2020-12-06 23:29:02
Ο επαναστατικός αναβρασμός στην Ήπειρο μετά το 1845
– Η επιστολή των Αλβανών μπέηδων και αγάδων προς τον Όθωνα
– Η επανάσταση του Γκιώνη Λέκκα στην Ήπειρο και τα αποτελέσματά της
– Ο ρόλος του Ιωάννη Κωλέττη στην επαναστατική δραστηριότητα στην Ήπειρο Πολλές και πολλοί γνωρίζουν τη λέξη Γκιουλέκας, που σημαίνει τον νταή, τον ψευτοπαλικαρά, τον ζόρικο. Συχνά, κυρίως παλαιότερα, λεγόταν η φράση «μας κάνει τον γκιουλέκα», δηλαδή τον ζόρικο, τον μάγκα. Η λέξη Γκιουλέκας έχει γίνει και επώνυμο. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης και πρώην υφυπουργό της ΝΔ, Κωνσταντίνο Γκιουλέκα, ενώ σε πολλούς μουσικόφιλους είναι γνωστός και ο εξαιρετικός τραγουδιστής δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών Μίμης Γκιουλέκας από τον Παλαμά Καρδίτσας (1945 – 2010).
Από πού προέρχεται όμως το επώνυμο Γκιουλέκας; Μήπως προέρχεται από κάποια σλαβική ή αλβανική λέξη; Όλα τα λεξικά της Νέας Ελληνικής Γλώσσας στην ετυμολογία της λέξης γκιουλέκας δίνουν την ίδια απάντηση
Η Ήπειρος μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830)
Τα Γιάννενα τον 19ο αιώνα Όπως είναι γνωστό, η Ήπειρος έμεινε έξω από τα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο κορυφαίος κατά την άποψή μας ηγέτης της Ελλάδας μέχρι σήμερα, είχε ζητήσει να συμπεριληφθεί και η Ήπειρος στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος. Αυτό έγραψε σε κείμενο διαμαρτυρίας του στις 30 Οκτωβρίου 1828 προς τα μέλη της διασκέψεως των πρεσβευτών, τα οποία συνεδρίαζαν στον Πόρο μετά από εντολές της μονίμου διασκέψεως του Λονδίνου από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Κυβερνήτης: «Η έκταση της Ελλάδος θα πρέπει να καθορισθεί προς Βορράν διά γραμμής αρχομένης από τα σύμβολα του ποταμού Βοϊούσα(Αώος)». Να σημειώσουμε εδώ ότι οι εκβολές του Αώου βρίσκονται στην Αδριατική ,βόρεια του κόλπου της Αυλώνας. Βέβαια η ιστορία δεν γράφεται με «αν» και με υποθέσεις. Θεωρούμε όμως ότι αν ζούσε ο Καποδίστριας τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους θα έφταναν δυτικά ως τον Καλαμά και ανατολικά ως τον Θερμαϊκό Κόλπο τουλάχιστον. Όπως είναι γνωστό, τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους έφθασαν τελικά στη γραμμή Αμβρακικού- Παγασητικού.
Παρά το ότι η Ήπειρος έμεινε έξω από τα όρια του πρώτου ελληνικού κράτους οι κάτοικοί της δεν έμειναν απαθείς. Τον Αύγουστο του 1844 έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Ηπειρώτης (από το Συρράκο Ιωαννίνων) Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος θεωρείται ως «πατέρας» και πρώτος εκφραστής της Μεγάλης Ιδέας, της ανάκτησης δηλαδή των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Ανάμεσα σ’ αυτούς που κινητοποιήθηκαν μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ιωάννη Κωλέττη, που είχε την υποστήριξη του Όθωνα, ήταν ακόμα και μουσουλμάνοι αγάδες και μπέηδες της Αυλώνας, του Δέλβινου και του Κουρβελεσίου που έστειλαν επιστολή στον Όθωνα στις 15 Αυγούστου 1847, με την οποία ζητούσαν την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος. Ολόκληρη την επιστολή δημοσιεύει ο Δρ Ιωάννης Σ.Παπαφλωράτος στο βιβλίο του «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ» και με την ευγενική του άδεια την παραθέτουμε εδώ τους αναγνώστες του protothema.gr. Πίσω όμως από αυτή την επιστολή, κρυβόταν ένα ολόκληρο επαναστατικό κίνημα με σκοπό την προσάρτηση της Ηπείρου στην Ελλάδα.
Ο Γκιόνης Λέκκας και το κίνημά του
Από τις αρχές του 1840 επικρατούσε στην Ήπειρο επαναστατικός αναβρασμός. Αυτό οφείλεταιστο ότι ο φιλελεύθερος σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ εξέδωσε το 1839 αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο καθιέρωνε νέες αρχές ισοπολιτείας, θρησκευτικής και πολιτικής ελευθερίας, τρόπο στρατολογίας και φορολογίας.
