληθινά», λέει και συνεχίζει: «Ολο αυτό το διάστημα ο Ν. μου είχε στείλει μόνο ένα μήνυμα ρωτώντας με αν... είχα πάρει μαζί μου το κλειδί από τις χειροπέδες... Αυτή ήταν η μοναδική ανησυχία του. Οχι, δεν πίστευε ποτέ ότι θα μιλούσα. Πότε άρχισα να αναπνέω ξανά; Οταν μετά από μήνυση ο εισαγγελέας διέταξε την προφυλάκιση του Π. και του Ζ., αποδίδοντας ταυτόχρονα κατηγορίες και στους υπόλοιπους εμπλεκόμενους». Η Μ. μπορούσε να ανασάνει ξανά, ο τρόμος ωστόσο έκανε πάλι την εμφάνισή του, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός... έμμεσου βιασμού.
«Με μεγάλη ικανοποίηση παραλάβαμε το παραπεμπτικό βούλευμα για την υπόθεση του βιασμού στη Σαλαμίνα […] Η Μ., με εμφανή ανακούφιση, νιώθει δικαιωμένη για την επιλογή της να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, υπερβαίνοντας τον προσωπικό της πόνο και ευελπιστώντας να προσθέσει τη φωνή της για να σωθούν άλλα θύματα», τονίζει ο δικηγόρος Ιωάννης Σαμέλης
Η άλλη γυναίκα-θύμα
Μετά την αποκάλυψη του βιασμού και την προφυλάκιση των δύο ανδρών, οι απειλές από συγγενικά πρόσωπα των κατηγορουμένων απέναντι στη Μ. διαδέχονται η μία την άλλη, με αποκορύφωμα κάποιον «κύριο» ο οποίος της προσφέρει έως και χρήματα προκειμένου να πάρει πίσω την κατάθεσή της.
Η Μ. δεν κάνει πίσω. Δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει και κυρίως τίποτα να φοβηθεί. Εχοντας στο πλάι τον δικηγόρο της ανακαλύπτει το παραβατικό παρελθόν των κατηγορουμένων, ενώ η πρώην σύντροφος του Π. και μητέρα του παιδιού του στέκει στο πλάι της αποκαλύπτοντας σε κατάθεσή της τραγικές στιγμές: «Γνωρίστηκα μαζί του τον Ιανουάριο του 2017 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έμεινα έγκυος. Οταν γέννησα μου μιλούσε άσχημα χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Δεκατέσσερις ημέρες μετά τη γέννα άρχισε να βρίζει την οικογένειά μου και όταν αντέδρασα άρχισε να με χτυπάει, να με κλωτσάει, με έσυρε στην κρεβατοκάμαρα, μετά πήρε το παιδί και μου έλεγε ότι επειδή το γέννησα με καισαρική δεν είναι παιδί μου. Από τη μέρα που γέννησα και μετά με χτυπούσε τακτικά, συνήθως με κλωτσούσε. Απειλούσε τους γονείς μου ότι θα μας κάψει το σπίτι και επειδή φοβόμουν δεν πήγαινα στην Αστυνομία. Δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι. Τελικά του είπα να χωρίσουμε... Δύο ημέρες μετά μπήκε στο σπίτι, κλείδωσε τις πόρτες και τα παράθυρα, με έριξε στον καναπέ, μου έσκισε το εσώρουχο και προσπάθησε να έρθει σε συνουσία μαζί μου χωρίς τη θέλησή μου... Με απείλησε με ένα ψαλίδι ότι θα μου κόψει τα μαλλιά, με απειλούσε με μαχαίρια ότι θα με σκοτώσει, ήρθε η Αστυνομία... Δεν ξέρω αν έχει πράξει κάτι ανάλογο σε άλλη γυναίκα. Σε μένα πάντως άσκησε βία». Αξίζει να αναφερθεί ότι μετά τις παραπάνω αποκαλύψεις και αυτή η γυναίκα έπεσε θύμα απειλών από κάποιο πρόσωπο, το οποίο έστειλε στη γιαγιά της το ακόλουθο μήνυμα: «Μάζεψε την εγγονή σου γιατί εσύ, τα παιδιά σου και αυτή θα πάθετε μεγάλο κακό...».
