2020-09-19 14:21:25
Όταν ο Ντέιβιντ Ντόζιερ συνάντησε τον νέο του γείτονα Έντμουντ Κέμπερ, έγιναν αμέσως φίλοι. Ήταν και οι δύο 15 ετών και συναντιόντουσαν κάθε πρωί στη στάση του λεωφορείου
στο North Fork της Καλιφόρνιας για να πάνε μαζί στο σχολείο. Το χειμώνα, ο Ντέιβιντ πηδούσε μέσα στο ημιφορτηγό του παππού του Κέμπερ για να μην παγώσει από το κρύο μέχρι να φτάσει το λεωφορείο.
Αλλά ο Kέμπερ δεν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι. Μήνες μετά τη μετακόμιση με τους παππούδες του στη μικρή αγροτική πόλη, πυροβόλησε και μαχαίρωσε τη γιαγιά του και περίμενε έξω από το σπίτι για να επιστρέψει ο παππούς του στο ράντσο ώστε να τον πυροβολήσει και να τον σκοτώσει επίσης. Ο προβληματικός -έφηβος τότε- στη συνέχεια δολοφόνησε οκτώ ακόμη ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας του και της καλύτερης φίλης της, πριν κάνει σεξ με τα γυμνά ακέφαλά πτώματα τους.
Έχει καταδικασθεί πολλαπλές φορές σε ισόβια κάθειρξη και ο μόνος λόγος που γλίτωσε τη θανατική ποινή είναι η αναστολή της εφαρμογής της στην πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η υπόθεση του Κέμπερ οδήγησε τον Ντέιβιντ να γίνει ένας δια βίου υπέρμαχος κατά της θανατικής ποινής στις ΗΠΑ - και τώρα έχει εμπνεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο The California Killing Field.
Το βιβλίο παρακολουθεί τον δημοσιογράφο εγκλημάτων Γκάρετ Κόβινγκτον καθώς ερευνά ένα μυστικό κατασκευαστικό έργο στη φυλακή San Quentin της Καλιφόρνιας και εμβαθύνει στον ψυχισμό ενός καταδικασμένου κατά συρροή δολοφόνου, ενώ προσπαθεί παράλληλα να απελευθερώσει έναν αθώο άνδρα καταδικασμένο σε θανατική ποινή.
«Η κατάσταση με τον παιδικό μου γείτονα με ώθησε να σκέφτομαι τη θανατική ποινή και με ενδιέφερε πολύ ο τρόπος, με τον οποίο η κοινωνία τείνει να δαιμονοποιεί δολοφόνους, ειδικά τους κατά συρροή δολοφόνους για να τους κάνουν να φαίνονται μη ανθρώπινοι», είπε στην Sun Online. «Αλλά συνήθως, υπάρχει ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης που προηγείται αυτών των πράξεων βίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του Έντμοντ. Ο μπαμπάς του τον εγκατέλειψε, όταν ήταν μικρός και η μαμά του ήταν μια βίαιη αλκοολική γυναίκα που τον κλείδωνε στο υπόγειο. Έφυγε από εκείνην για να είναι με τον μπαμπά του, αλλά ο μπαμπάς του είχε ήδη ξεκινήσει μια νέα οικογένεια και δεν ήθελε να έχει την παραμικρή σχέση με αυτόν. Επομένως είχε υποστεί τρομαχτική ψυχολογική και σωματική κακοποίηση ως παιδί και αν το κάνετε αυτό σε ένα παιδί, μην περιμένετε να εξελιχθεί σε Μητέρα Τερέζα».
Έντμουντ στο Netflix - Αληθινός Έντμουντ
Αποκεφαλισμένες κούκλες και η γάτα της οικογένειας
Όπως ισχυρίζεται ο Ντέιβιντ, η παιδική ηλικία του Έντμουντ Κέμπερ στη Μοντάνα δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένη. Ο μπαμπάς του, βετεράνος του στρατού έφυγε από το σπίτι όταν ο Έντμουντ ήταν 9 ετών, η μητέρα του, Κλάρνελ, που ήταν αλκοολική, τον περιγελούσε, τον μείωνε και τον χλεύαζε, τον φώναζε «φρικιό» και τον ανάγκαζε να κοιμάται στο κλειδωμένο υπόγειο του σπιτιού, πεπεισμένη ότι θα βλάψει τις δύο αδελφές του. Η κακοποποίηση στο μεγαλείο της.