Οι χριστιανοί της Ηπείρου δέχτηκαν με σχετική ικανοποίηση το διάταγμα, καθώς διόρθωνε κάποιες αδικίες. Αντίθετα, οι Αλβανοί εξαγριώθηκαν, καθώς τα προηγούμενα χρόνια δεν πλήρωναν φόρους και υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό σε άτακτα σώματα, που ήταν ελεύθερα να δρουν κατά βούληση χωρίς να υπακούουν σε διαταγές. Ακόμα και κατά την επανάσταση του 1821 οι Αλβανοί πολεμούσαν μόνο όταν τους έταζαν λάφυρα και θησαυρούς από τις περιοχές που θα κυρίευαν. Όταν δε έβλεπαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, έφευγαν από το πεδίο της μάχης χωρίς να ρωτούν κανένα και πήγαιναν όπου ήθελαν!
Η επανάσταση εκδηλώθηκε τον Απρίλιο του 1847 με αρχηγό τον Ζεϊνέλ Γκιόνη Λέκκα (απαντά και ως Γκιώνης Λέκκας) από το Κούτσι της Χιμάρας. Ο παππούς του ήταν χριστιανός και ονομαζόταν Λογγίνος Αλεξίου. Ο εγγονός πήρε το αλβανικό όνομα Γκιόνης Λέκκας (= Γκιουλέκας) και ως Αλβανός τοπάρχης ηγήθηκε της επανάστασης.
Ο Γκιόνης Λέκκας ήταν φίλος του Ιωάννη Κωλέττη. Κάποια στιγμή έφτασε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη και συμφώνησε με τον Ηπειρώτη πολιτικό για κοινή δράση Ελλήνων και Αλβανών κατά των Τούρκων. Ο Κωλέττης, γνωστός στουςΑλβανούς από την εποχή του Αλή πασά, είδε την εξέγερση του Γκιόνη Λέκκα ως μεγάλη ευκαιρία για απελευθέρωση της Ηπείρου. Ενίσχυε μάλιστα τους επαναστάτες με χρήματα και πολεμοφόδια, ενώ παράλληλα τους έστελνε οδηγίες. Το κίνημα του Γκιόνη Λέκκα ξεκίνησε από το Κουρβελέσι. Με 200 Λιάπηδες κινήθηκε προς το Δέλβινο, την πρωτεύουσα της επαρχίας. Στη διαδρομή άλλοι 100 πολεμιστές ενώθηκαν με τους άνδρες του Γκιόνη Λέκκα. Στον μουσελίμη(διοικητή) του Δέλβινου είπε ότι έρχεται εν ονόματι των κατοίκων του Κουρβελεσίου για να «ζητήσει από τη διοίκησιν την παύσιν των διαφόρων φορολογιών ένεκεν της μεγίστης ενδείας, η οποία εμάστιζεν ήδη την χώραν εκείνην». Προέβαλε κι άλλα αιτήματα, τα οποία ο διοικητής του Δέλβινου δεν μπορούσε να ικανοποιήσει και παραιτήθηκε. Έτσι την διοίκηση ανέλαβε ο Γκιόνης Λέκκας. Οι χριστιανοί της περιοχής αναγκάστηκαν να δίνουν χρήματα και διατροφή για τη συντήρηση των οπλιτών του.
Διοικητής των Ιωαννίνων ήταν τότε ο Χαβούζ πασάς, γνωστός με το προσωνύμιο Κιόρης(αλλήθωρος). Όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα στο Δέλβινο, δεν έδωσε μεγάλη σημασία, καθώς τέτοια επεισόδια συνέβαιναν συχνά. Σε λίγες μέρες όμως έφτασε η είδηση ότι και στο Μπεράτι ο Ράπο Κακάλης (ή Χαϊκάλης) με 1.000 αντάρτες κατέλαβε την πόλη και ο διοικητής της Χουσεΐν πασάς κλείστηκε στο φρούριο με ένα τάγμα τακτικού στρατού.
Οι άνδρες του Γκιόνη Λέκκα, ορκίστηκαν να διώξουν από παντού τους Τούρκους και να ελευθερώσουν την Ήπειρο και κατέλυσαν σε κάθε περιοχή τις Αρχές και τη φορολογία.
Ο Γκιόνης Λέκκας στο Πωγώνι
Βασικός σκοπός του Γκιουλέκα, ήταν να καταλάβει τα Γιάννενα. Αφού πέρασε από την περιοχή του Αργυρόκαστρου, βρέθηκε στο Πωγώνι, την ακριτική περιοχή στο ΒΔ τμήμα του νομού Ιωαννίνων σήμερα, στην οποία έχουμε αναφερθεί πολλές φορές σε άρθρα μας.
