2020-07-10 10:50:10
Το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της Ηπείρου στέκει ξανά αγέρωχο - Παρουσία του πρωθυπουργού τα εγκαίνια που θα επιτρέψουν στο κοινό να το διαβεί - Τι λένε οι επιστήμονες για τα «δώρα» που τους χάρισε η αποκατάσταση
Το Γεφύρι της Πλάκας έχει μια παράξενη τύχη: χτίστηκε, γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε, ήταν σύνορο του ελληνικού κράτους με τελωνειακούς σταθμούς να στέκουν στις δύο πλευρές του, έγινε τόπος Ιστορίας όταν τον Φεβρουάριο του 1944 υπογράφτηκε εκεί η Συμφωνία της Πλάκας - Μυρόφυλλου μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Η πορεία του σχεδόν ταυτιζόταν με την πορεία της Νεότερης Ελλάδας, ώσπου την 1η Φεβρουαρίου του 2015, όταν η χώρα κατέρρεε και έμπαινε στους πιο δύσκολους έξι μήνες της μεταπολιτευτικής της Ιστορίας, τα νερά του Αράχθου, που εκείνη την ημέρα έφταναν τα 1.500 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο, το γκρέμισαν Το μονότοξο γεφύρι στέκει πλέον και πάλι επιβλητικό πάνω από το ποτάμι ενώνοντας ξανά τα Τζουμέρκα με τα Κατσανοχώρια και περιμένει το πράσινο φως για να πάρει ξανά ζωή από τους επισκέπτες του
. Αυτό το σήμα αναμένεται να δοθεί σύντομα, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η απόφαση για την ανακατασκευή του εμβληματικού γεφυριού ελήφθη πολύ γρήγορα: τέσσερις ημέρες μετά την κατάρρευση, ομάδα εμπειρογνωμόνων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου ανακοίνωσε την έκθεσή της μετά την πρώτη αυτοψία και τον Ιούνιο του 2015 παρουσιάστηκαν οι προκαταρκτικές μελέτες.
Ως τη στιγμή της καταστροφής το Γεφύρι της Πλάκας ήταν το μεγαλύτερο σωζόμενο μονότοξο γεφύρι της Ηπείρου, μετά την ανατίναξη της ιστορικής γέφυρας του Κοράκου το 1949. Είχε άνοιγμα περίπου 40 μέτρα, ύψος περίπου 21 μέτρα και πλάτος γέφυρας στα 3,20 μέτρα. Εστεκε εκεί από το 1866, όταν παραδόθηκε από τον Τζουμερκιώτη πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα και ήταν το τρίτο κατά σειρά που είχε κατασκευαστεί στην Πλάκα.
Το προηγούμενο είχε κατασκευαστεί το 1863 με αρχιμάστορα τον Μαστρο-Γιώργο ή Ζιώγα Φρόντζο και είχε καταρρεύσει, κατ’ άλλους, κατά το ξεκαλούπωμα, κατ’ άλλους, την ημέρα των εγκαινίων. Τον περασμένο Δεκέμβριο μπήκε η τελευταία σειρά θολιτών στη γέφυρα - οι τελευταίες πέτρες, τα «κλειδιά» στο εγχείρημα της αποκατάστασής της.
Αυτή τη φορά το αρχιτεκτονικό μνημείο που αποκαταστάθηκε επανέλαβε τους συμβολισμούς που το συνόδευαν ήδη από τον 19ο αιώνα. Δεν γεφύρωσε μόνο τις δύο όχθες του Αράχθου, αλλά και ολόκληρο τον επιστημονικό κόσμο της χώρας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνέβαλαν στο έργο: μηχανικοί, αρχιτέκτονες, χημικοί, μεταλλειολόγοι, μηχανικοί υδραυλικών έργων, στατικοί, τεχνίτες της πέτρας.
Το νέο γεφύρι είναι τόσο πολύ το... παλιό, ώστε ακόμη και η αρχική χρηματοδότησή του να προέρχεται από την ίδια οικογένεια. Ηταν ο τραπεζίτης Λούλης που είχε χρηματοδοτήσει το έργο του Μπέκα, και τώρα είναι ο πρόεδρος της εταιρείας Μύλοι Λούλη, Νίκος Λούλης, που ανταποκρίθηκε θετικά στην επιστολή-αίτημα του περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέξανδρου Καχριμάνη και χρηματοδότησε τις αναγκαίες μελέτες για το έργο, ύψους 150.000 ευρώ.
