2020-07-15 19:53:02
Επέζησε από τρία σκληρά μνημόνια του ΔΝΤ σε Βραζιλία, Αργεντινή και Ελλάδα, έχασε τα πάντα, κοιμήθηκε σε παγκάκια στο Σύνταγμα, μα σήμερα γυρίζει νέα σελίδα στη ζωή του ως εργαζόμενος στο νέο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων
Ο πρώτος εργαζόμενος γενικών καθηκόντων στο καινούριο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων του Δήμου Αθηναίων είναι ένας πρόσχαρος, νευρώδης μεσήλικας. Μολονότι ογκώδης και μεγαλόσωμος, κινείται σβέλτα μπαινοβγαίνοντας στις διάφορες εισόδους του ανακαινισμένου κτιρίου στην αρχή της Αχαρνών, γωνία με Λιοσίων. Σαν να μην τον βαραίνουν καθόλου ούτε τα κιλά ούτε τα χρόνια. Ούτε, κυρίως, όσα έχει περάσει μέχρι να πάψει να λογίζεται σαν άλλος ένας «ωφελούμενος» από το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ), αλλά ως ένας κανονικός εργαζόμενος. Κάποιος που με τον μισθό του είναι σε θέση να πληρώνει το ενοίκιο του μικρού διαμερίσματός του κάτω από την Ομόνοια, τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμούς του.
Ο Λάμπρος Μουστάκης συνοδεύει την ομιλία του με χειρονομίες που θα αναγνώριζαν αμέσως όσοι έχουν ταξιδέψει στη Βραζιλία. Εκεί γεννήθηκε άλλωστε ο ίδιος, εκεί μεγάλωσε και εκεί, το 1994, στην αχανή μητρόπολη του Σάο Πάολο παρέστη στην κηδεία του Αϊρτον Σένα, του εθνικού ήρωα και τρις παγκόσμιου πρωταθλητή Formula 1. Στη Βραζιλία, επίσης, παντρεύτηκε και απέκτησε τις δύο κόρες του, 23 και 25 ετών σήμερα. Ζουν πλέον στην Πορτογαλία μαζί με τη μητέρα τους, η οποία είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου και προ πολλού διαζευγμένη με τον Λάμπρο.
Η μικρότερη θυγατέρα σπουδάζει Ιατρική και η μεγαλύτερη εργάζεται ως ειδική της Ρομποτικής σε πολυεθνική εταιρεία. Στα 58 του χρόνια, ο Λάμπρος Μουστάκης έχει ήδη γίνει παππούς, καθώς η πρωτότοκη κόρη του πρόσφατα έγινε μητέρα ενός αγοριού. Πιθανότατα το παιδί αυτό δεν θα ακούσει ποτέ ολόκληρη την ιστορία του παππού του. Και αν την ακούσει ποτέ, ίσως να μην την πιστέψει - δικαιολογημένα έως έναν βαθμό, εφόσον ο πρόγονός του έχει ζήσει τουλάχιστον δυο-τρεις ζωές σε μία: υπήρξε οικονομικός μετανάστης από τη Βραζιλία, ελεγκτής ποιότητας σε σφαγεία μεταξύ Αργεντινής και Ουρουγουάης, υπεύθυνος κρατήσεων σε έναν μικρό όμιλο από ξενοδοχεία για νέους (hostel) στο κέντρο της Αθήνας, διερμηνέας για ισπανικά και ιταλικά τηλεοπτικά δίκτυα που κάλυπταν την ελληνική επικαιρότητα όταν οι «Αγανακτισμένοι» συγκεντρώνονταν στην πλατεία Συντάγματος. Ακολούθως ο Λάμπρος Μουστάκης έγινε κάπως διάσημος - αλλά για εντελώς λάθος λόγους: τα έχασε όλα και κοιμόταν στον δρόμο, όταν η Ελλάδα, η πατρίδα που νοστάλγησε και οραματιζόταν σαν τη γη που θα τον λύτρωνε από τα βάσανά του στη Νότια Αμερική, απέδειξε ότι η μόνη ανταμοιβή που είχε να προσφέρει στον Λάμπρο ήταν το πεζοδρόμιο της πλατείας Βικτωρίας ή ένα κάθισμα στα «McDonald’s» του Συντάγματος. Κατόπιν το ΚΥΑΔΑ του Δήμου Αθηναίων έριξε στον Λάμπρο ένα σωσίβιο: του πρόσφερε φιλοξενία και τον τράβηξε από το πεζοδρόμιο. Και όταν εκείνος βρέθηκε να πουλά μερικά αντίτυπα του περιοδικού «Σχεδία» στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, κάποια ελληνικά ΜΜΕ ανακάλυψαν τον Λάμπρο Μουστάκη και θέλησαν να προβάλουν την ασυνήθιστη ιστορία του. «Ο άνθρωπος που χτυπήθηκε 3 φορές από το ΔΝΤ» ήταν ο τίτλος που αποδόθηκε στην περίπτωσή του, σε διάφορες παραλλαγές.
