2020-08-25 15:01:08
Τα διαγνωστικά τεστ και οι ιχνηλατήσεις θα μπορούσαν να μειώσουν τον ενεργό αριθμό αναπαραγωγής του κορωνοϊού -τον δείκτη μεταδοτικότητας «R» που εκφράζει τον αριθμό των ατόμων που μπορεί να μολύνει ένα κρούσμα- έως και κατά 26% εάν αυτά πραγματοποιηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, σύμφωνα με νέα έρευνα του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου που δημοσιεύεται στο Lancet Infectious Diseases.
Όμως, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι τα διαγνωστικά τεστ από μόνα τους είναι απίθανο να περιορίσουν τον «R» κάτω από το 1 με τα υφιστάμενα επίπεδα ανοσίας και για το λόγο αυτό απαιτούνται άλλες παρεμβάσεις, όπως η συνέχιση της τήρησης της φυσικών αποστάσεων.
Η επιφορτισμένη με την έρευνα για τη νόσο COVID-19 επιστημονική ομάδα του Κολεγίου Imperial διερεύνησε τον πιθανό αντίκτυπο στη μεταδοτικότητα του κορωνοϊού διαφορετικών στρατηγικών σχετικά με τη διενέργεια τεστ και φυσικής απομόνωσης.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ένα αποτελεσματικός συνδυασμός τεστ και ιχνηλάτησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έκταση και τον βαθμό κάλυψης των τεστ και την έγκαιρη ιχνηλάτηση.
Υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι εάν το 80% των κρουσμάτων και επαφών εντοπιστούν και γίνουν αμέσως τα τεστ μόλις εμφανιστούν τα συμπτώματα και μπουν σε καραντίνα οι επαφές εντός 24 ωρών, τότε ο δείκτης «R» θα μπορούσε ενδεχομένως να μειωθεί έως και 26%.
Ωστόσο, οι ίδιοι επισημαίνουν ότι το σύστημα των τεστ και της ιχνηλάτησης στο Ηνωμένο Βασίλειο αδυνατεί προς το παρόν να πιάσει αυτόν το στόχο.
Βέλτιστες στρατηγικές
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι οι βέλτιστες στρατηγικές για τα τεστ θα πρέπει να περιλαμβάνουν τακτική εξέταση ομάδων υψηλού κινδύνου, όπως οι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγεία και την κοινωνική φροντίδα, στη διάρκεια περιόδων εκτεταμένης διασποράς.
Ο εβδομαδιαίος έλεγχος αυτών των ομάδων, ανεξαρτήτως συμπτωμάτων, με τη χρήση μοριακών τεστ PCR, εκτιμάται ότι μειώνει τη συμβολή τους στη μετάδοση του SARS-CoV-2 κατά 23%, πέρα από τη μείωση που επιτυγχάνεται με την κοινωνική απομόνωση μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων και με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα θα είναι διαθέσιμα εντός 24 ωρών.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε επίσης το ενδεχόμενο χορήγησης «διαβατηρίων ανοσίας» βάσει αποτελεσμάτων από τεστ αντισωμάτων ή ελέγχων για λοίμωξη, ωστόσο προειδοποιεί ότι σε μία τέτοια περίπτωση εγείρονται σημαντικά τεχνικά, νομικά και ηθικά ζητήματα.
Η έρευνα επικεντρώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τα αποτελέσματά της μπορεί να βρουν εφαρμογή και σε άλλες χώρες όσον αφορά την πολιτική λήψης αποφάσεων.
Τα τεστ και η ιχνηλάτηση δεν επαρκούν από μόνα τους
Ο καθηγητής Nicholas Grassly, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial, δηλώνει πως «η αποτελεσματικότητα των τεστ είναι το κλειδί για τον έλεγχο της πανδημίας του κορωνοϊού».
