2020-08-12 18:48:22
Mέ τόν ὄρο «Νεομάρτυρες», σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀρχαίους Μάρτυρες τῶν πρώτων αἰώνων, νοοῦνται ὅλοι ἐκεῖνοι (παιδιά, ἄνδρες, γυναῖκες, μοναχοί, ἱερεῖς, ἐπίσκοποι καί πατριάρχες), οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν κατάλυση
τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί στό ἑξῆς θυσίασαν τή ζωή τους ἤ ὑπέστησαν κάθε εἴδους ταλαιπωρίες καί βασανιστήρια ἐξαιτίας τῆς θαυμαστῆς καί ἀκλόνητης ἐμμονῆς τους στήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη. Οἱ περισσότεροι μαρτύρησαν κατά τήν ἐποχή τῆς τουρκοκρατίας.
Αὐτός ὁ νέος χορός τῶν Μαρτύρων συνεχίζει τήν ἀνά τούς αἰῶνες ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ὀρθοδοξίας. Ἁπλά οἱ ἐποχές ἀλλάζουν. Νεώτεροι τύραννοι διαδέχονται τούς παλαιότερους. Οἱ εἰδωλολάτρες παραχωροῦν τή θέση τους στούς μουσουλμάνους.
Ἡ ἀπαίτηση ὅμως παραμένει ἡ ἴδια: νά ἀρνηθοῦν οἱ Μάρτυρες «τόν ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλεν Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17, 3)· νά δεχθοῦν τούς ψευδοθεούς καί ψευδοπροφῆτες· νά προσκυνήσουν «τήν κτίσιν παρά τόν κτίσαντα». Καί ἀπό ὅλους τούς Μάρτυρες, παλαιούς καί νέους, ἡ ἴδια ἐμμονή καί γενναιότητα καί ἀκλόνητη ὁμολογία στόν Θεάνθρωπο, τόν μόνο Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, «τόν ἀπόστολον καί ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἑβρ. 3, 1).
Γενικά, μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς νεομάρτυρες σέ τρεῖς κατηγορίες:
α) αὐτούς πού ἐξισλαμίστηκαν καί ἐπανῆλθαν στήν Ὀρθοδοξία, β) αὐτούς πού μαρτύρησαν, ἀρνούμενοι νά δεχθοῦν τό Ἰσλάμ καί γ) τούς ἐξ «Ἀγαρηνῶν», δηλαδή τούς ἐκ γενετῆς μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι ἀσπάστηκαν τόν Χριστιανισμό καί μαρτύρησαν.
Ἰδιαίτερη, λοιπόν, κατηγορία Νεομαρτύρων ἀποτελοῦν οἱ «ἐξ Ἀγαρηνῶν»
Νεομάρτυρες. Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού γεννήθηκαν ἤ προσηλυτίσθηκαν μουσουλμάνοι στό θρήσκευμα καί εἴτε ἀπό δική τους πρωτοβουλία, εἴτε κατόπιν ἱεραποστολικῆς δράσεως, γνώρισαν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί τήν ἀσπάστηκαν κρυφά. Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ἀρκετές, ἀλλά λίγες παραμένουν γνωστές.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ἰσλαμικός νόμος εἶναι πολύ σκληρός στίς περιπτώσεις μουσουλμάνων πού ἀλλάζουν τό θρήσκευμά τους καί ἰδιαίτερα αὐτῶν πού ἀσπάζονται τήν ὀρθοδοξία. Στούς ἀνθρώπους αὐτούς ἐπιβάλλεται ἡ ποινή τοῦ θανάτου. Δέν πρέπει, ἐπίσης, νά παραβλέπεται καί τό γεγονός ὅτι δύσκολη ἦταν καί ἡ ἀποδοχή τους ἀπό τούς χριστιανούς. Πολλές φορές τούς ἔβλεπαν μέ καχυποψία, πρᾶγμα πού ἔκανε τούς προσήλυτους νά αἰσθάνονται τελείως ξένοι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ νεομάρτυρα Κωνσταντίνου τοῦ «ἐξ Ἀγαρηνῶν», ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῆς Μυτιλήνης, λεγόμενο Ψηλομέτωπο. Ἄν καί γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια Ἀγαρηνῶν, ἐξαιτίας κάποιου θαύματος πού τοῦ ἔγινε ἄρχισε νά πιστεύει στόν Χριστό. Οἱ ἀδελφοί του εἶχαν στή Σμύρνη ἕνα ὀπωροπωλεῖο κι ὁ Κωνσταντῖνος, πιό μικρός ἀπ’ ὅλους, πήγαινε τά ψώνια στά σπίτια τῶν ἀγοραστῶν. Ἔτσι, πήγαινε καί στήν Ἱερά Μητρόπολη τῆς Σμύρνης, ὅπου ἔβλεπε ἐκεῖ καί ἄκουε τούς κληρικούς καί σιγά-σιγά μάθαινε καί τήν ἑλληνική γλώσσα. Σύν τῷ χρόνῳ γεννήθηκε μέσα του ὁ πόθος νά γίνει χριστιανός (ἡ περίπτωσή του ὁμοιάζει πολύ μέ τήν μεταστροφή ἑνός ἄλλου νεομάρτυρα, ὁμώνυμου μάλιστα, Κωνσταντίνου τῆς Καπούας). Ὁ ζῆλος πού ἀναπτύχθηκε μέσα του νά γίνει Χριστιανός ἦταν μεγάλος, ἀλλά ὁ πειρασμός τόν κυνήγησε πολύ ἄγρια καί κατάφερε νά τόν ρίξει στό ἁμάρτημα τῆς «ἀσελγείας καί ἀκαθαρσίας». Ὁ Θεός, ὅμως, βοήθησε στό νά ἀνάψει καί πάλι μέσα του ὁ ἱερός πόθος. Μετέβη στό Ἅγιον Ὅρος μέ τήν ἐπιθυμία νά βαπτισθεῖ. Ἐκεῖ συνάντησε τόν πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε´, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό συζήτηση πού εἶχαν, κατάλαβε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ἕτοιμος νά βαπτισθεῖ. Ἄν καί ἐμφανίστηκαν πολλά ἐμπόδια, κατάφερε νά βαπτισθεῖ καί ἐγκαταστάθηκε στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντά σέ ἕναν ἔμπειρο πνευματικό. Σιγά-σιγά ἄναψε μέσα του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Μέ τήν εὐχή τοῦ γέροντά του μετέβη στή Σμύρνη, ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τόν ἀναγνώρισαν καί τόν συνέλαβαν. Μετά ἀπό πολλά καί φρικτά βασανιστήρια θανατώθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 2 Ἰουνίου 1819.
Τό 1614 θανατώνεται ὁ Χότζα Ἀμίρης στά Ἱεροσόλυμα. Ἦταν Τοῦρκος στήν καταγωγή καί ὑπηρετοῦσε σάν στρατιώτης στά Ἱεροσόλυμα. Κατά τήν περίοδο τοῦ Πάσχα συγκινήθηκε παρακολουθῶντας τίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καί τῆς Ἀναστάσιμης λειτουργίας. Ἔτσι ἀπαρνήθηκε τήν ἰσλαμική πίστη καί ἀσπάστηκε τή χριστιανική. Ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια καί μαρτυρικό θάνατο.
Ἕνα μαζικό μαρτύριο Τούρκων χριστιανῶν, πρώην μουσουλμάνων, ἔλαβε χώρα τό 1649 στά Θυάτειρα τῆς Μ. Ἀσίας. 23 Τοῦρκοι πού πίστεψαν στό Χριστό καί βαπτίσθηκαν μαρτύρησαν κάτω ἀπό ἄγνωστες συνθῆκες. Ὁ καθολικός περιηγητής FrancisLucas, πού ἀναφέρει τό µαρτύριό τους, µιλᾶ γιά Τούρκους πρώην µουσουλµάνους καί ὄχι γιά κρυπτοχριστιανούς.
Τό 1682 ἔχουμε τό μαρτύριο τοῦ Ἀχμέτ Κάλφα στήν Κωνσταντινούπολη.
