2012-06-22 14:07:11
Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
«…Περίεργοι άνθρωποι! Μα αλίμονό του αν έμενε προσκολλημένος εκεί που πάσχιζαν τόσα χρόνια οι εχθροί του. Αλίμονο αν δεν κατόρθωνε να υψωθεί, να κρατήσει στο βλέμμα του τη μακρινή θέα του φωτισμένου ανθρώπου. Αυτά θα θυμόταν τώρα; «Ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου». Ανέβα ψηλά, ψηλά, όσο ψηλά δεν μπορείς, ανέβαινε σαν αετός. Ζύγιαζε τα φτερά σου, άσε τη ματιά σου να κοιτάει από κει το θαυμαστό όραμα του κόσμου. Μπάσε μέσα σου ό,τι είναι ικανό να ζήσει ζωή μεγάλη. Κοίταξε ό,τι μπορεί να φαίνεται από μεγάλα ύψη –τα μεγάλα βουνά, τα......... μεγάλα ποτάμια, τις μεγάλες πεδιάδες, τις μεγάλες ελπίδες. Πάρε και δέσε τα λαμπερά σημεία της γης το ένα με τ’ άλλο, κράτα το όραμα τούτο να μη φύγει, γνώριζε πως έτσι θα ευτυχήσεις στη ζωή σου…»
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος : Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού
Κάνοντας μια εκλογοαπολογιστική περιδιάβαση στα όσα σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά ειπώθηκαν στην πρόσφατη εκλογική περίοδο, μένω σε ένα «κλισέ» που στα πλαίσια της «απόδειξης» της καπιταλιστικής «φύσης» της Κρίσης, μερικοί, βιάζονται να εξάγουν το τελικό τους συμπέρασμα : φταίει ο καπιταλισμός, ο καπιταλισμός είναι το σύστημα των κρίσεων, είναι αυτός που άμα λείψει απ’ τη μέση περίπου θα λείψουν και οι κρίσεις.
Και φυσικά, αυτού του είδους οι επισημάνσεις, είναι σαφές ότι αποτελούν τη συνήθη κριτική της Αριστεράς.
Έχει δίκαιο αυτή η κριτική;
Θάλεγα χωρίς ενδοιασμό ναι.
Όμως, στο ερώτημα αν η κρίση (όχι η τρέχουσα, μα η κρίση ως φαινόμενο γενικά) συνιστά το αποκλειστικό προνόμιο του «καπιταλισμού», και στην ευθέως ή εμμέσως υποστηριζόμενη άποψη ότι είναι ο σοσιαλισμός εκείνος που θα καταργήσει σταδιακά μεν πλην οριστικά στο τέλος τις κρίσεις, η απάντησή μου στη τελευταία αυτή αιτίαση είναι χωρίς περιστροφές : οι κρίσεις δεν αποτελούν και δεν αποτέλεσαν ποτέ το αποκλειστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.
Το αν οι καπιταλιστικές κρίσεις, πέραν της εγγενούς ιδιότητάς τους να συνιστούν ένα modus vivendi και ένα modus operandi του καπιταλιστικού συστήματος, ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ αποτελούν και αποτέλεσαν στο παρελθόν ένα παρόμοιο διπλό modus τόσο στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και στα πλαίσια των πλέον ακραιφνώς κομμουνιστικών καθεστώτων, -σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση, τουλάχιστον στο επίπεδο των ΤΕΛΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ στη κοινωνία και στην οικονομία, όσο και αν πυροδοτούνταν από διαφορετικές συχνά αιτίες.
Βεβαίως από την άλλη κατανοώ αυτού του είδους τις κριτικές και προσεγγίσεις, απότοκες της αδυναμίας να αποδεχτούν μια «μοιραία» εξέλιξη των πραγμάτων : ότι όχι σήμερα, μα εδώ και κάποιες δεκαετίες, και για μερικούς ίσως ακόμα νωρίτερα, οι κυρίαρχοι «-ισμοί» (το δίπολο καπιταλισμός / σοσιαλισμός - φιλελευθερισμός) έχουν στην ουσία πεθάνει, πλην όμως οι οπαδοί τους με επιμονή αρνούνται να μεταβούν στο ληξιαρχείο της Ιστορίας για να παραλάβουν τα πιστοποιητικά θανάτους του, υποκρινόμενοι ότι τάχα είναι ζωντανά και ακμαία, και πως όλα τα άλλα είναι κακόβουλες φήμες
. Στην καλύτερη δε περίπτωση, αν δεν έχουν πεθάνει, βρίσκονται μονίμως διασωληνωμένοι στην εντατική, με τους «συγγενείς» να αρνούνται να «γυρίσουν τον διακόπτη» που τους κρατά τεχνητά στη ζωή.
