2020-11-09 18:03:44
Ότι η εξομολόγησις είναι αναγκαία
Η εξομολόγησις είνε αναγκαία δια τους εξής λόγους˙ α’ ) διότι είναι εντολή Θεού˙ β’) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνην μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και γ’) διότι ηθικώς και πνευματικώς ωφελεί τον άνθρωπον.
Ότι η εξομολόγησις είνε θεία εντολή φαίνεται εκ των Αγίων Γραφών, της τε Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Εξ ονόματος του Θεού ο Μωϋσής λέγει προς τους υιούς Ισραήλ. «Ανήρ ή γυνή, όστις αν ποιήση από πασών των αμαρτιών των ανθρώπων και παριδών παρίδη και πλημμελήση, η ψυχή εκείνη εξαγορεύσει την αμαρτίαν, ην εποίησε». (Αριθμών Ε’ 6-7). Και πάλιν˙ «Εάν δε η ψυχή αμάρτη… και εξαγορεύσει την αμαρτίαν και αποτίσει αυτό το κεφάλαιον και το επίπεμπτον προσθέσει επ’ αυτό και της πλημμελείας αυτού οίσει τω Κυρίω κριόν». (Λευιτικόν Ε. ΣΤ’). Εν δε παροιμίας Σολομώντος φέρεται˙ «Ο επικαλύπτων ασέβειαν εαυτού, ουκ ευοδωθήσεται˙ ο δε εξηγούμενος ελέγχους αγαπηθήσεται»˙ (κη’
. 13). Οι προφήται πάντες και ιδίως ο Δαυίδ παραγγέλλουσι την εξομολόγησιν˙ τη μετανοία είπετο η εξομολόγησις˙ εντεύθεν οι προσερχόμενοι εν τω Ιορδάνη εις τον Κήρυκα της Μετανοίας τον Βαπτιστήν Ιωάννην εξωμολογούντο πρότερον τας αμαρτίας αυτών. Ιδού οι λόγοι του Ευαγγελιστού˙ «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών». (Ματθ. γ’. β). Η εξομολόγησις άρα είναι θεία εντολή και ως τοιαύτη δέον ακριβώς να τηρήται προς σωτηρίαν των μετανοούντων. Η εντολή αύτη νέον έλαβε κύρος εν τη Καινή Διαθήκη. Η εξομολόγησις υπήρξεν η θύρα της εισόδου εις τον χριστιανισμόν και τούτο ικανώς δείκνυται εκ της εξομολογήσεως των βαπτιζομένων εν τω Ιορδάνη υπό του Ιωάννου, ούτινος το βάπτισμα ήτο προεισαγωγή εις τον Χριστιανισμόν, διότι έλεγεν «εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν, ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου εστίν, ου ουκ ειμί ικανός τα υποδήματα βαστάσαι˙ ούτος υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί». (Ματθ. γ’ 11).
Τούτο επίσης μαρτυρείται και εκ των Πράξεων των Αποστόλων˙ διότι διηγούμενος ο Απόστολος Λουκάς την εις τον χριστιανισμόν προσέλευσιν των Εφεσίων, λέγει, ότι ήρχοντο εξομολογούμενοι, και μάλιστα παρρησία, τας πράξεις αυτών. Ιδού δε οι λόγοι του Αποστόλου˙ «Πολλοί δε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών». (Πράξ. ιθ’ 18). Η προσευχή του «Πάτερ ημών» είναι συνεχής τις και καθημερινή εξομολόγησις˙ η αίτησις προς άφεσιν των αμαρτιών ημών είναι ομολογία των αμαρτιών.
Την εξομολόγησιν συνιστά και ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγων. «Εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθήτε˙ πολλά γαρ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη»˙ (Ιακωβ. Ε’. 16). Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει, λέγων˙ (Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας»˙ (Επιστολ. Α’, α’, 9). Η εξομολόγησις, ως αρχαίον της Εκκλησίας έθιμον, αναφέρεται παρά του Ειρηναίου (κατά Αιρέσεων Α’ 13), παρά του Τερτυλλιανού De poenitenciae 2, 4, 9, 10), παρά του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως (εν Στρωματεύσι Β’ 12), παρά του Ωριγένους εις Λευιτικόν (ομιλία Β’ 4) και παρά του Κυπριανού (εν επιστολή LVLIX).
Την εξομολόγησιν οι αρχαίοι Έλληνες εθεώρουν ως αναγκαίαν και ωφέλιμον, διότι οι εισαγόμενοι εις τα Ελευσίνια και εις τα της Σαμοθράκης μυστήρια, εξωμολογούντο πρότερον τας αμαρτίας αυτών˙ (Πλουτάρχ. Απφθέγμ.) ο δε Σωκράτης συνεβούλευε την εξομολόγησιν ως σωτήριον. «Εάν δε με αδικήση, αυτόν εκόντα ιέναι εκείσε, όπου αν τάχιστα δώση δίκην παρά τον ιατρόν σπεύδοντα, όπως μη εγχρονισθέν το νόσημα της αδικίας, ύπουλον την ψυχήν ποιήση και ανίατον»˙ (Πλάτωνος Γοργίας.
Και ο Πυθαγόρας έλεγε˙ «Τα αμαρτήματά σου πειρώ μη λόγοις επικαλύπτειν, αλλά θεραπεύειν ελέγχοις».
Και ο Αριστοτέλης˙ «Ου πόρρω του αναμαρτήτου καθίστησιν εαυτόν, ο το αμαρτηθέν επιεικώς ομολογήσαις».
Η εξομολόγησις αληθώς είνε θεία εντολή, διότι είνε υπαγόρευσις της καρδίας˙ ο αμαρτήσας αισθάνεται βεβαρημένην την καρδίαν αυτού και δεν ευρίσκει ανακούφισιν, εάν μη εξομολογηθή το αμάρτημα αυτού, εάν δεν ομολογήση αυτό ενώπιον του Θεού˙ η Αγία Γραφή αναφέρει αρχαιότατον παράδειγμα την εξομολόγησιν του Λάμεχ, εξομολογουμένου μετά θλίψεως προς τας γυναίκας αυτού, διότι εφόνευσεν άνδρα.
Τα αρχαιότατα έθνη αμαρτάνοντα, προσέφερον ιλαστηρίους θυσίας προς τον Θεόν και εν τω προσφέρειν αυτάς εξωμολογούντο τας αμαρτίας αυτών˙ αυταί αι υπό παντός σημείου γης αναπεμπόμεναι προς τον Θεόν δεήσεις εισίν ομόθυμός τις του ανθρωπίνου γένους προς τον Θεόν εξομολόγησις˙ αι ιλαστήριοι θυσίαι εισίν προσφέροντος αυτάς. Ο μη εξαγορεύων την αμαρτίαν αυτού ουδέποτε ευρήσει ανάπαυσιν, διότι ουδέποτε προσοικειωθήσεται το θείον. Ο μη εξαγορεύων το αμάρτημα αυτού ευρίσκεται αϊδίως υπό το βάρος της ενοχής και μακράν του Θεού˙ διο και η ψυχή αυτού θλίβεται και αλγεί˙ η εν τω αμαρτωλώ επικρατούσα ανώμαλος ηθική κατάστασις, ο αδιάλειπτος έλεγχος, γεννάται εκ της συναισθήσεως της ψυχής, της ομολογούσης την αμαρτίαν αυτής και επιζητούσης ανακούφισιν˙ η ψυχή ζητεί την εξομολόγησιν, διότι γνωρίζει την θείαν εντολήν, διότι εγνώρισεν, ότι αύτη είνε το μόνον μέσον της συμφιλιώσεως και διαλλαγής προς τον Θεόν, τον οποίον, αμαρτήσασα συναισθάνεται, ότι παρώργισε και επιζητεί να ικανοποιήση, όπως μη αποστραφή απ’ αυτού, αλλά γίνη ίλεως και αφήση αυτή τα οφειλήματα.
Ως η εξομολόγησις είνε ενδιάθετος ορμή, ούτω και η ικανοποίησις του θείου είνε ενδιάθετος προτροπή κινούσα εις τούτο˙ διότι η ψυχή συναισθάνεται, ότι ημάρτησε προς τον Θεόν και ότι οφείλει να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην, όπως φέρη θεραπείαν. Η Εκκλησία έλαβεμόνη την εξουσίαν να διαλλάττη τον άνθρωπον προς τον Θεόν, και να φέρη την θεραπείαν˙ δια τούτο προς την Εκκλησίαν οφείλει ο αμαρτήσας να προσδράμη˙ αύτη μόνη δύναται να συμφιλιώση αυτόν προς τον Θεόν, το έργον και η αποστολή της Εκκλησίας μαρτυρούσι τούτο, ως θα αποδείξωμεν εν τοις αμέσως επομένοις.
Περί αφέσεως αμαρτιών.
Ο αμαρτήσας προς τον Θεόν έχει ανάγκην διαλλάκτου˙ η έλευσις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η δοθείσα τοις Αποστόλοις αυτού εξουσία του αφιέναι αμαρτίας μαρτυρεί τούτο˙ διότι, εάν δεν ήτο αναγκαία η άφεσις προς θεραπείαν των ψυχών, ούτε η άφεσις των αμαρτιών της ανθρωπότητος ήτο αναγκαία, ούτε οι Απόστολοι αποστελλόμενοι εις το κήρυγμα, ήτο ανάγκη να εφοδιασθώσι μετά τοιαύτης εξουσίας˙ διότι η πίστις προς τον Χριστόν και το βάπτισμα μόνον θα ήρκει και ο Θεός ηδύνατο να επιφυλάξη εαυτώ την εξουσίαν ταύτην, του αφιέναι αμαρτίας˙ άλλ’ έδωκε την εξουσίαν τοις Αποστόλοις ου μόνον του αφιέναι, αλλά και του κρατείν αυτάς˙ έδωκεν εξουσίαν του δεσμείν και λύειν˙ «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίεναι αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται»˙ η εξουσία αύτη, η δοθείσα τοσούτον απόλυτος, βεβαίως μαρτυρεί ανάγκην απόλυτον, απορρέουσαν εκ του αποστολικού αυτού έργου. Εάν δε το αποστολικόν έργον η ιδρυθείσα εκκλησία παρέλαβεν, όπως συνεχίση, έπεται, ότι παρέλαβε και το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν.