Στή βιογραφία του ἀναφέρεται ὅτι συμβίωνε μέ μιά σκλάβα ρωσίδα, ὀρθόδοξη χριστιανή, τήν ὁποία μάλιστα ἄφηνε ἐλεύθερη νά ἀσκεῖ τά θρησκευτικά της καθήκοντα. Ὅταν ἐκείνη ἐπέστρεφε ἀπό τήν ἐκκλησία, αὐτός εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι εὐωδίαζε τό στόμα της. Τήν ρώτησε ἄν τρώει κάτι καί μοσχομυρίζει ἔτσι τό στόμα της. Ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι τρώει ἀντίδωρο καί πίνει ἁγιασμό. Ζήτησε ἀπό τόν ἐφημέριο τῆς ἐκκλησίας νά τοῦ ἑτοιμάσει χῶρο γιά νά πάει ὅταν θά λειτουργοῦσε ἐκεῖ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης. Ὁ ἐφημέριος ἔκανε ὅ,τι τοῦ ζήτησε καί παραβρέθηκε στήν λειτουργία τοῦ πατριάρχη. Τήν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ἀχμέτ Κάλφα ἀξιώθηκε νά δεῖ ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα. Ὅταν εὐλογοῦσε ὁ πατριάρχης τόν κόσμο, τά δάχτυλά του ἔβγαζαν ἀκτίνες οἱ ὁποῖες στή συνέχεια σκέπαζαν τά κεφάλια τῶν χριστιανῶν. Μόνο το δικό του κεφάλι δέν φωτίζονταν. Τό γεγονός αὐτό τόν συγκλόνισε καί ζήτησε ἀμέσως νά βαπτισθεῖ κρυφά. Παρέμεινε κρυφός χριστιανός γιά ἀρκετό διάστημα, ἀλλά κάποια στιγμή ὁμολόγησε ὅτι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀνώτερη. Παραδέχτηκε δημόσια ὅτι ἦταν χριστιανός καί δέχθηκε μαρτυρικό τέλος στίς 3 Μαΐου 1682.
Στήν Ἤπειρο συναντοῦμε κάποιες περιπτώσεις μωαμεθανῶν πού ἔγιναν χριστιανοί καί μαρτύρησαν. Μεταξύ αὐτῶν περιλαμβάνεται καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Σεπτεμβρίου. Ὁ Ἅγιος αὐτός νεομάρτυρας, γεννήθηκε στήν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου, ἀπό γονεῖς μουσουλμάνους. Ὁ πατέρας του ἦταν δερβίσης καί σεΐχης στό ἀξίωμα. Εἴκοσι χρονῶν, μπῆκε καί αὐτός στό τάγμα τῶν δερβίσηδων. Ἀφοῦ ἔκανε ἀρκετά χρόνια στά Ἰωάννινα, πῆγε στό Βραχώρι (Ἀγρίνιο) τῆς Αἰτωλίας, ὅπου κατοίκησε σ’ ἕνα οἴκημα, πού ὀνομαζόταν μουσελίμ σεράι. Ξαφνικά ὅμως, ἄρχισε νά ζεῖ σάν χριστιανός, πέταξε τά ἐνδύματα τοῦ δερβίση καί ντύθηκε χριστιανικά. Ἔπειτα πῆγε στήν Ἰθάκη, ὅπου δέχτηκε τό ἅγιο βάπτισμα μέ τό ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν ἐπανῆλθε στήν Αἰτωλία, παντρεύτηκε στό χωριό Μαχαλάς καί ἔκανε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἀγροφύλακα. Ὁ πατέρας του ὅμως ἔστειλε ἀπεσταλμένους νά τόν μεταπείσουν, ἀλλά αὐτός τούς ἔδιωξε. Τότε συνελήφθη ἀπό τόν μουσελίμη τοῦ Βραχωρίου, στόν ὁποῖο ὁμολόγησε μέ θάρρος τό χριστιανικό του ὄνομα καί τήν ἀγάπη του στόν Χριστό. Βασανίστηκε ἀνελέητα. Τελικά τόν ἀποκεφάλισαν στίς 23 Σεπτεμβρίου 1814. Οἱ χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο λείψανό του καί τό ἔθαψαν σ’ ἕνα ἀγρόκτημα στό Βραχώρι. Τά ἅγια λείψανα του οἱ πιστοί τά μετέφεραν καί τά ἐναπόθεσαν σέ κρύπτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ, ὅπου καί ἀνευρέθησαν στίς 4 Ἰανουαρίου 1974.
Πρόσφατα (2019) ἡ ἱερά σύνοδος τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου κατέταξε μεταξύ τῶν ἁγίων Νεομάρτυρες καταγόμενους ἀπό τήν Καστοριά. Ἕνας ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ Νεομάρτυρας Γεώργιος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν, πού μαρτύρησε στά μέρη τῆς Ἀκαρνανίας, χωρίς νά εἶναι γνωστά ἄλλα στοιχεῖα τοῦ βίου του.
Ἀξιομνημόνευτο εἶναι καί τό μαρτύριο τοῦ Νεομάρτυρα Ἰωάννη τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν, καλουμένου Ἀρναουτογιάννη λόγω τῆς ἀλβανικῆς του καταγωγῆς.
Ἔζησε στήν Κρήτη στό χωριό Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Φαιστοῦ. Λίγο καιρό μετά τήν ἐγκατάστασή του στό χωριό αὐτό, ἀσπάστηκε τό χριστιανισμό καί βαπτίστηκε, ὀνομασθείς Ἰωάννης. Ζοῦσε βίο εὐσεβῆ, ἀσκώντας τό ἐπάγγελμα τοῦ δραγάτη (ἀγροφύλακα). Κάποιοι Κρῆτες ἐπαναστάτες εἶχαν σκοτώσει δυό Τουρκόγυφτους. Οἱ Τοῦρκοι τῶν γύρω χωριῶν, πού μισοῦσαν θανάσιμα τόν Ἰωάννη, γιατί ἀπαρνήθηκε τή θρησκεία τους καί τόν Μωάμεθ καί ἦλθε κοντά στόν Χριστό, βρῆκαν τήν εὐκαιρία πού περίμεναν γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν. Τόν κατάγγειλαν στήν κοσμική ἐξουσία τῆς περιοχῆς, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ φονιάς, κατηγορῶντας τον ὅτι, μετά τήν ἀλλαγή τοῦ θρησκεύματός του, εἶχε διάθεση ἐξόντωσης τῶν μουσουλμάνων. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στό Ἡράκλειο σέ δίκη στό ὀθωμανικό δικαστήριο. Ἐκεῖ περίτρανα ἀποδείχθηκε ἡ ἀθωότητά του. Ὅμως, ὁ τοῦρκος δικαστής Ρεχίτ Ἐφέντης, πού μισοῦσε θανάσιμα ὅσους ὁμόθρησκούς του ἄλλαζαν θρήσκευμα, τοῦ ζήτησε νά ἀλλάξει θρησκεία γιά νά τόν κηρύξει ἀθῶο. Διαφορετικά, θά τόν καταδίκαζε σέ θάνατο, ἐνοχοποιῶντας τον γιά τούς δύο φόνους πού στήν πραγματικότητα δέν ἔκανε. Τότε ὁ Ἰωάννης, μέ μεγάλο θάρρος καί πίστη, ἀρνήθηκε νά ἀπορρίψει τό Χριστό, ὁμολόγησε τήν πίστη του σ’ Αὐτόν καί προτίμησε τό θάνατο. Ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καί σάν ἀρνί περίμενε τή σφαγή. Ἀφοῦ ὁ δικαστής ἄκουσε αὐτή τήν ὁμολογία τοῦ Ἰωάννη, τόν παρέδωσε στόν Πασᾶ, προκειμένου νά τόν θανατώσει. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες βασάνιζαν τόν Ἅγιο, μέ φρικτά μαρτύρια. Τό τελευταῖο βασανιστήριο ἦταν νά τοῦ φορέσουν στό κεφάλι ἕνα πυρωμένο μεταλλικό τάσι. Ὁ Ἅγιος παρέδωσε τήν ψυχή του στό Θεό, ἡμέρα Σάββατο 5 Μαΐου 1845. Ὁ Πασάς ἔδωσε διαταγή νά δοθεῖ τό ἅγιο βασανισμένο σῶμα του στούς χριστιανούς γιά νά ταφεῖ. Καί ἀφοῦ τό πῆραν τό ἔθαψαν σέ τόπο καλούμενο «Σπιτάλια». Ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Ἰωάννη σκόρπισε θλίψη καί ἀγανάκτηση στούς χριστιανούς τοῦ Ἡρακλείου. Γιά τήν ἄδικη θανάτωσή του ὁ λαός ἐπαναστάτησε. Ἔγιναν τρεῖς στάσεις κατά τῆς κυβερνήσεως. Γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ὁ λαός, ἐξορίστηκε ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ρεχίτ Ἐφέντης καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν Κουλουκτζή Μεϊμουρή. Μετά ἀπό καιρό, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή καί τά λείψανά του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα. Τά πῆρε ὁ πρόξενος τῆς Ρωσίας καί τά ἔστειλε στό Κίεβο, ὅπου καί φυλάσσονται, μαζί μέ ἄλλα ἅγια λείψανα. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 19 Μαΐου.