Έτσι όμως, δυστυχώς, αρνούνται να παραλάβουν και τη (πνευματική) κληρονομιά τους, την πράγματι πολύ σπουδαία, ώστε κάτι άλλο ν’ αρχίσει να καλλιεργείται ως σπόρος στη θέση τους και αργότερα να αποδώσει ουσιαστικούς καρπούς. Πώς είναι δυνατόν να αναζητάς και να περιμένεις το νέο, όταν αρνείσαι ότι η παλιά σου πίστη δεν έχει πια περιεχόμενο;
Οι φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές θεωρίες, περισσότερο κι απ’ τις πρακτικές τους εφαρμογές, που όμως κι αυτές οι τελευταίες δεν είναι χωρίς σημασία στο επίπεδο της κοινωνικής / κρατικής «διοικητικής» και «οργανωτικής» εμπειρίας, το αντίθετο, μόνο που εξάγουμε άλλου είδους συμπεράσματα. «λειτουργικού» ας πούμε χαρακτήρα, περιέχουν πολύ περισσότερο, το στρατηγικό πρόταγμα, τους στρατηγικούς κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικούς οραματισμούς, τις αντίστοιχες αξίες αλλά και στρατηγικές προτάσεις που επιδιώκουν την οργάνωση των κοινωνιών και οικονομιών σε θεωρητικό ΚΑΙ πρακτικό επίπεδο.
Καμιά απ’ αυτές τις ιδεολογίες, κανένα από τα μεγάλα πνεύματα που άφησαν ανεξίτηλη τη πνευματική τους σκέψη στους αιώνες, δεν αρμόζει να παραληφτεί η σκέψη του, ανεξάρτητα των προσωπικών μας ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων και τοποθετήσεων.
Προσωπικά, νιώθω μεγάλο σεβασμό σε όλους αυτούς. Από τον καθένα κάτι έχω να πάρω, κι ακόμα όταν κάτι απορρίπτω το κάνω στη λογική μάλλον της επιλογής άλλων πιο «προτιμητέων» για μένα προτάσεων, παρά σώνει και καλά του λάθους, και στην ουσία, δεν υπάρχει «απόρριψη».
(Αν και, για να είμαστε τουλάχιστον επιστημονικά συνεπείς, το «τέλος των ιδεολογιών», δεν προαναγγέλλεται πάντα υπό την έννοια του θανάτου τους, όσο υπό την έννοια της υποβάθμισης της σημασίας των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ιδεολογικών ρευμάτων. Π.χ., οι Σατελέ, Φρανσουά – Έβελιν Πιζιέ – Κουσνέρ (Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ου αιώνα – Ιστορία της πολιτικής σκέψης, Αθήνα, 1982, εκδ. Ράππα), θα σημειώσουν «Ο Lipset, o Bell, ή ο Raymond Aron λόγου χάρη, ενορχήστρωσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, αυτή τη θέση σύμφωνα με την οποία, εφόσον όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν για την πλουραλιστική δημοκρατία και τη ρεφορμιστική μικτή οικονομία, βρισκόμαστε μπροστά σε μια υποβάθμιση των ιδεολογικών συγκρούσεων του 19ου αιώνα, χωρίς ειδική αντικατάστασή τους, αφού αντίθετα η τάση είναι στο εξής προς την ιδεολογική ύφεση…». Παρόλα αυτά, η δική μου θέση είναι ότι οι ιδεολογίες που γεννήθηκαν στη Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή αυτές που ο κόσμος σήμερα γνωρίζει ή όπως εν πάση περιπτώσει τις αντιλαμβάνεται, έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο, αφού νέες παραγωγικές δυνάμεις και κυρίως νέες παραγωγικές σχέσεις έχουν υποκαταστήσεις τις προ 2-3 αιώνες αντίστοιχες, νέες κοινωνικές τάξεις έχουν διαμορφωθεί, ενώ κυρίαρχες παλιές κοινωνικές τάξεις, όπως τουλάχιστον ορίζονταν δεν υπάρχουν, και βεβαίως, εξίσου σημαντικές μεταβολές έχουν επέλθει και στο διεθνές γίγνεσθαι. Αυτός είναι ο λόγος που εκτιμώ ότι μιλάμε ΣΗΜΕΡΑ για κάτι παραπάνω από μια υποβάθμιση των ιδεολογικών διαφορών : μιλάμε για ιδεολογίες που κατά την άποψή μου ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ δεν μπορούν πια να επικοινωνήσουν με τις κοινωνίες).