Η εξουσία του δεσμείν και λύειν εδόθη τη Εκκλησία εξησκήθη, ως είπομεν, από των αποστολικών χρόνων, ως μαρτυρείται υπ’ αυτού του Αποστόλου Παύλου, εντελλομένου τοις Κορινθίοις, να αφορίσωσι της εκκλησίας τον πορνεύσαντα μετά της συζύγου του Πατρός του και παραδώσωσι τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού». (Κορινθ. Α’ ε’. 5).
Η εξουσία του δεσμείν και λύειν εδόθη, ως εκ της γενομένης χρήσεως εδείχθη, προς διατήρησιν της αγιότητος της Εκκλησίας, όπως η αγία και άμωμος˙ διότι, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο Κύριος ημών Ιησούς «ηγάπησε την Εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση, καθαρίσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον, την Εκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον, ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, άλλ’ ίνα η αγία και άμωμος». (Εφεσ’. ε’. 26-27). Η εξουσία αύτη δίδωσι τη Εκκλησία την δύναμιν του να διατηρή εαυτήν αγίαν και άμωμον και να δύνηται να αποβή αληθής ζύμη, όπως ζυμώση όλον το φύραμα˙ «ει δε η απαρχή αγία, και το φύραμα˙ και ει η ρίζα αγία, και οι κλάδοι».(Ρωμ. ια’. 16).
Εάν η Εκκλησία εστερείτο της δυνάμεως ταύτης, δεν θα ηδύνατο να πληρώση την αποστολήν της διότι πώς θα διεφύλαττεν εαυτήν αγίαν και άμωμον; Πώς θα απέκλειε τους εναγείς της ομηγύρεως, ή πώς θα προσελάμβανε τους μετανοήσαντας; Οποίαν θα είχε συναίσθησιν της ηθικής καταστάσεως των μελών αυτής; Πόθεν θα εγνώριζεν, ότι δίδωσι τα άγια τοις αγίοις, ή ότι αποστερεί από τους ήδη δια της μετανοίας το θείον εξιλεώσαντας;
Η εξουσία του δεσμείν και λύειν είναι και έσται η δύναμις, η διατηρούσα την Εκκλησίαν αγίαν και άμωμον˙ δια τούτο η Εκκλησία από των αποστολικών χρόνων δεν έπαυσεν εξασκούσα την μεγάλην ταύτην εξουσίαν˙ οφείλουσι δε, οι περί της ψυχικής αυτών σωτηρίας προνοούντες, να προστρέχωσι εις την Εκκλησίαν ως το μόνον ιατρικόν, διότι άλλως ουκ έστι σωτηρία. Ο Κύριος προσεκάλει πάντας τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, όπως αναπαύση αυτούς˙ η Εκκλησία συνεχίζουσα το έργον του Χριστού, προσκαλεί τους εκ των αμαρτιών πεφορτισμένους, όπως αναπαύση αυτούς˙ πώς θα επανεπαύοντο οι ταις αμαρτίαις πεφορτισμένοι, εάν μη η Εκκλησία είχε το δεσμείν και λύειν; Πώς θα επανεπαύοντο τα έθνη, εάν μη οι Απόστολοι είχον την εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας; Πώς θα εσυνεχίζετο το αποστολικόν έργον, εάν η Εκκλησία, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, μόνη δύναται να ανακουφίση του βάρους τους βεβαρημένους από των αμαρτιών˙ δεύτε πάντες οι πεφορτισμένοι και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών.
Η μεγάλη αποστολή της Εκκλησίας και ο θείος αυτής χαρακτήρ υποχρεούσι τα μέλη αυτής να διατηρώσιν αυτήν αγίαν και άμωμον, μη έχουσα σπίλον, ή ρυτίδα, ή τι των τοιούτων, όπως και ως νύμφη Χριστού, ηγαπημένη και δια αίματος του Χριστού καθαρισμένη, η αγία και άμωμος και, ως έχουσα αποστολήν να ζυμώση όλον το φύραμα, να πληροί το μέγαν αυτής προορισμόν. Οι πεφορτισμένοι αμαρτίας και εν ταύταις κατατρυφώντες και τη Εκκλησία κοινωνούντες βεβηλούσι την αγιότητα της Εκκλησίας και παρακωλύουσι το έργον της μεγάλης αυτής αποστολής. Τα μέλη της Εκκλησίας δέον να ώσιν, λέγει ο Παύλος, άγια και άμωμα. «Εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου, είναι ημάς αγίους και αμώμους κατ’ ενώπιον αυτού εν αγάπη, προορίσας ημάς εις υιθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω˙ εν ω έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού». (Εφεσ’. α’. 4-6).
Οι εξ αγνοίας ούτως αμαρτάνοντες οφείλουσι να γνωρίσωσιν, ότι κρίμα μέγα εαυτοίς θησαυρίζουσι και ότι τριπλή έσται η του κρίματος απότισις˙
α’) ότι παρέβησαν την εντολήν και κατεπάτησαν τον νόμον του Θεού, γενόμενοι δούλοι τη αμαρτία˙
β’) ότι προσάπτουσι σπίλους, ρυτίδας και μώμους τη Εκκλησία˙ και
γ’) διότι ανακόπτουσι το έργον της Εκκλησίας, δια της Εκκλησίας την σπίλωσιν και δια την ιδίαν κατά του έργου της Εκκλησίας αντίστασιν˙ δια τούτο έλεγεν ο θείος Χρυσόστομος˙ «εάν ημείς ήμεν χριστιανοί, πάλαι αν οι εθνικοί τω Χριστώ προσήρχοντο». Ανακόπτομεν λοιπόν το έργον της Εκκλησίας, μη κατά Χριστόν πορευόμενοι, και αντιστρατευόμεθα προς αυτό. Μη λοιπόν έτι, αγαπητοί, εμμείνωμεν, αλλά μεταμεληθώμεν και αγιάσωμεν εαυτούς δια της αφέσεως των αμαρτιών ημών, όπως μη κατακριθώμεν δια το τριπλούν τούτο αμάρτημα δώμεν δε την απαιτουμένην ικανοποίησιν, όπως ικανοποιήσωμεν την θείαν δικαιοσύνην.
Ότι ο αμαρτήσας οφείλει να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην.
Η ικανοποίησις της θείας δικαιοσύνης, της προσβληθείσης δια της δημιουργίας της αμαρτίας υπό του αμαρτήσαντος, είνε και απαίτησις του δικαίου προς θεραπείαν και ενδόμυχος διάθεσις του αμαρτήσαντος προς εξιλέωσιν του Θεού.
Η απαίτησις του δικαίου και η διάθεσις της καρδίας πηγάζουσιν εκ της αυτής πηγής, εκ της αϊδιότητος του θείου νόμου˙ το δίκαιον απαιτεί την ικανοποίησιν δια την αϊδιότητα του θείου νόμου, ον επεβουλεύθη η αμαρτία˙ επίσης και η καρδία ζητεί εξ ενδιαθέτου ορμής να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην, διότι ενδομύχως επιποθεί και επιζητεί την επικράτησιν του θείου νόμου και σπεύδει να ενεργήση υπέρ της αϊδιότητος αυτού˙ ο ενδόμυχος ούτος πόθος προέρχεται εκ της συνταυτίσεως του θελήματος του έσω ανθρώπου μετά του νόμου του Θεού.
Η απαίτησις και η σπουδή επιδείκνυται προς καταπολέμησιν της αμαρτίας διότι πάσα αμαρτία είνε πολεμία προς τον νόμον του Θεού και εχθρά προς την ειρήνην και την βασιλείαν του Θεού επί της γης, ην επιζητεί να διαταράξη και φέρη την ταραχήν και την σύγχυσιν.
Η αμαρτία, ως μη φύσει εφετόν, είνε αδημιούργητον ως αδημιούργητον είνέ τι μη ον δημιουργούμενον υπό της παρά φύσιν επιθυμίας, λαμβάνει υπόστασιν˙ άλλ’ επειδή η δημιουργία άπασα είνε πλήρης των έργων του Κυρίου, ο δε νόμος αυτός διεκκέχυται επί παν το πρόσωπον της γης, το λαμβάνον υπόστασιν ανθρώπινον δημιούργημα, το παρά φύσιν εφετόν, καταλαμβάνει τόπον τινά και εκτοπίζει το αγαθόν, το υπό του Θεού δημιουργηθέν˙ άλλ’ εάν ο Θεός εποίησε τα πάντα καλά λίαν, έπεται, ότι το εισελθόν νέον δημιούργημα διετάραξε και έβλαψε το επικρατούν αγαθόν και επεβουλεύθη τον νόμον του Θεού˙ είνε λοιπόν κακόν μέγα η αμαρτία και αμαρτία προς τον Θεόν, διότι απειλεί να καταστρέψη το έργον του Θεού˙ επειδή δε δημιουργός αυτού είνε ο άνθρωπος, δια τούτο αμαρτάνων ούτος αμαρτάνει προς τον Θεόν και δια τούτο οφείλει να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην καταστρέφων, όπερ εδημιούργησε κακόν, και εργαζόμενος υπέρ της αϊδιότητος του νόμου του Θεού.
Την δοξασίαν, ότι πάσα αμαρτία αναφέρεται προς τον Θεόν, είχον οι τε Ιουδαίοι και οι Εθνικοί. Η Αγία Γραφή και τα εθνικά συγγράμματα γέμουσι μαρτυριών. Ο Δαυίδ εξομολογούμενος προς τον Θεόν τας αμαρτίας αυτού έλεγε˙ «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα»˙ (Ψαλμ. ν’. β), ο δε Ησίοδος λέγει˙ ότι η δίκη είνε παρθένος και θυγάτηρ του Θεού, ήτις είνε έντιμος και σεβαστή και εις αυτούς τους θεούς, και όταν τις αυτήν βλάπτη ατιμάζων κακοβούλως, ευθύς, παρακαθημένη τω Θεώ διηγείται προς αυτόν την άδικον γνώμην των ανθρώπων, όπως αποτίση ο λαός δίκην δια τας αδικίας των βασιλέων.
