2020-08-17 13:01:55
τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
Πρόλογος
Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.
Γιὰ νὰ γίνει σαφὲς ὅτι ἡ μόνη ὀρθόδοξος ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ποιμαντική της θεώσεως καὶ ὄχι τῆς κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα ἠθικῆς τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ ποθήσουμε ὅλοι τὰ κρείττονα καὶ ἔτσι νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ μόνα δυνάμενα νὰ ἀναπαύσουν κατὰ βάθος τὴν δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Ἀπόλυτο, τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Γιὰ νὰ πλημμυρίσουμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Του, τὴν κατὰ Χάριν θέωσή μας.
Γιὰ νὰ νοιώσουμε τὸ ἀναντικατάστατο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης ἐπὶ γῆς κοινωνίας θεώσεως.
Γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ποὺ μόνη αὐτὴ διδάσκει καὶ παρέχει τὴν θέωση στὰ μέλη της.
Γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν οἱ ψυχές μας ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἔχουν δηλητηριαστεῖ καὶ σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λαχταροῦν τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Ἐλεήμων Κύριε, εὐδόκησε, ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Σου, νὰ μᾶς ἀξιώσεις νὰ εἰσέλθουμε στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως, πρὶν νὰ ἀπέλθουμε ἀπὸ τὸν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε στὴν ἀναζήτηση τῆς θεώσεως τοὺς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς μας, ποὺ δὲν χαίρονται γιατὶ ἀγνοοῦν τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς των ὡς «κεκελευσμένων θεῶν».
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε καὶ τὰ βήματα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειάς Σου, γιὰ νὰ μὴν μείνουν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Σου, στερημένοι τῆς Χάριτος τῆς θεώσεως.
Ἐλεήμων Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον Σου! Ἀμήν.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος.
Σημείωσις: Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία ὁμιλιῶν μου ποὺ κατὰ καιροὺς ἐξεφωνήθησαν σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος κατόπιν προσκλήσεως ὑπὸ τῶν οἰκείων Σεβασμιότατων Μητροπολιτῶν.
Ἔτσι κατανοεῖται τὸ ὕφος τοῦ πονήματος ποὺ περιέχει ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα τῶν ὁμιλιῶν.
Σημειωτέον ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ ἀνέπτυξα, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ὁμιλοῦσα, θεωρώντας αὐτὸ πρωταρχικὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
Τὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σοβαρό, διότι ἀφορᾶ τὸ σπουδαιότερο ζήτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εὑρισκόμαστε πάνω στὴν γῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος τοποθετηθεῖ σωστὰ στὸ θέμα αὐτό, ἂν εὕρῃ τὸν πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ σωστὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους καὶ καθημερινὰ ζητήματα τῆς ζωῆς του, ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ σπουδές του, τὸ ἐπάγγελμα, ὁ γάμος, ἡ ἀπόκτησις καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἂν ὅμως δὲν τοποθετηθεῖ σωστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ βασικὸ θέμα, τότε θὰ ἀποτύχει καὶ στοὺς ἐπὶ μέρους σκοποὺς τῆς ζωῆς. Διότι τί νόημα μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ ἐπὶ μέρους σκοποί, ὅταν στὸ σύνολό της ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἔχει νόημα;
Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅταν ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» Του. Διαπιστώνουμε ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν θέλει ἁπλῶς ἕνα ὃν μὲ κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, ἀλλὰ τὸν θέλει Θεὸ κατὰ Χάριν.
Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι εἶναι μία βιολογικὴ ἁπλῶς ὕπαρξη ὅπως τὰ ἄλλα ἔμβια ὄντα, τὰ ζῶα. Εἶναι βέβαια ζῶον, ἀλλὰ «ζῶον... τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Εἶναι τὸ μόνο ὃν ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὅλη τὴν δημιουργία, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει θεός.
Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» σημαίνει τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἄνθρωπο, ξεχωριστὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά Του, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα εἶναι : Ὁ λογικὸς νοῦς, ἡ συνείδηση, τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ δημιουργικότητα, ὁ ἔρως καὶ ὁ πόθος τοῦ ἀπολύτου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὅ,τι ἄλλο κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ὑπεράνω ὅλης τῆς λοιπῆς δημιουργίας τῶν ἐμβίων ὄντων καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ προσωπικότης. Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρόσωπο αὐτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα».
Ἔχοντας τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὴν θέωση. Ὁ Δημιουργός, Θεὸς κατὰ φύσιν, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.
Ἐδόθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του.
Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν.
Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά.
Τόσο ὑψηλὰ τοποθετεῖ ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία τὸν ἄνθρωπο. Ἂν συγκρίνουμε τὶς ἀνθρωπολογίες ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν συστημάτων μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, θὰ διαπιστώσουμε πολὺ εὔκολα πόσο πτωχὲς εἶναι, πόσο δὲν ἀνταποκρίνονται στὸν μεγάλο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο κι ἀληθινὸ στὴν ζωή του.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κεκελευσμένος θεός», ἔχει δηλαδὴ πλασθεῖ γιὰ νὰ γίνει θεός, ἂν δὲν εὑρίσκεται στὴν πορεία τῆς θεώσεως, αἰσθάνεται ἕνα κενὸ μέσα του, ὅτι κάτι δὲν πηγαίνει καλά. Δὲν χαίρεται, ἀκόμη κι ὅταν προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὸ κενὸ μὲ ἄλλες δραστηριότητες. Μπορεῖ νὰ ναρκώνει τὸν ἑαυτό του, νὰ κατασκευάζει ἕνα κόσμο φανταχτερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, καὶ νὰ ἐγκλωβίζεται, νὰ φυλακίζεται μέσα σ᾿ αὐτὸν κι ὁ ἴδιος. Μπορεῖ νὰ ὀργανώνει ἔτσι τὴν ζωή του, ὥστε νὰ μὴ μένει ποτὲ σχεδὸν ἥσυχος, μόνος με τὸν ἑαυτό του. Μπορεῖ μὲ τοὺς θορύβους, τὴν ἔνταση, τὴν τηλεόραση, τὸ ραδιόφωνο, τὴν συνεχῆ πληροφόρηση γιὰ ὁ,τιδήποτε, νὰ προσπαθεῖ σὰν μὲ ναρκωτικὰ νὰ ξεχάσει, νὰ μὴν σκέφτεται, νὰ μὴν ἀνησυχεῖ, νὰ μὴ θυμᾶται ὅτι δὲν πορεύεται σωστά, ὅτι ἔχει ξεστρατίσει ἀπὸ τὸν σκοπό του.
Τελικὰ ὅμως δὲν ἀναπαύεται ὁ ταλαίπωρος σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕως ὅτου εὕρῃ αὐτὸ τὸ κάτι ἄλλο, τὸ ἀνώτερο ποὺ ὑπάρχει πράγματι στὴν ζωή του, τὸ ἀληθινὰ ὄμορφο καὶ δημιουργικό.
Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό; Μπορεῖ νὰ κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεῖ νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.
Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση ἂν ὁ θεὸς δὲν εἶχε σαρκωθεῖ.