Συνεπώς, για να επανέλθω.
Αδικεί η Αριστερά τις ίδιες της τις θεωρητικές και ιδεολογικές καταβολές όταν «χτίζει» το λόγο της κατά τρόπο δογματικό και μονοδιάστατο –και βεβαίως, έχουμε από την άλλη, μια Δεξιά που κατηγορείται δικαίως και εξ αντιθέτου για τα ίδια πράγματα. Διαβάζοντας κανείς «κλασικούς» σοσιαλιστές και τους επιγόνους τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους «κλασικούς» φιλελεύθερους και τους δικούς τους επιγόνους, μπορεί να «νιώσει» τον δροσερό πνευματικό «αέρα» που αποπνέουν, και, όσο κι αν μερικές φορές δεν το καταφέρνουν, εν τούτοις να νιώσει την «αγωνία» τους να υπερβούν το μονοδιάστατο και το δογματικό. Όπως είπα δεν το καταφέρνουν πάντα, ίσως διότι ο λόγος τους και η σκέψη τους αναπτύσσεται μέσα σε μια εποχή εξόχως καταθλιπτική, πολιτικά, αξιακά, και από την άποψη της θέσης του απλού ανθρώπου στο συνολικό γίγνεσθαι, και ίσως να νιώθουν ότι μονάχα με μια ίσης έντασης δογματισμό μπορούν να πολεμήσουν μακραίωνους δογματισμούς που αντιπαλεύουν. Αλλά και σ’ αυτή τη περίπτωση, η πνευματική δημιουργικότητα είναι καταφανής και φυσικά κάνει τη διαφορά με το σκοτάδι που πολεμούν, το σκοτάδι που τους πολεμά, αλλά, συχνά, τους πολεμούν (τουλάχιστον μέχρι αν τους αποδεχτούν) και πολλοί από τους απλούς ανθρώπους τους οποίους τούτα τα πνεύματα αγωνίζονται να ελευθερώσουν από το σκοτάδι.
Ο Ουγκώ θα το προσεγγίσει τούτο το τελευταίο χαρακτηριστικό σημειώνοντας : «Σε κάθε αιώνα, τρείς ή τέσσερις μεγαλοφυΐες επιχειρούν αυτήν την άνοδο. Από κάτω τους παρακολουθούμε με το βλέμμα. Αυτοί οι άνθρωποι σκαρφαλώνουν στο βουνό, μπαίνουν μέσ’ στα σύννεφα, χάνονται και ξαναπαρουσιάζονται. Περνούν δίπλα στις αβύσσους. Ένα παραπάτημα δε θα δυσαρεστούσε ορισμένους θεατές. Οι τολμηροί ακολουθούν το δρόμο τους. Να τους ψηλά, να τους μακρυά. φαίνονται τώρα σαν μικρά μαύρα σημαδάκια. Πόσο μακριά είναι! λέει ο όχλος! Μα αυτοί είναι γίγαντες. Προχωρούν. Ο δρόμος είναι τραχύς. Και να ξεφύγει κανείς απαγορεύεται. Σε κάθε βήμα κι ένας τοίχος, σε κάθε βήμα και μια παγίδα. Κι όσο πιο ψηλά ανεβαίνουν, τόσο δυναμώνει το κρύο. Πρέπει ο καθένας να σκαλέψει την κλίμακά του, να σπάσει τον πάγο και να περπατήσει πάνω, να φτιάξει σκαλοπάτια μέσα στο μίσος. Λυσσομανούν όλες οι θύελλες. Κι ωστόσο αυτοί οι παράλογοι περπατούν. Ο αέρας γίνεται ολοένα και αραιότερος. Το βάραθρο πλαταίνει γύρω τους. Μερικοί πέφτουν. Καλά καμωμένο. Άλλοι σταματούν και ξανακατεβαίνουν. Υπάρχουν ζοφερές κοπώσεις. Οι ατρόμητοι προχωρούν. οι προορισμένοι απ’ τη μοίρα επιμένουν. Η φοβερή κατηφοριά κυλάει κάτωθέ τους και προσπαθεί να τους παρασύρει. η δόξα είναι προδότης. Τους θωρούν οι αητοί και τους ψηλαφίζουν οι αστραπές. Η λαίλαπα μανιάζει. Αδιάφορο, αυτοί επιμένουν. Ανεβαίνουν. Κι όποιος φτάνει στην κορφή είναι ο ίσος σου, Όμηρε…» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα) Ο Νίτσε, προειδοποιεί παρ’ όλα αυτά για το παράσιτο που παραμονεύει : «…η τέχνη του είναι να μαντεύει πού κουράστηκαν οι αναρριχώμενες ψυχές : μέσα στη θλίψη σας και στην αποθάρρυνσή σας, μέσα στην τρυφερή ντροπαλοσύνη σας χτίζει την αηδιαστική φωλιά του. Εκεί που ο ισχυρός είναι ανίσχυρος, εκεί που ο ευγενής είναι πάρα πολύ μαλακός, -εκεί μέσα χτίζει την αηδιαστική φωλιά του : το παράσιτο που κατοικεί εκεί που ο μεγάλος έχει μικρούς, πληγωμένους αγκώνες.» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη)