Ἀρχαιότερο χρονικά εἶναι τό μαρτύριο τοῦ Νεομάρτυρα ἐξ Ἀγαρηνῶν, τοῦ Κωνσταντίνου τῆς Καπούας. Ζοῦσε στή σημερινή Καππά, μία μεσαιωνική πολίχνη γνωστή μέ τό ὄνομα Καπούα ἤ Κάπουα, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ὅταν περί τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή πολλοί ἄποικοι ἀπό τήν ἰταλική Κάπουα καί ὀνόμασαν τόν οἰκισμό Κάπουα. Τό πριγκιπάτο τῆς Κάπουα (στά λατινικά PrincipatusCapuae) ἦταν λομβαρδικό κράτος τῆς νότιας Ἰταλίας. Ἡ Θεσσαλική Κάπουα ἤκμασε γιά μεγάλο διάστημα. Γι’ αὐτό ἦταν καί ἕδρα
Ἐπισκοπῆς μέ τόν τίτλο «Καπούας καί Φαναρίου», ἡ ὁποία διέλαμψε κατά τή βυζαντινή ἐποχή καί κατά τό ἥμισυ σχεδόν τῆς Τουρκικῆς κατοχῆς (13821587). Ὁ βυζαντινολόγος Ν. Γιαννόπουλος στό «Νέον Ἑλληνομνήμονα» ἀναφέρει ἕνδεκα ἐπισκόπους μέ τόν τίτλο «Καπούας καί Φαναρίου», ἀλλοῦ «Καπούας» μόνον ἤ «Καπούς». Κατά τή μαύρη, γιά τήν πατρίδα μας, τουρκική κατοχή ἡ Καπούα παρήκμασε. Τοῦτο μαρτυρεῖ καί τό γεγονός ὅτι ἀπό τό ἔτος 1601 παύει ὁ τίτλος «Καπούας καί Φαναρίου».
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, πρίν πιστέψει στόν Χριστό καί βαπτισθεῖ χριστιανός, ἦταν μουσουλμάνος, γιός μπέη, τούρκου ἀξιωματούχου τῆς περιοχῆς Φαναρίου τῆς Καρδίτσας. Τό ὄνομά του ἦταν Σαΐμ. Στό χωριό ὑπῆρχε τότε ἀνδρῶο ὀρθόδοξο χριστιανικό μοναστήρι, τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μύρων, ἐκεῖ πού σήμερα βρίσκεται ὁ ὁμώνυμος κοιμητηριακός ναός.
Τό μικρό μπεόπουλο, μέ τήν ἄνεση πού εἶχε σάν γιός τοῦ διοικητῆ τῆς περιοχῆς, πήγαινε συχνά στό μοναστήρι καί παρακολουθοῦσε τή ζωή καί τή λατρεία τῶν μοναχῶν. Ἡ ἀγαθή ψυχή του ἐρωτεύθηκε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ἔτσι, στήν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν κατηχήθηκε στά χριστιανικά δόγματα ἀπό ἕναν λόγιο μοναχό του μοναστηριοῦ. Ὅταν ὁ κατηχητής μοναχός ἔκρινε ὅτι στό τουρκόπουλο εἶχε ἑδραιωθεῖ ἡ πίστη πρός τόν Χριστό, τό βάφτισε (φυσικά κρυφά καί μέ ἀπόλυτη μυστικότητα) στό μοναστήρι. Τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Προφανῶς κάποιος πρόδωσε τό μυστικό στόν πατέρα του. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τούρκου ἀξιωματούχου ὑπῆρξε κεραυνοβόλος καί δυναμική, σύμφωνη ἄλλωστε μέ τό μουσουλμανικό δίκαιο, πού προβλέπει τήν ποινή τοῦ θανάτου γιά τήν περίπτωση πού μουσουλμάνος ἐγκαταλείψει τό Ἰσλάμ καί γίνει χριστιανός.
Ἡ ὀργή του στήν ἀρχή στράφηκε κατά τοῦ μοναστηριοῦ καί τῶν μοναχῶν.
Θέλησε νά τιμωρήσει μέ θάνατο τούς τρεῖς μοναχούς, ἀλλά δέν τό κατόρθωσε, γιατί αὐτοί πρόλαβαν καί κατέφυγαν στίς μονές τῶν Ἁγίων Μετεώρων, ὅπου ζήτησαν προστασία ἀπό τούς ἐκεῖ μοναχούς. Ἡ ὀργή τοῦ πατέρα κορυφώθηκε καί πυρπόλησε τό μοναστήρι. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, πολύ ἀργότερα, ἔκτισαν νεώτερο ναό ἐπ᾽ ὀνόματι πάλι τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού ἔγινε ναός τοῦ κοιμητηρίου τῆς ἐνορίας τους.
Τό μεγάλο ὅμως πρόβλημα γιά τόν πατέρα ἦταν ὁ γιός του, ὁ ὁποῖος, στίς παρακλήσεις στήν ἀρχή καί στίς ἀπειλές στή συνέχεια τοῦ ἰδίου καί τῶν ὀργάνων του, δέν ἐννοοῦσε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ἐπανέλθει στήν παλιά του πίστη. Ὁ πατέρας, λοιπόν, χρησιμοποίησε κάθε μέσο καί πολλές μεθοδεῖες, γιά νά κάμψει τίς ἀντιστάσεις τοῦ γιοῦ του, χωρίς ὅμως κανένα ἀπολύτως ἀποτέλεσμα. Ἐξοργισμένος ἀπό τή σθεναρή στάση καί τή συμπεριφορά τοῦ γιοῦ του διέταξε στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του νά τόν ρίξουν στό μπουντρούμι καί νά μήν τόν βγάλουν ἀπ’ ἐκεῖ, ἄν δέν ἐπανέλθει στήν μουσουλμανική πίστη.
Οἱ στρατιῶτες ἔπραξαν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ πατέρα. Ἔριξαν τον Κωνσταντῖνο στό σκοτεινό καί μουχλιασμένο μπουντρούμι καί πρωί-βράδυ τόν ρωτοῦσαν καί τόν ξαναρωτοῦσαν ἄν εἶχε μετανιώσει γιά τήν ἀποστασία του. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως τούς ἀπαντοῦσε μέ ἠρεμία καί σταθερότητα: «Τόν Χριστό μου δέν θά τόν ἀρνηθῶ ποτέ, ὅ,τι καί νά μοῦ κάνετε· δέν φοβᾶμαι τίποτα· εἶναι δίπλα μου καί μέ ἐνισχύει». Οἱ φρουροί μετέφεραν στόν ἐντολέα τους τά λόγια τοῦ Κωνσταντίνου. Ἡ ὀργή τοῦ πατέρα φούντωνε. Τό μυαλό του θόλωνε ἀπό τό πάθημά του καί σέ μιά στιγμή ἔδωσε ἐντολή νά τόν βασανίσουν μέ ξυλοδαρμό. Φυσικά, οὔτε καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά βασανιστήρια στάθηκαν ἱκανά νά κάμψουν καί νά μεταπείσουν τόν Κωνσταντῖνο, γιατί καί ἡ δική του ἀγάπη γιά τόν Χριστό φούντωνε κάθε μέρα καί περισσότερο, καί ἦταν ἀποφασισμένος καί νά πεθάνει ἀκόμη, παρά νά τόν προδώσει.