Στοὺς πρὸ Χριστοῦ χρόνους ἀνεφάνησαν πολλοὶ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν φθάσει σὲ ἀρκετὰ ὑψηλὰ μέτρα φιλοσοφίας περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φιλοσοφία τους μάλιστα περιεῖχε σπέρματα ἀληθείας, τὸν λεγόμενο "σπερματικὸ λόγο". Ἦσαν ἄλλωστε πολὺ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἦσαν καθόλου ἄθεοι, ὅπως προσπαθοῦν νὰ τοὺς παρουσιάσουν μερικοὶ σύγχρονοι ποὺ δὲν γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα. Δὲν γνώριζαν βεβαίως τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἦσαν εἰδωλολάτρες, ὅμως ἦσαν πολὺ εὐλαβεῖς, θεοφοβούμενοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ἢ πολιτικοὶ καὶ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, ἀσυνεπεῖς πρὸς τὶς μνῆμες τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων ἐπιχειροῦν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ μας τὴν πίστη του πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς μάλιστα καὶ τὴν συγκατάθεσή του, αὐτοὶ ἀποτολμοῦν μίαν «ὕβριν», μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως. Ἀποτολμοῦν οὐσιαστικὰ τὸν ἀφελληνισμό του, ἀφοῦ ἡ Παράδοση τῶν Ἑλλήνων, τῆς ἀρχαίας μεταγενέστερης καὶ νεωτέρας ἱστορίας μας, εἶναι Παράδοσις εὐλαβείας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεό, πάνω στὴν ὁποία βασίσθηκε καὶ βασίζεται ὅλη ἡ παγκόσμιος πολιτιστικὴ προσφορὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Στὴν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία γιὰ τὸν ἄγνωστο Θεό, γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν πιστοί, εὐλαβεῖς, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν σωστή, ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἔλειπε ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ θέωσις.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐπίσης ἔχουμε δίκαιους καὶ ἐναρέτους ἀνθρώπους. Ὅμως ἡ πλήρης ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ γίνει ἁπλῶς ἠθικὰ καλύτερος, δὲν θὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Χριστός, νὰ γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ σταυρός, ὁ θάνατος, ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ὅλα ὅσα πιστεύουμε οἱ Χριστιανοὶ ὅτι ἔγιναν διὰ τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ μὲ τοὺς Προφῆτες, μὲ τοὺς φιλοσόφους, μὲ τοὺς δίκαιους ἀνθρώπους καὶ διδασκάλους θὰ μποροῦσε νὰ διδαχθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ γίνεται ἠθικὰ καλύτερο.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ θέλησαν νὰ γίνουν θεοί, ὄχι ὅμως συνεργαζόμενοι μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπακοή, μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ βασιζόμενοι στὴν δική τους δύναμη, στὸ δικό τους θέλημα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτόνομα. Ἡ οὐσία δηλαδὴ τῆς πτώσεως εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἔτσι υἱοθετώντας τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν αὐτάρκεια χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ πετύχουν τὴν θέωση, πέτυχαν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: Τὸν πνευματικὸ θάνατο.
Ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς εἶναι ζωή. Ὅποιος λοιπὸν χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, χωρίζεται ἀπὸ τὴν ζωή. Ἄρα ὁ θάνατος καὶ ἡ πνευματικὴ νέκρωση, ὁ φυσικὸς δηλαδὴ καὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων.
Γνωρίζουμε ὅλοι τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔρριψε τὸν ἄνθρωπο στὴν σαρκική, κτηνώδη καὶ δαιμονιώδη ζωή. Τὸ λαμπρὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἔπεσε βαριὰ ἄρρωστο, σχεδὸν νεκρό. Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις, ποὺ εἶχε πρὶν νὰ ἁμαρτήσει, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴ θέωση. Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς βαριᾶς ἀσθένειας, σχεδὸν νεκρός, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπαναπροσανατολισθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Χρειάζεται μία νέα ρίζα στὴν ἀνθρωπότητα. Χρειάζεται ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ θὰ μπορεῖ νὰ προσανατολίσει πάλι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὴ ἡ νέα ρίζα, ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ σαρκώνεται γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν νέα ρίζα, τὴν νέα ἀπαρχή, τὸ νέο φύραμα τῆς ἀνθρωπότητας.
Μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πραγματοποιεῖται μία δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ πρώτη κοινωνία ἦταν αὐτὴ στὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ὅμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πανάγαθος Θεὸς οἰκονόμησε τώρα μιὰ ἄλλη, δευτέρα κοινωνία, ἕνωση δηλαδὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ πλέον νὰ διασπαθῆ. Διότι αὐτὴ ἡ δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γίνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἔχει δυὸ τέλειες φύσεις: Τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Οἱ δυὸ αὐτὲς τέλειες φύσεις ἑνώνονται «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν περίφημο ὅρο τῆς Ἁγίας Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ποὺ ἐν συνόψει ἀποτελεῖ τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ θεολογικὴ πανοπλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας κατὰ τῶν παντὸς εἴδους Χριστολογικῶν αἱρέσεων ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα Χριστὸ μὲ δυὸ φύσεις: τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.
Τώρα πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τελεσίδικα ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι αἰωνίως Θεάνθρωπος. Ὡς Θεάνθρωπος ἀνελήφθη στὸν οὐρανό. Ὡς Θεάνθρωπος κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὡς Θεάνθρωπος θὰ ἔλθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο στὴν δευτέρα Παρουσία. Ἄρα λοιπὸν ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τώρα ἐνθρονισμένη στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν μπορεῖ πλέον τίποτε νὰ χωρίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τώρα μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, - ὅσο κι ἂν ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε, ὅσο καὶ ἂν ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ -, ἂν θέλουμε ἐν μετανοίᾳ νὰ ἑνωθοῦμε πάλι μὲ τὸν Θεό, μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε. Μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του, νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν.
Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.
Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰ Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.
Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.
Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου. «Προΐσταται τῶν σωζομένων», κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως καὶ Θεολογίας μας.
Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ. Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα. Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ: Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.
Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση, ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.
Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Ὅσοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ ἕνωσις γίνεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἕνωσις ὄχι βέβαια μὲ τὴν Θεία οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωσις ὅμως αὐτὴ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἐξωτερική, οὔτε ἁπλῶς ἠθική.
Δὲν εἴμαστε ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἴσως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὀπαδοὶ ἑνὸς φιλόσοφου ἢ ἑνὸς διδασκάλου. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ πραγματικὸ καὶ ὄχι τὸ ἠθικό, ὅπως λανθασμένα ἔγραψαν μερικοὶ θεολόγοι μὴ ἐμβαθύνοντας στὸ πνεῦμα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς μᾶς παίρνει, τοὺς Χριστιανούς, παρὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, καὶ μᾶς ἐνσωματώνει στὸ σῶμα Του. Μᾶς κάνει μέλη Του. Καὶ γινόμαστε πραγματικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἠθικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. ε´ 30).
Βεβαίως ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἄλλοτε εἶναι ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλοτε νεκρά. Ἀλλὰ καὶ νεκρὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας π.χ. ποῦ εἶναι βαπτισμένος, ἔχει γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν ζεῖ πνευματικὴ ζωή, εἶναι νεκρὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μετανοήσει, ἀμέσως δέχεται τὴν θεία ζωή. Αὐτὴ τὸν διαποτίζει καὶ γίνεται ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιστεῖ. Ὁ ἀβάπτιστος ὅμως δὲν εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ ἠθικὴ κατ᾿ ἄνθρωπον ζωή. Χρειάζεται νὰ βαπτιστεῖ, γιὰ νὰ γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμεθα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται δική μας ζωή. Καὶ ἔτσι ζωοποιούμαστε καὶ σωζόμαστε καὶ θεωνόμαστε. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ θεωθοῦμε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔκανε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του.
Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα μᾶς συσσωματώνουν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνουν, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, σύσσωμους καὶ ὅμαιμους Χριστοῦ. Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μὲ τὸν Χριστό.
Τί μεγάλη εὐλογία, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια! Ὁ Χριστὸς γίνεται δικός μας, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική μας, τὸ αἷμα Του γίνεται αἷμα μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ δίδει στὴν θεία Κοινωνία. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν θεία Κοινωνία.
Ἔτσι λοιπὸν βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογούμενοι, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἴμαστε πλέον ξένοι, ἀλλὰ οἰκεῖοι Του.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, ζοῦμε αὐτὴ τὴν νέα πραγματικότητα ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο: τὴν καινὴ κτήση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται καὶ δική μας ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν στὴν θέωση. Ἡ θεία Λειτουργία, τὰ Μυστήρια, ἡ θεία Λατρεία, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ νηστεία, ὅλα ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τῆς θεώσεως.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα κοινωνικό, πολιτιστικὸ ἢ ἱστορικὸ ἵδρυμα ποὺ μπορεῖ νὰ ὁμοιάζει μὲ ἄλλα ἱδρύματα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅπως οἱ διάφοροι θεσμοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος ἴσως ἔχει ὡραίους θεσμούς, ὡραῖες ὀργανώσεις, ὡραῖα ἱδρύματα, καὶ ἄλλα πράγματα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὅμως εἶναι ὁ ἀνεπανάληπτος, μοναδικὸς χῶρος τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός, πουθενὰ ἀλλοῦ. Οὔτε στὰ Πανεπιστήμια, οὔτε στὰ ἱδρύματα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, οὔτε σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὡραῖο καὶ καλὸ ἔχει ὁ κόσμος. Ὅλα αὐτά, ὅσο καλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὅμως δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.
Γι᾿ αὐτὸ ὅσο καὶ ἂν προοδεύσουν οἱ κοσμικοὶ θεσμοὶ καὶ τὰ συστήματα, δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι δυνατόν, ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, νὰ περνοῦμε κρίσεις καὶ δυσκολίες κατὰ καιρούς, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνουν καὶ σκάνδαλα μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὰ γίνονται, διότι στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε σὲ πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Γινόμαστε, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε θεοί. Ὅσο ὅμως καὶ νὰ συμβαίνουν αὐτά, ἐμεῖς ποτὲ δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν μοναδικὴ δυνατότητα νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό.
Ὅταν π.χ. πηγαίνουμε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦμε, καὶ συναντοῦμε ἐκεῖ ἴσως μερικοὺς ποὺ δὲν προσέχουν στὴ ἱερὰ ἀκολουθία καὶ συζητοῦν μάλιστα μεταξύ τους, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ ἀποσποῦν πρὸς στιγμὴν τὴν προσοχή μας ἀπ᾿ αὐτή, ἔρχεται ἕνας, εὔλογος τάχα, λογισμὸς ποὺ μᾶς λέγει: - «Τί κερδίζεις τελικὰ ποὺ ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλησία; Δὲν κάθεσαι καλύτερα στὸ σπίτι σου, ὅπου θὰ ἔχεις καὶ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἄνεση γιὰ νὰ κάνεις προσευχή;».
Ἐμεῖς ὅμως πρέπει μὲ σύνεση νὰ ἀντιλέξουμε στὸν πονηρὸ αὐτὸν λογισμό:
- «Ναὶ μέν, θὰ ἔχω ἴσως περισσότερη ἐξωτερικὴ ἡσυχία στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχω τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ μὲ θεώνει καὶ νὰ μὲ ἁγιάζει. Δὲν θὰ ἔχω τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του. Δὲν θὰ ἔχω τὸ ἅγιο Σῶμα Του καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του, ποὺ εὑρίσκονται στὸν ἱερὸ Ναό Του, ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Δὲν θὰ συμμετέχω στὸν μυστικὸ Δεῖπνο τῆς θείας Λειτουργίας. Θὰ εἶμαι ἀποκομμένος ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου, μὲ τοὺς ὁποίους μαζὶ συναποτελοῦμε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ».
Ἔτσι λοιπὸν ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι σ᾿ αὐτὴν μόνο εὑρίσκουμε τὸν δρόμο τῆς θεώσεως.
Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ
Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση, ἐπειδὴ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο οὐσία, ὅπως νομίζουν οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνο οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε, νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ «οὐ γὰρ μὴ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. λγ´, 20).
Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα κάπως σχετικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν πιάσουμε ἕνα ἡλεκτρικὸ καλώδιο γυμνό, θὰ πεθάνουμε. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μία λάμπα στὸ καλώδιο, φωτιζόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος τὴν βλέπουμε, τὴν χαιρόμαστε, μᾶς βοηθεῖ. Τὴν οὐσία του δὲν μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόμασταν καὶ ἐμεῖς κατ᾿ οὐσίαν θεοί. Δηλαδή, ὅλα θὰ γινόντουσαν θεοί, θὰ ὑπῆρχε μία σύγχυσις, καὶ τίποτε δὲν θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ θεός. Ὅτι πιστεύουν μὲ λίγα λόγια στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, π.χ. στὸν Ἰνδουισμό, ὅπου ὁ θεὸς δὲν εἶναι προσωπικὴ ὕπαρξις, ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα (Πανθεϊσμός).
Ἐὰν πάλι ὁ Θεὸς εἶχε μόνο τὴν ἀμέθεκτη θεία οὐσία χωρὶς τὶς ἐνέργειές Του, θὰ παρέμενε ἕνας θεὸς αὐτάρκης, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀκοινώνητος στὰ πλάσματά του.
Ὁ Θεός, κατὰ τὴν ὀρθόδοξο θεολογικὴ θεώρηση εἶναι Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν Μονάδι. Ὅπως λέγουν χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ὁ Θεὸς ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ἁγία ἀγάπη, ἕνα ἅγιο ἔρωτα γιὰ τὰ πλάσματά Του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄπειρη καὶ ἐκστατικὴ ἀγάπη Του ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν Ἑαυτό του καὶ ζητεῖ νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους. Τοῦτο ἐκφράζεται καὶ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐνέργειά του, ἢ καλύτερα μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
Μὲ τὶς ἄκτιστες αὐτὲς ἐνέργειές Του ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ συνεχίζει νὰ τὸν συντηρεῖ. Δίδει οὐσία καὶ ὑπόσταση στὸν κόσμο μας μὲ τὶς οὐσιοποιητικὲς ἐνέργειές Του. Εἶναι παρὼν στὴν φύση καὶ συντηρεῖ τὸ σύμπαν με τὶς συντηρητικὲς ἐνέργειές Του. Φωτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς φωτιστικές του ἐνέργειες. Τὸν ἁγιάζει μὲ τὶς ἁγιαστικὲς ἐνέργειες. Τὸν θεώνει, τέλος μὲ τὶς θεοτικὲς ἐνέργειές του. Ἄρα μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του ὁ ἅγιος Θεὸς μπαίνει στὴν φύση, στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι θεῖες ἐνέργειες. Εἶναι κι αὐτὲς Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι ἡ οὐσία Του. Εἶναι Θεὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ θεώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν ἦσαν θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες, τότε δὲν θὰ ἦσαν Θεός, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς θεώσουν, νὰ μᾶς ἑνώσουν μὲ τὸν Θεό. Θὰ ὑπῆρχε μία ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ τὸ νὰ ἔχει ὅμως ὁ Θεὸς θεῖες ἐνέργειες καὶ μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς νὰ ἑνώνεται μαζί μας, μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε μαζί του καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μὲ τὴν Χάρι του, χωρὶς νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὸν Θεό, ὅπως θὰ γινόταν ἂν ἑνωνόμασταν μὲ τὴν οὐσία Του.
