2020-11-05 23:08:07
Ένα παιδί του Εμφυλίου θυμάται
Στα δεκάδες χιλιάδες θύματα των κομμουνιστών της Ελλάδος τη δεκαετία 1940-49, μερικά ήταν τυχερά στην ατυχία τους μετά θάνατον.
Κλασσικό παράδειγμα η Ελένη Γκατζογιάννη το Λιά της Μουργκάνας, της οποίας την άδικη θυσία στο βωμό της κομμουνιστικής μισαλλοδοξίας ο γυιός της την έκανε πασίγνωστη ανά τον κόσμο.
Ο εικοσάχρονος Στέφος Σουλής από το Ροδοβίζι Ιωαννίνων, όχι πολύ μακριά από το Λιά, μαρτύρησε στις 21 Νοεμβρίου 1948, κάτι λιγότερο από 3 μήνες μετά την Ελένη. Δυό αθώα θύματα από τους 300 και πλέον αθώους αμάχους που δολοφόνησε ο λεγόμενος ΔΣΕ στα χωριά της Μουργκάνας στους 11 μήνες του 1948 που κυριάρχησε εκεί, πριν εκδιωχθεί για πάντα από τον Ελληνικό Στρατό.
Ο νεαρός Στέφος Σουλής, ήταν υποψήφιος πατέρας όταν μαρτύρησε. Ο ορφανός γυιός του γεννήθηκε με ένα σημάδι στο κεφάλι του, αποτέλεσμα ενός βάναυσου κτυπήματος που δέχτηκε η μάνα του στην εξωγκομένη κοιλιά της με το κοντάκι όπλου γιατί παρακαλούσε τους αντάρτες να αφήσουν τον άνδρα της.
Η Στεφανία Σουλή είναι εγγονή του Στέφου και τον τίμησε περιγράφοντας την άδικη θυσία του και καλλιεργώντας τη μνήμη του με το πρώτο της έργο: «Λιβιάχοβο λένε το μοιρολόγι».
Ένα έργο σκληρό στις λεπτομέρειες και δύσκολο να διαβαστεί με στεγνά μάτια. Η συγγραφέας περιγράφει την απλή ζωή του Στέφου στο χωριό και αυτά που ακολούθησαν την σύλληψή του από τους αντάρτες εκεί που δούλευε στους αγρούς του. Το τέλος του Στέφου ήταν φριχτό στα χέρια των αδίστακτων μικροκομισσάριων του «ΔΣΕ». Ενώ μάλλον είχε συλληφθεί στην τύχη, επειδή έτυχε στον δρόμο των ανταρτών και λόγω ηλικίας πληρούσε την εικόνα του υποψήφιου αντάρτη, τελικά δολοφονήθηκε γιατί κάποιος συγχωριανός του αντάρτης κατέδωσε ότι ως δεκαεξάχρονο παιδί το 1944 είχε πάει στα Γιάννενα και είχε καταταγεί για λίγο στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα.
Τον άτυχο Στέφο τον έθαψαν ζωντανό με δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα, αφού πρώτα τον υποχρέωσαν να σκάψει το πρόχειρο μνήμα του με τα χέρια του. Με τον ίδιο βάρβαρο τρόπο δολοφόνησαν μαζί του και 2 αιχμαλώτους στρατιώτες.
Στο δεύτερο « Ιτς - Από το Λιβιάχοβο στη Ντουσκάρα», η συγγραφέας με εξαιρετική δεξιοσύνη περιέγραψε τη ζωή στο χωριό της χήρας του Στέφου με το μικρό ορφανό της, τον Γιάννη. Ζώντας με το ορφανό της μέσα στη δυσβάσταχτη φτώχεια του χωριού στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ζεί και τον εμφύλιο των δύο οικογενειών, των γονέων της και των πεθερικών της. Για τις ευθύνες του χαμού του Στέφου και για τη συντήρηση της ορφανής οικογένειάς του. Η ιστορία καταλήγει με δύο ακόμη θύματα, τη χήρα που πιέζεται να ξαναπαντρευτεί και τον μικρό Γιάννη που τον χωρίζουν από τη μητέρα του.
Το τρίτο έργο της Στεφανίας, το «ΖΗΡΟ – Μαρτυρία για τις Παιδοπόλεις. Ένα παιδί του Εμφυλίου θυμάται», αρχίζει από εκεί που τελείωσε το προηγούμενο. Ο Γιάννης, το μικρό ορφανό του Στέφου, ζεί πνιγμένο στο χωριό, αδιάφορο στο σχολείο, ανικανοποίητο από τα πάντα λόγω της έλλειψης μητρικής αγάπης, παρά την προσπάθεια των παππούδων του να την ανατικαταστήσουν. Με την παρεμβολή του δασκάλου του χωριού, ο μικρός Γιάννης καταλήγει στην Παιδόπολη «Αγία Ελένη» των Ιωαννίνων και αρχίζει γι αυτόν η διχασμένη ζωή του.
