2020-08-04 09:48:06
Damien de Veuster * Δαμιανὸς Ντὲ Βουστὲρ- Ὁ Βέλγος ἱεραπόστολος τῶν λεπρῶν
Διψάει γιὰ ἀγάπη ἡ ἐποχή μας. Καὶ σὰν ὀάσεις ἀτενίζει τὶς ἡρωϊκὲς μορφὲς –σπάνιες δυστυχῶς– ποὺ σηκώνονται πάνω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν αἰσθημάτων ποὺ κυριαρχοῦν στὶς σύγχρονες κοινωνίες, μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὸ ὑπέρτατο τοῦτο ἰδανικό. Πολὺ περισσότερο ὅταν πρόκειται νὰ θυσιασθοῦν γιὰ αὐτό. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι γίνονται ἀνάρπαστα τὰ βιβλία ποὺ συνδυάζοντας τὴν λογοτεχνικὴ χάρη μὲ τὴν ἀξία τοῦ περιεχομένου, ἔρχονται νὰ μᾶς παρουσιάσουν τόσες μορφές.
Τέτοιο εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Pierre Croidy, «Le père Damien», Editions Spes, Paris 1937, ποὺ παρουσίασε μὲ μία ξεχωριστὴ δύναμη τὴν ὑπέροχη μορφὴ τοῦ Βέλγου ἱεραποστόλου Damien de Veuster(1) , τοῦ ἀποστόλου τῶν λεπρῶν.
Ἀπὸ τὴ Φλάνδρα στὴ Χαβάη(2)
24 Ἰουλίου 1864. Δὲν ἦταν πολὺς καιρὸς ποὺ εἶχε ἔρθει ὁ νεαρὸς Βέλγος ἱεραπόστολος ἀπὸ τὸ ἤρεμο Τρεμελό, τὸ χωριὸ τῆς Φλάνδρας, ἐδῶ στὴ μέση τοῦ Eἰρηνικοῦ, καὶ μάλιστα στὴν πιὸ ἀπολίτιστη, στὴν πιὸ ἄγρια σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ φύση περιοχὴ τῆς Χαβάη
. Σὲ δυσθεώρητα ὕψη ὑψώνονται τὰ ἠφαιστειογενῆ βουνά, ὅπως ἡ Κιλαουέα μὲ τὸν τρομερότερο κρατῆρα τοῦ κόσμου, βασίλειο τῆς θεᾶς Πελέ. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ νησιοῦ ποτισμένο ἀπὸ τὴν πλούσια λάβα παρουσιάζει μιὰ ἐξαιρετικὴ γονιμότητα. Πυκνότατη ζούγκλα σκεπάζει τὰ πεδινὰ μέρη. Τεράστιοι εὐκάλυπτοι, μοσχοκαρφιὲς μὲ πολὺ πυκνὰ φυλλώματα, ροδιὲς κατακόκκινες ἀπὸ ἄνθη, πάνδανοι καὶ κοκκοφοίνικες ἀγκαλιάζονται σὲ ἀδιαπέραστα δάση. Καὶ ἂν ἡ φύση εἶναι ἔτσι ἄγρια καὶ πρωτόγονη, δὲν πάει ὅμως πίσω καὶ ὁ πληθυσμὸς σὲ παρόμοια χαρακτηριστικά. Οἱ μερικὲς χιλιάδες τῶν «Κανάκων», ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς ἰθαγενεῖς τοῦ νησιοῦ, εἶναι βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς βαθιᾶς ἄγνοιας καὶ εἰδωλολατρίας. Ἂν σὲ αὐτὰ προσθέσει κανεὶς τὴν μεγάλη τεμπελιὰ ποὺ μαστίζει τοὺς κατοίκους, θά ἔχει πλήρη τὴν εἰκόνα τοῦ Κανάκου. Θὰ χρειαζόταν ἡ σωματικὴ κράση ἑνὸς ἀθλητή, ὁ ἡρωϊσμὸς ἑνὸς μάρτυρα, ἡ καρδιὰ ἑνὸς ἁγίου, ἡ πίστη ἑνὸς ἀποστόλου, γιὰ νὰ διασχίσει κανεὶς τὶς πρωτόγονες ζούγκλες καὶ τὶς ἀπόκρημνες πλαγιές, νὰ διαλύσει τὶς πλάνες καὶ τὰ σκοτάδια, νὰ ἀντισταθεῖ στοὺς πειρασμοὺς μιᾶς μαλθακῆς ζωῆς. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε ὁ νεαρὸς ἐργάτης τοῦ καλοῦ ἔργου μὲ τὰ 23 μόλις χρόνια του!
Τὸ πρῶτο βράδυ τὸ πέρασε ὁ νεοφερμένος ἱεραπόστολος στὴν καλύβα τοῦ Ὀάχου, ἑνὸς χριστιανοῦ ἰθαγενοῦς. Μέσα στὴν καλύβα ἑνὸς ψαρᾶ. Στοὺς τοίχους εἶναι κρεμασμένα δίχτυα, σειρὲς ἀπὸ ἀγκίστρια κοκάλινα, καμάκια, μερικὰ τόξα καὶ ὁλόκληρη ἀρμάθα ἀπὸ βέλη. Στὴ θέση τοῦ λυχναριοῦ καίει ἕνα κλαρὶ ἀπὸ τὸ ἐλαιῶδες φυτὸ «κουκούι». Ἡ γυναίκα τοῦ Ὀάχου φέρνει φαΐ: μιὰ γαβάθα γεμάτη «πόϊ», τὸ ἐθνικὸ φαγητὸ τῶν Κανάκων. Ὅλοι τρῶνε μὲ τὰ δάχτυλα. Ὁ εὐρωπαῖος φιλοξενούμενος δὲν θέλει νὰ ἀποτελέσει ἐξαίρεση στὸ πολυνησιακὸ αὐτὸ ἔθιμο. Eἶναι γεμᾶτος χαρά. Πόσες φορὲς ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ σπούδαζε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Louvain ἢ ἀκόμα πρίν, ὅταν καλλιεργοῦσε τὸ πατρικό του κτῆμα στὸ Τρεμελό, δὲν εἶχε ὀνειρευτεῖ τὴν εὐτυχισμένη αὐτὴ ὥρα!
Ἀγώνας ἐνάντια στὴν ἀμάθεια, στὴ μαγεία, στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν, στὴν τεμπελιὰ ποὺ μαστίζουν σὰν ἐνδημικὲς ἀρρώστιες τὸν ντόπιο πληθυσμό! Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες σκέψεις τοῦ χριστιανοῦ σκαπανέως. Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνει ὅλη αὐτὴ τὴν ἐκπολιτιστικὴ καὶ ἀναμορφωτικὴ ἐργασία, χρειάζεται ἕνα κέντρο. Ἐπιστρατεύει ὅλους τοὺς χριστιανοὺς Κανάκους τοῦ Κανοπαπού, τοὺς χωρίζει σὲ συνεργεῖα καὶ τοὺς βάζει στὴν δουλειά. Ἕνα συνεργεῖο θὰ κόβει στὸ δάσος τὰ τεράστια κωνοφόρα, ἄλλο θὰ τὰ μεταφέρει στὸ χωριό. Ὁ Δαμιανὸς ἐπὶ κεφαλῆς διδάσκει τοὺς ἄμαθους στὴν δουλειὰ ἰθαγενεῖς καὶ συγχρόνως ἐργάζεται αὐτὸς πρῶτος. Μὲ τὰ γερὰ μπράτσα του κόβει τοὺς κορμοὺς σὲ σανίδες, πλανίζει, καρφώνει, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Κανάκος παραλύει ἀπὸ τὴν κούραση κάτω ἀπὸ τὸν καυτερὸ ἥλιο. Μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἐργαλεῖα ποὺ ἔγραψε νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Χονολουλού, ἡ δουλειὰ προχωρεῖ θαυμάσια. Ἡ χαρά του δὲν περιγράφεται, ὅταν βλέπει τοὺς Κανάκους του ποὺ δὲν ἤξεραν ἄλλη δουλειά, ἀπὸ τὸ τραγούδι καὶ τὸ πιοτὸ νὰ χειρίζωνται τόσο ἐπιδέξια ἄλλος τὸ σκεπάρνι καὶ τὸ σφυρί, ἄλλος τὸ μυστρί, ἄλλος τὸ ἀλφάδι καὶ τὴν πλάνη. Κάθε βράδυ γυρίζει στὴν καλύβα του κατάκοπος, μὰ ὁλόχαρος. Τὸν περιτριγυρίζουν ἕνα πλῆθος Κανάκοι, ποὺ ἔρχονται νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία καὶ νὰ κάνουν μαζὶ τὴν βραδυνὴ προσευχὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ψαθωτὴ καλύβα του ἐνῶ τὸ κῦμα τοῦ Eἰρηνικοῦ ὠκεανοῦ σκάζει στὴν ἀκρογιαλιά. Σὲ ἕνα ἑξάμηνο ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη. Αὐτὴ θὰ εἶναι τὸ πρῶτο ἐκπολιτιστικὸ κέντρο. Ἐκεῖ θὰ διδαχθοῦν οἱ Κανάκοι τὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ἐκπαιδευθοῦν στὴν ἀγάπη. Ἐκεῖ θὰ μάθουν τὴν ἠθικὴ καὶ τὸ καθῆκον. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀντλήσουν παρηγοριὰ στὶς δύσκολες στιγμές. Ἐκεῖ θὰ χαροῦν στὶς εὐφρόσυνες ἡμέρες τῆς ἁπλῆς ζωῆς τους. Ἐκεῖ θὰ γνωρίσουν τὸ Θεό! Μὰ ὁ ἱεραπόστολος δὲν εἶναι μόνο δάσκαλος καὶ ὁδηγὸς ψυχῶν.
Εἶναι ἀκόμα καὶ ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Κάθε μέρα, μόλις τελειώνουν οἱ ἐργασίες του, τὸν βλέπουμε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀσθενεῖς τοῦ Κανοπαπού. Τοὺς δίνει μαθήματα ὑγιεινῆς καὶ ἰατρικῆς προφύλαξης. Δὲν ἀργεῖ νὰ γίνει ὁ γιατρὸς τοῦ χωριοῦ μὲ τὴν λίγη ἰατρικὴ ποὺ γνώριζε. Ἡ ψαθωτὴ καλύβα του γίνεται ἰατρικὸς σταθμὸς καὶ φαρμακεῖο. Καὶ δὲν περιμένει νά ἔρθουν ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι. Τρέχει ὁ ἴδιος νὰ τοὺς βρεῖ. Πόσες φορὲς ξεκινᾶ μοναχὸς μέσα στὶς ζούγκλες γιὰ νὰ ἀνακαλύψει κανένα λεπρὸ –ἀπόκληρο τῆς κοινωνίας– καὶ νὰ τοῦ χύσει λίγο βάλσαμο στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Τρομακτικὸ συναπάντημα
Μία μέρα ἐνῶ λειτουργοῦσε βλέπει κάτι νὰ σαλεύει ἀνάμεσα στὶς ψηλὲς φτέρες ποὺ κυκλώνανε τὴν ἐκκλησία. Τί νὰ εἶναι; Ξαφνικὰ προβάλλει ἕνα ἀνθρώπινο κεφάλι μὲ τὸ χρῶμα τοῦ μπρούντζου τρομακτικὸ στὴν ὄψη, καὶ ἀμέσως ξαναγυρίζει στὶς πυκνὲς φτέρες. Ὁ λειτουργὸς στὸ ἀπροσδόκητο ἀντίκρισμα τρόμαξε. Ἀηδιαστικότερη μορφὴ
δὲν εἶχε δεῖ ποτέ του ἀπὸ τὴν ἀπαίσια αὐτὴ μορφὴ τοῦ λεπροῦ, ποὺ εἶχε πλησιάσει φοβισμένος καὶ σούρνοντας τὸ σῶμα του γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν λειτουργία. Τὰ χείλη του φουσκωμένα ἀπὸ βρωμερὲς ἐκκρίσεις. Ἡ μύτη του ἔμοιαζε σὰν σάρκινη φουσκάλα. Στὴ θέση τοῦ δεξιοῦ ματιοῦ ἁπλωνόταν μιὰ ἀνοιχτὴ πληγή. Ἡ ὄψη ἔδινε μιὰ ἐξαιρετικὰ ἄγρια ἐντύπωση. Ἕνας λεπρός! Ὁ Δαμιανὸς ἤξερε πόσο ἦταν ἐξαπλωμένη ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἀρρώστια, ποὺ σαπίζει ὁλόκληρο τὸ σῶμα καὶ ὁδηγεῖ μὲ τὸν φρικτότερο τρόπο τόσους ἰθαγενεῖς στὸν τάφο. Στὰ νησιὰ τῆς Χαβάη ὅποιος ἀκούσει τὴν λέξη «Μάι-Πακὲ» ποὺ σημαίνει λέπρα, ἀνατριχιάζει. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἀποφάσισε νὰ πλησιάσει μετὰ τὴν λειτουργία τὸ δυστυχισμένο πλάσμα. Μὰ ὁ λεπρὸς εἶχε φύγει. Ἡ κατοικία του ἦταν στὶς ἐρημιές. Ἀλίμονό του ἂν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἱεραπόστολος ἔψαξε ὅλη τὴν ζούγκλα ποὺ περιβάλλει τὸ Κανοπαπού. Πουθενὰ ὁ λεπρός! Οὔτε ἴχνος δικό του! Στὸ γυρισμὸ ἀπὸ τὸ ἀγωνιῶδες αὐτὸ ψάξιμο, τοῦ λέει ἕνας ἰθαγενὴς μὲ ἕναν ἀφελὴ ἐγωισμό.
- Ὤ! Μακούα, εἴμαστε εὐτυχεῖς ποὺ δὲν βρῆκες τὸν Μοάι τὸν λεπρό!
- Δὲν ἔχετε ἀγάπη, φίλοι μου, ἀπάντησε ὁ ἱεραπόστολος. Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρρώστια του, ἂς εἶναι καὶ ἡ λέπρα ἀκόμη, πρέπει νὰ βοηθήσουμε τὸν ἀδελφό μας, νὰ τοῦ δώσουμε κουράγιο, νὰ τοῦ δέσουμε τὶς πληγές του. Καὶ οἱ ἀφελεῖς Κανάκοι συνέχισαν μόνοι τους:
- Φαίνεται ὅτι ὁ Μακούα δὲν ξέρει, τὶ μεγάλο κακὸ εἶναι τὸ «Μάι-Πακέ.
Μὰ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δὲν βαστιόταν. Καὶ ἀπὸ τὰ πολλά, ἐπὶ τέλους τὸν βρῆκε. Διασχίζοντας ἔνα μονοπάτι ἀνάμεσα στὴν πλούσια βλάστηση, ἔφθασε στὴν ἄθλια καλύβα τοῦ Μοάι. Μαργαριτάρι νὰ ἔβρισκε, δὲν θὰ ἦταν τόση ἡ χαρά του. Πλησίασε τὸ παραμορφωμένο αὐτὸ ὄν, ἔσκυψε στὶς πληγές του, τὶς ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους, τοῦ καθάρισε τὰ καρκινώματα ποὺ ἦταν γεμᾶτα πύον καὶ σκουλήκια. Παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπέχθεια ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται γιὰ τὴν βρωμερὴ ἀρρώστια, τοῦ χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε γλυκὰ λόγια. Μία ἀκτίνα γλυκοχάραξε στὴν ψυχὴ τοῦ ἄταφου νεκροῦ. Καὶ ὁ ἐπίλογος αὐτῆς τῆς συγκινητικῆς ἱστορίας: Ὅταν πέθανε ὁ λεπρός, ὁ Δαμιανὸς μόνος του ἔφτιαξε τὸ φέρετρό του καὶ ἄνοιξε τὸν τάφο του, γιατὶ κανένας Κανάκος δὲν ἀναλάμβανε τέτοια ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση.