Κάπου ενδιάμεσα ο Λάμπρος δοκίμασε τις δυνατότητές του ως ηθοποιός σε θίασο αστέγων μεν, αλλά σε παράσταση που ανέβηκε στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και ενώπιον εκατοντάδων θεατών, συμπεριλαμβανομένων επισήμων, όπως ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Νικήτας Κακλαμάνης, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κ.ά.
800 άστεγοι
Η αισιοδοξία και η ενέργεια, η ατόφια διάθεση για ζωή εκπέμπονται κατά κύματα από την προσωπικότητα του Λάμπρου Μουστάκη. Σε πλήρη αναντιστοιχία με την απόλυτη μιζέρια που τον καταδίωξε επί δεκαετίες δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ότι «φυσικά και θα άρπαζα απ’ τα μαλλιά οποιαδήποτε ευκαιρία να δουλέψω ξανά, π.χ. στον τουρισμό. Εχω εμπειρία στον κλάδο και μιλάω 5 γλώσσες (πορτογαλέζικα, ελληνικά, ισπανικά, ιταλικά, αγγλικά). Το μόνο που φοβάμαι είναι να μη μου πουν ότι είμαι γέρος. Είμαι πια 58 ετών, έχω πρόβλημα στη μέση, είμαι και διαβητικός τύπου 2, αλλά τίποτα από αυτά δεν θα με σταματούσε».
Ο πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ Γρηγόρης Λέων θεωρεί ότι «η περίπτωση του Λάμπρου Μουστάκη είναι η ιδανική εκπλήρωση της αποστολής μας. Διότι η μεγαλύτερη επιτυχία για εμάς ως ΚΥΑΔΑ δεν είναι όταν μπαίνει ένας άστεγος στο κέντρο ή όταν φεύγει οικεία βουλήσει, όπως λέμε. Η επιτυχία είναι όταν βγαίνει από τις δομές του ΚΥΑΔΑ επειδή έχει ανακτήσει την ισορροπία του ως προσωπικότητα μετά την καταστροφή της αστεγίας και είναι καθ’ όλα έτοιμος για να επανενταχθεί κανονικά στην κοινωνία. Οταν μπορεί, με τη δική μας βοήθεια πάντα, π.χ. να υποβάλει αίτηση για να εργαστεί στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, όπως εν προκειμένω ο Λάμπρος που δουλεύει μαζί μας. Αλλά τους προηγούμενους μήνες έχουμε κάνει παρόμοια δουλειά με άλλα 28 άτομα».