Ἑνωνόμαστε λοιπὸν μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν του κι ὄχι διὰ τῆς φύσεώς Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς μας.
Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ Δυτικοὶ αἱρετικοί. Ἐπειδὴ εἶναι ὀρθολογιστές, δὲν κάνουν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, καὶ λέγουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνο οὐσία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διότι πῶς θὰ θεωθεῖ κατ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν δέχονται ἄκτιστες ἀλλὰ κτιστὲς τὶς θεῖες ἐνέργειες; Καὶ πῶς μπορεῖ κάτι κτιστό, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, νὰ θεώσει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο;
Γιὰ νὰ μὴ πέσουν στὸν πανθεϊσμὸ δὲν ὁμιλοῦν καθόλου γιὰ θέωση. Καὶ ποίος τότε ἀπομένει κατ᾿ αὐτοὺς ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ καλυτέρευσις. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεωθεῖ μὲ τὴν θεία Χάρι, τὶς θεῖες ἐνέργειες, τί σκοπὸ ἔχει ἡ ζωή του; Ἁπλῶς νὰ γίνῃ ἠθικὰ καλύτερος. Ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ τελειοποίηση εἶναι πολὺ λίγο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλύτεροι ἀπὸ πρίν, νὰ κάνουμε ἠθικὲς πράξεις. Ἐμεῖς ὡς τελικὸ στόχο μας ἔχουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ θέλουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ ὁλοκλήρωσή μας.
Ἡ ψυχὴ τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου λαχταρᾶ τὸν Θεό, ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του. Ὅσο ἠθικός, ὅσο καλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσες καλὲς πράξεις κι ἂν κάνει, ἂν δὲν εὕρῃ τὸν Θεό, ἂν δὲν ἑνωθῇ μαζί Του, δὲν ἀναπαύεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Θεὸς ἔβαλε μέσα του αὐτὴν τὴν ἁγία δίψα, τὸν θεῖο ἔρωτα, τὸν πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Του, τὴν θέωση. Ἔχει τὴν ἐρωτικὴ δύναμη μέσα του, ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά, δυνατὰ ἀνιδιοτελῶς, ὅπως ὁ ἅγιος Δημιουργός του ἐρωτεύεται τὸν κόσμο Του, τὰ πλάσματά Του. Νὰ ἐρωτεύεται μὲ τὴν ἁγία αὐτὴ ἐρωτικὴ φορὰ καὶ ἀγαπητικὴ δύναμη τὸν Θεό. Ἂν δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητεῖ τὸ πρωτότυπό της. Ὁ καθένας μας εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρωτότυπο. Ἡ εἰκόνα ζητεῖ τὸ πρωτότυπο, καὶ μόνο ὅταν τὸ βρεῖ ἀναπαύεται σ᾿ αὐτό.
Τὸν ΙΔ´ αἰώνα ἔγινε μία μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προκάλεσε ἕνας Δυτικὸς μοναχός, ὁ Βαρλαάμ. Ἄκουσε αὐτὸς ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ὁμιλοῦσαν περὶ θεώσεως. Πληροφορήθηκε ὅτι γίνονται ἄξιοι μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ πολλὴ προσευχή, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, νὰ λάβουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἄκουσε ὅτι ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ.
Ἔχοντας ὅμως ὁ Βαρλαὰμ τὸ δυτικό, αἱρετικό, ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα ἀδυνατοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν γνησιότητα αὐτῶν τῶν θείων ἐμπειριῶν τῶν ταπεινῶν μοναχῶν, κι ἔτσι ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τοὺς ἁγιορεῖτες ὡς τάχα πλανεμένους, αἱρετικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ βλέπει κανεὶς τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τίποτε περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνέργειας στὸν Θεό.
Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε ἕνα μεγάλο καὶ φωτισμένο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἁγιορείτη Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αὐτὸς μὲ πολλὴ σοφία καὶ φώτιση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἐμπειρία, εἶπε καὶ ἔγραψε πολλὰ καὶ δίδαξε, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι εἶναι ἄκτιστο τὸ φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεία ἐνέργεια. Ὅτι ὄντως βλέπουν τὸ φῶς αὐτὸ οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι ὡς ἀνώτατη, ὕψιστη ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καὶ βλέπονται μέσα στὸ φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ λαμπρότης Του, τὸ Θαβώρειο φῶς, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πραγματικὸ ἄκτιστο φῶς Θεοῦ κι ὄχι συμβολικό, ὅπως πλανεμένα νόμιζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὅμοιοί του.
Στὴ συνέχεια ὅλη ἡ Ἐκκλησία, μὲ τρεῖς μεγάλες Συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κήρυξε πὼς ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἠθικοποίησις τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ θέωσις, ποὺ σημαίνει συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἀκτίστου φωτός Του.
Ὀφείλουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι μὲ τὴν φώτιση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ θεολογία του μᾶς παρέδωσε τὴν διδασκαλία καὶ αἰώνιο πείρα τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἐπειδὴ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό. Εἶναι Χριστιανὸς διότι μπορεῖ νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ὅταν ἀγαπᾶς πραγματικὰ ἕνα πρόσωπο καὶ συνομιλῆς μαζί του, τὸ αἰσθάνεσαι, τὸ χαίρεσαι, ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει μία ἐξωτερικὴ ἁπλῶς σχέση, ἀλλὰ μυστικὴ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ "ἀλάθητο" τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι ἂν δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωση, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;
Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι
Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν θέωση. Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση.
Διακρίνουμε δὲ ὁρισμένες ἀπαραίτητες προϋποθέσεις στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση.
α) Ἡ ταπείνωσις
Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις. Χωρὶς τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὴν τροχιὰ τῆς θεώσεως, νὰ δεχθεῖ τὴν θεία Χάρι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατὶ πῶς χωρὶς ταπείνωση θὰ ἀναγνωρίσεις ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς σου εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, εἶναι στὸ Θεό;
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς κέντρο καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ αὐτοτελειωθῆ, νὰ αὐτοορισθῆ, νὰ αὐτοθεωθῆ. Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, τῆς σύγχρονης πολιτικῆς. Νὰ κάνουμε ἕνα κόσμο ἔστω καλύτερο, δικαιότερο, ἀλλὰ αὐτόνομα. Ἕνα κόσμο ποὺ θὰ ἔχει κέντρο τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε paraklisi
Πρόλογος
Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.
