medlabnews.gr iatrikanea
Καθώς η Γηραιά Ήπειρος ήδη πλήττεται από ένα δεύτερο σφοδρό επιδημικό κύμα, είναι εμφανής η προσπάθεια της Ευρώπης να αλλάξει τη στρατηγική της και να αντιμετωπίσει την επέλαση του ιού με ένα μοντέλο διαχείρισης το οποίο να προσομοιάζει σε αυτό που εφαρμόζουν ήδη από την αρχή της πανδημίας πολλές ασιατικές χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Κορέα, το Βιετνάμ.
Η εμπειρία από την εξέλιξη της πανδημίας όπως και η ανάλυση των πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων έρχονται να επιβεβαιώσουν την ορθότητα και την αποτελεσματικότητα αυτών των ασιατικών πρακτικών, που δεν είναι βέβαια καινούργιες· έχουν τις ρίζες τους σε προηγούμενες επιδημίες καθώς και στην κουλτούρα των κοινωνιών της Ασίας (testing, πειθαρχία, εξοικείωση με τη χρήση μάσκας κ.λπ.).
Ετσι, τα ευρωπαϊκά lockdowns του δεύτερου κύματος είναι πιο ελαφράς μορφής και, για να μπορέσουν να είναι αποδοτικά, συνδυάζονται με μαζικούς μοριακούς εργαστηριακούς ελέγχους αλλά και με την ευρεία χρήση των μοναδικών όπλων που έχουμε αυτή τη στιγμή απέναντι στον κορoναϊό: των μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων (μάσκα, κοινωνική αποστασιοποίηση, αποφυγή συναθροίσεων). Ενδεικτικό το παράδειγμα της Γαλλίας: στο διάγγελμά του, την περασμένη Τρίτη, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μίλησε για την ανάγκη περαιτέρω ενδυνάμωσης του τρίπτυχου «έλεγχοι – ιχνηλατήσεις – απομόνωση», για να ελεγχθεί η εξάπλωση του κορoναϊού.
Οι έλεγχοι είναι το παράθυρό μας στην πανδημία, μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα. Είναι σημαντικό εργαλείο στην αναχαίτιση του ιού. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται να το έχουν συνειδητοποιήσει. Από τα τέλη του καλοκαιριού, όταν οι επιδημιολογικοί δείκτες είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται, μέχρι σήμερα, διπλασίασαν ή και τριπλασίασαν τον αριθμό των τεστ που πραγματοποιούν.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: την 1η Αυγούστου οι έλεγχοι στην Αυστρία ήταν 1.022 ανά εκατομμύριο κατοίκων και σήμερα είναι 3.295 ανά εκατομμύριο. Οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι: στη Γαλλία 1.312 και 3.490· στη Μάλτα 3.241 και 6.928· στην Ελβετία 617 και 2.570· στην Ιρλανδία 1.015 και 2.276· στην Κύπρο 2.179 και 6.785· στη Σουηδία 762 και 3.687· στη Δανία 3.179 και 10.835. Στην Ελλάδα, στις αρχές Αυγούστου τα τεστ που διενεργούνταν ήταν 1.335 ανά εκατομμύριο κατοίκων – τα πιο πολλά στις πύλες εισόδου και λιγότερα στην κοινότητα. Σήμερα φτάνουν τα 1.968 ανά εκατομμύριο (στοιχεία από το ourworldindata.org).
Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, ότι προς την κατεύθυνση της εντατικοποίησης των τεστ κινείται και η χώρα μας, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Ας δούμε όμως γιατί είναι τόσο απαραίτητοι οι μαζικοί έλεγχοι. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να καταλάβουμε τις διαστάσεις που έχει πάρει η πανδημία στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή, τα ενεργά κρούσματα μόνο στην Αττική είναι πιθανό να υπερβαίνουν τα 50.000 – συμπτωματικά ή ασυμπτωματικά. Μέσα από ένα δίκτυο εκτεταμένων εργαστηριακών ελέγχων στην κοινότητα, όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των κρουσμάτων πρέπει να εντοπίζονται και να απομονώνονται εγκαίρως, ώστε να ανακόπτεται δραστικά η διασπορά του ιού. Στην παρούσα φάση αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από την ιχνηλάτηση των επαφών ενός κρούσματος, αφού τα πραγματικά κρούσματα είναι πολλαπλάσια από όσα προκύπτουν μέσω των οποιωνδήποτε περιορισμένων ελέγχων.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του βρετανικού Imperial College, μια έξυπνα σχεδιασμένη και καλά εφαρμοσμένη στρατηγική ελέγχων μπορεί να μειώσει τον ενεργό ρυθμό αναπαραγωγής της επιδημίας, το γνωστό Rt, έως και κατά 26%. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γουχάν, όπου, στην έξαρση της πανδημίας, για την αναχαίτισή της που τελικά επετεύχθη, έγιναν περισσότερα από 11 εκατ. τεστ μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες.
