2020-07-14 09:12:21
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀγάπησε τὴν τελεία μοναχικὴ ζωή, ὅπως αὐτὴ ἀποκρυσταλλώθηκε στὴν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν. Οὐδέποτε φαίνεται νὰ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὸν δυτικὸ ἀκτιβιστικὸ μοναχισμό.
Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἄσκηση ὡς αὐτοσκοπό, ἀλλὰ ὡς μέσο γιὰ τὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶναι αὐστηρὸς στὶς συμβουλές του, δὲν περιορίζει τὸ νόημα στὴν σωματικὴ κακοπάθεια, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν καὶ στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοερᾶς ἐργασίας.
Στὶς διδασκαλίες του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς φαίνονται τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Σημειώνουμε τὰ σπουδαιότερα:
α) Ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Φεύγει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ μάταια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀγαπήσει ἀμετεωρίστως «τὸ ἄκρον καὶ ἀνώτατον ἐραστόν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Θεός». Τὸ ἄπειρον θεῖο κάλλος ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ πρὸς ἕνα «ἄπαυστον καὶ ἀεικίνητον» θείο πόθο, ἡ δὲ ἔρημος βοηθεῖ στὸ νὰ μὴ ἀνακόπτεται, ἀλλὰ διαρκῶς νὰ ἀναρριπίζεται πρὸς τελειότερα ἀγάπη.
Αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύων τὸν δεύτερο ἀναβαθμὸ τοῦ α᾿ ἤχου «τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὐσι τοῦ ματαίου ἐκτός»:
«Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἡσυχίᾳ κατοικούντων μοναχῶν, δὲν ἕλκεται ἀπὸ κανένα ὑλικὸ καὶ μάταιο πράγμα· οὔτε γίνεται ἄλλοτε ἄλλος, δελεαζόμενος ἀπὸ ἡδονές, ἢ πλοῦτο, ἢ δόξα τὰ ὁποῖα φθείρονται καὶ ἀφανίζονται Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος κατὰ φύσιν καὶ ἄφραστος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν πόθος τῶν ἐρημιτῶν δὲν στέκεται ποτέ, ἀλλ᾿ εἶναι πάντοτε ἄπαυστος καὶ ἀεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αὔξησιν, καὶ πάντοτε τρέχων πρὸς τὸ ἀνώτερον...
Σπουδάζει μὲν γὰρ ὁ νοῦς νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ ὕψος τοῦ θείου κάλλους, καὶ νὰ χωρήση αὐτὸ ὁλόκληρο ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμπορεῖ, διὰ τοῦτο στοχαζόμενος, ὅτι ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐδυνήθη νὰ χωρήση, εἶναι ἀνώτερο καὶ ἡδονικώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ὅπου χώρησε· τούτου χάριν θαυμάζει καὶ ἀπορεῖ· ἐκ δὲ τοῦ θαυμασμοῦ, γεμίζει ἀπὸ θείους ἔρωτας, καὶ πόθους ἀναρριπίζει διακαεῖς τῇ ψυχῇ... τὴν ἀπορία πορισμὸ ἐρώτων τιθέμενος, κατὰ τὸν ἅγιον καὶ νηπτικώτατο Κάλλιστο».
β) Ἡ ἡσυχία.
Ἡ ἡσυχία κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, εἶναι ὁ καταλληλότερος τόπος καὶ τρόπος γιὰ νὰ ἐργάζεται ὁ νοῦς τὴν ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ὡς ἀπραξία. Οἱ ἱερῶς ἡσυχάζοντες ἀσκοῦν μία σύντονο καὶ ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία νίψεως καὶ προσευχῆς.