Γιὰ νὰ γίνει σαφὲς ὅτι ἡ μόνη ὀρθόδοξος ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ποιμαντική της θεώσεως καὶ ὄχι τῆς κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα ἠθικῆς τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ ποθήσουμε ὅλοι τὰ κρείττονα καὶ ἔτσι νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ μόνα δυνάμενα νὰ ἀναπαύσουν κατὰ βάθος τὴν δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Ἀπόλυτο, τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Γιὰ νὰ πλημμυρίσουμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Του, τὴν κατὰ Χάριν θέωσή μας.
Γιὰ νὰ νοιώσουμε τὸ ἀναντικατάστατο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης ἐπὶ γῆς κοινωνίας θεώσεως.
Γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ποὺ μόνη αὐτὴ διδάσκει καὶ παρέχει τὴν θέωση στὰ μέλη της.
Γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν οἱ ψυχές μας ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἔχουν δηλητηριαστεῖ καὶ σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λαχταροῦν τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Ἐλεήμων Κύριε, εὐδόκησε, ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Σου, νὰ μᾶς ἀξιώσεις νὰ εἰσέλθουμε στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως, πρὶν νὰ ἀπέλθουμε ἀπὸ τὸν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε στὴν ἀναζήτηση τῆς θεώσεως τοὺς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς μας, ποὺ δὲν χαίρονται γιατὶ ἀγνοοῦν τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς των ὡς «κεκελευσμένων θεῶν».
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε καὶ τὰ βήματα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειάς Σου, γιὰ νὰ μὴν μείνουν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Σου, στερημένοι τῆς Χάριτος τῆς θεώσεως.
Ἐλεήμων Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον Σου! Ἀμήν.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος.
Σημείωσις: Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία ὁμιλιῶν μου ποὺ κατὰ καιροὺς ἐξεφωνήθησαν σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος κατόπιν προσκλήσεως ὑπὸ τῶν οἰκείων Σεβασμιότατων Μητροπολιτῶν.
Ἔτσι κατανοεῖται τὸ ὕφος τοῦ πονήματος ποὺ περιέχει ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα τῶν ὁμιλιῶν.
Σημειωτέον ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ ἀνέπτυξα, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ὁμιλοῦσα, θεωρώντας αὐτὸ πρωταρχικὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
Τὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σοβαρό, διότι ἀφορᾶ τὸ σπουδαιότερο ζήτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εὑρισκόμαστε πάνω στὴν γῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος τοποθετηθεῖ σωστὰ στὸ θέμα αὐτό, ἂν εὕρῃ τὸν πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ σωστὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους καὶ καθημερινὰ ζητήματα τῆς ζωῆς του, ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ σπουδές του, τὸ ἐπάγγελμα, ὁ γάμος, ἡ ἀπόκτησις καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἂν ὅμως δὲν τοποθετηθεῖ σωστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ βασικὸ θέμα, τότε θὰ ἀποτύχει καὶ στοὺς ἐπὶ μέρους σκοποὺς τῆς ζωῆς. Διότι τί νόημα μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ ἐπὶ μέρους σκοποί, ὅταν στὸ σύνολό της ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἔχει νόημα;
Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅταν ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» Του. Διαπιστώνουμε ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν θέλει ἁπλῶς ἕνα ὃν μὲ κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, ἀλλὰ τὸν θέλει Θεὸ κατὰ Χάριν.
Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι εἶναι μία βιολογικὴ ἁπλῶς ὕπαρξη ὅπως τὰ ἄλλα ἔμβια ὄντα, τὰ ζῶα. Εἶναι βέβαια ζῶον, ἀλλὰ «ζῶον... τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Εἶναι τὸ μόνο ὃν ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὅλη τὴν δημιουργία, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει θεός.
Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» σημαίνει τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἄνθρωπο, ξεχωριστὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά Του, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα εἶναι : Ὁ λογικὸς νοῦς, ἡ συνείδηση, τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ δημιουργικότητα, ὁ ἔρως καὶ ὁ πόθος τοῦ ἀπολύτου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὅ,τι ἄλλο κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ὑπεράνω ὅλης τῆς λοιπῆς δημιουργίας τῶν ἐμβίων ὄντων καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ προσωπικότης. Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρόσωπο αὐτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα».
Ἔχοντας τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὴν θέωση. Ὁ Δημιουργός, Θεὸς κατὰ φύσιν, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.
Ἐδόθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του.
Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν.
Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά.
Τόσο ὑψηλὰ τοποθετεῖ ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία τὸν ἄνθρωπο. Ἂν συγκρίνουμε τὶς ἀνθρωπολογίες ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν συστημάτων μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, θὰ διαπιστώσουμε πολὺ εὔκολα πόσο πτωχὲς εἶναι, πόσο δὲν ἀνταποκρίνονται στὸν μεγάλο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο κι ἀληθινὸ στὴν ζωή του.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κεκελευσμένος θεός», ἔχει δηλαδὴ πλασθεῖ γιὰ νὰ γίνει θεός, ἂν δὲν εὑρίσκεται στὴν πορεία τῆς θεώσεως, αἰσθάνεται ἕνα κενὸ μέσα του, ὅτι κάτι δὲν πηγαίνει καλά. Δὲν χαίρεται, ἀκόμη κι ὅταν προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὸ κενὸ μὲ ἄλλες δραστηριότητες. Μπορεῖ νὰ ναρκώνει τὸν ἑαυτό του, νὰ κατασκευάζει ἕνα κόσμο φανταχτερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, καὶ νὰ ἐγκλωβίζεται, νὰ φυλακίζεται μέσα σ᾿ αὐτὸν κι ὁ ἴδιος. Μπορεῖ νὰ ὀργανώνει ἔτσι τὴν ζωή του, ὥστε νὰ μὴ μένει ποτὲ σχεδὸν ἥσυχος, μόνος με τὸν ἑαυτό του. Μπορεῖ μὲ τοὺς θορύβους, τὴν ἔνταση, τὴν τηλεόραση, τὸ ραδιόφωνο, τὴν συνεχῆ πληροφόρηση γιὰ ὁ,τιδήποτε, νὰ προσπαθεῖ σὰν μὲ ναρκωτικὰ νὰ ξεχάσει, νὰ μὴν σκέφτεται, νὰ μὴν ἀνησυχεῖ, νὰ μὴ θυμᾶται ὅτι δὲν πορεύεται σωστά, ὅτι ἔχει ξεστρατίσει ἀπὸ τὸν σκοπό του.
Τελικὰ ὅμως δὲν ἀναπαύεται ὁ ταλαίπωρος σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕως ὅτου εὕρῃ αὐτὸ τὸ κάτι ἄλλο, τὸ ἀνώτερο ποὺ ὑπάρχει πράγματι στὴν ζωή του, τὸ ἀληθινὰ ὄμορφο καὶ δημιουργικό.
Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό; Μπορεῖ νὰ κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεῖ νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.
Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση ἂν ὁ θεὸς δὲν εἶχε σαρκωθεῖ.