Εδώ όμως, οι άνδρες του Γκιόνη Λέκκα, έδειξαν πολύ σκληρή συμπεριφορά όχι μόνο στους Τούρκους αλλά και στους Χριστιανούς. Ως το 1847, πρωτεύουσα του Πωγωνίου ήταν (το σημερινό χωριό) Κακόλακκος, όπου βρισκόταν το Διοικητήριο της περιοχής. Αφού λεηλάτησαν την περιοχή, έκαψαν το Διοικητήριο, θέλοντας να τρομοκρατήσουν όσους ήθελαν να τους πολεμήσουν.
Μετά το 1847, πρωτεύουσα του Πωγωνίου έγινε η Βοστίνα (σήμερα Πωγωνιανή) και από το 1921 το Δελβινάκι. Κάποιο χρονικό διάστημα, έδρα του μουσελίμη, ήταν η Σωπική, ένα από τα χωριά της περιοχής, που όπως έχουμε γράψει στο άρθρο μας για το Πωγώνι, παρέμεινε στην Αλβανία.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Έστειλαν στρατό να αποβιβαστεί στην Αυλώνα.
Με αυτούς, ενώθηκαν Χριστιανοί Χιμαριώτες. Όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το Κούτσι, το χωριό του Γκιόνη Λέκκα και το έκαψαν. Ακολούθησαν φοβερά αντίποινα των επαναστατών. Ο στρατάρχης της Ρούμελης Μεχμέτ πασάς έστειλε στρατό για να χτυπήσει τους επαναστάτες στο Μπεράτι, ενώ το ίδιο έκανε και ο τοπάρχης της Καστοριάς.
Η φοβερή μάχη των Δολιανών (Ιωαννίνων)
Στο μεταξύ, ξεκίνησε ο Δερβέναγας από τα Γιάννενα και έφτασε στο χωριό Σιταριά (τότε Μόσιορη), όπου ενώθηκε με τον Οσμάν Ντίνο, ο οποίος επιτηρούσε την περιοχή με 200 στρατιώτες και 200 υποζύγια με τρόφιμα. Στο μεταξύ στα Γιάννενα επικρατούσαν αναστάτωση και πανικός, καθώς έφταναν, λίγο διογκωμένα, τα νέα για τα κατορθώματα του Γκιουλέκα.
Δολιανά Iωαννίνων
Παράλληλα, άλλοι 1.000 Τούρκοι στρατιώτες ξεκίνησαν από τη Θεσσαλία με προορισμό το Αργυρόκαστρο. Στάθμευσαν στην κωμόπολη Δολιανά (πολύ κοντά στο Καλπάκι, περίπου 40 χλμ. ΒΔ από τα Γιάννενα) και διανυκτέρευσαν στα σπίτια της κώμης. Ξαφνικά, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα της 28ης Αυγούστου 1847, 700 Λιάπηδες και Τσάμηδες όρμησαν στα σπίτια των Δολιανών αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους οι οποίοι έπαθαν πανωλεθρία. Όσοι γλίτωσαν, κατέφυγαν στα Γιάννενα και οι επαναστάτες έκαψαν και λεηλάτησαν τα Δολιανά, οι κάτοικοι των οποίων πρόλαβαν να φύγουν πριν τη μάχη. Μερικοί Τούρκοι στρατιώτες κλείστηκαν στη (χριστιανική) εκκλησία των Δολιανών!
Ο Γκιόνης Λέκκας, τους ζήτησε να προσκυνήσουν για να τους αφήσει ελεύθερους, κάτι που έγινε (29 Αυγούστου 1847).
Για τη μάχη των Δολιανών, ο Π. Αραβαντινός στη «Χρονογραφία της Ηπείρου», αναφέρει:
«… εν τη μανιώδει εκείνη μάχη πλείονες των 600 εφονεύθησαν εκατέρωθεν και η κώμη των Δολιανών εγένετο παρανάλωμα του πυρός και της λεηλασίας, προλαβόντων των κατοίκων να απομακρυνθώσι άμα (όταν) ήρξατο η έφοδος».
Ο δρόμος για τα Γιάννενα ήταν πλέον ανοιχτός για τον Γκιόνη Λέκκα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Αραβαντινός:
«Κίνδυνον ήδη άφευκτον λεηλασίας και παντελούς καταστροφής διέτρεχεν η πόλις των Ιωαννίνων, καθότι μόλις χίλιοι στρατιώται εστάθμευον εις τους στρατώνας της, ων οι πλείστοι Αλβανοί όντες περιωρίζοντο εις τον στρατώνα, επιτηρούμενοι εκ των συστρατιωτών ίνα μη λιποτακτήσωσιν. Εν τοις διαφόροις ξενοδοχείοις της πόλεως πλήθος ήδη αέργων (αργόσχολων, τεμπέληδων) Αλβανών διέμενε, και τούτων η διαγωγή και ο σκοπός εδεικνύετο, ότι προσεδόκων την ευκαιρίαν ίνα κακουργήσωσι».
