2020-07-09 12:40:21
Φωτογραφία για Σκάνδαλο Wirecard: Εχουν και οι Γερμανοί τη δική τους «Folli Follie»
Το υποτιθέμενο διαμάντι του γερμανικού επιχειρείν παρουσίαζε διεθνείς συνεργασίες

με εταιρείες που αποδείχθηκε ότι έδρευαν σε σπίτια συνταξιούχων και άδειες αποθήκες, ωστόσο η γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μήνυσε αυτούς που αποκάλυψαν το σκάνδαλο!

Τον Μάρτιο του 2019 οι ρεπόρτερ των «Financial Times» που ερευνούσαν τη σκοτεινή υπόθεση της γερμανικής εταιρείας πληρωμών Wirecard έψαχναν κάποιες συνεργαζόμενες εταιρείες στην Ασία, οι οποίες στα χαρτιά εμφανίζονταν να πραγματοποιούν κύκλο εργασιών αξίας δισεκατομμυρίων και να εισπράττουν παχυλές προμήθειες.

Αντί, όμως, για τα συνήθως πολυτελή γραφεία που χρησιμοποιούν οι εταιρείες του είδους, οι ερευνητές βρέθηκαν στο σπίτι όπου μένει ένας συνταξιούχος ναυτικός μαζί με την οικογένειά του στις Φιλιππίνες, το οποίο εμφανιζόταν ως έδρα της ConePay International. Η έρευνα έδειξε ότι και άλλες εταιρείες που υποτίθεται ότι έκαναν δουλειές με τη Wirecard είχαν ως έδρα άδειες αποθήκες, τις εγκαταστάσεις μιας εταιρείας ταξιδιών ή άδεια γραφεία σε επιχειρηματικά κέντρα.


Οπως αποκαλύφθηκε, επειδή η Wirecard δεν είχε τις απαραίτητες άδειες για να πραγματοποιεί συναλλαγές και πληρωμές σε διάφορες ξένες αγορές, εμφάνιζε ως συνεργάτες άλλες εταιρείες που υποτίθεται ότι διεκπεραίωναν τις συναλλαγές -ειδικά σε ευαίσθητες αγορές όπως ο διαδικτυακός τζόγος, το πορνό και άλλα-, ωστόσο αποδείχθηκε ότι ήταν ανύπαρκτες.

Οι ανύπαρκτοι συνεργάτες είναι μόνο μια μικρή πτυχή του σκανδάλου που συγκλονίζει τη Γερμανία, καθώς πριν από λίγες ημέρες η Wirecard υπέβαλε αίτηση πτώχευσης και ο 50χρονος επικεφαλής της Μάρκους Μπράουν πλήρωσε εγγύηση 5 εκατ. ευρώ για να αφεθεί ελεύθερος μετά τη σύλληψή του. Το μεγάλο σκάνδαλο έσκασε τελικά με θόρυβο, δημιουργώντας έναν πραγματικό σεισμό στο γερμανικό επιχειρείν. Υπό δικαστική έρευνα, εκτός του διευθύνοντος συμβούλου, είναι και άλλα μέλη της διοίκησης της εταιρείας.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι αποδείχθηκε «φούσκα» και κανονική απάτη μια εταιρεία που διαφημιζόταν σαν διαμάντι στο στέμμα του γερμανικού επιχειρείν, ως μια ευρωπαϊκή εταιρεία τεχνολογίας με χρηματιστηριακή αξία 24 δισ. ευρώ που μπορούσε να ανταγωνιστεί στα ίσα τις αμερικανικές της Silicon Valley. Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι η αποκάλυψη του σκανδάλου ανέδειξε τα προβλήματα του γερμανικού επιχειρηματικού κατεστημένου και των ρυθμιστικών αρχών, οι οποίες όταν εμφανίστηκαν οι καταγγελίες για τη Wirecard προσπάθησαν να συγκαλύψουν την υπόθεση.