Στα 10 του, ο Έντμουντ έθαψε τη γάτα της οικογένειας αφού της έκοψε το κεφάλι και το κάρφωσε σε ένα ξύλο. Τρία χρόνια αργότερα σκότωσε μια άλλη γάτα, που είχε η οικογένεια και η μαμά του βρήκε τα μέρη του σώματός της στην ντουλάπα του κάποια στιγμή αργότερα. Σκηνοθετούσε τελετουργικές δολοφονίες με τις κούκλες των αδελφών του, αφαιρώντας τα κεφάλια και τα χέρια τους και έπαιζε τα αγαπημένα του παιχνίδια - «Gas Chamber» και «Electric Chair» - όπου η μικρή αδερφή του Έιλιν ενεργοποιούσε ένα φανταστικό διακόπτη και εκείνος σφάδαζε όλο αγωνία, σαν να εκτελούνταν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Σε ένα ανατριχιαστικό προμήνυμα για τα μελλοντικά του εγκλήματα, όταν η μεγαλύτερη αδερφή του τον πείραζε για να φιλήσει μια δασκάλα, απάντησε: «Αν τη φιλήσω, θα πρέπει να την έχω σκοτώσει πρώτα».
Στα 14, ο Κέμπερ το έσκασε για το σπίτι του πατέρα του στο Van Nuys, αλλά εκείνος είχε ξαναπαντρευτεί και τον έστειλε να ζήσει με τους παππούδες του στο North Fork. «Ήταν μια αγροτική κοινότητα, οπότε παρόλο που ήταν ο διπλανός μου γείτονας, ήταν περίπου μισό μίλι μακριά», λέει ο Ντέιβιντ. «Ο παππούς του οδηγούσε ένα ημιφορτηγό και μας πήγαινε στον αυτοκινητόδρομο της κομητείας όπου παίρναμε το λεωφορείο για το σχολείο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθόμουν στην καμπίνα, έτσι γνώριζα πολύ καλά τον Έντμουντ και τον παππού του.
Ακόμα κι έτσι, ο Ντέιβιντ δεν είδε την παραμικρή ένδειξη πως ο Έντμουντ θα εξελισσόταν σε κατά συρροή δολοφονο. «Είχε την ικανότητα να αντέχει τον πόνο, τρυπούσε με μια καρφίτσα ή μια βελόνα στην παλάμη του και έλεγε« Δεν πόνεσα», εξηγεί ο Ντέιβιντ.
«Αλλά υπήρχαν και άλλα παιδιά που γνώριζα που έκαναν εξίσου περίεργα πράγματα, οπότε δεν μπορούσα να μαντέψω την εξέλιξή του».
Διέλυσε το κεφάλι της γιαγιάς του όταν ήταν 15 ετών
Το καλοκαίρι του 1964, ο Kέμπερ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με την 67χρονη γιαγιά του, Μωντ, όταν τσακώθηκαν. Ο 15χρονος βγήκε έξω, πήρε το όπλο που του είχε δώσει ο παππούς του για κυνήγι, επέστρεψε και πυροβόλησε τη γιαγιά του στο κεφάλι και στην πλάτη, πριν την μαχαιρώσει αρκετές φορές. Όταν ο συνονόματος με τον Έντμουντ παππούς του επέστρεψε από τα ψώνια, τον πυροβόλησε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στη μητέρα του πριν επικοινωνήσει με την τοπική αστυνομία και περιμένει ήρεμα να συλληφθεί. Αργότερα τους είπε ότι «απλώς ήθελα να δω πώς θα ένιωθα σκοτώνοντας τη γιαγιά» και ότι σκότωσε τον παππού του ώστε να μην χρειαζόταν να ανακαλύψει ότι η γυναίκα του ήταν νεκρή.
Η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά του.
«Όταν μάθαμε ότι δολοφόνησε τους παππούδες του, απλά έμεινα κατάπληκτος», λέει ο Ντέιβιντ. Δεν έβγαζε νόημα. «Όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι έχουν κάποιο είδος χαρακτηριστικών που τους κάνει να ξεχωρίζουν στο πλήθος, αλλά αυτή δεν ήταν η αίσθησή μου από τον Έντμουντ. Ήταν βασικά ένας φυσιολογικός άντρας μέχρι που άρχισε να σκοτώνει ανθρώπους».
Σεξ με γυμνά αποκεφαλισμένα πτώματα
Δεδομένου ότι ήταν μόλις 15 ετών, θεωρήθηκε πολύ νέος για να έχει καταλογισμό για μια τόσο φρικτή πράξη και τα δικαστήρια έκριναν ότι ο Kέμπερ υπέφερε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια, αλλά οι ψυχίατροι στη φυλακή ανηλίκων Atascadero διαφώνησαν. Βρήκαν ότι ήταν λογικός, χωρίς φαντασιώσεις και πολύ έξυπνος, με πάνω από τον μέσο όρο με IQ 145. Στα 21α γενέθλιά του, ενάντια στις συμβουλές των ψυχιάτρων, απελευθερώθηκε και το ποινικό του μητρώο διαγράφηκε.
