2020-12-01 13:38:32
Από δημοσιογράφος, τηλεπαρουσιάστρια και από συγγραφέας και μεταφράστρια, σεναριογράφος και ηθοποιός - Οι καθημερινές αναρτήσεις της στο Διαδίκτυο πυροδοτούν κόντρες, καθώς δεν αφήνει τίποτα που, επί της δημόσιας σφαίρας, την ξενίζει, την ενοχλεί ή την ξινίζει να περάσει ασχολίαστο - Προφανώς έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα - Το ίδιο δικαίωμα, όμως, το έχουν όλοι
«Κατίνα και κουτσομπόλα» την αποκάλεσε η Μαργαρίτα Θεοδωράκη. Ο Aδωνις Γεωργιάδης τη χαρακτήρισε «ένα κοινό ψώνιο που έχει μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό της». «Θορυβώδη κυρία των social media», ο Γιώργος Βέλτσος. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος απέσυρε τη μήνυση εναντίον της. Αντίθετα ο Μάρκος Σεφερλής κατέθεσε αγωγή εις βάρος της. Δίκαια ή άδικα, συμφωνώντας ή διαφωνώντας, όλα αυτά τα επικριτικά σχόλια, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύονται με απειλές ή έμπρακτες δικαστικές αντιπαραθέσεις, επικεντρώνονται στο ίδιο πρόσωπο. Την πολυτάλαντη Ελενα Ακρίτα. Δημοσιογράφο, συγγραφέα, μεταφράστρια, σεναριογράφο, τηλεπαρουσιάστρια, ραδιοφωνική παραγωγό, ηθοποιό. Α ναι, και επιδραστική περσόνα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Εσχάτως, κυρίως με αυτή την ιδιότητα δημιουργεί ντόρο. Οι καθημερινές αναρτήσεις της σε λογαριασμό που διατηρεί στο Διαδίκτυο πυροδοτούν κόντρες. Δεν αφήνει τίποτα που, επί της δημόσιας σφαίρας, την ξενίζει, την ενοχλεί ή την ξινίζει να περάσει ασχολίαστο. Προφανώς έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, να ερμηνεύει κατά το δοκούν και να τοποθετείται επί όσων θεωρεί κακώς κείμενα. Και ασφαλώς δεν χρωστάει σε κανέναν εξήγηση για τη σχεδόν φρενήρη κριτική της ενασχόληση. Ωστόσο, το δηκτικό, πότε σαρκαστικό και πότε ειρωνικό ύφος του ηλεκτρονικού της λόγου, οι κάποιες φορές άστοχες, αλλά όχι πάντα απερίσκεπτες παρατηρήσεις και γνώμες που πληκτρολογεί προσβάλλουν ενίοτε την τιμή και θίγουν την υπόληψη ορισμένων δημοσίων προσώπων στα οποία εστιάζει.
Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει απτόητη να τους κουνάει πότε διδακτικά και πότε απαξιωτικά το δάχτυλο μπροστά στη μούρη τους. Αρκείται να αυτοπεριγράφεται ως ασυμβίβαστη και περήφανη επειδή ποτέ δεν μασάει τα λόγια της στην υπερκορεσμένη από «φίλους» σελίδα της στο Facebook, παραμερίζοντας ίσως ότι ο αντικομφορμισμός του «ξερόλα» που γίνεται καθημερινή ρουτίνα λίγο απέχει από την ανιαρή κοινοτοπία. Ως ευφυής, καλλιεργημένη και ώριμη γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι δεν συνεγείρεται από κάποιο εφηβικό μικροναρκισσισμό του Διαδικτύου. Ωστόσο, φαίνεται να πιστεύει πεισματικά ότι εκτελεί κάποιο χρέος.
Με τη μητέρα της Σύλβα, του ΠΑΣΟΚ
Ακόνισμα μαχαιριών
Να σου λοιπόν από την καυστική πένα της οι πότε ακριβείς και πότε κοροϊδευτικοί χαρακτηρισμοί υπό ένα αιχμηρό κατσούφιασμα που, εκτός από το ακόνισμα μαχαιριών, προσθέτει και ρυτίδες. Τα άφθονα παραδείγματα των αναρτήσεών της ποικίλλουν. «Μπαίνουν σε ένα μπαρ τρεις άνθρωποι και ένας μπογδάνος» για τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο. «Ο πρώην πωλητής νανογιλέκων με υφάκι εμείς τα χτίσαμε αυτά τα μαγαζά» για τον Αδωνη Γεωργιάδη. Ο dress code αποτροπιασμός της αποτυπώθηκε στο ποστ «με αγριεύει πολύ. Σοβαρά τώρα. Δυστοπία» για την ντυμένη με ολόσωμη μαύρη φόρμα Νίκη Κεραμέως, που, σημειωτέον, πήγαινε σε κηδεία. Προηγήθηκε με ένα δύσπιστο εστετισμό το «στόλισμα» στον Μάρκο Σεφερλή για «το ήθος του trash» που θα έφερνε στο «Παλλάς». Και ταυτόχρονα η εκδήλωση συμπαράστασής της στις «ευπαθείς κοινωνικές ομάδες που έχουν υποφέρει αγρίως από μια κάκιστα εννοούμενη σάτιρα», εννοώντας τα επιθεωρησιακά νούμερα του ηθοποιού στο «Δελφινάριο». Για ένα άρθρο του για τον εκλιπόντα Θάνο Μικρούτσικο στο στόχαστρο της κριτικής της μπήκε και ο Χρήστος Χωμενίδης, για τον οποίο εξέφρασε τη βεβαιότητα «ότι το σοφό παιδί θα συμβάλει με ζέση και ενθουσιασμό στους νέους -ισμούς της υπό διαμόρφωσιν ιδεολογίας του Μπογδανισμού και του Τζημερισμού».
Στη σειρά, μέσα στη βιασύνη της να μην πέσει κάτω τίποτα, ήρθε ο φάλτσος σχολιασμός για fake τιτίβισμα που αποδόθηκε στην Ευγενία Μανωλίδου και το ξέσπασμα κατά της Μαρίας Δαμανάκη μόνο με την υποψία υποψηφιότητάς της για την Προεδρία της Δημοκρατίας, στο στυλ «είναι μια έξοχη επιλογή που συσπειρώνει όλους τους Ελληνες: δεν την θέλει κανείς». Από κοντά και η μακροσκελής λογοτεχνική διδασκαλία στη Βίκυ Φλεσσα που υπέπεσε στο ατόπημα να μιλήσει για τον Καρυωτάκη σε επίσκεψή της ως υποψήφια ευρωβουλευτής της Ν.Δ. στην Πρέβεζα. Στη σπουδή της να προλάβει να εκτοξεύσει όλα τα βέλη από τη φαρέτρα της κριτικής της δεν έλειψαν τα δεοντολογικά μαθήματα «οι δημοσιογράφοι δεν χαριεντιζόμαστε κατ’ αυτόν - ή κατ’ ουδένα - τρόπο με τους πολιτικούς». Αφορούσε την Ελλη Στάη για την οποία διατύπωσε σε ανάλαφρο τόνο «Ερωτας χωρίς ανταπόκριση αν κρίνουμε από το ύφος του; Μετά απ’ αυτό πώς θα του πάρει συνέντευξη;», όταν αντίκρισε το χαλαρό φωτογραφικό ενσταντανέ της μαζί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Προεδρικό Μέγαρο.