Εκεί αρχίζει η νέα δραματική σελίδα στη ζωή του μικρού ορφανού Γιάννη. Οι περιποιήσεις του προσωπικού και οι καλές συνθήκες διαβίωσης στην Παιδόπολη δεν στέκονται ικανές να αναπληρώσουν το εσωτερικό κενό από τα αισθήματα εγκατάλειψης από την οικογένειά του που είχαν φωλιάσει για καλά μέσα στην ψυχή του. Η συγγραφέας έχει κατορθώσει να παρουσιάσει με περισσή παραστατικότητα τις μνήμες του πατέρα της, όπως τις ξεδίπλωσε γι αυτήν μέσα από τις μαρτυρίες του, φωτογραφίες και γράμματα εκείνης της περιόδου.
Περιγράφει αδρά τον θυμό του και την απελπισία του για την εγκατάλειψη που συχνά ένοιωθε όταν ερχόταν το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα κι αυτός έμενε στην Παιδόπολη, μαζί με τα λιγα άλλα παιδιά που δεν ερχόταν κάποιος να τα πάρει. Στα τάρταρα που έπεφτε η ψυχή του όταν δεν λάμβανε απάντηση στα ολιγόλογα γράμματά του ή εκείνα τα καλοκαίρια που η γιαγιά του δεν πήγε να τον πάρει στο χωριό ούτε και για το καλοκαίρι.
Ο μικρός Γιάννης πέρασε ένα διάστημα 3 ετών στην Παιδόπολη της «Αγίας Ελένης», αγωνιζόμενος με τον εαυτό του να συνηθίσει τις συνθήκες της εσώκλειστης ζωής αντί του χωριού που τώρα του έλειπε και το επιθυμούσε με όλη τη δύναμη της νεανικής του ψυχής. Μετά, όλα τα παιδιά (αγόρια) της «Αγίας Ελένης» μεταφέρθηκαν στην Παιδόπολη «Αγιος Αλέξανδρος» Ζηρού, κοντά στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Παρά το ότι στην αρχή η απογοήτευσή του μεγάλωσε γιατί τώρα στην απομόνωση της Παιδόπολης προστέθηκε και η απόσταση από το χωριό του που μεγάλωσε.
Όμως, τα αισθήματα του μικρού Γιάννη σιγά-σιγά αλλάζουν και η συγγραφέας παρουσιάζει αυτήν την σταδιακή και συνεχή μεταλλαγή του σε προσεκτικό και επιμελή μαθητή, φίλο του προσωπικού και πρόθυμο να βοηθήσει, παρά την μόνιμη αγωνία του αν το επόμενο καλοκαίρι θα μείνει στο Ζηρό ή αν κάποιος παππούς ή γιαγιά θα φανεί να τον πάρει στο χωριό. Μαζί με την περιγραφή των αισθημάτων, των χαρμόσυνων και των λυπηρών μικρογεγονότων που μας δίνει η συγγραφέας, μπορούμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου να δούμε και το θετικό έργο που επιτέλεσαν οι Παιδοπόλεις τη δύσκολη εκεινη μεταπολεμική περίοδο.
Φυσικά, το προσωπικό τους δεν μπορούσε να αντικαστήσει τους γονείς ή τους παππούδες των παιδιών, αλλά από τις μνήμες του Γιάννη Σούλη η εικόνα που λαμβάνουμε είναι μόνο θετική για τις προσπάθειές τους και τα αποτελέσματα που είχαν.
Το βιβλίο της Στεφανίας Σούλη, πέραν του ότι είναι ένα εξαιρετικό αποτύπωμα της μαρτυρίας του πατέρα της για την περίοδο που έζησε στις Παιδοπόλεις, μας δίδει μια καλή ιδέα του έργου αυτού του οργανισμού, ο οποίος δυστυχώς έχει δεχθεί βιτριολικές επιθέσεις από τη στρατευμένη ιστοριογραφία της Αριστεράς.
Το βιβλίο επίσης είναι μια μελέτη της ζωής στην Ελληνική ύπαιθρο τη δεκαετία του 1950-60, ζωής που εξέλειπε ως δια μαγείας εντός ολίγων ετών και είναι απολύτως άγνωστη σήμερα για νεώτερους των 60 ετών!