Για να κατανοήσουμε, όμως, όλο αυτό το «πλέγμα» παραγόντων, πρέπει να δούμε τι ακριβώς σημαίνει ένα θετικό τεστ.
Αυτός ο ιός (όπως οι κορoναϊοί γενικότερα) έχει την εξής ιδιαιτερότητα: παρουσιάζει τεράστιες διακυμάνσεις, όχι μόνο στις κλινικές του εκδηλώσεις αλλά και στο διαγνωστικό του αποτύπωμα – από μια απλή ιοφορία μιας ή δύο ημερών, που θα παρέλθει λόγω του χαμηλού ιικού φορτίου, μέχρι τη μακρόχρονη ανίχνευση του ιού, που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνάει και τις σαράντα μέρες.
Ενα τόσο μεγάλο εύρος –από έναν φορέα που έχει αποικιστεί από τον ιό μόνο για μία μέρα μέχρι τον ασθενή που θα χρειαστεί να νοσηλευτεί σε ΜΕΘ– δεν κάνει μόνο περίπλοκη την επιδημιολογική επιτήρηση αλλά και δυσκολεύει τα μαθηματικά μοντέλα πρόβλεψης, καθιστώντας ουσιαστικά αδύνατη την εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων. Περισσότερο με σενάρια προχωρούμε, δηλαδή, και όχι βάσει προγνώσεων. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σε αυτή την πανδημία δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να αποσαφηνίσουμε καν το ποσοστό των ασυμπτωματικών φορέων.
Επίσης, η αξία των ποσοστών θετικότητας που προκύπτουν μέσα από διάφορες μετρήσεις είναι πολύ σχετική στην COVID-19. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον επιπολασμό και την επίπτωση της νόσου στην κοινότητα αλλά και με το πόσο εκτεταμένοι είναι οι εργαστηριακοί έλεγχοι. Και αυτό γίνεται σαφές από μελέτες που υποστηρίζουν ότι για να είναι επιτυχημένη μια στρατηγική ελέγχων, πρέπει να είναι τόσο εκτεταμένη που το ποσοστό θετικότητας να μην υπερβαίνει το 3%.
Για να το πούμε απλά: αν υποθέσουμε ότι σήμερα υπήρχε η δυνατότητα να γίνουν τεστ σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, θα απομονώναμε τα περισσότερα ενεργά κρούσματα που κυκλοφορούν ανάμεσά μας – τους ασυμπτωματικούς και προσυμπτωματικούς φορείς, δηλαδή, που δεν γνωρίζουν ότι νοσούν και μεταδίδουν τον ιό. Αυτό θα συνέβαλε καθοριστικά στο να μπει φρένο στην πανδημία.
Καθώς ευελπιστούμε σε ένα μερικό άνοιγμα της κοινωνίας και της οικονομίας ενόψει των εορτών, λοιπόν, είναι ακόμη πιο επιβεβλημένη μια καλά δομημένη στρατηγική εργαστηριακών ελέγχων, που θα μας επιτρέψουν να έχουμε σαφή εικόνα της επιδημιολογικής κατάστασης και των κρουσμάτων σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, ώστε να προλάβουμε εν τη γενέσει τους νέες, μικρότερες ή μεγαλύτερες εστίες αναζωπύρωσης της επιδημίας.
* Ο κ. Αθανάσιος Τσακρής είναι καθηγητής Μικροβιολογίας, διευθυντής Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής, αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ.