2020-11-03 12:11:50
Γράφει ο Γιώργος Ι. Στάθης, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ)
Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στους συντελεστές της επιτυχούς έκβασης της πρώτης φάσης της πανδημίας. Καταγράφηκαν η έγκυρη επιδημιολογική διάγνωση, η ταχεία επεξεργασία διαδικασιών και κάλυψη των υλικοτεχνικών ελλείψεων και φυσικά ο ευσυνείδητος επαγγελματισμός και η ενσυναίσθηση του νοσοκομειακού προσωπικού.
Τονίσαμε όμως ότι, ουσιαστικά, η θετική έκβαση διαμορφώθηκε έξω και πριν τα νοσοκομεία, με βασικό συντελεστή την αυτοσυγκράτηση των πολιτών και την πειθαρχία στα πρόσκαιρα περιοριστικά μέτρα, με μείωση των διαπροσωπικών επαφών κατά 86%. Το ΕΣΥ ετοιμάστηκε, κατά το δυνατόν, αλλά δεν δοκιμάστηκε.
Πέραν των οικονομικών συνεπειών του lockdown, η λήξη της καραντίνας αποκάλυψε την κόπωση της κοινωνίας, που επέστρεψε ορμητικά στις παλιές, ευχάριστες συνήθειες. Οι ενδείξεις απροθυμίας συναίνεσης σε μακροχρόνιους περιορισμούς ήταν σαφείς, όπως και η επίδραση των θεωριών συνωμοσίας και της έλλειψης πειστικής ενημέρωσης του πληθυσμού.
Διαπιστώθηκε επίσης υστέρηση σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως οι αστικές συγκοινωνίες, η λήψη αυστηρών μέτρων πρόληψης της υπερμετάδοσης του ιού σε χώρους κλειστής διαβίωσης κ.λπ.
Φάνηκε ότι κάτι δεν πήγαινε επαρκώς καλά, γι’ αυτό είχαμε σημειώσει ότι, στην περίπτωση της πραγματικής δοκιμασίας, θα είναι αναπόφευκτη η ανάδυση των αδυναμιών του κράτους, και όχι μόνο στον τομέα υγείας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας στηρίχθηκε στη μονοσήμαντη «ιατρική» θεώρηση του προβλήματος. Δεν επιδιώχθηκε η διεπιστημονική συνεργασία, που είναι αναγκαία σε καταστάσεις καθοριζόμενες κυρίως από την κοινωνική συμπεριφορά.
Αντί μιας αμιγώς ιατρικής 31μελούς επιτροπής, θα ήταν χρήσιμη η παρουσία στους κόλπους της και ψυχολόγου, κοινωνιολόγου, επικοινωνιολόγου, νομικού, συγκοινωνιολόγου, εκπαιδευτικού κ.λπ., ώστε να εκπονηθεί ένα αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης της Covid-19 κυρίως στην κοινότητα και να μη δοθεί η εντύπωση ότι η βασική γραμμή άμυνας είναι τα νοσοκομεία. Να σημειωθεί επίσης η ανάγκη ύπαρξης ενός τεχνοκράτη επαγγελματία manager, διότι οποιοδήποτε σχέδιο χρειάζεται και τον ειδικό που θα το υλοποιήσει.
Ας δούμε όμως μερικές διαστάσεις της υγειονομικής πολιτικής, που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα. Το ΕΣΥ συνέχισε να ετοιμάζεται, θεωρώντας την αντιμετώπιση της πανδημίας ως «νοσοκομειακό» ζήτημα. Η βαρύτητα δόθηκε μονομερώς στην αύξηση των ειδικών κλινών και κλινικών, στη χωρητικότητα των ΜΕΘ και στην (όποια) ενίσχυση των ΤΕΠ.
Ο πληθυσμός έλαβε το επαναλαμβανόμενο μήνυμα ότι πρέπει να προσβλέπει στα νοσοκομεία και φυσικά στα ΤΕΠ προσέρχονται (κυρίως υποτιθέμενα ή πιθανά) περιστατικά κορωνοϊού, ακόμη και σε ποσοστό 90% του συνόλου!
Αντίθετα, δεν υπήρξε ενδιαφέρον για την ταχεία ενεργοποίηση των δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας που, υπό συνθήκες, μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη διαγνωστική, θεραπευτική και κατ’ οίκον αντιμετώπιση μεγάλου αριθμού περιστατικών. Είναι λάθος να έχει η ΠΦΥ –ακόμη και στην περίπτωση μιας πανδημίας- ρόλο τροχονόμου προς τα νοσηλευτικά ιδρύματα. Αλλά αυτή είναι μια από τις μεγάλες δυσλειτουργίες, που επιβάλουν την «επανίδρυση» του ΕΣΥ.