Από το 1886... ...στο 2015... ...στο 2019 Ιούνιος 2020
Το μεγάλο στοίχημα
Η αποκατάσταση του γεφυριού έβαλε μια σειρά από στοιχήματα στην επιστημονική κοινότητα. Στην επιστημονική επιτροπή με πρόεδρο τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ Μανώλη Κορρέ μετείχαν οι καθηγητές του Μετσοβίου Δημήτρης Καλιαμπάκος (αναπληρωτής πρόεδρος), Ελένη Μαΐστρου, Χαράλαμπος Μουζάκης, Αντωνία Μοροπούλου, Ελευθερία Τσακανίκα. Συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι των υπουργείων Πολιτισμού, Υποδομών (οι κύριοι Δέδες, Τασιόπουλος και Μουζάκης), της Περιφέρειας Ηπείρου και του ΤΕΕ. «Το γεφύρι είχε υποστεί ζημιές ήδη από το 2007, αλλά δεν είχαν γίνει εργασίες αποκατάστασης», περιγράφει ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εκπρόσωπος της Περιφέρειας Ηπείρου στην επιτροπή Γιώργος Σμύρης, που ήταν παράλληλα επικεφαλής των πρόδρομων εργασιών στο γεφύρι. «Ωστόσο, τότε είχαν γίνει αποτυπώσεις, πράγμα που αποδείχθηκε χρήσιμο για την αποκατάσταση. Η γέφυρα ήταν πολλαπλώς πληγωμένη: είχε βομβαρδιστεί το 1944 από τους Γερμανούς, είχε υποστεί ζημιές από κακοκαιρίες, ο καιρός γενικώς είχε αφήσει πάνω της τα σημάδια του», λέει.
«Η γέφυρα κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου του 2015 όχι γιατί είχε δομικό πρόβλημα, αλλά λόγω υποσκαφής και έλλειψης συντήρησης», σημειώνει η κυρία Αμαλία Ανδρουλιδάκη, διδάκτωρ αρχιτέκτονας, γενική διευθύντρια Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Εργων του υπουργείου Πολιτισμού με κομβικό ρόλο στον συντονισμό όλων των φορέων που ενεπλάκησαν στο έργο. «Η κακοκαιρία χτύπησε το γεφύρι εκεί που πονούσε, το δυτικό μεσόβαθρο είχε υποσκαφεί, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει. Δεν υπήρχε ούτε δομικό, ούτε κατασκευαστικό πρόβλημα. Οταν το κατανοήσαμε αυτό, καταλάβαμε ότι μπορούσαμε να το επαναλάβουμε, αφού θα καταλαβαίναμε πώς το είχε φτιάξει ο Μπέκας».
«Βρέθηκα 3 μέτρα κάτω από το νερό»
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεκίνησε ένας παράλληλος αγώνας δρόμου. Ο κ. Σμύρης με την ομάδα του βρισκόταν συνέχεια στην Πλάκα όσο ο καιρός το επέτρεπε. «Σηκώσαμε κομμάτια μέχρι και 400 τόνων μέσα από το ποτάμι», περιγράφει. «Υπήρχαν βράδια που δεν κοιμόμουν από τον φόβο της επόμενης ημέρας, βρέθηκα πολλές φορές ακόμη και 3 μέτρα κάτω από το νερό για να βλέπω τις θεμελιώσεις, ενώ υπήρξαν ημέρες που παίρναμε πρόβλεψη καιρού ανά δίωρο, ώστε να μη μας πάρει η βροχή το γεωτρύπανο που είχαμε εγκαταστήσει εκεί για τις αναγκαίες εργασίες στερέωσης. Επρεπε να κρατηθούν στη θέση τους τα τμήματα του γεφυριού που δεν είχαν καταρρεύσει και με την εποπτεία του Πολυτεχνείου έγιναν περίδεση, περίσφιξη και τοποθέτηση “κουρτινών” για τη στήριξή τους. Το μεγάλο ζήτημα ήταν η υποθεμελίωση των τμημάτων που έχασκαν. Τα μνημεία αλλάζουν, το περιβάλλον αλλάζει και ο βράχος που υπήρχε στη βάση του γεφυριού όταν κατασκευάστηκε δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθεί ξανά από τα Τζουμέρκα στην Πλάκα, ούτε μπορούσαμε φυσικά να επαναφέρουμε την κοίτη του ποταμού όπως ήταν στα 1860. Ετσι η στερέωση- υποθεμελίωση ολοκληρώθηκε το 2018 με τεχνική πασσάλων και έδραση έως και 27 μέτρα κάτω από το νερό», λέει ο κ. Σμύρης και προσθέτει: «Επρεπε να βρούμε τα στοιχεία εκείνα που θα μας έδειχναν τον τρόπο κατασκευής. Μέσα στο πεσμένο γεφύρι ανακαλύψαμε πράγματα που ήταν έκπληξη και ταυτόχρονα δώρα, αφού δεν τα γνωρίζαμε καν. Βρήκαμε ξυλοδεσίες που δεν γνωρίζαμε ότι γίνονταν, μελετήσαμε τη γεωμετρία που εφαρμοζόταν τον 19ο αιώνα. Ηταν δώρο το ότι μπορούσαμε να δούμε ένα γεφύρι από μέσα!».