Τά ὅρια τῆς ὑπομονῆς τοῦ πατέρα ἐξαντλήθηκαν καί ὀργισμένος ἔδωσε ἐντολή στούς στρατιῶτες νά τόν βασανίσουν σκληρότερα καί, ἄν δέν μεταπεισθεῖ καί πάλι, νά τόν ὁδηγήσουν στήν κρεμάλα. Ἀλλ’ ὅμως καί τά νέα σκληρότερα βασανιστήρια δέν στάθηκαν ἱκανά νά κάμψουν τό φρόνημα καί τήν πίστη τοῦ Κωνσταντίνου. Ἔτσι, οἱ στρατιῶτες τοῦ ἀνακοίνωσαν τήν ἀπόφαση τοῦ πατέρα του νά τόν ἀπαγχονίσει, ὡς τελευταία καί κορυφαία ἀπειλή, ἀλλά καί πάλι πῆραν τήν ἀγέρωχη ἀπάντηση: «Σᾶς λέγω καί πάλι· τίποτε δέν μπορεῖ νά μέ χωρίσει ἀπό τόν Χριστό μου. Τόν ἀγαπῶ τόσο πολύ, πού δέν μέ νοιάζει ἄν δώσω γιά τήν ἀγάπη του καί τή ζωή μου ἀκόμη».
Οἱ στρατιῶτες, σύμφωνα μέ τή διαταγή τοῦ πατέρα του, τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τόν τότε οἰκισμό τῆς Καπούας, στό σημεῖο ὅπου εἶναι κτισμένο τό σημερινό χωριό Καππά, διότι ὁ οἰκισμός ἄλλαξε πολλές κατά καιρούς θέσεις. Ἀφοῦ ἔριξαν σχοινί σ’ ἕνα χονδρό κλωνάρι τοῦ «μεγάλου πλατάνου», πού ὑπῆρχε στή θέση αὐτή (πλησίον τοῦ σημείου πού ἀργότερα κτίσθηκε τό κοινοτικό γραφεῖο τῆς Καππᾶς), ἐπιχείρησαν νά τόν ἀπαγχονίσουν. Ὅμως, τό θαῦμα ἔγινε· τό σχοινί κόπηκε τρεῖς φορές, ὁπότε οἱ δήμιοι ἀναγκάστηκαν, ὕστερα ἀπό διαταγή τοῦ παριστάμενου πατέρα του, νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ ἁγία ψυχή τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου πέταξε κοντά στήν αἰώνια ἀγάπη του, τόν Χριστό. Τό τιμημένο σκήνωμά του τό ἔθαψαν οἱ χριστιανοί κοντά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, στήν τοποθεσία «τρία δέντρα». Ὁ Κωνσταντῖνος μαρτύρησε στίς 18 Αὔγουστου 1610, τήν περίοδο δηλαδή πού στήν περιοχή τῆς δυτικῆς Θεσσαλίας ξέσπασαν φοβεροί διωγμοί ἐναντίον τῶν χριστιανῶν
(1600-1615) ἐξαιτίας τῶν δυό ἐπαναστατικῶν κινημάτων τοῦ μητροπολίτη Λάρισας (ἕδρα του τότε ἦταν τά Τρίκαλα) Διονυσίου τοῦ φιλοσόφου, τόν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι σκωπτικά ἀποκαλοῦσαν «σκυλόσοφο».
Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα ἔμεινε ἀνεξίτηλα χαραγμένο στή συλλογική μνήμη τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, πού ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τόν λογάριαζαν καί τόν τιμοῦσαν ὡς ἅγιο τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Πιθανότατα τό δημοτικό τραγούδι «...νά ’χε καεῖ ὁ πλάτανος, νά τοῦ ’πεφταν τά φύλλα, πού κρέμασαν τό μπόι σου τό ὄμορφο μπεόπουλο...» ἀναφέρεται στόν Νεομάρτυρα Κωνσταντῖνο. Πολλοί ἔχουν νά διηγηθοῦν θαυματουργικές ἐμφανίσεις καί ἐπεμβάσεις του στή ζωή τους. Ἀκράδαντη ὅλων, ἀνά τούς αἰῶνες, ἦταν ἡ πίστη καί ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι ἅγιος. Ἔτσι μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί ὅταν ὁ Ἅγιος Θεός εὐδόκησε, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά ἀπό πρόταση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί
Φαναριοφαρσάλων, στίς 31/5/2007, προέβη στήν ἐπίσημη κατάταξή του στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τιμᾶ τή μνήμη του τήν 18ην Αὐγούστου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.
Γνώρισα τόν Ἅγιο τό 1990, ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς πρωτοδίκης στό πρωτοδικεῖο Καρδίτσας. Ἔπεσε τότε στά χέρια μου ἕνα δημοσίευμά του, μακαριστοῦ πλέον, ἐκπαιδευτικοῦ Κωνσταντίνου Σουλιώτη, ἑνός σπουδαίου πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἄξιου ἀναστήματος τῆς Καππᾶ. Ἀναφερόταν στόν Νεομάρτυρα Κωνσταντῖνο, τόν ἅγιο τοῦ χωριοῦ του. Τό μαρτύριο τοῦ νεαροῦ μπεόπουλου, ἡ σθεναρή πίστη του καί ἡ ἀγάπη του στό Χριστό μέ συγκίνησε βαθειά. Τέτοια πίστη οὔτε στά −ἐκ γενετῆς καί ἐκ καταγωγῆς− χριστιανόπουλα δέν βρίσκεις εὔκολα. Ἔχοντας ἕνα μικρό χάρισμα στήν ὑμνογραφική θρησκευτική ποίηση, ὁ καλός Θεός ἔνευσε μέσα μου νά συνθέσω μία πλήρη ἀκολουθία καί παρακλητικό κανόνα πρός τιμήν τοῦ Νεομάρτυρα. Ἐκ τῶν ὑστέρων ἀντιλαμβάνομαι ὅτι οἱ πολυχρόνιες καί ἐπίμονες παρακλήσεις καί ἐπιθυμίες τῶν κατοίκων τοῦ Καππά γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου τους εἶχαν γίνει δεκτές ἀπό τόν
Κύριο, ὁ Ὁποῖος προετοίμαζε τό γεγονός. Ἀγνοῶντας ὅλα αὐτά, ἔστειλα τό πόνημά μου στόν μακαριστό Κων. Σουλιώτη στό Βόλο, ἀφοῦ μέσω αὐτοῦ γνώρισα τόν Ἅγιο. Ἐκεῖνος μέ τή σειρά του προσέθεσε ἐν καιρῷ τήν ἀκολουθία στό φάκελο πού σχηματίσθηκε γιά τήν ἁγιοκατάταξη καί ἔτσι ἐγκρίθηκε ἐκκλησιαστικά νά ψάλλεται στή μνήμη τοῦ Ἁγίου ἡ Ἀκολουθία αὐτή. Ὅταν τό πληροφορήθηκα, ἡ συγκίνησή μου ἦταν μεγάλη. Ἔκτοτε ἡ οἰκογένειά μου καί οἱ φίλοι μας τιμοῦμε ἀνελλιπῶς τή μνήμη τοῦ Νεομάρτυρα στήν ὀρεινή Πύρρα Τρικάλων, ὅπου μένουμε τό θέρος.