«Oh mon Dieu, quel niveau!»
Για τους γνωστούς στο ευρύ κοινό και σε σχετικά μεγάλη ηλικία δημοσιογράφους, άλλωστε, επιφυλάσσει την αποδοκιμασία της γράφοντας ότι αφού «φίλησαν κατουρημένες ποδίτσες», μετά το «καρασυμπλεγματικό τους εγώ αναδύεται στην επιφάνεια και φτύνουν στα μούτρα των άλλων όλα τα σκατά που κατάπιαν μέχρι ν’ ανέβουν την ανεμόσκαλα». Ανέκαθεν, εκτιμάται ότι είχε τα κότσια να κατακρίνει τις αβελτηρίες και την υποτακτικότητα του σιναφιού που υπηρετεί από τα 18 της χρόνια. Πιθανόν, όμως, ως αυτόκλητος κήνσορας των ηθών του επαγγέλματος και απογοητευμένη από τον ΣΥΡΙΖΑ -τον οποίο καθ’ ομολογία της ψήφισε και το ’15 και το ’19- απέρριψε την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να θέσει πέρυσι υποψηφιότητα για την Ευρωβουλή. Αρνήθηκε λέγοντάς του: «Καλύτερα ψαράς παρά ψάρι». Ωστόσο, λένε ότι αυτός που θέλει να πάει για ψάρεμα δεν πρέπει να φοβάται τα βαθιά νερά. Πάντα όμως ελλοχεύει η εκδοχή να επαγρυπνεί αενάως για δήθεν καρχαρίες στα ρηχά. Και με απλωμένο το καλάμι να περιγράφει την τρέχουσα διακυβέρνηση ως «κυβέρνηση των κοκοβιών».
Ο ζήλος της άμεσης αντίδρασης που επιδεικνύει σε κάθε αφορμή εκδηλώθηκε στην έντονη επίκρισή της στη Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη για τη συνέντευξή της στους «Financial Times», γράφοντας: «Σε μια Ελλάδα υπό κατεδάφισιν, η σύζυγος του πρωθυπουργού μάς μιλάει για το μάικρονιντλινγκ στου Χάροντς». Χώρια η επίθεσή της κατά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη για άρθρο του, όταν του έσυρε τα εξ αμάξης για «τις μίζες του Τσοχατζόπουλου, το φαγοπότι με τα δημόσια έργα και το τρελό γλέντι με τα εξοπλιστικά προγράμματα, το Χρηματιστήριο και την παράδοση του Οτσαλάν». Δεν παρέλειψε επίσης να τον «σφυροκοπήσει» γράφοντας ότι «η μεγαλομανία σας -ασορτί με αυτήν της Γ. Αγγελοπούλου- βούλιαξε τη χώρα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004». Προσφάτως, ο ψηφιακά οργισμένος ακτιβισμός της εκτονώθηκε από τον καναπέ της χλευαστικά προς τον χουντικό και Χρυσαυγίτη, πρώην Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με τη μακάβρια χαριτωμενιά: «Αρρώστησε ο Αμβρόσιος από κορονοϊό. Μην τον φτύνετε θα κολλήσετε».
Υπό μια φευγαλέα έννοια, το δικό της περιπαιχτικό σχόλιο για έναν βουλευτή της Ν.Δ., «Oh mon Dieu, quel niveau!», σε απλά ελληνικά «Θεέ μου, τι επίπεδο!», λαμβάνει εν προκειμένω μια μάλλον αυτοαναφορική διάσταση. Ενδεχομένως, με τον σπιρτόζικο προφορικό της λόγο να υπερβαίνει και τη γοητεία της χειμαρρώδους φλυαρίας της «γλωσσοκοπάνας» από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Μαριβό. Ιδίως όταν η ίδια έχει ποστάρει στο Διαδίκτυο ότι «κλικάρει η κατίνα μέσα μου». Με τόση, όμως, εκλεπτυσμένη ανωτερότητα στην εξωτερίκευση αυτής της «κατίνας» που μετά βίας καταδέχτηκε να γλιστρήσει στη μικροπρέπεια του σχολιασμού των, σε κοινή θέα, «άπλυτων» ενός Μανόλο Πετσίτη, για παράδειγμα.
Εκλεκτικά διακριτική με τον ΣΥΡΙΖΑ
Εκτοτε, και αφού δεν εντοπίστηκαν -ως πιθανώς αόρατα- το Μάτι, το κότερο, τα βοσκοτόπια, ο αψύς Σφακιανός Πολάκης κ.λπ., έπρεπε να φτάσει Δεκαπενταύγουστος του 2019 για να αφυπνιστεί το ραντάρ της αδάμαστης γραφίδας της. Επ’ ευκαιρία τότε του εορταστικού μηνύματος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης πια Αλέξη Τσίπρα, το οποίο ελαφρώς παρέκκλινε από παρεκκλησιαστικό συναξάρι, η ίδια τον στηλίτευσε αιχμηρά με το τηλεγραφικό σχόλιο: «Αλέξη εσύ; #Καμμένε_λείπεις». Εως τότε κρίνεται ότι η αστική της ευγένεια τηρούσε ανέπαφο τον κώδικα διακριτικότητας απέναντι σε ό,τι έπληττε τις ιδεολογικές της πεποιθήσεις. Είχε στηρίξει το ανοιχτά το «Οχι» στο δημοψήφισμα και σχολιάσει με τον δικό της λογοτεχνικό τρόπο την «κωλοτούμπα» και τη συμφωνία με τους δανειστές. Ανάρτησε το ποίημα του Μαγιακόφσκι «Ελευθερία έκφρασης», το οποίο καταλήγει στον στίχο: «Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα, πλέον δεν μπορούμε να πούμε τίποτα». Συμπεραίνεται ότι με αυτή την ποιητική συνεισφορά στις πολιτικές καντρίλιες και τους εμπαιγμούς στη λαϊκή ετυμηγορία του Τσίπρα, το μοντέρνο και καλό της γούστο, ως αντίδοτο στον επιφανειακό μικροαστισμό και την αβαθή εθνοτουριστική αφήγηση, πήγε διακοπές επί συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ.
Η αλήθεια είναι πως παρότι η 92 ετών σήμερα μητέρα της διετέλεσε κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, η ίδια δεν συγχρωτίστηκε με το Κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου. Πέρασε για λίγο, στα πρώιμα νιάτα της Μεταπολίτευσης, από την οργάνωση του «Ρήγα Φεραίου» και συμμερίστηκε από νωρίς τις ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς. Με την άνεση που δηλώνει ότι αγαπάει και υπολήπτεται τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες που έγραψε, αποκαλύπτει ενοχοποιημένα ότι έζησε 30 χρόνια σχεδόν στο σκοτάδι της κατάθλιψης και με τον ίδιο ανοιχτό τρόπο έχει καταθέσει ότι ανέκαθεν υποστήριζε το ΚΚΕ εσωτερικού και τον Συνασπισμό. Και δεν έριξε νερό στο κρασί των πεποιθήσεών της παρά την επιτυχημένη και προσοδοφόρα καριέρα της στις δεκαετίες της κυριαρχίας της αστραφτερής τηλεοπτικής μακαριότητας, της φενάκης περί αέναης ευημερίας και της τυλιγμένης με φανταχτερό κιτς πλησμονής.