«Οἱ δὲ ἐν τῇ ἐρήμῳ καθήμενοι, καὶ τὴν ἡσύχιον ζωὴν μεταχειριζόμενοι, αὐτοὶ καταφρονοῦσι μὲν ὅλα τὰ ἠδέα, καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποθούμενα, ὡς βλαπτικὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ χωρίζοντα· συμμαζόνουσι δὲ τὸν νοῦν τους, ἀπὸ κάθε σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ θεωρίαν, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καὶ ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχονται, μελετῶντες τὸ παμπόθητον καὶ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντες ἀγαπητικῶς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἐκ τῆς τοιαύτης δὲ ἀδιάλειπτου προσευχῆς καὶ συχνῆς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀνάπτουσι μὲν τὴν καρδίαν τους εἰς μόνον τὸν τοῦ Θεοῦ πόθον καὶ ἔρωτα, ἐκτείνουσι δὲ καὶ τὸν νοῦν ἑαυτῶν εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ θείου κάλλους. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ὑπέρκαλλον ἐκεῖνο κάλλος καταθελγόμενοι, καὶ ἔξω γενόμενοι ἑαυτῶν, λησμονοῦσι καὶ φαγητά, καὶ ποτά, καὶ φορέματα καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴ ἀνάγκην τοῦ σώματος».
γ) Ἡ Χριστομίμητος ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ τῶν μοναχῶν δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ πειθαρχία, ἠναγκασμένη ἢ συμβατική. Πρότυπό της ἔχει τὴν ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου στὸν Οὐράνιό Του Πατέρα, κατὰ τὸ «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β´, 8), καὶ στὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, κατὰ τὸ «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. β´, 51).
Ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ φρονήματος. Γράφει ὁ Ἅγιος:
«Ὑπότασσε λοιπὸν εἰς αὐτὸν [τὸν διὰ τοῦ μοναδικοῦ σχήματος γενόμενον γέροντά σου], ὄχι μόνον ὅλα σου τὰ θελήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι εὐκολότερον, ἀλλ᾿ ἀκόμη καὶ ὅλα σου τὰ φρονήματα, τὸ ὅποιον εἶναι δυσκολότερον. Πολλοὶ γὰρ ὑποτακτικοὶ ἐκκόπτουσι καὶ τὸ θέλημά των καὶ κάμνουσι τὸ θέλημα τοῦ γέροντός των, μὰ τὸ φρόνημά των δὲν τὸ ἐκκόπτουσι καὶ μάλιστα ἂν εἶναι, καὶ λογιώτατοι ἀλλ᾿ ἐχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ἰδέαν βαθέως ριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν τους, ὅτι ἐκεῖνο ὁποῦ αὐτὰ φρονοῦσι καὶ συλλογίζονται διὰ κάθε πράγμα, εἶναι καλλίτερον καὶ φρονιμώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ φρονεῖ καὶ συλλογίζεται ὁ γέροντάς των».
Μὲ τὴν διδασκαλία αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ὑποτακτικὸ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου.
δ) Ἡ ἐργασία.
Τὸ ἐργόχειρο ἢ τὸ διακόνημα εἶναι ἀπαραίτητο στὸν μοναχό, γιὰ λόγους ποὺ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει. Πρῶτα, γιὰ νὰ μὴ ἔχη ὁ λογισμὸς τοῦ μοναχοῦ ἀφορμὲς μετεωρισμοῦ. Καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ ὑποχρεώνεται ὁ μοναχὸς νὰ βγαίνει στὸν κόσμο γιὰ συλλογὴ ἐλεημοσύνης, διότι ἀπὸ αὐτὸ προκαλοῦνται πειρασμοὶ καὶ πτώσεις, δημιουργοῦνται ἀφορμὲς σκανδαλισμοῦ τῶν κοσμικῶν καὶ εἰσάγονται στὰ μοναστήρια κοσμικὲς συνήθειες καὶ φρονήματα.
Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι τέτοιο, ὥστε νὰ μὴ βάζει τὸν μοναχό σε μέριμνες, πειρασμοὺς καὶ αἰσχροκέρδειες, Ἰδιαιτέρως δὲ γιὰ τὸν ἐρημίτη νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖται ἀπερίσπαστος στὸ ἐρημικό του καλύβι.