Μὲ τὴν πιρόγα ἢ μὲ τὸ ἄλογο
Η πιὸ εὐχάριστη ἀπασχόληση τοῦ νεαροῦ σκαπανέα ἦταν οἱ ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες. Σὲ ἕνα πλῆθος χωριὰ ἀνάμεσα σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, σὲ ζούγκλες καὶ σαβάνες, χωριὰ βουτηγμένα στὸ σκοτάδι, ἔπρεπε νὰ μεταδώσει τὸ Φῶς, ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο. Ἔπρεπε νὰ σπάσει τὸ ἁλυσόδεμα τῆς εἰδωλολατρίας, νὰ διδάξει τὰ παιδιά, νὰ κατηχήσει τοὺς μεγάλους, νὰ προλάβει κοινωνικὰ καὶ οἰκογενειακὰ σκάνδαλα. Τὸ Κανοπαποὺ ἦταν ἡ πρωτεύουσα μιᾶς ὁλόκληρης ἐπαρχίας, τῆς Πούνα. Γιὰ νὰ φθάσει στὰ ὀρεινὰ μέρη μὲ τὸ ἄλογο ἔπρεπε νὰ διασχίσει ἀτελείωτες βουνοσειρές, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἠφαιστειογενεῖς καὶ δύσβατες. Γιὰ τὰ παράλια θά ἔπαιρνε τὴν πιρόγα. Μὰ καὶ τὰ θαλάσσια ταξίδια δὲν εἶναι ἀκίνδυνα σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Ἡ θάλασσα εἶναι γεμάτη ὑφάλους κοραλλιογενεῖς καὶ ἄφθονους καρχαρίες, ποὺ μὲ ἕνα τίναγμά τους μποροῦν νὰ ἀναποδογυρίσουν τὴν πιρόγα. Ἔτσι τὰ ναυάγια δὲν ἦταν σπάνια. Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ ἡ πιρόγα μὲ τὸ ἀναποδογύρισμά της πέταξε τὸν ἱεραπόστολο καὶ τοὺς κωπηλάτες μέσα σὲ ἕνα κοπάδι 6 ἀπὸ καρχαρίες. Μὰ ὁ Θεὸς φύλαξε τὸν τολμηρὸ ἐργάτη του.
Μιὰ ἄλλη βραδιὰ σὲ ἕνα ταξίδι στὴν ὀρεινὴ Κοάλα ἔχει νὰ παλέψει μὲ τρεῖς πληγὲς ποὺ τοῦ στέλνει ἡ ἄγρια φύση. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ραγδαία, ἐπίμονη καὶ καταρρακτώδη βροχὴ σὲ μία γυμνὴ ἀπὸ δέντρα βραχώδη ἔκταση, βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἄγρια βόδια ποὺ ἀφρίζοντας καὶ βγάζοντας καπνοὺς ἀπὸ τὰ ρουθούνια ἔρχονται καταπάνω του νὰ τὸν καταξεσχίσουν μὲ τὰ κέρατά τους. Ἀφοῦ γλιτώνει, ὡς ἐκ θαύματος, ἔρχεται νὰ περάσει τὴν νύχτα στὴν πρώτη καλύβα ποὺ συναντᾶ. Σύμπτωση: εἶναι ἡ καλύβα ἑνὸς λεπροῦ. Μετὰ ἀπὸ τὰ δεινοπαθήματα τῆς νύχτας, πῶς νὰ κοιμηθεῖ ἔτσι μουσκεμένος καὶ πλάι στὸ χνῶτο τοῦ λεπροῦ; Καὶ μὲ ὅλα αὐτά, τὴν ἄλλη μέρα εἶναι φρέσκος-φρέσκος γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἐργασία του. Μὲ τὴ φρεσκάδα ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ πίστη…
Νέα ἀποστολὴ
Στὸ πέρασμα τοῦ πρώτου χρόνου ὁ Δαμιανὸς καλεῖται ἀπὸ τὴν προϊσταμένη του ἀρχὴ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀγαπημένη του ἐπαρχία Πούνα καὶ τοὺς συμπαθητικοὺς Κανάκους του, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ μία μεγαλύτερη ἐπαρχία, τὴν Κοάλα. Ἀφήνει τὰ παιδιά του μὲ ἕναν ἀναστεναγμό: «καημένοι μου Κανάκοι!». Σ᾿ ὅλη τὴν ἐπαρχία ἔχει ἀφήσει τὰ ἴχνη τῆς διαβάσεώς του: τέσσερα πνευματικὰ καὶ ἀναμορφωτικὰ κέντρα, ποὺ μεταδίδουν τὸν χριστιανισμὸ καὶ τὸν πολιτισμὸ στὰ πλήθη τῶν ἰθαγενῶν.
Ἡ νέα του ἐπαρχία περιλαμβάνει τὰ τρία τέταρτα τοῦ νησιοῦ, ἔχει τὰ ψηλότερα βουνὰ τῆς Χαβάη, ὅπως τὴν Μαούνα Κέα μὲ τὴν χιονοσκέπαστη κορφὴ στὰ 4.200 μέτρα! Καὶ ἐδῶ ὅπως καὶ στὴν Πούνα ὀργιάζει ἡ ἔκλυση τῶν ἠθῶν, ἡ μαγεία, ἡ μέθη. Μὲ τὶς κοινωνικὲς αὐτὲς ἀρρώστιες ἔχει συμμαχήσει στὸ ἔργο τῆς ἀποσύνθεσης ἡ τρομερὴ σωματικὴ πληγή, ἡ λέπρα, μὲ τὴν καταπληκτική της διάδοση. Ὁ ἀκαταπόνητος ἐργάτης ἀγωνίζεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις μὲ τὸ κήρυγμα, μὲ τὴ συμβουλή, μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὴν ἐπίπληξη. Ἡ δράση του εἶναι τόσο πολύπλευρη! Ἡ καλύβα του δὲν εἶναι μόνο πνευματικὸ καὶ ὑγειονομικὸ κέντρο. Εἶναι ἀκόμη σταθμὸς γεωργικὸς καὶ κτηνοτροφικός. Στὸ περιβολάκι του καλλιεργεῖ ὅλα τὰ εὐρωπαϊκὰ λαχανικὰ μὲ συστηματικὴ καλλιέργεια. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ κήπου τὸν σπρώχνει στὴν κτηνοτροφία. Κάνει ἕνα κοπάδι ἀπὸ πρόβατα καὶ ἀπὸ τὸ κέρδος τοῦ μαλλιοῦ χτίζει ἐκκλησίες καὶ σχολεῖα. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματα τοῦ περιβολιοῦ. Αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς τῆς πολύπλευρης δράσης ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα προσόντα τοῦ μεγάλου ἐκπολιτιστοῦ. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ 7 χρόνια ἀκοίμητης δουλειᾶς στὴν Κοάλα ἄφηνε πίσω του ἕναν ἐξαιρετικὰ εὔγλωττο ἀπολογισμό. Ἐκεῖ ποὺ δὲν εἶχε βρεῖ παρὰ ἕνα ἄθλιο σχολεῖο, ἄφηνε τώρα 5 σχολεῖα μὲ πλῆθος μαθητῶν καὶ ἐκκλησίες μὲ ὅλα τὰ ἀγαθοεργὰ παραρτήματά τους! Ὅλα αὐτὰ φτιαγμένα ἀπὸ ἕνα μόνο ἄνθρωπο!
«Αὐτὰ ὅλα δὲν ἔγιναν μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ ἄφθονο ἱδρῶτα» θὰ πεῖ ἀργότερα. Μὰ ἡ δράση τοῦ ἱεραποστόλου γινόταν ἀκόμη ἐντονότερη στὶς δύσκολες στιγμές. Ἔτσι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1868 μιὰ πρωτοφανὴς θεομηνία ξέσπασε στὸ νησὶ τῆς Χαβάη. Συνδυασμένη ἐπίθεση ὅλων τῶν στοιχείων τῆς φύσης: σεισμὸς ἄγριος, ἔκρηξη ἡφαιστείων, κεραυνοί, πλημμύρα ἀπὸ τὴν θάλασσα ἔκαναν τὴν περιοχὴ ἀγνώριστη. Οἱ καταστροφὲς ποὺ ἔγιναν ἔμειναν ἀλησμόνητες στοὺς Χαβανέζους. Μὰ καὶ ἡ φροντίδα τοῦ ἱεραποστόλου ἀκόμα πιὸ πολύ. Τὴν ἄλλη μέρα κιόλας ἄρχισε τὴν δράση του. Ἀφοῦ ἔθαψε τοὺς νεκροὺς καὶ περιποιήθηκε τοὺς τραυματίες, ἀνέλαβε, μὲ τὸ σφυρὶ καὶ τὸ πριόνι στὸ χέρι, τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐπαρχίας του.
Γιὰ μεγαλύτερες θυσίες
Ἕνα βράδυ μετὰ τὸ φαγητὸ ὁ Δαμιανός, ἕνας συνάδελφός του γειτονικῆς ἐπαρχίας καὶ ἕνας ἰθαγενὴς δάσκαλος διάβαζαν τὴν «Ἐφημερίδα τῆς Χαβάη» καὶ συζητοῦσαν πάνω στὰ γεγονότα.
- Τὶ τρομερὴ κόλαση αὐτὸ τὸ λεπροκομεῖο τῆς Μολοκάι! Διαβάζω ὅτι ἀπὸ τοὺς 797 ἀρρώστους του πέθαναν οἱ 311.
- Ναί, ἀπάντησε ὁ Δαμιανός, εἶναι ἡ πιὸ φρικτὴ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες.Ἔσκυψαν πάνω στὴν «Ἐφημερίδα τῆς Χαβάη» καὶ διάβασαν:
«Ἂν ἕνας ἄξιος χριστιανὸς ἱερέας, ἕνας ἱεροκήρυκας, μία ἀδελφὴ τοῦ ἐλέους, εἶχε τὸν ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ νὰ πάει στὸ Μολοκάι καὶ νὰ θυσιάσει τὴν ζωή του γιὰ νὰ ἀνακουφίσει αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, θὰ ἦταν πράγματι μιὰ βασιλικὴ καρδιά, ἄξια νὰ λάμπει γιὰ πάντα σὲ ἕναν θρόνο ὑψωμένο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη».
- Αὐτὰ τὰ λόγια, πρόσθεσε ὁ Δαμιανός, ἂν καὶ τελειώνουν μὲ μιὰ εἰκόνα ποὺ δὲν μοῦ ἀρέσει καθόλου, μοῦ ἔκαναν ὅμως βαθιὰ ἐντύπωση. Ζητοῦν ἐν πάση περιπτώσει νὰ πάει ἕνας παπὰς νὰ θυσιάσει τὴν ζωή του στὴν ὑπηρεσία τῶν λεπρῶν.
- Ναί, ἔκανε ὁ συνάδελφος, ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ ὡραῖα, ἀλλὰ πάντως εἶναι ἕνα ἄρθρο ἐφημερίδας.
- Εἶναι ἴσως καὶ μία κλῆσις, πρόσθεσε ὁ Δαμιανός, καὶ τὸ ὕφος του ἔγινε πολὺ σοβαρό. Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Δαμιανὸς ἔφθανε στὴν βόρεια ἀκτὴ τῆς Μολοκάι μὲ ἕνα ἀτμόπλοιο ποὺ ἔφερνε τρόφιμα ἐκ μέρους τῆς κυβέρνησης γιὰ τοὺς 800 λεπροὺς τοῦ ἀσύλου. Ἀποβιβάστηκε, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁδηγὸ πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὴν πόλη τῶν λεπρῶν ποὺ βρίσκεται στὴν ἀνατολικὴ χερσόνησο τοῦ νησιοῦ καὶ χωρίζεται μὲ πανύψηλους γρανιτώδεις βράχους ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο νησί. Ἦταν ἕνας συνοικισμὸς ἀπὸ ψάθινες φωλιὲς σκεπασμένες μὲ ξερὰ φύλλα καὶ κλαδιὰ κοκκοφοίνικα. Ἕνα πλῆθος παραμορφωμένα ὄντα ἄρχισαν νὰ προβάλλουν σὰν μυρμήγκια ἀπὸ τὶς φωλιές τους. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, κουρελιάρηδες, σακάτηδες, ἀκρωτηριασμένοι περικύκλωσαν τὸν «Μακούα», ἀλλὰ δίσταζαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ χέρι. Μέσα στὴν ἀποπνικτικὴ αὐτὴ ἀτμόσφαιρα ὁ Δαμιανὸς ἄρχισε νὰ σκορπίζει «Ἀλόα» (καλημέρα), χαμόγελα καὶ χειραψίες. Μετὰ τὸ πρῶτο γεῦμα ἐπακολουθεῖ συζήτηση μὲ τοὺς πρώτους του ἐγχώριους συνεργάτες. Ὁ νέος ὁδηγὸς τῶν ἐγκαταλελειμμένων αὐτῶν ἀνθρώπων ζητεῖ πληροφορίες γιὰ τὴν κατάσταση. Ὁ γέρο-Αχουιμάνου τοῦ δίνει ὅσο μπορεῖ περισσότερες, ἀναστενάζοντας πότε-πότε:
- Ἐκτὸς ἀπὸ μία ἑκατοστὴ χριστιανούς, οἱ λεπροὶ εἶναι ψυχικὰ ναυάγια, ἀπελπισμένοι, τρελοί. Ἡ ἔκλυση καὶ ἡ ἀνηθικότητα βασιλεύουν σὲ ὅλες τὶς καλύβες. Σχεδὸν ὅλοι περνοῦν τὸν καιρό τους παίζοντας χαρτιὰ ἢ μεθώντας μὲ τὸ ποτὸ «κι». Πολὺ λίγοι ἔχουν ὄρεξη νὰ ἐργαστοῦν, ἂν καὶ ἡ κυβέρνηση μᾶς ἔδωσε κτήματα καὶ ἐργαλεῖα γιὰ τὴν καλλιέργεια. Ἡ ἀπελπισία παρασύρει τοὺς περισσότερους. Ἡ κλεψιὰ καὶ ὁ φόνος εἶναι συχνότατα. Ἦταν πιὰ καιρὸς νά ἔρθεις, γιατὶ οἱ λίγες ἴσιες ψυχὲς ποὺ ἀπόμειναν στὸ Μολοκάι, δὲν θὰ μποροῦσαν πιὰ νὰ φέρουν ἀντίσταση στὸ κακό! Καὶ τελειώνοντας ὁ γέρος τὴν μαύρη αὐτὴ εἰκόνα εἶπε στοχαστικός:
- «Ἀόλε Καναβάι μα κέια βάχι» (Σὲ αὐτὸ τὸν τόπο δὲν ὑπάρχει κανένας νόμος). Ὁ Δαμιανὸς ἄκουγε τὰ λόγια αὐτὰ ἀκόμη πιὸ στοχαστικὸς ἀπὸ τὸ γερο-λεπρό, καὶ σκεφτόταν ὅτι δὲν θὰ ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἂν ἔβαζε σὲ μία ταμπέλα μπροστὰ ἀπὸ τὸ λεπροκομεῖο τὰ λόγια τοῦ Δάντη: «Ἀφῆστε κάθε ἐλπίδα, ὅσοι μπαίνετε ἐδῶ μέσα!». Εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης Καὶ ὅμως! Ἡ κόλαση αὐτὴ ἔπρεπε νὰ πάψει νὰ εἶναι κόλαση. Ἡ δουλειὰ ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἐδάφους.
