2020-08-11 00:10:52
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ - kathimerini.gr
Αν και τον τελευταίο καιρό οι ασθενείς που νοσηλεύονται στην κλινική COVID-19 του «Σωτηρία» (φωτ.) είναι κατά βάση νεότεροι ηλικιακά, υπήρξαν κάποιοι που εμφάνισαν υπερφλεγμονώδες σύνδρομο και διασωληνώθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες από την άφιξή τους. Φωτ. REUTERS / Giorgos Moutafis
Στα μέσα Απριλίου, σε μια πευκόφυτη γωνιά του νοσοκομείου «Σωτηρία», στο κτίριο με τα μεγάλα μπαλκόνια που χτίστηκε πριν από δεκαετίες ως σανατόριο για φυματικούς, γιατροί και νοσηλευτές λειτουργούσαν υπό συνθήκες άτυπης, καθημερινής εφημερίας. Εκείνες τις ημέρες, στην κλινική που είχε στηθεί για να περιθάλψει αποκλειστικά περιστατικά COVID-19, βρίσκονταν 13 ασθενείς. Τον επόμενο μήνα η ροή εισαγωγών έγινε πιο χαμηλή, τον Ιούνιο ο αριθμός των νοσηλευόμενων έπεσε για κάποιο διάστημα σε μονοψήφια νούμερα, την τελευταία εβδομάδα όμως λιγοστά κρεβάτια παρέμεναν άδεια. Το κλείσιμο άλλων αντίστοιχων κλινικών σε νοσοκομεία της Αττικής για απολυμάνσεις, καθώς και τα νέα κρούσματα που καταγράφονται στη χώρα, γέμισαν ξανά αυτή την «κόκκινη ζώνη».
Μεταξύ των 18 ασθενών που περιθάλπονται το τελευταίο διάστημα στην κλινική COVID-19, στο ισόγειο του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του «Σωτηρία», βρίσκονταν ναυτικοί δεξαμενόπλοιου που αγκυροβόλησε στον Πειραιά, ξένοι τουρίστες καθώς και μετανάστες από βαλκανικά κράτη, οι οποίοι μετά την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών επισκέφθηκαν οικείους στις πατρίδες τους και έπειτα επέστρεψαν στην Αθήνα. Το προσωπικό της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής υποδέχτηκε και ασθενείς από θυλάκους υπερμετάδοσης σε συνοικίες της Αττικής, όπως έναν καφετζή και μέλη οικογένειας θαμώνων του καταστήματός του. Υπήρξαν και μεμονωμένοι Ελληνες ασθενείς, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι κατά κανόνα πάνω από 65 ετών και αρκετοί θεωρούνται ορφανά κρούσματα, δηλαδή δεν είναι γνωστός και δεν μπορεί να ιχνηλατηθεί ο τρόπος με τον οποίο εκτέθηκαν στον ιό.
Η Γαρυφαλλιά Πουλάκου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος και επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρατηρεί ότι αν και τον τελευταίο καιρό οι ασθενείς είναι κατά βάση νεότεροι ηλικιακά, υπήρξαν κάποιοι που εμφάνισαν υπερφλεγμονώδες σύνδρομο και διασωληνώθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες από την άφιξή τους. «Δεν ήταν άρρωστοι που ήρθαν καθυστερημένα. Εφτασαν έχοντας καλή παρακολούθηση του πυρετού», λέει στην «Κ» η κ. Πουλάκου. Η διαφορά με την προηγούμενη περίοδο είναι ότι οι συγκεκριμένοι δεν παρέμειναν πολλές ημέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας και έπειτα από δύο ή τρία 24ωρα είχε γίνει η αποσωλήνωσή τους.
Εδώ και αρκετές εβδομάδες, όπως εξηγεί η κ. Πουλάκου, οι ασθενείς με COVID-19 λαμβάνουν εξιτήριο βάσει της κλινικής τους εικόνας, χωρίς να διενεργείται απαραίτητα μοριακό τεστ για να ελεγθεί εάν πλέον είναι αρνητικοί στον νέο κορωνοϊό. «Γνωρίζουμε πλέον ότι ο άρρωστος δεν είναι μεταδοτικός αφού περάσουν κάποιες ημέρες από την έναρξη της λοίμωξής του», λέει η γιατρός. «Το χρονικό όριο διαφέρει για κάποιον που περνάει ήπια τη νόσηση και άλλον που την περνάει σοβαρά». Στην Ελλάδα κάποιοι άνθρωποι που νόσησαν βγήκαν αρνητικοί στα σχετικά τεστ έπειτα από 20 ημέρες, υπήρξαν όμως και ορισμένες περιπτώσεις για τις οποίες χρειάστηκε να περάσουν 40 ημέρες προκειμένου να βγει αρνητικό το τεστ.