ε) Ἡ προσευχή.
Ὅλος ὁ μοναχικὸς ἀγώνας, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, συντείνει στὸ νὰ ἐξασφάλιση στὸ νοῦ τὴν ἐλευθερία νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος. Ὁ ἴδιος ὡς ἐρημίτης εἰργάζετο τὴν μονολόγιστο εὐχὴ καὶ αὐτὴν συνιστοῦσε ἐνθέρμως:
«Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, παρακαλῶ σε καὶ τρίτον, ἂς εἶναι γλυκὺ μελέτημα τῆς καρδίας σου, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἐντρύφημα τῆς γλώσσης σου· ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι τὸ ἀδολέσχημα καὶ ἡ ἰδέα τοῦ νοός σου· ἐν συντομίᾳ, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἡ ἀναπνοή σου· καὶ ποτὸ νὰ μὴ κορέννυσαι ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦν».
Ἀλλὰ παραλλήλως δίδασκε καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς προσευχῆς καὶ θείας λατρείας στὸν ναό. Στὸ ἔργο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς νὰ συμμετέχουν στὸν Ἑσπερινό, στὸν Ὄρθρο καὶ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους, γιὰ νὰ συνηθίζουν, καὶ συνιστᾶ νὰ μὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες προφασιζόμενοι τὴν κατ᾿ ἰδίαν προσευχὴ στὸ σπίτι. Χάριν τῆς κοινῆς προσευχῆς στὸν ναὸ συνέθεσε Κανόνες διαφόρων ἑορτῶν, συνέταξε τὸ Θεοτοκάριο καὶ ἑρμήνευσε τοὺς εἱρμοὺς τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὥστε ἡ ψαλμωδία νὰ εἶναι λογικὴ λατρεία.
στ) Ἡ ἀγάπη.
Ἡ μοναχικὴ ἄσκησις χωρὶς ἀγάπη δὲν σώζει. Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸ τονίζει μὲ ἔμφαση:
«Δὲν εἶναι θρήνων ἄξιον, νὰ βλέπη τινὰς τόσους καὶ τόσους ἀδελφοὺς νὰ ἀφήσουν τὸν κόσμον, καὶ νὰ κατοικοῦν μέσα εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια, διὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τους· νὰ ἐκχέουν τόσους αἱματωμένουςἱδρῶτας· νὰ ἀγωνίζονται μὲ ὑπερβολικοὺς ἀγῶνας, νηστειῶν, ἀγρυπνιῶν, κακοπαθειῶν, νωτοφοροῦντες, ὑδροφοροῦντες, καὶ πεζοὶ ὁδεύοντες μέσα εἰς δύσβατους καὶ ἀμφικρήμνους τόπους, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, νὰ βλέπη τοὺς τοιούτους νὰ τρέφουν εἰς τὴν καρδίαν τους ἓν τόσον φαρμακερὸ βασιλίσκο; τὸ μίσος, λέγω, κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους; ὤ! καὶ τίς νὰ μὴ ἀναστενάξει; ὤ! καὶ τίς νὰ μὴ χύσῃ καρδιοστάλακτα δάκρυα;».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἄσκησε τὴν ἀγάπη, παρότι ἔζησε ἔντονα τὶς συνέπειες τῶν ἀγώνων του ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε.
Στὴν Ὁμολογία Πίστεως, ποὺ χρειάσθηκε νὰ σύνταξη γιὰ νὰ πληροφόρηση, ὅπως λέγει, τοὺς μὴ εἰδότας καὶ νὰ διόρθωση τοὺς ἐν γνώσει κατηγοροῦντας, γράφει περὶ τῶν κατηγόρων του ποὺ δυστυχῶς εἶχαν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη:
«Ἡ μοναδικὴ πολιτεία ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν οἱ Μοναχοὶ πραότητα, καὶ ἀταραξία καρδίας· αὐτοὶ ὅμως οἱ εὐλογημένοι...ταράττονται, ἀνάπτουν ἀπὸ τὸν θυμό, καὶ εὐθὺς λέγουν τὰ δυσφημότατα... καὶ μὲ τοῦτο δείχνουν τὸ μίσος καὶ τὴν πικρία, ὅπου φυλάττουν μέσα εἰς τὴν ψυχήν τους».