«Ήδε τε παρθένος εστί δίκη Διός εκγεγαυία,
Κυδρή τ’ αιδοίη τε θεοίς, οι Όλυμπον έχουσι.
και ρ’ οπότ’ αν τις μιν βλάπτη σκολιώς ονοτάζων,
αυτίκα παρ’ Διΐ πατρί καθεζομένη Κρονίωνι
γηρύετ’ ανθρώπων άδικον νόον, όφρ’ αποτίση
δήμος ατασθαλίας βασιλέων (Έργα και Ημέραι στίχ. 255-261).
Εκ των στίχων τούτων ου μόνον φαίνεται πρεσβεύων ο Ησίοδος, ότι πάσα αμαρτία αναφέρεται προς τον Θεόν, άλλ’ ότι δεν επέρχεται συνδιαλλαγή μεταξύ θείας δικαιοσύνης και ανθρώπων, εάν δεν δοθή η δέουσα ικανοποίησις δια τας γενομένας αδικίας.
Αμαρτάνοντες άρα προς τον Θεόν αμαρτάνομεν και πολέμιοι του θείου νόμου γινόμεθα˙ ανάγκη λοιπόν να σπεύσωμεν να εξιλεώσωμεν Αυτόν, όπως συνδιαλλαγώμεν.
Εν τη Αγία Γραφή πλείστα όσα φέρονται παραδείγματα περί της θείας τιμωρίας δια τας αμαρτίας των ανθρώπων˙ μεταξύ αυτών φέρονταί τινά, μαρτυρούντα την αλήθειαν των λόγων του Ησιόδου. Ιστορείται ότι ο Δαυίδ βασιλεύων ημάρτησε προς τον Θεόν, καταμετρήσας τον λόγον˙ ο δε Θεός έστειλεν ολοθρευτήν άγγελον και εθανάτωσεν εβδομήκοντα χιλιάδας εις τρεις ημέρας. Επίσης ο λαός των βασιλείων του Ιούδα και Ισραήλ ετιμωρήθη πολλάκις δια τας ατασθαλίας των βασιλέων αυτού.
Ότι δια παν αμάρτημα απαιτείται ικανοποίησις αναφέρονται επίσης πολλά εν τη Ιερά Γραφή˙ άλλ’ εν εξ αυτών ούτινος υπόθεσις είναι η του Μωϋσέως αδελφή Μαριάμ, είναι λίαν επιβάλλον˙ η Μαριάμ εκίνησε γλώσσαν κατά του Μωϋσέως˙ η γλωσσαλγία αυτής εθεωρήθη ως αμαρτία προς τον Θεόν και ευθύς ελεπράνθη όλη˙ λέγει δε η Γραφή, ότι˙ «ει μη επτά ημέρας έξω της παρεμβολής αφορισμώ καθυπεβάλλετο, ουκ αν της λέπρας απηλλάττετο»˙ αλλά και ο εν Κορίνθω πόρνος «ει μη τω Σατανά υπό του Παύλου παρεδίδετο, ουκ αν το πνεύμα αυτού εσώθη». Εκ τούτων και αι Άγιαι Σύνοδοι και οι θεοφόροι πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος και ο Πέτρος, Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, και ο Διονύσιος και ο Γρηγόριος ο θαυματουργός και ο Μέγας Βασίλειος και ο θείος Χρυσόστομος και άλλοι, κατά την των αμαρτημάτων ποσότητα και ποιότητα την ικανοποίησιν τοις αμαρτωλοίς, ακριβώς ορίζοντες επάγουσιν, ότι ο μη πεισθείς ανάγκη, λέγει πατήρ τις, τοις εκεί δικαστηρίοις πεμφθήσεσθαι και λόγον δούναι, ων έπραξεν ανοσιουργημάτων, ως τους θεσμούς της αγίας Εκκλησίας αθετήσας.
Αναπόδραστος άρα επιβάλλεται η ικανοποίησις της προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης. Ώστε ανάγκη επείγουσα υποχρεοί ημάς να σπεύσωμεν προς εξιλέωσιν του θείου˙ τοσούτω δε μάλλον καθ’ όσον ουκ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα˙ να σπεύσωμεν δε μετά δακρύων, μετά συντριβής καρδίας και μετά κατανύξεως να εμφανισθώμεν ενώπιον του ομοιοπαθούς δικαστού και θεραπευτού, του συμπαθούς πνευματικού, και να εκχύσωμεν την καρδίαν ημών ομολογούντες τα αμαρτήματα, όπως απαλλαγώμεν της κρίσεως του εκεί δικαστηρίου, εις ο θα πεμφθώσι πάντες οι μη δόντες δίκην των πεπραγμένων υπ’ αυτών εν τοις επί γης δικαστηρίοις, διαλλαγώμεν προς τον Θεόν και της αιωνίου ζωής μέτοχοι γενώμεθα.
Ο Μέγας Βασίλειος ιδού τι περί τούτου ημάς συμβουλεύει˙ «Κλαύσον προ καιρού, ίνα μη κλαύσης εκεί˙ νυν μετανόει, ότε έξεστι˙ μηδέ τότε των αμαρτιών μετανόει, ότε ουκ έστι καιρός μετανοίας˙ εργασώμεθα το αγαθόν, ως έτι δυνάμεθα˙ χρήματα εάν απολέσωμεν, δυνάμεθα και αύθις αυτά επιλαβέσθαι, καιρόν δε εάν απολέσωμεν, ευρείν ου δυνάμεθα, ουχ ούτως εραστής μανικός της εαυτού ερωμένης ερά ως ο Θεός της μετανοούσης ψυχής. Τοιαύτη γαρ η του δεσπότου φιλανθρωπία, ουδένα των προστρεχόντων αποστρεφομένη, αλλά χείρα ορέγει (ομιλ. β’).
Εάν δε τις εις μεγάλα και χαλεπά υπέπεσεν αμαρτήματα, ας μη αποθαρρυνθή, άλλ’ ας προσέλθη θαρρών εις την θείαν φιλανθρωπίαν και ελεηθήσεται. Ιδού και περί τούτου τι λέγει ο θείος Βασίλειος˙ «Μη απογίνωσκε, μηδέ αφίστασο της ευχής, αλλά πρόσελθε αμαρωλός ων, ίνα δοξάσης συ τον Δεσπότην, ίνα δω αυτώ την οικείαν φιλανθρωπίαν, εν τη συγχωρήσει των αμαρτημάτων των σων επιδείξασθαι, ως εάν φοβηθής προσελθείν ενεπόδισας αυτού τη αγαθότητι και εκώλυσας αυτού της χρηστότητος την δαψίλειαν, το γε εις σε ήκον» (αυτόθι).
Τα άριστα δε συμβουλεύει και ο άγιος Νείλος, λέγων˙ «Χριστός ο Βασιλεύς Θεός ουδαμώς αποστρέφεται τους προς αυτόν κεχηνότας και από βάθους καρδίας στενάζοντας καν πολλοίς αμαρτήμασι πεφορτισμένοι τυγχάνωσιν˙ αλλά και προσίεται και καθαρίζει τούτους, και της υιοθεσίας δωρείται το χάρισμα και αρετών εργάτας αποφαίνει, προϊόντος του χρόνου».
Ότι η εξομολόγησις είναι ωφέλιμος υπό ηθικήν και πνευματικήν έποψιν.
Ο τακτικώς εξομολογούμενος ωφελείται διττώς, ηθικώς και πνευματικώς και α’) ωφελείται ηθικώς, διότι αι ηθικαί αυτού αποπλανήσεις ολονέν ολιγοστεύουσι και β’) πνευματικώς, διότι διδάσκεται υπό του πνευματικού αυτού πατρός.
Αι ηθικαί αποπλανήσεις ολιγοστεύουσι, διότι ο τακτικώς εξομολογούμενος βαίνει ολονέν τελειούμενος εις την αρετήν και την κατά Χριστόν πολιτείαν, ποδηγετούμενος υπό του πνευματικού αυτού πατρός και ενισχυόμενος υπό των συμβουλών αυτού˙ διότι αι γνώσεις και η πείρα του πνευματικού πατρός, υφ’ ου την διδασκαλίαν και τας νουθεσίας διατελεί ο εξομολογούμενος χριστιανός, αφ’ ενός μεν διδάσκουσιν αυτόν τι δέον να ασπάζηται και εκτελή, αφ’ ετέρου δε τι δέον να αποπτύη και απορρίπτη˙ δια μεν των γνώσεων αυτού ο πνευματικός οικοδομεί αυτόν εν τη αρετή, δια δε της πείρας τον προφυλάττει από τας αποπλανήσεις και τοιούτω τρόπω ποδηγετεί εις την σωτηρίαν. Η εκμυστήρευσις των διαλογισμών καταθραύει τας παγίδας του διαβόλου και ματαιοί τας δολίας επιβουλάς αυτού, διότι η του πνευματικού εμπειρία εξελέγχει αυτάς και καθιστά εμφανή τον δόλον.
Η αιδώς προς τον πνευματικόν είναι προπύργιον κατά της αμαρτίας˙ διότι αναχαιτίζει τας προς την αμαρτίαν ορμάς και περικόπτει τας ατόπους επιθυμίας η ανάμνησις, ότι μέλλει να εμφανισθή προ του πνευματικού και να εξαγγείλη αυτώ τας ατόπους πράξεις αυτού και να συστήση εαυτόν εμπαθή και επιρρρεπή προς την αμαρτίαν και ασυνεπή εις τας προς τον Θεόν και τον πνευματικόν υποσχέσεις αυτού αναπαριστά την μέλλουσαν αισχύνην και ταπεινοί τα πάθη και τας ορμάς.