«Μέσα στο πεσμένο γεφύρι ανακαλύψαμε ξυλοδεσίες που δεν γνωρίζαμε ότι γίνονταν, μελετήσαμε τη γεωμετρία που εφαρμοζόταν τον 19ο αιώνα. Ηταν δώρο το ότι μπορούσαμε να δούμε ένα γεφύρι από μέσα!» λέει ο κ. Γιώργος Σμύρης
Ολα τα στοιχεία που συγκέντρωνε η ομάδα των πρόδρομων εργασιών πήγαιναν στην επιστημονική επιτροπή και καθένας από τους καθηγητές του Πολυτεχνείου έσπευδε να αναλύσει, να κατανοήσει, να προσαρμόσει και στη δεύτερη φάση, της αποκατάστασης του γεφυριού, να το εφαρμόσει. Για παράδειγμα, έπρεπε να αναλυθούν τα κονιάματα που είχαν χρησιμοποιήσει οι τεχνίτες το 1866 για να δημιουργηθούν -αρχικά στα εργαστήρια του Πολυτεχνείου- τα ίδια. Οταν εντοπίστηκαν οι ξύλινες εσχάρες και οι ελκυστήρες, έγινε κάτι ανάλογο. Και παράλληλα, όπως επισημαίνει η κυρία Ανδρουλιδάκη, «εντοπίστηκαν τα σημεία από όπου είχαν αρχικά πάρει την πέτρα οι τεχνίτες, ώστε και πάλι το υλικό να είναι το ίδιο, με την ίδια συμπεριφορά και όψη, τα ίδια χαρακτηριστικά». Ολα αυτά απαιτούσαν ειδικές άδειες, που είχαν προβλεφθεί εξαρχής, ώστε να μην επιβραδύνεται το έργο με δεδομένη και την αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία. «Το υπουργείο Πολιτισμού μίλησε για αποκατάσταση του γεφυριού και όχι για ανακατασκευή. Το γεφύρι είναι το ίδιο. Με τα ίδια χαρακτηριστικά, την ίδια τεχνική στην κατασκευή», επισημαίνει η κυρία Ανδρουλιδάκη. «Κρίσιμο ήταν να βρεθεί και το συνεργείο που θα μπορούσε να το φτιάξει, να έχει πείρα στις θολωτές κατασκευές. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που αποτελεί ιδανική παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον, έχει αρμονία, αλλά δεν είναι απλό. Χρειαζόμασταν ανθρώπους που να “ακούνε και να νιώθουν” την πέτρα και τη λάσπη. Ακόμη και ο τρόπος που πετά ο τεχνίτης τη λάσπη με το μυστρί έχει σημασία», εξηγεί η γενική διευθύντρια Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Εργων του υπουργείου Πολιτισμού. Ενα σημαντικό, ίσως, νέο χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή η γέφυρα δεν θα μπορεί στο εξής να έχει... μυστικά και να επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς έχουν εντοιχιστεί έξι αισθητήρες κάτω από το κατάστρωμα του καλντεριμιού. Κάθε αλλαγή στη γέφυρα καταγράφεται άμεσα, αφού οι αισθητήρες είναι συνδεδεμένοι με καταγραφικό κέντρο πληροφοριών.
Η σύμβαση για την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης του γεφυριού υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2018. Οπως προέβλεπε το αρχικό χρονοδιάγραμμα, η κατασκευή του τόξου ολοκληρώθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 2019. Από εκείνη τη στιγμή και μετά έπρεπε να γίνει το έργο της αφαψίδωσής του, να φύγουν δηλαδή τα καλούπια. Η γέφυρα πέρασε με άριστα όλα τα τεστ. Αυτό που μένει πλέον είναι το «γεφύρι που ταξιδεύει μόνο του», όπως λέει ο κ. Σμύρης, να αποκτήσει ξανά συνοδοιπόρους, τους επισκέπτες στον Αραχθο, που θα νιώσουν το δέος να περπατούν στο στενό γεφύρι.