Πήγε να ζήσει με τη μητέρα του, αλλά η σχέση συνέχισε να είναι τοξική με συνεχείς καβγάδες και σωματικές επιθέσεις και έτσι μετακόμισε με έναν φίλο του. Βλέποντας πολλές νεαρές γυναίκες να κάνουν ωτοστόπ στην περιοχή του, ο Kέμπερ άρχισε να φαντασιώνεται την απαγωγή και τη θανάτωσή τους και άρχισε να αποθηκεύει πλαστικές σακούλες, μαχαίρια, κουβέρτες και χειροπέδες.
Ισχυρίζεται ότι πήρε 150 νεαρές γυναίκες με ωτοστόπ και τις άφησε αβλαβείς στον προορισμό τους, πριν οι σεξουαλικές του δολοφονικές ορμές - τις οποίες ονόμαζε «μικρούς θησαυρούς» - τον οδηγήσουν να σκοτώσει.
Η Μαίρη Ανν Πέσκε και η Ανίτα Λουτσέσα, και οι δύο 18 ετών, ήταν οι άτυχες νέες κοπέλες που έγιναν τα πρώτα θύματά του. Αφού τις πήρε με ωτοστόπ στον αυτοκινητόδρομο, τον Μάιο του 1972, και συμφώνησε να τις πάει στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ο Kέμπερ τις οδήγησε σε ένα απομονωμένο δάσος κοντά στην Alameda της Καλιφόρνιας, όπου έδεσε με χειροπέδες την Πέσκε απ' το χέρι και την Λουτσέσα από την μπότα της, πριν μαχαιρώσει και στραγγαλίσει και τις δύο. Στη συνέχεια τις μετέφερε στο διαμέρισμά του, όπου φωτογράφισε τα γυμνά πτώματά τους και έκανε σεξ μαζί τους. Στη συνέχεια τις διαμέλισε και απέθεσε τα μέρη του σώματός τους σε μια χαράδρα στο βουνό Loma Prieta.
Ένα πτώμα στη ντουλάπα
Τέσσερις μήνες αργότερα, πήρε από τον δρόμο την 15χρονη Άικο Κου, με την απειλή όπλου, στη συνέχεια τη βίασε, την σκότωσε κι έκανε… σεξ μαζί της. Αφού επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του, όπου και έμενε, τον Ιανουάριο του 1973, πήρε από το δρόμο την 18χρονη φοιτήτρια Σίντυ Σαλ, την πυροβόλησε και έκρυψε το σώμα της σε μια ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρά του. Έκανε σεξ με το άψυχο σώμα της το επόμενο πρωί αφού η μητέρα του έφυγε για τη δουλειά και στη συνέχεια τη διαμέλισε στο μπάνιο. Κράτησε το κεφάλι της για αρκετές ημέρες, κάνοντας πάνω του μια άρρωστη σεξουαλική πράξη, πριν το θάψει στον κήπο της μητέρας του- αργότερα αστειεύτηκε ότι «ήθελα πάντα οι άνθρωποι να την κοιτάζουν».
Ένα μήνα αργότερα, μετά από άλλο ένα μεγάλο καβγά με τη μητέρα του, πήρε από το δρόμο δύο φοιτήτριες - την 23χρονη Ρόζαλιντ Θορπ και και την 20χρονη Άλισον Λιου. Τις πυροβολησε, τις αποκεφάλισε και τις πήγε στο σπίτι της μητέρας του, όπου έκανε σεξ με τα ακέφαλα σώματά τους.
Το κομμένο κεφάλι της μαμάς χρησιμοποιήθηκε ως στόχος για βελάκια
Το ξεφάντωμα του Κέμπερ τερματίστηκε τελικά όταν δολοφόνησε την πραγματική πηγή του θυμού του - τη μητέρα του. Αφού περίμενε να κοιμηθεί, την χτύπησε με ένα σφυρί και έκοψε το λαιμό της με ένα μαχαίρι πριν την αποκεφαλίσει και χρησιμοποιήσει το κομμένο κεφάλι της σε σεξουαλική πράξη. Είπε στην αστυνομία ότι «έβαλα το κεφάλι της σε ένα ράφι και μου ούρλιαζε για μια ώρα… Μετά έριξα βελάκια σε αυτό»
Αφού έκρυψε το σώμα σε μια ντουλάπα, κάλεσε στο σπίτι την καλύτερη φίλη της μητέρας του, την 59χρονη Σάλι Χάλετ, και την στραγγάλισε. Στη συνέχεια έγραψε ένα σημείωμα στην αστυνομία, λέγοντας: «Δεν χρειάζεται να υποφέρει πλέον στα χέρια αυτού του φρικτού "δολοφονικού Χασάπη". Ήταν γρήγορο - κοιμόταν - όπως το ήθελα. Δεν είναι τσαπατσούλικο και μισοτελειωμένο, κύριοι. Απλώς "έλλειψη χρόνου". Έχω πράγματα να κάνω!»
