2020-06-05 15:04:12
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Κριστίν Λαγκάρντ αμφισβητήθηκαν και δέχτηκαν σκληρή κριτική, όμως συντόνισαν τις ενέργειές τους για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας με 750 δισ. και 1,35 τρισ. ευρώ, αντοίστοιχα
Τετάρτη 27 Μαΐου 2020. Εναν χρόνο ακριβώς μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές, η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση έμοιαζε σχεδόν απελπιστική. Η πρωτοφανής οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση της κοινής αγοράς.
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης που αμφισβητούσε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και υποψίες ακόμα και για κατάρρευση της Ευρωζώνης. Παράλληλα, οι λεγόμενες «φειδωλές χώρες», ήτοι η Αυστρία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Δανία, εμφανίζονταν τουλάχιστον απρόθυμες να δεχτούν την πρόταση Μέρκελ - Μακρόν για τη δημιουργία ενός ταμείου 500 δισ. για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το πρωί εκείνης της μέρας η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της ΕΚΤ, παρουσίαζε από τη Φρανκφούρτη, την έδρα της Κεντρικής Τράπεζας των 19 κρατών-μελών της Ε.Ε. που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, τις δυσοίωνες προβλέψεις της.
Παρόλο που η πρόεδρος είχε ανακοινώσει μερικές εβδομάδες νωρίτερα ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία (PEPP) ύψους 750 δισ. ευρώ, το οποίο την Πέμπτη ανέβασε στα 1,35 τρισ. ευρώ και στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν για πρώτη φορά από το 2015 και ελληνικά ομόλογα, τα στοιχεία για την οικονομία της Ευρωζώνης έδειχναν συρρίκνωση μεταξύ 8% και 12%.
Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια την κυρία Λαγκάρντ, το «καλό σενάριο» δεν πρόκειται να επαληθευτεί και η πραγματικότητα θα βρίσκεται μεταξύ του «κακού» και του χειρότερου» σεναρίου. Λίγες ώρες αργότερα, περίπου 400 χιλιόμετρα δυτικά από τη Φρανκφούρτη και συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εμφανιζόταν στην έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να παρουσιάσει τις προτάσεις της για το σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παρόλο που δεν έχει συμπληρώσει ούτε έξι μήνες στην προεδρία της Κομισιόν και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα οι ικανότητές της να προεδρεύσει στο εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. αμφισβητήθηκαν από πολλές πλευρές, η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν έγραψε ιστορία, προτείνοντας ένα ταμείο 750 δισ. ευρώ για την ανάκαμψη στη μεταπανδημική εποχή.
Οι δύο πρώτες γυναίκες επικεφαλής των δύο αυτών ισχυρότατων θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., οι «πρόεδροι των 750 δισ. ευρώ», κατάφεραν να κάνουν το απαραίτητο άλμα για την Ε.Ε., καθώς για πρώτη φορά δεν γίνεται λόγος μόνο για το κοινό νόμισμα, αλλά και για μια κοινή οικονομική πολιτική.
Η Γερμανίδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ είναι δύο πολιτικοί με πολύ διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετική εξέλιξη. Βρέθηκαν στην προεδρία της Κομισιόν και της ΕΚΤ έπειτα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, αμφισβητήθηκαν και δέχτηκαν σκληρή κριτική, καταφέρνοντας ωστόσο να συντονίσουν τις ενέργειές τους για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας με τέτοιο τρόπο, ώστε οι συμπτώσεις να είναι πολλές για να θεωρείται αυτό που κατάφεραν τυχαίο.
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Ελάχιστοι πολιτικοί σε ολόκληρη την Ευρώπη θα μπορούσαν να διαθέτουν όλα τα απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε αυτή την πρωτοφανή υγειονομική και οικονομική κρίση όπως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες από πατέρα στέλεχος της Κομισιόν. Μιλάει γαλλικά και αγγλικά με την ίδια άνεση που μιλάει τη μητρική της γλώσσα, τα γερμανικά. Εχει διατελέσει τρεις φορές υπουργός στις κυβερνήσεις της Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία, ενώ στην εποχή του κορωνοϊού διαθέτει ένα ακόμα προσόν: είναι γιατρός, με μεταπτυχιακό στη Δημόσια Υγεία και πρώην διδάσκουσα στο Τμήμα Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Ανόβερο.