Ο Λάμπρος Μουστάκης υπήρξε ένας από τους περίπου 26.000 ανθρώπους για τους οποίους φροντίζει, με διάφορους τρόπους, το ΚΥΑΔΑ. Πρόκειται για άπορους, άστεγους και εξαρτημένους από ουσίες, γενικώς για καθέναν που πληροί τα κριτήρια ώστε να καταταγεί στις ευπαθείς ομάδες οι οποίες χρήζουν άμεσης στήριξης και προστασίας.
Επί έναν μήνα, στην αρχή του χειμώνα του 2011, ο Λάμπρος Μουστάκης έγινε ένας από τους άστεγους της Αθήνας, oι οποίοι σήμερα πλησιάζουν τους 800. Ο ίδιος περιγράφει την πορεία του ως εξής: «Γεννήθηκα στη Βραζιλία. Ο πατέρας μου ήταν από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας και η μητέρα μου από την Εύβοια. Στον Εμφύλιο, ο μπαμπάς μου μαζί με έναν ξάδελφό του έφυγαν από την Ελλάδα. Μέσω Γένοβας έφτασαν στη Σάντος της Βραζιλίας. Ηταν τσαγκάρηδες και μόλις είδαν ότι κανείς σε εκείνη τη χώρα δεν φορούσε κανονικά παπούτσια, πίστεψαν ότι είχαν βρει τον παράδεισο. Ετριβαν τα χέρια τους, νομίζοντας ότι θα γίνουν πλούσιοι. Δεν τα κατάφεραν άσχημα, έθρεψαν δύο οικογένειες με τη δουλειά τους. Οταν εγώ τελείωνα το λύκειο, η οικονομική κατάσταση στη Βραζιλία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, με φτώχεια, τρομερό πληθωρισμό κ.λπ. Εφυγα για την Αργεντινή, όπου κάποιοι συγγενείς μας είχαν σφαγεία. Σπούδασα σε τεχνική σχολή και δούλεψα για αρκετά χρόνια ως τεχνικός ελέγχου ποιότητας κρεάτων. Αμειβόμουν καλά, είχα το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου. Δεν είχα παράπονο. Μάλιστα, είχα έρθει και δύο φορές στην Ελλάδα. Οι Ελληνες ήταν οι καλύτεροι πελάτες μας, ειδικά για το αρνίσιο κρέας. Κατόπιν έπεσε και η Αργεντινή σε οικονομική κρίση. Το 1990 επέστρεψα στη Βραζιλία και προσπάθησα να τα βγάλω πέρα εκεί. Το 1997 αποφάσισα να μεταναστεύσω στην Ελλάδα, μια και είχα διπλή υπηκοότητα. Εβλεπα το ΔΝΤ να έρχεται, όπως και έγινε, για να διαλύσει τη Βραζιλία. Στην Ελλάδα βρήκα δουλειά αμέσως, σε έναν μικρό όμιλο οικονομικών ξενοδοχείων για νέους. Ξεκίνησα από τη ρεσεψιόν, κατόπιν έγινα υπεύθυνος κρατήσεων, έκλεινα ομαδικές εκδρομές για τους τουρίστες κ.λπ. Τα χρόνια πριν και μετά το 2004 οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά. Ημουν ευχαριστημένος. Κι ύστερα ήρθε η κρίση, το ΔΝΤ με πέτυχε τελικά στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά με γονάτισε, γιατί κόντευα πια τα 50 μου χρόνια».
Αφότου έκλεισαν τα ξενοδοχεία στα οποία εργαζόταν, ο Λάμπρος Μουστάκης έζησε για ένα διάστημα με το επίδομα του ταμείου ανεργίας. Δεν μπόρεσε να βρει δουλειά. Κάποια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι του, διαπίστωσε ότι είχαν αλλάξει κλειδαριές. Εξωση. Πέρασε στον προθάλαμο της αστεγίας ως περιστασιακός φιλοξενούμενος σε έναν γνωστό του. Και ένας άλλος γνωστός του, ιδιοκτήτης πρακτορείου ΟΠΑΠ, επέτρεπε στον Λάμπρο για λίγο καιρό να χρησιμοποιεί το μπάνιο στο υπόγειο του καταστήματος.