Και βεβαίως, ζώντας σε τούτη εδώ τη χώρα, έχουμε το προνόμιο να είμαστε οι φορείς ενός πολιτισμού του οποίου τα μηνύματα και οι αξίες για ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής ακόμα οργάνωσης, έχουν ακόμα τεράστια αξία και πρακτική σημασία, ενώ βεβαίως εξακολουθεί να είναι απαράμιλλος στο επίπεδο των αξιών που προσφέρει για τον άνθρωπο ως ατομικότητα και ως ανθρώπινη κοινωνική και πολιτική συλλογικότητα. Ένας πολιτισμός, που αν δεν υπήρχε, δεν ξέρω τι είδους θα ήταν ας πούμε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός αλλά και ο υπόλοιπος παγκόσμιος πολιτισμός, και βεβαίως, ό,τι κατόπιν ακολούθησε.
Ναι, μπορούμε να μαζέψουμε όλες τις εμπειρίες των αιώνων.
Από παντού.
Των ανθρώπων που δούλεψαν τη σκέψη τους για μας, αφήνοντάς την παρακαταθήκη σε μας.
Να κρατήσουμε ό,τι ισχύει αιώνια στο επίπεδο του σεβασμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Να επιλέγουμε τις πιο χρήσιμες και πιο λειτουργικές τους προτάσεις για τα σημερινά δεδομένα και τις πιο ταιριαστές ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ ΜΑΣ, εθνική, μα και ευρύτερη (ευρωπαϊκή ας πούμε), και να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε όχι βεβαίως ΤΗΝ εναλλακτική πρόταση για το παρόν, αλλά, άλλες εναλλακτικές από το να προσπαθούμε σώνει και καλά να καμωνόμαστε να παρουσιάζουμε το νεκρό, ζωντανό. Όπου χρειάζεται, να ανασυστήσουμε σκέψεις και προτάσεις που κακώς καταργήθηκαν ολικά ή μερικά, όπου χρειάζεται να καταργήσουμε σκέψεις και προτάσεις που κακώς υιοθετήθηκαν ολικά ή μερικά, και το κυριότερο, να προσπαθήσουμε να θεμελιώσουμε κάτι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ νέο, αν μπορούμε.
Πάντως, ένα σίγουρα δεν μπορούμε : να μιλάμε μερικές φορές μια ιδεολογική γλώσσα, συχνά χωρίς σημερινό περιεχόμενο, μια γλώσσα ακατάληπτη από τη κοινωνία, μια γλώσσα χωρίς αποδέκτες εν τέλει. Μια γλώσσα κατανοητή από κάποιους ΕΙΔΙΚΑ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΥΣ για τα θεωρητικά και λοιπά αντικείμενα που πραγματεύεται, μια γλώσσα των διάφορων think tanks και «ομίλων σκέψης και προβληματισμού», αλλά, οι θεμελιωτές των μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων και σχολών, από την αρχαιότητα ίσαμε τα σήμερα, δεν μιλούσαν σε 50, 100, 1000 «διαβασμένους». Μιλούσαν με τα εκατομμύρια λαών όχι μονάχα της δικής τους μα και της παγκόσμιας κοινωνίας.
Και το χειρότερο όλων : να μη συζητούμε όσο πρέπει και όσο τις πρέπει, σκέψεις αιώνων, και να θεωρούμε πως ό,τι έχουμε να αναζητήσουμε γεννήθηκε πριν 2-3 αιώνες στο Διαφωτισμό.
Λάθος Πριν 2-3 αιώνες, ΑΝΑΒΙΩΣΕ ένα πνευματικό κίνημα, το οποίο απλά, για λόγους που γνωρίζουμε, είχε θαφτεί κάτω από ό,τι το πιο αναχρονιστικό και αντιδραστικό κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων.
Δεν προέκυψε αυτή η αναγέννηση από το πουθενά.
Ο Διαφωτισμός δεν προέκυψε από παρθενογένεση.
Δεν άρχισε η σκέψη να «χτίζεται» από το μηδέν, τουλάχιστον για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και τα ζητήματα των ανθρώπινων και παγκόσμιων αξιών.