Ωστόσο η αμφισβήτηση στο πρόσωπό της ξεκίνησε προτού καν αναλάβει επισήμως την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στους αρχηγούς-κρατών και κυβερνήσεων, η κυρία Φον ντερ Λάιεν, η οποία ουσιαστικά επιβλήθηκε από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, διαδέχθηκε τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην προεδρία του εκτελεστικού οργάνου της Ε.Ε., προκαλώντας την οργή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είδε τον θεσμό των Spitzenkandidaten, των κορυφαίων υποψηφίων, να καταργείται στην πράξη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η δημιουργία μιας «γεωπολιτικής Κομισιόν» και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δύο από τις προτεραιότητες που έθεσε η ίδια η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν είχαν τα αποτελέσματα που ήλπιζε.
Η ΓΙΑΤΡΟΣ Οι πρώτοι ταραχώδεις μήνες της στην προεδρία της Κομισιόν έδειξαν ότι τελικά η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να λειτουργήσει σε καθεστώς ακραίας πίεσης και να καταθέσει προτάσεις ιστορικών διαστάσεων για το μέλλον της Ε.Ε. Η κρίση στη Μέση Ανατολή και στη συνέχεια στη Λιβύη έδειξαν σε μεγάλο βαθμό τη «γεωπολιτική αδυναμία» της Κομισιόν, ενώ, παρόλο που έχει προσλάβει ιδιωτικούς συμβούλους για την προβολή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η αδυναμία της να διαχειριστεί τις εσωτερικές διαφωνίες στην Επιτροπή ήταν περισσότερο από εμφανής τους πρώτους μήνες της προεδρίας της.
Αντιμέτωπη με τις πρωτοφανείς επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν δεν είχε πολλές επιλογές από το να ακολουθεί τις εξελίξεις και να προσαρμόζει κάθε φορά τη γραμμή της Κομισιόν απέναντι στο αναπόφευκτο, καθώς όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έκλειναν μονομερώς τα σύνορά τους και έθεταν περιορισμούς στις εξαγωγές μέσων ατομικής προστασίας.
Η αδυναμία της να συνειδητοποιήσει εγκαίρως ότι με δηλώσεις της σε γερμανικά μέσα ενημέρωσης δεν απευθύνεται μόνο στη γερμανική κοινή γνώμη, αλλά σε όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, φάνηκε όταν αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον Ιταλό Νταβίντ Σασόλι, όταν κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας στην Ιταλία χαρακτήρισε σε γερμανική εφημερίδα τα «ευρω-ομόλογα» που ζητούσε η Ρώμη ένα απλό «σλόγκαν».
Ωστόσο οι ταραχώδεις πρώτοι μήνες της στην προεδρία της Κομισιόν έδειξαν ότι τελικά η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να λειτουργήσει σε καθεστώς ακραίας πίεσης και να καταθέσει προτάσεις ιστορικών διαστάσεων για το μέλλον της Ε.Ε., όπως το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ.
Κριστίν Λαγκάρντ
Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στη Φρανκφούρτη, τον Ιανουάριο του 2019, η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της ΕΚΤ, είχε να διαχειριστεί μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση, καθώς τα όρια ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρωζώνη ήταν πλέον δυσδιάκριτα.
Παρόλο που είχε την πλήρη στήριξη του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και της καγκελάριου της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ, η Κριστίν Λαγκάρντ έπρεπε να δείξει στην πράξη ότι έπειτα από την προεδρία του Μάριο Ντράγκι, του «Super Μάριο» των διεθνών αγορών, ο οποίος θα έκανε «ό,τι χρειαστεί για τη διάσωση του ευρώ», η νομισματική εργαλειοθήκη της ΕΚΤ δεν ήταν κενή.
Ωστόσο, οι πρώτες δημόσιες παρεμβάσεις της προκάλεσαν ρίγη στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, καθώς η κυρία Λαγκάρντ δεν μίλησε απλώς για την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά έθεσε ως προτεραιότητά της μια νομισματική πολιτική που θα περιορίζει τις ανισότητες των δύο φύλων και θα δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης φιλικές προς το περιβάλλον.
Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση δημοσιογράφων για το εάν είναι έτοιμη να κάνει και η ίδια «ό,τι χρειαστεί για τη διάσωση του ευρώ», η κυρία Λαγκάρντ δήλωσε ότι η «ΕΚΤ δεν διαθέτει μαγικό ραβδί».
Στις αρχές του περασμένου Μαρτίου προκάλεσε σοκ στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, λέγοντας δημοσίως ότι δεν είναι δουλειά της Φρανκφούρτης να μειώνει το κόστος δανεισμού των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Παρόλο που η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να δώσει γραπτές διευκρινίσεις, ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν η συγκεκριμένη δήλωση ήταν μια γκάφα ολκής ή μια καλά σχεδιασμένη παράσταση για να καθησυχάσει τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ενόψει του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία, ύψους 1,35 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Η ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Παρόλο που η Κριστίν Λαγκάρντ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι η απάντηση σε αυτή την κρίση πρέπει να δοθεί πρωτίστως από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι διαβεβαιώσεις της ότι η στήριξη της ΕΚΤ θα είναι «χωρίς όρια» και για όσο χρειαστεί περιορίζουν τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας Το επονομαζόμενο Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP), το οποίο θα περιελάμβανε τόσο κρατικά όσο και εταιρικά ομόλογα και θα συνεχιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 ή και πέραν αυτής της ημερομηνίας - έως ότου η ΕΚΤ κρίνει ότι η κρίση έχει παρέλθει. Για πρώτη φορά μάλιστα από την έναρξη του QE στις αρχές του 2015, η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα. Και αν η πανδημία του κορωνοϊού βρήκε μια γιατρό στην προεδρία της Κομισιόν, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης που αμφισβητούσε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης βρήκε μια δικηγόρο στο τιμόνι της ΕΚΤ.
Παρόλο που η Κριστίν Λαγκάρντ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι η απάντηση σε αυτή την κρίση πρέπει να δοθεί πρωτίστως από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι διαβεβαιώσεις της ότι η στήριξη της ΕΚΤ θα είναι «χωρίς όρια» και για όσο χρειαστεί αναμένεται να περιορίσουν τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις της αμφιλεγόμενης απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
anatakti
Τετάρτη 27 Μαΐου 2020. Εναν χρόνο ακριβώς μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές, η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση έμοιαζε σχεδόν απελπιστική. Η πρωτοφανής οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση της κοινής αγοράς.
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης που αμφισβητούσε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και υποψίες ακόμα και για κατάρρευση της Ευρωζώνης. Παράλληλα, οι λεγόμενες «φειδωλές χώρες», ήτοι η Αυστρία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Δανία, εμφανίζονταν τουλάχιστον απρόθυμες να δεχτούν την πρόταση Μέρκελ - Μακρόν για τη δημιουργία ενός ταμείου 500 δισ. για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το πρωί εκείνης της μέρας η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της ΕΚΤ, παρουσίαζε από τη Φρανκφούρτη, την έδρα της Κεντρικής Τράπεζας των 19 κρατών-μελών της Ε.Ε. που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, τις δυσοίωνες προβλέψεις της.
Παρόλο που η πρόεδρος είχε ανακοινώσει μερικές εβδομάδες νωρίτερα ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία (PEPP) ύψους 750 δισ. ευρώ, το οποίο την Πέμπτη ανέβασε στα 1,35 τρισ. ευρώ και στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν για πρώτη φορά από το 2015 και ελληνικά ομόλογα, τα στοιχεία για την οικονομία της Ευρωζώνης έδειχναν συρρίκνωση μεταξύ 8% και 12%.
Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια την κυρία Λαγκάρντ, το «καλό σενάριο» δεν πρόκειται να επαληθευτεί και η πραγματικότητα θα βρίσκεται μεταξύ του «κακού» και του χειρότερου» σεναρίου. Λίγες ώρες αργότερα, περίπου 400 χιλιόμετρα δυτικά από τη Φρανκφούρτη και συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εμφανιζόταν στην έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να παρουσιάσει τις προτάσεις της για το σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παρόλο που δεν έχει συμπληρώσει ούτε έξι μήνες στην προεδρία της Κομισιόν και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα οι ικανότητές της να προεδρεύσει στο εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. αμφισβητήθηκαν από πολλές πλευρές, η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν έγραψε ιστορία, προτείνοντας ένα ταμείο 750 δισ. ευρώ για την ανάκαμψη στη μεταπανδημική εποχή.