Τοὺς παρακαλεῖ νὰ συνέλθουν, νὰ ἀφήσουν τὰ πείσματα, νὰ ἐκριζώσουν τὸ μίσος καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν ἀγάπη.
Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, καταλήγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἐὰν δὲν ἐκριζώσετε τὸ μίσος ἀπὸ τὴν καρδίαν σας, καὶ δὲν ἐμφυτεύσετε τὴν ἀγάπην, καὶ ἐὰν δὲν παύσετε ἀπὸ τὰς κατὰ τῶν ἀδελφῶν σας δυσφημίας, νὰ ἠξεύρετε (καὶ σύγγνωτε ἡμῖν διὰ τὴν τόλμη) ὅτι ματαίως κατοικεῖτε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ· μάταιοι εἶναι ὅλοι οἱ ἀσκητικοί σας ἀγῶνες καὶ κόποι καὶ ἵδρωτες· νὰ εἰποῦμε καὶ τὸ μεγαλύτερον; μαρτύριο αἰσθητὸ ἐὰν ὑπομείνετε διὰ τὸν Χριστόν, ἔχετε δὲ μίσος, μάταιο εἶναι τὸ τοιοῦτον μαρτύριό σας».
Πηγή: nektarios
paraklisi
Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἄσκηση ὡς αὐτοσκοπό, ἀλλὰ ὡς μέσο γιὰ τὴν τελεία ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶναι αὐστηρὸς στὶς συμβουλές του, δὲν περιορίζει τὸ νόημα στὴν σωματικὴ κακοπάθεια, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν καὶ στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοερᾶς ἐργασίας.
Στὶς διδασκαλίες του περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς φαίνονται τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Σημειώνουμε τὰ σπουδαιότερα:
α) Ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Φεύγει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο, μακριὰ ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ μάταια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀγαπήσει ἀμετεωρίστως «τὸ ἄκρον καὶ ἀνώτατον ἐραστόν, ὅπερ ἐστὶν ὁ Θεός». Τὸ ἄπειρον θεῖο κάλλος ἕλκει τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ πρὸς ἕνα «ἄπαυστον καὶ ἀεικίνητον» θείο πόθο, ἡ δὲ ἔρημος βοηθεῖ στὸ νὰ μὴ ἀνακόπτεται, ἀλλὰ διαρκῶς νὰ ἀναρριπίζεται πρὸς τελειότερα ἀγάπη.
Αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύων τὸν δεύτερο ἀναβαθμὸ τοῦ α᾿ ἤχου «τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὐσι τοῦ ματαίου ἐκτός»:
«Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἡσυχίᾳ κατοικούντων μοναχῶν, δὲν ἕλκεται ἀπὸ κανένα ὑλικὸ καὶ μάταιο πράγμα· οὔτε γίνεται ἄλλοτε ἄλλος, δελεαζόμενος ἀπὸ ἡδονές, ἢ πλοῦτο, ἢ δόξα τὰ ὁποῖα φθείρονται καὶ ἀφανίζονται Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος κατὰ φύσιν καὶ ἄφραστος, διὰ τοῦτο καὶ ὁ πρὸς τὸν Θεὸν πόθος τῶν ἐρημιτῶν δὲν στέκεται ποτέ, ἀλλ᾿ εἶναι πάντοτε ἄπαυστος καὶ ἀεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αὔξησιν, καὶ πάντοτε τρέχων πρὸς τὸ ἀνώτερον...