Στο πεζοδρόμιο
Το επόμενο βήμα όμως ήταν το πεζοδρόμιο: «Δεν είχα ρούχα, μόνο μια μικρή τσάντα. Για 15 μέρες κοιμόμουν στις καρέκλες μιας καφετέριας στην πλατεία Βικτωρίας. Μέχρι που, ένα βράδυ, έγινε πόλεμος. Γεωργιανοί με Αφρικανούς, η μία μαφία πυροβολούσε την άλλη, για τα ναρκωτικά και τις πόρνες. Επεσα κάτω από ένα τραπέζι, νόμιζα ότι θα με σκότωναν κι εμένα, επειδή έτυχε να βρίσκομαι στη μέση. Μόλις τελείωσε η μάχη, έφυγα. Πήγα στο Σύνταγμα, το πιο ασφαλές μέρος στην Αθήνα. Εκεί κοιμόμουν στις καρέκλες του “McDonald’s”. Με άφηναν, μου έδιναν κι έναν καφέ ή ένα χάμπουργκερ για να μην πεθάνω από την πείνα».
Ο Λάμπρος πιστεύει ότι ήταν ο Θεός και η πίστη του που τον έσωσαν, έστω και στο χείλος της αβύσσου. Η σωτηρία ήρθε με τη μορφή ενός δωματίου με μπάνιο, το οποίο του παραχωρήθηκε από το ΚΥΑΔΑ. «Οταν, επιτέλους, ύστερα από έναν μήνα στον δρόμο, μπόρεσα να κάνω μπάνιο σαν άνθρωπος, θα πρέπει να έμεινα κάτω από το νερό 3 ώρες. Σπατάλησα πολύ νερό τότε, αλλά αυτό χρειαζόμουν. Το χειρότερο στον δρόμο είναι ότι δεν μπορείς να πλυθείς. Αυτό σε διαλύει ψυχολογικά», εξομολογείται σήμερα ο Λάμπρος Μουστάκης.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα του στο ΚΥΑΔΑ άρχισε να εργάζεται ως εθελοντής βοηθώντας σε κάθε είδους εργασία. Παράλληλα, έγινε πωλητής του περιοδικού «Σχεδία», ενώ έκανε περιστασιακά διερμηνεία για τους ανταποκριτές του RAI και του ισπανικού ANTENA 3, φυσικά επ’ αμοιβή. Ούτε για μια στιγμή, πάντως, δεν σκέφτηκε να φύγει από την Ελλάδα ή να ζητήσει βοήθεια από την πρώην σύζυγο και τις κόρες του. «Δεν μπορούσα να πάω πουθενά», λέει. Και όταν, εντελώς τυχαία, οι δικοί του έμαθαν τι του είχε συμβεί, σοκαρίστηκαν: «Με είχαν δει στην τηλεόραση, σε ρεπορτάζ για τους “Αγανακτισμένους”. Η πρώην γυναίκα μου με ρώτησε γιατί δεν της είχα πει τίποτα, όμως τι να της έλεγα; Τα είχα χάσει όλα, όχι όμως και την περηφάνια μου».
Από τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 2020, όταν εν μέσω έξαρσης της πανδημίας το νέο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων στο παλιό κτίριο του ΝΑΤ άρχισε να λειτουργεί με τα υπνωτήρια, το Κέντρο Ημέρας και τους ξενώνες για περίπου 400 αστέγους, ο Λάμπρος Μουστάκης ήταν εκεί. Προσελήφθη αμέσως και εντάχθηκε στο προσωπικό των 50 εργαζομένων του Κέντρου, δίπλα σε ψυχολόγους, γιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές, διοικητικούς και λοιπούς υπαλλήλους. Και εξακολουθεί να πιστεύει ότι ευεργετήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων επειδή ο Θεός το θέλησε - κάτι που τον κάνει ακόμη πιο περήφανο απ’ ό,τι είναι εκ φύσεως.