Kafeneio
«…Περίεργοι άνθρωποι! Μα αλίμονό του αν έμενε προσκολλημένος εκεί που πάσχιζαν τόσα χρόνια οι εχθροί του. Αλίμονο αν δεν κατόρθωνε να υψωθεί, να κρατήσει στο βλέμμα του τη μακρινή θέα του φωτισμένου ανθρώπου. Αυτά θα θυμόταν τώρα; «Ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου». Ανέβα ψηλά, ψηλά, όσο ψηλά δεν μπορείς, ανέβαινε σαν αετός. Ζύγιαζε τα φτερά σου, άσε τη ματιά σου να κοιτάει από κει το θαυμαστό όραμα του κόσμου. Μπάσε μέσα σου ό,τι είναι ικανό να ζήσει ζωή μεγάλη. Κοίταξε ό,τι μπορεί να φαίνεται από μεγάλα ύψη –τα μεγάλα βουνά, τα......... μεγάλα ποτάμια, τις μεγάλες πεδιάδες, τις μεγάλες ελπίδες. Πάρε και δέσε τα λαμπερά σημεία της γης το ένα με τ’ άλλο, κράτα το όραμα τούτο να μη φύγει, γνώριζε πως έτσι θα ευτυχήσεις στη ζωή σου…»
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος : Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού
Κάνοντας μια εκλογοαπολογιστική περιδιάβαση στα όσα σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά ειπώθηκαν στην πρόσφατη εκλογική περίοδο, μένω σε ένα «κλισέ» που στα πλαίσια της «απόδειξης» της καπιταλιστικής «φύσης» της Κρίσης, μερικοί, βιάζονται να εξάγουν το τελικό τους συμπέρασμα : φταίει ο καπιταλισμός, ο καπιταλισμός είναι το σύστημα των κρίσεων, είναι αυτός που άμα λείψει απ’ τη μέση περίπου θα λείψουν και οι κρίσεις.
Και φυσικά, αυτού του είδους οι επισημάνσεις, είναι σαφές ότι αποτελούν τη συνήθη κριτική της Αριστεράς.
Έχει δίκαιο αυτή η κριτική;
Θάλεγα χωρίς ενδοιασμό ναι.
Όμως, στο ερώτημα αν η κρίση (όχι η τρέχουσα, μα η κρίση ως φαινόμενο γενικά) συνιστά το αποκλειστικό προνόμιο του «καπιταλισμού», και στην ευθέως ή εμμέσως υποστηριζόμενη άποψη ότι είναι ο σοσιαλισμός εκείνος που θα καταργήσει σταδιακά μεν πλην οριστικά στο τέλος τις κρίσεις, η απάντησή μου στη τελευταία αυτή αιτίαση είναι χωρίς περιστροφές : οι κρίσεις δεν αποτελούν και δεν αποτέλεσαν ποτέ το αποκλειστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.
Το αν οι καπιταλιστικές κρίσεις, πέραν της εγγενούς ιδιότητάς τους να συνιστούν ένα modus vivendi και ένα modus operandi του καπιταλιστικού συστήματος, ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ αποτελούν και αποτέλεσαν στο παρελθόν ένα παρόμοιο διπλό modus τόσο στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και στα πλαίσια των πλέον ακραιφνώς κομμουνιστικών καθεστώτων, -σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση, τουλάχιστον στο επίπεδο των ΤΕΛΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ στη κοινωνία και στην οικονομία, όσο και αν πυροδοτούνταν από διαφορετικές συχνά αιτίες.