Με τον σύζυγό της Γιώργο Κυρίτση
Δεν ήταν καμιά νεόπλουτη που θα παρασυρόταν από το κλίμα εκείνης της εποχής, παρότι συμμετείχε ενεργά στη σόουμπιζ έκφανσή του. Πάμπολλες οι συνεργασίες της σε δημοσιογραφικές και ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές: «Πινγκ Πονγκ», «Κορώνα Γράμματα», «Κυριακάτικα», «Σόου είναι, θα περάσει», «Οταν θυμάσαι χαίρεσαι», «Φώτα πορείας», «Ο πιο αδύναμος κρίκος». Εξίσου μεγάλη ήταν η συνεισφορά της γράφοντας χιλιάδες επεισόδια στα σενάρια των σουξέ τηλεσειρών «Γόβα στιλέτο», «Στρας», «Στα φτερά του έρωτα», «Βέρα στο Δεξί», «Τα Μυστικά της Εδέμ». Προφανώς αυτή η δημιουργικότητα δεν την καθιστούσε ισοϋψή με πνευματικές προσωπικότητες κύρους και διανοουμένους με οξύ κριτικό βλέμμα.
Τις αντιστάσεις της, πάντως, στον διαμορφούμενο αισθητικό πολτό τις εξέφρασε στο πρώτο θεατρικό της έργο «Η δίαιτα του αστροναύτη» που ανέβηκε στο θέατρο «Αλίκη», την περίοδο 2000-2001, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Και παρέμενε επηρεασμένη από τους πνευματικούς ανθρώπους με απήχηση με τους οποίους συναναστράφηκε από τα νεανικά της χρόνια. Από το καλόγουστο πατρικό της στη Φιλόθεη, με κήπο, πισίνα και μεγαλόσωμα σκυλιά, στο οποίο γεννήθηκε και ζει ακόμα, πέρασαν καλεσμένοι κατά καιρούς, πέρα από τους πολιτικούς, εξέχουσες προσωπικότητες. Μεταξύ άλλων, οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Ρόδης Ρούφος, Γιώργος Χειμωνάς, Δημήτρης Μαρωνίτης, Μάριος Πλωρίτης, Γιάννης Μιγάδης, Γιώργος Κουμάντος, Γιάννης Μόραλης, Οδυσσέας Ελύτης κ.ά. Στο ίδιο σπίτι κρύφτηκαν περιστασιακά επί δικτατορίας κυνηγημένοι οι Μίκης Θεοδωράκης, Κώστας Φιλίνης, Λεωνίδας Κύρκος, Αντώνης Μπριλάκης.
Με τέτοια παλλόμενη τοιχογραφία σημαντικών ανθρώπων στη μνήμη της, εξέπληξε όταν δήλωσε ότι «οι αριστεροί πρέπει να είναι και χορτασμένοι» λίγους μήνες μετά την «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση. Ενδεχομένως, δίχως σουσουδίστικη υπεροψία, διαισθανόταν τις επερχόμενες πικρίες που της επεφύλασσε η τότε διακυβέρνηση. Ωστόσο, της φέρθηκε με την ευπρεπή κομψότητα που περιγράφεται στη φράση «με το γάντι».
Το φορτίο του ανθρώπου
Μεγαλωμένη και αναθρεμμένη σε ένα αστικό περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι προοδευτικές πολιτικές ιδέες, ο αισιόδοξος ουμανισμός και διακινούνταν ορμητικά τα πρωτοπόρα για την εποχή καλλιτεχνικά ρεύματα, ανέπτυξε, λένε όσοι τη γνωρίζουν, με επάρκεια τις δεξιότητές της και τον αυτόνομο χαρακτήρα της. Ο πατέρας της Λουκής Ακρίτας, από τη Μόρφου της Κύπρου, υπήρξε λογοτέχνης, δημοσιογράφος, πολεμιστής στο αλβανικό μέτωπο, αντιστασιακός επί Κατοχής και πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, μετέπειτα βουλευτής της Ενωσης Κέντρου και υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου υλοποιώντας την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εισηγήθηκε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Πέθανε πρόωρα στα 57 του χρόνια, το 1965. Η μικρή Ελενα, ένα κοριτσάκι με φωτεινό γαλάζιο βλέμμα, κατάξανθες μπούκλες και λευκή επιδερμίδα, έμεινε ορφανή από πατέρα μόλις στα 10 της χρόνια.
Οταν ήταν 7 χρονών ο πατέρας της τής είχε αφιερώσει το κείμενό του «Το φορτίο του ανθρώπου», το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό «Κόσμος, Επιστήμη και Ζωή» που εξέδιδε. «Τ’ αφεντικά και τα πριγκιπόπουλα δεν τ’ αντέχει ούτε στα παραμύθια. Κι αυτό χωρίς να της μιλήσει κανείς», έγραφε για τη μοναδική θυγατέρα... Ηταν μια παρακαταθήκη για εκείνη, την οποία ξεχώριζε ανάμεσα στα γραφτά του, για «να ξέρει η κόρη μου, όταν μεγαλώσει, πως πρέπει να φέρει το φορτίο του ανθρώπου με αξιοπρέπεια και τιμή, αλύγιστη στις εναντιότητες της ζωής, με αυτογνωσία και ταπεινοσύνη. Να ξέρει πως ένας άνθρωπος γίνεται μικρός Θεός όταν δεν προδίνει το χρέος του».
Στα 12 της χρόνια τα τανκς των απριλιανών πραξικοπηματιών κατέλυσαν τη δημοκρατία στη χώρα. Η αυταρχική χουντική αστυνομία εισέβαλε βάναυσα ξημερώματα μέσα στο πατρικό της σπίτι στη Φιλοθέη και συνέλαβε τη μητέρα της Σύλβα για την αντιδικτατορική της δράση. Το στρατοδικείο την καταδίκασε σε δέκα χρόνια κάθειρξη ως ηγετικό στέλεχος του αντιστασιακού Πατριωτικού Μετώπου. Η 12χρονη μοναχοκόρη της, τρομοκρατημένη ότι θα χάσει και τον άλλο γονιό της, έμεινε ως την αποφυλάκισή της μαζί με τους γονείς της μητέρας της. Τον παππού της μικρασιατικής καταγωγής μεγαλοβιομήχανο Κωνσταντίνο Γιαβάσογλου -γερουσιαστή Θεσσαλονίκης με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και πολύ αργότερα για ένα σύντομο φεγγάρι υφυπουργό Πρόνοιας επί Παπάγου- και τη γιαγιά της Λουκία Γιαβάσογλου, το γένος Ρουσίδου. Μαζί επισκέπτονταν την κρατούμενη μάνα της στις Φύλακες Αβέρωφ.