ΠΗΓΗ βίντεο, φωτογραφιών: Υπουργείο Πολιτισμού
anatakti
Το Γεφύρι της Πλάκας έχει μια παράξενη τύχη: χτίστηκε, γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε, ήταν σύνορο του ελληνικού κράτους με τελωνειακούς σταθμούς να στέκουν στις δύο πλευρές του, έγινε τόπος Ιστορίας όταν τον Φεβρουάριο του 1944 υπογράφτηκε εκεί η Συμφωνία της Πλάκας - Μυρόφυλλου μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Η πορεία του σχεδόν ταυτιζόταν με την πορεία της Νεότερης Ελλάδας, ώσπου την 1η Φεβρουαρίου του 2015, όταν η χώρα κατέρρεε και έμπαινε στους πιο δύσκολους έξι μήνες της μεταπολιτευτικής της Ιστορίας, τα νερά του Αράχθου, που εκείνη την ημέρα έφταναν τα 1.500 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο, το γκρέμισαν Το μονότοξο γεφύρι στέκει πλέον και πάλι επιβλητικό πάνω από το ποτάμι ενώνοντας ξανά τα Τζουμέρκα με τα Κατσανοχώρια και περιμένει το πράσινο φως για να πάρει ξανά ζωή από τους επισκέπτες του
Ως τη στιγμή της καταστροφής το Γεφύρι της Πλάκας ήταν το μεγαλύτερο σωζόμενο μονότοξο γεφύρι της Ηπείρου, μετά την ανατίναξη της ιστορικής γέφυρας του Κοράκου το 1949. Είχε άνοιγμα περίπου 40 μέτρα, ύψος περίπου 21 μέτρα και πλάτος γέφυρας στα 3,20 μέτρα. Εστεκε εκεί από το 1866, όταν παραδόθηκε από τον Τζουμερκιώτη πρωτομάστορα Κώστα Μπέκα και ήταν το τρίτο κατά σειρά που είχε κατασκευαστεί στην Πλάκα.
Το προηγούμενο είχε κατασκευαστεί το 1863 με αρχιμάστορα τον Μαστρο-Γιώργο ή Ζιώγα Φρόντζο και είχε καταρρεύσει, κατ’ άλλους, κατά το ξεκαλούπωμα, κατ’ άλλους, την ημέρα των εγκαινίων. Τον περασμένο Δεκέμβριο μπήκε η τελευταία σειρά θολιτών στη γέφυρα - οι τελευταίες πέτρες, τα «κλειδιά» στο εγχείρημα της αποκατάστασής της.
Αυτή τη φορά το αρχιτεκτονικό μνημείο που αποκαταστάθηκε επανέλαβε τους συμβολισμούς που το συνόδευαν ήδη από τον 19ο αιώνα. Δεν γεφύρωσε μόνο τις δύο όχθες του Αράχθου, αλλά και ολόκληρο τον επιστημονικό κόσμο της χώρας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνέβαλαν στο έργο: μηχανικοί, αρχιτέκτονες, χημικοί, μεταλλειολόγοι, μηχανικοί υδραυλικών έργων, στατικοί, τεχνίτες της πέτρας.
Το νέο γεφύρι είναι τόσο πολύ το... παλιό, ώστε ακόμη και η αρχική χρηματοδότησή του να προέρχεται από την ίδια οικογένεια. Ηταν ο τραπεζίτης Λούλης που είχε χρηματοδοτήσει το έργο του Μπέκα, και τώρα είναι ο πρόεδρος της εταιρείας Μύλοι Λούλη, Νίκος Λούλης, που ανταποκρίθηκε θετικά στην επιστολή-αίτημα του περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέξανδρου Καχριμάνη και χρηματοδότησε τις αναγκαίες μελέτες για το έργο, ύψους 150.000 ευρώ.