Τὴν πρώτη μέρα ἐπισκέφτηκε ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν… «ἰατρικὸ σταθμό», ἕνα ξεχωριστὸ σπίτι στὴν ἄκρη τοῦ συνοικισμοῦ ὅπου ἔμεναν οἱ βαρύτερα ἀσθενεῖς. Ἑξήντα λεπροὶ ὑφίσταντο ἕναν ἀργὸ θάνατο. Τὰ πρόσωπά τους δὲν εἶχαν πλέον κανένα ἀνθρώπινο χαρακτηριστικό. Τὰ κορμιά τους δὲν ἦταν παρὰ πληγὲς ποὺ πυορροοῦσαν χωρὶς κανένας ἐπίδεσμος νὰ ἀνακόπτει τὴν ἀποσύνθεσή τους. Οὔτε νοσοκόμος, οὔτε φάρμακα ὑπῆρχαν, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὸν ἀβάσταχτο πόνο τους. Ποτὲ γιατρὸς δὲν εἶχε πατήσει ἐκεῖ. Συγκινημένος βαθύτατα ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴ δυστυχία ὁ Δαμιανὸς ἄρχισε νὰ ἐπισκέπτεται τὰ κρεβάτια. Ἔπλυνε τὶς πληγές, τὶς ἔδενε, ἐξέταζε τοὺς ἀσθενεῖς σὰν γιατρός. Κάτι τὸν τραβοῦσε πρὸς αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα ὄντα. Ἔπειτα ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε μέσα στὶς μεγάλες αἴθουσες. Ζητοῦσε ἐπιδέσμους καὶ φάρμακα. Μὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Καὶ τότε ἡ φωνή του δυνάμωνε ἀκόμη περισσότερο. Μπροστὰ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπαιρνε τὴν ὑπεράσπισή τους, οἱ δύστυχοι λεπροὶ ζωντάνευαν. Τὰ μάτια τους καρφώνονταν στὸν στοργικὸ Μακούα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ἀγάπη.
Γυρίζοντας στὴν καλύβα του κάθε μέρα ὁ Δαμιανὸς περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ τῶν λεπρῶν. Ἕνα πλῆθος ἔβγαινε νὰ τὸν χαιρετίσει, νὰ τὸν θαυμάσει, νὰ τὸν ἀπολαύσει. Καὶ τὰ μικρά, τὰ δυστυχισμένα ὀρφανὰ βλέπανε στὸ πρόσωπό του τὸν στοργικὸ πατέρα. Τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω χαρούμενα. Ἐκεῖνος τοὺς χαμογελοῦσε καὶ τοὺς σκόρπιζε τὴν χαρά. Συχνὰ ἔμπαινε στὶς καλύβες γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ κάποιον βαριὰ ἄρρωστο. Στοὺς χριστιανοὺς ἔδινε τὴν βοήθεια τῆς θρησκείας. Στοὺς ἄλλους ἐμφανιζόταν σὰν ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ κάνει τὸ καλό. Παντοῦ ἦταν εὐπρόσδεκτος. Γινόταν φίλος τοῦ κάθε σπιτιοῦ ἀκόμη καὶ ὅταν χρειαζόταν νὰ τοὺς δώσει ἕνα σκαμπίλι γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ καθαρίσουν λιγάκι τὸ νοικοκυριό τους. Πολλὲς φορὲς περιμάζευε κάποιον λεπρὸ ποὺ εἶχαν πετάξει οἱ δικοί του ἀηδιασμένοι πιά. Ἂν ἦταν τυφλὸς τὸν πήγαινε ὁ ἴδιος στὸ νοσοκομεῖο. Ἂν ἦταν ἀνάπηρος –ὦ! τότε γινόταν κάτι θαυμαστό – τὸν σήκωνε μὲ τὰ στιβαρά του μπράτσα, τὸν ἔβαζε στὴν πλάτη καὶ τὸν κουβαλοῦσε μόνος του στὸ ἄσυλο! Κάθε μέρα οἱ λεπροὶ εἶχαν νὰ διηγοῦνται τέτοια περιστατικά. Ἔπειτα γύριζε στὴν καλύβα του, ἔπαιρνε τὸ λιτό του γεῦμα –ρύζι, τσάϊ, γαλέτες‒ καὶ δεχόταν σὲ ἀκρόαση τὸ ποίμνιό του. Ἄλλοι ἤθελαν νὰ ζητήσουν τὴν συμβουλή του, ἄλλοι κάποια χάρη. Ἄλλοτε πάλι ἔκανε τὸν δικαστή. Ἔπρεπε νὰ λύσει μιὰ διαφορά, νὰ συμφιλιώσει δύο τσακωμένους, νὰ προλάβει ἕνα σκάνδαλο. Δὲν ξεχνοῦσε ὅμως καὶ τὴν ἀγαπητή του ξυλουργική. Αὐτὴ ἦταν ἡ διασκέδασή του. Κάθε μεσημέρι τὸ συνεργεῖο τὸν περίμενε: ὁ Ἀχουιμάνου, ὁ Γιολάνι καὶ Σία. Ἔβγαζε τότε τὸ ράσο του καὶ ἄρπαζε τὸ πριόνι ἢ τὴν πλάνη. Οἱ ἐργάτες ἦταν ἐνθουσιασμένοι μὲ τὸ εὔθυμο ἀφεντικό τους, μὲ τὰ ἀστεῖα του, μὲ τὰ καλά του λόγια, μὲ τὰ τραγούδια του. Τὸ βραδάκι τοὺς μάζευε ὅλους στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ τοὺς πεῖ λόγια παρηγορητικὰ καὶ ἐνθαρρυντικά: «ἡ πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἐκεῖ θὰ πᾶμε καὶ ἐμεῖς οἱ λεπροὶ» -ὦ! αὐτὴ ἡ φράση πόσα δάκρυα προκαλοῦσε στὸ ἀκροατήριο! Μόνο ποὺ δὲν ἦσαν δάκρυα πόνου!
Κοινωνικὴ ἀναδημιουργία
Ἐκεῖνο ποὺ χρειαζόταν πρὸ πάντων ἦταν νὰ δημιουργηθεῖ μιὰ ὑγιὴς κοινωνικὴ ζωὴ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν συνοικισμὸ τῶν λεπρῶν. Ἔπρεπε τέλος πάντων αὐτὰ τὰ πλάσματα νὰ παύσουν νὰ ζοῦν σὰν ζῶα καὶ νὰ μάθουν νὰ ζοῦν σὰν ἄνθρωποι. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πρώτη δουλειὰ ἦταν νὰ γίνουν σπίτια καὶ δρόμοι. Ὁ Δαμιανός, καθὼς εἴδαμε, εἶχε ἀρκετὴ ἀρχιτεκτονικὴ πείρα. Ἀνέλαβε λοιπὸν νὰ ἐκπονήσει ἕνα πολεοδομικὸ σχέδιο. Στὰ πλάγια κάθε δρόμου θὰ παρατάσσονταν τὰ ἀγροτικὰ σπιτάκια, τὸ καθένα μὲ τὸ περιβολάκι του ἀπαραιτήτως. Τὸ ἔργο ἦταν βέβαια γιγάντιο. Χρειάζονταν ξύλα καὶ ἐργαλεῖα. Μὰ ὁ ἀκούραστος ἐργάτης ἤξερε τὸ δρόμο. Ἔγραψε στὴν Χονολουλοὺ καὶ μὲ τὶς συνδρομὲς ποὺ τοῦ ἔστελναν ἀπὸ διάφορους ἐράνους κατόρθωσε νὰ τὸ πραγματοποιήσει καὶ αὐτό. Ἔπειτα ἄρχισε ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς. Στρατολογήθηκαν οἱ ἱκανότεροι καὶ ἄρχισαν νὰ καλλιεργοῦν πατάτες, ζαχαροκάλαμο, καφέ. Ἕνα ἄλλο καλὸ ποὺ οἱ λεπροὶ τὸ χρωστοῦσαν στὸ «Μακούα Καμιάνο», ἦταν ὅτι φοροῦσαν τώρα καθαρὰ ροῦχα. Ἔμαθαν νὰ πλένωνται στὸ ρυάκι καὶ νὰ πλένουν καὶ τὰ ροῦχα τους. Τὸ Καλαβάο δὲν ἦταν πιὰ ἕνα μπουλούκι ἀπὸ βρώμικους καὶ κουρελῆδες. Ἀργότερα ἔφτιαξε ὁ Δαμιανὸς καὶ εἰδικὸ ὑδραγωγεῖο γιὰ τὴν ἀποθήκευση τοῦ νεροῦ. Ἔτσι ἄρχσε νὰ ὀργανώνεται σιγά-σιγὰ ἡ κοινωνικὴ ζωή. Οἱ λεπροὶ ξανάνιωθαν πὼς εἶναι ἄνθρωποι! Χρειαζόταν ὅμως καὶ ἡ ψυχαγωγία. Ἂν γιὰ κάθε κοινωνία εἶναι ἀπαραίτητη, πολὺ περισσότερο γιὰ μιὰ κοινωνία ποὺ τὴν βαραίνει ὁ πόνος. Καὶ πρῶτα-πρῶτα ὀργανώθηκε μιὰ χορωδία γιὰ τὴν ἐκκλησία. Οἱ λεπροὶ Κανάκοι διοχέτευσαν ὅλο τους τὸ μουσικὸ πάθος στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Τὸ συγκινητικότερο ἦταν ὅταν ἔψελναν «τὸν ὕμνο τῶν λεπρῶν», ποὺ εἶχε συνθέσει ἕνας μουσικὸς χαβανέζος. Ἔπειτα ὀργανώθηκε καὶ μία μπάντα μὲ ὄργανα ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Χονολουλού. Ὅταν κάθε Κυριακὴ ἡ παράξενη αὐτὴ μπάντα ἔκανε παρέλαση στοὺς δρόμους τοῦ Καλαβάο, ὅλος ὁ πληθυσμὸς ἦτανε στὸ πόδι. Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη του γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ὀρφανῶν λεπρῶν, ποὺ ἀποχωρισμένα ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους ζοῦσαν ἐγκαταλελειμμένα ἀνάμεσα σὲ κάθε λογῆς πειρασμό, ἀπασχολοῦσε ζωηρὰ τὴν στοργικὴ καρδιά του. Μετὰ ἀπὸ τεράστιες φροντίδες τὸ 1877 κατόρθωσε νὰ χτίσει τὸ πρῶτο ἄσυλο γιὰ 30 ὀρφανὰ κορίτσια. Ἔπειτα ἀκολούθησε δεύτερο ἄσυλο γιὰ 30 ἀγόρια στὴν ἀρχή, ποὺ σὲ λίγο ἔγιναν 200. Ἀργότερα ἀκολούθησε καὶ τρίτο ὀρφανοτροφεῖο γιὰ κορίτσια, καλύτερο ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἐδῶ ὑπηρετοῦσαν Ἀδελφὲς τοῦ Ἐλέους ποὺ τὶς εἶχε καλέσει ὁ Δαμιανός. Τὰ καημένα τὰ ὀρφανὰ κατάλαβαν ἔτσι ὅτι ἔχει κάποιο νόημα ἡ ζωή. Ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τους Μακούα μάθαιναν γράμματα, τραγούδι, χειροτεχνία.
Διεθνὴς ἀπήχηση
Ἡ ζωντανὴ θυσία τοῦ ἀποστόλου τῶν λεπρῶν δὲν ἄργησε νὰ ξεπεράσει τὰ περιορισμένα σύνορα τοῦ Μολοκάι. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἡ ἑκούσια φυλάκιση στὸ λεπροκομεῖο ἔγινε ἀντικείμενο εἰδικοῦ ἄρθρου στὶς ἐφημερίδες τῆς Χαβάη. «Ὁ π. Δαμιανός», ἔλεγε μιὰ ἀπὸ αὐτές, «πῆρε αὐτὴ τὴν ἀπόφαση ἐντελῶς ἀπροετοίμαστα. Δὲν ἔχει οὔτε ρουχισμό, οὔτε κατάλυμα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ παρέχουν οἱ λεπροί. Χωρὶς νὰ ἀποσχολούμεθα μὲ τὰ φρονήματα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, τονίζουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη ὅτι εἶναι ἕνας Χριστιανὸς ἥρωας».
Μόλις δημοσιεύτηκε τὸ ἄρθρο αὐτό, πλῆθος δωρεὲς σὲ χρῆμα καὶ σὲ εἶδος ἄρχισαν νὰ συρρέουν στὴν διεύθυνση τοῦ Δαμιανοῦ. Οἱ Ἀδελφὲς τοῦ Ἑλέους τῆς Χαβάη ἑτοίμασαν εἰδικὴ ἀποστολὴ μὲ φάρμακα, ροῦχα, γλυκά, τρόφιμα. Σὲ λίγο Eὐρώπη καὶ Ἀμερικὴ μάθαιναν ὅτι ἕνας ἄνθρωπος κλείστηκε ἐθελοντικὰ στὸ Μολοκάι, γιὰ νὰ βοηθήσει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ τοὺς ἄκληρους λεπρούς. Πολλὲς καρδιὲς συγκινήθηκαν τότε καὶ μεγάλα ποσὰ χρημάτων πῆραν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Μολοκάι. Τὸ ὄνομα τοῦ Δαμιανοῦ γινόταν τὸ ὄνομα τῆς ἡμέρας. Τὸ δελτίο τῶν Ἰεραποστολῶν εἶχε σὲ κάθε φύλλο του εἰδικὴ στήλη γιὰ τὶς δωρεὲς ποὺ στέλνονταν στὸ Μολοκάι. Τὸ ρεῦμα τῆς γενναιοδωρίας καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἠπείρους ὅλο καὶ μεγάλωνε. Μετὰ τὰ δημοσιεύματα τοῦ τύπου ἦρθε ἡ σειρὰ τῶν ἐπισκέψεων. Ὀκτὼ χρόνια μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ π. Δαμιανοῦ στὴν πόλη τῶν λεπρῶν, τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ Βασιλομήτωρ Λιλίνο Καλάνι μὲ τὸν πρωθυπουργὸ τῶν νήσων Χαβάη. Ἡ ἔκπληξή της ἦταν μεγάλη γιὰ ὅλα, μὰ πρὸ πάντων γιὰ τὴν ὑποδοχὴ ποὺ τοὺς εἶχε προετοιμάσει ὁ ἐμψυχωτὴς τοῦ λεπροκομείου, μιὰ τελετὴ ποὺ θὰ τὴν ζήλευαν πολλὲς πολιτισμένες πολιτεῖες: χορωδία, μπάντα, τιμητικὴ φρουρά, ἐξέδρα, ἁψῖδες, ταμπέλες μὲ προσφωνήσεις, σημαῖες! Δὲν ἔλειπε τίποτα! Λίγες μέρες ἀργότερα ὅταν ἡ Βασίλισσα γύρισε στὴν Χονολουλού, ἀπένειμε στὸν ἐργάτη τοῦ λεπροκομείου τὸ παράσημο Καλακάουα, τὸ ἐπίσημο παράσημο τῆς ἐπικράτειάς της.
Σὲ ἄλλη εὐκαιρία ὅταν κάποτε ὁ Δαμιανὸς εἶχε πάει στὴν Χονολουλού, ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιὰς πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὴν δράση του καὶ νὰ τοῦ πεῖ ἂν θέλει νὰ τοῦ ζητήσει ἀπὸ τὸν μονάρχη ὅ,τι ἤθελε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ζήτησε μόνο κάτι γιὰ τὰ παιδιά του: νά ἔρθει τὸ νερὸ μιᾶς πηγῆς στὸ λεπροκομεῖο. Ἄλλο δεῖγμα τῆς τεράστιας φήμης καὶ ἐπίδρασης ποὺ προκάλεσε ἡ θυσία τοῦ Χριστιανοῦ ἐργάτη ἦταν ὅτι ἄρχισε νὰ βρίσκει ὄχι μόνο θαυμαστὲς ἀλλὰ καὶ μιμητές. Χριστιανοὶ ἀφοσιωμένοι ποὺ ἤθελαν νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης, ἄφησαν τὴν καλοπέρασή τους καὶ ξεκίνησαν νὰ ἔρθουν νὰ κλειστοῦν στὸ μακρινὸ λεπροκομεῖο τοῦ Eἰρηνικοῦ. Ἕνας Ἀμερικανὸς καὶ ἕνας Ἰρλανδὸς ἦταν οἱ πρῶτοι συναγωνιστὲς ποὺ θαμπωμένοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ἥρωα τῆς ἀγάπης ἦρθαν νὰ ἀγωνιστοῦν στὸ πλευρό του, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς ἀπόκληρους τοῦ Μολοκάι.