Στη Μεταπολίτευση ήταν πια 19 χρονών. Η αγωνίστρια μητέρα της, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής στην ιστορία του κόμματος το 1974, υφυπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επί κυβέρνησης της «Αλλαγής» και βουλευτής έως το 1996. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η Ελενα Ακρίτα έχτισε τη δική της καριέρα. Ακολούθησε τα χνάρια του αφηγηματικού ταλέντου του πατέρα της δουλεύοντας σε περιοδικά και εφημερίδες. Με αναμφισβήτητο συγγραφικό χάρισμα, χιούμορ, αμεσότητα στην παρατήρηση και στέρεο χτίσιμο χαρακτήρων, παρέδωσε στο διάβα του χρόνου μια σειρά από ευπώλητα βιβλία με ποικίλο αντικείμενο: αστυνομικά, ευθυμογραφήματα, αισθηματικά ρομάντζα, κοινωνικές τοιχογραφίες. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Πρώτος της σύζυγος ήταν ο συγκοινωνιολόγος Νάσος Κόκκινος. Το 1987 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Κώστα Αρζόγλου και το 1992 υιοθέτησαν μόλις 3 μηνών βρέφος, τον γιο τους Παύλο Αρζόγλου, τον οποίο βάφτισε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το ζευγάρι χώρισε έπειτα από μία δεκαετία κοινής συμβίωσης το 1997.
Με τον Μίκη Θεοδωράκη. Τα ποσταρίσματά της για τη Μαργαρίτα προκάλεσαν την οργή της κόρης του Μίκη, που αποκάλεσε την Ακρίτα «Κατίνα και κουτσομπόλα»
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2012, όταν πια ο πανύψηλος γιος της είχε γίνει 20 χρονών, παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο σε πολύ στενό κύκλο, στο Δημαρχείο Ψυχικού, τον ηθοποιό, σεναριογράφο και πρώην βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ. Γιώργο Κυρίτση έπειτα από 18 χρόνια κοινής ζωής και επαγγελματικής συμπόρευσης. Στα μέσα των 90s παράλληλα με τα σενάριά της δοκιμάστηκε και στην υποκριτική τέχνη. Ανέβηκε στο σανίδι του θεάτρου «Βέμπο» υποδυόμενη τη Σούγκαρ, ρόλο που είχε ερμηνεύσει η Μέριλιν Μονρό στον κινηματογράφο, στο έργο «Μερικοί το προτιμούν καυτό». Ανέλαβε ακόμη τον ρόλο της Γκουεντολίν πρωταγωνιστώντας στην παράσταση «Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός», του Οσκαρ Ουάιλντ, που ανέβηκε στο θέατρο «Ορβο», που μόλις τότε είχε μετονομαστεί σε θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» και κατόπιν «Λαμπέτη». Και τις δύο παραστάσεις είχε σκηνοθετήσει ο δεύτερος σύζυγός της, ενώ συμπρωταγωνιστής της ήταν ο νυν σύζυγός της. Μετά από αυτές τις υποκριτικές απόπειρες αφοσιώθηκε ως το 2011 περίπου στα τηλεοπτικά σενάρια και ακολούθως αποκλειστικά στη συγγραφή των best seller βιβλίων της. Ζώντας ήρεμα, διαβάζοντας, απολαμβάνοντας τις μουσικές του Ακη Πάνου και τους στίχους του Μανώλη Ρασούλη που, καθ’ ομολογία της, της αρέσουν. Πηγαίνοντας βόλτες αγκαζέ με τη μητέρα της ως το Σινέ Φιλοθέη ή την «Παλιά Αγορά», βγάζοντας ως ζωόφιλη βόλτα τα αγαπημένα της σκυλιά και ταΐζοντας μαζί με τον σύζυγό της τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς. Ισως, πάλι, η καταπραϋντική για άλλους γαλήνη να μην εναρμονιζόταν με την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία της. Εως ότου ξεκίνησε σχεδόν παροξυσμικά να μανιφεστάρει, επί περίπου παντός του επιστητού, τις απόψεις της στα social media.
Κηρύγματα και κριτική
Μετά από μια μακρά και μεστή σε εμπειρίες σταδιοδρομία θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσει κανείς ότι η ίδια νιώθει ανασφαλής για το αν οι απόψεις της έχουν απήχηση στην άμορφη κοινή γνώμη. Είναι αρκετά έξυπνη ώστε να μη μετέρχεται τεχνάσματα γαρνιρισμένα με «υψηλές» αξίες και πασπαλισμένα με υπερτονισμένες ευαισθησίες για να επηρεάσει την πλαδαρότητά της. Αλλωστε τα τρολαρίσματα ξεθυμαίνουν σύντομα. Από την άλλη, οι άνθρωποι μεγαλώνοντας είτε μαλακώνουν, είτε σκληραίνουν. Η Ελενα Ακρίτα, όχι άκριτα, μοιάζει να έχει ενστερνιστεί το δεύτερο. Και ενοχλεί. Ουδείς ψόγος επ’ αυτού. Μόνο που με κηρύγματα δεν δημιουργούνται ρωγμές στην προπαγάνδα της κάθε εξουσίας. Ούτε φέρνει σε γόνιμη κριτική η σύγκρουση με κάποιον που δεν έχει τίποτα να χάσει. Πόσο πια εποικοδομητικό είναι να διαλαλείται δημοσίως σε έμμεσο στυλ «τι έκανες τα δύο εκατομμύρια ευρώ που σου έδωσε ο πατέρας σου από πώληση ακινήτου πριν από τρία χρόνια. Πώς τα ξόδεψες; Πώς διαχειρίζεσαι τα πνευματικά δικαιώματα, όταν μόνο από το συρτάκι του Ζορμπά θα μπορούσαν να ζήσουνε τρεις γενιές;». Ολα αυτά απευθυνόμενη στη Μαργαρίτα Θεοδωράκη, μπλέκοντας χωρίς εξουσιοδότηση στα ενδοοικογενειακά της και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλιακά να διαφυλάξει το κύρος του Μίκη.
