2020-12-05 20:16:28
Ακριβώς 199 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, από το θάνατο του ήρωα της Επανάστασης του 1821, Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες. Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων, υπήρξε μία από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Έμπορος και πετυχημένος τραπεζίτης με τεράστια περιούσια, o Εμμανουήλ Παπάς ενστερνίσθηκε τ’ όραμα της ελευθερίας και το 1819, σε ηλικία 46 ετών, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία μ΄ έγκριση του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Στη συνέχεια, και χωρίς δεύτερη σκέψη διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για τους σκοπούς του Αγώνα, όπως τελικά την ίδια του τη ζωή, αλλά και τρεις γιούς του.
Η ιστορία του Εμμανουήλ Παπά συνεχίζει να συγκινεί έως τις μέρες μας. Στη γενέτειρά του στις Σέρρες, είναι ιδιαίτερα περήφανοι για τον ήρωα προγονό τους.
O τραπεζίτης που δόθηκε στον Αγώνα
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στη Δοβίστα Σερρών
. Το χωριό που σήμερα φέρει τ’ όνομά του όπως και ο «καλλικρατικός» δήμος της περιοχής. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δημήτριος και ήταν ένας από τους πλουσιότερους και πιο διακεκριμένους προύχοντες της επαρχίας. Σε νεαρη ηλικία μάλιστα χειροτονήθηκε ιερέας και τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου. Από εκεί προέρχεται και το οικογενειακό όνομα Παπάς, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Η μητέρα του ονομαζότανε Βασιλική και κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια.
Μετά τη στοιχειώδη μόρφωση του στο χωριό, ο Εμμανουήλ Παπάς μετέβη στις Σέρρες για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην εκεί περιώνυμη σχολή. Όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Σερρών, επανήλθε στη Δοβίστα όπου και παντρεύτηκε την Φαίδρα, κόρη επίσης αρχοντικής οικογένειας, με την οποία, μέχρι και το 1816, απέκτησε έντεκα παιδιά (οκτώ αγόρια και τρία κορίτσια). Με την επιστροφή του στο χωριό, αρχίζει, μαζί με τα αδέλφια του, να χτίζει ευπρεπή ναό.
Φανατικοί Τούρκοι, ωστόσο, προσπαθούν να τους εμποδίσουν στο έργο τους και ο Παπάς τους εξαγοράζει με χρηματικά δώρα. Τελικά, ο ναός αποπερατώνεται το 1805 και αποτελεί μέχρι και σήμερα την εκκλησία του χωριού. Το ίδιο έτος (1805), και ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, το επαγγελματικό του δαιμόνιο τον επανέφερε στις Σέρρες, ακριβώς την εποχή που το εμπόριο βρισκόταν στην ακμή του.
Μεγάλος τραπεζίτης με επιρροή στους Τούρκους μπέηδες
Σύντομα αναδείχθηκε σε μεγάλο τραπεζίτη και μεγαλέμπορο της εποχής εκείνης, σεβαστό ακόμα και στους Τούρκους Μπέηδες, τους οποίους πολλές φορές στήριζε οικονομικά, δανείζοντάς τους σημαντικά ποσά για τις συναλλαγές τους, ενώ η μεγάλη του εμπορική δραστηριότητα ξεπέρασε τα σύνορα με υποκαταστήματα στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη.
Η επιρροή του έφτασε μέχρι και τον Οθωμανό τοπάρχη των Σερρών, Ισμαήλ Μπέη, τον αντίποδα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, του οποίου, από το 1810, αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών και περιουσιακών υποθέσεών του, ενώ η ισχυρή θέση που κατείχε του επέτρεπαν να είναι παρών και να ενεργεί ακόμα και σε πολύ σοβαρές δημόσιες υποθέσεις. Μετά από ενέργειές του προς τον Σουλτάνο, τον έπεισε να ανατεθεί στον Μητροπολίτη Σερρών το δικαίωμα να επιλύει (δικάζει) τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών. Συμβάλλει επίσης στην ίδρυση εμποροδικείου για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη και διαιτητές εμπόρους.