anatakti
Ο πρώτος εργαζόμενος γενικών καθηκόντων στο καινούριο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων του Δήμου Αθηναίων είναι ένας πρόσχαρος, νευρώδης μεσήλικας. Μολονότι ογκώδης και μεγαλόσωμος, κινείται σβέλτα μπαινοβγαίνοντας στις διάφορες εισόδους του ανακαινισμένου κτιρίου στην αρχή της Αχαρνών, γωνία με Λιοσίων. Σαν να μην τον βαραίνουν καθόλου ούτε τα κιλά ούτε τα χρόνια. Ούτε, κυρίως, όσα έχει περάσει μέχρι να πάψει να λογίζεται σαν άλλος ένας «ωφελούμενος» από το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ), αλλά ως ένας κανονικός εργαζόμενος. Κάποιος που με τον μισθό του είναι σε θέση να πληρώνει το ενοίκιο του μικρού διαμερίσματός του κάτω από την Ομόνοια, τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμούς του.
Ο Λάμπρος Μουστάκης συνοδεύει την ομιλία του με χειρονομίες που θα αναγνώριζαν αμέσως όσοι έχουν ταξιδέψει στη Βραζιλία. Εκεί γεννήθηκε άλλωστε ο ίδιος, εκεί μεγάλωσε και εκεί, το 1994, στην αχανή μητρόπολη του Σάο Πάολο παρέστη στην κηδεία του Αϊρτον Σένα, του εθνικού ήρωα και τρις παγκόσμιου πρωταθλητή Formula 1. Στη Βραζιλία, επίσης, παντρεύτηκε και απέκτησε τις δύο κόρες του, 23 και 25 ετών σήμερα. Ζουν πλέον στην Πορτογαλία μαζί με τη μητέρα τους, η οποία είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου και προ πολλού διαζευγμένη με τον Λάμπρο.
Η μικρότερη θυγατέρα σπουδάζει Ιατρική και η μεγαλύτερη εργάζεται ως ειδική της Ρομποτικής σε πολυεθνική εταιρεία. Στα 58 του χρόνια, ο Λάμπρος Μουστάκης έχει ήδη γίνει παππούς, καθώς η πρωτότοκη κόρη του πρόσφατα έγινε μητέρα ενός αγοριού. Πιθανότατα το παιδί αυτό δεν θα ακούσει ποτέ ολόκληρη την ιστορία του παππού του. Και αν την ακούσει ποτέ, ίσως να μην την πιστέψει - δικαιολογημένα έως έναν βαθμό, εφόσον ο πρόγονός του έχει ζήσει τουλάχιστον δυο-τρεις ζωές σε μία: υπήρξε οικονομικός μετανάστης από τη Βραζιλία, ελεγκτής ποιότητας σε σφαγεία μεταξύ Αργεντινής και Ουρουγουάης, υπεύθυνος κρατήσεων σε έναν μικρό όμιλο από ξενοδοχεία για νέους (hostel) στο κέντρο της Αθήνας, διερμηνέας για ισπανικά και ιταλικά τηλεοπτικά δίκτυα που κάλυπταν την ελληνική επικαιρότητα όταν οι «Αγανακτισμένοι» συγκεντρώνονταν στην πλατεία Συντάγματος. Ακολούθως ο Λάμπρος Μουστάκης έγινε κάπως διάσημος - αλλά για εντελώς λάθος λόγους: τα έχασε όλα και κοιμόταν στον δρόμο, όταν η Ελλάδα, η πατρίδα που νοστάλγησε και οραματιζόταν σαν τη γη που θα τον λύτρωνε από τα βάσανά του στη Νότια Αμερική, απέδειξε ότι η μόνη ανταμοιβή που είχε να προσφέρει στον Λάμπρο ήταν το πεζοδρόμιο της πλατείας Βικτωρίας ή ένα κάθισμα στα «McDonald’s» του Συντάγματος. Κατόπιν το ΚΥΑΔΑ του Δήμου Αθηναίων έριξε στον Λάμπρο ένα σωσίβιο: του πρόσφερε φιλοξενία και τον τράβηξε από το πεζοδρόμιο. Και όταν εκείνος βρέθηκε να πουλά μερικά αντίτυπα του περιοδικού «Σχεδία» στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, κάποια ελληνικά ΜΜΕ ανακάλυψαν τον Λάμπρο Μουστάκη και θέλησαν να προβάλουν την ασυνήθιστη ιστορία του. «Ο άνθρωπος που χτυπήθηκε 3 φορές από το ΔΝΤ» ήταν ο τίτλος που αποδόθηκε στην περίπτωσή του, σε διάφορες παραλλαγές.