ΠΗΓΗ
proskynitis
Στα δεκάδες χιλιάδες θύματα των κομμουνιστών της Ελλάδος τη δεκαετία 1940-49, μερικά ήταν τυχερά στην ατυχία τους μετά θάνατον.
Κλασσικό παράδειγμα η Ελένη Γκατζογιάννη το Λιά της Μουργκάνας, της οποίας την άδικη θυσία στο βωμό της κομμουνιστικής μισαλλοδοξίας ο γυιός της την έκανε πασίγνωστη ανά τον κόσμο.
Ο εικοσάχρονος Στέφος Σουλής από το Ροδοβίζι Ιωαννίνων, όχι πολύ μακριά από το Λιά, μαρτύρησε στις 21 Νοεμβρίου 1948, κάτι λιγότερο από 3 μήνες μετά την Ελένη. Δυό αθώα θύματα από τους 300 και πλέον αθώους αμάχους που δολοφόνησε ο λεγόμενος ΔΣΕ στα χωριά της Μουργκάνας στους 11 μήνες του 1948 που κυριάρχησε εκεί, πριν εκδιωχθεί για πάντα από τον Ελληνικό Στρατό.
Ο νεαρός Στέφος Σουλής, ήταν υποψήφιος πατέρας όταν μαρτύρησε. Ο ορφανός γυιός του γεννήθηκε με ένα σημάδι στο κεφάλι του, αποτέλεσμα ενός βάναυσου κτυπήματος που δέχτηκε η μάνα του στην εξωγκομένη κοιλιά της με το κοντάκι όπλου γιατί παρακαλούσε τους αντάρτες να αφήσουν τον άνδρα της.
Η Στεφανία Σουλή είναι εγγονή του Στέφου και τον τίμησε περιγράφοντας την άδικη θυσία του και καλλιεργώντας τη μνήμη του με το πρώτο της έργο: «Λιβιάχοβο λένε το μοιρολόγι».
Ένα έργο σκληρό στις λεπτομέρειες και δύσκολο να διαβαστεί με στεγνά μάτια. Η συγγραφέας περιγράφει την απλή ζωή του Στέφου στο χωριό και αυτά που ακολούθησαν την σύλληψή του από τους αντάρτες εκεί που δούλευε στους αγρούς του. Το τέλος του Στέφου ήταν φριχτό στα χέρια των αδίστακτων μικροκομισσάριων του «ΔΣΕ». Ενώ μάλλον είχε συλληφθεί στην τύχη, επειδή έτυχε στον δρόμο των ανταρτών και λόγω ηλικίας πληρούσε την εικόνα του υποψήφιου αντάρτη, τελικά δολοφονήθηκε γιατί κάποιος συγχωριανός του αντάρτης κατέδωσε ότι ως δεκαεξάχρονο παιδί το 1944 είχε πάει στα Γιάννενα και είχε καταταγεί για λίγο στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα.
Τον άτυχο Στέφο τον έθαψαν ζωντανό με δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα, αφού πρώτα τον υποχρέωσαν να σκάψει το πρόχειρο μνήμα του με τα χέρια του. Με τον ίδιο βάρβαρο τρόπο δολοφόνησαν μαζί του και 2 αιχμαλώτους στρατιώτες.
Στο δεύτερο « Ιτς - Από το Λιβιάχοβο στη Ντουσκάρα», η συγγραφέας με εξαιρετική δεξιοσύνη περιέγραψε τη ζωή στο χωριό της χήρας του Στέφου με το μικρό ορφανό της, τον Γιάννη. Ζώντας με το ορφανό της μέσα στη δυσβάσταχτη φτώχεια του χωριού στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ζεί και τον εμφύλιο των δύο οικογενειών, των γονέων της και των πεθερικών της. Για τις ευθύνες του χαμού του Στέφου και για τη συντήρηση της ορφανής οικογένειάς του. Η ιστορία καταλήγει με δύο ακόμη θύματα, τη χήρα που πιέζεται να ξαναπαντρευτεί και τον μικρό Γιάννη που τον χωρίζουν από τη μητέρα του.
Το τρίτο έργο της Στεφανίας, το «ΖΗΡΟ – Μαρτυρία για τις Παιδοπόλεις. Ένα παιδί του Εμφυλίου θυμάται», αρχίζει από εκεί που τελείωσε το προηγούμενο. Ο Γιάννης, το μικρό ορφανό του Στέφου, ζεί πνιγμένο στο χωριό, αδιάφορο στο σχολείο, ανικανοποίητο από τα πάντα λόγω της έλλειψης μητρικής αγάπης, παρά την προσπάθεια των παππούδων του να την ανατικαταστήσουν. Με την παρεμβολή του δασκάλου του χωριού, ο μικρός Γιάννης καταλήγει στην Παιδόπολη «Αγία Ελένη» των Ιωαννίνων και αρχίζει γι αυτόν η διχασμένη ζωή του.
