2020-12-02 20:00:57
Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Αναστάσιος, κατά κόσμο Γεώργιος Λεονταρίδης, γεννήθηκε στον Πανασό Κρήτης, στις 20/7/1927. ‘Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος, καταγόμενος από τη Σελεύκεια της
Μικράς Ασίας, με πολλούς συγγενείς στο χωριό Δαμάνια Μονοφατσίου Κρήτης, τόπο εγκατάστασης προσφύγων από τη Σελεύκεια, μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Η αγράμματη μητέρα του Ελένη καταγόταν από το χωριό Πανασός Καινουργίου Κρήτης, αγαπούσε τον Θεό και την Εκκλησία και αργότερα έγινε Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Οι γονείς του Γέροντα είχαν τρία παιδιά, τον Γεώργιο, τη Μαρία και την Κυριακή, ή οποία κοιμήθηκε σέ ηλικία 7 ετών. Τα τρία αυτά παιδιά χάσανε νωρίς τον πατέρα τους, σέ δύσκολη εποχή και μεγάλωσαν μέσα σέ δυστυχίες, πείνες, αρρώστιες και ταλαιπωρίες.
Τον Γέροντα, ως μικρό Γεώργιο, τον ώθησε στα στοιχειώδη γράμματα του δημοτικού σχολείου ή μητέρα του. Όπως ό ίδιος έλεγε τα πράγματα τότε ήταν πολύ στενά, αγόραζαν ακόμα και τα βιβλία τού σχολείου
. Ό μαθητής Γεώργιος όμως είχε φιλομάθεια και έλαβε, τότε, πέντε ενδεικτικά με βαθμό εννέα και το απολυτήριο με άριστα δέκα. Ή δύσκολη εκείνη εποχή διέκοψε τις άριστες μαθητικές επιδόσεις του. Η ευλαβέστατη μητέρα τους από νωρίς τούς μετάγγισε τη δύναμη της πίστεως και της προσευχής. Ό Γέροντας έμαθε να νηστεύει αυστηρά, να μελετά και να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της καρδιάς του. Ώς μικρό παιδί, μελέτησε τον βίο τού Άγ. Αντωνίου, εμπνεύστηκε από τούς άθλους της ένθεης βιωτής του και άρχισε να εξασκεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, διά της Θεοτόκου, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Όπως αφηγείτο ό ίδιος, αυτή ήταν ή μόνιμη προσευχητική του ενασχόληση. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις από τα παιδικά χρόνια του ώστε να αναπτυχθεί αργότερα η εσωκάρδια νοερά προσευχή, όταν ενεδύθη το μοναχικό σχήμα.
Η προσευχή του όμως προσήλκυσε τη χάρη της Θεοτόκου, η οποία τού χορήγησε στην πρώτη τάξη τού δημοτικού το χάρισμα της χωρητικότητας του νου. Η ευλογία της Θεοτόκου τον συνόδευε πάντοτε.
Αργότερα ο Γέροντας με τη χάρη του θεού και τούς πνευματικούς του αγώνες έγινε ό βιωματικός άνθρωπος, μέσα στο πνευματικό στερέωμα της ασκητικής παράδοσης της Εκκλησίας μας.
Όταν ως έφηβος βρέθηκε στην πόλη τού Ηρακλείου εργαζόμενος, παρασύρθηκε από έναν συγχωριανό του πού άνηκε σέ κάποια ευαγγελική αίρεση και παρακολούθησε μια ομιλία πού έγινε σέ αίθουσά τους. Ευθύς αμέσως η Θεοτόκος εμφανίστηκε αστραπιαία στο νεαρό Γεώργιο, δείχνοντάς του το μεγαλείο της θ. Λειτουργίας από το όποιο κινδύνευσε να αποκοπεί.