Βεβαίως από την άλλη κατανοώ αυτού του είδους τις κριτικές και προσεγγίσεις, απότοκες της αδυναμίας να αποδεχτούν μια «μοιραία» εξέλιξη των πραγμάτων : ότι όχι σήμερα, μα εδώ και κάποιες δεκαετίες, και για μερικούς ίσως ακόμα νωρίτερα, οι κυρίαρχοι «-ισμοί» (το δίπολο καπιταλισμός / σοσιαλισμός - φιλελευθερισμός) έχουν στην ουσία πεθάνει, πλην όμως οι οπαδοί τους με επιμονή αρνούνται να μεταβούν στο ληξιαρχείο της Ιστορίας για να παραλάβουν τα πιστοποιητικά θανάτους του, υποκρινόμενοι ότι τάχα είναι ζωντανά και ακμαία, και πως όλα τα άλλα είναι κακόβουλες φήμες
Έτσι όμως, δυστυχώς, αρνούνται να παραλάβουν και τη (πνευματική) κληρονομιά τους, την πράγματι πολύ σπουδαία, ώστε κάτι άλλο ν’ αρχίσει να καλλιεργείται ως σπόρος στη θέση τους και αργότερα να αποδώσει ουσιαστικούς καρπούς. Πώς είναι δυνατόν να αναζητάς και να περιμένεις το νέο, όταν αρνείσαι ότι η παλιά σου πίστη δεν έχει πια περιεχόμενο;
Οι φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές θεωρίες, περισσότερο κι απ’ τις πρακτικές τους εφαρμογές, που όμως κι αυτές οι τελευταίες δεν είναι χωρίς σημασία στο επίπεδο της κοινωνικής / κρατικής «διοικητικής» και «οργανωτικής» εμπειρίας, το αντίθετο, μόνο που εξάγουμε άλλου είδους συμπεράσματα. «λειτουργικού» ας πούμε χαρακτήρα, περιέχουν πολύ περισσότερο, το στρατηγικό πρόταγμα, τους στρατηγικούς κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικούς οραματισμούς, τις αντίστοιχες αξίες αλλά και στρατηγικές προτάσεις που επιδιώκουν την οργάνωση των κοινωνιών και οικονομιών σε θεωρητικό ΚΑΙ πρακτικό επίπεδο.
Καμιά απ’ αυτές τις ιδεολογίες, κανένα από τα μεγάλα πνεύματα που άφησαν ανεξίτηλη τη πνευματική τους σκέψη στους αιώνες, δεν αρμόζει να παραληφτεί η σκέψη του, ανεξάρτητα των προσωπικών μας ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων και τοποθετήσεων.
Προσωπικά, νιώθω μεγάλο σεβασμό σε όλους αυτούς. Από τον καθένα κάτι έχω να πάρω, κι ακόμα όταν κάτι απορρίπτω το κάνω στη λογική μάλλον της επιλογής άλλων πιο «προτιμητέων» για μένα προτάσεων, παρά σώνει και καλά του λάθους, και στην ουσία, δεν υπάρχει «απόρριψη».
(Αν και, για να είμαστε τουλάχιστον επιστημονικά συνεπείς, το «τέλος των ιδεολογιών», δεν προαναγγέλλεται πάντα υπό την έννοια του θανάτου τους, όσο υπό την έννοια της υποβάθμισης της σημασίας των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ιδεολογικών ρευμάτων. Π.χ., οι Σατελέ, Φρανσουά – Έβελιν Πιζιέ – Κουσνέρ (Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ου αιώνα – Ιστορία της πολιτικής σκέψης, Αθήνα, 1982, εκδ. Ράππα), θα σημειώσουν «Ο Lipset, o Bell, ή ο Raymond Aron λόγου χάρη, ενορχήστρωσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, αυτή τη θέση σύμφωνα με την οποία, εφόσον όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν για την πλουραλιστική δημοκρατία και τη ρεφορμιστική μικτή οικονομία, βρισκόμαστε μπροστά σε μια υποβάθμιση των ιδεολογικών συγκρούσεων του 19ου αιώνα, χωρίς ειδική αντικατάστασή τους, αφού αντίθετα η τάση είναι στο εξής προς την ιδεολογική ύφεση…». Παρόλα αυτά, η δική μου θέση είναι ότι οι ιδεολογίες που γεννήθηκαν στη Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή αυτές που ο κόσμος σήμερα γνωρίζει ή όπως εν πάση περιπτώσει τις αντιλαμβάνεται, έχουν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο, αφού νέες παραγωγικές δυνάμεις και κυρίως νέες παραγωγικές σχέσεις έχουν υποκαταστήσεις τις προ 2-3 αιώνες αντίστοιχες, νέες κοινωνικές τάξεις έχουν διαμορφωθεί, ενώ κυρίαρχες παλιές κοινωνικές τάξεις, όπως τουλάχιστον ορίζονταν δεν υπάρχουν, και βεβαίως, εξίσου σημαντικές μεταβολές έχουν επέλθει και στο διεθνές γίγνεσθαι. Αυτός είναι ο λόγος που εκτιμώ ότι μιλάμε ΣΗΜΕΡΑ για κάτι παραπάνω από μια υποβάθμιση των ιδεολογικών διαφορών : μιλάμε για ιδεολογίες που κατά την άποψή μου ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ δεν μπορούν πια να επικοινωνήσουν με τις κοινωνίες).
Συνεπώς, για να επανέλθω.