Σε μια χώρα που συνήθως κυριαρχείται από εμμονές, προκαταλήψεις, πόζες και αδιασταύρωτους έως παράλληλους μονολόγους, η Ελενα Ακρίτα έχει κάθε δικαίωμα να υπερεκτίθεται στη δημόσια σφαίρα παρακινούμενη από ένα ιδεατό ίσως καθήκον να υπαγορεύει τη γνώμη της στους άλλους. Κανένα πρόβλημα. Υπό αυτό το πρίσμα, όσο και να νοιάζεται για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για εκείνη, οφείλει να είναι ανεκτική. Η άμεση αντίδρασή της στο σχόλιο για την ίδια που υπέγραψε η δημοσιογράφος Σοφία Γιαννακά στην ιστοσελίδα που διευθύνει κατέδειξε ότι, όσο και αν δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, ενοχλείται από την κριτική. Ενδεχομένως να την πείραξε η απόδοση σε εκείνη του τίτλου «Η εθνική μας χωροφύλαξ». Πολύ βαρύγδουπος για να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητά της. Ισως «η σχολιαστική περφόρμερ του εφήμερου» να της ταίριαζε καλύτερα.
anatakti
«Κατίνα και κουτσομπόλα» την αποκάλεσε η Μαργαρίτα Θεοδωράκη. Ο Aδωνις Γεωργιάδης τη χαρακτήρισε «ένα κοινό ψώνιο που έχει μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό της». «Θορυβώδη κυρία των social media», ο Γιώργος Βέλτσος. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος απέσυρε τη μήνυση εναντίον της. Αντίθετα ο Μάρκος Σεφερλής κατέθεσε αγωγή εις βάρος της. Δίκαια ή άδικα, συμφωνώντας ή διαφωνώντας, όλα αυτά τα επικριτικά σχόλια, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύονται με απειλές ή έμπρακτες δικαστικές αντιπαραθέσεις, επικεντρώνονται στο ίδιο πρόσωπο. Την πολυτάλαντη Ελενα Ακρίτα. Δημοσιογράφο, συγγραφέα, μεταφράστρια, σεναριογράφο, τηλεπαρουσιάστρια, ραδιοφωνική παραγωγό, ηθοποιό. Α ναι, και επιδραστική περσόνα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Εσχάτως, κυρίως με αυτή την ιδιότητα δημιουργεί ντόρο. Οι καθημερινές αναρτήσεις της σε λογαριασμό που διατηρεί στο Διαδίκτυο πυροδοτούν κόντρες. Δεν αφήνει τίποτα που, επί της δημόσιας σφαίρας, την ξενίζει, την ενοχλεί ή την ξινίζει να περάσει ασχολίαστο. Προφανώς έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, να ερμηνεύει κατά το δοκούν και να τοποθετείται επί όσων θεωρεί κακώς κείμενα. Και ασφαλώς δεν χρωστάει σε κανέναν εξήγηση για τη σχεδόν φρενήρη κριτική της ενασχόληση. Ωστόσο, το δηκτικό, πότε σαρκαστικό και πότε ειρωνικό ύφος του ηλεκτρονικού της λόγου, οι κάποιες φορές άστοχες, αλλά όχι πάντα απερίσκεπτες παρατηρήσεις και γνώμες που πληκτρολογεί προσβάλλουν ενίοτε την τιμή και θίγουν την υπόληψη ορισμένων δημοσίων προσώπων στα οποία εστιάζει.
Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει απτόητη να τους κουνάει πότε διδακτικά και πότε απαξιωτικά το δάχτυλο μπροστά στη μούρη τους. Αρκείται να αυτοπεριγράφεται ως ασυμβίβαστη και περήφανη επειδή ποτέ δεν μασάει τα λόγια της στην υπερκορεσμένη από «φίλους» σελίδα της στο Facebook, παραμερίζοντας ίσως ότι ο αντικομφορμισμός του «ξερόλα» που γίνεται καθημερινή ρουτίνα λίγο απέχει από την ανιαρή κοινοτοπία. Ως ευφυής, καλλιεργημένη και ώριμη γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι δεν συνεγείρεται από κάποιο εφηβικό μικροναρκισσισμό του Διαδικτύου. Ωστόσο, φαίνεται να πιστεύει πεισματικά ότι εκτελεί κάποιο χρέος.
Με τη μητέρα της Σύλβα, του ΠΑΣΟΚ
Ακόνισμα μαχαιριών
Να σου λοιπόν από την καυστική πένα της οι πότε ακριβείς και πότε κοροϊδευτικοί χαρακτηρισμοί υπό ένα αιχμηρό κατσούφιασμα που, εκτός από το ακόνισμα μαχαιριών, προσθέτει και ρυτίδες. Τα άφθονα παραδείγματα των αναρτήσεών της ποικίλλουν. «Μπαίνουν σε ένα μπαρ τρεις άνθρωποι και ένας μπογδάνος» για τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο. «Ο πρώην πωλητής νανογιλέκων με υφάκι εμείς τα χτίσαμε αυτά τα μαγαζά» για τον Αδωνη Γεωργιάδη. Ο dress code αποτροπιασμός της αποτυπώθηκε στο ποστ «με αγριεύει πολύ. Σοβαρά τώρα. Δυστοπία» για την ντυμένη με ολόσωμη μαύρη φόρμα Νίκη Κεραμέως, που, σημειωτέον, πήγαινε σε κηδεία. Προηγήθηκε με ένα δύσπιστο εστετισμό το «στόλισμα» στον Μάρκο Σεφερλή για «το ήθος του trash» που θα έφερνε στο «Παλλάς». Και ταυτόχρονα η εκδήλωση συμπαράστασής της στις «ευπαθείς κοινωνικές ομάδες που έχουν υποφέρει αγρίως από μια κάκιστα εννοούμενη σάτιρα», εννοώντας τα επιθεωρησιακά νούμερα του ηθοποιού στο «Δελφινάριο». Για ένα άρθρο του για τον εκλιπόντα Θάνο Μικρούτσικο στο στόχαστρο της κριτικής της μπήκε και ο Χρήστος Χωμενίδης, για τον οποίο εξέφρασε τη βεβαιότητα «ότι το σοφό παιδί θα συμβάλει με ζέση και ενθουσιασμό στους νέους -ισμούς της υπό διαμόρφωσιν ιδεολογίας του Μπογδανισμού και του Τζημερισμού».
Στη σειρά, μέσα στη βιασύνη της να μην πέσει κάτω τίποτα, ήρθε ο φάλτσος σχολιασμός για fake τιτίβισμα που αποδόθηκε στην Ευγενία Μανωλίδου και το ξέσπασμα κατά της Μαρίας Δαμανάκη μόνο με την υποψία υποψηφιότητάς της για την Προεδρία της Δημοκρατίας, στο στυλ «είναι μια έξοχη επιλογή που συσπειρώνει όλους τους Ελληνες: δεν την θέλει κανείς». Από κοντά και η μακροσκελής λογοτεχνική διδασκαλία στη Βίκυ Φλεσσα που υπέπεσε στο ατόπημα να μιλήσει για τον Καρυωτάκη σε επίσκεψή της ως υποψήφια ευρωβουλευτής της Ν.Δ. στην Πρέβεζα. Στη σπουδή της να προλάβει να εκτοξεύσει όλα τα βέλη από τη φαρέτρα της κριτικής της δεν έλειψαν τα δεοντολογικά μαθήματα «οι δημοσιογράφοι δεν χαριεντιζόμαστε κατ’ αυτόν - ή κατ’ ουδένα - τρόπο με τους πολιτικούς». Αφορούσε την Ελλη Στάη για την οποία διατύπωσε σε ανάλαφρο τόνο «Ερωτας χωρίς ανταπόκριση αν κρίνουμε από το ύφος του; Μετά απ’ αυτό πώς θα του πάρει συνέντευξη;», όταν αντίκρισε το χαλαρό φωτογραφικό ενσταντανέ της μαζί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Προεδρικό Μέγαρο.
«Oh mon Dieu, quel niveau!»