Προσωπικό χωρίς εκπαίδευση
Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι η πολιτική που (δεν) εφαρμόστηκε μέσα στα νοσοκομεία. Φαίνεται ότι δεν υπήρξε ταχύρρυθμη εκπαίδευση του προσωπικού όλων των κλάδων και ειδικοτήτων στην αντιμετώπιση της Covid-19.
Επιπλέον, δεν εξασφαλίστηκε η δραστική αποφυγή των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και η προστασία του προσωπικού. Έτσι, η συνεχής επέκταση των κλινικών υποδομών για την πανδημία και η αθρόα προσέλευση πολιτών, (δικαίως ή αδίκως), συνοδεύεται σήμερα από την απουσία ευάριθμου, αναγκαστικά σχολάζοντος, ασυμπτωματικού και νοσούντος ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Ενός έμπειρου δυναμικού, που δεν μπορεί να υποκατασταθεί εύκολα, στη διάρκεια της πανδημίας.
Αυτές οι παρατηρήσεις αξίζουν ίσως προσοχής, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που ο ιός μεταλλάσσεται γενετικά και αναμένονται νέα, συνεχόμενα κύματα επιθέσεων. Πρέπει να δοθεί βάρος στην πειστική ενημέρωση και πρόθυμη συνεργασία του πληθυσμού, αφενός διότι είναι ανέφικτη η υγειονομική αστυνόμευση κάθε γειτονιάς και κάθε πολυκατοικίας, αφετέρου διότι οι μακροχρόνιες απαγορεύσεις χωρίς κοινωνική συναίνεση είναι πιθανό να πυροδοτήσουν ανεπιθύμητες αντιδράσεις κάθε μορφής, διότι δεν ζούμε στην Νοτιοανατολική Ασία.
Πρώτη, όμως, πρέπει να πεισθεί η πολιτεία, ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας είναι εξωνοσοκομειακή υπόθεση πειθούς και να δραστηριοποιηθεί διεπιστημονικά προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι τα πάσης φύσεως lockdown είναι αδύνατο να επαναλαμβάνονται κάθε 2-3 μήνες, ενώ τα νοσοκομεία (πρέπει να) είναι η τελευταία και όχι η μόνη γραμμή άμυνας.
Γιώργος Ι. Στάθης
Πρόεδρος της ΕΕΜΥΥ
medispin
Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στους συντελεστές της επιτυχούς έκβασης της πρώτης φάσης της πανδημίας. Καταγράφηκαν η έγκυρη επιδημιολογική διάγνωση, η ταχεία επεξεργασία διαδικασιών και κάλυψη των υλικοτεχνικών ελλείψεων και φυσικά ο ευσυνείδητος επαγγελματισμός και η ενσυναίσθηση του νοσοκομειακού προσωπικού.
Τονίσαμε όμως ότι, ουσιαστικά, η θετική έκβαση διαμορφώθηκε έξω και πριν τα νοσοκομεία, με βασικό συντελεστή την αυτοσυγκράτηση των πολιτών και την πειθαρχία στα πρόσκαιρα περιοριστικά μέτρα, με μείωση των διαπροσωπικών επαφών κατά 86%. Το ΕΣΥ ετοιμάστηκε, κατά το δυνατόν, αλλά δεν δοκιμάστηκε.
Πέραν των οικονομικών συνεπειών του lockdown, η λήξη της καραντίνας αποκάλυψε την κόπωση της κοινωνίας, που επέστρεψε ορμητικά στις παλιές, ευχάριστες συνήθειες. Οι ενδείξεις απροθυμίας συναίνεσης σε μακροχρόνιους περιορισμούς ήταν σαφείς, όπως και η επίδραση των θεωριών συνωμοσίας και της έλλειψης πειστικής ενημέρωσης του πληθυσμού.
Διαπιστώθηκε επίσης υστέρηση σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως οι αστικές συγκοινωνίες, η λήψη αυστηρών μέτρων πρόληψης της υπερμετάδοσης του ιού σε χώρους κλειστής διαβίωσης κ.λπ.
Φάνηκε ότι κάτι δεν πήγαινε επαρκώς καλά, γι’ αυτό είχαμε σημειώσει ότι, στην περίπτωση της πραγματικής δοκιμασίας, θα είναι αναπόφευκτη η ανάδυση των αδυναμιών του κράτους, και όχι μόνο στον τομέα υγείας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας στηρίχθηκε στη μονοσήμαντη «ιατρική» θεώρηση του προβλήματος. Δεν επιδιώχθηκε η διεπιστημονική συνεργασία, που είναι αναγκαία σε καταστάσεις καθοριζόμενες κυρίως από την κοινωνική συμπεριφορά.