Ζωὴ σταυροῦ
Ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν μέρα καὶ νύχτα τὸν ἀκοίμητο ἱεραπόστολο, ἦταν ἡ θεραπεία τῆς λέπρας. Τὸ θέαμα τόσων ἀνθρώπων ποὺ σάπιζαν κάθε μέρα, τὸν συγκινοῦσε κατάκαρδα. Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν καμία θεραπεία γιὰ αὐτὸ τὸ τρομερὸ «Μάι-Πακέ»; Ἡ μόνη του ἰατρικὴ φροντίδα θὰ εἶναι μόνο νὰ ἀπομακρύνει λίγο τὸ θάνατο; Τίποτε περισσότερο; Ἀπὸ τὴν σκέψη αὐτὴ ξεκινώντας ὁ π. Δαμιανὸς ἀποφάσισε νὰ κάνει ὅ,τι μποροῦσε σχετικὰ μὲ τὴν θεραπεία τῆς λέπρας. Καὶ πρῶτα-πρῶτα μελέτησε τὴν ἀρρώστια ὅσο μποροῦσε καλύτερα. Ἔπειτα προσπάθησε μὲ τὴν καθαριότητα καὶ μὲ ὅ,τι φάρμακο συνιστοῦσαν οἱ γιατροὶ τῆς ἐποχῆς, νὰ ἀνακουφίσει τὸ κακό. Ἄλλοτε πάλι τὸν βλέπουμε νὰ ἐπισκέπτεται τὸ νοσοκομεῖο τῆς Χονολουλοὺ γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ νὰ γυρίζει πίσω φέρνοντας μαζί του κιβώτια φάρμακα. Κοντὰ σὲ ὅλα αὐτά, παρακολουθοῦσε διαρκῶς τὴν ἰατρικὴ κίνηση τὴν σχετικὴ μὲ τὴν λέπρα. Ἀκόμη διατηροῦσε καὶ ἀλληλογραφία μὲ ἱεραποστόλους ποὺ ἦταν σὲ μέρη ὅπου ἔκανε θραύση ἡ λέπρα. Ἔτσι ἔλαβε μιὰ μέρα γράμμα ἀπὸ ἕναν συνάδελφό του ἀπὸ τὶς Ἀντίλλες ποὺ τοῦ γνωστοποιοῦσε τὸ «Χοάγγ-Νάμ», ἕνα νέο φάρμακο ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἀποτελεσματικὰ στὸ Τογγίνο. * * *
Μὰ ἡ ἀρρώστια δὲν ἀστειεύεται. Ὅσο τὴν καταδιώκεις, τόσο αὐτὴ σὲ ἐκδικεῖται. Δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ συμβεῖ αὐτὸ καὶ μὲ τὸν π. Δαμιανό, τὸν τρομερὸ διώκτη της. Ἡ συνεχὴς ἐπαφή του μὲ τοὺς λεπρούς, ἡ μεγαλόκαρδη ἀφροντισιά του μπροστὰ στὸν κίνδυνο τῆς μόλυνσης, δὲν μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει συνέπειες, καὶ συνέπειες ὀλέθριες. Ὁ π. Δαμιανὸς τὸ εἶχε πάρει ἀπόφαση καὶ περίμενε καρτερικὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὸν νικήσει ὁ βάκιλος τοῦ Χάνσεν. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ἐπαφῆς του μὲ τοὺς λεπρούς, αἰσθανόταν δυνατοὺς πονοκεφάλους, πρὸ πάντων ὅταν ἔπεφτε στὸ κρεβάτι, ἀποτέλεσμα φυσικὰ τῆς ἀντίδρασης τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἀφοῦ πέρασαν μερικὰ χρόνια, ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ δυνατοὺς πόνους στὰ πόδια. Μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο διάστημα οἱ πόνοι ἔφυγαν, ἀφήνοντας κάποια ἀναισθησία σὲ ἕνα μέρος τοῦ ποδιοῦ. Τὸ πράγμα δὲν τὸν ἀνησυχοῦσε καὶ πολύ. Ἕνα βράδυ ὅμως τοῦ Δεκεμβρίου στὰ 1884, ποὺ γύριζε κατάκοπος ἀπὸ μία περιοδεία δύο βδομάδων στὸ νησί, πῆρε τὴν λεκάνη μὲ τὸ ζεστὸ νερὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ συνηθισμένο ποδόλουτρο. Ἔβαλε μέσα τὰ πόδια του, χωρὶς νὰ αἰσθανθεῖ καμία ζέστη. Βάζει ἔπειτα τὸ χέρι του γιὰ νὰ δοκιμάσει, μὰ αὐτὸ κάηκε. Τὸ νερὸ ἦταν βραστὸ καὶ τὰ πόδια του δὲν τὸ ἔνιωθαν! Ἀμέσως χλώμιασε. Ἀνατινάχθηκε ξαφνικά. Αὐτὴ ἡ ἀναισθησία τῶν ποδιῶν ἔλεγε πολλὰ πράγματα. Πόσες φορὲς εἶχε δεῖ τοὺς λεπροὺς νὰ κόβουν μὲ τὸ ἐργαλεῖο τὸ χέρι τους, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν τίποτε! Δὲν χρειαζόταν ἄλλο δεῖγμα. Ἦταν λεπρός. Βγῆκε ἔξω τρεκλίζοντας. Ὁ ἥλιος καταπόρφυρος εἶχε βυθιστεῖ στὴν ἀπέραντη θάλασσα. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁραματίστηκε τὸν ἑαυτό του ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λεπρούς, παραμορφωμένο καὶ ἀγνώριστο νὰ βαδίζει πρὸς τὸν τάφο!... Ὅμως τὸ τρομερὸ γεγονὸς δὲν τὸν κλόνισε καθόλου. Ἡ μόνη λύπη ποὺ τοῦ ἀπέμεινε στὸ βάθος ἦταν πὼς δὲν θὰ μποροῦσε πιὰ νὰ ἐργαστεῖ πολλὰ χρόνια γιὰ τὰ ἀγαπημένα του παιδιά.
Τὴν ἄλλη μέρα ξανάρχισε τὴν ἐργασία του μὲ ἀμείωτη δραστηριότητα. Ἕνα γράμμα πρὸς τὸν προϊστάμενό του μᾶς δείχνει τὸ ἀκατάβλητο φρόνημά του. «Μὴν παραξενευτεῖτε οὔτε νὰ στενοχωρηθεῖτε μαθαίνοντας ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά σας παρασημοφορήθηκε ὄχι μόνο μὲ τὸ βασιλικὸ Σταυρὸ τοῦ Καλακάουα, μὰ ἀκόμη μὲ τὸν κάπως πιὸ βαρὺ καὶ πιὸ τιμητικὸν σταυρὸ τῆς λέπρας». Μόλις ἡ εἴδηση διαδόθηκε στὸ Μολοκάι, δὲν ἄκουγε κανεὶς τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ θρήνους. Οἱ δύστυχοι λεπροὶ ξεχνώντας τὸν δικό τους πόνο, ἄρχισαν νὰ κλαῖνε γιὰ τὸν πόνο ποὺ βρῆκε τὸν «Μακούα» τους. Οἱ δύο ἐκκλησίες τοῦ Μολοκάι γέμισαν ἀπὸ εὐσεβεῖς λεπρούς, ποὺ ἐρχόντουσαν παρέες-παρέες νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὸν προστάτη τους. Σὲ λίγο τὸ μάθαινε καὶ ὁ τύπος. Τὸ πρῶτο ἄρθρο ποὺ γράφτηκε στὸ Ἱεραποστολικὸ Δελτίο γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἥρωα καὶ μεταφράστηκε σὲ πολλὲς ἄλλες ἐφημερίδες, προκάλεσε ἕνα παγκόσμιο ρεῦμα θαυμασμοῦ πρὸς τὸν σύγχρονο αὐτὸν μάρτυρα. Ἡ ἀρρώστια ἀκολούθησε τὸν κανονικό της δρόμο. Πρῶτα ἄρχισαν νὰ πέφτουν τὰ φρύδια καὶ τὰ βλέφαρα. Τὸ πρόσωπο σκεπάστηκε μὲ σπυριά. Ἡ μύτη ἄρχισε νὰ παραμορφώνεται, τὰ μάτια ἦταν γεμάτα κηλῖδες ἀπὸ αἷμα, τὸ δέρμα ἐξογκωμένο. Ἔπειτα τὸ πρόσωπο καὶ τὰ αὐτιὰ ἄρχισαν νὰ πυορροοῦν. Ἡ πρὶν εὐγενικὴ λεβέντικη μορφή, ἦταν τώρα ἀγνώριστη. Ἡ γλυκιὰ φωνὴ ἄρχισε νὰ σβήνει. Ἕνας διαρκὴς κατάρρους ἔφραζε τὴν μύτη, ὁλόκληρο τὸ κορμὶ ὑπέφερε ἀπὸ ἀβάσταχτους πόνους. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐξακολούθησε νὰ ἐργάζεται, νὰ κηρύττει, νὰ χτίζει, νὰ γιατρεύει… Ἕως ὅτου ἡ λέπρα, ρίχνοντας τὸ τελευταῖο της ἀτού, τὸν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι γιὰ νὰ μὴ σηκωθεῖ πιά. Ἡ λέπρα εἶχε προσβάλει τὰ χρησιμότερα ὄργανα, τὰ πνευμόνια, τὸ στομάχι. Τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν πιὰ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ὁ π. Δαμιανὸς μποροῦσε νὰ πεῖ τὸ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα!». Ἡ εὐχή του δὲν ἄργησε νὰ ἐκπληρωθεῖ. Τὴν νύχτα τῆς 14 πρὸς τὴν 15 Ἀπριλίου 1889, μετὰ ἀπὸ 25 χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσης, πρόφερε τὶς τελευταῖες του λέξεις: «ἀγαπημένοι μου λεπροί», καὶ ἡ ψυχή του πέταξε γιὰ ἄλλους κόσμους, πιὸ ὄμορφους. Καὶ ἐνῶ ἔξω ἔπεφτε μιὰ σιγανὴ βροχή, καμιὰ ἑκατοστοὶ λεπροὶ προσεύχονταν γιὰ τὸν «Μακούα».
Σαράντα ἑπτὰ χρόνια ἀργότερα, στὶς 3 Μαΐου 1936, τὸ Βελγικὸ πολεμικὸ «Mercator» ἔφερνε τὸ λείψανό του στὴν Ἀμβέρσα, ἀφοῦ εἶχε ἀναπαυθεῖ ἀρκετὰ στὴν ρίζα τοῦ πάνδανου, πλάι στὴν παλιά του καλύβα. Τυμπανοκρουσίες, κωδωνοκρουσίες καὶ κανονιοβολισμοὶ ἔδιναν τὸ μήνυμα γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ ἥρωα στὴν πατρίδα του. Μὲ βασιλικὲς τιμὲς καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Βασιλιὰ τοῦ Βελγίου ἔγινε ἡ ταφὴ τοῦ ἥρωα. Τοῦ ἥρωα ποὺ ὑψώθηκε σὰν μιὰ ὄαση τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς Ἀγάπης μέσα στὴν ἀσφυκτικὴ ὑλοκρατία καὶ ἐγωλατρία τοῦ αἰῶνα μας.
(*) Πρεσβυτέρου Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Δέκα σύγχρονες μορφές, σελ. 73-100, ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ», Ἀθήνα, Φεβρουάριος 2014.
Ἐπιμέλ. ἡμετ. Τὸ μνῆμα τοῦ ἡρωϊκοῦ ἱεραποστόλου. 17
1. Δαμιανὸς ντὲ Βουστὲρ (3 Ἰανουαρίου 1840 - 15 Ἀπριλίου 1889)· Pωμαιοκαθολικὸς ἱερέας ἀπὸ τὸ Βέλγιο καὶ μέλος τῶν «Ἱερῶν Καρδιῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Μαρίας», ἑνὸς ἱεραποστολικοῦ θρησκευτικοῦ ἱδρύματος. Διακόνησε στὸ Βασίλειο τῆς Χαβάης, ἀπὸ τὸ 1864 ἕως τὸ 1889, τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσβληθῆ ἀπὸ λέπρα καὶ ὑποχρεώθηκαν, κατόπιν διατάγματος τῆς κυβερνήσεως, νὰ ζήσουν σὲ ἰατρικὴ καραντῖνα σὲ οἰκισμὸ τοῦ Καλαουάο, στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς χερσονήσου Καλουπάπα στὴν νῆσο τοῦ Μολοκάϊ. Ἡ Ἐπαρχία τοῦ Καλαουάο χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο Μολοκάϊ ἀπὸ μία ἀπότομη ὀρεινὴ κορυφογραμμή. Ἀκόμη καὶ στὸν ΚΑ΄ αἰ. ἡ μοναδικὴ πρόσβασις διὰ ξηρᾶς ἀποτελεῖ ἕνα μονοπάτι γιὰ ἡμιόνους. Ἀπὸ τὸ 1866 ἕως τὸ 1969, συνολικῶς περίπου 8.000 Χαβανέζοι ἐστάλησαν στὴν χερσόνησο Καλουπάπα σὲ ἰατρικὴ καραντῖνα.