Σήμερα, το μόνο που επιζητά πλέον η Μ. είναι η τιμωρία όλων των εμπλεκομένων, ελπίζoντας, όπως λέει, να γίνει κάποτε όπως πριν: «Από την ημέρα που με βίασαν έχω κρίσεις πανικού, τεράστιες ψυχολογικές μεταπτώσεις και ένα αίσθημα ματαιότητας που συνθέτει συχνά στο μυαλό μου μαύρες σκέψεις. Ωστόσο θέλω να πιστεύω πως όλα θα περάσουν και όλα θα πάνε καλά. Στις γυναίκες-θύματα βιασμού έχω να πω το εξής: Μιλήστε! Το ξέρω ότι είναι δύσκολο και ο πόνος μεγάλος και πως κάθε φορά που αναφέρεστε σε αυτό είναι σαν να το βιώνετε από την αρχή, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο έτσι θα λυτρωθείτε κάποια μέρα…».
Μαζεύει βιαστικά τα χαρτιά που βρίσκονται αραδιασμένα μπροστά της, μου λέει πως όλα τα έχει φυλαγμένα σε ένα ημερολόγιο για να μην ξεχάσει τίποτα και ύστερα στρέφει το βλέμμα της στον δικηγόρο της. Στον άνθρωπο που μας άφησε να μιλήσουμε μόνες «για να αισθανθεί η Μ. πιο άνετα». Εκείνος, ακουμπά το χέρι του στον ώμο της και αφήνει στα δικά μου ένα χαρτί λέγοντάς μου: «Αλλο ένα έγκλημα έμφυλης βίας οδηγείται σήμερα στην κρίση της Δικαιοσύνης. Με μεγάλη ικανοποίηση και αίσθημα ανακούφισης παραλάβαμε το παραπεμπτικό βούλευμα για την υπόθεση της παθούσας του βιασμού στη Σαλαμίνα. Οι φυσικοί αυτουργοί παραπέμπονται για βιασμό κατά συναυτουργία και για επικίνδυνη σωματική βλάβη, ενώ παρατείνεται η προσωρινή τους κράτηση για άλλους 6 μήνες. Οι συνεργοί επίσης παραπέμπονται σε δίκη, με επαπειλούμενη ποινή αντίστοιχη με αυτή των φυσικών αυτουργών, για το αδίκημα του βιασμού. Η Μ., με εμφανή ανακούφιση, νιώθει δικαιωμένη για την επιλογή της να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, υπερβαίνοντας τον προσωπικό της πόνο και ευελπιστώντας να προσθέσει τη φωνή της για να σωθούν άλλα θύματα από αντίστοιχες συμπεριφορές. Δυστυχώς, στη χώρα μας τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας συνεχώς πολλαπλασιάζονται, πράγμα που οδήγησε στην αναγκαιότητα αυστηροποίησης του νομικού πλαισίου. Διατηρούμε ακέραια την εμπιστοσύνη μας στην Ελληνική Δικαιοσύνη, ενώπιον της οποίας όλοι οι εγκληματίες, κάποτε, λογοδοτούν».
anatakti
Μου ψιθύρισε το όνομά της και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, σαν να ήθελε να ξεκουραστεί πριν ακόμη αρχίσουμε να μιλάμε, και ύστερα τέντωσε την πλάτη της στην καρέκλα. Την κοίταξα στα μάτια, κάτι ραγισμένο, κάτι σπασμένο διέκρινα μέσα τους… Αμέσως μετά γλίστρησε το βλέμμα της πάνω στα αραδιασμένα χαρτιά, με την απελπισία να γίνεται δύναμη και ο ψίθυρος κραυγή: «Αυτοί είναι οι βιαστές μου... Η απόφαση που βγήκε πριν από λίγες ημέρες διατάσσει την εξακολούθηση της προσωρινής κράτησής τους και τους παραπέμπει να δικαστούν στο Μικτό Ορκωτό με τις κατηγορίες του βιασμού κατά συναυτουργία και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Οι άλλοι δύο πάνε για άμεση συνέργεια σε βιασμό
Η Μ. σταματάει να μιλάει. Δεν είναι εύκολο να περιγράφεις τον βιασμό σου, οι στιγμές του πριν και του μετά φαντάζουν το ίδιο οδυνηρές με το γεγονός. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας θα κάνει αμέτρητες παύσεις, θα αναστενάξει, θα δακρύσει, θα προσπαθήσει να πάψει το τρέμουλο στα χέρια και τους λυγμούς στη φωνή της, θα «σταυρωθεί», θα «αναστηθεί» και θα συνεχίσει: «Οταν έφτασα στο λιμάνι ο Ν. με περίμενε μαζί με έναν φίλο του, τον Π., τον οποίο έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ρώτησα τον Ν. τι συμβαίνει κι εκείνος μου είπε πως θα τα πούμε στο σπίτι. Στην πορεία κατάλαβα ότι δεν πηγαίναμε στο σπίτι του αλλά προς άλλη κατεύθυνση. Δεν ανησύχησα πολύ, είχα εμπιστοσύνη. Ξέρετε, ο έρωτας θολώνει κάθε λογική. Φτάσαμε σε ένα σπίτι στο κέντρο του πουθενά και όταν μπήκαμε μέσα αντίκρισα έκπληκτη περισσότερους άντρες, ανάμεσα στους οποίους και ο Ζ., φυσιογνωμίες οικείες καθώς στη Σαλαμίνα περνούσα τα καλοκαίρια των εφηβικών μου χρόνων και λίγο-πολύ τους γνώριζα όλους. Καθίσαμε αρχικά σε έναν εξωτερικό χώρο κλεισμένο με τζαμαρία, μέχρι που κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν όλοι αφήνοντάς με μόνη με τον Ζ. Τότε αυτός άρχισε να με πειράζει, του έλεγα να σταματήσει, όμως εκείνος συνέχιζε, μέχρι που έφυγε. Ωστόσο, μετά από λίγο επέστρεψε αθόρυβα και όπως στεκόμουν με την πλάτη στην πόρτα χαζεύοντας το κινητό μου, μου άρπαξε από πίσω τα χέρια και μου πέρασε χειροπέδες. Με πέταξε στον καναπέ, φώναζα, έκλαιγα, παρακαλούσα, αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς παρότι βρίσκονταν όλοι στο σπίτι. Μου σήκωσε την μπλούζα και το σουτιέν, έσφιγγε τα χέρια του στον λαιμό μου προσπαθώντας να με πνίξει, με χτυπούσε με χαστούκια, με εξανάγκασε σε στοματικό έρωτα, μου έσκισε τη φόρμα, με βίασε και εξαφανίστηκε. Υστερα εμφανίστηκε ο Ν. και αφού μου έβγαλε τις χειροπέδες, μου είπε να ηρεμήσω και να πάω να κάνω ένα μπάνιο συνοδεύοντας τα λόγια του με τη φράση: “Συγγνώμη, δεν ήξερα ότι σε βίασε, αλλά δεν είμαι και πατέρας του να του πω τι θα κάνει και τι όχι...”. Είχα τρελαθεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στους δικούς μου ή σε κάποια φίλη μου, αλλά φοβόμουν πολύ και ντρεπόμουν περισσότερο. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω μόνη μου από εκεί. Δεν οδηγούσα και δεν γνώριζα ακριβώς το σημείο που βρισκόμουν. Ημουν σε απόγνωση».
«Στις γυναίκες-θύματα βιασμού έχω να πω το εξής: Μιλήστε! Το ξέρω ότι είναι δύσκολο και ο πόνος μεγάλος και πως κάθε φορά που αναφέρεστε σε αυτό είναι σαν να το βιώνετε από την αρχή, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο έτσι θα λυτρωθείτε κάποια μέρα...», λέει η Μ.
Ο δεύτερος βιασμός και ο μήνας της σιωπής
Εκείνες τις στιγμές της απόλυτης απόγνωσης η Μ. πιστεύει πως το μαρτύριό της έχει τελειώσει. Οτι σε λίγο θα είναι και πάλι ελεύθερη από τα κτήνη που με αρχηγό τον πρώτο της έρωτα οργάνωσαν και εκτέλεσαν τον βιασμό της. Δυστυχώς θα πέσει έξω: «Οταν μπήκα στο μπάνιο για να κάνω ένα ντους, ο Π. έσπρωξε δυνατά την πόρτα και μπήκε μέσα. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει προσπάθησα να κρατήσω την πόρτα, να τον απωθήσω με κάποιον τρόπο, ούρλιαζα, έκλαιγα, καλούσα για βοήθεια, δεν εμφανίστηκε και πάλι κανείς. Υστερα με κόλλησε στον τοίχο και με βίασε. Ημουν πλέον ένα κουρέλι, ένας άνθρωπος χωρίς καμία δύναμη. Εκανα όπως-όπως ένα μπάνιο, ντύθηκα, κι όταν βγήκα έξω και τους είπα ότι θα το πληρώσουν, έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν, ενώ ο Ν. μου πέταξε ένα “μα τι είναι αυτά που λες, αγάπη μου; Εγώ είμαι εδώ για σένα”. Προσπαθούσαν να με βγάλουν τρελή, έμοιαζα με τρελή, είχα χάσει πλέον το μυαλό μου. Σε λίγο ξημέρωνε... Κάποιος φίλος τους, που ανέλαβε να με πάει στο λιμάνι για να πάρω το πλοίο για Πειραιά, μου είπε στη διαδρομή: “Ξέρω τι έχει συμβεί... Ολο αυτό στο έστησαν και μου είχαν πει να συμμετάσχω κι εγώ. Αρνήθηκα λέγοντάς τους ότι είσαι φίλη μου και πως δεν είμαι βιαστής”. Οταν κατέβηκα στον Πειραιά ήμουν πλέον μια άλλη».