Ο εξομολογούμενος αναπτύσσεται πνευματικώς
α’) διότι δια της διδασκαλίας αι του διδασκάλου γνώσεις μεταδίδονται ολίγον κατ’ ολίγον εις τον εξομολογούμενον, ως εις μαθητευόμενον και
β’) διότι ο νους αυτού καθαριζόμενος από του σκότους της αμαρτίας και της πλάνης φωτίζεται και κατανοεί τα θαυμάσια του Θεού και αναπτύσσεται.
Η εξομολόγησις είνε το σωτήριον φάρμακον της κοινωνίας, διότι δύναται να διασώση της απωλείας πολλάς ψυχάς δια πλάνην και ατόπους ενθυμήσεις και πονηρούς λογισμούς. Ο πνευματικός είνε το υπό της ψυχής επιζητούμενον πρόσωπον, προς ο ο αμαρτήσας επιθυμεί να εκχύση την καρδίαν αυτού, όπως εκμυστηρευθή, όπως φανερώση τα τραύματα της ψυχής αυτού, όπως ζητήση θεραπείαν, όπως ανακουφισθή. Ο πνευματικός είναι το μεσάζον πρόσωπον, το συνδέον τας ψυχάς και συσφίγγον τους δεσμούς της συγγενείας, της φιλίας και της αγάπης. Ο πνευματικός δύναται μόνος να συνδέση τας ψυχάς των γονέων και των τέκνων, των συζύγων, των αδελφών και των συγγενών˙ ο πνευματικός είνε ο εσωτερικός διδάσκαλος των κοινωνιών, ο φρουρός της ηθικής της οικογενείας, η παρηγορία των τεθλιμμένων και το ορμητήριον των κυμαινομένων εν τω πελάγει του βίου. Η εξομολόγησις υπό ηθικήν έποψιν είνε το μεγαλύτερον ευεργέτημα της Εκκλησίας προς την κοινωνίαν. Ο πνευματικός είνε ο ηθικός ιατρός της κοινωνίας˙ ούτος μόνος δύναται να προλάβη όλα τα κακά, όσα σήμερον μαστίζουσι την κοινωνίαν˙ διότι θα διδάξη τους πλανηθέντας, θα ανορθώση τους καταπεσόντας, θα υποστηρίξη τους κλονιζομένους, θα φωτίση τους εσκοτισμένους, θα ποδογετήση τους αδυνάτους, θα βοηθήση τους ενδεείς, θα καταπαύση τας ορμάς, θα κατευνάση τα πάθη, θα διαλλάξη τους διεστώτας, θα φιλιώση τους εχθρούς, θα συσφίγξη τους δεσμούς και θα βραβεύση την ειρήνην εις τας οικογενείας. Τοιαύτη υπό ηθικήν έποψιν η εξομολόγησις, την οποίαν δυστυχώς δεν εννοήσαμεν και εγκατελείψαμεν˙ δια τούτο και πολλά τα κακά, τα καταμαστίζοντα την κοινωνίαν. Χριστιανοί! Τηρείτε τας διατάξεις της Εκκλησίας, διότι εν τη τηρήσει αυτών ζωή αιώνιος˙ ζητήσατε ιατρούς δια τας ψυχάς υμών και δια την ειρήνην υμών.
Ότι η εξομολόγησις δέον να γίνηται μετά προηγουμένην προπαρασκευήν.
Η εξομολόγησις απαιτεί προηγουμένην προπαρασκευήν, διότι ο απροπαρασκευάστως τω πνευματικώ προσερχόμενος, κατά λογικήν αναγκαιότητα, ούτε περί α ελλείπει ενθυμείται, ούτε περί α επλεόνασεν ακριβώς γινώσκει˙ αγνοεί δηλονότι οποία εξεπλήρωσεν οφειλόμενα καθήκοντα και το πλήθος των αμαρτιών αυτού˙ διότι είναι αδύνατον ο μη προ ημερών εαυτόν εξετάσας μετά πάσης της δεούσης ακριβείας και αμεροληψίας, και τας εαυτού πράξεις με τα δίκαια σταθμά σταθμίσας και κατ’ αξίαν εκτιμήσας αυτάς και συναισθανθείς τον βαθμόν της ενοχής αυτού, να καρπωθή ωφέλειαν τινά εκ της στιγμιαίας και απροπαρασκευάστου εξομολογήσεως˙ διότι η αδυναμία της μνήμης, όπως ενθυμηθή τα πάντα, η έλλειψις του χρόνου προς εξέτασιν κα ιη έλλειψις συναισθήσεως του βαθμού της ενοχής, καθιστώσι την εξομολόγησιν άκαρπον˙ τοιουτοτρόπως δε αφίνομεν πολλά πάθη αθεράπευτα, υπονομεύοντα την υγείαν της ψυχής και σπέρματα νέων αμαρτημάτων˙ ανάγκη άρα ο προσερχόμενος εις την εξομολόγησιν να εξετάση προ ημερών εαυτόν, να σταθμίση ακριβώς πάσαν αυτού πράξιν, να γνωρίση τας ελλείψεις αυτού και τους πλεονασμούς και ούτω να προσέλθη εις την εξομολόγησιν και περί αυτών μόνον να εξομολογηθή˙ διότι το περί αρετής προς τον πνευματικόν διαλέγεσθαι και περί πράξεων αγαθών, παραλείπειν δε τα της ψυχήν λυμαινόμενα πάθη και επιμελώς περικρύπτειν είνε ταυτόν τω διαλέγεσθαι τον ασθενούντα προς τον ιατρόν περί σωματικής ευρωστίας και υγείας, και ουδένα ποιείσθαι λόγον περί της βιβρωσκούσης τα σπλάγχνα αυτού ασθενείας. Το διαλέγεσθαι προς τον πνευματικόν περί αρετής και κατορθωμάτων, μάλιστα μετά στόμφου, είνε φαρισαϊκόν και ένδειξις κενοδοξίας και περιαυτολογίας˙ πράξις όλως ακατάλληλος, πάντοτε μεν, προ πάντων μάλιστα κατά την ώραν της προς τον Θεόν εξαγορεύσεως˙ διότι οφείλομεν να μην λησμονώμεν, ότι, εξομολογούμενοι, ενώπιον του Θεού παρουσιαζόμεθα και εξαγορευόμεθα τας αμαρτίας ημών, όπως τύχωμεν ελέους και αφέσεως αμαρτιών˙ τας αρετάς ημών ο Θεός οίδε και διερμηνέως ου δείται˙ ώσπερ δε προς τον ιατρόν μόνον τα πάθη μετά πολλής επιμελείας ιστορούμεν, ούτω και προς τον πνευματικόν μόνον τα πάθη της ψυχής μετά συντριβής και κατανύξεως να εξομολογώμεθα. Επειδή δε οι εξομολογούμενοι προπαρασκευάζοντας και δια την θείαν κοινωνίαν, δια τούτο ανάγκη και η προπαρασκευή αύτη δόκιμον να φέρη τον χαρακτήρα.
Ως τρόπος κατάλληλος εις προπαρασκευήν προς εξομολόγησιν και θείαν κοινωνίαν εθεωρήθη υπό των αγίων Πατέρων, ο δια νηστείας και προσευχής, δια της νηστείας όμως της πραγματικής, ουχί της φαρισαϊκής, αλλά της χριστιανικής νηστείας, της διαταχθείσης υπό της Εκκλησίας, της σκοπόν προτιθεμένης την κατεύνασιν των παθών της ψυχής και του σώματος, την συγκέντρωσιν του διασπασθέντος νοός ημών και την ανύψωσιν αυτού από της χαμαιζήλου ύλης, της επισπώσης πάσαν ημών την προσοχήν, και περισπώσης τον νουν περί τα ψυχοβλαχή και μάταια˙ διότι ανάγκη να γνωρίζη πας χριστιανός, ότι, εάν δια νηστείας χριστιανικής και δια προσευχής δεν υψώση τον νουν και την καρδίαν αυτού προς τον Θεόν, εάν η καρδία αυτού δια νηστείας, και αγώνος δεν συντριβή, είνε αδύνατον, αδύνατον ο άνθρωπος να έλθη εις βαθείαν συναίσθησιν της αμαρτωλού καταστάσεως αυτού, να εκτιμήση κατ’ αξίαν τα αμαρτήματα αυτού, να επιζητήση μετά ζήλου και πόθου την άφεσιν αυτών, και να ζητήση να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην˙ διότι έστω ημίν γνωστόν, ότι τοσούτον μόνον γνωρίζομεν τα αμαρτήματα ημών, όσον φωτιζόμεθα άνωθεν˙ τοσούτον δε φωτιζόμεθα άνωθεν, όσον ο νους και η καρδία ημών υψούται προς τον Θεόν, τοσούτον δε υψούμεθα, όσον ελαφρότεροι γινόμεθα δια της νηστείας και προσευχής. Η προσευχή και η νηστεία, άλλ’ η χριστιανική, χρησιμεύει ως κάτοπτρον, εν ω βλέπομεν τα αμαρτήματα ημών και την ασχημίαν και αισχρότητα και τον αληθή χαρακτήρα αυτών˙ άνευ νηστείας και προσευχής στερούμεθα του κατόπτρου και αδυνατούμεν να έχωμεν αληθή εικόνα των αμαρτιών ημών και τελείαν συναίσθησιν και συντριβήν καρδίας, και επομένως αληθή και καρποφόρον εξομολόγησιν. Όθεν επειδή η νηστεία η χριστιανική και η προσευχή είνε ο μόνος τρόπος προπαρασκευής προς αληθή εξομολόγησιν, οφείλομεν μετ’ επιμελείας να τηρώμεν τας διατάξεις ταύτας της Εκκλησίας, όπως αληθώς εξομολογώμεθα και μετά βεβαιότητος φιλιωθώμεν μετά του Θεού και μη αποτύχωμεν του σκοπού.