Οἱ πρεσβεῖες τοῦ Νεομάρτυρα Κωνσταντίνου ἄς εἶναι διαρκεῖς ὑπέρ πάντων των τιμώντων τή μνήμη του καί ἐπικαλουμένων τό ἅγιο ὄνομά του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, «Αχιλλίου Πόλις».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Πηγή: aktines
paraklisi
τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί στό ἑξῆς θυσίασαν τή ζωή τους ἤ ὑπέστησαν κάθε εἴδους ταλαιπωρίες καί βασανιστήρια ἐξαιτίας τῆς θαυμαστῆς καί ἀκλόνητης ἐμμονῆς τους στήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη. Οἱ περισσότεροι μαρτύρησαν κατά τήν ἐποχή τῆς τουρκοκρατίας.
Αὐτός ὁ νέος χορός τῶν Μαρτύρων συνεχίζει τήν ἀνά τούς αἰῶνες ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ὀρθοδοξίας. Ἁπλά οἱ ἐποχές ἀλλάζουν. Νεώτεροι τύραννοι διαδέχονται τούς παλαιότερους. Οἱ εἰδωλολάτρες παραχωροῦν τή θέση τους στούς μουσουλμάνους.
Ἡ ἀπαίτηση ὅμως παραμένει ἡ ἴδια: νά ἀρνηθοῦν οἱ Μάρτυρες «τόν ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλεν Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17, 3)· νά δεχθοῦν τούς ψευδοθεούς καί ψευδοπροφῆτες· νά προσκυνήσουν «τήν κτίσιν παρά τόν κτίσαντα». Καί ἀπό ὅλους τούς Μάρτυρες, παλαιούς καί νέους, ἡ ἴδια ἐμμονή καί γενναιότητα καί ἀκλόνητη ὁμολογία στόν Θεάνθρωπο, τόν μόνο Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, «τόν ἀπόστολον καί ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἑβρ. 3, 1).
Γενικά, μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς νεομάρτυρες σέ τρεῖς κατηγορίες:
α) αὐτούς πού ἐξισλαμίστηκαν καί ἐπανῆλθαν στήν Ὀρθοδοξία, β) αὐτούς πού μαρτύρησαν, ἀρνούμενοι νά δεχθοῦν τό Ἰσλάμ καί γ) τούς ἐξ «Ἀγαρηνῶν», δηλαδή τούς ἐκ γενετῆς μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι ἀσπάστηκαν τόν Χριστιανισμό καί μαρτύρησαν.
Ἰδιαίτερη, λοιπόν, κατηγορία Νεομαρτύρων ἀποτελοῦν οἱ «ἐξ Ἀγαρηνῶν»
Νεομάρτυρες. Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού γεννήθηκαν ἤ προσηλυτίσθηκαν μουσουλμάνοι στό θρήσκευμα καί εἴτε ἀπό δική τους πρωτοβουλία, εἴτε κατόπιν ἱεραποστολικῆς δράσεως, γνώρισαν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί τήν ἀσπάστηκαν κρυφά. Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι ἀρκετές, ἀλλά λίγες παραμένουν γνωστές.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ἰσλαμικός νόμος εἶναι πολύ σκληρός στίς περιπτώσεις μουσουλμάνων πού ἀλλάζουν τό θρήσκευμά τους καί ἰδιαίτερα αὐτῶν πού ἀσπάζονται τήν ὀρθοδοξία. Στούς ἀνθρώπους αὐτούς ἐπιβάλλεται ἡ ποινή τοῦ θανάτου. Δέν πρέπει, ἐπίσης, νά παραβλέπεται καί τό γεγονός ὅτι δύσκολη ἦταν καί ἡ ἀποδοχή τους ἀπό τούς χριστιανούς. Πολλές φορές τούς ἔβλεπαν μέ καχυποψία, πρᾶγμα πού ἔκανε τούς προσήλυτους νά αἰσθάνονται τελείως ξένοι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ νεομάρτυρα Κωνσταντίνου τοῦ «ἐξ Ἀγαρηνῶν», ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῆς Μυτιλήνης, λεγόμενο Ψηλομέτωπο. Ἄν καί γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια Ἀγαρηνῶν, ἐξαιτίας κάποιου θαύματος πού τοῦ ἔγινε ἄρχισε νά πιστεύει στόν Χριστό. Οἱ ἀδελφοί του εἶχαν στή Σμύρνη ἕνα ὀπωροπωλεῖο κι ὁ Κωνσταντῖνος, πιό μικρός ἀπ’ ὅλους, πήγαινε τά ψώνια στά σπίτια τῶν ἀγοραστῶν. Ἔτσι, πήγαινε καί στήν Ἱερά Μητρόπολη τῆς Σμύρνης, ὅπου ἔβλεπε ἐκεῖ καί ἄκουε τούς κληρικούς καί σιγά-σιγά μάθαινε καί τήν ἑλληνική γλώσσα. Σύν τῷ χρόνῳ γεννήθηκε μέσα του ὁ πόθος νά γίνει χριστιανός (ἡ περίπτωσή του ὁμοιάζει πολύ μέ τήν μεταστροφή ἑνός ἄλλου νεομάρτυρα, ὁμώνυμου μάλιστα, Κωνσταντίνου τῆς Καπούας). Ὁ ζῆλος πού ἀναπτύχθηκε μέσα του νά γίνει Χριστιανός ἦταν μεγάλος, ἀλλά ὁ πειρασμός τόν κυνήγησε πολύ ἄγρια καί κατάφερε νά τόν ρίξει στό ἁμάρτημα τῆς «ἀσελγείας καί ἀκαθαρσίας». Ὁ Θεός, ὅμως, βοήθησε στό νά ἀνάψει καί πάλι μέσα του ὁ ἱερός πόθος. Μετέβη στό Ἅγιον Ὅρος μέ τήν ἐπιθυμία νά βαπτισθεῖ. Ἐκεῖ συνάντησε τόν πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε´, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό συζήτηση πού εἶχαν, κατάλαβε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ἕτοιμος νά βαπτισθεῖ. Ἄν καί ἐμφανίστηκαν πολλά ἐμπόδια, κατάφερε νά βαπτισθεῖ καί ἐγκαταστάθηκε στή Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντά σέ ἕναν ἔμπειρο πνευματικό. Σιγά-σιγά ἄναψε μέσα του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Μέ τήν εὐχή τοῦ γέροντά του μετέβη στή Σμύρνη, ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τόν ἀναγνώρισαν καί τόν συνέλαβαν. Μετά ἀπό πολλά καί φρικτά βασανιστήρια θανατώθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 2 Ἰουνίου 1819.
Τό 1614 θανατώνεται ὁ Χότζα Ἀμίρης στά Ἱεροσόλυμα. Ἦταν Τοῦρκος στήν καταγωγή καί ὑπηρετοῦσε σάν στρατιώτης στά Ἱεροσόλυμα. Κατά τήν περίοδο τοῦ Πάσχα συγκινήθηκε παρακολουθῶντας τίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καί τῆς Ἀναστάσιμης λειτουργίας. Ἔτσι ἀπαρνήθηκε τήν ἰσλαμική πίστη καί ἀσπάστηκε τή χριστιανική. Ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια καί μαρτυρικό θάνατο.
Ἕνα μαζικό μαρτύριο Τούρκων χριστιανῶν, πρώην μουσουλμάνων, ἔλαβε χώρα τό 1649 στά Θυάτειρα τῆς Μ. Ἀσίας. 23 Τοῦρκοι πού πίστεψαν στό Χριστό καί βαπτίσθηκαν μαρτύρησαν κάτω ἀπό ἄγνωστες συνθῆκες. Ὁ καθολικός περιηγητής FrancisLucas, πού ἀναφέρει τό µαρτύριό τους, µιλᾶ γιά Τούρκους πρώην µουσουλµάνους καί ὄχι γιά κρυπτοχριστιανούς.
Τό 1682 ἔχουμε τό μαρτύριο τοῦ Ἀχμέτ Κάλφα στήν Κωνσταντινούπολη.