Αφού οδήγησε 1.000 μίλια στο Κολοράντο, κάλεσε την αστυνομία και τους είπε τι είχε κάνει πριν, για άλλη μια φορά, περιμένοντας να συλληφθεί. Παρά τον ισχυρισμό της παραφροσύνης στο Δικαστήριο, ο Kέμπερ κρίθηκε πως είχε σώας τας φρένας και ένοχος για οκτώ κατηγορίες ανθρωποκτονίας τον Νοέμβριο του 1973.
Ζήτησε ο ίδιος την επιβολή σε βάρος του της θανατικής ποινής, και μάλιστα ζήτησε «θάνατο με βασανιστήρια», αλλά, λόγω της αναστολής της επιβολής της θανατικής ποινής, καταδικάσθηκε σε επτάκις ισόβια.
Τα θύματα του Έντμουντ Κέμπερ
«Η ανθρώπινη θυσία ως κόλπο δημοσιότητας»
Το ζήτημα της θανατικής ποινής έχει έρθει στο προσκήνιο στις ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πίεσε ώστε να ανατραπεί η 20ετής αναστολή σε ομοσπονδιακές εκτελέσεις - εκεί όπου η κυβέρνηση μπορεί να παρακάμψει τους κρατικούς νόμους για να επιβληθεί και να εκτελεσθεί θανατική ποινή.
Αυτό το καλοκαίρι ο κατά συρροή δολοφόνος Ντάνιελ Λιούις Λη έγινε ο πρώτος από πολλούς προγραμματισμένους να εκτελεσθούν με θανατηφόρο ένεση μέσα τους επόμενους μήνες.
Για τον Ντέιβιντ Ντόζιερ, οι «κραυγές για αίμα» είναι πολιτικό ζήτημα: «Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών λένε τώρα ότι η ζωή στη φυλακή χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα αναστολής είναι προτιμότερη από τη θανατική ποινή, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Gallup. Νομίζω ότι υπήρξε μια σημαντική αλλαγή μεταξύ των Αμερικανών, αλλά τα πολιτικά κόμματα είναι σε άλλη φάση, δεν ακολουθούν την κοινή γνώμη. Ο προγραμματισμός των ομοσπονδιακών εκτελέσεων αυτό το καλοκαίρι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανθρώπινες θυσίες ως κόλπο διαφήμισης για να προσελκύσει τη βάση του Τραμπ. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος του διαλόγου σχετικά με τη θανατική ποινή στις ΗΠΑ συχνά βγαίνει μόνο σε αυτοκόλλητα για τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου».
Το πρόβλημα, λέει, είναι ότι οι Εισαγγελείς και οι Δημόσιοι Κατήγοροι των ΗΠΑ εκλέγονται: «Λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους χρηματοδότησης από αστυνομικά και συνδικαλιστικά σωματεία, έτσι έχουν μια βάση που είναι πολύ υπέρ της θανατικής ποινής. Οπότε, εάν μπορούν να έχουν κάποιον που να είναι ένας «ελκυστικός» υποψήφιος για εκτέλεση θανατικής ποινής - για παράδειγμα ένας μαύρος που διέπραξε πολλές δολοφονίες εναντίον λευκών ανθρώπων, και ειδικά παιδιών - αυτό είναι το είδος της υπόθεσης που λαμβάνει πολλή δημοσιότητα και πραγματικά απευθύνεται στους ανθρώπους που χρηματοδότησαν την καμπάνια».
Ως ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης της θανατικής ποινής επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι το μόνο ανεπτυγμένο δυτικό κράτος που εξακολουθεί να επιβάλλει και να εκτελεί -σε κάποιες Πολιτείες- τη θανατική ποινή. Με τη σκέψη αυτήν, ο Ντέιβιντ ήθελε να μεταδώσει το μήνυμά του με προσιτό τρόπο - γι 'αυτό αποφάσισε να γράψει το μυθιστόρημα. «Υπάρχουν πολλά σπουδαία βιβλία μη μυθοπλασίας σχετικά με το θέμα αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν ευκολότερο να κάνουμε τους ανθρώπους να δώσουν προσοχή στα ζητήματα αυτά αν τα έλεγα ως ιστορία...».
Ενώ ο Ντέιβιντ εργαζόταν στο βιβλίο του, ο πρώην γείτονάς του Έντμουντ Κέμπερ χάραζε τη δική του λογοτεχνική καριέρα - καταγράφοντας ηχητικά βιβλία για τους τυφλούς από το κελί του. «Του έστειλα ένα γράμμα και τον ρώτησα αν θα ενδιαφερόταν να κάνει μια αφήγηση του βιβλίου μου, αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση», λέει ο David. «Δεν είχα επαφή μαζί του από τότε που ήμασταν 15 χρονών, αλλά βέβαια δεν ξέρω αν έλαβε ποτέ την επιστολή…».
anatakti
στο North Fork της Καλιφόρνιας για να πάνε μαζί στο σχολείο. Το χειμώνα, ο Ντέιβιντ πηδούσε μέσα στο ημιφορτηγό του παππού του Κέμπερ για να μην παγώσει από το κρύο μέχρι να φτάσει το λεωφορείο.