Δεύτε λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί˙ ο καιρός είνε αρμόδιος προς το έργον˙ προσέλθωμεν και καθαρθώμεν, όπως επαξίως κοινωνήσωμεν των θείων και αχράντων μυστηρίων. Αρνηθώμεν την αμαρτίαν, αποδώμεν τα οφειλόμενα εξ αδικίας, διαλλαγώμεν προς τους εχθρούς και ποιήσωμεν έργα άξια μετανοίας, όπως εξευμενίσωμεν το θείον και επισπάσωμεν το θείον αυτού έλεος και ούτω γίνωμεν άξιοι κληρονόμοι της Ουρανίου Βασιλείας˙ ης εύχομαι πάντας ημάς αξιωθήναι. Αμήν.
Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη/ orp.gr
Η εξομολόγησις είνε αναγκαία δια τους εξής λόγους˙ α’ ) διότι είναι εντολή Θεού˙ β’) διότι επαναφέρει και αποκαθιστά την ειρήνην μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και γ’) διότι ηθικώς και πνευματικώς ωφελεί τον άνθρωπον.
Ότι η εξομολόγησις είνε θεία εντολή φαίνεται εκ των Αγίων Γραφών, της τε Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Εξ ονόματος του Θεού ο Μωϋσής λέγει προς τους υιούς Ισραήλ. «Ανήρ ή γυνή, όστις αν ποιήση από πασών των αμαρτιών των ανθρώπων και παριδών παρίδη και πλημμελήση, η ψυχή εκείνη εξαγορεύσει την αμαρτίαν, ην εποίησε». (Αριθμών Ε’ 6-7). Και πάλιν˙ «Εάν δε η ψυχή αμάρτη… και εξαγορεύσει την αμαρτίαν και αποτίσει αυτό το κεφάλαιον και το επίπεμπτον προσθέσει επ’ αυτό και της πλημμελείας αυτού οίσει τω Κυρίω κριόν». (Λευιτικόν Ε. ΣΤ’). Εν δε παροιμίας Σολομώντος φέρεται˙ «Ο επικαλύπτων ασέβειαν εαυτού, ουκ ευοδωθήσεται˙ ο δε εξηγούμενος ελέγχους αγαπηθήσεται»˙ (κη’
Τούτο επίσης μαρτυρείται και εκ των Πράξεων των Αποστόλων˙ διότι διηγούμενος ο Απόστολος Λουκάς την εις τον χριστιανισμόν προσέλευσιν των Εφεσίων, λέγει, ότι ήρχοντο εξομολογούμενοι, και μάλιστα παρρησία, τας πράξεις αυτών. Ιδού δε οι λόγοι του Αποστόλου˙ «Πολλοί δε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών». (Πράξ. ιθ’ 18). Η προσευχή του «Πάτερ ημών» είναι συνεχής τις και καθημερινή εξομολόγησις˙ η αίτησις προς άφεσιν των αμαρτιών ημών είναι ομολογία των αμαρτιών.
Την εξομολόγησιν συνιστά και ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγων. «Εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα και εύχεσθε υπέρ αλλήλων, όπως ιαθήτε˙ πολλά γαρ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη»˙ (Ιακωβ. Ε’. 16). Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης συμβουλεύει, λέγων˙ (Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας»˙ (Επιστολ. Α’, α’, 9). Η εξομολόγησις, ως αρχαίον της Εκκλησίας έθιμον, αναφέρεται παρά του Ειρηναίου (κατά Αιρέσεων Α’ 13), παρά του Τερτυλλιανού De poenitenciae 2, 4, 9, 10), παρά του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως (εν Στρωματεύσι Β’ 12), παρά του Ωριγένους εις Λευιτικόν (ομιλία Β’ 4) και παρά του Κυπριανού (εν επιστολή LVLIX).
Την εξομολόγησιν οι αρχαίοι Έλληνες εθεώρουν ως αναγκαίαν και ωφέλιμον, διότι οι εισαγόμενοι εις τα Ελευσίνια και εις τα της Σαμοθράκης μυστήρια, εξωμολογούντο πρότερον τας αμαρτίας αυτών˙ (Πλουτάρχ. Απφθέγμ.) ο δε Σωκράτης συνεβούλευε την εξομολόγησιν ως σωτήριον. «Εάν δε με αδικήση, αυτόν εκόντα ιέναι εκείσε, όπου αν τάχιστα δώση δίκην παρά τον ιατρόν σπεύδοντα, όπως μη εγχρονισθέν το νόσημα της αδικίας, ύπουλον την ψυχήν ποιήση και ανίατον»˙ (Πλάτωνος Γοργίας.
Και ο Πυθαγόρας έλεγε˙ «Τα αμαρτήματά σου πειρώ μη λόγοις επικαλύπτειν, αλλά θεραπεύειν ελέγχοις».
Και ο Αριστοτέλης˙ «Ου πόρρω του αναμαρτήτου καθίστησιν εαυτόν, ο το αμαρτηθέν επιεικώς ομολογήσαις».
Η εξομολόγησις αληθώς είνε θεία εντολή, διότι είνε υπαγόρευσις της καρδίας˙ ο αμαρτήσας αισθάνεται βεβαρημένην την καρδίαν αυτού και δεν ευρίσκει ανακούφισιν, εάν μη εξομολογηθή το αμάρτημα αυτού, εάν δεν ομολογήση αυτό ενώπιον του Θεού˙ η Αγία Γραφή αναφέρει αρχαιότατον παράδειγμα την εξομολόγησιν του Λάμεχ, εξομολογουμένου μετά θλίψεως προς τας γυναίκας αυτού, διότι εφόνευσεν άνδρα.
Τα αρχαιότατα έθνη αμαρτάνοντα, προσέφερον ιλαστηρίους θυσίας προς τον Θεόν και εν τω προσφέρειν αυτάς εξωμολογούντο τας αμαρτίας αυτών˙ αυταί αι υπό παντός σημείου γης αναπεμπόμεναι προς τον Θεόν δεήσεις εισίν ομόθυμός τις του ανθρωπίνου γένους προς τον Θεόν εξομολόγησις˙ αι ιλαστήριοι θυσίαι εισίν προσφέροντος αυτάς. Ο μη εξαγορεύων την αμαρτίαν αυτού ουδέποτε ευρήσει ανάπαυσιν, διότι ουδέποτε προσοικειωθήσεται το θείον. Ο μη εξαγορεύων το αμάρτημα αυτού ευρίσκεται αϊδίως υπό το βάρος της ενοχής και μακράν του Θεού˙ διο και η ψυχή αυτού θλίβεται και αλγεί˙ η εν τω αμαρτωλώ επικρατούσα ανώμαλος ηθική κατάστασις, ο αδιάλειπτος έλεγχος, γεννάται εκ της συναισθήσεως της ψυχής, της ομολογούσης την αμαρτίαν αυτής και επιζητούσης ανακούφισιν˙ η ψυχή ζητεί την εξομολόγησιν, διότι γνωρίζει την θείαν εντολήν, διότι εγνώρισεν, ότι αύτη είνε το μόνον μέσον της συμφιλιώσεως και διαλλαγής προς τον Θεόν, τον οποίον, αμαρτήσασα συναισθάνεται, ότι παρώργισε και επιζητεί να ικανοποιήση, όπως μη αποστραφή απ’ αυτού, αλλά γίνη ίλεως και αφήση αυτή τα οφειλήματα.
Ως η εξομολόγησις είνε ενδιάθετος ορμή, ούτω και η ικανοποίησις του θείου είνε ενδιάθετος προτροπή κινούσα εις τούτο˙ διότι η ψυχή συναισθάνεται, ότι ημάρτησε προς τον Θεόν και ότι οφείλει να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην, όπως φέρη θεραπείαν. Η Εκκλησία έλαβεμόνη την εξουσίαν να διαλλάττη τον άνθρωπον προς τον Θεόν, και να φέρη την θεραπείαν˙ δια τούτο προς την Εκκλησίαν οφείλει ο αμαρτήσας να προσδράμη˙ αύτη μόνη δύναται να συμφιλιώση αυτόν προς τον Θεόν, το έργον και η αποστολή της Εκκλησίας μαρτυρούσι τούτο, ως θα αποδείξωμεν εν τοις αμέσως επομένοις.
Περί αφέσεως αμαρτιών.
Ο αμαρτήσας προς τον Θεόν έχει ανάγκην διαλλάκτου˙ η έλευσις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η δοθείσα τοις Αποστόλοις αυτού εξουσία του αφιέναι αμαρτίας μαρτυρεί τούτο˙ διότι, εάν δεν ήτο αναγκαία η άφεσις προς θεραπείαν των ψυχών, ούτε η άφεσις των αμαρτιών της ανθρωπότητος ήτο αναγκαία, ούτε οι Απόστολοι αποστελλόμενοι εις το κήρυγμα, ήτο ανάγκη να εφοδιασθώσι μετά τοιαύτης εξουσίας˙ διότι η πίστις προς τον Χριστόν και το βάπτισμα μόνον θα ήρκει και ο Θεός ηδύνατο να επιφυλάξη εαυτώ την εξουσίαν ταύτην, του αφιέναι αμαρτίας˙ άλλ’ έδωκε την εξουσίαν τοις Αποστόλοις ου μόνον του αφιέναι, αλλά και του κρατείν αυτάς˙ έδωκεν εξουσίαν του δεσμείν και λύειν˙ «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίεναι αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται»˙ η εξουσία αύτη, η δοθείσα τοσούτον απόλυτος, βεβαίως μαρτυρεί ανάγκην απόλυτον, απορρέουσαν εκ του αποστολικού αυτού έργου. Εάν δε το αποστολικόν έργον η ιδρυθείσα εκκλησία παρέλαβεν, όπως συνεχίση, έπεται, ότι παρέλαβε και το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν.
Η εξουσία του δεσμείν και λύειν εδόθη τη Εκκλησία εξησκήθη, ως είπομεν, από των αποστολικών χρόνων, ως μαρτυρείται υπ’ αυτού του Αποστόλου Παύλου, εντελλομένου τοις Κορινθίοις, να αφορίσωσι της εκκλησίας τον πορνεύσαντα μετά της συζύγου του Πατρός του και παραδώσωσι τω Σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού». (Κορινθ. Α’ ε’. 5).