Στοὺς πρὸ Χριστοῦ χρόνους ἀνεφάνησαν πολλοὶ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν φθάσει σὲ ἀρκετὰ ὑψηλὰ μέτρα φιλοσοφίας περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φιλοσοφία τους μάλιστα περιεῖχε σπέρματα ἀληθείας, τὸν λεγόμενο "σπερματικὸ λόγο". Ἦσαν ἄλλωστε πολὺ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἦσαν καθόλου ἄθεοι, ὅπως προσπαθοῦν νὰ τοὺς παρουσιάσουν μερικοὶ σύγχρονοι ποὺ δὲν γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα. Δὲν γνώριζαν βεβαίως τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἦσαν εἰδωλολάτρες, ὅμως ἦσαν πολὺ εὐλαβεῖς, θεοφοβούμενοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ἢ πολιτικοὶ καὶ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, ἀσυνεπεῖς πρὸς τὶς μνῆμες τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων ἐπιχειροῦν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ μας τὴν πίστη του πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς μάλιστα καὶ τὴν συγκατάθεσή του, αὐτοὶ ἀποτολμοῦν μίαν «ὕβριν», μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως. Ἀποτολμοῦν οὐσιαστικὰ τὸν ἀφελληνισμό του, ἀφοῦ ἡ Παράδοση τῶν Ἑλλήνων, τῆς ἀρχαίας μεταγενέστερης καὶ νεωτέρας ἱστορίας μας, εἶναι Παράδοσις εὐλαβείας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεό, πάνω στὴν ὁποία βασίσθηκε καὶ βασίζεται ὅλη ἡ παγκόσμιος πολιτιστικὴ προσφορὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Στὴν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία γιὰ τὸν ἄγνωστο Θεό, γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν πιστοί, εὐλαβεῖς, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν σωστή, ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἔλειπε ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ θέωσις.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐπίσης ἔχουμε δίκαιους καὶ ἐναρέτους ἀνθρώπους. Ὅμως ἡ πλήρης ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ γίνει ἁπλῶς ἠθικὰ καλύτερος, δὲν θὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Χριστός, νὰ γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ σταυρός, ὁ θάνατος, ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ὅλα ὅσα πιστεύουμε οἱ Χριστιανοὶ ὅτι ἔγιναν διὰ τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ μὲ τοὺς Προφῆτες, μὲ τοὺς φιλοσόφους, μὲ τοὺς δίκαιους ἀνθρώπους καὶ διδασκάλους θὰ μποροῦσε νὰ διδαχθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ γίνεται ἠθικὰ καλύτερο.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ θέλησαν νὰ γίνουν θεοί, ὄχι ὅμως συνεργαζόμενοι μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπακοή, μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ βασιζόμενοι στὴν δική τους δύναμη, στὸ δικό τους θέλημα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτόνομα. Ἡ οὐσία δηλαδὴ τῆς πτώσεως εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἔτσι υἱοθετώντας τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν αὐτάρκεια χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ πετύχουν τὴν θέωση, πέτυχαν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: Τὸν πνευματικὸ θάνατο.
Ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς εἶναι ζωή. Ὅποιος λοιπὸν χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, χωρίζεται ἀπὸ τὴν ζωή. Ἄρα ὁ θάνατος καὶ ἡ πνευματικὴ νέκρωση, ὁ φυσικὸς δηλαδὴ καὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων.
Γνωρίζουμε ὅλοι τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔρριψε τὸν ἄνθρωπο στὴν σαρκική, κτηνώδη καὶ δαιμονιώδη ζωή. Τὸ λαμπρὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἔπεσε βαριὰ ἄρρωστο, σχεδὸν νεκρό. Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις, ποὺ εἶχε πρὶν νὰ ἁμαρτήσει, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴ θέωση. Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς βαριᾶς ἀσθένειας, σχεδὸν νεκρός, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπαναπροσανατολισθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Χρειάζεται μία νέα ρίζα στὴν ἀνθρωπότητα. Χρειάζεται ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ θὰ μπορεῖ νὰ προσανατολίσει πάλι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὴ ἡ νέα ρίζα, ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ σαρκώνεται γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν νέα ρίζα, τὴν νέα ἀπαρχή, τὸ νέο φύραμα τῆς ἀνθρωπότητας.
Μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πραγματοποιεῖται μία δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ πρώτη κοινωνία ἦταν αὐτὴ στὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ὅμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πανάγαθος Θεὸς οἰκονόμησε τώρα μιὰ ἄλλη, δευτέρα κοινωνία, ἕνωση δηλαδὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ πλέον νὰ διασπαθῆ. Διότι αὐτὴ ἡ δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γίνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἔχει δυὸ τέλειες φύσεις: Τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Οἱ δυὸ αὐτὲς τέλειες φύσεις ἑνώνονται «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν περίφημο ὅρο τῆς Ἁγίας Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ποὺ ἐν συνόψει ἀποτελεῖ τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ θεολογικὴ πανοπλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας κατὰ τῶν παντὸς εἴδους Χριστολογικῶν αἱρέσεων ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα Χριστὸ μὲ δυὸ φύσεις: τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.
Τώρα πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τελεσίδικα ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι αἰωνίως Θεάνθρωπος. Ὡς Θεάνθρωπος ἀνελήφθη στὸν οὐρανό. Ὡς Θεάνθρωπος κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὡς Θεάνθρωπος θὰ ἔλθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο στὴν δευτέρα Παρουσία. Ἄρα λοιπὸν ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τώρα ἐνθρονισμένη στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν μπορεῖ πλέον τίποτε νὰ χωρίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τώρα μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, - ὅσο κι ἂν ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε, ὅσο καὶ ἂν ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ -, ἂν θέλουμε ἐν μετανοίᾳ νὰ ἑνωθοῦμε πάλι μὲ τὸν Θεό, μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε. Μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του, νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν.
Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.
Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰ Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.
Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.
Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου. «Προΐσταται τῶν σωζομένων», κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως καὶ Θεολογίας μας.
Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ. Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα. Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ: Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.
Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση, ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.
Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Ὅσοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ ἕνωσις γίνεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἕνωσις ὄχι βέβαια μὲ τὴν Θεία οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωσις ὅμως αὐτὴ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἐξωτερική, οὔτε ἁπλῶς ἠθική.
Δὲν εἴμαστε ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἴσως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὀπαδοὶ ἑνὸς φιλόσοφου ἢ ἑνὸς διδασκάλου. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ πραγματικὸ καὶ ὄχι τὸ ἠθικό, ὅπως λανθασμένα ἔγραψαν μερικοὶ θεολόγοι μὴ ἐμβαθύνοντας στὸ πνεῦμα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς μᾶς παίρνει, τοὺς Χριστιανούς, παρὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, καὶ μᾶς ἐνσωματώνει στὸ σῶμα Του. Μᾶς κάνει μέλη Του. Καὶ γινόμαστε πραγματικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἠθικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. ε´ 30).
Βεβαίως ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἄλλοτε εἶναι ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλοτε νεκρά. Ἀλλὰ καὶ νεκρὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας π.χ. ποῦ εἶναι βαπτισμένος, ἔχει γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν ζεῖ πνευματικὴ ζωή, εἶναι νεκρὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μετανοήσει, ἀμέσως δέχεται τὴν θεία ζωή. Αὐτὴ τὸν διαποτίζει καὶ γίνεται ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιστεῖ. Ὁ ἀβάπτιστος ὅμως δὲν εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ ἠθικὴ κατ᾿ ἄνθρωπον ζωή. Χρειάζεται νὰ βαπτιστεῖ, γιὰ νὰ γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμεθα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται δική μας ζωή. Καὶ ἔτσι ζωοποιούμαστε καὶ σωζόμαστε καὶ θεωνόμαστε. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ θεωθοῦμε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔκανε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του.
Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα μᾶς συσσωματώνουν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνουν, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, σύσσωμους καὶ ὅμαιμους Χριστοῦ. Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μὲ τὸν Χριστό.
Τί μεγάλη εὐλογία, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια! Ὁ Χριστὸς γίνεται δικός μας, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική μας, τὸ αἷμα Του γίνεται αἷμα μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ δίδει στὴν θεία Κοινωνία. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν θεία Κοινωνία.
Ἔτσι λοιπὸν βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογούμενοι, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἴμαστε πλέον ξένοι, ἀλλὰ οἰκεῖοι Του.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, ζοῦμε αὐτὴ τὴν νέα πραγματικότητα ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο: τὴν καινὴ κτήση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται καὶ δική μας ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν στὴν θέωση. Ἡ θεία Λειτουργία, τὰ Μυστήρια, ἡ θεία Λατρεία, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ νηστεία, ὅλα ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τῆς θεώσεως.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα κοινωνικό, πολιτιστικὸ ἢ ἱστορικὸ ἵδρυμα ποὺ μπορεῖ νὰ ὁμοιάζει μὲ ἄλλα ἱδρύματα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅπως οἱ διάφοροι θεσμοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος ἴσως ἔχει ὡραίους θεσμούς, ὡραῖες ὀργανώσεις, ὡραῖα ἱδρύματα, καὶ ἄλλα πράγματα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὅμως εἶναι ὁ ἀνεπανάληπτος, μοναδικὸς χῶρος τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός, πουθενὰ ἀλλοῦ. Οὔτε στὰ Πανεπιστήμια, οὔτε στὰ ἱδρύματα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, οὔτε σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὡραῖο καὶ καλὸ ἔχει ὁ κόσμος. Ὅλα αὐτά, ὅσο καλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὅμως δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.
Γι᾿ αὐτὸ ὅσο καὶ ἂν προοδεύσουν οἱ κοσμικοὶ θεσμοὶ καὶ τὰ συστήματα, δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι δυνατόν, ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, νὰ περνοῦμε κρίσεις καὶ δυσκολίες κατὰ καιρούς, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνουν καὶ σκάνδαλα μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὰ γίνονται, διότι στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε σὲ πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Γινόμαστε, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε θεοί. Ὅσο ὅμως καὶ νὰ συμβαίνουν αὐτά, ἐμεῖς ποτὲ δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν μοναδικὴ δυνατότητα νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό.
Ὅταν π.χ. πηγαίνουμε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦμε, καὶ συναντοῦμε ἐκεῖ ἴσως μερικοὺς ποὺ δὲν προσέχουν στὴ ἱερὰ ἀκολουθία καὶ συζητοῦν μάλιστα μεταξύ τους, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ ἀποσποῦν πρὸς στιγμὴν τὴν προσοχή μας ἀπ᾿ αὐτή, ἔρχεται ἕνας, εὔλογος τάχα, λογισμὸς ποὺ μᾶς λέγει: - «Τί κερδίζεις τελικὰ ποὺ ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλησία; Δὲν κάθεσαι καλύτερα στὸ σπίτι σου, ὅπου θὰ ἔχεις καὶ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἄνεση γιὰ νὰ κάνεις προσευχή;».
Ἐμεῖς ὅμως πρέπει μὲ σύνεση νὰ ἀντιλέξουμε στὸν πονηρὸ αὐτὸν λογισμό:
- «Ναὶ μέν, θὰ ἔχω ἴσως περισσότερη ἐξωτερικὴ ἡσυχία στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχω τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ μὲ θεώνει καὶ νὰ μὲ ἁγιάζει. Δὲν θὰ ἔχω τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του. Δὲν θὰ ἔχω τὸ ἅγιο Σῶμα Του καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του, ποὺ εὑρίσκονται στὸν ἱερὸ Ναό Του, ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Δὲν θὰ συμμετέχω στὸν μυστικὸ Δεῖπνο τῆς θείας Λειτουργίας. Θὰ εἶμαι ἀποκομμένος ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου, μὲ τοὺς ὁποίους μαζὶ συναποτελοῦμε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ».
Ἔτσι λοιπὸν ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι σ᾿ αὐτὴν μόνο εὑρίσκουμε τὸν δρόμο τῆς θεώσεως.
Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ
Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση, ἐπειδὴ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο οὐσία, ὅπως νομίζουν οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνο οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε, νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ «οὐ γὰρ μὴ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. λγ´, 20).
Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα κάπως σχετικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν πιάσουμε ἕνα ἡλεκτρικὸ καλώδιο γυμνό, θὰ πεθάνουμε. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μία λάμπα στὸ καλώδιο, φωτιζόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος τὴν βλέπουμε, τὴν χαιρόμαστε, μᾶς βοηθεῖ. Τὴν οὐσία του δὲν μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόμασταν καὶ ἐμεῖς κατ᾿ οὐσίαν θεοί. Δηλαδή, ὅλα θὰ γινόντουσαν θεοί, θὰ ὑπῆρχε μία σύγχυσις, καὶ τίποτε δὲν θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ θεός. Ὅτι πιστεύουν μὲ λίγα λόγια στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, π.χ. στὸν Ἰνδουισμό, ὅπου ὁ θεὸς δὲν εἶναι προσωπικὴ ὕπαρξις, ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα (Πανθεϊσμός).
Ἐὰν πάλι ὁ Θεὸς εἶχε μόνο τὴν ἀμέθεκτη θεία οὐσία χωρὶς τὶς ἐνέργειές Του, θὰ παρέμενε ἕνας θεὸς αὐτάρκης, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀκοινώνητος στὰ πλάσματά του.
Ὁ Θεός, κατὰ τὴν ὀρθόδοξο θεολογικὴ θεώρηση εἶναι Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν Μονάδι. Ὅπως λέγουν χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ὁ Θεὸς ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ἁγία ἀγάπη, ἕνα ἅγιο ἔρωτα γιὰ τὰ πλάσματά Του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄπειρη καὶ ἐκστατικὴ ἀγάπη Του ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν Ἑαυτό του καὶ ζητεῖ νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους. Τοῦτο ἐκφράζεται καὶ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐνέργειά του, ἢ καλύτερα μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
Μὲ τὶς ἄκτιστες αὐτὲς ἐνέργειές Του ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ συνεχίζει νὰ τὸν συντηρεῖ. Δίδει οὐσία καὶ ὑπόσταση στὸν κόσμο μας μὲ τὶς οὐσιοποιητικὲς ἐνέργειές Του. Εἶναι παρὼν στὴν φύση καὶ συντηρεῖ τὸ σύμπαν με τὶς συντηρητικὲς ἐνέργειές Του. Φωτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς φωτιστικές του ἐνέργειες. Τὸν ἁγιάζει μὲ τὶς ἁγιαστικὲς ἐνέργειες. Τὸν θεώνει, τέλος μὲ τὶς θεοτικὲς ἐνέργειές του. Ἄρα μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του ὁ ἅγιος Θεὸς μπαίνει στὴν φύση, στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι θεῖες ἐνέργειες. Εἶναι κι αὐτὲς Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι ἡ οὐσία Του. Εἶναι Θεὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ θεώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν ἦσαν θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες, τότε δὲν θὰ ἦσαν Θεός, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς θεώσουν, νὰ μᾶς ἑνώσουν μὲ τὸν Θεό. Θὰ ὑπῆρχε μία ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ τὸ νὰ ἔχει ὅμως ὁ Θεὸς θεῖες ἐνέργειες καὶ μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς νὰ ἑνώνεται μαζί μας, μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε μαζί του καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μὲ τὴν Χάρι του, χωρὶς νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὸν Θεό, ὅπως θὰ γινόταν ἂν ἑνωνόμασταν μὲ τὴν οὐσία Του.