Η Μ. δεν μιλάει σε κανέναν. Για έναν ολόκληρο μήνα παλεύει μόνη με τους εφιάλτες και την κατάθλιψη. Οι γονείς της καταλαβαίνουν πως κάτι της συμβαίνει, εκείνη όμως αρνείται να αποκαλύψει το παραμικρό. Η ντροπή, οι τύψεις και οι ενοχές υψώνονται μπροστά της σαν τείχος: «Μετά από έναν μήνα η κολλητή μου με έπεισε να μιλήσω. Πήγαμε μαζί σε κάποιο Αστυνομικό Τμήμα της Αθήνας, πέσαμε σε έναν πολύ καλό αστυνομικό που επέμενε να υπογράψω τα όσα του αποκάλυψα και να μην πάρω πίσω τα λόγια μου και ύστερα απευθύνθηκα στο Αστυνομικό Τμήμα Σαλαμίνας. Κάθε βδομάδα με φώναζαν για κατάθεση και έτσι αποφάσισα να μιλήσω και στη μητέρα μου, η οποία απευθύνθηκε αμέσως στον δικηγόρο Ιωάννη Σαμέλη. Ηξερα πως έμπαινα σε ένα δύσκολο μονοπάτι, αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν μόνη. Είχα δίπλα μου την οικογένειά μου, τις φίλες μου και τους ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν και μ’ αγαπούν αληθινά», λέει και συνεχίζει: «Ολο αυτό το διάστημα ο Ν. μου είχε στείλει μόνο ένα μήνυμα ρωτώντας με αν... είχα πάρει μαζί μου το κλειδί από τις χειροπέδες... Αυτή ήταν η μοναδική ανησυχία του. Οχι, δεν πίστευε ποτέ ότι θα μιλούσα. Πότε άρχισα να αναπνέω ξανά; Οταν μετά από μήνυση ο εισαγγελέας διέταξε την προφυλάκιση του Π. και του Ζ., αποδίδοντας ταυτόχρονα κατηγορίες και στους υπόλοιπους εμπλεκόμενους». Η Μ. μπορούσε να ανασάνει ξανά, ο τρόμος ωστόσο έκανε πάλι την εμφάνισή του, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός... έμμεσου βιασμού.
«Με μεγάλη ικανοποίηση παραλάβαμε το παραπεμπτικό βούλευμα για την υπόθεση του βιασμού στη Σαλαμίνα […] Η Μ., με εμφανή ανακούφιση, νιώθει δικαιωμένη για την επιλογή της να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, υπερβαίνοντας τον προσωπικό της πόνο και ευελπιστώντας να προσθέσει τη φωνή της για να σωθούν άλλα θύματα», τονίζει ο δικηγόρος Ιωάννης Σαμέλης
Η άλλη γυναίκα-θύμα
Μετά την αποκάλυψη του βιασμού και την προφυλάκιση των δύο ανδρών, οι απειλές από συγγενικά πρόσωπα των κατηγορουμένων απέναντι στη Μ. διαδέχονται η μία την άλλη, με αποκορύφωμα κάποιον «κύριο» ο οποίος της προσφέρει έως και χρήματα προκειμένου να πάρει πίσω την κατάθεσή της.