Μετά τον θάνατο του Ισμαήλ Μπέη, την εξουσία στην περιοχή των Σερρών αναλαμβάνει ο γιος του, Γιουσούφ Μπέη, ο οποίος αποδεικνύεται αισχροκερδής και σπάταλος δημιουργώντας τεράστια χρέη προς τον Εμμανουήλ Παπά τα οποία αδυνατεί να πληρώσει. Το 1817 οι σχέσεις των δύο ανδρών χειροτερεύουν με τον Γιουσούφ να εκδηλώνει δολοφονικές διαθέσεις εναντίον του Παπά, γεγονός που οδηγεί τον τελευταίο να εγκαταλείψει την περιοχή των Σερρών μαζί με τον γιο του, Γιαννάκη και λίγους επίλεκτους Σερραίους, γεγονός που τον λύπησε, αφού αναγκάστηκε και άφησε ανυπεράσπιστους τους συμπολίτες του υπό την τυραννία του αισχροκερδή Τούρκου διοικητή. Η ομάδα του Παπά εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η οικογένειά του τέθηκε υπό την προστασία του Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου, ύστερα και από την απόπειρα του Γιουσούφ να πυρπολήσει το σπίτι του Παπά.
Μύηση στην Φιλική Εταιρία και επανάσταση στην Μακεδονία
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπάς μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έγινε αρχιταμίας της στις 21 Δεκεμβρίου 1819. Η πρώτη ενέργεια του Παπά ως μέλος της εταιρίας, ήταν η προσφορά 1.000 γροσιών για την ενίσχυση του αγώνα, ενώ κατορθώνει μέσω της Πύλης, να εισπράξει μεγάλο μέρος από το χρέος του Γιουσούφ Μπέη (500.000 χιλιάδες χρυσές δραχμές) τις οποίες και διαθέτει επίσης εξ ολοκλήρου στον εθνικό αγώνα. Στο μεταξύ η φήμη του για την πατριωτική του δράση είχε φτάσει σε κάθε άκρη της Ελλάδας.
Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου 1821 και μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος.
Η περιοχή εθεωρείτο το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο γιατί η χερσόνησος είναι φυσικώς οχυρωμένη, αλλά ακόμη γιατί οι περίπου 3.000 άνδρες που μόναζαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά. Εκεί, αφού έφθασε με πλοίο του θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη που ήταν γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια, αγορασμένα από τον ίδιο, ύστερα από εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από ηγουμένους και μοναχούς.
Από εκεί, ο Παπάς προχωρούσε με προσεκτικά βήματα και ανάλωσε ολόκληρο τον Απρίλιο για την προπαρασκευή του αγώνα. Είχε επίγνωση της δυσκολίας, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Μακεδονίας, κοντά στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περιβαλλόμενης από εχθρικά στρατεύματα γειτονικών περιοχών, γεγονός που αύξανε τον κίνδυνο εγκλωβισμού των επαναστατών. Οι εξελίξεις, όμως, τον έφεραν προ τετελεσμένων.
Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, θορυβημένος από τις ειδήσεις σχετικά με τις επαναστάσεις των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε τη διενέργεια προληπτικών πληγμάτων. Στις 16 Μαΐου, η τοπική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον των προελαυνόντων τουρκικών δυνάμεων της Παζαρούδας και των Χασικοχωρίων, που αριθμούσαν 1.000 άνδρες, και τις απώθησαν.
Την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, η οποία αποφάσισε την άμεση κήρυξη της επανάστασης Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, ενώ ο Εμμανουήλ Παππάς ανακηρύχθηκε «αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας». Αφού εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Άγιο Όρος, με τους 2.500 άνδρες του ανέλαβε δράση με παράλληλες εξεγέρσεις στην Κασσάνδρα, την Ορμύλια, τη Σιθωνία και τα Μαντεμοχώρια. Τον Ιούνιο του 1821, σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, οπλαρχηγό της Δυτικής Χαλκιδικής, πετυχαίνουν σημαντικές επιτυχίες κατά των Τούρκων στα Στάγειρα και στον Σταυρό, ενώ καταλαμβάνουν και την Ιερισσό. Έτσι, ο αγώνας γενικεύεται σ’ όλα τα χωριά της Χαλκιδικής, ενώ επαναστατούν και όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Μετά της νίκες η καταστροφή Μετά τις πρώτες νίκες οι επαναστάτες κινήθηκαν πάνω σε δύο άξονες. Ο Εμμανουήλ Παπάς προχώρησε βόρεια και συγκεκριμένα με κατεύθυνση τα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση πάνω στην οδό Καβάλας - Θεσσαλονίκης. Εκεί, ο Παπάς θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανή απόπειρα τουρκικής ενίσχυσης από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης.