Ἑνωνόμαστε λοιπὸν μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν του κι ὄχι διὰ τῆς φύσεώς Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς μας.
Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ Δυτικοὶ αἱρετικοί. Ἐπειδὴ εἶναι ὀρθολογιστές, δὲν κάνουν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, καὶ λέγουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνο οὐσία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διότι πῶς θὰ θεωθεῖ κατ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν δέχονται ἄκτιστες ἀλλὰ κτιστὲς τὶς θεῖες ἐνέργειες; Καὶ πῶς μπορεῖ κάτι κτιστό, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, νὰ θεώσει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο;
Γιὰ νὰ μὴ πέσουν στὸν πανθεϊσμὸ δὲν ὁμιλοῦν καθόλου γιὰ θέωση. Καὶ ποίος τότε ἀπομένει κατ᾿ αὐτοὺς ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ καλυτέρευσις. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεωθεῖ μὲ τὴν θεία Χάρι, τὶς θεῖες ἐνέργειες, τί σκοπὸ ἔχει ἡ ζωή του; Ἁπλῶς νὰ γίνῃ ἠθικὰ καλύτερος. Ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ τελειοποίηση εἶναι πολὺ λίγο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλύτεροι ἀπὸ πρίν, νὰ κάνουμε ἠθικὲς πράξεις. Ἐμεῖς ὡς τελικὸ στόχο μας ἔχουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ θέλουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ ὁλοκλήρωσή μας.
Ἡ ψυχὴ τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου λαχταρᾶ τὸν Θεό, ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του. Ὅσο ἠθικός, ὅσο καλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσες καλὲς πράξεις κι ἂν κάνει, ἂν δὲν εὕρῃ τὸν Θεό, ἂν δὲν ἑνωθῇ μαζί Του, δὲν ἀναπαύεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Θεὸς ἔβαλε μέσα του αὐτὴν τὴν ἁγία δίψα, τὸν θεῖο ἔρωτα, τὸν πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Του, τὴν θέωση. Ἔχει τὴν ἐρωτικὴ δύναμη μέσα του, ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά, δυνατὰ ἀνιδιοτελῶς, ὅπως ὁ ἅγιος Δημιουργός του ἐρωτεύεται τὸν κόσμο Του, τὰ πλάσματά Του. Νὰ ἐρωτεύεται μὲ τὴν ἁγία αὐτὴ ἐρωτικὴ φορὰ καὶ ἀγαπητικὴ δύναμη τὸν Θεό. Ἂν δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητεῖ τὸ πρωτότυπό της. Ὁ καθένας μας εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρωτότυπο. Ἡ εἰκόνα ζητεῖ τὸ πρωτότυπο, καὶ μόνο ὅταν τὸ βρεῖ ἀναπαύεται σ᾿ αὐτό.
Τὸν ΙΔ´ αἰώνα ἔγινε μία μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προκάλεσε ἕνας Δυτικὸς μοναχός, ὁ Βαρλαάμ. Ἄκουσε αὐτὸς ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ὁμιλοῦσαν περὶ θεώσεως. Πληροφορήθηκε ὅτι γίνονται ἄξιοι μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ πολλὴ προσευχή, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, νὰ λάβουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἄκουσε ὅτι ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ.
Ἔχοντας ὅμως ὁ Βαρλαὰμ τὸ δυτικό, αἱρετικό, ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα ἀδυνατοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν γνησιότητα αὐτῶν τῶν θείων ἐμπειριῶν τῶν ταπεινῶν μοναχῶν, κι ἔτσι ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τοὺς ἁγιορεῖτες ὡς τάχα πλανεμένους, αἱρετικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ βλέπει κανεὶς τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τίποτε περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνέργειας στὸν Θεό.
Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε ἕνα μεγάλο καὶ φωτισμένο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἁγιορείτη Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αὐτὸς μὲ πολλὴ σοφία καὶ φώτιση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἐμπειρία, εἶπε καὶ ἔγραψε πολλὰ καὶ δίδαξε, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι εἶναι ἄκτιστο τὸ φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεία ἐνέργεια. Ὅτι ὄντως βλέπουν τὸ φῶς αὐτὸ οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι ὡς ἀνώτατη, ὕψιστη ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καὶ βλέπονται μέσα στὸ φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ λαμπρότης Του, τὸ Θαβώρειο φῶς, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πραγματικὸ ἄκτιστο φῶς Θεοῦ κι ὄχι συμβολικό, ὅπως πλανεμένα νόμιζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὅμοιοί του.
Στὴ συνέχεια ὅλη ἡ Ἐκκλησία, μὲ τρεῖς μεγάλες Συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κήρυξε πὼς ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἠθικοποίησις τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ θέωσις, ποὺ σημαίνει συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἀκτίστου φωτός Του.
Ὀφείλουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι μὲ τὴν φώτιση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ θεολογία του μᾶς παρέδωσε τὴν διδασκαλία καὶ αἰώνιο πείρα τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἐπειδὴ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό. Εἶναι Χριστιανὸς διότι μπορεῖ νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ὅταν ἀγαπᾶς πραγματικὰ ἕνα πρόσωπο καὶ συνομιλῆς μαζί του, τὸ αἰσθάνεσαι, τὸ χαίρεσαι, ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει μία ἐξωτερικὴ ἁπλῶς σχέση, ἀλλὰ μυστικὴ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ "ἀλάθητο" τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι ἂν δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωση, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;
Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι
Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν θέωση. Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση.
Διακρίνουμε δὲ ὁρισμένες ἀπαραίτητες προϋποθέσεις στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση.
α) Ἡ ταπείνωσις
Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις. Χωρὶς τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὴν τροχιὰ τῆς θεώσεως, νὰ δεχθεῖ τὴν θεία Χάρι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατὶ πῶς χωρὶς ταπείνωση θὰ ἀναγνωρίσεις ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς σου εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, εἶναι στὸ Θεό;
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς κέντρο καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ αὐτοτελειωθῆ, νὰ αὐτοορισθῆ, νὰ αὐτοθεωθῆ. Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, τῆς σύγχρονης πολιτικῆς. Νὰ κάνουμε ἕνα κόσμο ἔστω καλύτερο, δικαιότερο, ἀλλὰ αὐτόνομα. Ἕνα κόσμο ποὺ θὰ ἔχει κέντρο τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μίροσλαβ Χόλουμπ - Η Πόρτα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άγιος Νικόλαος εν Βουνένοις - ΒΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