2. Χαβάη· εἶναι μία ἀπὸ τὶς Πολιτεῖες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν Ἀμερικῆς. Ἀποτελουμένη ἀπὸ ἕνα ἀρχιπέλαγος 137 νήσων, πρόκειται γιὰ τὴν μοναδικὴ ἀμερικανικὴ Πολιτεία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν βορειο-αμερικανικὴ ἤπειρο, στὴν Ὠκεανία, καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο μὴ πλησιόχωρα ἀμερικανικὰ κράτη, μαζὶ μὲ τὴν Ἀλάσκα. Οἱ ὀκτὼ κυριώτερες νῆσοι εἶναι οἱ Νιχάου, Κουάϊ, Μολοκάϊ, Λανάϊ, Καχουλάουϊ, Μάουϊ, ἡ νῆσος τῆς Χαβάης καὶ τὸ Ὀάχου, ὅπου εὑρίσκεται ἡ πρωτεύουσα Χονολουλοῦ. Τὸ ἀρχιπέλαγος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Πολυνησίας, εὑρίσκεται στὸν κεντρικὸ Eἰρηνικὸ Ὠκεανό, περίπου 3.900 χλμ. τῶν νοτιο-δυτικῶν ἀκτῶν τῆς Καλιφορνίας, νοτιο-ανατολικὰ τῆς Ἰαπωνίας καὶ βορειο-ανατολικὰ τῆς Αὐστραλίας. Εἶναι ἡ πεντηκοστὴ καὶ τελευταία Πολιτεία, ἡ ὁποία ἔγινε δεκτὴ στὴν Ἕνωσι στὶς 21 Αὐγούστου 1959. Τὸ ἀρχιπέλαγος κατοικήθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ τῶν Πολυνησίων ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξι τοῦ ἐξερευνητοῦ Τζέϊμς Κοὺκ τὸ 1778, ὁ ὁποῖος τὸ ὠνόμασε «Νῆσοι Σάντουϊτς». Οἱ νῆσοι ἑνώθηκαν σὲ ἕνα Βασίλειο περὶ τὸ 1810 ἀπὸ τὸν Καμεχαμέχα Α΄. Ἡ Δυναστεία, τὴν ὁποίαν ἵδρυσε παρέμεινε ἕως τὸ 1893. Τὴν διαδέχθηκε πρῶτα μία βραχύβια Δημοκρατία τῆς Χαβάης (1894-1898) καὶ ἔπειτα ἡ Περιφέρεια τῆς Χαβάης, ὅταν προσαρτήθηκε τὸ ἀρχιπέλαγος στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Στὴν νῆσο τοῦ Ὀάχου ἔλαβε χώρα, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1941, κατὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἡ ἐπίθεσις τοῦ Πὲρλ Χάρμπορ. Ἡ Περιφέρεια διελύθη τὸ 1959, ὅταν ἡ Χαβάη ἔγινε ἡ πεντηκοστὴ ἀμερικανικὴ Πολιτεία
ΠΗΓΗ
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10207613935982650&set=a.1061622556982&type=3&theater
Διψάει γιὰ ἀγάπη ἡ ἐποχή μας. Καὶ σὰν ὀάσεις ἀτενίζει τὶς ἡρωϊκὲς μορφὲς –σπάνιες δυστυχῶς– ποὺ σηκώνονται πάνω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν αἰσθημάτων ποὺ κυριαρχοῦν στὶς σύγχρονες κοινωνίες, μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὸ ὑπέρτατο τοῦτο ἰδανικό. Πολὺ περισσότερο ὅταν πρόκειται νὰ θυσιασθοῦν γιὰ αὐτό. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι γίνονται ἀνάρπαστα τὰ βιβλία ποὺ συνδυάζοντας τὴν λογοτεχνικὴ χάρη μὲ τὴν ἀξία τοῦ περιεχομένου, ἔρχονται νὰ μᾶς παρουσιάσουν τόσες μορφές.
Τέτοιο εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Pierre Croidy, «Le père Damien», Editions Spes, Paris 1937, ποὺ παρουσίασε μὲ μία ξεχωριστὴ δύναμη τὴν ὑπέροχη μορφὴ τοῦ Βέλγου ἱεραποστόλου Damien de Veuster(1) , τοῦ ἀποστόλου τῶν λεπρῶν.
Ἀπὸ τὴ Φλάνδρα στὴ Χαβάη(2)
24 Ἰουλίου 1864. Δὲν ἦταν πολὺς καιρὸς ποὺ εἶχε ἔρθει ὁ νεαρὸς Βέλγος ἱεραπόστολος ἀπὸ τὸ ἤρεμο Τρεμελό, τὸ χωριὸ τῆς Φλάνδρας, ἐδῶ στὴ μέση τοῦ Eἰρηνικοῦ, καὶ μάλιστα στὴν πιὸ ἀπολίτιστη, στὴν πιὸ ἄγρια σὲ ἀνθρώπους καὶ σὲ φύση περιοχὴ τῆς Χαβάη
Τὸ πρῶτο βράδυ τὸ πέρασε ὁ νεοφερμένος ἱεραπόστολος στὴν καλύβα τοῦ Ὀάχου, ἑνὸς χριστιανοῦ ἰθαγενοῦς. Μέσα στὴν καλύβα ἑνὸς ψαρᾶ. Στοὺς τοίχους εἶναι κρεμασμένα δίχτυα, σειρὲς ἀπὸ ἀγκίστρια κοκάλινα, καμάκια, μερικὰ τόξα καὶ ὁλόκληρη ἀρμάθα ἀπὸ βέλη. Στὴ θέση τοῦ λυχναριοῦ καίει ἕνα κλαρὶ ἀπὸ τὸ ἐλαιῶδες φυτὸ «κουκούι». Ἡ γυναίκα τοῦ Ὀάχου φέρνει φαΐ: μιὰ γαβάθα γεμάτη «πόϊ», τὸ ἐθνικὸ φαγητὸ τῶν Κανάκων. Ὅλοι τρῶνε μὲ τὰ δάχτυλα. Ὁ εὐρωπαῖος φιλοξενούμενος δὲν θέλει νὰ ἀποτελέσει ἐξαίρεση στὸ πολυνησιακὸ αὐτὸ ἔθιμο. Eἶναι γεμᾶτος χαρά. Πόσες φορὲς ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ σπούδαζε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Louvain ἢ ἀκόμα πρίν, ὅταν καλλιεργοῦσε τὸ πατρικό του κτῆμα στὸ Τρεμελό, δὲν εἶχε ὀνειρευτεῖ τὴν εὐτυχισμένη αὐτὴ ὥρα!
Ἀγώνας ἐνάντια στὴν ἀμάθεια, στὴ μαγεία, στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν, στὴν τεμπελιὰ ποὺ μαστίζουν σὰν ἐνδημικὲς ἀρρώστιες τὸν ντόπιο πληθυσμό! Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες σκέψεις τοῦ χριστιανοῦ σκαπανέως. Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνει ὅλη αὐτὴ τὴν ἐκπολιτιστικὴ καὶ ἀναμορφωτικὴ ἐργασία, χρειάζεται ἕνα κέντρο. Ἐπιστρατεύει ὅλους τοὺς χριστιανοὺς Κανάκους τοῦ Κανοπαπού, τοὺς χωρίζει σὲ συνεργεῖα καὶ τοὺς βάζει στὴν δουλειά. Ἕνα συνεργεῖο θὰ κόβει στὸ δάσος τὰ τεράστια κωνοφόρα, ἄλλο θὰ τὰ μεταφέρει στὸ χωριό. Ὁ Δαμιανὸς ἐπὶ κεφαλῆς διδάσκει τοὺς ἄμαθους στὴν δουλειὰ ἰθαγενεῖς καὶ συγχρόνως ἐργάζεται αὐτὸς πρῶτος. Μὲ τὰ γερὰ μπράτσα του κόβει τοὺς κορμοὺς σὲ σανίδες, πλανίζει, καρφώνει, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Κανάκος παραλύει ἀπὸ τὴν κούραση κάτω ἀπὸ τὸν καυτερὸ ἥλιο. Μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἐργαλεῖα ποὺ ἔγραψε νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Χονολουλού, ἡ δουλειὰ προχωρεῖ θαυμάσια. Ἡ χαρά του δὲν περιγράφεται, ὅταν βλέπει τοὺς Κανάκους του ποὺ δὲν ἤξεραν ἄλλη δουλειά, ἀπὸ τὸ τραγούδι καὶ τὸ πιοτὸ νὰ χειρίζωνται τόσο ἐπιδέξια ἄλλος τὸ σκεπάρνι καὶ τὸ σφυρί, ἄλλος τὸ μυστρί, ἄλλος τὸ ἀλφάδι καὶ τὴν πλάνη. Κάθε βράδυ γυρίζει στὴν καλύβα του κατάκοπος, μὰ ὁλόχαρος. Τὸν περιτριγυρίζουν ἕνα πλῆθος Κανάκοι, ποὺ ἔρχονται νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία καὶ νὰ κάνουν μαζὶ τὴν βραδυνὴ προσευχὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ψαθωτὴ καλύβα του ἐνῶ τὸ κῦμα τοῦ Eἰρηνικοῦ ὠκεανοῦ σκάζει στὴν ἀκρογιαλιά. Σὲ ἕνα ἑξάμηνο ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη. Αὐτὴ θὰ εἶναι τὸ πρῶτο ἐκπολιτιστικὸ κέντρο. Ἐκεῖ θὰ διδαχθοῦν οἱ Κανάκοι τὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ἐκπαιδευθοῦν στὴν ἀγάπη. Ἐκεῖ θὰ μάθουν τὴν ἠθικὴ καὶ τὸ καθῆκον. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀντλήσουν παρηγοριὰ στὶς δύσκολες στιγμές. Ἐκεῖ θὰ χαροῦν στὶς εὐφρόσυνες ἡμέρες τῆς ἁπλῆς ζωῆς τους. Ἐκεῖ θὰ γνωρίσουν τὸ Θεό! Μὰ ὁ ἱεραπόστολος δὲν εἶναι μόνο δάσκαλος καὶ ὁδηγὸς ψυχῶν.
Εἶναι ἀκόμα καὶ ὁ καλὸς Σαμαρείτης. Κάθε μέρα, μόλις τελειώνουν οἱ ἐργασίες του, τὸν βλέπουμε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀσθενεῖς τοῦ Κανοπαπού. Τοὺς δίνει μαθήματα ὑγιεινῆς καὶ ἰατρικῆς προφύλαξης. Δὲν ἀργεῖ νὰ γίνει ὁ γιατρὸς τοῦ χωριοῦ μὲ τὴν λίγη ἰατρικὴ ποὺ γνώριζε. Ἡ ψαθωτὴ καλύβα του γίνεται ἰατρικὸς σταθμὸς καὶ φαρμακεῖο. Καὶ δὲν περιμένει νά ἔρθουν ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι. Τρέχει ὁ ἴδιος νὰ τοὺς βρεῖ. Πόσες φορὲς ξεκινᾶ μοναχὸς μέσα στὶς ζούγκλες γιὰ νὰ ἀνακαλύψει κανένα λεπρὸ –ἀπόκληρο τῆς κοινωνίας– καὶ νὰ τοῦ χύσει λίγο βάλσαμο στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Τρομακτικὸ συναπάντημα
Μία μέρα ἐνῶ λειτουργοῦσε βλέπει κάτι νὰ σαλεύει ἀνάμεσα στὶς ψηλὲς φτέρες ποὺ κυκλώνανε τὴν ἐκκλησία. Τί νὰ εἶναι; Ξαφνικὰ προβάλλει ἕνα ἀνθρώπινο κεφάλι μὲ τὸ χρῶμα τοῦ μπρούντζου τρομακτικὸ στὴν ὄψη, καὶ ἀμέσως ξαναγυρίζει στὶς πυκνὲς φτέρες. Ὁ λειτουργὸς στὸ ἀπροσδόκητο ἀντίκρισμα τρόμαξε. Ἀηδιαστικότερη μορφὴ
δὲν εἶχε δεῖ ποτέ του ἀπὸ τὴν ἀπαίσια αὐτὴ μορφὴ τοῦ λεπροῦ, ποὺ εἶχε πλησιάσει φοβισμένος καὶ σούρνοντας τὸ σῶμα του γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν λειτουργία. Τὰ χείλη του φουσκωμένα ἀπὸ βρωμερὲς ἐκκρίσεις. Ἡ μύτη του ἔμοιαζε σὰν σάρκινη φουσκάλα. Στὴ θέση τοῦ δεξιοῦ ματιοῦ ἁπλωνόταν μιὰ ἀνοιχτὴ πληγή. Ἡ ὄψη ἔδινε μιὰ ἐξαιρετικὰ ἄγρια ἐντύπωση. Ἕνας λεπρός! Ὁ Δαμιανὸς ἤξερε πόσο ἦταν ἐξαπλωμένη ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἀρρώστια, ποὺ σαπίζει ὁλόκληρο τὸ σῶμα καὶ ὁδηγεῖ μὲ τὸν φρικτότερο τρόπο τόσους ἰθαγενεῖς στὸν τάφο. Στὰ νησιὰ τῆς Χαβάη ὅποιος ἀκούσει τὴν λέξη «Μάι-Πακὲ» ποὺ σημαίνει λέπρα, ἀνατριχιάζει. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἀποφάσισε νὰ πλησιάσει μετὰ τὴν λειτουργία τὸ δυστυχισμένο πλάσμα. Μὰ ὁ λεπρὸς εἶχε φύγει. Ἡ κατοικία του ἦταν στὶς ἐρημιές. Ἀλίμονό του ἂν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἱεραπόστολος ἔψαξε ὅλη τὴν ζούγκλα ποὺ περιβάλλει τὸ Κανοπαπού. Πουθενὰ ὁ λεπρός! Οὔτε ἴχνος δικό του! Στὸ γυρισμὸ ἀπὸ τὸ ἀγωνιῶδες αὐτὸ ψάξιμο, τοῦ λέει ἕνας ἰθαγενὴς μὲ ἕναν ἀφελὴ ἐγωισμό.
- Ὤ! Μακούα, εἴμαστε εὐτυχεῖς ποὺ δὲν βρῆκες τὸν Μοάι τὸν λεπρό!
- Δὲν ἔχετε ἀγάπη, φίλοι μου, ἀπάντησε ὁ ἱεραπόστολος. Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρρώστια του, ἂς εἶναι καὶ ἡ λέπρα ἀκόμη, πρέπει νὰ βοηθήσουμε τὸν ἀδελφό μας, νὰ τοῦ δώσουμε κουράγιο, νὰ τοῦ δέσουμε τὶς πληγές του. Καὶ οἱ ἀφελεῖς Κανάκοι συνέχισαν μόνοι τους:
- Φαίνεται ὅτι ὁ Μακούα δὲν ξέρει, τὶ μεγάλο κακὸ εἶναι τὸ «Μάι-Πακέ.
Μὰ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δὲν βαστιόταν. Καὶ ἀπὸ τὰ πολλά, ἐπὶ τέλους τὸν βρῆκε. Διασχίζοντας ἔνα μονοπάτι ἀνάμεσα στὴν πλούσια βλάστηση, ἔφθασε στὴν ἄθλια καλύβα τοῦ Μοάι. Μαργαριτάρι νὰ ἔβρισκε, δὲν θὰ ἦταν τόση ἡ χαρά του. Πλησίασε τὸ παραμορφωμένο αὐτὸ ὄν, ἔσκυψε στὶς πληγές του, τὶς ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους, τοῦ καθάρισε τὰ καρκινώματα ποὺ ἦταν γεμᾶτα πύον καὶ σκουλήκια. Παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπέχθεια ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται γιὰ τὴν βρωμερὴ ἀρρώστια, τοῦ χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε γλυκὰ λόγια. Μία ἀκτίνα γλυκοχάραξε στὴν ψυχὴ τοῦ ἄταφου νεκροῦ. Καὶ ὁ ἐπίλογος αὐτῆς τῆς συγκινητικῆς ἱστορίας: Ὅταν πέθανε ὁ λεπρός, ὁ Δαμιανὸς μόνος του ἔφτιαξε τὸ φέρετρό του καὶ ἄνοιξε τὸν τάφο του, γιατὶ κανένας Κανάκος δὲν ἀναλάμβανε τέτοια ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση.
Μὲ τὴν πιρόγα ἢ μὲ τὸ ἄλογο
Η πιὸ εὐχάριστη ἀπασχόληση τοῦ νεαροῦ σκαπανέα ἦταν οἱ ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες. Σὲ ἕνα πλῆθος χωριὰ ἀνάμεσα σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, σὲ ζούγκλες καὶ σαβάνες, χωριὰ βουτηγμένα στὸ σκοτάδι, ἔπρεπε νὰ μεταδώσει τὸ Φῶς, ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο. Ἔπρεπε νὰ σπάσει τὸ ἁλυσόδεμα τῆς εἰδωλολατρίας, νὰ διδάξει τὰ παιδιά, νὰ κατηχήσει τοὺς μεγάλους, νὰ προλάβει κοινωνικὰ καὶ οἰκογενειακὰ σκάνδαλα. Τὸ Κανοπαποὺ ἦταν ἡ πρωτεύουσα μιᾶς ὁλόκληρης ἐπαρχίας, τῆς Πούνα. Γιὰ νὰ φθάσει στὰ ὀρεινὰ μέρη μὲ τὸ ἄλογο ἔπρεπε νὰ διασχίσει ἀτελείωτες βουνοσειρές, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἠφαιστειογενεῖς καὶ δύσβατες. Γιὰ τὰ παράλια θά ἔπαιρνε τὴν πιρόγα. Μὰ καὶ τὰ θαλάσσια ταξίδια δὲν εἶναι ἀκίνδυνα σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Ἡ θάλασσα εἶναι γεμάτη ὑφάλους κοραλλιογενεῖς καὶ ἄφθονους καρχαρίες, ποὺ μὲ ἕνα τίναγμά τους μποροῦν νὰ ἀναποδογυρίσουν τὴν πιρόγα. Ἔτσι τὰ ναυάγια δὲν ἦταν σπάνια. Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ αὐτὰ ἡ πιρόγα μὲ τὸ ἀναποδογύρισμά της πέταξε τὸν ἱεραπόστολο καὶ τοὺς κωπηλάτες μέσα σὲ ἕνα κοπάδι 6 ἀπὸ καρχαρίες. Μὰ ὁ Θεὸς φύλαξε τὸν τολμηρὸ ἐργάτη του.