Ο 50χρονος επικεφαλής της Μάρκους Μπράουν πλήρωσε εγγύηση 5 εκατ. ευρώ για να αφεθεί ελεύθερος μετά τη σύλληψή του

Eπιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Στο στόχαστρο έχει βρεθεί και η γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (η λεγόμενη BaFin), η οποία, ενώ υποτίθεται ότι ήταν ο κέρβερος της μεγαλύτερης αγοράς στην Ευρώπη, θα αποτελέσει τώρα αντικείμενο έρευνας από την Ευρωπαϊκή Αρχή Εποπτείας των Αγορών (European Securities and Markets Authority - ESMA) που εδρεύει στο Παρίσι. Σκοπός, όπως δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, είναι να διαπιστωθεί εάν η γερμανική αρχή εκπλήρωσε την αποστολή της και κατά πόσο παραβίασε τη νομοθεσία της Ε.Ε. περί διαφάνειας. Ο λόγος είναι ότι το σκάνδαλο επηρεάζει συνολικά την επενδυτική εμπιστοσύνη στην Ε.Ε., αλλά η υπόθεση δεν παύει και να αποτελεί αγκάθι για το Βερολίνο, που αναλαμβάνει την προεδρία της Ε.Ε. στην πιο κρίσιμη -ίσως- φάση της.

Η υπόθεση θυμίζει τη γνωστή στην Ελλάδα περίπτωση της Folli Follie ως προς το ότι η γερμανική εταιρεία παρουσίαζε συστηματικά ψευδή στοιχεία για πωλήσεις και συνεργασίες σε όλο τον κόσμο, ακόμα και πλασματικές καταθέσεις ύψους 1,9 δισ. ευρώ, οι οποίες αποδείχθηκαν ανύπαρκτες. Ακόμα και η ελεγκτική εταιρεία Ernst & Young (EY), που ανήκει στις τέσσερις μεγαλύτερες του κόσμου, παραδέχτηκε ότι είχε πιστοποιήσει τις ανύπαρκτες καταθέσεις με βάση απλές βεβαιώσεις λογιστών, οι οποίοι, αντί για τραπεζικά παραστατικά, έστελναν στιγμιότυπα οθόνης (printscreen). Και δεν είναι μόνο αυτό. Παρά το γεγονός ότι οι καταγγελίες και τα δημοσιεύματα σε βάρος της Wirecard είχαν αρχίσει από το 2015, οι αρμόδιες γερμανικές αρχές όχι μόνο έκλεισαν τα μάτια, αλλά και στράφηκαν εναντίον εκείνων που έκαναν τις αποκαλύψεις.

Δύο δημοσιογράφοι των «Financial Times» που έγραφαν για την υπόθεση έγιναν στόχος ποινικής δίωξης από τη γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (BaFin) με το πρόσχημα ότι τα δημοσιεύματα είχαν στόχο να ρίξουν την τιμή της μετοχής της εταιρείας, έτσι ώστε κάποιοι κερδοσκόποι που υποτίθεται ότι γνώριζαν εκ των προτέρων να επωφεληθούν ποντάροντας στην πτώση (το λεγόμενο «σορτάρισμα των μετοχών»).

Η ίδια η Bafin, μάλιστα, απαγόρευσε τις επιθετικές πωλήσεις των μετοχών της Wirecard (το σορτάρισμα) για να προστατεύσει την εταιρεία και τη γερμανική Κεφαλαιαγορά, με το σκεπτικό ότι η συγκεκριμένη εταιρεία ήταν πολύ σημαντική για την οικονομία. Ακόμα και τώρα ο επικεφαλής της BaFin, Φίλιξ Χούφελντ, μετά τις αποκαλύψεις, μιλώντας σε επιτροπή της γερμανικής Βουλής υποστήριξε τις ενέργειες της Επιτροπής με το επιχείρημα ότι η Wirecard ήταν και εταιρεία τεχνολογίας και τράπεζα, οπότε δεν ενέπιπτε πλήρως στο πεδίο ευθύνης τους. Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι επανεξετάζει εξαρχής το σύστημα εποπτείας της Kεφαλαιαγοράς και διακόπτει τη συνεργασία της με το -ιδιωτικό- Σώμα Εποπτείας Λογιστικού Ελέγχου, το οποίο μοιραζόταν μαζί με την BaFin την ευθύνη των ελέγχων.