Αντί μιας αμιγώς ιατρικής 31μελούς επιτροπής, θα ήταν χρήσιμη η παρουσία στους κόλπους της και ψυχολόγου, κοινωνιολόγου, επικοινωνιολόγου, νομικού, συγκοινωνιολόγου, εκπαιδευτικού κ.λπ., ώστε να εκπονηθεί ένα αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης της Covid-19 κυρίως στην κοινότητα και να μη δοθεί η εντύπωση ότι η βασική γραμμή άμυνας είναι τα νοσοκομεία. Να σημειωθεί επίσης η ανάγκη ύπαρξης ενός τεχνοκράτη επαγγελματία manager, διότι οποιοδήποτε σχέδιο χρειάζεται και τον ειδικό που θα το υλοποιήσει.
Ας δούμε όμως μερικές διαστάσεις της υγειονομικής πολιτικής, που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα. Το ΕΣΥ συνέχισε να ετοιμάζεται, θεωρώντας την αντιμετώπιση της πανδημίας ως «νοσοκομειακό» ζήτημα. Η βαρύτητα δόθηκε μονομερώς στην αύξηση των ειδικών κλινών και κλινικών, στη χωρητικότητα των ΜΕΘ και στην (όποια) ενίσχυση των ΤΕΠ.
Ο πληθυσμός έλαβε το επαναλαμβανόμενο μήνυμα ότι πρέπει να προσβλέπει στα νοσοκομεία και φυσικά στα ΤΕΠ προσέρχονται (κυρίως υποτιθέμενα ή πιθανά) περιστατικά κορωνοϊού, ακόμη και σε ποσοστό 90% του συνόλου!
Αντίθετα, δεν υπήρξε ενδιαφέρον για την ταχεία ενεργοποίηση των δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας που, υπό συνθήκες, μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη διαγνωστική, θεραπευτική και κατ’ οίκον αντιμετώπιση μεγάλου αριθμού περιστατικών. Είναι λάθος να έχει η ΠΦΥ –ακόμη και στην περίπτωση μιας πανδημίας- ρόλο τροχονόμου προς τα νοσηλευτικά ιδρύματα. Αλλά αυτή είναι μια από τις μεγάλες δυσλειτουργίες, που επιβάλουν την «επανίδρυση» του ΕΣΥ.
Προσωπικό χωρίς εκπαίδευση
Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι η πολιτική που (δεν) εφαρμόστηκε μέσα στα νοσοκομεία. Φαίνεται ότι δεν υπήρξε ταχύρρυθμη εκπαίδευση του προσωπικού όλων των κλάδων και ειδικοτήτων στην αντιμετώπιση της Covid-19.
Επιπλέον, δεν εξασφαλίστηκε η δραστική αποφυγή των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων και η προστασία του προσωπικού. Έτσι, η συνεχής επέκταση των κλινικών υποδομών για την πανδημία και η αθρόα προσέλευση πολιτών, (δικαίως ή αδίκως), συνοδεύεται σήμερα από την απουσία ευάριθμου, αναγκαστικά σχολάζοντος, ασυμπτωματικού και νοσούντος ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Ενός έμπειρου δυναμικού, που δεν μπορεί να υποκατασταθεί εύκολα, στη διάρκεια της πανδημίας.
Αυτές οι παρατηρήσεις αξίζουν ίσως προσοχής, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που ο ιός μεταλλάσσεται γενετικά και αναμένονται νέα, συνεχόμενα κύματα επιθέσεων. Πρέπει να δοθεί βάρος στην πειστική ενημέρωση και πρόθυμη συνεργασία του πληθυσμού, αφενός διότι είναι ανέφικτη η υγειονομική αστυνόμευση κάθε γειτονιάς και κάθε πολυκατοικίας, αφετέρου διότι οι μακροχρόνιες απαγορεύσεις χωρίς κοινωνική συναίνεση είναι πιθανό να πυροδοτήσουν ανεπιθύμητες αντιδράσεις κάθε μορφής, διότι δεν ζούμε στην Νοτιοανατολική Ασία.
Πρώτη, όμως, πρέπει να πεισθεί η πολιτεία, ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας είναι εξωνοσοκομειακή υπόθεση πειθούς και να δραστηριοποιηθεί διεπιστημονικά προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι τα πάσης φύσεως lockdown είναι αδύνατο να επαναλαμβάνονται κάθε 2-3 μήνες, ενώ τα νοσοκομεία (πρέπει να) είναι η τελευταία και όχι η μόνη γραμμή άμυνας.
Γιώργος Ι. Στάθης
Πρόεδρος της ΕΕΜΥΥ
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Έλα στη θέση μου»: Όσα θα δούμε στο αποψινό επεισόδιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