Μιὰ ἄλλη βραδιὰ σὲ ἕνα ταξίδι στὴν ὀρεινὴ Κοάλα ἔχει νὰ παλέψει μὲ τρεῖς πληγὲς ποὺ τοῦ στέλνει ἡ ἄγρια φύση. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ραγδαία, ἐπίμονη καὶ καταρρακτώδη βροχὴ σὲ μία γυμνὴ ἀπὸ δέντρα βραχώδη ἔκταση, βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἄγρια βόδια ποὺ ἀφρίζοντας καὶ βγάζοντας καπνοὺς ἀπὸ τὰ ρουθούνια ἔρχονται καταπάνω του νὰ τὸν καταξεσχίσουν μὲ τὰ κέρατά τους. Ἀφοῦ γλιτώνει, ὡς ἐκ θαύματος, ἔρχεται νὰ περάσει τὴν νύχτα στὴν πρώτη καλύβα ποὺ συναντᾶ. Σύμπτωση: εἶναι ἡ καλύβα ἑνὸς λεπροῦ. Μετὰ ἀπὸ τὰ δεινοπαθήματα τῆς νύχτας, πῶς νὰ κοιμηθεῖ ἔτσι μουσκεμένος καὶ πλάι στὸ χνῶτο τοῦ λεπροῦ; Καὶ μὲ ὅλα αὐτά, τὴν ἄλλη μέρα εἶναι φρέσκος-φρέσκος γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἐργασία του. Μὲ τὴ φρεσκάδα ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ πίστη…
Νέα ἀποστολὴ
Στὸ πέρασμα τοῦ πρώτου χρόνου ὁ Δαμιανὸς καλεῖται ἀπὸ τὴν προϊσταμένη του ἀρχὴ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀγαπημένη του ἐπαρχία Πούνα καὶ τοὺς συμπαθητικοὺς Κανάκους του, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ μία μεγαλύτερη ἐπαρχία, τὴν Κοάλα. Ἀφήνει τὰ παιδιά του μὲ ἕναν ἀναστεναγμό: «καημένοι μου Κανάκοι!». Σ᾿ ὅλη τὴν ἐπαρχία ἔχει ἀφήσει τὰ ἴχνη τῆς διαβάσεώς του: τέσσερα πνευματικὰ καὶ ἀναμορφωτικὰ κέντρα, ποὺ μεταδίδουν τὸν χριστιανισμὸ καὶ τὸν πολιτισμὸ στὰ πλήθη τῶν ἰθαγενῶν.
Ἡ νέα του ἐπαρχία περιλαμβάνει τὰ τρία τέταρτα τοῦ νησιοῦ, ἔχει τὰ ψηλότερα βουνὰ τῆς Χαβάη, ὅπως τὴν Μαούνα Κέα μὲ τὴν χιονοσκέπαστη κορφὴ στὰ 4.200 μέτρα! Καὶ ἐδῶ ὅπως καὶ στὴν Πούνα ὀργιάζει ἡ ἔκλυση τῶν ἠθῶν, ἡ μαγεία, ἡ μέθη. Μὲ τὶς κοινωνικὲς αὐτὲς ἀρρώστιες ἔχει συμμαχήσει στὸ ἔργο τῆς ἀποσύνθεσης ἡ τρομερὴ σωματικὴ πληγή, ἡ λέπρα, μὲ τὴν καταπληκτική της διάδοση. Ὁ ἀκαταπόνητος ἐργάτης ἀγωνίζεται πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις μὲ τὸ κήρυγμα, μὲ τὴ συμβουλή, μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὴν ἐπίπληξη. Ἡ δράση του εἶναι τόσο πολύπλευρη! Ἡ καλύβα του δὲν εἶναι μόνο πνευματικὸ καὶ ὑγειονομικὸ κέντρο. Εἶναι ἀκόμη σταθμὸς γεωργικὸς καὶ κτηνοτροφικός. Στὸ περιβολάκι του καλλιεργεῖ ὅλα τὰ εὐρωπαϊκὰ λαχανικὰ μὲ συστηματικὴ καλλιέργεια. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ κήπου τὸν σπρώχνει στὴν κτηνοτροφία. Κάνει ἕνα κοπάδι ἀπὸ πρόβατα καὶ ἀπὸ τὸ κέρδος τοῦ μαλλιοῦ χτίζει ἐκκλησίες καὶ σχολεῖα. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματα τοῦ περιβολιοῦ. Αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς τῆς πολύπλευρης δράσης ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα προσόντα τοῦ μεγάλου ἐκπολιτιστοῦ. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ 7 χρόνια ἀκοίμητης δουλειᾶς στὴν Κοάλα ἄφηνε πίσω του ἕναν ἐξαιρετικὰ εὔγλωττο ἀπολογισμό. Ἐκεῖ ποὺ δὲν εἶχε βρεῖ παρὰ ἕνα ἄθλιο σχολεῖο, ἄφηνε τώρα 5 σχολεῖα μὲ πλῆθος μαθητῶν καὶ ἐκκλησίες μὲ ὅλα τὰ ἀγαθοεργὰ παραρτήματά τους! Ὅλα αὐτὰ φτιαγμένα ἀπὸ ἕνα μόνο ἄνθρωπο!
«Αὐτὰ ὅλα δὲν ἔγιναν μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ ἄφθονο ἱδρῶτα» θὰ πεῖ ἀργότερα. Μὰ ἡ δράση τοῦ ἱεραποστόλου γινόταν ἀκόμη ἐντονότερη στὶς δύσκολες στιγμές. Ἔτσι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1868 μιὰ πρωτοφανὴς θεομηνία ξέσπασε στὸ νησὶ τῆς Χαβάη. Συνδυασμένη ἐπίθεση ὅλων τῶν στοιχείων τῆς φύσης: σεισμὸς ἄγριος, ἔκρηξη ἡφαιστείων, κεραυνοί, πλημμύρα ἀπὸ τὴν θάλασσα ἔκαναν τὴν περιοχὴ ἀγνώριστη. Οἱ καταστροφὲς ποὺ ἔγιναν ἔμειναν ἀλησμόνητες στοὺς Χαβανέζους. Μὰ καὶ ἡ φροντίδα τοῦ ἱεραποστόλου ἀκόμα πιὸ πολύ. Τὴν ἄλλη μέρα κιόλας ἄρχισε τὴν δράση του. Ἀφοῦ ἔθαψε τοὺς νεκροὺς καὶ περιποιήθηκε τοὺς τραυματίες, ἀνέλαβε, μὲ τὸ σφυρὶ καὶ τὸ πριόνι στὸ χέρι, τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐπαρχίας του.
Γιὰ μεγαλύτερες θυσίες
Ἕνα βράδυ μετὰ τὸ φαγητὸ ὁ Δαμιανός, ἕνας συνάδελφός του γειτονικῆς ἐπαρχίας καὶ ἕνας ἰθαγενὴς δάσκαλος διάβαζαν τὴν «Ἐφημερίδα τῆς Χαβάη» καὶ συζητοῦσαν πάνω στὰ γεγονότα.
- Τὶ τρομερὴ κόλαση αὐτὸ τὸ λεπροκομεῖο τῆς Μολοκάι! Διαβάζω ὅτι ἀπὸ τοὺς 797 ἀρρώστους του πέθαναν οἱ 311.
- Ναί, ἀπάντησε ὁ Δαμιανός, εἶναι ἡ πιὸ φρικτὴ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες.Ἔσκυψαν πάνω στὴν «Ἐφημερίδα τῆς Χαβάη» καὶ διάβασαν:
«Ἂν ἕνας ἄξιος χριστιανὸς ἱερέας, ἕνας ἱεροκήρυκας, μία ἀδελφὴ τοῦ ἐλέους, εἶχε τὸν ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ νὰ πάει στὸ Μολοκάι καὶ νὰ θυσιάσει τὴν ζωή του γιὰ νὰ ἀνακουφίσει αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, θὰ ἦταν πράγματι μιὰ βασιλικὴ καρδιά, ἄξια νὰ λάμπει γιὰ πάντα σὲ ἕναν θρόνο ὑψωμένο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη».
- Αὐτὰ τὰ λόγια, πρόσθεσε ὁ Δαμιανός, ἂν καὶ τελειώνουν μὲ μιὰ εἰκόνα ποὺ δὲν μοῦ ἀρέσει καθόλου, μοῦ ἔκαναν ὅμως βαθιὰ ἐντύπωση. Ζητοῦν ἐν πάση περιπτώσει νὰ πάει ἕνας παπὰς νὰ θυσιάσει τὴν ζωή του στὴν ὑπηρεσία τῶν λεπρῶν.
- Ναί, ἔκανε ὁ συνάδελφος, ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ ὡραῖα, ἀλλὰ πάντως εἶναι ἕνα ἄρθρο ἐφημερίδας.
- Εἶναι ἴσως καὶ μία κλῆσις, πρόσθεσε ὁ Δαμιανός, καὶ τὸ ὕφος του ἔγινε πολὺ σοβαρό. Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Δαμιανὸς ἔφθανε στὴν βόρεια ἀκτὴ τῆς Μολοκάι μὲ ἕνα ἀτμόπλοιο ποὺ ἔφερνε τρόφιμα ἐκ μέρους τῆς κυβέρνησης γιὰ τοὺς 800 λεπροὺς τοῦ ἀσύλου. Ἀποβιβάστηκε, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁδηγὸ πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὴν πόλη τῶν λεπρῶν ποὺ βρίσκεται στὴν ἀνατολικὴ χερσόνησο τοῦ νησιοῦ καὶ χωρίζεται μὲ πανύψηλους γρανιτώδεις βράχους ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο νησί. Ἦταν ἕνας συνοικισμὸς ἀπὸ ψάθινες φωλιὲς σκεπασμένες μὲ ξερὰ φύλλα καὶ κλαδιὰ κοκκοφοίνικα. Ἕνα πλῆθος παραμορφωμένα ὄντα ἄρχισαν νὰ προβάλλουν σὰν μυρμήγκια ἀπὸ τὶς φωλιές τους. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, κουρελιάρηδες, σακάτηδες, ἀκρωτηριασμένοι περικύκλωσαν τὸν «Μακούα», ἀλλὰ δίσταζαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ χέρι. Μέσα στὴν ἀποπνικτικὴ αὐτὴ ἀτμόσφαιρα ὁ Δαμιανὸς ἄρχισε νὰ σκορπίζει «Ἀλόα» (καλημέρα), χαμόγελα καὶ χειραψίες. Μετὰ τὸ πρῶτο γεῦμα ἐπακολουθεῖ συζήτηση μὲ τοὺς πρώτους του ἐγχώριους συνεργάτες. Ὁ νέος ὁδηγὸς τῶν ἐγκαταλελειμμένων αὐτῶν ἀνθρώπων ζητεῖ πληροφορίες γιὰ τὴν κατάσταση. Ὁ γέρο-Αχουιμάνου τοῦ δίνει ὅσο μπορεῖ περισσότερες, ἀναστενάζοντας πότε-πότε:
- Ἐκτὸς ἀπὸ μία ἑκατοστὴ χριστιανούς, οἱ λεπροὶ εἶναι ψυχικὰ ναυάγια, ἀπελπισμένοι, τρελοί. Ἡ ἔκλυση καὶ ἡ ἀνηθικότητα βασιλεύουν σὲ ὅλες τὶς καλύβες. Σχεδὸν ὅλοι περνοῦν τὸν καιρό τους παίζοντας χαρτιὰ ἢ μεθώντας μὲ τὸ ποτὸ «κι». Πολὺ λίγοι ἔχουν ὄρεξη νὰ ἐργαστοῦν, ἂν καὶ ἡ κυβέρνηση μᾶς ἔδωσε κτήματα καὶ ἐργαλεῖα γιὰ τὴν καλλιέργεια. Ἡ ἀπελπισία παρασύρει τοὺς περισσότερους. Ἡ κλεψιὰ καὶ ὁ φόνος εἶναι συχνότατα. Ἦταν πιὰ καιρὸς νά ἔρθεις, γιατὶ οἱ λίγες ἴσιες ψυχὲς ποὺ ἀπόμειναν στὸ Μολοκάι, δὲν θὰ μποροῦσαν πιὰ νὰ φέρουν ἀντίσταση στὸ κακό! Καὶ τελειώνοντας ὁ γέρος τὴν μαύρη αὐτὴ εἰκόνα εἶπε στοχαστικός:
- «Ἀόλε Καναβάι μα κέια βάχι» (Σὲ αὐτὸ τὸν τόπο δὲν ὑπάρχει κανένας νόμος). Ὁ Δαμιανὸς ἄκουγε τὰ λόγια αὐτὰ ἀκόμη πιὸ στοχαστικὸς ἀπὸ τὸ γερο-λεπρό, καὶ σκεφτόταν ὅτι δὲν θὰ ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἂν ἔβαζε σὲ μία ταμπέλα μπροστὰ ἀπὸ τὸ λεπροκομεῖο τὰ λόγια τοῦ Δάντη: «Ἀφῆστε κάθε ἐλπίδα, ὅσοι μπαίνετε ἐδῶ μέσα!». Εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης Καὶ ὅμως! Ἡ κόλαση αὐτὴ ἔπρεπε νὰ πάψει νὰ εἶναι κόλαση. Ἡ δουλειὰ ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἐδάφους.
Τὴν πρώτη μέρα ἐπισκέφτηκε ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν… «ἰατρικὸ σταθμό», ἕνα ξεχωριστὸ σπίτι στὴν ἄκρη τοῦ συνοικισμοῦ ὅπου ἔμεναν οἱ βαρύτερα ἀσθενεῖς. Ἑξήντα λεπροὶ ὑφίσταντο ἕναν ἀργὸ θάνατο. Τὰ πρόσωπά τους δὲν εἶχαν πλέον κανένα ἀνθρώπινο χαρακτηριστικό. Τὰ κορμιά τους δὲν ἦταν παρὰ πληγὲς ποὺ πυορροοῦσαν χωρὶς κανένας ἐπίδεσμος νὰ ἀνακόπτει τὴν ἀποσύνθεσή τους. Οὔτε νοσοκόμος, οὔτε φάρμακα ὑπῆρχαν, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὸν ἀβάσταχτο πόνο τους. Ποτὲ γιατρὸς δὲν εἶχε πατήσει ἐκεῖ. Συγκινημένος βαθύτατα ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴ δυστυχία ὁ Δαμιανὸς ἄρχισε νὰ ἐπισκέπτεται τὰ κρεβάτια. Ἔπλυνε τὶς πληγές, τὶς ἔδενε, ἐξέταζε τοὺς ἀσθενεῖς σὰν γιατρός. Κάτι τὸν τραβοῦσε πρὸς αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα ὄντα. Ἔπειτα ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε μέσα στὶς μεγάλες αἴθουσες. Ζητοῦσε ἐπιδέσμους καὶ φάρμακα. Μὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Καὶ τότε ἡ φωνή του δυνάμωνε ἀκόμη περισσότερο. Μπροστὰ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπαιρνε τὴν ὑπεράσπισή τους, οἱ δύστυχοι λεπροὶ ζωντάνευαν. Τὰ μάτια τους καρφώνονταν στὸν στοργικὸ Μακούα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ἀγάπη.