Στή βιογραφία του ἀναφέρεται ὅτι συμβίωνε μέ μιά σκλάβα ρωσίδα, ὀρθόδοξη χριστιανή, τήν ὁποία μάλιστα ἄφηνε ἐλεύθερη νά ἀσκεῖ τά θρησκευτικά της καθήκοντα. Ὅταν ἐκείνη ἐπέστρεφε ἀπό τήν ἐκκλησία, αὐτός εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι εὐωδίαζε τό στόμα της. Τήν ρώτησε ἄν τρώει κάτι καί μοσχομυρίζει ἔτσι τό στόμα της. Ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι τρώει ἀντίδωρο καί πίνει ἁγιασμό. Ζήτησε ἀπό τόν ἐφημέριο τῆς ἐκκλησίας νά τοῦ ἑτοιμάσει χῶρο γιά νά πάει ὅταν θά λειτουργοῦσε ἐκεῖ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης. Ὁ ἐφημέριος ἔκανε ὅ,τι τοῦ ζήτησε καί παραβρέθηκε στήν λειτουργία τοῦ πατριάρχη. Τήν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ἀχμέτ Κάλφα ἀξιώθηκε νά δεῖ ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα. Ὅταν εὐλογοῦσε ὁ πατριάρχης τόν κόσμο, τά δάχτυλά του ἔβγαζαν ἀκτίνες οἱ ὁποῖες στή συνέχεια σκέπαζαν τά κεφάλια τῶν χριστιανῶν. Μόνο το δικό του κεφάλι δέν φωτίζονταν. Τό γεγονός αὐτό τόν συγκλόνισε καί ζήτησε ἀμέσως νά βαπτισθεῖ κρυφά. Παρέμεινε κρυφός χριστιανός γιά ἀρκετό διάστημα, ἀλλά κάποια στιγμή ὁμολόγησε ὅτι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀνώτερη. Παραδέχτηκε δημόσια ὅτι ἦταν χριστιανός καί δέχθηκε μαρτυρικό τέλος στίς 3 Μαΐου 1682.
Στήν Ἤπειρο συναντοῦμε κάποιες περιπτώσεις μωαμεθανῶν πού ἔγιναν χριστιανοί καί μαρτύρησαν. Μεταξύ αὐτῶν περιλαμβάνεται καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Σεπτεμβρίου. Ὁ Ἅγιος αὐτός νεομάρτυρας, γεννήθηκε στήν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου, ἀπό γονεῖς μουσουλμάνους. Ὁ πατέρας του ἦταν δερβίσης καί σεΐχης στό ἀξίωμα. Εἴκοσι χρονῶν, μπῆκε καί αὐτός στό τάγμα τῶν δερβίσηδων. Ἀφοῦ ἔκανε ἀρκετά χρόνια στά Ἰωάννινα, πῆγε στό Βραχώρι (Ἀγρίνιο) τῆς Αἰτωλίας, ὅπου κατοίκησε σ’ ἕνα οἴκημα, πού ὀνομαζόταν μουσελίμ σεράι. Ξαφνικά ὅμως, ἄρχισε νά ζεῖ σάν χριστιανός, πέταξε τά ἐνδύματα τοῦ δερβίση καί ντύθηκε χριστιανικά. Ἔπειτα πῆγε στήν Ἰθάκη, ὅπου δέχτηκε τό ἅγιο βάπτισμα μέ τό ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν ἐπανῆλθε στήν Αἰτωλία, παντρεύτηκε στό χωριό Μαχαλάς καί ἔκανε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἀγροφύλακα. Ὁ πατέρας του ὅμως ἔστειλε ἀπεσταλμένους νά τόν μεταπείσουν, ἀλλά αὐτός τούς ἔδιωξε. Τότε συνελήφθη ἀπό τόν μουσελίμη τοῦ Βραχωρίου, στόν ὁποῖο ὁμολόγησε μέ θάρρος τό χριστιανικό του ὄνομα καί τήν ἀγάπη του στόν Χριστό. Βασανίστηκε ἀνελέητα. Τελικά τόν ἀποκεφάλισαν στίς 23 Σεπτεμβρίου 1814. Οἱ χριστιανοί παρέλαβαν τό τίμιο λείψανό του καί τό ἔθαψαν σ’ ἕνα ἀγρόκτημα στό Βραχώρι. Τά ἅγια λείψανα του οἱ πιστοί τά μετέφεραν καί τά ἐναπόθεσαν σέ κρύπτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ, ὅπου καί ἀνευρέθησαν στίς 4 Ἰανουαρίου 1974.
Πρόσφατα (2019) ἡ ἱερά σύνοδος τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου κατέταξε μεταξύ τῶν ἁγίων Νεομάρτυρες καταγόμενους ἀπό τήν Καστοριά. Ἕνας ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ Νεομάρτυρας Γεώργιος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν, πού μαρτύρησε στά μέρη τῆς Ἀκαρνανίας, χωρίς νά εἶναι γνωστά ἄλλα στοιχεῖα τοῦ βίου του.
Ἀξιομνημόνευτο εἶναι καί τό μαρτύριο τοῦ Νεομάρτυρα Ἰωάννη τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν, καλουμένου Ἀρναουτογιάννη λόγω τῆς ἀλβανικῆς του καταγωγῆς.
Ἔζησε στήν Κρήτη στό χωριό Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Φαιστοῦ. Λίγο καιρό μετά τήν ἐγκατάστασή του στό χωριό αὐτό, ἀσπάστηκε τό χριστιανισμό καί βαπτίστηκε, ὀνομασθείς Ἰωάννης. Ζοῦσε βίο εὐσεβῆ, ἀσκώντας τό ἐπάγγελμα τοῦ δραγάτη (ἀγροφύλακα). Κάποιοι Κρῆτες ἐπαναστάτες εἶχαν σκοτώσει δυό Τουρκόγυφτους. Οἱ Τοῦρκοι τῶν γύρω χωριῶν, πού μισοῦσαν θανάσιμα τόν Ἰωάννη, γιατί ἀπαρνήθηκε τή θρησκεία τους καί τόν Μωάμεθ καί ἦλθε κοντά στόν Χριστό, βρῆκαν τήν εὐκαιρία πού περίμεναν γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν. Τόν κατάγγειλαν στήν κοσμική ἐξουσία τῆς περιοχῆς, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ φονιάς, κατηγορῶντας τον ὅτι, μετά τήν ἀλλαγή τοῦ θρησκεύματός του, εἶχε διάθεση ἐξόντωσης τῶν μουσουλμάνων. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στό Ἡράκλειο σέ δίκη στό ὀθωμανικό δικαστήριο. Ἐκεῖ περίτρανα ἀποδείχθηκε ἡ ἀθωότητά του. Ὅμως, ὁ τοῦρκος δικαστής Ρεχίτ Ἐφέντης, πού μισοῦσε θανάσιμα ὅσους ὁμόθρησκούς του ἄλλαζαν θρήσκευμα, τοῦ ζήτησε νά ἀλλάξει θρησκεία γιά νά τόν κηρύξει ἀθῶο. Διαφορετικά, θά τόν καταδίκαζε σέ θάνατο, ἐνοχοποιῶντας τον γιά τούς δύο φόνους πού στήν πραγματικότητα δέν ἔκανε. Τότε ὁ Ἰωάννης, μέ μεγάλο θάρρος καί πίστη, ἀρνήθηκε νά ἀπορρίψει τό Χριστό, ὁμολόγησε τήν πίστη του σ’ Αὐτόν καί προτίμησε τό θάνατο. Ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καί σάν ἀρνί περίμενε τή σφαγή. Ἀφοῦ ὁ δικαστής ἄκουσε αὐτή τήν ὁμολογία τοῦ Ἰωάννη, τόν παρέδωσε στόν Πασᾶ, προκειμένου νά τόν θανατώσει. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες βασάνιζαν τόν Ἅγιο, μέ φρικτά μαρτύρια. Τό τελευταῖο βασανιστήριο ἦταν νά τοῦ φορέσουν στό κεφάλι ἕνα πυρωμένο μεταλλικό τάσι. Ὁ Ἅγιος παρέδωσε τήν ψυχή του στό Θεό, ἡμέρα Σάββατο 5 Μαΐου 1845. Ὁ Πασάς ἔδωσε διαταγή νά δοθεῖ τό ἅγιο βασανισμένο σῶμα του στούς χριστιανούς γιά νά ταφεῖ. Καί ἀφοῦ τό πῆραν τό ἔθαψαν σέ τόπο καλούμενο «Σπιτάλια». Ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Ἰωάννη σκόρπισε θλίψη καί ἀγανάκτηση στούς χριστιανούς τοῦ Ἡρακλείου. Γιά τήν ἄδικη θανάτωσή του ὁ λαός ἐπαναστάτησε. Ἔγιναν τρεῖς στάσεις κατά τῆς κυβερνήσεως. Γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ὁ λαός, ἐξορίστηκε ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου Ρεχίτ Ἐφέντης καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν Κουλουκτζή Μεϊμουρή. Μετά ἀπό καιρό, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή καί τά λείψανά του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα. Τά πῆρε ὁ πρόξενος τῆς Ρωσίας καί τά ἔστειλε στό Κίεβο, ὅπου καί φυλάσσονται, μαζί μέ ἄλλα ἅγια λείψανα. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 19 Μαΐου.