Η Μ. δεν κάνει πίσω. Δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει και κυρίως τίποτα να φοβηθεί. Εχοντας στο πλάι τον δικηγόρο της ανακαλύπτει το παραβατικό παρελθόν των κατηγορουμένων, ενώ η πρώην σύντροφος του Π. και μητέρα του παιδιού του στέκει στο πλάι της αποκαλύπτοντας σε κατάθεσή της τραγικές στιγμές: «Γνωρίστηκα μαζί του τον Ιανουάριο του 2017 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έμεινα έγκυος. Οταν γέννησα μου μιλούσε άσχημα χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Δεκατέσσερις ημέρες μετά τη γέννα άρχισε να βρίζει την οικογένειά μου και όταν αντέδρασα άρχισε να με χτυπάει, να με κλωτσάει, με έσυρε στην κρεβατοκάμαρα, μετά πήρε το παιδί και μου έλεγε ότι επειδή το γέννησα με καισαρική δεν είναι παιδί μου. Από τη μέρα που γέννησα και μετά με χτυπούσε τακτικά, συνήθως με κλωτσούσε. Απειλούσε τους γονείς μου ότι θα μας κάψει το σπίτι και επειδή φοβόμουν δεν πήγαινα στην Αστυνομία. Δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι. Τελικά του είπα να χωρίσουμε... Δύο ημέρες μετά μπήκε στο σπίτι, κλείδωσε τις πόρτες και τα παράθυρα, με έριξε στον καναπέ, μου έσκισε το εσώρουχο και προσπάθησε να έρθει σε συνουσία μαζί μου χωρίς τη θέλησή μου... Με απείλησε με ένα ψαλίδι ότι θα μου κόψει τα μαλλιά, με απειλούσε με μαχαίρια ότι θα με σκοτώσει, ήρθε η Αστυνομία... Δεν ξέρω αν έχει πράξει κάτι ανάλογο σε άλλη γυναίκα. Σε μένα πάντως άσκησε βία». Αξίζει να αναφερθεί ότι μετά τις παραπάνω αποκαλύψεις και αυτή η γυναίκα έπεσε θύμα απειλών από κάποιο πρόσωπο, το οποίο έστειλε στη γιαγιά της το ακόλουθο μήνυμα: «Μάζεψε την εγγονή σου γιατί εσύ, τα παιδιά σου και αυτή θα πάθετε μεγάλο κακό...».
Σήμερα, το μόνο που επιζητά πλέον η Μ. είναι η τιμωρία όλων των εμπλεκομένων, ελπίζoντας, όπως λέει, να γίνει κάποτε όπως πριν: «Από την ημέρα που με βίασαν έχω κρίσεις πανικού, τεράστιες ψυχολογικές μεταπτώσεις και ένα αίσθημα ματαιότητας που συνθέτει συχνά στο μυαλό μου μαύρες σκέψεις. Ωστόσο θέλω να πιστεύω πως όλα θα περάσουν και όλα θα πάνε καλά. Στις γυναίκες-θύματα βιασμού έχω να πω το εξής: Μιλήστε! Το ξέρω ότι είναι δύσκολο και ο πόνος μεγάλος και πως κάθε φορά που αναφέρεστε σε αυτό είναι σαν να το βιώνετε από την αρχή, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο έτσι θα λυτρωθείτε κάποια μέρα…».
Μαζεύει βιαστικά τα χαρτιά που βρίσκονται αραδιασμένα μπροστά της, μου λέει πως όλα τα έχει φυλαγμένα σε ένα ημερολόγιο για να μην ξεχάσει τίποτα και ύστερα στρέφει το βλέμμα της στον δικηγόρο της. Στον άνθρωπο που μας άφησε να μιλήσουμε μόνες «για να αισθανθεί η Μ. πιο άνετα». Εκείνος, ακουμπά το χέρι του στον ώμο της και αφήνει στα δικά μου ένα χαρτί λέγοντάς μου: «Αλλο ένα έγκλημα έμφυλης βίας οδηγείται σήμερα στην κρίση της Δικαιοσύνης. Με μεγάλη ικανοποίηση και αίσθημα ανακούφισης παραλάβαμε το παραπεμπτικό βούλευμα για την υπόθεση της παθούσας του βιασμού στη Σαλαμίνα. Οι φυσικοί αυτουργοί παραπέμπονται για βιασμό κατά συναυτουργία και για επικίνδυνη σωματική βλάβη, ενώ παρατείνεται η προσωρινή τους κράτηση για άλλους 6 μήνες. Οι συνεργοί επίσης παραπέμπονται σε δίκη, με επαπειλούμενη ποινή αντίστοιχη με αυτή των φυσικών αυτουργών, για το αδίκημα του βιασμού. Η Μ., με εμφανή ανακούφιση, νιώθει δικαιωμένη για την επιλογή της να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, υπερβαίνοντας τον προσωπικό της πόνο και ευελπιστώντας να προσθέσει τη φωνή της για να σωθούν άλλα θύματα από αντίστοιχες συμπεριφορές. Δυστυχώς, στη χώρα μας τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας συνεχώς πολλαπλασιάζονται, πράγμα που οδήγησε στην αναγκαιότητα αυστηροποίησης του νομικού πλαισίου. Διατηρούμε ακέραια την εμπιστοσύνη μας στην Ελληνική Δικαιοσύνη, ενώπιον της οποίας όλοι οι εγκληματίες, κάποτε, λογοδοτούν».
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