Κάπου ενδιάμεσα ο Λάμπρος δοκίμασε τις δυνατότητές του ως ηθοποιός σε θίασο αστέγων μεν, αλλά σε παράσταση που ανέβηκε στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και ενώπιον εκατοντάδων θεατών, συμπεριλαμβανομένων επισήμων, όπως ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Νικήτας Κακλαμάνης, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κ.ά.
800 άστεγοι
Η αισιοδοξία και η ενέργεια, η ατόφια διάθεση για ζωή εκπέμπονται κατά κύματα από την προσωπικότητα του Λάμπρου Μουστάκη. Σε πλήρη αναντιστοιχία με την απόλυτη μιζέρια που τον καταδίωξε επί δεκαετίες δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ότι «φυσικά και θα άρπαζα απ’ τα μαλλιά οποιαδήποτε ευκαιρία να δουλέψω ξανά, π.χ. στον τουρισμό. Εχω εμπειρία στον κλάδο και μιλάω 5 γλώσσες (πορτογαλέζικα, ελληνικά, ισπανικά, ιταλικά, αγγλικά). Το μόνο που φοβάμαι είναι να μη μου πουν ότι είμαι γέρος. Είμαι πια 58 ετών, έχω πρόβλημα στη μέση, είμαι και διαβητικός τύπου 2, αλλά τίποτα από αυτά δεν θα με σταματούσε».
Ο πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ Γρηγόρης Λέων θεωρεί ότι «η περίπτωση του Λάμπρου Μουστάκη είναι η ιδανική εκπλήρωση της αποστολής μας. Διότι η μεγαλύτερη επιτυχία για εμάς ως ΚΥΑΔΑ δεν είναι όταν μπαίνει ένας άστεγος στο κέντρο ή όταν φεύγει οικεία βουλήσει, όπως λέμε. Η επιτυχία είναι όταν βγαίνει από τις δομές του ΚΥΑΔΑ επειδή έχει ανακτήσει την ισορροπία του ως προσωπικότητα μετά την καταστροφή της αστεγίας και είναι καθ’ όλα έτοιμος για να επανενταχθεί κανονικά στην κοινωνία. Οταν μπορεί, με τη δική μας βοήθεια πάντα, π.χ. να υποβάλει αίτηση για να εργαστεί στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, όπως εν προκειμένω ο Λάμπρος που δουλεύει μαζί μας. Αλλά τους προηγούμενους μήνες έχουμε κάνει παρόμοια δουλειά με άλλα 28 άτομα».
Ο Λάμπρος Μουστάκης υπήρξε ένας από τους περίπου 26.000 ανθρώπους για τους οποίους φροντίζει, με διάφορους τρόπους, το ΚΥΑΔΑ. Πρόκειται για άπορους, άστεγους και εξαρτημένους από ουσίες, γενικώς για καθέναν που πληροί τα κριτήρια ώστε να καταταγεί στις ευπαθείς ομάδες οι οποίες χρήζουν άμεσης στήριξης και προστασίας.