Αδικεί η Αριστερά τις ίδιες της τις θεωρητικές και ιδεολογικές καταβολές όταν «χτίζει» το λόγο της κατά τρόπο δογματικό και μονοδιάστατο –και βεβαίως, έχουμε από την άλλη, μια Δεξιά που κατηγορείται δικαίως και εξ αντιθέτου για τα ίδια πράγματα. Διαβάζοντας κανείς «κλασικούς» σοσιαλιστές και τους επιγόνους τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους «κλασικούς» φιλελεύθερους και τους δικούς τους επιγόνους, μπορεί να «νιώσει» τον δροσερό πνευματικό «αέρα» που αποπνέουν, και, όσο κι αν μερικές φορές δεν το καταφέρνουν, εν τούτοις να νιώσει την «αγωνία» τους να υπερβούν το μονοδιάστατο και το δογματικό. Όπως είπα δεν το καταφέρνουν πάντα, ίσως διότι ο λόγος τους και η σκέψη τους αναπτύσσεται μέσα σε μια εποχή εξόχως καταθλιπτική, πολιτικά, αξιακά, και από την άποψη της θέσης του απλού ανθρώπου στο συνολικό γίγνεσθαι, και ίσως να νιώθουν ότι μονάχα με μια ίσης έντασης δογματισμό μπορούν να πολεμήσουν μακραίωνους δογματισμούς που αντιπαλεύουν. Αλλά και σ’ αυτή τη περίπτωση, η πνευματική δημιουργικότητα είναι καταφανής και φυσικά κάνει τη διαφορά με το σκοτάδι που πολεμούν, το σκοτάδι που τους πολεμά, αλλά, συχνά, τους πολεμούν (τουλάχιστον μέχρι αν τους αποδεχτούν) και πολλοί από τους απλούς ανθρώπους τους οποίους τούτα τα πνεύματα αγωνίζονται να ελευθερώσουν από το σκοτάδι.
Ο Ουγκώ θα το προσεγγίσει τούτο το τελευταίο χαρακτηριστικό σημειώνοντας : «Σε κάθε αιώνα, τρείς ή τέσσερις μεγαλοφυΐες επιχειρούν αυτήν την άνοδο. Από κάτω τους παρακολουθούμε με το βλέμμα. Αυτοί οι άνθρωποι σκαρφαλώνουν στο βουνό, μπαίνουν μέσ’ στα σύννεφα, χάνονται και ξαναπαρουσιάζονται. Περνούν δίπλα στις αβύσσους. Ένα παραπάτημα δε θα δυσαρεστούσε ορισμένους θεατές. Οι τολμηροί ακολουθούν το δρόμο τους. Να τους ψηλά, να τους μακρυά. φαίνονται τώρα σαν μικρά μαύρα σημαδάκια. Πόσο μακριά είναι! λέει ο όχλος! Μα αυτοί είναι γίγαντες. Προχωρούν. Ο δρόμος είναι τραχύς. Και να ξεφύγει κανείς απαγορεύεται. Σε κάθε βήμα κι ένας τοίχος, σε κάθε βήμα και μια παγίδα. Κι όσο πιο ψηλά ανεβαίνουν, τόσο δυναμώνει το κρύο. Πρέπει ο καθένας να σκαλέψει την κλίμακά του, να σπάσει τον πάγο και να περπατήσει πάνω, να φτιάξει σκαλοπάτια μέσα στο μίσος. Λυσσομανούν όλες οι θύελλες. Κι ωστόσο αυτοί οι παράλογοι περπατούν. Ο αέρας γίνεται ολοένα και αραιότερος. Το βάραθρο πλαταίνει γύρω τους. Μερικοί πέφτουν. Καλά καμωμένο. Άλλοι σταματούν και ξανακατεβαίνουν. Υπάρχουν ζοφερές κοπώσεις. Οι ατρόμητοι προχωρούν. οι προορισμένοι απ’ τη μοίρα επιμένουν. Η φοβερή κατηφοριά κυλάει κάτωθέ τους και προσπαθεί να τους παρασύρει. η δόξα είναι προδότης. Τους θωρούν οι αητοί και τους ψηλαφίζουν οι αστραπές. Η λαίλαπα μανιάζει. Αδιάφορο, αυτοί επιμένουν. Ανεβαίνουν. Κι όποιος φτάνει στην κορφή είναι ο ίσος σου, Όμηρε…» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα) Ο Νίτσε, προειδοποιεί παρ’ όλα αυτά για το παράσιτο που παραμονεύει : «…η τέχνη του είναι να μαντεύει πού κουράστηκαν οι αναρριχώμενες ψυχές : μέσα στη θλίψη σας και στην αποθάρρυνσή σας, μέσα στην τρυφερή ντροπαλοσύνη σας χτίζει την αηδιαστική φωλιά του. Εκεί που ο ισχυρός είναι ανίσχυρος, εκεί που ο ευγενής είναι πάρα πολύ μαλακός, -εκεί μέσα χτίζει την αηδιαστική φωλιά του : το παράσιτο που κατοικεί εκεί που ο μεγάλος έχει μικρούς, πληγωμένους αγκώνες.» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη)
Και βεβαίως, ζώντας σε τούτη εδώ τη χώρα, έχουμε το προνόμιο να είμαστε οι φορείς ενός πολιτισμού του οποίου τα μηνύματα και οι αξίες για ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής ακόμα οργάνωσης, έχουν ακόμα τεράστια αξία και πρακτική σημασία, ενώ βεβαίως εξακολουθεί να είναι απαράμιλλος στο επίπεδο των αξιών που προσφέρει για τον άνθρωπο ως ατομικότητα και ως ανθρώπινη κοινωνική και πολιτική συλλογικότητα. Ένας πολιτισμός, που αν δεν υπήρχε, δεν ξέρω τι είδους θα ήταν ας πούμε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός αλλά και ο υπόλοιπος παγκόσμιος πολιτισμός, και βεβαίως, ό,τι κατόπιν ακολούθησε.