Σπουδάζει μὲν γὰρ ὁ νοῦς νὰ ἀναβῇ εἰς τὸ ὕψος τοῦ θείου κάλλους, καὶ νὰ χωρήση αὐτὸ ὁλόκληρο ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμπορεῖ, διὰ τοῦτο στοχαζόμενος, ὅτι ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐδυνήθη νὰ χωρήση, εἶναι ἀνώτερο καὶ ἡδονικώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο, ὅπου χώρησε· τούτου χάριν θαυμάζει καὶ ἀπορεῖ· ἐκ δὲ τοῦ θαυμασμοῦ, γεμίζει ἀπὸ θείους ἔρωτας, καὶ πόθους ἀναρριπίζει διακαεῖς τῇ ψυχῇ... τὴν ἀπορία πορισμὸ ἐρώτων τιθέμενος, κατὰ τὸν ἅγιον καὶ νηπτικώτατο Κάλλιστο».
β) Ἡ ἡσυχία.
Ἡ ἡσυχία κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, εἶναι ὁ καταλληλότερος τόπος καὶ τρόπος γιὰ νὰ ἐργάζεται ὁ νοῦς τὴν ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ὡς ἀπραξία. Οἱ ἱερῶς ἡσυχάζοντες ἀσκοῦν μία σύντονο καὶ ἀδιάλειπτο νοερὰ ἐργασία νίψεως καὶ προσευχῆς.
«Οἱ δὲ ἐν τῇ ἐρήμῳ καθήμενοι, καὶ τὴν ἡσύχιον ζωὴν μεταχειριζόμενοι, αὐτοὶ καταφρονοῦσι μὲν ὅλα τὰ ἠδέα, καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ποθούμενα, ὡς βλαπτικὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ χωρίζοντα· συμμαζόνουσι δὲ τὸν νοῦν τους, ἀπὸ κάθε σύγχυσιν τοῦ κόσμου καὶ θεωρίαν, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τους, καὶ ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχονται, μελετῶντες τὸ παμπόθητον καὶ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ λέγοντες ἀγαπητικῶς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἐκ τῆς τοιαύτης δὲ ἀδιάλειπτου προσευχῆς καὶ συχνῆς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀνάπτουσι μὲν τὴν καρδίαν τους εἰς μόνον τὸν τοῦ Θεοῦ πόθον καὶ ἔρωτα, ἐκτείνουσι δὲ καὶ τὸν νοῦν ἑαυτῶν εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ θείου κάλλους. Ὅθεν ἀπὸ τὸ ὑπέρκαλλον ἐκεῖνο κάλλος καταθελγόμενοι, καὶ ἔξω γενόμενοι ἑαυτῶν, λησμονοῦσι καὶ φαγητά, καὶ ποτά, καὶ φορέματα καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴ ἀνάγκην τοῦ σώματος».
γ) Ἡ Χριστομίμητος ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ τῶν μοναχῶν δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ πειθαρχία, ἠναγκασμένη ἢ συμβατική. Πρότυπό της ἔχει τὴν ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου στὸν Οὐράνιό Του Πατέρα, κατὰ τὸ «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β´, 8), καὶ στὴν Ὑπεραγία Μητέρα Του καὶ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, κατὰ τὸ «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. β´, 51).
Ἀληθινὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ φρονήματος. Γράφει ὁ Ἅγιος:
«Ὑπότασσε λοιπὸν εἰς αὐτὸν [τὸν διὰ τοῦ μοναδικοῦ σχήματος γενόμενον γέροντά σου], ὄχι μόνον ὅλα σου τὰ θελήματα, τὸ ὁποῖον εἶναι εὐκολότερον, ἀλλ᾿ ἀκόμη καὶ ὅλα σου τὰ φρονήματα, τὸ ὅποιον εἶναι δυσκολότερον. Πολλοὶ γὰρ ὑποτακτικοὶ ἐκκόπτουσι καὶ τὸ θέλημά των καὶ κάμνουσι τὸ θέλημα τοῦ γέροντός των, μὰ τὸ φρόνημά των δὲν τὸ ἐκκόπτουσι καὶ μάλιστα ἂν εἶναι, καὶ λογιώτατοι ἀλλ᾿ ἐχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ἰδέαν βαθέως ριζωμένη εἰς τὴν καρδίαν τους, ὅτι ἐκεῖνο ὁποῦ αὐτὰ φρονοῦσι καὶ συλλογίζονται διὰ κάθε πράγμα, εἶναι καλλίτερον καὶ φρονιμώτερο ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ φρονεῖ καὶ συλλογίζεται ὁ γέροντάς των».