Όσον αφορά τον δυτικό άξονα επίθεσης, ο καπετάν Χάψας, με ιδιαίτερη ορμητικότητα, κατέφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και έπειτα κατεδίωξε τουρκική δύναμη μέχρι το χωριό Σέδες (Θέρμη), μόλις τρεις ώρες από τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο η έλλειψη ενισχύσεων και πολεμοφοδίων, απειλούν την συνέχιση της πορείας των στρατευμάτων. Ο Παπάς, στράφηκε για βοήθεια προς τους οπλαρχηγούς της περιοχής του Ολύμπου, που είχε μακρά παράδοση αρματολισμού, όμως αυτοί δίσταζαν να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι εκκλήσεις για βοήθεια συνάντησαν προσφορότερο έδαφος, με τον Μπαϊράμ πασά, που είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη από την ανατολική Θράκη και την Καλλίπολη για την καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα, να σπεύδει προς βοήθεια. Στα μέσα Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς, με 23.000 άνδρες, χτύπησε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε εύκολα.
Ο Παπάς μέσω των βουνών κατέφυγε στον Πολύγυρο, ενώ το τουρκικό ιππικό (3.000 άνδρες) με απηνή καταδίωξη εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή του. Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ πασάς μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση. Συγκεντρώθηκε μια εντυπωσιακή δύναμη 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων. Επόμενος στόχος των Τούρκων ήταν τα Βασιλικά. Οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τα γυναικόπαιδα, ωστόσο ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών πρόλαβε την κίνηση τους. Εισβάλλοντας στα Βασιλικά τα πυρπόλησε και έσφαξε τον πληθυσμό. Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ πασά, έξω από τα Βασιλικά. Ύστερα από σκληρότατη σύγκρουση οι επαναστάτες κάμφθηκαν. Εξήντα δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Χάψας, έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σε εκατοντάδες ανήλθαν οι απώλειες των Τούρκων. Με την κατάρρευση του μετώπου, η κεντρική Χαλκιδική παραδόθηκε στο εκδικητικό μένος των Τούρκων οι οποίοι πυρπολούσαν και έσφαζαν χωρίς καμία διάκριση.
Οι διασωθείσες επαναστατικές δυνάμεις κατέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους. Ο Παπάς οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, που χώριζε την Κασσάνδρα από την υπόλοιπη Χαλκιδική, με τους Τούρκους, στις αρχές Ιουλίου, να πραγματοποιούν ισχυρή επίθεση όπου τελικά κατάφεραν και πέρασαν τη διώρυγα, ωστόσο οι επαναστάτες με ελιγμό, απέκλεισαν ξανά την διώρυγα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε ισχυρή πίεση στην εμπροσθοφυλακή των τουρκικών δυνάμεων.
Τότε, οι Τούρκοι καταλήφθηκαν από πανικό και οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς, επτά σημαίες και άφθονα κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα οποία έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο και άφησαν πολεμοφόδια.
Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες, ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες. Οι δυνάμεις του, αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.
Το τέλος Η κατάσταση στην Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχυνόταν. Πείνα και επιδημίες ταλαιπωρούσαν τους μαχητές. Ο Παπάς έγραψε προσωπικές του επιστολές απευθυνόμενες στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών, επικαλούμενος παροχή πολεμοφοδίων, αντρών και τροφίμων.
Σε απάντησή του ο Υψηλάντης τον διόριζε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στην Πελοπόννησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Θα του παρείχε βοήθεια στο μέλλον και του συνιστούσε υπομονή. Ήταν προφανές ότι η Κασσάνδρα βρισκόταν στο έλεος των Τούρκων.