Οι δύο πρώτες γυναίκες επικεφαλής των δύο αυτών ισχυρότατων θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., οι «πρόεδροι των 750 δισ. ευρώ», κατάφεραν να κάνουν το απαραίτητο άλμα για την Ε.Ε., καθώς για πρώτη φορά δεν γίνεται λόγος μόνο για το κοινό νόμισμα, αλλά και για μια κοινή οικονομική πολιτική.
Η Γερμανίδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ είναι δύο πολιτικοί με πολύ διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετική εξέλιξη. Βρέθηκαν στην προεδρία της Κομισιόν και της ΕΚΤ έπειτα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, αμφισβητήθηκαν και δέχτηκαν σκληρή κριτική, καταφέρνοντας ωστόσο να συντονίσουν τις ενέργειές τους για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας με τέτοιο τρόπο, ώστε οι συμπτώσεις να είναι πολλές για να θεωρείται αυτό που κατάφεραν τυχαίο.
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Ελάχιστοι πολιτικοί σε ολόκληρη την Ευρώπη θα μπορούσαν να διαθέτουν όλα τα απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε αυτή την πρωτοφανή υγειονομική και οικονομική κρίση όπως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες από πατέρα στέλεχος της Κομισιόν. Μιλάει γαλλικά και αγγλικά με την ίδια άνεση που μιλάει τη μητρική της γλώσσα, τα γερμανικά. Εχει διατελέσει τρεις φορές υπουργός στις κυβερνήσεις της Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία, ενώ στην εποχή του κορωνοϊού διαθέτει ένα ακόμα προσόν: είναι γιατρός, με μεταπτυχιακό στη Δημόσια Υγεία και πρώην διδάσκουσα στο Τμήμα Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Ανόβερο.
Ωστόσο η αμφισβήτηση στο πρόσωπό της ξεκίνησε προτού καν αναλάβει επισήμως την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως αποτέλεσμα συμβιβασμού ανάμεσα στους αρχηγούς-κρατών και κυβερνήσεων, η κυρία Φον ντερ Λάιεν, η οποία ουσιαστικά επιβλήθηκε από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, διαδέχθηκε τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην προεδρία του εκτελεστικού οργάνου της Ε.Ε., προκαλώντας την οργή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είδε τον θεσμό των Spitzenkandidaten, των κορυφαίων υποψηφίων, να καταργείται στην πράξη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η δημιουργία μιας «γεωπολιτικής Κομισιόν» και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δύο από τις προτεραιότητες που έθεσε η ίδια η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν είχαν τα αποτελέσματα που ήλπιζε.
Η ΓΙΑΤΡΟΣ Οι πρώτοι ταραχώδεις μήνες της στην προεδρία της Κομισιόν έδειξαν ότι τελικά η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να λειτουργήσει σε καθεστώς ακραίας πίεσης και να καταθέσει προτάσεις ιστορικών διαστάσεων για το μέλλον της Ε.Ε. Η κρίση στη Μέση Ανατολή και στη συνέχεια στη Λιβύη έδειξαν σε μεγάλο βαθμό τη «γεωπολιτική αδυναμία» της Κομισιόν, ενώ, παρόλο που έχει προσλάβει ιδιωτικούς συμβούλους για την προβολή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η αδυναμία της να διαχειριστεί τις εσωτερικές διαφωνίες στην Επιτροπή ήταν περισσότερο από εμφανής τους πρώτους μήνες της προεδρίας της.
Αντιμέτωπη με τις πρωτοφανείς επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν δεν είχε πολλές επιλογές από το να ακολουθεί τις εξελίξεις και να προσαρμόζει κάθε φορά τη γραμμή της Κομισιόν απέναντι στο αναπόφευκτο, καθώς όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έκλειναν μονομερώς τα σύνορά τους και έθεταν περιορισμούς στις εξαγωγές μέσων ατομικής προστασίας.