Η εξουσία του δεσμείν και λύειν εδόθη, ως εκ της γενομένης χρήσεως εδείχθη, προς διατήρησιν της αγιότητος της Εκκλησίας, όπως η αγία και άμωμος˙ διότι, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο Κύριος ημών Ιησούς «ηγάπησε την Εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση, καθαρίσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον, την Εκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον, ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, άλλ’ ίνα η αγία και άμωμος». (Εφεσ’. ε’. 26-27). Η εξουσία αύτη δίδωσι τη Εκκλησία την δύναμιν του να διατηρή εαυτήν αγίαν και άμωμον και να δύνηται να αποβή αληθής ζύμη, όπως ζυμώση όλον το φύραμα˙ «ει δε η απαρχή αγία, και το φύραμα˙ και ει η ρίζα αγία, και οι κλάδοι».(Ρωμ. ια’. 16).
Εάν η Εκκλησία εστερείτο της δυνάμεως ταύτης, δεν θα ηδύνατο να πληρώση την αποστολήν της διότι πώς θα διεφύλαττεν εαυτήν αγίαν και άμωμον; Πώς θα απέκλειε τους εναγείς της ομηγύρεως, ή πώς θα προσελάμβανε τους μετανοήσαντας; Οποίαν θα είχε συναίσθησιν της ηθικής καταστάσεως των μελών αυτής; Πόθεν θα εγνώριζεν, ότι δίδωσι τα άγια τοις αγίοις, ή ότι αποστερεί από τους ήδη δια της μετανοίας το θείον εξιλεώσαντας;
Η εξουσία του δεσμείν και λύειν είναι και έσται η δύναμις, η διατηρούσα την Εκκλησίαν αγίαν και άμωμον˙ δια τούτο η Εκκλησία από των αποστολικών χρόνων δεν έπαυσεν εξασκούσα την μεγάλην ταύτην εξουσίαν˙ οφείλουσι δε, οι περί της ψυχικής αυτών σωτηρίας προνοούντες, να προστρέχωσι εις την Εκκλησίαν ως το μόνον ιατρικόν, διότι άλλως ουκ έστι σωτηρία. Ο Κύριος προσεκάλει πάντας τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, όπως αναπαύση αυτούς˙ η Εκκλησία συνεχίζουσα το έργον του Χριστού, προσκαλεί τους εκ των αμαρτιών πεφορτισμένους, όπως αναπαύση αυτούς˙ πώς θα επανεπαύοντο οι ταις αμαρτίαις πεφορτισμένοι, εάν μη η Εκκλησία είχε το δεσμείν και λύειν; Πώς θα επανεπαύοντο τα έθνη, εάν μη οι Απόστολοι είχον την εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας; Πώς θα εσυνεχίζετο το αποστολικόν έργον, εάν η Εκκλησία, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, μόνη δύναται να ανακουφίση του βάρους τους βεβαρημένους από των αμαρτιών˙ δεύτε πάντες οι πεφορτισμένοι και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών.
Η μεγάλη αποστολή της Εκκλησίας και ο θείος αυτής χαρακτήρ υποχρεούσι τα μέλη αυτής να διατηρώσιν αυτήν αγίαν και άμωμον, μη έχουσα σπίλον, ή ρυτίδα, ή τι των τοιούτων, όπως και ως νύμφη Χριστού, ηγαπημένη και δια αίματος του Χριστού καθαρισμένη, η αγία και άμωμος και, ως έχουσα αποστολήν να ζυμώση όλον το φύραμα, να πληροί το μέγαν αυτής προορισμόν. Οι πεφορτισμένοι αμαρτίας και εν ταύταις κατατρυφώντες και τη Εκκλησία κοινωνούντες βεβηλούσι την αγιότητα της Εκκλησίας και παρακωλύουσι το έργον της μεγάλης αυτής αποστολής. Τα μέλη της Εκκλησίας δέον να ώσιν, λέγει ο Παύλος, άγια και άμωμα. «Εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου, είναι ημάς αγίους και αμώμους κατ’ ενώπιον αυτού εν αγάπη, προορίσας ημάς εις υιθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω˙ εν ω έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού». (Εφεσ’. α’. 4-6).
Οι εξ αγνοίας ούτως αμαρτάνοντες οφείλουσι να γνωρίσωσιν, ότι κρίμα μέγα εαυτοίς θησαυρίζουσι και ότι τριπλή έσται η του κρίματος απότισις˙
α’) ότι παρέβησαν την εντολήν και κατεπάτησαν τον νόμον του Θεού, γενόμενοι δούλοι τη αμαρτία˙
β’) ότι προσάπτουσι σπίλους, ρυτίδας και μώμους τη Εκκλησία˙ και
γ’) διότι ανακόπτουσι το έργον της Εκκλησίας, δια της Εκκλησίας την σπίλωσιν και δια την ιδίαν κατά του έργου της Εκκλησίας αντίστασιν˙ δια τούτο έλεγεν ο θείος Χρυσόστομος˙ «εάν ημείς ήμεν χριστιανοί, πάλαι αν οι εθνικοί τω Χριστώ προσήρχοντο». Ανακόπτομεν λοιπόν το έργον της Εκκλησίας, μη κατά Χριστόν πορευόμενοι, και αντιστρατευόμεθα προς αυτό. Μη λοιπόν έτι, αγαπητοί, εμμείνωμεν, αλλά μεταμεληθώμεν και αγιάσωμεν εαυτούς δια της αφέσεως των αμαρτιών ημών, όπως μη κατακριθώμεν δια το τριπλούν τούτο αμάρτημα δώμεν δε την απαιτουμένην ικανοποίησιν, όπως ικανοποιήσωμεν την θείαν δικαιοσύνην.
Ότι ο αμαρτήσας οφείλει να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην.
Η ικανοποίησις της θείας δικαιοσύνης, της προσβληθείσης δια της δημιουργίας της αμαρτίας υπό του αμαρτήσαντος, είνε και απαίτησις του δικαίου προς θεραπείαν και ενδόμυχος διάθεσις του αμαρτήσαντος προς εξιλέωσιν του Θεού.
Η απαίτησις του δικαίου και η διάθεσις της καρδίας πηγάζουσιν εκ της αυτής πηγής, εκ της αϊδιότητος του θείου νόμου˙ το δίκαιον απαιτεί την ικανοποίησιν δια την αϊδιότητα του θείου νόμου, ον επεβουλεύθη η αμαρτία˙ επίσης και η καρδία ζητεί εξ ενδιαθέτου ορμής να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην, διότι ενδομύχως επιποθεί και επιζητεί την επικράτησιν του θείου νόμου και σπεύδει να ενεργήση υπέρ της αϊδιότητος αυτού˙ ο ενδόμυχος ούτος πόθος προέρχεται εκ της συνταυτίσεως του θελήματος του έσω ανθρώπου μετά του νόμου του Θεού.
Η απαίτησις και η σπουδή επιδείκνυται προς καταπολέμησιν της αμαρτίας διότι πάσα αμαρτία είνε πολεμία προς τον νόμον του Θεού και εχθρά προς την ειρήνην και την βασιλείαν του Θεού επί της γης, ην επιζητεί να διαταράξη και φέρη την ταραχήν και την σύγχυσιν.
Η αμαρτία, ως μη φύσει εφετόν, είνε αδημιούργητον ως αδημιούργητον είνέ τι μη ον δημιουργούμενον υπό της παρά φύσιν επιθυμίας, λαμβάνει υπόστασιν˙ άλλ’ επειδή η δημιουργία άπασα είνε πλήρης των έργων του Κυρίου, ο δε νόμος αυτός διεκκέχυται επί παν το πρόσωπον της γης, το λαμβάνον υπόστασιν ανθρώπινον δημιούργημα, το παρά φύσιν εφετόν, καταλαμβάνει τόπον τινά και εκτοπίζει το αγαθόν, το υπό του Θεού δημιουργηθέν˙ άλλ’ εάν ο Θεός εποίησε τα πάντα καλά λίαν, έπεται, ότι το εισελθόν νέον δημιούργημα διετάραξε και έβλαψε το επικρατούν αγαθόν και επεβουλεύθη τον νόμον του Θεού˙ είνε λοιπόν κακόν μέγα η αμαρτία και αμαρτία προς τον Θεόν, διότι απειλεί να καταστρέψη το έργον του Θεού˙ επειδή δε δημιουργός αυτού είνε ο άνθρωπος, δια τούτο αμαρτάνων ούτος αμαρτάνει προς τον Θεόν και δια τούτο οφείλει να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην καταστρέφων, όπερ εδημιούργησε κακόν, και εργαζόμενος υπέρ της αϊδιότητος του νόμου του Θεού.
Την δοξασίαν, ότι πάσα αμαρτία αναφέρεται προς τον Θεόν, είχον οι τε Ιουδαίοι και οι Εθνικοί. Η Αγία Γραφή και τα εθνικά συγγράμματα γέμουσι μαρτυριών. Ο Δαυίδ εξομολογούμενος προς τον Θεόν τας αμαρτίας αυτού έλεγε˙ «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα»˙ (Ψαλμ. ν’. β), ο δε Ησίοδος λέγει˙ ότι η δίκη είνε παρθένος και θυγάτηρ του Θεού, ήτις είνε έντιμος και σεβαστή και εις αυτούς τους θεούς, και όταν τις αυτήν βλάπτη ατιμάζων κακοβούλως, ευθύς, παρακαθημένη τω Θεώ διηγείται προς αυτόν την άδικον γνώμην των ανθρώπων, όπως αποτίση ο λαός δίκην δια τας αδικίας των βασιλέων.
«Ήδε τε παρθένος εστί δίκη Διός εκγεγαυία,
Κυδρή τ’ αιδοίη τε θεοίς, οι Όλυμπον έχουσι.