Αλλά ο Kέμπερ δεν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι. Μήνες μετά τη μετακόμιση με τους παππούδες του στη μικρή αγροτική πόλη, πυροβόλησε και μαχαίρωσε τη γιαγιά του και περίμενε έξω από το σπίτι για να επιστρέψει ο παππούς του στο ράντσο ώστε να τον πυροβολήσει και να τον σκοτώσει επίσης. Ο προβληματικός -έφηβος τότε- στη συνέχεια δολοφόνησε οκτώ ακόμη ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας του και της καλύτερης φίλης της, πριν κάνει σεξ με τα γυμνά ακέφαλά πτώματα τους.
Έχει καταδικασθεί πολλαπλές φορές σε ισόβια κάθειρξη και ο μόνος λόγος που γλίτωσε τη θανατική ποινή είναι η αναστολή της εφαρμογής της στην πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η υπόθεση του Κέμπερ οδήγησε τον Ντέιβιντ να γίνει ένας δια βίου υπέρμαχος κατά της θανατικής ποινής στις ΗΠΑ - και τώρα έχει εμπνεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο The California Killing Field.
Το βιβλίο παρακολουθεί τον δημοσιογράφο εγκλημάτων Γκάρετ Κόβινγκτον καθώς ερευνά ένα μυστικό κατασκευαστικό έργο στη φυλακή San Quentin της Καλιφόρνιας και εμβαθύνει στον ψυχισμό ενός καταδικασμένου κατά συρροή δολοφόνου, ενώ προσπαθεί παράλληλα να απελευθερώσει έναν αθώο άνδρα καταδικασμένο σε θανατική ποινή.
«Η κατάσταση με τον παιδικό μου γείτονα με ώθησε να σκέφτομαι τη θανατική ποινή και με ενδιέφερε πολύ ο τρόπος, με τον οποίο η κοινωνία τείνει να δαιμονοποιεί δολοφόνους, ειδικά τους κατά συρροή δολοφόνους για να τους κάνουν να φαίνονται μη ανθρώπινοι», είπε στην Sun Online. «Αλλά συνήθως, υπάρχει ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης που προηγείται αυτών των πράξεων βίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του Έντμοντ. Ο μπαμπάς του τον εγκατέλειψε, όταν ήταν μικρός και η μαμά του ήταν μια βίαιη αλκοολική γυναίκα που τον κλείδωνε στο υπόγειο. Έφυγε από εκείνην για να είναι με τον μπαμπά του, αλλά ο μπαμπάς του είχε ήδη ξεκινήσει μια νέα οικογένεια και δεν ήθελε να έχει την παραμικρή σχέση με αυτόν. Επομένως είχε υποστεί τρομαχτική ψυχολογική και σωματική κακοποίηση ως παιδί και αν το κάνετε αυτό σε ένα παιδί, μην περιμένετε να εξελιχθεί σε Μητέρα Τερέζα».
Έντμουντ στο Netflix - Αληθινός Έντμουντ
Αποκεφαλισμένες κούκλες και η γάτα της οικογένειας
Όπως ισχυρίζεται ο Ντέιβιντ, η παιδική ηλικία του Έντμουντ Κέμπερ στη Μοντάνα δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένη. Ο μπαμπάς του, βετεράνος του στρατού έφυγε από το σπίτι όταν ο Έντμουντ ήταν 9 ετών, η μητέρα του, Κλάρνελ, που ήταν αλκοολική, τον περιγελούσε, τον μείωνε και τον χλεύαζε, τον φώναζε «φρικιό» και τον ανάγκαζε να κοιμάται στο κλειδωμένο υπόγειο του σπιτιού, πεπεισμένη ότι θα βλάψει τις δύο αδελφές του. Η κακοποποίηση στο μεγαλείο της.