Το πρόσωπο-κλειδί στην υπόθεση είναι ο 50χρονος Μάρκους Μπράουν, μέχρι πριν από λίγες ημέρες επικεφαλής της Wirecard που τα τελευταία χρόνια φιγουράριζε στις επιχειρηματικές σελίδες ως το απόλυτο πρότυπο επιτυχίας. Η εταιρεία «αντέγραψε» το επιχειρηματικό μοντέλο των αμερικανικών εταιρειών της Silicon Valley, εκμεταλλευόμενη εντατικά το Χρηματιστήριο για να αντλήσει κεφάλαια και προχωρώντας σε αλλεπάλληλες εξαγορές. Ο ίδιος ο Μπράουν, μάλιστα, φορούσε ως σήμα κατατεθέν ένα σκούρο ζιβάγκο, όπως ο αείμνηστος ιδρυτής της Apple Στιβ Τζομπς.

Η εταιρεία είχε ιδρυθεί το 1999, την εποχή της μεγάλης τεχνολογικής «φούσκας» στα χρηματιστήρια (της λεγόμενης «φούσκας των dot.com»). Το 2002 ο Μάρκους Μπράουν, που εργαζόταν μέχρι τότε στην πολυεθνική ελεγκτική KPMG, ανέλαβε τα ηνία της Wirecard που κινδύνευε με πτώχευση και τη διέσωσε συγχωνεύοντάς τη με μια άλλη γερμανική ανταγωνίστριά της. Το 2005 η εταιρεία μπήκε στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης εξαγοράζοντας ένα «κέλυφος», ήτοι μια εισηγμένη εταιρεία που δεν λειτουργούσε, και έτσι απέφυγε τους εξονυχιστικούς ελέγχους που συνδέονται με μια δημόσια εγγραφή για εισαγωγή των μετοχών στο Χρηματιστήριο.

Η εταιρεία που είχε ξεκινήσει ως διεκπεραιωτής ψηφιακών πληρωμών για εταιρείες τζόγου και πορνό στο Ιντερνετ ακολούθησε θεαματική πορεία. Πήρε άδεια τραπεζικών εργασιών το 2006, καθώς και άδεια συνεργασίας από τη Visa και τη MasterCard, ενώ από το 2010 έως το 2014 σήκωσε 500 εκατ. ευρώ από την αγορά και προχώρησε σε πολλές εξαγορές εταιρειών κυρίως στην Ασία, με επίκεντρο τη Σιγκαπούρη, όπου μεταφέρθηκαν και τα κεντρικά γραφεία της, αργότερα στην Ινδία, αλλά και στις ΗΠΑ. Εφτασε να έχει πάνω από 5.000 εργαζομένους και πελάτες μεγάλες εταιρείες όπως η Lidl και η Aldi.

Το χρονικό της υπόθεσης

Οι πρώτες αποκαλύψεις για την εταιρεία ξεκίνησαν ήδη από το 2008, όταν ένας σύνδεσμος μετόχων στη Γερμανία δημοσίευσε καταγγελίες για μαγειρέματα στους ισολογισμούς.

Από το 2015 οι «Financial Times» ξεκίνησαν τα δημοσιεύματα με βάση καταγγελίες ανώνυμων πηγών από το εσωτερικό της εταιρείας (whistleblowers ή μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τον όρο που έχει επικρατήσει στα ελληνικά), οι οποίοι έκαναν λόγο για μαύρη τρύπα τουλάχιστον 250 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το χρονικό της υπόθεσης που δημοσίευσαν οι «Financial Times», οι οποίοι επέμειναν στην υπόθεση επί χρόνια και βέβαια έχουν δικαιωθεί πανηγυρικά, το 2018 οι δημοσιογράφοι και κάποιοι επενδυτές που ασχολούνταν με την υπόθεση έγιναν στόχος διαδικτυακών επιθέσεων οι οποίες κράτησαν χρόνια.

Η Wirecard, μάλιστα, κάποια στιγμή προσέλαβε και τον πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Λιβύης, τον Ραμί ελ Ομπέιντι, ο οποίος οργάνωσε επιχείρηση παρακολούθησης και καταγραφής των επικριτών της εταιρείας και των δημοσιογράφων που έθεταν ερωτήματα για την υπόθεση. Από τις καταγραφές υποτίθεται ότι προέκυπταν ενδείξεις σύμπραξης των δημοσιογράφων με κερδοσκόπους που σορτάριζαν τη μετοχή. Οι καταγγελίες, μάλιστα, της Wirecard δημοσιεύτηκαν από την έγκυρη γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt». Οι «Financial Times» προσέλαβαν μια ανεξάρτητη δικηγορική εταιρεία να ερευνήσει το ζήτημα, η οποία αποφάνθηκε ότι οι καταγγελίες ήταν αβάσιμες.