Επί έναν μήνα, στην αρχή του χειμώνα του 2011, ο Λάμπρος Μουστάκης έγινε ένας από τους άστεγους της Αθήνας, oι οποίοι σήμερα πλησιάζουν τους 800. Ο ίδιος περιγράφει την πορεία του ως εξής: «Γεννήθηκα στη Βραζιλία. Ο πατέρας μου ήταν από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας και η μητέρα μου από την Εύβοια. Στον Εμφύλιο, ο μπαμπάς μου μαζί με έναν ξάδελφό του έφυγαν από την Ελλάδα. Μέσω Γένοβας έφτασαν στη Σάντος της Βραζιλίας. Ηταν τσαγκάρηδες και μόλις είδαν ότι κανείς σε εκείνη τη χώρα δεν φορούσε κανονικά παπούτσια, πίστεψαν ότι είχαν βρει τον παράδεισο. Ετριβαν τα χέρια τους, νομίζοντας ότι θα γίνουν πλούσιοι. Δεν τα κατάφεραν άσχημα, έθρεψαν δύο οικογένειες με τη δουλειά τους. Οταν εγώ τελείωνα το λύκειο, η οικονομική κατάσταση στη Βραζιλία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, με φτώχεια, τρομερό πληθωρισμό κ.λπ. Εφυγα για την Αργεντινή, όπου κάποιοι συγγενείς μας είχαν σφαγεία. Σπούδασα σε τεχνική σχολή και δούλεψα για αρκετά χρόνια ως τεχνικός ελέγχου ποιότητας κρεάτων. Αμειβόμουν καλά, είχα το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου. Δεν είχα παράπονο. Μάλιστα, είχα έρθει και δύο φορές στην Ελλάδα. Οι Ελληνες ήταν οι καλύτεροι πελάτες μας, ειδικά για το αρνίσιο κρέας. Κατόπιν έπεσε και η Αργεντινή σε οικονομική κρίση. Το 1990 επέστρεψα στη Βραζιλία και προσπάθησα να τα βγάλω πέρα εκεί. Το 1997 αποφάσισα να μεταναστεύσω στην Ελλάδα, μια και είχα διπλή υπηκοότητα. Εβλεπα το ΔΝΤ να έρχεται, όπως και έγινε, για να διαλύσει τη Βραζιλία. Στην Ελλάδα βρήκα δουλειά αμέσως, σε έναν μικρό όμιλο οικονομικών ξενοδοχείων για νέους. Ξεκίνησα από τη ρεσεψιόν, κατόπιν έγινα υπεύθυνος κρατήσεων, έκλεινα ομαδικές εκδρομές για τους τουρίστες κ.λπ. Τα χρόνια πριν και μετά το 2004 οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά. Ημουν ευχαριστημένος. Κι ύστερα ήρθε η κρίση, το ΔΝΤ με πέτυχε τελικά στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά με γονάτισε, γιατί κόντευα πια τα 50 μου χρόνια».
Αφότου έκλεισαν τα ξενοδοχεία στα οποία εργαζόταν, ο Λάμπρος Μουστάκης έζησε για ένα διάστημα με το επίδομα του ταμείου ανεργίας. Δεν μπόρεσε να βρει δουλειά. Κάποια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι του, διαπίστωσε ότι είχαν αλλάξει κλειδαριές. Εξωση. Πέρασε στον προθάλαμο της αστεγίας ως περιστασιακός φιλοξενούμενος σε έναν γνωστό του. Και ένας άλλος γνωστός του, ιδιοκτήτης πρακτορείου ΟΠΑΠ, επέτρεπε στον Λάμπρο για λίγο καιρό να χρησιμοποιεί το μπάνιο στο υπόγειο του καταστήματος.