Στα 10 του, ο Έντμουντ έθαψε τη γάτα της οικογένειας αφού της έκοψε το κεφάλι και το κάρφωσε σε ένα ξύλο. Τρία χρόνια αργότερα σκότωσε μια άλλη γάτα, που είχε η οικογένεια και η μαμά του βρήκε τα μέρη του σώματός της στην ντουλάπα του κάποια στιγμή αργότερα. Σκηνοθετούσε τελετουργικές δολοφονίες με τις κούκλες των αδελφών του, αφαιρώντας τα κεφάλια και τα χέρια τους και έπαιζε τα αγαπημένα του παιχνίδια - «Gas Chamber» και «Electric Chair» - όπου η μικρή αδερφή του Έιλιν ενεργοποιούσε ένα φανταστικό διακόπτη και εκείνος σφάδαζε όλο αγωνία, σαν να εκτελούνταν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Σε ένα ανατριχιαστικό προμήνυμα για τα μελλοντικά του εγκλήματα, όταν η μεγαλύτερη αδερφή του τον πείραζε για να φιλήσει μια δασκάλα, απάντησε: «Αν τη φιλήσω, θα πρέπει να την έχω σκοτώσει πρώτα».
Στα 14, ο Κέμπερ το έσκασε για το σπίτι του πατέρα του στο Van Nuys, αλλά εκείνος είχε ξαναπαντρευτεί και τον έστειλε να ζήσει με τους παππούδες του στο North Fork. «Ήταν μια αγροτική κοινότητα, οπότε παρόλο που ήταν ο διπλανός μου γείτονας, ήταν περίπου μισό μίλι μακριά», λέει ο Ντέιβιντ. «Ο παππούς του οδηγούσε ένα ημιφορτηγό και μας πήγαινε στον αυτοκινητόδρομο της κομητείας όπου παίρναμε το λεωφορείο για το σχολείο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθόμουν στην καμπίνα, έτσι γνώριζα πολύ καλά τον Έντμουντ και τον παππού του.
Ακόμα κι έτσι, ο Ντέιβιντ δεν είδε την παραμικρή ένδειξη πως ο Έντμουντ θα εξελισσόταν σε κατά συρροή δολοφονο. «Είχε την ικανότητα να αντέχει τον πόνο, τρυπούσε με μια καρφίτσα ή μια βελόνα στην παλάμη του και έλεγε« Δεν πόνεσα», εξηγεί ο Ντέιβιντ.
«Αλλά υπήρχαν και άλλα παιδιά που γνώριζα που έκαναν εξίσου περίεργα πράγματα, οπότε δεν μπορούσα να μαντέψω την εξέλιξή του».
Διέλυσε το κεφάλι της γιαγιάς του όταν ήταν 15 ετών
Το καλοκαίρι του 1964, ο Kέμπερ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με την 67χρονη γιαγιά του, Μωντ, όταν τσακώθηκαν. Ο 15χρονος βγήκε έξω, πήρε το όπλο που του είχε δώσει ο παππούς του για κυνήγι, επέστρεψε και πυροβόλησε τη γιαγιά του στο κεφάλι και στην πλάτη, πριν την μαχαιρώσει αρκετές φορές. Όταν ο συνονόματος με τον Έντμουντ παππούς του επέστρεψε από τα ψώνια, τον πυροβόλησε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στη μητέρα του πριν επικοινωνήσει με την τοπική αστυνομία και περιμένει ήρεμα να συλληφθεί. Αργότερα τους είπε ότι «απλώς ήθελα να δω πώς θα ένιωθα σκοτώνοντας τη γιαγιά» και ότι σκότωσε τον παππού του ώστε να μην χρειαζόταν να ανακαλύψει ότι η γυναίκα του ήταν νεκρή.
Η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά του.
«Όταν μάθαμε ότι δολοφόνησε τους παππούδες του, απλά έμεινα κατάπληκτος», λέει ο Ντέιβιντ. Δεν έβγαζε νόημα. «Όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι έχουν κάποιο είδος χαρακτηριστικών που τους κάνει να ξεχωρίζουν στο πλήθος, αλλά αυτή δεν ήταν η αίσθησή μου από τον Έντμουντ. Ήταν βασικά ένας φυσιολογικός άντρας μέχρι που άρχισε να σκοτώνει ανθρώπους».
Σεξ με γυμνά αποκεφαλισμένα πτώματα
Δεδομένου ότι ήταν μόλις 15 ετών, θεωρήθηκε πολύ νέος για να έχει καταλογισμό για μια τόσο φρικτή πράξη και τα δικαστήρια έκριναν ότι ο Kέμπερ υπέφερε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια, αλλά οι ψυχίατροι στη φυλακή ανηλίκων Atascadero διαφώνησαν. Βρήκαν ότι ήταν λογικός, χωρίς φαντασιώσεις και πολύ έξυπνος, με πάνω από τον μέσο όρο με IQ 145. Στα 21α γενέθλιά του, ενάντια στις συμβουλές των ψυχιάτρων, απελευθερώθηκε και το ποινικό του μητρώο διαγράφηκε.