Το 2018 η Wirecard μπήκε στον δείκτη DAX του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης αντικαθιστώντας την Commerzbank, το οποίο και σήμαινε ότι χιλιάδες επενδυτικές εταιρείες από όλο τον κόσμο υποχρεωτικά έπρεπε να αγοράσουν τη μετοχή για να τη συμπεριλάβουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Η μετοχή έφτασε τη χρονιά εκείνη στο υψηλότερο σημείο της, στα 191 ευρώ, από 5 ευρώ που είχε ξεκινήσει το 2006. Πλέον η μετοχή, αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο, έπεσε την περασμένη εβδομάδα στο 1,28 ευρώ, έστω κι αν ανέβηκε στα 3,1 ευρώ μέσα σε μία ημέρα στη συνέχεια, κάτι που θεωρήθηκε το «τίναγμα της ψόφιας γάτας», αφού η εταιρεία έχει ζητήσει να τεθεί σε πτώχευση. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για πτώχευση σε εταιρεία του δείκτη DAX, ο οποίος περιλαμβάνει τις 30 μεγαλύτερες εταιρείες της καλοκουρδισμένης γερμανικής οικονομικής μηχανής και θεωρείται για τους επενδυτές η αμέσως ασφαλέστερη επιλογή μετά τα... γερμανικά ομόλογα.

Η υπόθεση της Wirecard, όμως, έχει πυροδοτήσει μεγάλη συζήτηση και αμφισβητήσεις ευρύτερα για το γερμανικό επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στη συναίνεση. Συναίνεση που χτίστηκε μεταπολεμικά μεταξύ επιχειρήσεων, τραπεζών, αλλά και των εργαζομένων και της κοινωνίας, στο πλαίσιο αυτού που ο Γάλλος οικονομολόγος Μισέλ Αλμπέρ ονόμασε το 1991 «καπιταλισμό του Ρήνου», ο οποίος βασίζεται σε στενούς οικονομικούς δεσμούς και μια ισορροπία ανάμεσα στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, στους μετόχους και τις διοικήσεις, στους εργοδότες και τους εργαζομένους. Οι τράπεζες στηρίζουν τις εταιρείες, εκείνες προσέχουν τους εργαζομένους, όλοι στηρίζουν το κράτος, το οποίο με τη σειρά του στηρίζει όλους τους υπόλοιπους.

Και τούτο σε αντίθεση με τον νεοαμερικανικό καπιταλισμό, όπου οι εταιρείες σηκώνουν χρήμα από το Χρηματιστήριο, οι εργασιακές σχέσεις είναι ασύδοτες, η κοινωνική προστασία μικρότερη και ισχύει ο σκληρότερος δυνατός ανταγωνισμός.

Η υπόθεση της Wirecard ανέδειξε, όμως, σοβαρές παθογένειες στο γερμανικό επιχειρείν, καθώς όλο το σύστημα, από την αρμόδια εποπτική αρχή μέχρι τη Δικαιοσύνη, την κυβέρνηση αλλά και τον οικονομικό Τύπο, αγνόησε ενδείξεις και καταγγελίες για να προστατεύσει ένα success story που αποδείχθηκε κούφιο. Η συναίνεση λειτούργησε ως συγκάλυψη.

Το χειρότερο είναι ότι η υπόθεση της Wirecard έσκασε λίγες ημέρες αφότου η γερμανική Bayer αναγκάστηκε να πληρώσει περί τα 10 ευρώ για να κλείσει με συμβιβασμό 100.000 αγωγές σε βάρος της αμερικανικής Monsanto την οποία έχει εξαγοράσει για τα καρκινογόνα ζιζανιοκτόνα προϊόντα της που πουλιούνται σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη, ουδείς έχει ξεχάσει το σκάνδαλο με τα ρυπογόνα αυτοκίνητα diesel της Volkswagen, για το οποίο οι γερμανικές αρχές είχαν επίσης κλείσει τα μάτια, με αποτέλεσμα να τίθεται υπό αμφισβήτηση συνολικά το γερμανικό μοντέλο.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