Από το 1886... ...στο 2015... ...στο 2019 Ιούνιος 2020
Το μεγάλο στοίχημα
Η αποκατάσταση του γεφυριού έβαλε μια σειρά από στοιχήματα στην επιστημονική κοινότητα. Στην επιστημονική επιτροπή με πρόεδρο τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ Μανώλη Κορρέ μετείχαν οι καθηγητές του Μετσοβίου Δημήτρης Καλιαμπάκος (αναπληρωτής πρόεδρος), Ελένη Μαΐστρου, Χαράλαμπος Μουζάκης, Αντωνία Μοροπούλου, Ελευθερία Τσακανίκα. Συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι των υπουργείων Πολιτισμού, Υποδομών (οι κύριοι Δέδες, Τασιόπουλος και Μουζάκης), της Περιφέρειας Ηπείρου και του ΤΕΕ. «Το γεφύρι είχε υποστεί ζημιές ήδη από το 2007, αλλά δεν είχαν γίνει εργασίες αποκατάστασης», περιγράφει ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εκπρόσωπος της Περιφέρειας Ηπείρου στην επιτροπή Γιώργος Σμύρης, που ήταν παράλληλα επικεφαλής των πρόδρομων εργασιών στο γεφύρι. «Ωστόσο, τότε είχαν γίνει αποτυπώσεις, πράγμα που αποδείχθηκε χρήσιμο για την αποκατάσταση. Η γέφυρα ήταν πολλαπλώς πληγωμένη: είχε βομβαρδιστεί το 1944 από τους Γερμανούς, είχε υποστεί ζημιές από κακοκαιρίες, ο καιρός γενικώς είχε αφήσει πάνω της τα σημάδια του», λέει.
«Η γέφυρα κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου του 2015 όχι γιατί είχε δομικό πρόβλημα, αλλά λόγω υποσκαφής και έλλειψης συντήρησης», σημειώνει η κυρία Αμαλία Ανδρουλιδάκη, διδάκτωρ αρχιτέκτονας, γενική διευθύντρια Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Εργων του υπουργείου Πολιτισμού με κομβικό ρόλο στον συντονισμό όλων των φορέων που ενεπλάκησαν στο έργο. «Η κακοκαιρία χτύπησε το γεφύρι εκεί που πονούσε, το δυτικό μεσόβαθρο είχε υποσκαφεί, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει. Δεν υπήρχε ούτε δομικό, ούτε κατασκευαστικό πρόβλημα. Οταν το κατανοήσαμε αυτό, καταλάβαμε ότι μπορούσαμε να το επαναλάβουμε, αφού θα καταλαβαίναμε πώς το είχε φτιάξει ο Μπέκας».
«Βρέθηκα 3 μέτρα κάτω από το νερό»
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεκίνησε ένας παράλληλος αγώνας δρόμου. Ο κ. Σμύρης με την ομάδα του βρισκόταν συνέχεια στην Πλάκα όσο ο καιρός το επέτρεπε. «Σηκώσαμε κομμάτια μέχρι και 400 τόνων μέσα από το ποτάμι», περιγράφει. «Υπήρχαν βράδια που δεν κοιμόμουν από τον φόβο της επόμενης ημέρας, βρέθηκα πολλές φορές ακόμη και 3 μέτρα κάτω από το νερό για να βλέπω τις θεμελιώσεις, ενώ υπήρξαν ημέρες που παίρναμε πρόβλεψη καιρού ανά δίωρο, ώστε να μη μας πάρει η βροχή το γεωτρύπανο που είχαμε εγκαταστήσει εκεί για τις αναγκαίες εργασίες στερέωσης. Επρεπε να κρατηθούν στη θέση τους τα τμήματα του γεφυριού που δεν είχαν καταρρεύσει και με την εποπτεία του Πολυτεχνείου έγιναν περίδεση, περίσφιξη και τοποθέτηση “κουρτινών” για τη στήριξή τους. Το μεγάλο ζήτημα ήταν η υποθεμελίωση των τμημάτων που έχασκαν. Τα μνημεία αλλάζουν, το περιβάλλον αλλάζει και ο βράχος που υπήρχε στη βάση του γεφυριού όταν κατασκευάστηκε δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθεί ξανά από τα Τζουμέρκα στην Πλάκα, ούτε μπορούσαμε φυσικά να επαναφέρουμε την κοίτη του ποταμού όπως ήταν στα 1860. Ετσι η στερέωση- υποθεμελίωση ολοκληρώθηκε το 2018 με τεχνική πασσάλων και έδραση έως και 27 μέτρα κάτω από το νερό», λέει ο κ. Σμύρης και προσθέτει: «Επρεπε να βρούμε τα στοιχεία εκείνα που θα μας έδειχναν τον τρόπο κατασκευής. Μέσα στο πεσμένο γεφύρι ανακαλύψαμε πράγματα που ήταν έκπληξη και ταυτόχρονα δώρα, αφού δεν τα γνωρίζαμε καν. Βρήκαμε ξυλοδεσίες που δεν γνωρίζαμε ότι γίνονταν, μελετήσαμε τη γεωμετρία που εφαρμοζόταν τον 19ο αιώνα. Ηταν δώρο το ότι μπορούσαμε να δούμε ένα γεφύρι από μέσα!».