Για τους γνωστούς στο ευρύ κοινό και σε σχετικά μεγάλη ηλικία δημοσιογράφους, άλλωστε, επιφυλάσσει την αποδοκιμασία της γράφοντας ότι αφού «φίλησαν κατουρημένες ποδίτσες», μετά το «καρασυμπλεγματικό τους εγώ αναδύεται στην επιφάνεια και φτύνουν στα μούτρα των άλλων όλα τα σκατά που κατάπιαν μέχρι ν’ ανέβουν την ανεμόσκαλα». Ανέκαθεν, εκτιμάται ότι είχε τα κότσια να κατακρίνει τις αβελτηρίες και την υποτακτικότητα του σιναφιού που υπηρετεί από τα 18 της χρόνια. Πιθανόν, όμως, ως αυτόκλητος κήνσορας των ηθών του επαγγέλματος και απογοητευμένη από τον ΣΥΡΙΖΑ -τον οποίο καθ’ ομολογία της ψήφισε και το ’15 και το ’19- απέρριψε την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να θέσει πέρυσι υποψηφιότητα για την Ευρωβουλή. Αρνήθηκε λέγοντάς του: «Καλύτερα ψαράς παρά ψάρι». Ωστόσο, λένε ότι αυτός που θέλει να πάει για ψάρεμα δεν πρέπει να φοβάται τα βαθιά νερά. Πάντα όμως ελλοχεύει η εκδοχή να επαγρυπνεί αενάως για δήθεν καρχαρίες στα ρηχά. Και με απλωμένο το καλάμι να περιγράφει την τρέχουσα διακυβέρνηση ως «κυβέρνηση των κοκοβιών».
Ο ζήλος της άμεσης αντίδρασης που επιδεικνύει σε κάθε αφορμή εκδηλώθηκε στην έντονη επίκρισή της στη Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη για τη συνέντευξή της στους «Financial Times», γράφοντας: «Σε μια Ελλάδα υπό κατεδάφισιν, η σύζυγος του πρωθυπουργού μάς μιλάει για το μάικρονιντλινγκ στου Χάροντς». Χώρια η επίθεσή της κατά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη για άρθρο του, όταν του έσυρε τα εξ αμάξης για «τις μίζες του Τσοχατζόπουλου, το φαγοπότι με τα δημόσια έργα και το τρελό γλέντι με τα εξοπλιστικά προγράμματα, το Χρηματιστήριο και την παράδοση του Οτσαλάν». Δεν παρέλειψε επίσης να τον «σφυροκοπήσει» γράφοντας ότι «η μεγαλομανία σας -ασορτί με αυτήν της Γ. Αγγελοπούλου- βούλιαξε τη χώρα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004». Προσφάτως, ο ψηφιακά οργισμένος ακτιβισμός της εκτονώθηκε από τον καναπέ της χλευαστικά προς τον χουντικό και Χρυσαυγίτη, πρώην Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με τη μακάβρια χαριτωμενιά: «Αρρώστησε ο Αμβρόσιος από κορονοϊό. Μην τον φτύνετε θα κολλήσετε».
Υπό μια φευγαλέα έννοια, το δικό της περιπαιχτικό σχόλιο για έναν βουλευτή της Ν.Δ., «Oh mon Dieu, quel niveau!», σε απλά ελληνικά «Θεέ μου, τι επίπεδο!», λαμβάνει εν προκειμένω μια μάλλον αυτοαναφορική διάσταση. Ενδεχομένως, με τον σπιρτόζικο προφορικό της λόγο να υπερβαίνει και τη γοητεία της χειμαρρώδους φλυαρίας της «γλωσσοκοπάνας» από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Μαριβό. Ιδίως όταν η ίδια έχει ποστάρει στο Διαδίκτυο ότι «κλικάρει η κατίνα μέσα μου». Με τόση, όμως, εκλεπτυσμένη ανωτερότητα στην εξωτερίκευση αυτής της «κατίνας» που μετά βίας καταδέχτηκε να γλιστρήσει στη μικροπρέπεια του σχολιασμού των, σε κοινή θέα, «άπλυτων» ενός Μανόλο Πετσίτη, για παράδειγμα.
Εκλεκτικά διακριτική με τον ΣΥΡΙΖΑ
Εκτοτε, και αφού δεν εντοπίστηκαν -ως πιθανώς αόρατα- το Μάτι, το κότερο, τα βοσκοτόπια, ο αψύς Σφακιανός Πολάκης κ.λπ., έπρεπε να φτάσει Δεκαπενταύγουστος του 2019 για να αφυπνιστεί το ραντάρ της αδάμαστης γραφίδας της. Επ’ ευκαιρία τότε του εορταστικού μηνύματος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης πια Αλέξη Τσίπρα, το οποίο ελαφρώς παρέκκλινε από παρεκκλησιαστικό συναξάρι, η ίδια τον στηλίτευσε αιχμηρά με το τηλεγραφικό σχόλιο: «Αλέξη εσύ; #Καμμένε_λείπεις». Εως τότε κρίνεται ότι η αστική της ευγένεια τηρούσε ανέπαφο τον κώδικα διακριτικότητας απέναντι σε ό,τι έπληττε τις ιδεολογικές της πεποιθήσεις. Είχε στηρίξει το ανοιχτά το «Οχι» στο δημοψήφισμα και σχολιάσει με τον δικό της λογοτεχνικό τρόπο την «κωλοτούμπα» και τη συμφωνία με τους δανειστές. Ανάρτησε το ποίημα του Μαγιακόφσκι «Ελευθερία έκφρασης», το οποίο καταλήγει στον στίχο: «Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα, πλέον δεν μπορούμε να πούμε τίποτα». Συμπεραίνεται ότι με αυτή την ποιητική συνεισφορά στις πολιτικές καντρίλιες και τους εμπαιγμούς στη λαϊκή ετυμηγορία του Τσίπρα, το μοντέρνο και καλό της γούστο, ως αντίδοτο στον επιφανειακό μικροαστισμό και την αβαθή εθνοτουριστική αφήγηση, πήγε διακοπές επί συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ.
Η αλήθεια είναι πως παρότι η 92 ετών σήμερα μητέρα της διετέλεσε κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, η ίδια δεν συγχρωτίστηκε με το Κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου. Πέρασε για λίγο, στα πρώιμα νιάτα της Μεταπολίτευσης, από την οργάνωση του «Ρήγα Φεραίου» και συμμερίστηκε από νωρίς τις ιδέες της Ανανεωτικής Αριστεράς. Με την άνεση που δηλώνει ότι αγαπάει και υπολήπτεται τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες που έγραψε, αποκαλύπτει ενοχοποιημένα ότι έζησε 30 χρόνια σχεδόν στο σκοτάδι της κατάθλιψης και με τον ίδιο ανοιχτό τρόπο έχει καταθέσει ότι ανέκαθεν υποστήριζε το ΚΚΕ εσωτερικού και τον Συνασπισμό. Και δεν έριξε νερό στο κρασί των πεποιθήσεών της παρά την επιτυχημένη και προσοδοφόρα καριέρα της στις δεκαετίες της κυριαρχίας της αστραφτερής τηλεοπτικής μακαριότητας, της φενάκης περί αέναης ευημερίας και της τυλιγμένης με φανταχτερό κιτς πλησμονής.