Εκεί αρχίζει η νέα δραματική σελίδα στη ζωή του μικρού ορφανού Γιάννη. Οι περιποιήσεις του προσωπικού και οι καλές συνθήκες διαβίωσης στην Παιδόπολη δεν στέκονται ικανές να αναπληρώσουν το εσωτερικό κενό από τα αισθήματα εγκατάλειψης από την οικογένειά του που είχαν φωλιάσει για καλά μέσα στην ψυχή του. Η συγγραφέας έχει κατορθώσει να παρουσιάσει με περισσή παραστατικότητα τις μνήμες του πατέρα της, όπως τις ξεδίπλωσε γι αυτήν μέσα από τις μαρτυρίες του, φωτογραφίες και γράμματα εκείνης της περιόδου.
Περιγράφει αδρά τον θυμό του και την απελπισία του για την εγκατάλειψη που συχνά ένοιωθε όταν ερχόταν το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα κι αυτός έμενε στην Παιδόπολη, μαζί με τα λιγα άλλα παιδιά που δεν ερχόταν κάποιος να τα πάρει. Στα τάρταρα που έπεφτε η ψυχή του όταν δεν λάμβανε απάντηση στα ολιγόλογα γράμματά του ή εκείνα τα καλοκαίρια που η γιαγιά του δεν πήγε να τον πάρει στο χωριό ούτε και για το καλοκαίρι.
Ο μικρός Γιάννης πέρασε ένα διάστημα 3 ετών στην Παιδόπολη της «Αγίας Ελένης», αγωνιζόμενος με τον εαυτό του να συνηθίσει τις συνθήκες της εσώκλειστης ζωής αντί του χωριού που τώρα του έλειπε και το επιθυμούσε με όλη τη δύναμη της νεανικής του ψυχής. Μετά, όλα τα παιδιά (αγόρια) της «Αγίας Ελένης» μεταφέρθηκαν στην Παιδόπολη «Αγιος Αλέξανδρος» Ζηρού, κοντά στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Παρά το ότι στην αρχή η απογοήτευσή του μεγάλωσε γιατί τώρα στην απομόνωση της Παιδόπολης προστέθηκε και η απόσταση από το χωριό του που μεγάλωσε.
Όμως, τα αισθήματα του μικρού Γιάννη σιγά-σιγά αλλάζουν και η συγγραφέας παρουσιάζει αυτήν την σταδιακή και συνεχή μεταλλαγή του σε προσεκτικό και επιμελή μαθητή, φίλο του προσωπικού και πρόθυμο να βοηθήσει, παρά την μόνιμη αγωνία του αν το επόμενο καλοκαίρι θα μείνει στο Ζηρό ή αν κάποιος παππούς ή γιαγιά θα φανεί να τον πάρει στο χωριό. Μαζί με την περιγραφή των αισθημάτων, των χαρμόσυνων και των λυπηρών μικρογεγονότων που μας δίνει η συγγραφέας, μπορούμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου να δούμε και το θετικό έργο που επιτέλεσαν οι Παιδοπόλεις τη δύσκολη εκεινη μεταπολεμική περίοδο.
Φυσικά, το προσωπικό τους δεν μπορούσε να αντικαστήσει τους γονείς ή τους παππούδες των παιδιών, αλλά από τις μνήμες του Γιάννη Σούλη η εικόνα που λαμβάνουμε είναι μόνο θετική για τις προσπάθειές τους και τα αποτελέσματα που είχαν.
Το βιβλίο της Στεφανίας Σούλη, πέραν του ότι είναι ένα εξαιρετικό αποτύπωμα της μαρτυρίας του πατέρα της για την περίοδο που έζησε στις Παιδοπόλεις, μας δίδει μια καλή ιδέα του έργου αυτού του οργανισμού, ο οποίος δυστυχώς έχει δεχθεί βιτριολικές επιθέσεις από τη στρατευμένη ιστοριογραφία της Αριστεράς.
Το βιβλίο επίσης είναι μια μελέτη της ζωής στην Ελληνική ύπαιθρο τη δεκαετία του 1950-60, ζωής που εξέλειπε ως δια μαγείας εντός ολίγων ετών και είναι απολύτως άγνωστη σήμερα για νεώτερους των 60 ετών!
ΠΗΓΗ
proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το εισοδικό της Ορθοδοξίας!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