Μὲ τὴν διδασκαλία αὐτὴ ὁδηγεῖ τὸν ὑποτακτικὸ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου.
δ) Ἡ ἐργασία.
Τὸ ἐργόχειρο ἢ τὸ διακόνημα εἶναι ἀπαραίτητο στὸν μοναχό, γιὰ λόγους ποὺ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπισημαίνει. Πρῶτα, γιὰ νὰ μὴ ἔχη ὁ λογισμὸς τοῦ μοναχοῦ ἀφορμὲς μετεωρισμοῦ. Καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ ὑποχρεώνεται ὁ μοναχὸς νὰ βγαίνει στὸν κόσμο γιὰ συλλογὴ ἐλεημοσύνης, διότι ἀπὸ αὐτὸ προκαλοῦνται πειρασμοὶ καὶ πτώσεις, δημιουργοῦνται ἀφορμὲς σκανδαλισμοῦ τῶν κοσμικῶν καὶ εἰσάγονται στὰ μοναστήρια κοσμικὲς συνήθειες καὶ φρονήματα.
Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ εἶναι τέτοιο, ὥστε νὰ μὴ βάζει τὸν μοναχό σε μέριμνες, πειρασμοὺς καὶ αἰσχροκέρδειες, Ἰδιαιτέρως δὲ γιὰ τὸν ἐρημίτη νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτελεῖται ἀπερίσπαστος στὸ ἐρημικό του καλύβι.
ε) Ἡ προσευχή.
Ὅλος ὁ μοναχικὸς ἀγώνας, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, συντείνει στὸ νὰ ἐξασφάλιση στὸ νοῦ τὴν ἐλευθερία νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος. Ὁ ἴδιος ὡς ἐρημίτης εἰργάζετο τὴν μονολόγιστο εὐχὴ καὶ αὐτὴν συνιστοῦσε ἐνθέρμως:
«Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, παρακαλῶ σε καὶ τρίτον, ἂς εἶναι γλυκὺ μελέτημα τῆς καρδίας σου, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἐντρύφημα τῆς γλώσσης σου· ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι τὸ ἀδολέσχημα καὶ ἡ ἰδέα τοῦ νοός σου· ἐν συντομίᾳ, ὁ Ἰησοῦς ἂς εἶναι ἡ ἀναπνοή σου· καὶ ποτὸ νὰ μὴ κορέννυσαι ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦν».
Ἀλλὰ παραλλήλως δίδασκε καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς προσευχῆς καὶ θείας λατρείας στὸν ναό. Στὸ ἔργο του «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς νὰ συμμετέχουν στὸν Ἑσπερινό, στὸν Ὄρθρο καὶ στὴν Θεία Λειτουργία μαζὶ μὲ τὰ παιδιά τους, γιὰ νὰ συνηθίζουν, καὶ συνιστᾶ νὰ μὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες προφασιζόμενοι τὴν κατ᾿ ἰδίαν προσευχὴ στὸ σπίτι. Χάριν τῆς κοινῆς προσευχῆς στὸν ναὸ συνέθεσε Κανόνες διαφόρων ἑορτῶν, συνέταξε τὸ Θεοτοκάριο καὶ ἑρμήνευσε τοὺς εἱρμοὺς τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὥστε ἡ ψαλμωδία νὰ εἶναι λογικὴ λατρεία.