«Πρέπει να κάνουμε τεστ ώστε να αποτρέψουμε τη μετάδοση με δύο τρόπους: Πρώτον, για να εντοπίσουμε τα μολυσμένα άτομα και τις επαφές τους ώστε να περιορίσουμε τη μετάδοση μέσω της απομόνωσης και της καραντίνας, και -δεύτερον- για τον εντοπισμό εστιών διασποράς, ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν τοπικά lockdown όπου χρειαστεί» επισημαίνει.
Ο ίδιος προσθέτει ότι τα αποτελέσματά της μελέτης καταδεικνύουν ότι τα τεστ και οι ιχνηλατήσεις μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του «R», αλλά πρέπει να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικά και γρήγορα για να το επιτύχουν. «Το τεστ και η ιχνηλάτηση δεν είναι αρκετά από μόνα τους για τον έλεγχο της διασποράς στις περισσότερες κοινότητες και θα χρειαστούν άλλα, παράλληλα, μέτρα για να κατεβάσουν τον αριθμό ‘R’ κάτω από 1», παρατηρεί.
Από την πλευρά της, η Δρ. Margarita Pons-Salort, επίσης από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial, δήλωσε: «Εξετάσαμε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα τεστ για τον έλεγχο της μετάδοσης. Παρόλο που ο τακτικός έλεγχος ασυμπτωματικών ατόμων σε ομάδες υψηλού κινδύνου, καθώς και η ιχνηλάτηση επαφών [τεστ-ιχνηλάτηση-απομόνωση] της ευρύτερης κοινότητας μπορεί να βοηθήσει στον περιορισμό της μετάδοσης, ο έλεγχος της COVID-19 δεν μπορεί να βασιστεί μόνο σε αυτές τις στρατηγικές».
Η αποτελεσματικότητα αυτών των στρατηγικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ άλλων, από την έγκαιρη διάθεση των αποτελεσμάτων των τεστ για να γίνει εντοπισμός και απομόνωση των επαφών, συμπληρώνει η ερευνήτρια και καταλήγει λέγοντας ότι αυτό σημαίνει πως για να υπάρξει πραγματικός αντίκτυπος, όσον αφορά στον περιορισμό της μετάδοσης, οι στρατηγικές ελέγχων πρέπει να εφαρμόζονται πολύ προσεκτικά.
anatakti
Όμως, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι τα διαγνωστικά τεστ από μόνα τους είναι απίθανο να περιορίσουν τον «R» κάτω από το 1 με τα υφιστάμενα επίπεδα ανοσίας και για το λόγο αυτό απαιτούνται άλλες παρεμβάσεις, όπως η συνέχιση της τήρησης της φυσικών αποστάσεων.
Η επιφορτισμένη με την έρευνα για τη νόσο COVID-19 επιστημονική ομάδα του Κολεγίου Imperial διερεύνησε τον πιθανό αντίκτυπο στη μεταδοτικότητα του κορωνοϊού διαφορετικών στρατηγικών σχετικά με τη διενέργεια τεστ και φυσικής απομόνωσης.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ένα αποτελεσματικός συνδυασμός τεστ και ιχνηλάτησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έκταση και τον βαθμό κάλυψης των τεστ και την έγκαιρη ιχνηλάτηση.
Υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι εάν το 80% των κρουσμάτων και επαφών εντοπιστούν και γίνουν αμέσως τα τεστ μόλις εμφανιστούν τα συμπτώματα και μπουν σε καραντίνα οι επαφές εντός 24 ωρών, τότε ο δείκτης «R» θα μπορούσε ενδεχομένως να μειωθεί έως και 26%.
Ωστόσο, οι ίδιοι επισημαίνουν ότι το σύστημα των τεστ και της ιχνηλάτησης στο Ηνωμένο Βασίλειο αδυνατεί προς το παρόν να πιάσει αυτόν το στόχο.