Πήγε να ζήσει με τη μητέρα του, αλλά η σχέση συνέχισε να είναι τοξική με συνεχείς καβγάδες και σωματικές επιθέσεις και έτσι μετακόμισε με έναν φίλο του. Βλέποντας πολλές νεαρές γυναίκες να κάνουν ωτοστόπ στην περιοχή του, ο Kέμπερ άρχισε να φαντασιώνεται την απαγωγή και τη θανάτωσή τους και άρχισε να αποθηκεύει πλαστικές σακούλες, μαχαίρια, κουβέρτες και χειροπέδες.
Ισχυρίζεται ότι πήρε 150 νεαρές γυναίκες με ωτοστόπ και τις άφησε αβλαβείς στον προορισμό τους, πριν οι σεξουαλικές του δολοφονικές ορμές - τις οποίες ονόμαζε «μικρούς θησαυρούς» - τον οδηγήσουν να σκοτώσει.
Η Μαίρη Ανν Πέσκε και η Ανίτα Λουτσέσα, και οι δύο 18 ετών, ήταν οι άτυχες νέες κοπέλες που έγιναν τα πρώτα θύματά του. Αφού τις πήρε με ωτοστόπ στον αυτοκινητόδρομο, τον Μάιο του 1972, και συμφώνησε να τις πάει στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ο Kέμπερ τις οδήγησε σε ένα απομονωμένο δάσος κοντά στην Alameda της Καλιφόρνιας, όπου έδεσε με χειροπέδες την Πέσκε απ' το χέρι και την Λουτσέσα από την μπότα της, πριν μαχαιρώσει και στραγγαλίσει και τις δύο. Στη συνέχεια τις μετέφερε στο διαμέρισμά του, όπου φωτογράφισε τα γυμνά πτώματά τους και έκανε σεξ μαζί τους. Στη συνέχεια τις διαμέλισε και απέθεσε τα μέρη του σώματός τους σε μια χαράδρα στο βουνό Loma Prieta.
Ένα πτώμα στη ντουλάπα
Τέσσερις μήνες αργότερα, πήρε από τον δρόμο την 15χρονη Άικο Κου, με την απειλή όπλου, στη συνέχεια τη βίασε, την σκότωσε κι έκανε… σεξ μαζί της. Αφού επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του, όπου και έμενε, τον Ιανουάριο του 1973, πήρε από το δρόμο την 18χρονη φοιτήτρια Σίντυ Σαλ, την πυροβόλησε και έκρυψε το σώμα της σε μια ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρά του. Έκανε σεξ με το άψυχο σώμα της το επόμενο πρωί αφού η μητέρα του έφυγε για τη δουλειά και στη συνέχεια τη διαμέλισε στο μπάνιο. Κράτησε το κεφάλι της για αρκετές ημέρες, κάνοντας πάνω του μια άρρωστη σεξουαλική πράξη, πριν το θάψει στον κήπο της μητέρας του- αργότερα αστειεύτηκε ότι «ήθελα πάντα οι άνθρωποι να την κοιτάζουν».
Ένα μήνα αργότερα, μετά από άλλο ένα μεγάλο καβγά με τη μητέρα του, πήρε από το δρόμο δύο φοιτήτριες - την 23χρονη Ρόζαλιντ Θορπ και και την 20χρονη Άλισον Λιου. Τις πυροβολησε, τις αποκεφάλισε και τις πήγε στο σπίτι της μητέρας του, όπου έκανε σεξ με τα ακέφαλα σώματά τους.
Το κομμένο κεφάλι της μαμάς χρησιμοποιήθηκε ως στόχος για βελάκια
Το ξεφάντωμα του Κέμπερ τερματίστηκε τελικά όταν δολοφόνησε την πραγματική πηγή του θυμού του - τη μητέρα του. Αφού περίμενε να κοιμηθεί, την χτύπησε με ένα σφυρί και έκοψε το λαιμό της με ένα μαχαίρι πριν την αποκεφαλίσει και χρησιμοποιήσει το κομμένο κεφάλι της σε σεξουαλική πράξη. Είπε στην αστυνομία ότι «έβαλα το κεφάλι της σε ένα ράφι και μου ούρλιαζε για μια ώρα… Μετά έριξα βελάκια σε αυτό»
Αφού έκρυψε το σώμα σε μια ντουλάπα, κάλεσε στο σπίτι την καλύτερη φίλη της μητέρας του, την 59χρονη Σάλι Χάλετ, και την στραγγάλισε. Στη συνέχεια έγραψε ένα σημείωμα στην αστυνομία, λέγοντας: «Δεν χρειάζεται να υποφέρει πλέον στα χέρια αυτού του φρικτού "δολοφονικού Χασάπη". Ήταν γρήγορο - κοιμόταν - όπως το ήθελα. Δεν είναι τσαπατσούλικο και μισοτελειωμένο, κύριοι. Απλώς "έλλειψη χρόνου". Έχω πράγματα να κάνω!»