Γυρίζοντας στὴν καλύβα του κάθε μέρα ὁ Δαμιανὸς περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ τῶν λεπρῶν. Ἕνα πλῆθος ἔβγαινε νὰ τὸν χαιρετίσει, νὰ τὸν θαυμάσει, νὰ τὸν ἀπολαύσει. Καὶ τὰ μικρά, τὰ δυστυχισμένα ὀρφανὰ βλέπανε στὸ πρόσωπό του τὸν στοργικὸ πατέρα. Τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω χαρούμενα. Ἐκεῖνος τοὺς χαμογελοῦσε καὶ τοὺς σκόρπιζε τὴν χαρά. Συχνὰ ἔμπαινε στὶς καλύβες γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ κάποιον βαριὰ ἄρρωστο. Στοὺς χριστιανοὺς ἔδινε τὴν βοήθεια τῆς θρησκείας. Στοὺς ἄλλους ἐμφανιζόταν σὰν ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ κάνει τὸ καλό. Παντοῦ ἦταν εὐπρόσδεκτος. Γινόταν φίλος τοῦ κάθε σπιτιοῦ ἀκόμη καὶ ὅταν χρειαζόταν νὰ τοὺς δώσει ἕνα σκαμπίλι γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ καθαρίσουν λιγάκι τὸ νοικοκυριό τους. Πολλὲς φορὲς περιμάζευε κάποιον λεπρὸ ποὺ εἶχαν πετάξει οἱ δικοί του ἀηδιασμένοι πιά. Ἂν ἦταν τυφλὸς τὸν πήγαινε ὁ ἴδιος στὸ νοσοκομεῖο. Ἂν ἦταν ἀνάπηρος –ὦ! τότε γινόταν κάτι θαυμαστό – τὸν σήκωνε μὲ τὰ στιβαρά του μπράτσα, τὸν ἔβαζε στὴν πλάτη καὶ τὸν κουβαλοῦσε μόνος του στὸ ἄσυλο! Κάθε μέρα οἱ λεπροὶ εἶχαν νὰ διηγοῦνται τέτοια περιστατικά. Ἔπειτα γύριζε στὴν καλύβα του, ἔπαιρνε τὸ λιτό του γεῦμα –ρύζι, τσάϊ, γαλέτες‒ καὶ δεχόταν σὲ ἀκρόαση τὸ ποίμνιό του. Ἄλλοι ἤθελαν νὰ ζητήσουν τὴν συμβουλή του, ἄλλοι κάποια χάρη. Ἄλλοτε πάλι ἔκανε τὸν δικαστή. Ἔπρεπε νὰ λύσει μιὰ διαφορά, νὰ συμφιλιώσει δύο τσακωμένους, νὰ προλάβει ἕνα σκάνδαλο. Δὲν ξεχνοῦσε ὅμως καὶ τὴν ἀγαπητή του ξυλουργική. Αὐτὴ ἦταν ἡ διασκέδασή του. Κάθε μεσημέρι τὸ συνεργεῖο τὸν περίμενε: ὁ Ἀχουιμάνου, ὁ Γιολάνι καὶ Σία. Ἔβγαζε τότε τὸ ράσο του καὶ ἄρπαζε τὸ πριόνι ἢ τὴν πλάνη. Οἱ ἐργάτες ἦταν ἐνθουσιασμένοι μὲ τὸ εὔθυμο ἀφεντικό τους, μὲ τὰ ἀστεῖα του, μὲ τὰ καλά του λόγια, μὲ τὰ τραγούδια του. Τὸ βραδάκι τοὺς μάζευε ὅλους στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ τοὺς πεῖ λόγια παρηγορητικὰ καὶ ἐνθαρρυντικά: «ἡ πατρίδα μας εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἐκεῖ θὰ πᾶμε καὶ ἐμεῖς οἱ λεπροὶ» -ὦ! αὐτὴ ἡ φράση πόσα δάκρυα προκαλοῦσε στὸ ἀκροατήριο! Μόνο ποὺ δὲν ἦσαν δάκρυα πόνου!
Κοινωνικὴ ἀναδημιουργία
Ἐκεῖνο ποὺ χρειαζόταν πρὸ πάντων ἦταν νὰ δημιουργηθεῖ μιὰ ὑγιὴς κοινωνικὴ ζωὴ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν συνοικισμὸ τῶν λεπρῶν. Ἔπρεπε τέλος πάντων αὐτὰ τὰ πλάσματα νὰ παύσουν νὰ ζοῦν σὰν ζῶα καὶ νὰ μάθουν νὰ ζοῦν σὰν ἄνθρωποι. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πρώτη δουλειὰ ἦταν νὰ γίνουν σπίτια καὶ δρόμοι. Ὁ Δαμιανός, καθὼς εἴδαμε, εἶχε ἀρκετὴ ἀρχιτεκτονικὴ πείρα. Ἀνέλαβε λοιπὸν νὰ ἐκπονήσει ἕνα πολεοδομικὸ σχέδιο. Στὰ πλάγια κάθε δρόμου θὰ παρατάσσονταν τὰ ἀγροτικὰ σπιτάκια, τὸ καθένα μὲ τὸ περιβολάκι του ἀπαραιτήτως. Τὸ ἔργο ἦταν βέβαια γιγάντιο. Χρειάζονταν ξύλα καὶ ἐργαλεῖα. Μὰ ὁ ἀκούραστος ἐργάτης ἤξερε τὸ δρόμο. Ἔγραψε στὴν Χονολουλοὺ καὶ μὲ τὶς συνδρομὲς ποὺ τοῦ ἔστελναν ἀπὸ διάφορους ἐράνους κατόρθωσε νὰ τὸ πραγματοποιήσει καὶ αὐτό. Ἔπειτα ἄρχισε ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς. Στρατολογήθηκαν οἱ ἱκανότεροι καὶ ἄρχισαν νὰ καλλιεργοῦν πατάτες, ζαχαροκάλαμο, καφέ. Ἕνα ἄλλο καλὸ ποὺ οἱ λεπροὶ τὸ χρωστοῦσαν στὸ «Μακούα Καμιάνο», ἦταν ὅτι φοροῦσαν τώρα καθαρὰ ροῦχα. Ἔμαθαν νὰ πλένωνται στὸ ρυάκι καὶ νὰ πλένουν καὶ τὰ ροῦχα τους. Τὸ Καλαβάο δὲν ἦταν πιὰ ἕνα μπουλούκι ἀπὸ βρώμικους καὶ κουρελῆδες. Ἀργότερα ἔφτιαξε ὁ Δαμιανὸς καὶ εἰδικὸ ὑδραγωγεῖο γιὰ τὴν ἀποθήκευση τοῦ νεροῦ. Ἔτσι ἄρχσε νὰ ὀργανώνεται σιγά-σιγὰ ἡ κοινωνικὴ ζωή. Οἱ λεπροὶ ξανάνιωθαν πὼς εἶναι ἄνθρωποι! Χρειαζόταν ὅμως καὶ ἡ ψυχαγωγία. Ἂν γιὰ κάθε κοινωνία εἶναι ἀπαραίτητη, πολὺ περισσότερο γιὰ μιὰ κοινωνία ποὺ τὴν βαραίνει ὁ πόνος. Καὶ πρῶτα-πρῶτα ὀργανώθηκε μιὰ χορωδία γιὰ τὴν ἐκκλησία. Οἱ λεπροὶ Κανάκοι διοχέτευσαν ὅλο τους τὸ μουσικὸ πάθος στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Τὸ συγκινητικότερο ἦταν ὅταν ἔψελναν «τὸν ὕμνο τῶν λεπρῶν», ποὺ εἶχε συνθέσει ἕνας μουσικὸς χαβανέζος. Ἔπειτα ὀργανώθηκε καὶ μία μπάντα μὲ ὄργανα ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Χονολουλού. Ὅταν κάθε Κυριακὴ ἡ παράξενη αὐτὴ μπάντα ἔκανε παρέλαση στοὺς δρόμους τοῦ Καλαβάο, ὅλος ὁ πληθυσμὸς ἦτανε στὸ πόδι. Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη του γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ὀρφανῶν λεπρῶν, ποὺ ἀποχωρισμένα ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους ζοῦσαν ἐγκαταλελειμμένα ἀνάμεσα σὲ κάθε λογῆς πειρασμό, ἀπασχολοῦσε ζωηρὰ τὴν στοργικὴ καρδιά του. Μετὰ ἀπὸ τεράστιες φροντίδες τὸ 1877 κατόρθωσε νὰ χτίσει τὸ πρῶτο ἄσυλο γιὰ 30 ὀρφανὰ κορίτσια. Ἔπειτα ἀκολούθησε δεύτερο ἄσυλο γιὰ 30 ἀγόρια στὴν ἀρχή, ποὺ σὲ λίγο ἔγιναν 200. Ἀργότερα ἀκολούθησε καὶ τρίτο ὀρφανοτροφεῖο γιὰ κορίτσια, καλύτερο ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ἐδῶ ὑπηρετοῦσαν Ἀδελφὲς τοῦ Ἐλέους ποὺ τὶς εἶχε καλέσει ὁ Δαμιανός. Τὰ καημένα τὰ ὀρφανὰ κατάλαβαν ἔτσι ὅτι ἔχει κάποιο νόημα ἡ ζωή. Ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τους Μακούα μάθαιναν γράμματα, τραγούδι, χειροτεχνία.
Διεθνὴς ἀπήχηση
Ἡ ζωντανὴ θυσία τοῦ ἀποστόλου τῶν λεπρῶν δὲν ἄργησε νὰ ξεπεράσει τὰ περιορισμένα σύνορα τοῦ Μολοκάι. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἡ ἑκούσια φυλάκιση στὸ λεπροκομεῖο ἔγινε ἀντικείμενο εἰδικοῦ ἄρθρου στὶς ἐφημερίδες τῆς Χαβάη. «Ὁ π. Δαμιανός», ἔλεγε μιὰ ἀπὸ αὐτές, «πῆρε αὐτὴ τὴν ἀπόφαση ἐντελῶς ἀπροετοίμαστα. Δὲν ἔχει οὔτε ρουχισμό, οὔτε κατάλυμα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ παρέχουν οἱ λεπροί. Χωρὶς νὰ ἀποσχολούμεθα μὲ τὰ φρονήματα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, τονίζουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη ὅτι εἶναι ἕνας Χριστιανὸς ἥρωας».
Μόλις δημοσιεύτηκε τὸ ἄρθρο αὐτό, πλῆθος δωρεὲς σὲ χρῆμα καὶ σὲ εἶδος ἄρχισαν νὰ συρρέουν στὴν διεύθυνση τοῦ Δαμιανοῦ. Οἱ Ἀδελφὲς τοῦ Ἑλέους τῆς Χαβάη ἑτοίμασαν εἰδικὴ ἀποστολὴ μὲ φάρμακα, ροῦχα, γλυκά, τρόφιμα. Σὲ λίγο Eὐρώπη καὶ Ἀμερικὴ μάθαιναν ὅτι ἕνας ἄνθρωπος κλείστηκε ἐθελοντικὰ στὸ Μολοκάι, γιὰ νὰ βοηθήσει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ τοὺς ἄκληρους λεπρούς. Πολλὲς καρδιὲς συγκινήθηκαν τότε καὶ μεγάλα ποσὰ χρημάτων πῆραν τὸ δρόμο πρὸς τὸ Μολοκάι. Τὸ ὄνομα τοῦ Δαμιανοῦ γινόταν τὸ ὄνομα τῆς ἡμέρας. Τὸ δελτίο τῶν Ἰεραποστολῶν εἶχε σὲ κάθε φύλλο του εἰδικὴ στήλη γιὰ τὶς δωρεὲς ποὺ στέλνονταν στὸ Μολοκάι. Τὸ ρεῦμα τῆς γενναιοδωρίας καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἠπείρους ὅλο καὶ μεγάλωνε. Μετὰ τὰ δημοσιεύματα τοῦ τύπου ἦρθε ἡ σειρὰ τῶν ἐπισκέψεων. Ὀκτὼ χρόνια μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ π. Δαμιανοῦ στὴν πόλη τῶν λεπρῶν, τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ Βασιλομήτωρ Λιλίνο Καλάνι μὲ τὸν πρωθυπουργὸ τῶν νήσων Χαβάη. Ἡ ἔκπληξή της ἦταν μεγάλη γιὰ ὅλα, μὰ πρὸ πάντων γιὰ τὴν ὑποδοχὴ ποὺ τοὺς εἶχε προετοιμάσει ὁ ἐμψυχωτὴς τοῦ λεπροκομείου, μιὰ τελετὴ ποὺ θὰ τὴν ζήλευαν πολλὲς πολιτισμένες πολιτεῖες: χορωδία, μπάντα, τιμητικὴ φρουρά, ἐξέδρα, ἁψῖδες, ταμπέλες μὲ προσφωνήσεις, σημαῖες! Δὲν ἔλειπε τίποτα! Λίγες μέρες ἀργότερα ὅταν ἡ Βασίλισσα γύρισε στὴν Χονολουλού, ἀπένειμε στὸν ἐργάτη τοῦ λεπροκομείου τὸ παράσημο Καλακάουα, τὸ ἐπίσημο παράσημο τῆς ἐπικράτειάς της.
Σὲ ἄλλη εὐκαιρία ὅταν κάποτε ὁ Δαμιανὸς εἶχε πάει στὴν Χονολουλού, ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιὰς πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὴν δράση του καὶ νὰ τοῦ πεῖ ἂν θέλει νὰ τοῦ ζητήσει ἀπὸ τὸν μονάρχη ὅ,τι ἤθελε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖνος ζήτησε μόνο κάτι γιὰ τὰ παιδιά του: νά ἔρθει τὸ νερὸ μιᾶς πηγῆς στὸ λεπροκομεῖο. Ἄλλο δεῖγμα τῆς τεράστιας φήμης καὶ ἐπίδρασης ποὺ προκάλεσε ἡ θυσία τοῦ Χριστιανοῦ ἐργάτη ἦταν ὅτι ἄρχισε νὰ βρίσκει ὄχι μόνο θαυμαστὲς ἀλλὰ καὶ μιμητές. Χριστιανοὶ ἀφοσιωμένοι ποὺ ἤθελαν νὰ θυσιάσουν τὴν ζωή τους στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης, ἄφησαν τὴν καλοπέρασή τους καὶ ξεκίνησαν νὰ ἔρθουν νὰ κλειστοῦν στὸ μακρινὸ λεπροκομεῖο τοῦ Eἰρηνικοῦ. Ἕνας Ἀμερικανὸς καὶ ἕνας Ἰρλανδὸς ἦταν οἱ πρῶτοι συναγωνιστὲς ποὺ θαμπωμένοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ἥρωα τῆς ἀγάπης ἦρθαν νὰ ἀγωνιστοῦν στὸ πλευρό του, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς ἀπόκληρους τοῦ Μολοκάι.