Ανάλογη ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο Άγιο Όρος. Παράλληλα οι Τούρκοι επειγόταν να ξεκαθαριστεί η κατάσταση στη Μακεδονία, ώστε να μπορούν να διέρχονται απερίσπαστα τα στρατεύματα τους με κατεύθυνση τις κύριες επαναστατικές εστίες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Στις 30 Οκτωβρίου 1821 οι Τούρκοι επιτέθηκαν και διέσπασαν την οχύρωση της Ποτίδαιας με αποτέλεσμα την πτώση της Κασσάνδρας. Λίγο καιρό μετά παραδόθηκε και η Σιθωνία. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο Άγιο Όρος, οι ηγούμενοι όμως, μετά την αρνητική εξέλιξη της επανάστασης, αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον αγώνα και επιθυμούσαν να διαπραγματευθούν.
Ο Εμμανουήλ Παπάς απογοητευμένος, αναχώρησε για την Ύδρα με πλοιάριο, αλλά εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου και από τις συγκινήσεις της τραγικής του περιπέτειας, πέθανε από συγκοπή καρδιάς μέσα στο πλοιάριο ακριβώς τη στιγμή που έπλεε τον Καφηρέα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1821.
Η σορός του ήρωα μεταφέρθηκε στην Ύδρα και κηδεύτηκε με τιμές αρχιστράτηγου. Το 1843 αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο το όνομα του σαν ενός από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.. Το 1927, προς τιμήν του ήρωα, η γενέτειρά του Δοβίστα, άλλαξε το όνομά της σε Εμμανουήλ Παπάς. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1971 και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, στην Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.
Απόγονοι
Ο Εμμανουήλ Παπάς, από τον γάμο του με την Φαίδρα, απέκτησε έντεκα παιδιά, από τα οποία το οκτώ ήταν αγόρια και τα τρία κορίτσια. Τρεις από τους γιους του έπεσαν στον Αγώνα: ο Αθανασάκης Παπάς (1794-1826) πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Γιαννάκης Παπάς (1798-1825) πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στη Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) και ο Νικολάκης Παπάς (1803-1827) σκοτώθηκε στη Μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827). anatakti
Έμπορος και πετυχημένος τραπεζίτης με τεράστια περιούσια, o Εμμανουήλ Παπάς ενστερνίσθηκε τ’ όραμα της ελευθερίας και το 1819, σε ηλικία 46 ετών, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία μ΄ έγκριση του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Στη συνέχεια, και χωρίς δεύτερη σκέψη διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για τους σκοπούς του Αγώνα, όπως τελικά την ίδια του τη ζωή, αλλά και τρεις γιούς του.
Η ιστορία του Εμμανουήλ Παπά συνεχίζει να συγκινεί έως τις μέρες μας. Στη γενέτειρά του στις Σέρρες, είναι ιδιαίτερα περήφανοι για τον ήρωα προγονό τους.
O τραπεζίτης που δόθηκε στον Αγώνα
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στη Δοβίστα Σερρών
Μετά τη στοιχειώδη μόρφωση του στο χωριό, ο Εμμανουήλ Παπάς μετέβη στις Σέρρες για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην εκεί περιώνυμη σχολή. Όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Σερρών, επανήλθε στη Δοβίστα όπου και παντρεύτηκε την Φαίδρα, κόρη επίσης αρχοντικής οικογένειας, με την οποία, μέχρι και το 1816, απέκτησε έντεκα παιδιά (οκτώ αγόρια και τρία κορίτσια). Με την επιστροφή του στο χωριό, αρχίζει, μαζί με τα αδέλφια του, να χτίζει ευπρεπή ναό.
Φανατικοί Τούρκοι, ωστόσο, προσπαθούν να τους εμποδίσουν στο έργο τους και ο Παπάς τους εξαγοράζει με χρηματικά δώρα. Τελικά, ο ναός αποπερατώνεται το 1805 και αποτελεί μέχρι και σήμερα την εκκλησία του χωριού. Το ίδιο έτος (1805), και ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, το επαγγελματικό του δαιμόνιο τον επανέφερε στις Σέρρες, ακριβώς την εποχή που το εμπόριο βρισκόταν στην ακμή του.