Βέλτιστες στρατηγικές
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι οι βέλτιστες στρατηγικές για τα τεστ θα πρέπει να περιλαμβάνουν τακτική εξέταση ομάδων υψηλού κινδύνου, όπως οι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγεία και την κοινωνική φροντίδα, στη διάρκεια περιόδων εκτεταμένης διασποράς.
Ο εβδομαδιαίος έλεγχος αυτών των ομάδων, ανεξαρτήτως συμπτωμάτων, με τη χρήση μοριακών τεστ PCR, εκτιμάται ότι μειώνει τη συμβολή τους στη μετάδοση του SARS-CoV-2 κατά 23%, πέρα από τη μείωση που επιτυγχάνεται με την κοινωνική απομόνωση μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων και με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα θα είναι διαθέσιμα εντός 24 ωρών.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε επίσης το ενδεχόμενο χορήγησης «διαβατηρίων ανοσίας» βάσει αποτελεσμάτων από τεστ αντισωμάτων ή ελέγχων για λοίμωξη, ωστόσο προειδοποιεί ότι σε μία τέτοια περίπτωση εγείρονται σημαντικά τεχνικά, νομικά και ηθικά ζητήματα.
Η έρευνα επικεντρώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τα αποτελέσματά της μπορεί να βρουν εφαρμογή και σε άλλες χώρες όσον αφορά την πολιτική λήψης αποφάσεων.
Τα τεστ και η ιχνηλάτηση δεν επαρκούν από μόνα τους
Ο καθηγητής Nicholas Grassly, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial, δηλώνει πως «η αποτελεσματικότητα των τεστ είναι το κλειδί για τον έλεγχο της πανδημίας του κορωνοϊού».
«Πρέπει να κάνουμε τεστ ώστε να αποτρέψουμε τη μετάδοση με δύο τρόπους: Πρώτον, για να εντοπίσουμε τα μολυσμένα άτομα και τις επαφές τους ώστε να περιορίσουμε τη μετάδοση μέσω της απομόνωσης και της καραντίνας, και -δεύτερον- για τον εντοπισμό εστιών διασποράς, ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν τοπικά lockdown όπου χρειαστεί» επισημαίνει.
Ο ίδιος προσθέτει ότι τα αποτελέσματά της μελέτης καταδεικνύουν ότι τα τεστ και οι ιχνηλατήσεις μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του «R», αλλά πρέπει να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικά και γρήγορα για να το επιτύχουν. «Το τεστ και η ιχνηλάτηση δεν είναι αρκετά από μόνα τους για τον έλεγχο της διασποράς στις περισσότερες κοινότητες και θα χρειαστούν άλλα, παράλληλα, μέτρα για να κατεβάσουν τον αριθμό ‘R’ κάτω από 1», παρατηρεί.
Από την πλευρά της, η Δρ. Margarita Pons-Salort, επίσης από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial, δήλωσε: «Εξετάσαμε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα τεστ για τον έλεγχο της μετάδοσης. Παρόλο που ο τακτικός έλεγχος ασυμπτωματικών ατόμων σε ομάδες υψηλού κινδύνου, καθώς και η ιχνηλάτηση επαφών [τεστ-ιχνηλάτηση-απομόνωση] της ευρύτερης κοινότητας μπορεί να βοηθήσει στον περιορισμό της μετάδοσης, ο έλεγχος της COVID-19 δεν μπορεί να βασιστεί μόνο σε αυτές τις στρατηγικές».
Η αποτελεσματικότητα αυτών των στρατηγικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ άλλων, από την έγκαιρη διάθεση των αποτελεσμάτων των τεστ για να γίνει εντοπισμός και απομόνωση των επαφών, συμπληρώνει η ερευνήτρια και καταλήγει λέγοντας ότι αυτό σημαίνει πως για να υπάρξει πραγματικός αντίκτυπος, όσον αφορά στον περιορισμό της μετάδοσης, οι στρατηγικές ελέγχων πρέπει να εφαρμόζονται πολύ προσεκτικά.
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νωρίτερα η πρεμιέρα του «Big brother»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