Ζωὴ σταυροῦ
Ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν μέρα καὶ νύχτα τὸν ἀκοίμητο ἱεραπόστολο, ἦταν ἡ θεραπεία τῆς λέπρας. Τὸ θέαμα τόσων ἀνθρώπων ποὺ σάπιζαν κάθε μέρα, τὸν συγκινοῦσε κατάκαρδα. Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν καμία θεραπεία γιὰ αὐτὸ τὸ τρομερὸ «Μάι-Πακέ»; Ἡ μόνη του ἰατρικὴ φροντίδα θὰ εἶναι μόνο νὰ ἀπομακρύνει λίγο τὸ θάνατο; Τίποτε περισσότερο; Ἀπὸ τὴν σκέψη αὐτὴ ξεκινώντας ὁ π. Δαμιανὸς ἀποφάσισε νὰ κάνει ὅ,τι μποροῦσε σχετικὰ μὲ τὴν θεραπεία τῆς λέπρας. Καὶ πρῶτα-πρῶτα μελέτησε τὴν ἀρρώστια ὅσο μποροῦσε καλύτερα. Ἔπειτα προσπάθησε μὲ τὴν καθαριότητα καὶ μὲ ὅ,τι φάρμακο συνιστοῦσαν οἱ γιατροὶ τῆς ἐποχῆς, νὰ ἀνακουφίσει τὸ κακό. Ἄλλοτε πάλι τὸν βλέπουμε νὰ ἐπισκέπτεται τὸ νοσοκομεῖο τῆς Χονολουλοὺ γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ νὰ γυρίζει πίσω φέρνοντας μαζί του κιβώτια φάρμακα. Κοντὰ σὲ ὅλα αὐτά, παρακολουθοῦσε διαρκῶς τὴν ἰατρικὴ κίνηση τὴν σχετικὴ μὲ τὴν λέπρα. Ἀκόμη διατηροῦσε καὶ ἀλληλογραφία μὲ ἱεραποστόλους ποὺ ἦταν σὲ μέρη ὅπου ἔκανε θραύση ἡ λέπρα. Ἔτσι ἔλαβε μιὰ μέρα γράμμα ἀπὸ ἕναν συνάδελφό του ἀπὸ τὶς Ἀντίλλες ποὺ τοῦ γνωστοποιοῦσε τὸ «Χοάγγ-Νάμ», ἕνα νέο φάρμακο ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἀποτελεσματικὰ στὸ Τογγίνο. * * *
Μὰ ἡ ἀρρώστια δὲν ἀστειεύεται. Ὅσο τὴν καταδιώκεις, τόσο αὐτὴ σὲ ἐκδικεῖται. Δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ συμβεῖ αὐτὸ καὶ μὲ τὸν π. Δαμιανό, τὸν τρομερὸ διώκτη της. Ἡ συνεχὴς ἐπαφή του μὲ τοὺς λεπρούς, ἡ μεγαλόκαρδη ἀφροντισιά του μπροστὰ στὸν κίνδυνο τῆς μόλυνσης, δὲν μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει συνέπειες, καὶ συνέπειες ὀλέθριες. Ὁ π. Δαμιανὸς τὸ εἶχε πάρει ἀπόφαση καὶ περίμενε καρτερικὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὸν νικήσει ὁ βάκιλος τοῦ Χάνσεν. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ἐπαφῆς του μὲ τοὺς λεπρούς, αἰσθανόταν δυνατοὺς πονοκεφάλους, πρὸ πάντων ὅταν ἔπεφτε στὸ κρεβάτι, ἀποτέλεσμα φυσικὰ τῆς ἀντίδρασης τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἀφοῦ πέρασαν μερικὰ χρόνια, ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ δυνατοὺς πόνους στὰ πόδια. Μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο διάστημα οἱ πόνοι ἔφυγαν, ἀφήνοντας κάποια ἀναισθησία σὲ ἕνα μέρος τοῦ ποδιοῦ. Τὸ πράγμα δὲν τὸν ἀνησυχοῦσε καὶ πολύ. Ἕνα βράδυ ὅμως τοῦ Δεκεμβρίου στὰ 1884, ποὺ γύριζε κατάκοπος ἀπὸ μία περιοδεία δύο βδομάδων στὸ νησί, πῆρε τὴν λεκάνη μὲ τὸ ζεστὸ νερὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ συνηθισμένο ποδόλουτρο. Ἔβαλε μέσα τὰ πόδια του, χωρὶς νὰ αἰσθανθεῖ καμία ζέστη. Βάζει ἔπειτα τὸ χέρι του γιὰ νὰ δοκιμάσει, μὰ αὐτὸ κάηκε. Τὸ νερὸ ἦταν βραστὸ καὶ τὰ πόδια του δὲν τὸ ἔνιωθαν! Ἀμέσως χλώμιασε. Ἀνατινάχθηκε ξαφνικά. Αὐτὴ ἡ ἀναισθησία τῶν ποδιῶν ἔλεγε πολλὰ πράγματα. Πόσες φορὲς εἶχε δεῖ τοὺς λεπροὺς νὰ κόβουν μὲ τὸ ἐργαλεῖο τὸ χέρι τους, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν τίποτε! Δὲν χρειαζόταν ἄλλο δεῖγμα. Ἦταν λεπρός. Βγῆκε ἔξω τρεκλίζοντας. Ὁ ἥλιος καταπόρφυρος εἶχε βυθιστεῖ στὴν ἀπέραντη θάλασσα. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁραματίστηκε τὸν ἑαυτό του ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λεπρούς, παραμορφωμένο καὶ ἀγνώριστο νὰ βαδίζει πρὸς τὸν τάφο!... Ὅμως τὸ τρομερὸ γεγονὸς δὲν τὸν κλόνισε καθόλου. Ἡ μόνη λύπη ποὺ τοῦ ἀπέμεινε στὸ βάθος ἦταν πὼς δὲν θὰ μποροῦσε πιὰ νὰ ἐργαστεῖ πολλὰ χρόνια γιὰ τὰ ἀγαπημένα του παιδιά.
Τὴν ἄλλη μέρα ξανάρχισε τὴν ἐργασία του μὲ ἀμείωτη δραστηριότητα. Ἕνα γράμμα πρὸς τὸν προϊστάμενό του μᾶς δείχνει τὸ ἀκατάβλητο φρόνημά του. «Μὴν παραξενευτεῖτε οὔτε νὰ στενοχωρηθεῖτε μαθαίνοντας ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά σας παρασημοφορήθηκε ὄχι μόνο μὲ τὸ βασιλικὸ Σταυρὸ τοῦ Καλακάουα, μὰ ἀκόμη μὲ τὸν κάπως πιὸ βαρὺ καὶ πιὸ τιμητικὸν σταυρὸ τῆς λέπρας». Μόλις ἡ εἴδηση διαδόθηκε στὸ Μολοκάι, δὲν ἄκουγε κανεὶς τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ θρήνους. Οἱ δύστυχοι λεπροὶ ξεχνώντας τὸν δικό τους πόνο, ἄρχισαν νὰ κλαῖνε γιὰ τὸν πόνο ποὺ βρῆκε τὸν «Μακούα» τους. Οἱ δύο ἐκκλησίες τοῦ Μολοκάι γέμισαν ἀπὸ εὐσεβεῖς λεπρούς, ποὺ ἐρχόντουσαν παρέες-παρέες νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὸν προστάτη τους. Σὲ λίγο τὸ μάθαινε καὶ ὁ τύπος. Τὸ πρῶτο ἄρθρο ποὺ γράφτηκε στὸ Ἱεραποστολικὸ Δελτίο γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἥρωα καὶ μεταφράστηκε σὲ πολλὲς ἄλλες ἐφημερίδες, προκάλεσε ἕνα παγκόσμιο ρεῦμα θαυμασμοῦ πρὸς τὸν σύγχρονο αὐτὸν μάρτυρα. Ἡ ἀρρώστια ἀκολούθησε τὸν κανονικό της δρόμο. Πρῶτα ἄρχισαν νὰ πέφτουν τὰ φρύδια καὶ τὰ βλέφαρα. Τὸ πρόσωπο σκεπάστηκε μὲ σπυριά. Ἡ μύτη ἄρχισε νὰ παραμορφώνεται, τὰ μάτια ἦταν γεμάτα κηλῖδες ἀπὸ αἷμα, τὸ δέρμα ἐξογκωμένο. Ἔπειτα τὸ πρόσωπο καὶ τὰ αὐτιὰ ἄρχισαν νὰ πυορροοῦν. Ἡ πρὶν εὐγενικὴ λεβέντικη μορφή, ἦταν τώρα ἀγνώριστη. Ἡ γλυκιὰ φωνὴ ἄρχισε νὰ σβήνει. Ἕνας διαρκὴς κατάρρους ἔφραζε τὴν μύτη, ὁλόκληρο τὸ κορμὶ ὑπέφερε ἀπὸ ἀβάσταχτους πόνους. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐξακολούθησε νὰ ἐργάζεται, νὰ κηρύττει, νὰ χτίζει, νὰ γιατρεύει… Ἕως ὅτου ἡ λέπρα, ρίχνοντας τὸ τελευταῖο της ἀτού, τὸν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι γιὰ νὰ μὴ σηκωθεῖ πιά. Ἡ λέπρα εἶχε προσβάλει τὰ χρησιμότερα ὄργανα, τὰ πνευμόνια, τὸ στομάχι. Τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν πιὰ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ὁ π. Δαμιανὸς μποροῦσε νὰ πεῖ τὸ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα!». Ἡ εὐχή του δὲν ἄργησε νὰ ἐκπληρωθεῖ. Τὴν νύχτα τῆς 14 πρὸς τὴν 15 Ἀπριλίου 1889, μετὰ ἀπὸ 25 χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσης, πρόφερε τὶς τελευταῖες του λέξεις: «ἀγαπημένοι μου λεπροί», καὶ ἡ ψυχή του πέταξε γιὰ ἄλλους κόσμους, πιὸ ὄμορφους. Καὶ ἐνῶ ἔξω ἔπεφτε μιὰ σιγανὴ βροχή, καμιὰ ἑκατοστοὶ λεπροὶ προσεύχονταν γιὰ τὸν «Μακούα».
Σαράντα ἑπτὰ χρόνια ἀργότερα, στὶς 3 Μαΐου 1936, τὸ Βελγικὸ πολεμικὸ «Mercator» ἔφερνε τὸ λείψανό του στὴν Ἀμβέρσα, ἀφοῦ εἶχε ἀναπαυθεῖ ἀρκετὰ στὴν ρίζα τοῦ πάνδανου, πλάι στὴν παλιά του καλύβα. Τυμπανοκρουσίες, κωδωνοκρουσίες καὶ κανονιοβολισμοὶ ἔδιναν τὸ μήνυμα γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ ἥρωα στὴν πατρίδα του. Μὲ βασιλικὲς τιμὲς καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Βασιλιὰ τοῦ Βελγίου ἔγινε ἡ ταφὴ τοῦ ἥρωα. Τοῦ ἥρωα ποὺ ὑψώθηκε σὰν μιὰ ὄαση τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς Ἀγάπης μέσα στὴν ἀσφυκτικὴ ὑλοκρατία καὶ ἐγωλατρία τοῦ αἰῶνα μας.
(*) Πρεσβυτέρου Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Δέκα σύγχρονες μορφές, σελ. 73-100, ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ», Ἀθήνα, Φεβρουάριος 2014.
Ἐπιμέλ. ἡμετ. Τὸ μνῆμα τοῦ ἡρωϊκοῦ ἱεραποστόλου. 17
1. Δαμιανὸς ντὲ Βουστὲρ (3 Ἰανουαρίου 1840 - 15 Ἀπριλίου 1889)· Pωμαιοκαθολικὸς ἱερέας ἀπὸ τὸ Βέλγιο καὶ μέλος τῶν «Ἱερῶν Καρδιῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Μαρίας», ἑνὸς ἱεραποστολικοῦ θρησκευτικοῦ ἱδρύματος. Διακόνησε στὸ Βασίλειο τῆς Χαβάης, ἀπὸ τὸ 1864 ἕως τὸ 1889, τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσβληθῆ ἀπὸ λέπρα καὶ ὑποχρεώθηκαν, κατόπιν διατάγματος τῆς κυβερνήσεως, νὰ ζήσουν σὲ ἰατρικὴ καραντῖνα σὲ οἰκισμὸ τοῦ Καλαουάο, στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς χερσονήσου Καλουπάπα στὴν νῆσο τοῦ Μολοκάϊ. Ἡ Ἐπαρχία τοῦ Καλαουάο χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο Μολοκάϊ ἀπὸ μία ἀπότομη ὀρεινὴ κορυφογραμμή. Ἀκόμη καὶ στὸν ΚΑ΄ αἰ. ἡ μοναδικὴ πρόσβασις διὰ ξηρᾶς ἀποτελεῖ ἕνα μονοπάτι γιὰ ἡμιόνους. Ἀπὸ τὸ 1866 ἕως τὸ 1969, συνολικῶς περίπου 8.000 Χαβανέζοι ἐστάλησαν στὴν χερσόνησο Καλουπάπα σὲ ἰατρικὴ καραντῖνα.
2. Χαβάη· εἶναι μία ἀπὸ τὶς Πολιτεῖες τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν Ἀμερικῆς. Ἀποτελουμένη ἀπὸ ἕνα ἀρχιπέλαγος 137 νήσων, πρόκειται γιὰ τὴν μοναδικὴ ἀμερικανικὴ Πολιτεία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν βορειο-αμερικανικὴ ἤπειρο, στὴν Ὠκεανία, καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο μὴ πλησιόχωρα ἀμερικανικὰ κράτη, μαζὶ μὲ τὴν Ἀλάσκα. Οἱ ὀκτὼ κυριώτερες νῆσοι εἶναι οἱ Νιχάου, Κουάϊ, Μολοκάϊ, Λανάϊ, Καχουλάουϊ, Μάουϊ, ἡ νῆσος τῆς Χαβάης καὶ τὸ Ὀάχου, ὅπου εὑρίσκεται ἡ πρωτεύουσα Χονολουλοῦ. Τὸ ἀρχιπέλαγος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Πολυνησίας, εὑρίσκεται στὸν κεντρικὸ Eἰρηνικὸ Ὠκεανό, περίπου 3.900 χλμ. τῶν νοτιο-δυτικῶν ἀκτῶν τῆς Καλιφορνίας, νοτιο-ανατολικὰ τῆς Ἰαπωνίας καὶ βορειο-ανατολικὰ τῆς Αὐστραλίας. Εἶναι ἡ πεντηκοστὴ καὶ τελευταία Πολιτεία, ἡ ὁποία ἔγινε δεκτὴ στὴν Ἕνωσι στὶς 21 Αὐγούστου 1959. Τὸ ἀρχιπέλαγος κατοικήθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ τῶν Πολυνησίων ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξι τοῦ ἐξερευνητοῦ Τζέϊμς Κοὺκ τὸ 1778, ὁ ὁποῖος τὸ ὠνόμασε «Νῆσοι Σάντουϊτς». Οἱ νῆσοι ἑνώθηκαν σὲ ἕνα Βασίλειο περὶ τὸ 1810 ἀπὸ τὸν Καμεχαμέχα Α΄. Ἡ Δυναστεία, τὴν ὁποίαν ἵδρυσε παρέμεινε ἕως τὸ 1893. Τὴν διαδέχθηκε πρῶτα μία βραχύβια Δημοκρατία τῆς Χαβάης (1894-1898) καὶ ἔπειτα ἡ Περιφέρεια τῆς Χαβάης, ὅταν προσαρτήθηκε τὸ ἀρχιπέλαγος στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Στὴν νῆσο τοῦ Ὀάχου ἔλαβε χώρα, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1941, κατὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἡ ἐπίθεσις τοῦ Πὲρλ Χάρμπορ. Ἡ Περιφέρεια διελύθη τὸ 1959, ὅταν ἡ Χαβάη ἔγινε ἡ πεντηκοστὴ ἀμερικανικὴ Πολιτεία
ΠΗΓΗ
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10207613935982650&set=a.1061622556982&type=3&theater
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με ποιους τα έβαλε αυτή την φορά ο SNIK;
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Από την Τσιμτσιλή στην Μαλέσκου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