Στο πεζοδρόμιο
Το επόμενο βήμα όμως ήταν το πεζοδρόμιο: «Δεν είχα ρούχα, μόνο μια μικρή τσάντα. Για 15 μέρες κοιμόμουν στις καρέκλες μιας καφετέριας στην πλατεία Βικτωρίας. Μέχρι που, ένα βράδυ, έγινε πόλεμος. Γεωργιανοί με Αφρικανούς, η μία μαφία πυροβολούσε την άλλη, για τα ναρκωτικά και τις πόρνες. Επεσα κάτω από ένα τραπέζι, νόμιζα ότι θα με σκότωναν κι εμένα, επειδή έτυχε να βρίσκομαι στη μέση. Μόλις τελείωσε η μάχη, έφυγα. Πήγα στο Σύνταγμα, το πιο ασφαλές μέρος στην Αθήνα. Εκεί κοιμόμουν στις καρέκλες του “McDonald’s”. Με άφηναν, μου έδιναν κι έναν καφέ ή ένα χάμπουργκερ για να μην πεθάνω από την πείνα».
Ο Λάμπρος πιστεύει ότι ήταν ο Θεός και η πίστη του που τον έσωσαν, έστω και στο χείλος της αβύσσου. Η σωτηρία ήρθε με τη μορφή ενός δωματίου με μπάνιο, το οποίο του παραχωρήθηκε από το ΚΥΑΔΑ. «Οταν, επιτέλους, ύστερα από έναν μήνα στον δρόμο, μπόρεσα να κάνω μπάνιο σαν άνθρωπος, θα πρέπει να έμεινα κάτω από το νερό 3 ώρες. Σπατάλησα πολύ νερό τότε, αλλά αυτό χρειαζόμουν. Το χειρότερο στον δρόμο είναι ότι δεν μπορείς να πλυθείς. Αυτό σε διαλύει ψυχολογικά», εξομολογείται σήμερα ο Λάμπρος Μουστάκης.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα του στο ΚΥΑΔΑ άρχισε να εργάζεται ως εθελοντής βοηθώντας σε κάθε είδους εργασία. Παράλληλα, έγινε πωλητής του περιοδικού «Σχεδία», ενώ έκανε περιστασιακά διερμηνεία για τους ανταποκριτές του RAI και του ισπανικού ANTENA 3, φυσικά επ’ αμοιβή. Ούτε για μια στιγμή, πάντως, δεν σκέφτηκε να φύγει από την Ελλάδα ή να ζητήσει βοήθεια από την πρώην σύζυγο και τις κόρες του. «Δεν μπορούσα να πάω πουθενά», λέει. Και όταν, εντελώς τυχαία, οι δικοί του έμαθαν τι του είχε συμβεί, σοκαρίστηκαν: «Με είχαν δει στην τηλεόραση, σε ρεπορτάζ για τους “Αγανακτισμένους”. Η πρώην γυναίκα μου με ρώτησε γιατί δεν της είχα πει τίποτα, όμως τι να της έλεγα; Τα είχα χάσει όλα, όχι όμως και την περηφάνια μου».
Από τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 2020, όταν εν μέσω έξαρσης της πανδημίας το νέο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων στο παλιό κτίριο του ΝΑΤ άρχισε να λειτουργεί με τα υπνωτήρια, το Κέντρο Ημέρας και τους ξενώνες για περίπου 400 αστέγους, ο Λάμπρος Μουστάκης ήταν εκεί. Προσελήφθη αμέσως και εντάχθηκε στο προσωπικό των 50 εργαζομένων του Κέντρου, δίπλα σε ψυχολόγους, γιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς, νοσηλευτές, διοικητικούς και λοιπούς υπαλλήλους. Και εξακολουθεί να πιστεύει ότι ευεργετήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων επειδή ο Θεός το θέλησε - κάτι που τον κάνει ακόμη πιο περήφανο απ’ ό,τι είναι εκ φύσεως.
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΦΕΤ. Ανακαλούνται σουβλάκια με σαλμονέλα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