Υπηρέτησε στις τάξεις του ελληνικού στρατού, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε ταλαιπωρηθεί από τη γερμανική κατοχή και τα δεινά τού γνωστού εθνικού διχασμού. Ή παιδιόθεν κλίση του προς τη μοναχική πολιτεία άρχισε να γίνεται πραγματικότητα με την είσοδό του, ως δοκίμου μοναχού, στην Ι. Μ. Βροντησίου, στις 26/7/1957, ημέρα εορτής της Αγ. Παρασκευής, σέ ηλικία 30 ετών. Το γεγονός της αναχώρησης του από τον κόσμο το απέκρυψε εντελώς από τούς συγγενείς του και από κάθε άλλο άνθρωπο. Για την προσέλευση του στην Ι. Μ. Βροντησίου συνετέλεσε και το γεγονός ότι ο τότε Εφημέριος τού χωριού του, Πανοσ. Αρχιμ. Θεοδόσιος, ήταν την περίοδο εκείνη και Ηγούμενος της εν λόγω Ι. Μονής, ευρισκόμενη, σχεδόν πλησίον της γενέτειράς του Πανασού.
Ο τότε Γεώργιος Λεονταρίδης και μετέπειτα δόκιμος μοναχός, δεν γνώριζε τίποτα περί Ί. Μονών.
Βοηθήθηκε πνευματικά από τον Ιερομόναχο Γελάσιο της Ι. Μ. Βροντησίου, έκανε τον κανόνα του, πού μεταξύ άλλων συμπεριελάμβανε εκατό μετάνοιες κάθε βράδυ. Στην Ί. Μ. Βροντησίου χειροθετήθηκε Αναγνώστης από τον τότε αοίδιμο Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο.
Την περίοδο εκείνη στην Ι. Μ. Βροντησίου μόναζε ο π. Αντώνιος Γεπεσάκης, ό όποιος αργότερα πήγε στην Ανώπολη. Από την Ανώπολη μετακινήθηκε στην Ι. Μ. Κουδουμά, ώς Ηγούμενος, από τον αοίδιμο Επίσκοπο Αρκαδίας Τιμόθεο, σε αντικατάσταση του Πανοσ. Ηγουμένου, Αρχιμ. Ιωακείμ Δρακωνάκη.
Μετά το διορισμό του Πανοσ. Αρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, ως Ηγουμένου της Ι. Μ. Κουδουμά, ο δόκιμος μοναχός Γεώργιος, έχοντας γνωριμία μαζί του από το Βροντήσι, αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την Ι. Μ. Κουδουμά. Αντί όμως να πορευθεί προς την Ι. Μ. Κουδουμά, πήγε στην Ι. Μ. ‘Οδηγήτριας, επί ηγουμενίας του Πανοσ. Αρχιμ. Καλλινίκου, κατόπιν προτροπής των πατερων της Ι. Μ. Καλυβιανής. Κατά τη διάρκεια της παραμονή του στην Ι. Μ. Οδηγήτριας και συγκεκριμένα στις {2/1957} δοκίμασε μια απροκάλυπτη και ανελέητη κακουργία των δαιμόνων. Αντιμετώπισε ολοφάνερη και αδυσώπητη πολεμική από διαβολικά τάγματα τα όποια -όπως ό Γέροντας- θέλουν να συντρίψουν κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Έμεινε για λίγες ημέρες ακόμα στην Ι. Μ. Οδηγήτριας και κατόπιν προσήλθε και ενεγράφη ως δόκιμος Ι. Μονή Κουδουμά. Στις 12/8/1958, επί ηγουμενίας Αρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, εκπληρώθηκε ό θείος του πόθος και έκάρη Μοναχός, με το όνομα Αναστάσιος. Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή στις 11/8/1959, χειροτονήθηκε διάκος στην Ι. Μονή της μετανοίας του, από τον Επίσκοπο Αρκαδίας Τιμόθεο και αργότερα Πρεσβύτερος. Εδώ γεύστηκε από την ησυχαστική παράδοση του Μοναστηριού την παραδεδομένη από τούς Αγίους νέους κτήτορα του, Παρθένιο και Ευμένιο, και επιδόθηκε σε σπουδαίους πνευματικούς αγώνες. Αθλήθηκε πρωτογενώς στην υπακοή, αγόγγυστα διακόνησε σέ όλα τα διακονήματα, τα οποία τον καιρό εκείνο, ιδιαίτερα στην Ι. Μ. Κουδουμά, ήταν εξαιρετικά κοπιαστικά και επίπονα.