Με τον σύζυγό της Γιώργο Κυρίτση
Δεν ήταν καμιά νεόπλουτη που θα παρασυρόταν από το κλίμα εκείνης της εποχής, παρότι συμμετείχε ενεργά στη σόουμπιζ έκφανσή του. Πάμπολλες οι συνεργασίες της σε δημοσιογραφικές και ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές: «Πινγκ Πονγκ», «Κορώνα Γράμματα», «Κυριακάτικα», «Σόου είναι, θα περάσει», «Οταν θυμάσαι χαίρεσαι», «Φώτα πορείας», «Ο πιο αδύναμος κρίκος». Εξίσου μεγάλη ήταν η συνεισφορά της γράφοντας χιλιάδες επεισόδια στα σενάρια των σουξέ τηλεσειρών «Γόβα στιλέτο», «Στρας», «Στα φτερά του έρωτα», «Βέρα στο Δεξί», «Τα Μυστικά της Εδέμ». Προφανώς αυτή η δημιουργικότητα δεν την καθιστούσε ισοϋψή με πνευματικές προσωπικότητες κύρους και διανοουμένους με οξύ κριτικό βλέμμα.
Τις αντιστάσεις της, πάντως, στον διαμορφούμενο αισθητικό πολτό τις εξέφρασε στο πρώτο θεατρικό της έργο «Η δίαιτα του αστροναύτη» που ανέβηκε στο θέατρο «Αλίκη», την περίοδο 2000-2001, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Και παρέμενε επηρεασμένη από τους πνευματικούς ανθρώπους με απήχηση με τους οποίους συναναστράφηκε από τα νεανικά της χρόνια. Από το καλόγουστο πατρικό της στη Φιλόθεη, με κήπο, πισίνα και μεγαλόσωμα σκυλιά, στο οποίο γεννήθηκε και ζει ακόμα, πέρασαν καλεσμένοι κατά καιρούς, πέρα από τους πολιτικούς, εξέχουσες προσωπικότητες. Μεταξύ άλλων, οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Ρόδης Ρούφος, Γιώργος Χειμωνάς, Δημήτρης Μαρωνίτης, Μάριος Πλωρίτης, Γιάννης Μιγάδης, Γιώργος Κουμάντος, Γιάννης Μόραλης, Οδυσσέας Ελύτης κ.ά. Στο ίδιο σπίτι κρύφτηκαν περιστασιακά επί δικτατορίας κυνηγημένοι οι Μίκης Θεοδωράκης, Κώστας Φιλίνης, Λεωνίδας Κύρκος, Αντώνης Μπριλάκης.
Με τέτοια παλλόμενη τοιχογραφία σημαντικών ανθρώπων στη μνήμη της, εξέπληξε όταν δήλωσε ότι «οι αριστεροί πρέπει να είναι και χορτασμένοι» λίγους μήνες μετά την «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση. Ενδεχομένως, δίχως σουσουδίστικη υπεροψία, διαισθανόταν τις επερχόμενες πικρίες που της επεφύλασσε η τότε διακυβέρνηση. Ωστόσο, της φέρθηκε με την ευπρεπή κομψότητα που περιγράφεται στη φράση «με το γάντι».
Το φορτίο του ανθρώπου
Μεγαλωμένη και αναθρεμμένη σε ένα αστικό περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι προοδευτικές πολιτικές ιδέες, ο αισιόδοξος ουμανισμός και διακινούνταν ορμητικά τα πρωτοπόρα για την εποχή καλλιτεχνικά ρεύματα, ανέπτυξε, λένε όσοι τη γνωρίζουν, με επάρκεια τις δεξιότητές της και τον αυτόνομο χαρακτήρα της. Ο πατέρας της Λουκής Ακρίτας, από τη Μόρφου της Κύπρου, υπήρξε λογοτέχνης, δημοσιογράφος, πολεμιστής στο αλβανικό μέτωπο, αντιστασιακός επί Κατοχής και πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής με την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, μετέπειτα βουλευτής της Ενωσης Κέντρου και υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου υλοποιώντας την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εισηγήθηκε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Πέθανε πρόωρα στα 57 του χρόνια, το 1965. Η μικρή Ελενα, ένα κοριτσάκι με φωτεινό γαλάζιο βλέμμα, κατάξανθες μπούκλες και λευκή επιδερμίδα, έμεινε ορφανή από πατέρα μόλις στα 10 της χρόνια.
Οταν ήταν 7 χρονών ο πατέρας της τής είχε αφιερώσει το κείμενό του «Το φορτίο του ανθρώπου», το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό «Κόσμος, Επιστήμη και Ζωή» που εξέδιδε. «Τ’ αφεντικά και τα πριγκιπόπουλα δεν τ’ αντέχει ούτε στα παραμύθια. Κι αυτό χωρίς να της μιλήσει κανείς», έγραφε για τη μοναδική θυγατέρα... Ηταν μια παρακαταθήκη για εκείνη, την οποία ξεχώριζε ανάμεσα στα γραφτά του, για «να ξέρει η κόρη μου, όταν μεγαλώσει, πως πρέπει να φέρει το φορτίο του ανθρώπου με αξιοπρέπεια και τιμή, αλύγιστη στις εναντιότητες της ζωής, με αυτογνωσία και ταπεινοσύνη. Να ξέρει πως ένας άνθρωπος γίνεται μικρός Θεός όταν δεν προδίνει το χρέος του».
Στα 12 της χρόνια τα τανκς των απριλιανών πραξικοπηματιών κατέλυσαν τη δημοκρατία στη χώρα. Η αυταρχική χουντική αστυνομία εισέβαλε βάναυσα ξημερώματα μέσα στο πατρικό της σπίτι στη Φιλοθέη και συνέλαβε τη μητέρα της Σύλβα για την αντιδικτατορική της δράση. Το στρατοδικείο την καταδίκασε σε δέκα χρόνια κάθειρξη ως ηγετικό στέλεχος του αντιστασιακού Πατριωτικού Μετώπου. Η 12χρονη μοναχοκόρη της, τρομοκρατημένη ότι θα χάσει και τον άλλο γονιό της, έμεινε ως την αποφυλάκισή της μαζί με τους γονείς της μητέρας της. Τον παππού της μικρασιατικής καταγωγής μεγαλοβιομήχανο Κωνσταντίνο Γιαβάσογλου -γερουσιαστή Θεσσαλονίκης με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και πολύ αργότερα για ένα σύντομο φεγγάρι υφυπουργό Πρόνοιας επί Παπάγου- και τη γιαγιά της Λουκία Γιαβάσογλου, το γένος Ρουσίδου. Μαζί επισκέπτονταν την κρατούμενη μάνα της στις Φύλακες Αβέρωφ.