Η αποδέσμευση
Οπως εξηγεί η κ. Πουλάκου, βάσει των σχετικών οδηγιών του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) και επιστημονικών μελετών, ασθενείς που νόσησαν ήπια παύουν να είναι μεταδοτικοί περίπου δέκα ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, ενώ για εκείνους που νόσησαν πιο βαριά το ίδιο διάστημα υπολογίζεται στις 20 ημέρες. Και στις δύο περιπτώσεις, εφόσον στις οικίες τους δεν μένουν άτομα από ευπαθείς ομάδες, αποδεσμεύονται από τις κλινικές εάν έχουν παρέλθει τρεις με τέσσερις ημέρες χωρίς συμπτώματα. «Ο άνθρωπος όταν είναι σταθερός από κλινικής πλευράς και από τη στιγμή που δεν είναι μεταδοτικός πρέπει να πηγαίνει σπίτι του», λέει η γιατρός. «Προηγουμένως άνθρωποι που είχαν ήδη γίνει καλά και περίμεναν το τεστ ήταν σε μια κατάσταση αυξανόμενου άγχους και δυσφορίας, ενώ υπήρξαν και ασθενείς πιο μεγάλης ηλικίας οι οποίοι κατά το διάστημα της παραμονής τους εμφάνισαν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη».
Ο Κώστας Συρίγος, διευθυντής της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής στο «Σωτηρία» και καθηγητής Παθολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει εγρήγορση και συντονισμός και να ανοίξει όπως συζητιέται ακόμη μία κλινική στο νοσοκομείο για τη νοσηλεία ασθενών με COVID-19. Αυτή την περίοδο μέλη του προσωπικού έχουν πάρει καλοκαιρινές άδειες, ενώ δεν έχει προκύψει ανάγκη νέας στήριξης από εθελοντές (φοιτητές Ιατρικής και πρώην ειδικευόμενους της κλινικής), όπως συνέβη στην αρχή του πρώτου κύματος της επιδημίας. Εάν χρειαστεί κάποια στιγμή στο μέλλον δεν αποκλείεται να τους ξανακαλέσουν.
«Στην αρχή πλέαμε σε αχαρτογράφητα νερά» λέει η κ. Πουλάκου σχετικά με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που έπρεπε να ακολουθήσουν. «Η γνώση μας μέσα σε αυτούς τους μήνες δεν είναι γραμμική αλλά εκθετική. Και ο τρόπος με τον οποίο πλέον διεξάγεται η έρευνα μάς έχει βοηθήσει να πάμε αρκετά βήματα μπροστά σε μικρό χρονικό διάστημα», λέει.
medispin
Αν και τον τελευταίο καιρό οι ασθενείς που νοσηλεύονται στην κλινική COVID-19 του «Σωτηρία» (φωτ.) είναι κατά βάση νεότεροι ηλικιακά, υπήρξαν κάποιοι που εμφάνισαν υπερφλεγμονώδες σύνδρομο και διασωληνώθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες από την άφιξή τους. Φωτ. REUTERS / Giorgos Moutafis
Στα μέσα Απριλίου, σε μια πευκόφυτη γωνιά του νοσοκομείου «Σωτηρία», στο κτίριο με τα μεγάλα μπαλκόνια που χτίστηκε πριν από δεκαετίες ως σανατόριο για φυματικούς, γιατροί και νοσηλευτές λειτουργούσαν υπό συνθήκες άτυπης, καθημερινής εφημερίας. Εκείνες τις ημέρες, στην κλινική που είχε στηθεί για να περιθάλψει αποκλειστικά περιστατικά COVID-19, βρίσκονταν 13 ασθενείς. Τον επόμενο μήνα η ροή εισαγωγών έγινε πιο χαμηλή, τον Ιούνιο ο αριθμός των νοσηλευόμενων έπεσε για κάποιο διάστημα σε μονοψήφια νούμερα, την τελευταία εβδομάδα όμως λιγοστά κρεβάτια παρέμεναν άδεια. Το κλείσιμο άλλων αντίστοιχων κλινικών σε νοσοκομεία της Αττικής για απολυμάνσεις, καθώς και τα νέα κρούσματα που καταγράφονται στη χώρα, γέμισαν ξανά αυτή την «κόκκινη ζώνη».
Μεταξύ των 18 ασθενών που περιθάλπονται το τελευταίο διάστημα στην κλινική COVID-19, στο ισόγειο του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του «Σωτηρία», βρίσκονταν ναυτικοί δεξαμενόπλοιου που αγκυροβόλησε στον Πειραιά, ξένοι τουρίστες καθώς και μετανάστες από βαλκανικά κράτη, οι οποίοι μετά την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών επισκέφθηκαν οικείους στις πατρίδες τους και έπειτα επέστρεψαν στην Αθήνα. Το προσωπικό της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής υποδέχτηκε και ασθενείς από θυλάκους υπερμετάδοσης σε συνοικίες της Αττικής, όπως έναν καφετζή και μέλη οικογένειας θαμώνων του καταστήματός του. Υπήρξαν και μεμονωμένοι Ελληνες ασθενείς, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι κατά κανόνα πάνω από 65 ετών και αρκετοί θεωρούνται ορφανά κρούσματα, δηλαδή δεν είναι γνωστός και δεν μπορεί να ιχνηλατηθεί ο τρόπος με τον οποίο εκτέθηκαν στον ιό.