Η αδυναμία της να συνειδητοποιήσει εγκαίρως ότι με δηλώσεις της σε γερμανικά μέσα ενημέρωσης δεν απευθύνεται μόνο στη γερμανική κοινή γνώμη, αλλά σε όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, φάνηκε όταν αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον Ιταλό Νταβίντ Σασόλι, όταν κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας στην Ιταλία χαρακτήρισε σε γερμανική εφημερίδα τα «ευρω-ομόλογα» που ζητούσε η Ρώμη ένα απλό «σλόγκαν».
Ωστόσο οι ταραχώδεις πρώτοι μήνες της στην προεδρία της Κομισιόν έδειξαν ότι τελικά η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να λειτουργήσει σε καθεστώς ακραίας πίεσης και να καταθέσει προτάσεις ιστορικών διαστάσεων για το μέλλον της Ε.Ε., όπως το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ.
Κριστίν Λαγκάρντ
Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στη Φρανκφούρτη, τον Ιανουάριο του 2019, η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της ΕΚΤ, είχε να διαχειριστεί μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση, καθώς τα όρια ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρωζώνη ήταν πλέον δυσδιάκριτα.
Παρόλο που είχε την πλήρη στήριξη του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και της καγκελάριου της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ, η Κριστίν Λαγκάρντ έπρεπε να δείξει στην πράξη ότι έπειτα από την προεδρία του Μάριο Ντράγκι, του «Super Μάριο» των διεθνών αγορών, ο οποίος θα έκανε «ό,τι χρειαστεί για τη διάσωση του ευρώ», η νομισματική εργαλειοθήκη της ΕΚΤ δεν ήταν κενή.
Ωστόσο, οι πρώτες δημόσιες παρεμβάσεις της προκάλεσαν ρίγη στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, καθώς η κυρία Λαγκάρντ δεν μίλησε απλώς για την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά έθεσε ως προτεραιότητά της μια νομισματική πολιτική που θα περιορίζει τις ανισότητες των δύο φύλων και θα δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης φιλικές προς το περιβάλλον.
Απαντώντας μάλιστα σε ερώτηση δημοσιογράφων για το εάν είναι έτοιμη να κάνει και η ίδια «ό,τι χρειαστεί για τη διάσωση του ευρώ», η κυρία Λαγκάρντ δήλωσε ότι η «ΕΚΤ δεν διαθέτει μαγικό ραβδί».
Στις αρχές του περασμένου Μαρτίου προκάλεσε σοκ στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, λέγοντας δημοσίως ότι δεν είναι δουλειά της Φρανκφούρτης να μειώνει το κόστος δανεισμού των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Παρόλο που η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να δώσει γραπτές διευκρινίσεις, ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν η συγκεκριμένη δήλωση ήταν μια γκάφα ολκής ή μια καλά σχεδιασμένη παράσταση για να καθησυχάσει τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ενόψει του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία, ύψους 1,35 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Η ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Παρόλο που η Κριστίν Λαγκάρντ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι η απάντηση σε αυτή την κρίση πρέπει να δοθεί πρωτίστως από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι διαβεβαιώσεις της ότι η στήριξη της ΕΚΤ θα είναι «χωρίς όρια» και για όσο χρειαστεί περιορίζουν τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας Το επονομαζόμενο Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP), το οποίο θα περιελάμβανε τόσο κρατικά όσο και εταιρικά ομόλογα και θα συνεχιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 ή και πέραν αυτής της ημερομηνίας - έως ότου η ΕΚΤ κρίνει ότι η κρίση έχει παρέλθει. Για πρώτη φορά μάλιστα από την έναρξη του QE στις αρχές του 2015, η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα. Και αν η πανδημία του κορωνοϊού βρήκε μια γιατρό στην προεδρία της Κομισιόν, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης που αμφισβητούσε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης βρήκε μια δικηγόρο στο τιμόνι της ΕΚΤ.
Παρόλο που η Κριστίν Λαγκάρντ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι η απάντηση σε αυτή την κρίση πρέπει να δοθεί πρωτίστως από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, οι διαβεβαιώσεις της ότι η στήριξη της ΕΚΤ θα είναι «χωρίς όρια» και για όσο χρειαστεί αναμένεται να περιορίσουν τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις της αμφιλεγόμενης απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι κάμερες μιλούν...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