και ρ’ οπότ’ αν τις μιν βλάπτη σκολιώς ονοτάζων,
αυτίκα παρ’ Διΐ πατρί καθεζομένη Κρονίωνι
γηρύετ’ ανθρώπων άδικον νόον, όφρ’ αποτίση
δήμος ατασθαλίας βασιλέων (Έργα και Ημέραι στίχ. 255-261).
Εκ των στίχων τούτων ου μόνον φαίνεται πρεσβεύων ο Ησίοδος, ότι πάσα αμαρτία αναφέρεται προς τον Θεόν, άλλ’ ότι δεν επέρχεται συνδιαλλαγή μεταξύ θείας δικαιοσύνης και ανθρώπων, εάν δεν δοθή η δέουσα ικανοποίησις δια τας γενομένας αδικίας.
Αμαρτάνοντες άρα προς τον Θεόν αμαρτάνομεν και πολέμιοι του θείου νόμου γινόμεθα˙ ανάγκη λοιπόν να σπεύσωμεν να εξιλεώσωμεν Αυτόν, όπως συνδιαλλαγώμεν.
Εν τη Αγία Γραφή πλείστα όσα φέρονται παραδείγματα περί της θείας τιμωρίας δια τας αμαρτίας των ανθρώπων˙ μεταξύ αυτών φέρονταί τινά, μαρτυρούντα την αλήθειαν των λόγων του Ησιόδου. Ιστορείται ότι ο Δαυίδ βασιλεύων ημάρτησε προς τον Θεόν, καταμετρήσας τον λόγον˙ ο δε Θεός έστειλεν ολοθρευτήν άγγελον και εθανάτωσεν εβδομήκοντα χιλιάδας εις τρεις ημέρας. Επίσης ο λαός των βασιλείων του Ιούδα και Ισραήλ ετιμωρήθη πολλάκις δια τας ατασθαλίας των βασιλέων αυτού.
Ότι δια παν αμάρτημα απαιτείται ικανοποίησις αναφέρονται επίσης πολλά εν τη Ιερά Γραφή˙ άλλ’ εν εξ αυτών ούτινος υπόθεσις είναι η του Μωϋσέως αδελφή Μαριάμ, είναι λίαν επιβάλλον˙ η Μαριάμ εκίνησε γλώσσαν κατά του Μωϋσέως˙ η γλωσσαλγία αυτής εθεωρήθη ως αμαρτία προς τον Θεόν και ευθύς ελεπράνθη όλη˙ λέγει δε η Γραφή, ότι˙ «ει μη επτά ημέρας έξω της παρεμβολής αφορισμώ καθυπεβάλλετο, ουκ αν της λέπρας απηλλάττετο»˙ αλλά και ο εν Κορίνθω πόρνος «ει μη τω Σατανά υπό του Παύλου παρεδίδετο, ουκ αν το πνεύμα αυτού εσώθη». Εκ τούτων και αι Άγιαι Σύνοδοι και οι θεοφόροι πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος και ο Πέτρος, Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, και ο Διονύσιος και ο Γρηγόριος ο θαυματουργός και ο Μέγας Βασίλειος και ο θείος Χρυσόστομος και άλλοι, κατά την των αμαρτημάτων ποσότητα και ποιότητα την ικανοποίησιν τοις αμαρτωλοίς, ακριβώς ορίζοντες επάγουσιν, ότι ο μη πεισθείς ανάγκη, λέγει πατήρ τις, τοις εκεί δικαστηρίοις πεμφθήσεσθαι και λόγον δούναι, ων έπραξεν ανοσιουργημάτων, ως τους θεσμούς της αγίας Εκκλησίας αθετήσας.
Αναπόδραστος άρα επιβάλλεται η ικανοποίησις της προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης. Ώστε ανάγκη επείγουσα υποχρεοί ημάς να σπεύσωμεν προς εξιλέωσιν του θείου˙ τοσούτω δε μάλλον καθ’ όσον ουκ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα˙ να σπεύσωμεν δε μετά δακρύων, μετά συντριβής καρδίας και μετά κατανύξεως να εμφανισθώμεν ενώπιον του ομοιοπαθούς δικαστού και θεραπευτού, του συμπαθούς πνευματικού, και να εκχύσωμεν την καρδίαν ημών ομολογούντες τα αμαρτήματα, όπως απαλλαγώμεν της κρίσεως του εκεί δικαστηρίου, εις ο θα πεμφθώσι πάντες οι μη δόντες δίκην των πεπραγμένων υπ’ αυτών εν τοις επί γης δικαστηρίοις, διαλλαγώμεν προς τον Θεόν και της αιωνίου ζωής μέτοχοι γενώμεθα.
Ο Μέγας Βασίλειος ιδού τι περί τούτου ημάς συμβουλεύει˙ «Κλαύσον προ καιρού, ίνα μη κλαύσης εκεί˙ νυν μετανόει, ότε έξεστι˙ μηδέ τότε των αμαρτιών μετανόει, ότε ουκ έστι καιρός μετανοίας˙ εργασώμεθα το αγαθόν, ως έτι δυνάμεθα˙ χρήματα εάν απολέσωμεν, δυνάμεθα και αύθις αυτά επιλαβέσθαι, καιρόν δε εάν απολέσωμεν, ευρείν ου δυνάμεθα, ουχ ούτως εραστής μανικός της εαυτού ερωμένης ερά ως ο Θεός της μετανοούσης ψυχής. Τοιαύτη γαρ η του δεσπότου φιλανθρωπία, ουδένα των προστρεχόντων αποστρεφομένη, αλλά χείρα ορέγει (ομιλ. β’).
Εάν δε τις εις μεγάλα και χαλεπά υπέπεσεν αμαρτήματα, ας μη αποθαρρυνθή, άλλ’ ας προσέλθη θαρρών εις την θείαν φιλανθρωπίαν και ελεηθήσεται. Ιδού και περί τούτου τι λέγει ο θείος Βασίλειος˙ «Μη απογίνωσκε, μηδέ αφίστασο της ευχής, αλλά πρόσελθε αμαρωλός ων, ίνα δοξάσης συ τον Δεσπότην, ίνα δω αυτώ την οικείαν φιλανθρωπίαν, εν τη συγχωρήσει των αμαρτημάτων των σων επιδείξασθαι, ως εάν φοβηθής προσελθείν ενεπόδισας αυτού τη αγαθότητι και εκώλυσας αυτού της χρηστότητος την δαψίλειαν, το γε εις σε ήκον» (αυτόθι).
Τα άριστα δε συμβουλεύει και ο άγιος Νείλος, λέγων˙ «Χριστός ο Βασιλεύς Θεός ουδαμώς αποστρέφεται τους προς αυτόν κεχηνότας και από βάθους καρδίας στενάζοντας καν πολλοίς αμαρτήμασι πεφορτισμένοι τυγχάνωσιν˙ αλλά και προσίεται και καθαρίζει τούτους, και της υιοθεσίας δωρείται το χάρισμα και αρετών εργάτας αποφαίνει, προϊόντος του χρόνου».
Ότι η εξομολόγησις είναι ωφέλιμος υπό ηθικήν και πνευματικήν έποψιν.
Ο τακτικώς εξομολογούμενος ωφελείται διττώς, ηθικώς και πνευματικώς και α’) ωφελείται ηθικώς, διότι αι ηθικαί αυτού αποπλανήσεις ολονέν ολιγοστεύουσι και β’) πνευματικώς, διότι διδάσκεται υπό του πνευματικού αυτού πατρός.
Αι ηθικαί αποπλανήσεις ολιγοστεύουσι, διότι ο τακτικώς εξομολογούμενος βαίνει ολονέν τελειούμενος εις την αρετήν και την κατά Χριστόν πολιτείαν, ποδηγετούμενος υπό του πνευματικού αυτού πατρός και ενισχυόμενος υπό των συμβουλών αυτού˙ διότι αι γνώσεις και η πείρα του πνευματικού πατρός, υφ’ ου την διδασκαλίαν και τας νουθεσίας διατελεί ο εξομολογούμενος χριστιανός, αφ’ ενός μεν διδάσκουσιν αυτόν τι δέον να ασπάζηται και εκτελή, αφ’ ετέρου δε τι δέον να αποπτύη και απορρίπτη˙ δια μεν των γνώσεων αυτού ο πνευματικός οικοδομεί αυτόν εν τη αρετή, δια δε της πείρας τον προφυλάττει από τας αποπλανήσεις και τοιούτω τρόπω ποδηγετεί εις την σωτηρίαν. Η εκμυστήρευσις των διαλογισμών καταθραύει τας παγίδας του διαβόλου και ματαιοί τας δολίας επιβουλάς αυτού, διότι η του πνευματικού εμπειρία εξελέγχει αυτάς και καθιστά εμφανή τον δόλον.
Η αιδώς προς τον πνευματικόν είναι προπύργιον κατά της αμαρτίας˙ διότι αναχαιτίζει τας προς την αμαρτίαν ορμάς και περικόπτει τας ατόπους επιθυμίας η ανάμνησις, ότι μέλλει να εμφανισθή προ του πνευματικού και να εξαγγείλη αυτώ τας ατόπους πράξεις αυτού και να συστήση εαυτόν εμπαθή και επιρρρεπή προς την αμαρτίαν και ασυνεπή εις τας προς τον Θεόν και τον πνευματικόν υποσχέσεις αυτού αναπαριστά την μέλλουσαν αισχύνην και ταπεινοί τα πάθη και τας ορμάς.
Ο εξομολογούμενος αναπτύσσεται πνευματικώς
α’) διότι δια της διδασκαλίας αι του διδασκάλου γνώσεις μεταδίδονται ολίγον κατ’ ολίγον εις τον εξομολογούμενον, ως εις μαθητευόμενον και
β’) διότι ο νους αυτού καθαριζόμενος από του σκότους της αμαρτίας και της πλάνης φωτίζεται και κατανοεί τα θαυμάσια του Θεού και αναπτύσσεται.
