2020-08-27 22:29:00
Η νόσος COVID-19 και το κοινό κρυολόγημα έχουν κοινά συμπτώματα με κυρίαρχο αυτό της απώλειας όσφρησης.
Νέα επιστημονική έρευνα ανέδειξε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα προβλήματα όσφρησης, όπως η ανοσμία που προκαλεί η COVID-19 και εκείνες που αφορούν το κοινό κρυολόγημα.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι πως, παρότι οι ασθενείς με Covid-19 χάνουν την αίσθηση της όσφρησης, εξακολουθούν να αναπνέουν με ευκολία, ενώ δεν έχουν συμπτώματα όπως καταρροή ή βουλωμένη μύτη. Παράλληλα όμως, αδυνατούν να διακρίνουν τις πικρές ή γλυκές γεύσεις.
Όπως εξήγησε ο επικεφαλής ερευνητής Carl Philpott, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Norwich του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, η ανοσμία, βασικό σύμπτωμα της νόσου COVID-19 και κοινό σύμπτωμα του έντονου κρυολογήματος όταν φράζει η ρινική κοιλότητα, έχει άλλη διάσταση στην περίπτωση της COVID-19, δεδομένου ότι ο νέος κορονοϊός συμπεριφέρεται διαφορετικά από άλλους ιούς που προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα. Συγκεκριμένα, προκαλεί ιδιαιτέρως αυξημένη φλεγμονώδη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, γνωστή ως «καταιγίδα κυτοκίνης», επηρεάζοντας το νευρικό σύστημα.
Ο Δρ. Philpott και οι συνεργάτες του εξέτασαν τη γεύση και την όσφρηση 10 ασθενών με COVID-19, 10 ανθρώπων με κρυολόγημα και 10 υγιών ανθρώπων που αποτελούσαν την ομάδα ελέγχου.
Διαπίστωσαν ότι η ανοσμία ήταν εντονότερη στους ασθενείς με COVID-19, οι οποίοι επιπλέον δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις πικρές ή γλυκές γεύσεις. Η απώλεια της γεύσης στους ασθενείς με COVID-19 ήταν η σημαντικότερη διαφορά σε σχέση με την ομάδα του κρυολογήματος.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα τεστ οσμής και γεύσης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα επίσημα διαγνωστικά εργαλεία, όπως ο έλεγχος φαρυγγικού επιχρίσματος, θα μπορούσαν όμως να φανούν χρήσιμα σε περιπτώσεις όπου τα άμεσα αποτελέσματα κρίνονται αναγκαία, ιδιαίτερα σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, στα τμήματα επειγόντων περιστατικών ή στα αεροδρόμια.
Προηγούμενες έρευνες είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο νέος κορονοϊός επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και ότι υπάρχουν ομοιότητες με τον SARS, ο οποίος έχει διαπιστωθεί ότι εισέρχεται στον εγκέφαλο, πιθανώς μέσω των οσφρητικών υποδοχέων στη μύτη.
«Τα ευρήματά μας αναδεικνύουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, μια συγκεκριμένη εμπλοκή του ιού σχετικά με το κεντρικό νευρικό σύστημα σε ορισμένους ασθενείς με COVID-19. Επιπλέον, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο νέος κορονοϊός επηρεάζει σημαντικά τους υποδοχείς γλυκών και πικρών γεύσεων, γνωστών για τον σημαντικό ρόλο τους στη φυσική ανοσία», επεσήμαναν.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο Rhinology.
medlabgr
Νέα επιστημονική έρευνα ανέδειξε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα προβλήματα όσφρησης, όπως η ανοσμία που προκαλεί η COVID-19 και εκείνες που αφορούν το κοινό κρυολόγημα.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι πως, παρότι οι ασθενείς με Covid-19 χάνουν την αίσθηση της όσφρησης, εξακολουθούν να αναπνέουν με ευκολία, ενώ δεν έχουν συμπτώματα όπως καταρροή ή βουλωμένη μύτη. Παράλληλα όμως, αδυνατούν να διακρίνουν τις πικρές ή γλυκές γεύσεις.
Όπως εξήγησε ο επικεφαλής ερευνητής Carl Philpott, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Norwich του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, η ανοσμία, βασικό σύμπτωμα της νόσου COVID-19 και κοινό σύμπτωμα του έντονου κρυολογήματος όταν φράζει η ρινική κοιλότητα, έχει άλλη διάσταση στην περίπτωση της COVID-19, δεδομένου ότι ο νέος κορονοϊός συμπεριφέρεται διαφορετικά από άλλους ιούς που προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα. Συγκεκριμένα, προκαλεί ιδιαιτέρως αυξημένη φλεγμονώδη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος, γνωστή ως «καταιγίδα κυτοκίνης», επηρεάζοντας το νευρικό σύστημα.
Ο Δρ. Philpott και οι συνεργάτες του εξέτασαν τη γεύση και την όσφρηση 10 ασθενών με COVID-19, 10 ανθρώπων με κρυολόγημα και 10 υγιών ανθρώπων που αποτελούσαν την ομάδα ελέγχου.
Διαπίστωσαν ότι η ανοσμία ήταν εντονότερη στους ασθενείς με COVID-19, οι οποίοι επιπλέον δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις πικρές ή γλυκές γεύσεις. Η απώλεια της γεύσης στους ασθενείς με COVID-19 ήταν η σημαντικότερη διαφορά σε σχέση με την ομάδα του κρυολογήματος.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα τεστ οσμής και γεύσης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα επίσημα διαγνωστικά εργαλεία, όπως ο έλεγχος φαρυγγικού επιχρίσματος, θα μπορούσαν όμως να φανούν χρήσιμα σε περιπτώσεις όπου τα άμεσα αποτελέσματα κρίνονται αναγκαία, ιδιαίτερα σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, στα τμήματα επειγόντων περιστατικών ή στα αεροδρόμια.
Προηγούμενες έρευνες είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο νέος κορονοϊός επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και ότι υπάρχουν ομοιότητες με τον SARS, ο οποίος έχει διαπιστωθεί ότι εισέρχεται στον εγκέφαλο, πιθανώς μέσω των οσφρητικών υποδοχέων στη μύτη.
«Τα ευρήματά μας αναδεικνύουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, μια συγκεκριμένη εμπλοκή του ιού σχετικά με το κεντρικό νευρικό σύστημα σε ορισμένους ασθενείς με COVID-19. Επιπλέον, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο νέος κορονοϊός επηρεάζει σημαντικά τους υποδοχείς γλυκών και πικρών γεύσεων, γνωστών για τον σημαντικό ρόλο τους στη φυσική ανοσία», επεσήμαναν.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο Rhinology.
medlabgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Να φοβάσαι τους Γερμανούς κι ας φέρνουν "δώρα"».
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