Εμπνεύστηκε από τη ζωή παλαιοτέρων και εναρέτων Μαχών, όπως του Παρθενίου Ψαράκη, πνευματικού τέκνου των Αγ. Πατέρων Παρθενίου και Εύμενίου, του Νικοδημου Καλιγιαννάκη και τού Εύμενίου Χαριτάκη. Υπήρξε ασκητής και συναγωνιστής τού ‘Οσίου Γέροντα Ευμενίου Σαριδάκη και αρωγός του στον μεγάλο πειρασμό πού αντιμετώπιζε τα χρόνια εκείνα. Πάντοτε μιλούσε για το π. Ευμένιο με μεγάλο σεβασμό και τον τιμούσε ως ένα Όσιο της Εκκλησίας μας. Εντός της χάριτος και της υπακοής αγιάζουσας Εκκλησίας, με ορθό εκκλησιαστικό φρόνιμα και με την ευλογία τού Ηγουμένου του καλλιέργησε τη σιωπή και την ευχή και αθέατος από την υπόλοιπη αδελφότητα κατέφευγε στα σπήλαια και τα αγιασμένα ασκητήρια, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες, με νηστείες, με χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες, με την εσωτερική νοερά εργασία και άλλα πνευματικά γυμνάσματα και ασκητικά παλαίσματα, από τα όποια απόκτησε σπουδαίες και βαθιές πνευματικές εμπειρίες.
Έζησε, επί 7 περίπου χρόνια, στο ι. Μετόχιο της Ι. Μ. Κουδουμά, στον Αγ. Ιωάννη που βρίσκεται σέ παραλιακό χώρο. Εκεί διέμενε όντος σπηλαίου μέσα σε απαράκλητες για τα ανθρώπινα μέτρα συνθήκες διαβίωσης. Την περίοδο αυτή είχε συνασκήτρια τη μητέρα του η όποια, όπως προείπαμε, εκάρη Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Το βαρύ εγκεφαλικό πού υπέστη η μητέρα του 1973 τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον αγαπημένο του χώρο της ασκήσεως και να επανέλθει στο χωριό του Πανασός για να δώσει την αναγκαία βοήθεια σ’ εκείνη, η οποία εκοιμήθη το ίδιο έτος και ετάφη στο εν λόγω χωριό.
Μετά την κοίμηση της μητέρας του μετέβη στο Αγ. Όρος, όπου περιόδευσε σέ Ι. Μονές και Σκήτες, χάριν ευλογίας και εγκαταβίωσε στην σκήτη των Ιβήρων, κοντά στον Γέροντα Γρηγόριο για ένα περίπου έτος. Η εκεί παραμονή του ήταν πολύ ωφέλιμη, καθώς έζησε τον αγιορείτικο τρόπο ζωής, αλλά και γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως τον Γέροντα Αθανάσιο τον Ιβηρίτη.
Επανήλθε στην Κρήτη για λόγους υγείας το έτος 1974, και μετά από συνάντηση με το γνωστό του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεο, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στις 24/11/1974. Ο Επίσκοπος Τιμόθεος του πρότεινε να επιλέξει μεταξύ των Ενοριών Αντισκαρίου και Τσούτσουρου. Ο Γέροντας επέλεξε την Ενορία Τσούτσουρου στην οποία εφημέρευσε από το 1974 έως και τις 30/6/2000, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Διετέλεσε παράλληλα και Εφημέριος του Ι. Προσκυνήματος του Αγ. Νικήτα από το 1992 έως και το 1995 και επίσης διετέλεσε και Εφημέριος στην Ενορία Μαχαιρά. Έλεγε για τις τότε εμπειρίες του «από τη διακονία στον κόσμο, είχα ξεκλίνει του αυστηρού εκείνου μοναστικού περιορισμού, γιατί η κοινωνική ζωή ήταν διαφορετική». Τα ονόμαζε «παρατράγουδα» του κόσμου.