Μεγάλος τραπεζίτης με επιρροή στους Τούρκους μπέηδες
Σύντομα αναδείχθηκε σε μεγάλο τραπεζίτη και μεγαλέμπορο της εποχής εκείνης, σεβαστό ακόμα και στους Τούρκους Μπέηδες, τους οποίους πολλές φορές στήριζε οικονομικά, δανείζοντάς τους σημαντικά ποσά για τις συναλλαγές τους, ενώ η μεγάλη του εμπορική δραστηριότητα ξεπέρασε τα σύνορα με υποκαταστήματα στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη.
Η επιρροή του έφτασε μέχρι και τον Οθωμανό τοπάρχη των Σερρών, Ισμαήλ Μπέη, τον αντίποδα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, του οποίου, από το 1810, αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών και περιουσιακών υποθέσεών του, ενώ η ισχυρή θέση που κατείχε του επέτρεπαν να είναι παρών και να ενεργεί ακόμα και σε πολύ σοβαρές δημόσιες υποθέσεις. Μετά από ενέργειές του προς τον Σουλτάνο, τον έπεισε να ανατεθεί στον Μητροπολίτη Σερρών το δικαίωμα να επιλύει (δικάζει) τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών. Συμβάλλει επίσης στην ίδρυση εμποροδικείου για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη και διαιτητές εμπόρους.
Μετά τον θάνατο του Ισμαήλ Μπέη, την εξουσία στην περιοχή των Σερρών αναλαμβάνει ο γιος του, Γιουσούφ Μπέη, ο οποίος αποδεικνύεται αισχροκερδής και σπάταλος δημιουργώντας τεράστια χρέη προς τον Εμμανουήλ Παπά τα οποία αδυνατεί να πληρώσει. Το 1817 οι σχέσεις των δύο ανδρών χειροτερεύουν με τον Γιουσούφ να εκδηλώνει δολοφονικές διαθέσεις εναντίον του Παπά, γεγονός που οδηγεί τον τελευταίο να εγκαταλείψει την περιοχή των Σερρών μαζί με τον γιο του, Γιαννάκη και λίγους επίλεκτους Σερραίους, γεγονός που τον λύπησε, αφού αναγκάστηκε και άφησε ανυπεράσπιστους τους συμπολίτες του υπό την τυραννία του αισχροκερδή Τούρκου διοικητή. Η ομάδα του Παπά εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η οικογένειά του τέθηκε υπό την προστασία του Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου, ύστερα και από την απόπειρα του Γιουσούφ να πυρπολήσει το σπίτι του Παπά.
Μύηση στην Φιλική Εταιρία και επανάσταση στην Μακεδονία
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπάς μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έγινε αρχιταμίας της στις 21 Δεκεμβρίου 1819. Η πρώτη ενέργεια του Παπά ως μέλος της εταιρίας, ήταν η προσφορά 1.000 γροσιών για την ενίσχυση του αγώνα, ενώ κατορθώνει μέσω της Πύλης, να εισπράξει μεγάλο μέρος από το χρέος του Γιουσούφ Μπέη (500.000 χιλιάδες χρυσές δραχμές) τις οποίες και διαθέτει επίσης εξ ολοκλήρου στον εθνικό αγώνα. Στο μεταξύ η φήμη του για την πατριωτική του δράση είχε φτάσει σε κάθε άκρη της Ελλάδας.
Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου 1821 και μετέβη στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος.
Η περιοχή εθεωρείτο το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο γιατί η χερσόνησος είναι φυσικώς οχυρωμένη, αλλά ακόμη γιατί οι περίπου 3.000 άνδρες που μόναζαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά. Εκεί, αφού έφθασε με πλοίο του θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη που ήταν γεμάτο όπλα και πολεμοφόδια, αγορασμένα από τον ίδιο, ύστερα από εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από ηγουμένους και μοναχούς.