«Μέσα στο πεσμένο γεφύρι ανακαλύψαμε ξυλοδεσίες που δεν γνωρίζαμε ότι γίνονταν, μελετήσαμε τη γεωμετρία που εφαρμοζόταν τον 19ο αιώνα. Ηταν δώρο το ότι μπορούσαμε να δούμε ένα γεφύρι από μέσα!» λέει ο κ. Γιώργος Σμύρης
Ολα τα στοιχεία που συγκέντρωνε η ομάδα των πρόδρομων εργασιών πήγαιναν στην επιστημονική επιτροπή και καθένας από τους καθηγητές του Πολυτεχνείου έσπευδε να αναλύσει, να κατανοήσει, να προσαρμόσει και στη δεύτερη φάση, της αποκατάστασης του γεφυριού, να το εφαρμόσει. Για παράδειγμα, έπρεπε να αναλυθούν τα κονιάματα που είχαν χρησιμοποιήσει οι τεχνίτες το 1866 για να δημιουργηθούν -αρχικά στα εργαστήρια του Πολυτεχνείου- τα ίδια. Οταν εντοπίστηκαν οι ξύλινες εσχάρες και οι ελκυστήρες, έγινε κάτι ανάλογο. Και παράλληλα, όπως επισημαίνει η κυρία Ανδρουλιδάκη, «εντοπίστηκαν τα σημεία από όπου είχαν αρχικά πάρει την πέτρα οι τεχνίτες, ώστε και πάλι το υλικό να είναι το ίδιο, με την ίδια συμπεριφορά και όψη, τα ίδια χαρακτηριστικά». Ολα αυτά απαιτούσαν ειδικές άδειες, που είχαν προβλεφθεί εξαρχής, ώστε να μην επιβραδύνεται το έργο με δεδομένη και την αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία. «Το υπουργείο Πολιτισμού μίλησε για αποκατάσταση του γεφυριού και όχι για ανακατασκευή. Το γεφύρι είναι το ίδιο. Με τα ίδια χαρακτηριστικά, την ίδια τεχνική στην κατασκευή», επισημαίνει η κυρία Ανδρουλιδάκη. «Κρίσιμο ήταν να βρεθεί και το συνεργείο που θα μπορούσε να το φτιάξει, να έχει πείρα στις θολωτές κατασκευές. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που αποτελεί ιδανική παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον, έχει αρμονία, αλλά δεν είναι απλό. Χρειαζόμασταν ανθρώπους που να “ακούνε και να νιώθουν” την πέτρα και τη λάσπη. Ακόμη και ο τρόπος που πετά ο τεχνίτης τη λάσπη με το μυστρί έχει σημασία», εξηγεί η γενική διευθύντρια Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Εργων του υπουργείου Πολιτισμού. Ενα σημαντικό, ίσως, νέο χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή η γέφυρα δεν θα μπορεί στο εξής να έχει... μυστικά και να επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς έχουν εντοιχιστεί έξι αισθητήρες κάτω από το κατάστρωμα του καλντεριμιού. Κάθε αλλαγή στη γέφυρα καταγράφεται άμεσα, αφού οι αισθητήρες είναι συνδεδεμένοι με καταγραφικό κέντρο πληροφοριών.
Η σύμβαση για την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης του γεφυριού υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2018. Οπως προέβλεπε το αρχικό χρονοδιάγραμμα, η κατασκευή του τόξου ολοκληρώθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 2019. Από εκείνη τη στιγμή και μετά έπρεπε να γίνει το έργο της αφαψίδωσής του, να φύγουν δηλαδή τα καλούπια. Η γέφυρα πέρασε με άριστα όλα τα τεστ. Αυτό που μένει πλέον είναι το «γεφύρι που ταξιδεύει μόνο του», όπως λέει ο κ. Σμύρης, να αποκτήσει ξανά συνοδοιπόρους, τους επισκέπτες στον Αραχθο, που θα νιώσουν το δέος να περπατούν στο στενό γεφύρι.
ΠΗΓΗ βίντεο, φωτογραφιών: Υπουργείο Πολιτισμού
anatakti
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