Ἀρχαιότερο χρονικά εἶναι τό μαρτύριο τοῦ Νεομάρτυρα ἐξ Ἀγαρηνῶν, τοῦ Κωνσταντίνου τῆς Καπούας. Ζοῦσε στή σημερινή Καππά, μία μεσαιωνική πολίχνη γνωστή μέ τό ὄνομα Καπούα ἤ Κάπουα, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ὅταν περί τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή πολλοί ἄποικοι ἀπό τήν ἰταλική Κάπουα καί ὀνόμασαν τόν οἰκισμό Κάπουα. Τό πριγκιπάτο τῆς Κάπουα (στά λατινικά PrincipatusCapuae) ἦταν λομβαρδικό κράτος τῆς νότιας Ἰταλίας. Ἡ Θεσσαλική Κάπουα ἤκμασε γιά μεγάλο διάστημα. Γι’ αὐτό ἦταν καί ἕδρα
Ἐπισκοπῆς μέ τόν τίτλο «Καπούας καί Φαναρίου», ἡ ὁποία διέλαμψε κατά τή βυζαντινή ἐποχή καί κατά τό ἥμισυ σχεδόν τῆς Τουρκικῆς κατοχῆς (13821587). Ὁ βυζαντινολόγος Ν. Γιαννόπουλος στό «Νέον Ἑλληνομνήμονα» ἀναφέρει ἕνδεκα ἐπισκόπους μέ τόν τίτλο «Καπούας καί Φαναρίου», ἀλλοῦ «Καπούας» μόνον ἤ «Καπούς». Κατά τή μαύρη, γιά τήν πατρίδα μας, τουρκική κατοχή ἡ Καπούα παρήκμασε. Τοῦτο μαρτυρεῖ καί τό γεγονός ὅτι ἀπό τό ἔτος 1601 παύει ὁ τίτλος «Καπούας καί Φαναρίου».
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, πρίν πιστέψει στόν Χριστό καί βαπτισθεῖ χριστιανός, ἦταν μουσουλμάνος, γιός μπέη, τούρκου ἀξιωματούχου τῆς περιοχῆς Φαναρίου τῆς Καρδίτσας. Τό ὄνομά του ἦταν Σαΐμ. Στό χωριό ὑπῆρχε τότε ἀνδρῶο ὀρθόδοξο χριστιανικό μοναστήρι, τιμώμενο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μύρων, ἐκεῖ πού σήμερα βρίσκεται ὁ ὁμώνυμος κοιμητηριακός ναός.
Τό μικρό μπεόπουλο, μέ τήν ἄνεση πού εἶχε σάν γιός τοῦ διοικητῆ τῆς περιοχῆς, πήγαινε συχνά στό μοναστήρι καί παρακολουθοῦσε τή ζωή καί τή λατρεία τῶν μοναχῶν. Ἡ ἀγαθή ψυχή του ἐρωτεύθηκε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ἔτσι, στήν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν κατηχήθηκε στά χριστιανικά δόγματα ἀπό ἕναν λόγιο μοναχό του μοναστηριοῦ. Ὅταν ὁ κατηχητής μοναχός ἔκρινε ὅτι στό τουρκόπουλο εἶχε ἑδραιωθεῖ ἡ πίστη πρός τόν Χριστό, τό βάφτισε (φυσικά κρυφά καί μέ ἀπόλυτη μυστικότητα) στό μοναστήρι. Τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Προφανῶς κάποιος πρόδωσε τό μυστικό στόν πατέρα του. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τούρκου ἀξιωματούχου ὑπῆρξε κεραυνοβόλος καί δυναμική, σύμφωνη ἄλλωστε μέ τό μουσουλμανικό δίκαιο, πού προβλέπει τήν ποινή τοῦ θανάτου γιά τήν περίπτωση πού μουσουλμάνος ἐγκαταλείψει τό Ἰσλάμ καί γίνει χριστιανός.
Ἡ ὀργή του στήν ἀρχή στράφηκε κατά τοῦ μοναστηριοῦ καί τῶν μοναχῶν.
Θέλησε νά τιμωρήσει μέ θάνατο τούς τρεῖς μοναχούς, ἀλλά δέν τό κατόρθωσε, γιατί αὐτοί πρόλαβαν καί κατέφυγαν στίς μονές τῶν Ἁγίων Μετεώρων, ὅπου ζήτησαν προστασία ἀπό τούς ἐκεῖ μοναχούς. Ἡ ὀργή τοῦ πατέρα κορυφώθηκε καί πυρπόλησε τό μοναστήρι. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, πολύ ἀργότερα, ἔκτισαν νεώτερο ναό ἐπ᾽ ὀνόματι πάλι τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού ἔγινε ναός τοῦ κοιμητηρίου τῆς ἐνορίας τους.
Τό μεγάλο ὅμως πρόβλημα γιά τόν πατέρα ἦταν ὁ γιός του, ὁ ὁποῖος, στίς παρακλήσεις στήν ἀρχή καί στίς ἀπειλές στή συνέχεια τοῦ ἰδίου καί τῶν ὀργάνων του, δέν ἐννοοῦσε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ἐπανέλθει στήν παλιά του πίστη. Ὁ πατέρας, λοιπόν, χρησιμοποίησε κάθε μέσο καί πολλές μεθοδεῖες, γιά νά κάμψει τίς ἀντιστάσεις τοῦ γιοῦ του, χωρίς ὅμως κανένα ἀπολύτως ἀποτέλεσμα. Ἐξοργισμένος ἀπό τή σθεναρή στάση καί τή συμπεριφορά τοῦ γιοῦ του διέταξε στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του νά τόν ρίξουν στό μπουντρούμι καί νά μήν τόν βγάλουν ἀπ’ ἐκεῖ, ἄν δέν ἐπανέλθει στήν μουσουλμανική πίστη.
Οἱ στρατιῶτες ἔπραξαν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ πατέρα. Ἔριξαν τον Κωνσταντῖνο στό σκοτεινό καί μουχλιασμένο μπουντρούμι καί πρωί-βράδυ τόν ρωτοῦσαν καί τόν ξαναρωτοῦσαν ἄν εἶχε μετανιώσει γιά τήν ἀποστασία του. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως τούς ἀπαντοῦσε μέ ἠρεμία καί σταθερότητα: «Τόν Χριστό μου δέν θά τόν ἀρνηθῶ ποτέ, ὅ,τι καί νά μοῦ κάνετε· δέν φοβᾶμαι τίποτα· εἶναι δίπλα μου καί μέ ἐνισχύει». Οἱ φρουροί μετέφεραν στόν ἐντολέα τους τά λόγια τοῦ Κωνσταντίνου. Ἡ ὀργή τοῦ πατέρα φούντωνε. Τό μυαλό του θόλωνε ἀπό τό πάθημά του καί σέ μιά στιγμή ἔδωσε ἐντολή νά τόν βασανίσουν μέ ξυλοδαρμό. Φυσικά, οὔτε καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά βασανιστήρια στάθηκαν ἱκανά νά κάμψουν καί νά μεταπείσουν τόν Κωνσταντῖνο, γιατί καί ἡ δική του ἀγάπη γιά τόν Χριστό φούντωνε κάθε μέρα καί περισσότερο, καί ἦταν ἀποφασισμένος καί νά πεθάνει ἀκόμη, παρά νά τόν προδώσει.