Η Γαρυφαλλιά Πουλάκου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος και επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρατηρεί ότι αν και τον τελευταίο καιρό οι ασθενείς είναι κατά βάση νεότεροι ηλικιακά, υπήρξαν κάποιοι που εμφάνισαν υπερφλεγμονώδες σύνδρομο και διασωληνώθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες από την άφιξή τους. «Δεν ήταν άρρωστοι που ήρθαν καθυστερημένα. Εφτασαν έχοντας καλή παρακολούθηση του πυρετού», λέει στην «Κ» η κ. Πουλάκου. Η διαφορά με την προηγούμενη περίοδο είναι ότι οι συγκεκριμένοι δεν παρέμειναν πολλές ημέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας και έπειτα από δύο ή τρία 24ωρα είχε γίνει η αποσωλήνωσή τους.
Εδώ και αρκετές εβδομάδες, όπως εξηγεί η κ. Πουλάκου, οι ασθενείς με COVID-19 λαμβάνουν εξιτήριο βάσει της κλινικής τους εικόνας, χωρίς να διενεργείται απαραίτητα μοριακό τεστ για να ελεγθεί εάν πλέον είναι αρνητικοί στον νέο κορωνοϊό. «Γνωρίζουμε πλέον ότι ο άρρωστος δεν είναι μεταδοτικός αφού περάσουν κάποιες ημέρες από την έναρξη της λοίμωξής του», λέει η γιατρός. «Το χρονικό όριο διαφέρει για κάποιον που περνάει ήπια τη νόσηση και άλλον που την περνάει σοβαρά». Στην Ελλάδα κάποιοι άνθρωποι που νόσησαν βγήκαν αρνητικοί στα σχετικά τεστ έπειτα από 20 ημέρες, υπήρξαν όμως και ορισμένες περιπτώσεις για τις οποίες χρειάστηκε να περάσουν 40 ημέρες προκειμένου να βγει αρνητικό το τεστ.
Η αποδέσμευση
Οπως εξηγεί η κ. Πουλάκου, βάσει των σχετικών οδηγιών του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) και επιστημονικών μελετών, ασθενείς που νόσησαν ήπια παύουν να είναι μεταδοτικοί περίπου δέκα ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, ενώ για εκείνους που νόσησαν πιο βαριά το ίδιο διάστημα υπολογίζεται στις 20 ημέρες. Και στις δύο περιπτώσεις, εφόσον στις οικίες τους δεν μένουν άτομα από ευπαθείς ομάδες, αποδεσμεύονται από τις κλινικές εάν έχουν παρέλθει τρεις με τέσσερις ημέρες χωρίς συμπτώματα. «Ο άνθρωπος όταν είναι σταθερός από κλινικής πλευράς και από τη στιγμή που δεν είναι μεταδοτικός πρέπει να πηγαίνει σπίτι του», λέει η γιατρός. «Προηγουμένως άνθρωποι που είχαν ήδη γίνει καλά και περίμεναν το τεστ ήταν σε μια κατάσταση αυξανόμενου άγχους και δυσφορίας, ενώ υπήρξαν και ασθενείς πιο μεγάλης ηλικίας οι οποίοι κατά το διάστημα της παραμονής τους εμφάνισαν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη».
Ο Κώστας Συρίγος, διευθυντής της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής στο «Σωτηρία» και καθηγητής Παθολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει εγρήγορση και συντονισμός και να ανοίξει όπως συζητιέται ακόμη μία κλινική στο νοσοκομείο για τη νοσηλεία ασθενών με COVID-19. Αυτή την περίοδο μέλη του προσωπικού έχουν πάρει καλοκαιρινές άδειες, ενώ δεν έχει προκύψει ανάγκη νέας στήριξης από εθελοντές (φοιτητές Ιατρικής και πρώην ειδικευόμενους της κλινικής), όπως συνέβη στην αρχή του πρώτου κύματος της επιδημίας. Εάν χρειαστεί κάποια στιγμή στο μέλλον δεν αποκλείεται να τους ξανακαλέσουν.
«Στην αρχή πλέαμε σε αχαρτογράφητα νερά» λέει η κ. Πουλάκου σχετικά με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που έπρεπε να ακολουθήσουν. «Η γνώση μας μέσα σε αυτούς τους μήνες δεν είναι γραμμική αλλά εκθετική. Και ο τρόπος με τον οποίο πλέον διεξάγεται η έρευνα μάς έχει βοηθήσει να πάμε αρκετά βήματα μπροστά σε μικρό χρονικό διάστημα», λέει.
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