Ναι, μπορούμε να μαζέψουμε όλες τις εμπειρίες των αιώνων.
Από παντού.
Των ανθρώπων που δούλεψαν τη σκέψη τους για μας, αφήνοντάς την παρακαταθήκη σε μας.
Να κρατήσουμε ό,τι ισχύει αιώνια στο επίπεδο του σεβασμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Να επιλέγουμε τις πιο χρήσιμες και πιο λειτουργικές τους προτάσεις για τα σημερινά δεδομένα και τις πιο ταιριαστές ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ ΜΑΣ, εθνική, μα και ευρύτερη (ευρωπαϊκή ας πούμε), και να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε όχι βεβαίως ΤΗΝ εναλλακτική πρόταση για το παρόν, αλλά, άλλες εναλλακτικές από το να προσπαθούμε σώνει και καλά να καμωνόμαστε να παρουσιάζουμε το νεκρό, ζωντανό. Όπου χρειάζεται, να ανασυστήσουμε σκέψεις και προτάσεις που κακώς καταργήθηκαν ολικά ή μερικά, όπου χρειάζεται να καταργήσουμε σκέψεις και προτάσεις που κακώς υιοθετήθηκαν ολικά ή μερικά, και το κυριότερο, να προσπαθήσουμε να θεμελιώσουμε κάτι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ νέο, αν μπορούμε.
Πάντως, ένα σίγουρα δεν μπορούμε : να μιλάμε μερικές φορές μια ιδεολογική γλώσσα, συχνά χωρίς σημερινό περιεχόμενο, μια γλώσσα ακατάληπτη από τη κοινωνία, μια γλώσσα χωρίς αποδέκτες εν τέλει. Μια γλώσσα κατανοητή από κάποιους ΕΙΔΙΚΑ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΥΣ για τα θεωρητικά και λοιπά αντικείμενα που πραγματεύεται, μια γλώσσα των διάφορων think tanks και «ομίλων σκέψης και προβληματισμού», αλλά, οι θεμελιωτές των μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων και σχολών, από την αρχαιότητα ίσαμε τα σήμερα, δεν μιλούσαν σε 50, 100, 1000 «διαβασμένους». Μιλούσαν με τα εκατομμύρια λαών όχι μονάχα της δικής τους μα και της παγκόσμιας κοινωνίας.
Και το χειρότερο όλων : να μη συζητούμε όσο πρέπει και όσο τις πρέπει, σκέψεις αιώνων, και να θεωρούμε πως ό,τι έχουμε να αναζητήσουμε γεννήθηκε πριν 2-3 αιώνες στο Διαφωτισμό.
Λάθος Πριν 2-3 αιώνες, ΑΝΑΒΙΩΣΕ ένα πνευματικό κίνημα, το οποίο απλά, για λόγους που γνωρίζουμε, είχε θαφτεί κάτω από ό,τι το πιο αναχρονιστικό και αντιδραστικό κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων.
Δεν προέκυψε αυτή η αναγέννηση από το πουθενά.
Ο Διαφωτισμός δεν προέκυψε από παρθενογένεση.
Δεν άρχισε η σκέψη να «χτίζεται» από το μηδέν, τουλάχιστον για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και τα ζητήματα των ανθρώπινων και παγκόσμιων αξιών.
Kafeneio
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στα χέρια της αστυνομίας Αφρικανοί πλαστογράφοι ευρωπαϊκών διαβατηρίων
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κατέσφαξε την γυναίκα του...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