Από εκεί, ο Παπάς προχωρούσε με προσεκτικά βήματα και ανάλωσε ολόκληρο τον Απρίλιο για την προπαρασκευή του αγώνα. Είχε επίγνωση της δυσκολίας, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Μακεδονίας, κοντά στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περιβαλλόμενης από εχθρικά στρατεύματα γειτονικών περιοχών, γεγονός που αύξανε τον κίνδυνο εγκλωβισμού των επαναστατών. Οι εξελίξεις, όμως, τον έφεραν προ τετελεσμένων.
Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, θορυβημένος από τις ειδήσεις σχετικά με τις επαναστάσεις των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε τη διενέργεια προληπτικών πληγμάτων. Στις 16 Μαΐου, η τοπική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον των προελαυνόντων τουρκικών δυνάμεων της Παζαρούδας και των Χασικοχωρίων, που αριθμούσαν 1.000 άνδρες, και τις απώθησαν.
Την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, η οποία αποφάσισε την άμεση κήρυξη της επανάστασης Στις 17 Μαΐου του 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, ενώ ο Εμμανουήλ Παππάς ανακηρύχθηκε «αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας». Αφού εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Άγιο Όρος, με τους 2.500 άνδρες του ανέλαβε δράση με παράλληλες εξεγέρσεις στην Κασσάνδρα, την Ορμύλια, τη Σιθωνία και τα Μαντεμοχώρια. Τον Ιούνιο του 1821, σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, οπλαρχηγό της Δυτικής Χαλκιδικής, πετυχαίνουν σημαντικές επιτυχίες κατά των Τούρκων στα Στάγειρα και στον Σταυρό, ενώ καταλαμβάνουν και την Ιερισσό. Έτσι, ο αγώνας γενικεύεται σ’ όλα τα χωριά της Χαλκιδικής, ενώ επαναστατούν και όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Μετά της νίκες η καταστροφή Μετά τις πρώτες νίκες οι επαναστάτες κινήθηκαν πάνω σε δύο άξονες. Ο Εμμανουήλ Παπάς προχώρησε βόρεια και συγκεκριμένα με κατεύθυνση τα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση πάνω στην οδό Καβάλας - Θεσσαλονίκης. Εκεί, ο Παπάς θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανή απόπειρα τουρκικής ενίσχυσης από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης.
Όσον αφορά τον δυτικό άξονα επίθεσης, ο καπετάν Χάψας, με ιδιαίτερη ορμητικότητα, κατέφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και έπειτα κατεδίωξε τουρκική δύναμη μέχρι το χωριό Σέδες (Θέρμη), μόλις τρεις ώρες από τη Θεσσαλονίκη, ωστόσο η έλλειψη ενισχύσεων και πολεμοφοδίων, απειλούν την συνέχιση της πορείας των στρατευμάτων. Ο Παπάς, στράφηκε για βοήθεια προς τους οπλαρχηγούς της περιοχής του Ολύμπου, που είχε μακρά παράδοση αρματολισμού, όμως αυτοί δίσταζαν να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι εκκλήσεις για βοήθεια συνάντησαν προσφορότερο έδαφος, με τον Μπαϊράμ πασά, που είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη από την ανατολική Θράκη και την Καλλίπολη για την καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα, να σπεύδει προς βοήθεια. Στα μέσα Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς, με 23.000 άνδρες, χτύπησε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε εύκολα.
Ο Παπάς μέσω των βουνών κατέφυγε στον Πολύγυρο, ενώ το τουρκικό ιππικό (3.000 άνδρες) με απηνή καταδίωξη εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή του. Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ πασάς μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση. Συγκεντρώθηκε μια εντυπωσιακή δύναμη 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων. Επόμενος στόχος των Τούρκων ήταν τα Βασιλικά. Οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τα γυναικόπαιδα, ωστόσο ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών πρόλαβε την κίνηση τους. Εισβάλλοντας στα Βασιλικά τα πυρπόλησε και έσφαξε τον πληθυσμό. Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ πασά, έξω από τα Βασιλικά. Ύστερα από σκληρότατη σύγκρουση οι επαναστάτες κάμφθηκαν. Εξήντα δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Χάψας, έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σε εκατοντάδες ανήλθαν οι απώλειες των Τούρκων. Με την κατάρρευση του μετώπου, η κεντρική Χαλκιδική παραδόθηκε στο εκδικητικό μένος των Τούρκων οι οποίοι πυρπολούσαν και έσφαζαν χωρίς καμία διάκριση.