Η εξομολόγησις είνε το σωτήριον φάρμακον της κοινωνίας, διότι δύναται να διασώση της απωλείας πολλάς ψυχάς δια πλάνην και ατόπους ενθυμήσεις και πονηρούς λογισμούς. Ο πνευματικός είνε το υπό της ψυχής επιζητούμενον πρόσωπον, προς ο ο αμαρτήσας επιθυμεί να εκχύση την καρδίαν αυτού, όπως εκμυστηρευθή, όπως φανερώση τα τραύματα της ψυχής αυτού, όπως ζητήση θεραπείαν, όπως ανακουφισθή. Ο πνευματικός είναι το μεσάζον πρόσωπον, το συνδέον τας ψυχάς και συσφίγγον τους δεσμούς της συγγενείας, της φιλίας και της αγάπης. Ο πνευματικός δύναται μόνος να συνδέση τας ψυχάς των γονέων και των τέκνων, των συζύγων, των αδελφών και των συγγενών˙ ο πνευματικός είνε ο εσωτερικός διδάσκαλος των κοινωνιών, ο φρουρός της ηθικής της οικογενείας, η παρηγορία των τεθλιμμένων και το ορμητήριον των κυμαινομένων εν τω πελάγει του βίου. Η εξομολόγησις υπό ηθικήν έποψιν είνε το μεγαλύτερον ευεργέτημα της Εκκλησίας προς την κοινωνίαν. Ο πνευματικός είνε ο ηθικός ιατρός της κοινωνίας˙ ούτος μόνος δύναται να προλάβη όλα τα κακά, όσα σήμερον μαστίζουσι την κοινωνίαν˙ διότι θα διδάξη τους πλανηθέντας, θα ανορθώση τους καταπεσόντας, θα υποστηρίξη τους κλονιζομένους, θα φωτίση τους εσκοτισμένους, θα ποδογετήση τους αδυνάτους, θα βοηθήση τους ενδεείς, θα καταπαύση τας ορμάς, θα κατευνάση τα πάθη, θα διαλλάξη τους διεστώτας, θα φιλιώση τους εχθρούς, θα συσφίγξη τους δεσμούς και θα βραβεύση την ειρήνην εις τας οικογενείας. Τοιαύτη υπό ηθικήν έποψιν η εξομολόγησις, την οποίαν δυστυχώς δεν εννοήσαμεν και εγκατελείψαμεν˙ δια τούτο και πολλά τα κακά, τα καταμαστίζοντα την κοινωνίαν. Χριστιανοί! Τηρείτε τας διατάξεις της Εκκλησίας, διότι εν τη τηρήσει αυτών ζωή αιώνιος˙ ζητήσατε ιατρούς δια τας ψυχάς υμών και δια την ειρήνην υμών.
Ότι η εξομολόγησις δέον να γίνηται μετά προηγουμένην προπαρασκευήν.
Η εξομολόγησις απαιτεί προηγουμένην προπαρασκευήν, διότι ο απροπαρασκευάστως τω πνευματικώ προσερχόμενος, κατά λογικήν αναγκαιότητα, ούτε περί α ελλείπει ενθυμείται, ούτε περί α επλεόνασεν ακριβώς γινώσκει˙ αγνοεί δηλονότι οποία εξεπλήρωσεν οφειλόμενα καθήκοντα και το πλήθος των αμαρτιών αυτού˙ διότι είναι αδύνατον ο μη προ ημερών εαυτόν εξετάσας μετά πάσης της δεούσης ακριβείας και αμεροληψίας, και τας εαυτού πράξεις με τα δίκαια σταθμά σταθμίσας και κατ’ αξίαν εκτιμήσας αυτάς και συναισθανθείς τον βαθμόν της ενοχής αυτού, να καρπωθή ωφέλειαν τινά εκ της στιγμιαίας και απροπαρασκευάστου εξομολογήσεως˙ διότι η αδυναμία της μνήμης, όπως ενθυμηθή τα πάντα, η έλλειψις του χρόνου προς εξέτασιν κα ιη έλλειψις συναισθήσεως του βαθμού της ενοχής, καθιστώσι την εξομολόγησιν άκαρπον˙ τοιουτοτρόπως δε αφίνομεν πολλά πάθη αθεράπευτα, υπονομεύοντα την υγείαν της ψυχής και σπέρματα νέων αμαρτημάτων˙ ανάγκη άρα ο προσερχόμενος εις την εξομολόγησιν να εξετάση προ ημερών εαυτόν, να σταθμίση ακριβώς πάσαν αυτού πράξιν, να γνωρίση τας ελλείψεις αυτού και τους πλεονασμούς και ούτω να προσέλθη εις την εξομολόγησιν και περί αυτών μόνον να εξομολογηθή˙ διότι το περί αρετής προς τον πνευματικόν διαλέγεσθαι και περί πράξεων αγαθών, παραλείπειν δε τα της ψυχήν λυμαινόμενα πάθη και επιμελώς περικρύπτειν είνε ταυτόν τω διαλέγεσθαι τον ασθενούντα προς τον ιατρόν περί σωματικής ευρωστίας και υγείας, και ουδένα ποιείσθαι λόγον περί της βιβρωσκούσης τα σπλάγχνα αυτού ασθενείας. Το διαλέγεσθαι προς τον πνευματικόν περί αρετής και κατορθωμάτων, μάλιστα μετά στόμφου, είνε φαρισαϊκόν και ένδειξις κενοδοξίας και περιαυτολογίας˙ πράξις όλως ακατάλληλος, πάντοτε μεν, προ πάντων μάλιστα κατά την ώραν της προς τον Θεόν εξαγορεύσεως˙ διότι οφείλομεν να μην λησμονώμεν, ότι, εξομολογούμενοι, ενώπιον του Θεού παρουσιαζόμεθα και εξαγορευόμεθα τας αμαρτίας ημών, όπως τύχωμεν ελέους και αφέσεως αμαρτιών˙ τας αρετάς ημών ο Θεός οίδε και διερμηνέως ου δείται˙ ώσπερ δε προς τον ιατρόν μόνον τα πάθη μετά πολλής επιμελείας ιστορούμεν, ούτω και προς τον πνευματικόν μόνον τα πάθη της ψυχής μετά συντριβής και κατανύξεως να εξομολογώμεθα. Επειδή δε οι εξομολογούμενοι προπαρασκευάζοντας και δια την θείαν κοινωνίαν, δια τούτο ανάγκη και η προπαρασκευή αύτη δόκιμον να φέρη τον χαρακτήρα.
Ως τρόπος κατάλληλος εις προπαρασκευήν προς εξομολόγησιν και θείαν κοινωνίαν εθεωρήθη υπό των αγίων Πατέρων, ο δια νηστείας και προσευχής, δια της νηστείας όμως της πραγματικής, ουχί της φαρισαϊκής, αλλά της χριστιανικής νηστείας, της διαταχθείσης υπό της Εκκλησίας, της σκοπόν προτιθεμένης την κατεύνασιν των παθών της ψυχής και του σώματος, την συγκέντρωσιν του διασπασθέντος νοός ημών και την ανύψωσιν αυτού από της χαμαιζήλου ύλης, της επισπώσης πάσαν ημών την προσοχήν, και περισπώσης τον νουν περί τα ψυχοβλαχή και μάταια˙ διότι ανάγκη να γνωρίζη πας χριστιανός, ότι, εάν δια νηστείας χριστιανικής και δια προσευχής δεν υψώση τον νουν και την καρδίαν αυτού προς τον Θεόν, εάν η καρδία αυτού δια νηστείας, και αγώνος δεν συντριβή, είνε αδύνατον, αδύνατον ο άνθρωπος να έλθη εις βαθείαν συναίσθησιν της αμαρτωλού καταστάσεως αυτού, να εκτιμήση κατ’ αξίαν τα αμαρτήματα αυτού, να επιζητήση μετά ζήλου και πόθου την άφεσιν αυτών, και να ζητήση να ικανοποιήση την θείαν δικαιοσύνην˙ διότι έστω ημίν γνωστόν, ότι τοσούτον μόνον γνωρίζομεν τα αμαρτήματα ημών, όσον φωτιζόμεθα άνωθεν˙ τοσούτον δε φωτιζόμεθα άνωθεν, όσον ο νους και η καρδία ημών υψούται προς τον Θεόν, τοσούτον δε υψούμεθα, όσον ελαφρότεροι γινόμεθα δια της νηστείας και προσευχής. Η προσευχή και η νηστεία, άλλ’ η χριστιανική, χρησιμεύει ως κάτοπτρον, εν ω βλέπομεν τα αμαρτήματα ημών και την ασχημίαν και αισχρότητα και τον αληθή χαρακτήρα αυτών˙ άνευ νηστείας και προσευχής στερούμεθα του κατόπτρου και αδυνατούμεν να έχωμεν αληθή εικόνα των αμαρτιών ημών και τελείαν συναίσθησιν και συντριβήν καρδίας, και επομένως αληθή και καρποφόρον εξομολόγησιν. Όθεν επειδή η νηστεία η χριστιανική και η προσευχή είνε ο μόνος τρόπος προπαρασκευής προς αληθή εξομολόγησιν, οφείλομεν μετ’ επιμελείας να τηρώμεν τας διατάξεις ταύτας της Εκκλησίας, όπως αληθώς εξομολογώμεθα και μετά βεβαιότητος φιλιωθώμεν μετά του Θεού και μη αποτύχωμεν του σκοπού.
Δεύτε λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί˙ ο καιρός είνε αρμόδιος προς το έργον˙ προσέλθωμεν και καθαρθώμεν, όπως επαξίως κοινωνήσωμεν των θείων και αχράντων μυστηρίων. Αρνηθώμεν την αμαρτίαν, αποδώμεν τα οφειλόμενα εξ αδικίας, διαλλαγώμεν προς τους εχθρούς και ποιήσωμεν έργα άξια μετανοίας, όπως εξευμενίσωμεν το θείον και επισπάσωμεν το θείον αυτού έλεος και ούτω γίνωμεν άξιοι κληρονόμοι της Ουρανίου Βασιλείας˙ ης εύχομαι πάντας ημάς αξιωθήναι. Αμήν.
Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη/ orp.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αρχιμ. Ανανία Κουστένη - Η καλή έγνοια (κείμενο και mp3)
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