Τά ὅρια τῆς ὑπομονῆς τοῦ πατέρα ἐξαντλήθηκαν καί ὀργισμένος ἔδωσε ἐντολή στούς στρατιῶτες νά τόν βασανίσουν σκληρότερα καί, ἄν δέν μεταπεισθεῖ καί πάλι, νά τόν ὁδηγήσουν στήν κρεμάλα. Ἀλλ’ ὅμως καί τά νέα σκληρότερα βασανιστήρια δέν στάθηκαν ἱκανά νά κάμψουν τό φρόνημα καί τήν πίστη τοῦ Κωνσταντίνου. Ἔτσι, οἱ στρατιῶτες τοῦ ἀνακοίνωσαν τήν ἀπόφαση τοῦ πατέρα του νά τόν ἀπαγχονίσει, ὡς τελευταία καί κορυφαία ἀπειλή, ἀλλά καί πάλι πῆραν τήν ἀγέρωχη ἀπάντηση: «Σᾶς λέγω καί πάλι· τίποτε δέν μπορεῖ νά μέ χωρίσει ἀπό τόν Χριστό μου. Τόν ἀγαπῶ τόσο πολύ, πού δέν μέ νοιάζει ἄν δώσω γιά τήν ἀγάπη του καί τή ζωή μου ἀκόμη».
Οἱ στρατιῶτες, σύμφωνα μέ τή διαταγή τοῦ πατέρα του, τόν ὁδήγησαν ἔξω ἀπό τόν τότε οἰκισμό τῆς Καπούας, στό σημεῖο ὅπου εἶναι κτισμένο τό σημερινό χωριό Καππά, διότι ὁ οἰκισμός ἄλλαξε πολλές κατά καιρούς θέσεις. Ἀφοῦ ἔριξαν σχοινί σ’ ἕνα χονδρό κλωνάρι τοῦ «μεγάλου πλατάνου», πού ὑπῆρχε στή θέση αὐτή (πλησίον τοῦ σημείου πού ἀργότερα κτίσθηκε τό κοινοτικό γραφεῖο τῆς Καππᾶς), ἐπιχείρησαν νά τόν ἀπαγχονίσουν. Ὅμως, τό θαῦμα ἔγινε· τό σχοινί κόπηκε τρεῖς φορές, ὁπότε οἱ δήμιοι ἀναγκάστηκαν, ὕστερα ἀπό διαταγή τοῦ παριστάμενου πατέρα του, νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ ἁγία ψυχή τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου πέταξε κοντά στήν αἰώνια ἀγάπη του, τόν Χριστό. Τό τιμημένο σκήνωμά του τό ἔθαψαν οἱ χριστιανοί κοντά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, στήν τοποθεσία «τρία δέντρα». Ὁ Κωνσταντῖνος μαρτύρησε στίς 18 Αὔγουστου 1610, τήν περίοδο δηλαδή πού στήν περιοχή τῆς δυτικῆς Θεσσαλίας ξέσπασαν φοβεροί διωγμοί ἐναντίον τῶν χριστιανῶν
(1600-1615) ἐξαιτίας τῶν δυό ἐπαναστατικῶν κινημάτων τοῦ μητροπολίτη Λάρισας (ἕδρα του τότε ἦταν τά Τρίκαλα) Διονυσίου τοῦ φιλοσόφου, τόν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι σκωπτικά ἀποκαλοῦσαν «σκυλόσοφο».
Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα ἔμεινε ἀνεξίτηλα χαραγμένο στή συλλογική μνήμη τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, πού ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τόν λογάριαζαν καί τόν τιμοῦσαν ὡς ἅγιο τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Πιθανότατα τό δημοτικό τραγούδι «...νά ’χε καεῖ ὁ πλάτανος, νά τοῦ ’πεφταν τά φύλλα, πού κρέμασαν τό μπόι σου τό ὄμορφο μπεόπουλο...» ἀναφέρεται στόν Νεομάρτυρα Κωνσταντῖνο. Πολλοί ἔχουν νά διηγηθοῦν θαυματουργικές ἐμφανίσεις καί ἐπεμβάσεις του στή ζωή τους. Ἀκράδαντη ὅλων, ἀνά τούς αἰῶνες, ἦταν ἡ πίστη καί ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι ἅγιος. Ἔτσι μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί ὅταν ὁ Ἅγιος Θεός εὐδόκησε, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά ἀπό πρόταση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί
Φαναριοφαρσάλων, στίς 31/5/2007, προέβη στήν ἐπίσημη κατάταξή του στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τιμᾶ τή μνήμη του τήν 18ην Αὐγούστου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.
Γνώρισα τόν Ἅγιο τό 1990, ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς πρωτοδίκης στό πρωτοδικεῖο Καρδίτσας. Ἔπεσε τότε στά χέρια μου ἕνα δημοσίευμά του, μακαριστοῦ πλέον, ἐκπαιδευτικοῦ Κωνσταντίνου Σουλιώτη, ἑνός σπουδαίου πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἄξιου ἀναστήματος τῆς Καππᾶ. Ἀναφερόταν στόν Νεομάρτυρα Κωνσταντῖνο, τόν ἅγιο τοῦ χωριοῦ του. Τό μαρτύριο τοῦ νεαροῦ μπεόπουλου, ἡ σθεναρή πίστη του καί ἡ ἀγάπη του στό Χριστό μέ συγκίνησε βαθειά. Τέτοια πίστη οὔτε στά −ἐκ γενετῆς καί ἐκ καταγωγῆς− χριστιανόπουλα δέν βρίσκεις εὔκολα. Ἔχοντας ἕνα μικρό χάρισμα στήν ὑμνογραφική θρησκευτική ποίηση, ὁ καλός Θεός ἔνευσε μέσα μου νά συνθέσω μία πλήρη ἀκολουθία καί παρακλητικό κανόνα πρός τιμήν τοῦ Νεομάρτυρα. Ἐκ τῶν ὑστέρων ἀντιλαμβάνομαι ὅτι οἱ πολυχρόνιες καί ἐπίμονες παρακλήσεις καί ἐπιθυμίες τῶν κατοίκων τοῦ Καππά γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου τους εἶχαν γίνει δεκτές ἀπό τόν
Κύριο, ὁ Ὁποῖος προετοίμαζε τό γεγονός. Ἀγνοῶντας ὅλα αὐτά, ἔστειλα τό πόνημά μου στόν μακαριστό Κων. Σουλιώτη στό Βόλο, ἀφοῦ μέσω αὐτοῦ γνώρισα τόν Ἅγιο. Ἐκεῖνος μέ τή σειρά του προσέθεσε ἐν καιρῷ τήν ἀκολουθία στό φάκελο πού σχηματίσθηκε γιά τήν ἁγιοκατάταξη καί ἔτσι ἐγκρίθηκε ἐκκλησιαστικά νά ψάλλεται στή μνήμη τοῦ Ἁγίου ἡ Ἀκολουθία αὐτή. Ὅταν τό πληροφορήθηκα, ἡ συγκίνησή μου ἦταν μεγάλη. Ἔκτοτε ἡ οἰκογένειά μου καί οἱ φίλοι μας τιμοῦμε ἀνελλιπῶς τή μνήμη τοῦ Νεομάρτυρα στήν ὀρεινή Πύρρα Τρικάλων, ὅπου μένουμε τό θέρος.
Οἱ πρεσβεῖες τοῦ Νεομάρτυρα Κωνσταντίνου ἄς εἶναι διαρκεῖς ὑπέρ πάντων των τιμώντων τή μνήμη του καί ἐπικαλουμένων τό ἅγιο ὄνομά του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, «Αχιλλίου Πόλις».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Πηγή: aktines
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Προσευχαὶ Ἐνόπλων Δυνάμεων
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