Στη Μεταπολίτευση ήταν πια 19 χρονών. Η αγωνίστρια μητέρα της, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής στην ιστορία του κόμματος το 1974, υφυπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επί κυβέρνησης της «Αλλαγής» και βουλευτής έως το 1996. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η Ελενα Ακρίτα έχτισε τη δική της καριέρα. Ακολούθησε τα χνάρια του αφηγηματικού ταλέντου του πατέρα της δουλεύοντας σε περιοδικά και εφημερίδες. Με αναμφισβήτητο συγγραφικό χάρισμα, χιούμορ, αμεσότητα στην παρατήρηση και στέρεο χτίσιμο χαρακτήρων, παρέδωσε στο διάβα του χρόνου μια σειρά από ευπώλητα βιβλία με ποικίλο αντικείμενο: αστυνομικά, ευθυμογραφήματα, αισθηματικά ρομάντζα, κοινωνικές τοιχογραφίες. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Πρώτος της σύζυγος ήταν ο συγκοινωνιολόγος Νάσος Κόκκινος. Το 1987 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Κώστα Αρζόγλου και το 1992 υιοθέτησαν μόλις 3 μηνών βρέφος, τον γιο τους Παύλο Αρζόγλου, τον οποίο βάφτισε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το ζευγάρι χώρισε έπειτα από μία δεκαετία κοινής συμβίωσης το 1997.
Με τον Μίκη Θεοδωράκη. Τα ποσταρίσματά της για τη Μαργαρίτα προκάλεσαν την οργή της κόρης του Μίκη, που αποκάλεσε την Ακρίτα «Κατίνα και κουτσομπόλα»
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2012, όταν πια ο πανύψηλος γιος της είχε γίνει 20 χρονών, παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο σε πολύ στενό κύκλο, στο Δημαρχείο Ψυχικού, τον ηθοποιό, σεναριογράφο και πρώην βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ. Γιώργο Κυρίτση έπειτα από 18 χρόνια κοινής ζωής και επαγγελματικής συμπόρευσης. Στα μέσα των 90s παράλληλα με τα σενάριά της δοκιμάστηκε και στην υποκριτική τέχνη. Ανέβηκε στο σανίδι του θεάτρου «Βέμπο» υποδυόμενη τη Σούγκαρ, ρόλο που είχε ερμηνεύσει η Μέριλιν Μονρό στον κινηματογράφο, στο έργο «Μερικοί το προτιμούν καυτό». Ανέλαβε ακόμη τον ρόλο της Γκουεντολίν πρωταγωνιστώντας στην παράσταση «Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός», του Οσκαρ Ουάιλντ, που ανέβηκε στο θέατρο «Ορβο», που μόλις τότε είχε μετονομαστεί σε θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» και κατόπιν «Λαμπέτη». Και τις δύο παραστάσεις είχε σκηνοθετήσει ο δεύτερος σύζυγός της, ενώ συμπρωταγωνιστής της ήταν ο νυν σύζυγός της. Μετά από αυτές τις υποκριτικές απόπειρες αφοσιώθηκε ως το 2011 περίπου στα τηλεοπτικά σενάρια και ακολούθως αποκλειστικά στη συγγραφή των best seller βιβλίων της. Ζώντας ήρεμα, διαβάζοντας, απολαμβάνοντας τις μουσικές του Ακη Πάνου και τους στίχους του Μανώλη Ρασούλη που, καθ’ ομολογία της, της αρέσουν. Πηγαίνοντας βόλτες αγκαζέ με τη μητέρα της ως το Σινέ Φιλοθέη ή την «Παλιά Αγορά», βγάζοντας ως ζωόφιλη βόλτα τα αγαπημένα της σκυλιά και ταΐζοντας μαζί με τον σύζυγό της τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς. Ισως, πάλι, η καταπραϋντική για άλλους γαλήνη να μην εναρμονιζόταν με την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία της. Εως ότου ξεκίνησε σχεδόν παροξυσμικά να μανιφεστάρει, επί περίπου παντός του επιστητού, τις απόψεις της στα social media.
Κηρύγματα και κριτική
Μετά από μια μακρά και μεστή σε εμπειρίες σταδιοδρομία θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσει κανείς ότι η ίδια νιώθει ανασφαλής για το αν οι απόψεις της έχουν απήχηση στην άμορφη κοινή γνώμη. Είναι αρκετά έξυπνη ώστε να μη μετέρχεται τεχνάσματα γαρνιρισμένα με «υψηλές» αξίες και πασπαλισμένα με υπερτονισμένες ευαισθησίες για να επηρεάσει την πλαδαρότητά της. Αλλωστε τα τρολαρίσματα ξεθυμαίνουν σύντομα. Από την άλλη, οι άνθρωποι μεγαλώνοντας είτε μαλακώνουν, είτε σκληραίνουν. Η Ελενα Ακρίτα, όχι άκριτα, μοιάζει να έχει ενστερνιστεί το δεύτερο. Και ενοχλεί. Ουδείς ψόγος επ’ αυτού. Μόνο που με κηρύγματα δεν δημιουργούνται ρωγμές στην προπαγάνδα της κάθε εξουσίας. Ούτε φέρνει σε γόνιμη κριτική η σύγκρουση με κάποιον που δεν έχει τίποτα να χάσει. Πόσο πια εποικοδομητικό είναι να διαλαλείται δημοσίως σε έμμεσο στυλ «τι έκανες τα δύο εκατομμύρια ευρώ που σου έδωσε ο πατέρας σου από πώληση ακινήτου πριν από τρία χρόνια. Πώς τα ξόδεψες; Πώς διαχειρίζεσαι τα πνευματικά δικαιώματα, όταν μόνο από το συρτάκι του Ζορμπά θα μπορούσαν να ζήσουνε τρεις γενιές;». Ολα αυτά απευθυνόμενη στη Μαργαρίτα Θεοδωράκη, μπλέκοντας χωρίς εξουσιοδότηση στα ενδοοικογενειακά της και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλιακά να διαφυλάξει το κύρος του Μίκη.
Σε μια χώρα που συνήθως κυριαρχείται από εμμονές, προκαταλήψεις, πόζες και αδιασταύρωτους έως παράλληλους μονολόγους, η Ελενα Ακρίτα έχει κάθε δικαίωμα να υπερεκτίθεται στη δημόσια σφαίρα παρακινούμενη από ένα ιδεατό ίσως καθήκον να υπαγορεύει τη γνώμη της στους άλλους. Κανένα πρόβλημα. Υπό αυτό το πρίσμα, όσο και να νοιάζεται για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για εκείνη, οφείλει να είναι ανεκτική. Η άμεση αντίδρασή της στο σχόλιο για την ίδια που υπέγραψε η δημοσιογράφος Σοφία Γιαννακά στην ιστοσελίδα που διευθύνει κατέδειξε ότι, όσο και αν δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, ενοχλείται από την κριτική. Ενδεχομένως να την πείραξε η απόδοση σε εκείνη του τίτλου «Η εθνική μας χωροφύλαξ». Πολύ βαρύγδουπος για να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητά της. Ισως «η σχολιαστική περφόρμερ του εφήμερου» να της ταίριαζε καλύτερα.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επικύρωση της νίκης Μπάιντεν και από την Αριζόνα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