Οι διασωθείσες επαναστατικές δυνάμεις κατέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους. Ο Παπάς οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, που χώριζε την Κασσάνδρα από την υπόλοιπη Χαλκιδική, με τους Τούρκους, στις αρχές Ιουλίου, να πραγματοποιούν ισχυρή επίθεση όπου τελικά κατάφεραν και πέρασαν τη διώρυγα, ωστόσο οι επαναστάτες με ελιγμό, απέκλεισαν ξανά την διώρυγα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε ισχυρή πίεση στην εμπροσθοφυλακή των τουρκικών δυνάμεων.
Τότε, οι Τούρκοι καταλήφθηκαν από πανικό και οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς, επτά σημαίες και άφθονα κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα οποία έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο και άφησαν πολεμοφόδια.
Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες, ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες. Οι δυνάμεις του, αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.
Το τέλος Η κατάσταση στην Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχυνόταν. Πείνα και επιδημίες ταλαιπωρούσαν τους μαχητές. Ο Παπάς έγραψε προσωπικές του επιστολές απευθυνόμενες στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών, επικαλούμενος παροχή πολεμοφοδίων, αντρών και τροφίμων.
Σε απάντησή του ο Υψηλάντης τον διόριζε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στην Πελοπόννησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Θα του παρείχε βοήθεια στο μέλλον και του συνιστούσε υπομονή. Ήταν προφανές ότι η Κασσάνδρα βρισκόταν στο έλεος των Τούρκων.
Ανάλογη ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο Άγιο Όρος. Παράλληλα οι Τούρκοι επειγόταν να ξεκαθαριστεί η κατάσταση στη Μακεδονία, ώστε να μπορούν να διέρχονται απερίσπαστα τα στρατεύματα τους με κατεύθυνση τις κύριες επαναστατικές εστίες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Στις 30 Οκτωβρίου 1821 οι Τούρκοι επιτέθηκαν και διέσπασαν την οχύρωση της Ποτίδαιας με αποτέλεσμα την πτώση της Κασσάνδρας. Λίγο καιρό μετά παραδόθηκε και η Σιθωνία. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο Άγιο Όρος, οι ηγούμενοι όμως, μετά την αρνητική εξέλιξη της επανάστασης, αρνήθηκαν να συνεχίσουν τον αγώνα και επιθυμούσαν να διαπραγματευθούν.
Ο Εμμανουήλ Παπάς απογοητευμένος, αναχώρησε για την Ύδρα με πλοιάριο, αλλά εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου και από τις συγκινήσεις της τραγικής του περιπέτειας, πέθανε από συγκοπή καρδιάς μέσα στο πλοιάριο ακριβώς τη στιγμή που έπλεε τον Καφηρέα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1821.
Η σορός του ήρωα μεταφέρθηκε στην Ύδρα και κηδεύτηκε με τιμές αρχιστράτηγου. Το 1843 αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο το όνομα του σαν ενός από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.. Το 1927, προς τιμήν του ήρωα, η γενέτειρά του Δοβίστα, άλλαξε το όνομά της σε Εμμανουήλ Παπάς. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1971 και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, στην Πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.
Απόγονοι
Ο Εμμανουήλ Παπάς, από τον γάμο του με την Φαίδρα, απέκτησε έντεκα παιδιά, από τα οποία το οκτώ ήταν αγόρια και τα τρία κορίτσια. Τρεις από τους γιους του έπεσαν στον Αγώνα: ο Αθανασάκης Παπάς (1794-1826) πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Γιαννάκης Παπάς (1798-1825) πολέμησε δίπλα στον Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε στη Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) και ο Νικολάκης Παπάς (1803-1827) σκοτώθηκε στη Μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827). anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εμβόλιο και παιδιά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