Επανήλθε στην Ι. Μονή της μετανοίας του μόνιμα το έτος 2002, όπου έζησε τον υπόλοιπο βίο του ασκητικά και σιωπηλά, «πλήρης χάριτος και Πνεύματος Αγίου», διδάσκων τον ανεκτίμητο λόγο της πατερικής παραδόσεως και απολαμβάνων τον απεριόριστο σεβασμό της αδελφότητας και των προσκυνητών της Ι. Μονής, μέχρι της οσιακής τελευτής του, η οποία επήλθε στις 2/12/2013.
Από το βιβλίο «Γέροντας Αναστάσιος ο Κουδουμιανός», εκδ. Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουδουμά.
Πηγή: immorfou
paraklisi
Μικράς Ασίας, με πολλούς συγγενείς στο χωριό Δαμάνια Μονοφατσίου Κρήτης, τόπο εγκατάστασης προσφύγων από τη Σελεύκεια, μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Η αγράμματη μητέρα του Ελένη καταγόταν από το χωριό Πανασός Καινουργίου Κρήτης, αγαπούσε τον Θεό και την Εκκλησία και αργότερα έγινε Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Οι γονείς του Γέροντα είχαν τρία παιδιά, τον Γεώργιο, τη Μαρία και την Κυριακή, ή οποία κοιμήθηκε σέ ηλικία 7 ετών. Τα τρία αυτά παιδιά χάσανε νωρίς τον πατέρα τους, σέ δύσκολη εποχή και μεγάλωσαν μέσα σέ δυστυχίες, πείνες, αρρώστιες και ταλαιπωρίες.
Τον Γέροντα, ως μικρό Γεώργιο, τον ώθησε στα στοιχειώδη γράμματα του δημοτικού σχολείου ή μητέρα του. Όπως ό ίδιος έλεγε τα πράγματα τότε ήταν πολύ στενά, αγόραζαν ακόμα και τα βιβλία τού σχολείου
Η προσευχή του όμως προσήλκυσε τη χάρη της Θεοτόκου, η οποία τού χορήγησε στην πρώτη τάξη τού δημοτικού το χάρισμα της χωρητικότητας του νου. Η ευλογία της Θεοτόκου τον συνόδευε πάντοτε.
Αργότερα ο Γέροντας με τη χάρη του θεού και τούς πνευματικούς του αγώνες έγινε ό βιωματικός άνθρωπος, μέσα στο πνευματικό στερέωμα της ασκητικής παράδοσης της Εκκλησίας μας.
Όταν ως έφηβος βρέθηκε στην πόλη τού Ηρακλείου εργαζόμενος, παρασύρθηκε από έναν συγχωριανό του πού άνηκε σέ κάποια ευαγγελική αίρεση και παρακολούθησε μια ομιλία πού έγινε σέ αίθουσά τους. Ευθύς αμέσως η Θεοτόκος εμφανίστηκε αστραπιαία στο νεαρό Γεώργιο, δείχνοντάς του το μεγαλείο της θ. Λειτουργίας από το όποιο κινδύνευσε να αποκοπεί.
Υπηρέτησε στις τάξεις του ελληνικού στρατού, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε ταλαιπωρηθεί από τη γερμανική κατοχή και τα δεινά τού γνωστού εθνικού διχασμού. Ή παιδιόθεν κλίση του προς τη μοναχική πολιτεία άρχισε να γίνεται πραγματικότητα με την είσοδό του, ως δοκίμου μοναχού, στην Ι. Μ. Βροντησίου, στις 26/7/1957, ημέρα εορτής της Αγ. Παρασκευής, σέ ηλικία 30 ετών. Το γεγονός της αναχώρησης του από τον κόσμο το απέκρυψε εντελώς από τούς συγγενείς του και από κάθε άλλο άνθρωπο. Για την προσέλευση του στην Ι. Μ. Βροντησίου συνετέλεσε και το γεγονός ότι ο τότε Εφημέριος τού χωριού του, Πανοσ. Αρχιμ. Θεοδόσιος, ήταν την περίοδο εκείνη και Ηγούμενος της εν λόγω Ι. Μονής, ευρισκόμενη, σχεδόν πλησίον της γενέτειράς του Πανασού.