Αφού οδήγησε 1.000 μίλια στο Κολοράντο, κάλεσε την αστυνομία και τους είπε τι είχε κάνει πριν, για άλλη μια φορά, περιμένοντας να συλληφθεί. Παρά τον ισχυρισμό της παραφροσύνης στο Δικαστήριο, ο Kέμπερ κρίθηκε πως είχε σώας τας φρένας και ένοχος για οκτώ κατηγορίες ανθρωποκτονίας τον Νοέμβριο του 1973.
Ζήτησε ο ίδιος την επιβολή σε βάρος του της θανατικής ποινής, και μάλιστα ζήτησε «θάνατο με βασανιστήρια», αλλά, λόγω της αναστολής της επιβολής της θανατικής ποινής, καταδικάσθηκε σε επτάκις ισόβια.
Τα θύματα του Έντμουντ Κέμπερ
«Η ανθρώπινη θυσία ως κόλπο δημοσιότητας»
Το ζήτημα της θανατικής ποινής έχει έρθει στο προσκήνιο στις ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πίεσε ώστε να ανατραπεί η 20ετής αναστολή σε ομοσπονδιακές εκτελέσεις - εκεί όπου η κυβέρνηση μπορεί να παρακάμψει τους κρατικούς νόμους για να επιβληθεί και να εκτελεσθεί θανατική ποινή.
Αυτό το καλοκαίρι ο κατά συρροή δολοφόνος Ντάνιελ Λιούις Λη έγινε ο πρώτος από πολλούς προγραμματισμένους να εκτελεσθούν με θανατηφόρο ένεση μέσα τους επόμενους μήνες.
Για τον Ντέιβιντ Ντόζιερ, οι «κραυγές για αίμα» είναι πολιτικό ζήτημα: «Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών λένε τώρα ότι η ζωή στη φυλακή χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα αναστολής είναι προτιμότερη από τη θανατική ποινή, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Gallup. Νομίζω ότι υπήρξε μια σημαντική αλλαγή μεταξύ των Αμερικανών, αλλά τα πολιτικά κόμματα είναι σε άλλη φάση, δεν ακολουθούν την κοινή γνώμη. Ο προγραμματισμός των ομοσπονδιακών εκτελέσεων αυτό το καλοκαίρι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανθρώπινες θυσίες ως κόλπο διαφήμισης για να προσελκύσει τη βάση του Τραμπ. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος του διαλόγου σχετικά με τη θανατική ποινή στις ΗΠΑ συχνά βγαίνει μόνο σε αυτοκόλλητα για τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου».
Το πρόβλημα, λέει, είναι ότι οι Εισαγγελείς και οι Δημόσιοι Κατήγοροι των ΗΠΑ εκλέγονται: «Λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους χρηματοδότησης από αστυνομικά και συνδικαλιστικά σωματεία, έτσι έχουν μια βάση που είναι πολύ υπέρ της θανατικής ποινής. Οπότε, εάν μπορούν να έχουν κάποιον που να είναι ένας «ελκυστικός» υποψήφιος για εκτέλεση θανατικής ποινής - για παράδειγμα ένας μαύρος που διέπραξε πολλές δολοφονίες εναντίον λευκών ανθρώπων, και ειδικά παιδιών - αυτό είναι το είδος της υπόθεσης που λαμβάνει πολλή δημοσιότητα και πραγματικά απευθύνεται στους ανθρώπους που χρηματοδότησαν την καμπάνια».
Ως ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης της θανατικής ποινής επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι το μόνο ανεπτυγμένο δυτικό κράτος που εξακολουθεί να επιβάλλει και να εκτελεί -σε κάποιες Πολιτείες- τη θανατική ποινή. Με τη σκέψη αυτήν, ο Ντέιβιντ ήθελε να μεταδώσει το μήνυμά του με προσιτό τρόπο - γι 'αυτό αποφάσισε να γράψει το μυθιστόρημα. «Υπάρχουν πολλά σπουδαία βιβλία μη μυθοπλασίας σχετικά με το θέμα αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν ευκολότερο να κάνουμε τους ανθρώπους να δώσουν προσοχή στα ζητήματα αυτά αν τα έλεγα ως ιστορία...».
Ενώ ο Ντέιβιντ εργαζόταν στο βιβλίο του, ο πρώην γείτονάς του Έντμουντ Κέμπερ χάραζε τη δική του λογοτεχνική καριέρα - καταγράφοντας ηχητικά βιβλία για τους τυφλούς από το κελί του. «Του έστειλα ένα γράμμα και τον ρώτησα αν θα ενδιαφερόταν να κάνει μια αφήγηση του βιβλίου μου, αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση», λέει ο David. «Δεν είχα επαφή μαζί του από τότε που ήμασταν 15 χρονών, αλλά βέβαια δεν ξέρω αν έλαβε ποτέ την επιστολή…».
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