στ) Ἡ ἀγάπη.
Ἡ μοναχικὴ ἄσκησις χωρὶς ἀγάπη δὲν σώζει. Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸ τονίζει μὲ ἔμφαση:
«Δὲν εἶναι θρήνων ἄξιον, νὰ βλέπη τινὰς τόσους καὶ τόσους ἀδελφοὺς νὰ ἀφήσουν τὸν κόσμον, καὶ νὰ κατοικοῦν μέσα εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια, διὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχήν τους· νὰ ἐκχέουν τόσους αἱματωμένουςἱδρῶτας· νὰ ἀγωνίζονται μὲ ὑπερβολικοὺς ἀγῶνας, νηστειῶν, ἀγρυπνιῶν, κακοπαθειῶν, νωτοφοροῦντες, ὑδροφοροῦντες, καὶ πεζοὶ ὁδεύοντες μέσα εἰς δύσβατους καὶ ἀμφικρήμνους τόπους, καὶ ὕστερον ἀπὸ ὅλα αὐτά, νὰ βλέπη τοὺς τοιούτους νὰ τρέφουν εἰς τὴν καρδίαν τους ἓν τόσον φαρμακερὸ βασιλίσκο; τὸ μίσος, λέγω, κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους; ὤ! καὶ τίς νὰ μὴ ἀναστενάξει; ὤ! καὶ τίς νὰ μὴ χύσῃ καρδιοστάλακτα δάκρυα;».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἄσκησε τὴν ἀγάπη, παρότι ἔζησε ἔντονα τὶς συνέπειες τῶν ἀγώνων του ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε.
Στὴν Ὁμολογία Πίστεως, ποὺ χρειάσθηκε νὰ σύνταξη γιὰ νὰ πληροφόρηση, ὅπως λέγει, τοὺς μὴ εἰδότας καὶ νὰ διόρθωση τοὺς ἐν γνώσει κατηγοροῦντας, γράφει περὶ τῶν κατηγόρων του ποὺ δυστυχῶς εἶχαν ἀποκλίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη:
«Ἡ μοναδικὴ πολιτεία ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν οἱ Μοναχοὶ πραότητα, καὶ ἀταραξία καρδίας· αὐτοὶ ὅμως οἱ εὐλογημένοι...ταράττονται, ἀνάπτουν ἀπὸ τὸν θυμό, καὶ εὐθὺς λέγουν τὰ δυσφημότατα... καὶ μὲ τοῦτο δείχνουν τὸ μίσος καὶ τὴν πικρία, ὅπου φυλάττουν μέσα εἰς τὴν ψυχήν τους».
Τοὺς παρακαλεῖ νὰ συνέλθουν, νὰ ἀφήσουν τὰ πείσματα, νὰ ἐκριζώσουν τὸ μίσος καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦν τὴν ἀγάπη.
Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, καταλήγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἐὰν δὲν ἐκριζώσετε τὸ μίσος ἀπὸ τὴν καρδίαν σας, καὶ δὲν ἐμφυτεύσετε τὴν ἀγάπην, καὶ ἐὰν δὲν παύσετε ἀπὸ τὰς κατὰ τῶν ἀδελφῶν σας δυσφημίας, νὰ ἠξεύρετε (καὶ σύγγνωτε ἡμῖν διὰ τὴν τόλμη) ὅτι ματαίως κατοικεῖτε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ· μάταιοι εἶναι ὅλοι οἱ ἀσκητικοί σας ἀγῶνες καὶ κόποι καὶ ἵδρωτες· νὰ εἰποῦμε καὶ τὸ μεγαλύτερον; μαρτύριο αἰσθητὸ ἐὰν ὑπομείνετε διὰ τὸν Χριστόν, ἔχετε δὲ μίσος, μάταιο εἶναι τὸ τοιοῦτον μαρτύριό σας».
Πηγή: nektarios
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συνεχίζει την επιτυχημένη παράδοση ο ΑΝΤ1...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