Ο τότε Γεώργιος Λεονταρίδης και μετέπειτα δόκιμος μοναχός, δεν γνώριζε τίποτα περί Ί. Μονών.
Βοηθήθηκε πνευματικά από τον Ιερομόναχο Γελάσιο της Ι. Μ. Βροντησίου, έκανε τον κανόνα του, πού μεταξύ άλλων συμπεριελάμβανε εκατό μετάνοιες κάθε βράδυ. Στην Ί. Μ. Βροντησίου χειροθετήθηκε Αναγνώστης από τον τότε αοίδιμο Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο.
Την περίοδο εκείνη στην Ι. Μ. Βροντησίου μόναζε ο π. Αντώνιος Γεπεσάκης, ό όποιος αργότερα πήγε στην Ανώπολη. Από την Ανώπολη μετακινήθηκε στην Ι. Μ. Κουδουμά, ώς Ηγούμενος, από τον αοίδιμο Επίσκοπο Αρκαδίας Τιμόθεο, σε αντικατάσταση του Πανοσ. Ηγουμένου, Αρχιμ. Ιωακείμ Δρακωνάκη.
Μετά το διορισμό του Πανοσ. Αρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, ως Ηγουμένου της Ι. Μ. Κουδουμά, ο δόκιμος μοναχός Γεώργιος, έχοντας γνωριμία μαζί του από το Βροντήσι, αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την Ι. Μ. Κουδουμά. Αντί όμως να πορευθεί προς την Ι. Μ. Κουδουμά, πήγε στην Ι. Μ. ‘Οδηγήτριας, επί ηγουμενίας του Πανοσ. Αρχιμ. Καλλινίκου, κατόπιν προτροπής των πατερων της Ι. Μ. Καλυβιανής. Κατά τη διάρκεια της παραμονή του στην Ι. Μ. Οδηγήτριας και συγκεκριμένα στις {2/1957} δοκίμασε μια απροκάλυπτη και ανελέητη κακουργία των δαιμόνων. Αντιμετώπισε ολοφάνερη και αδυσώπητη πολεμική από διαβολικά τάγματα τα όποια -όπως ό Γέροντας- θέλουν να συντρίψουν κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Έμεινε για λίγες ημέρες ακόμα στην Ι. Μ. Οδηγήτριας και κατόπιν προσήλθε και ενεγράφη ως δόκιμος Ι. Μονή Κουδουμά. Στις 12/8/1958, επί ηγουμενίας Αρχιμ. Αντωνίου Γεπεσάκη, εκπληρώθηκε ό θείος του πόθος και έκάρη Μοναχός, με το όνομα Αναστάσιος. Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή στις 11/8/1959, χειροτονήθηκε διάκος στην Ι. Μονή της μετανοίας του, από τον Επίσκοπο Αρκαδίας Τιμόθεο και αργότερα Πρεσβύτερος. Εδώ γεύστηκε από την ησυχαστική παράδοση του Μοναστηριού την παραδεδομένη από τούς Αγίους νέους κτήτορα του, Παρθένιο και Ευμένιο, και επιδόθηκε σε σπουδαίους πνευματικούς αγώνες. Αθλήθηκε πρωτογενώς στην υπακοή, αγόγγυστα διακόνησε σέ όλα τα διακονήματα, τα οποία τον καιρό εκείνο, ιδιαίτερα στην Ι. Μ. Κουδουμά, ήταν εξαιρετικά κοπιαστικά και επίπονα.
Εμπνεύστηκε από τη ζωή παλαιοτέρων και εναρέτων Μαχών, όπως του Παρθενίου Ψαράκη, πνευματικού τέκνου των Αγ. Πατέρων Παρθενίου και Εύμενίου, του Νικοδημου Καλιγιαννάκη και τού Εύμενίου Χαριτάκη. Υπήρξε ασκητής και συναγωνιστής τού ‘Οσίου Γέροντα Ευμενίου Σαριδάκη και αρωγός του στον μεγάλο πειρασμό πού αντιμετώπιζε τα χρόνια εκείνα. Πάντοτε μιλούσε για το π. Ευμένιο με μεγάλο σεβασμό και τον τιμούσε ως ένα Όσιο της Εκκλησίας μας. Εντός της χάριτος και της υπακοής αγιάζουσας Εκκλησίας, με ορθό εκκλησιαστικό φρόνιμα και με την ευλογία τού Ηγουμένου του καλλιέργησε τη σιωπή και την ευχή και αθέατος από την υπόλοιπη αδελφότητα κατέφευγε στα σπήλαια και τα αγιασμένα ασκητήρια, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες, με νηστείες, με χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες, με την εσωτερική νοερά εργασία και άλλα πνευματικά γυμνάσματα και ασκητικά παλαίσματα, από τα όποια απόκτησε σπουδαίες και βαθιές πνευματικές εμπειρίες.
Έζησε, επί 7 περίπου χρόνια, στο ι. Μετόχιο της Ι. Μ. Κουδουμά, στον Αγ. Ιωάννη που βρίσκεται σέ παραλιακό χώρο. Εκεί διέμενε όντος σπηλαίου μέσα σε απαράκλητες για τα ανθρώπινα μέτρα συνθήκες διαβίωσης. Την περίοδο αυτή είχε συνασκήτρια τη μητέρα του η όποια, όπως προείπαμε, εκάρη Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Το βαρύ εγκεφαλικό πού υπέστη η μητέρα του 1973 τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον αγαπημένο του χώρο της ασκήσεως και να επανέλθει στο χωριό του Πανασός για να δώσει την αναγκαία βοήθεια σ’ εκείνη, η οποία εκοιμήθη το ίδιο έτος και ετάφη στο εν λόγω χωριό.
Μετά την κοίμηση της μητέρας του μετέβη στο Αγ. Όρος, όπου περιόδευσε σέ Ι. Μονές και Σκήτες, χάριν ευλογίας και εγκαταβίωσε στην σκήτη των Ιβήρων, κοντά στον Γέροντα Γρηγόριο για ένα περίπου έτος. Η εκεί παραμονή του ήταν πολύ ωφέλιμη, καθώς έζησε τον αγιορείτικο τρόπο ζωής, αλλά και γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες, όπως τον Γέροντα Αθανάσιο τον Ιβηρίτη.
Επανήλθε στην Κρήτη για λόγους υγείας το έτος 1974, και μετά από συνάντηση με το γνωστό του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεο, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στις 24/11/1974. Ο Επίσκοπος Τιμόθεος του πρότεινε να επιλέξει μεταξύ των Ενοριών Αντισκαρίου και Τσούτσουρου. Ο Γέροντας επέλεξε την Ενορία Τσούτσουρου στην οποία εφημέρευσε από το 1974 έως και τις 30/6/2000, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Διετέλεσε παράλληλα και Εφημέριος του Ι. Προσκυνήματος του Αγ. Νικήτα από το 1992 έως και το 1995 και επίσης διετέλεσε και Εφημέριος στην Ενορία Μαχαιρά. Έλεγε για τις τότε εμπειρίες του «από τη διακονία στον κόσμο, είχα ξεκλίνει του αυστηρού εκείνου μοναστικού περιορισμού, γιατί η κοινωνική ζωή ήταν διαφορετική». Τα ονόμαζε «παρατράγουδα» του κόσμου.
Επανήλθε στην Ι. Μονή της μετανοίας του μόνιμα το έτος 2002, όπου έζησε τον υπόλοιπο βίο του ασκητικά και σιωπηλά, «πλήρης χάριτος και Πνεύματος Αγίου», διδάσκων τον ανεκτίμητο λόγο της πατερικής παραδόσεως και απολαμβάνων τον απεριόριστο σεβασμό της αδελφότητας και των προσκυνητών της Ι. Μονής, μέχρι της οσιακής τελευτής του, η οποία επήλθε στις 2/12/2013.
Από το βιβλίο «Γέροντας Αναστάσιος ο Κουδουμιανός», εκδ. Ι.Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουδουμά.
Πηγή: immorfou
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι εμβολιασμοί θα διαρκέσουν έως το 2022
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