Βουλή - Τρικούπης Ωστόσο, ο Γκιουλέκας δεν κινήθηκε προς τα Γιάννενα, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αλβανία. Όμως, ο στρατάρχης της Ρούμελης, με δέκα τάγματα πεζικού, είχε προλάβει να καταλάβει καίριες τοποθεσίες της περιοχής, ενώ παράλληλα τουρκικός στόλος, έφτασε στα παράλια της Θεσπρωτίας και της Χαονίας για να αποτρέψει πιθανή διαφυγή των επαναστατών. Οι Τόσκηδες, μετά από προτροπή των προκρίτων τους, εγκατέλειψαν τον Γκιόνη Λέκκα, ο οποίος απογοητευμένος και κυνηγημένος, με ελάχιστους άνδρες κατέφυγε στην Ελλάδα. Όταν ο σουλτάνος του έδωσε αμνηστία, πήγε στη Θεσσαλία, όπου έγινε οπλαρχηγός και στάλθηκε στο Μαυροβούνιο. Εκεί, σκοτώθηκε σε μία μάχη το 1852.
Μαζί με τον Γκιόνη Λέκκα, ήρθε στην Ελλάδα και το πρωτοπαλίκαρό του Τζελίλ αγά Τσέλιο Πίτσαρη, τα ίχνη του οποίου για τριάντα περίπου χρόνια χάθηκαν. Ωστόσο, τον βρίσκουμε να παίρνει μέρος στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1877 (!), επικεφαλής ενός σώματος Αλβανών, που πολέμησαν στη μάχη της Μακρυνίτσας. Μετά το τέλος της επανάστασης, ο Τσέλιο Πίτσαρης μαζί με αρκετούς άνδρες του, ένοπλους και φουστανελοφόρους, ήρθαν στην Αθήνα.
Ιωάννης Κωλέττης Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους, ο καθένας «τράβηξε τον δρόμο του». Ο Τσέλιο Πίτσαρης, ζούσε με την υποστήριξη του Δημητρίου Σούτσου, δήμαρχου της Αθήνας, τον οποίο είχε γνωρίσει στη Θεσσαλία. Απέκτησε ελληνική συνείδηση, προσχώρησε στο Δηληγιαννικό κόμμα και αγωνίστηκε ως το τέλος της ζωής του με θέρμη για τα εθνικά ζητήματα. Μάλιστα, εικονίζεται στον περίφημο πίνακα του Ορλόφ από τη Βουλή, με τη μακριά, λευκή γενειάδα του και τη φουστανέλα!
Το όνομά του εξελληνίστηκε σε Τσελεπίτσαρης και υπάρχει στις μέρες μας ως τοπωνύμιο στην Αμφιάλη του Πειραιά.
Η επιστολή των αγάδων στον Όθωνα
Την επιστολή των αγάδων και μπέηδων στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, ανέλαβε να μεταφέρει στην Αθήνα και να την παραδώσει στον Κωλέττη, ο Χιμαριώτης Στέφανος Τσιάλης. Όταν όμως έφτασε στον Πειραιά, πληροφορήθηκε ότι ο Κωλέττης είχε πεθάνει από νεφρίτιδα την 1η Σεπτεμβρίου 1847. Λίγο πριν ξεψυχήσει, σιγοψιθύριζε ένα ηπειρώτικο κλέφτικο τραγούδι.
Έτσι, το φιλόδοξο σχέδιο για ελληνοαλβανικό κράτος, ναυάγησε.Φαίνεται πραγματικά ότι ο Κωλέττης βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Γκιουλέκα. Αν πετύχαινε η επανάσταση, η Ελλάδα θα έφτανε ως το Δέλβινο, ίσως και βορειότερα.
Οι αγάδες, ζητούσαν μόνο την προστασία του θρησκεύματός τους από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ κυκλοφόρησαν και φήμες ότι η Αγγλία συναινούσε στο σχέδιο αυτό και ετοιμαζόταν να χαράξει νέα σύνορα.
Δυστυχώς, η Ήπειρος δεν ελευθερώθηκε τότε. Το 1881, η Άρτα παραχωρήθηκε στην Ελλάδα, ενώ μετά από αιματηρούς αγώνες, το 1912-13, απελευθερώθηκε το τμήμα της Ηπείρου που γνωρίζουμε. Δυστυχώς, η Βόρεια Ήπειρος, παραμένει μια χαίνουσα πληγή μέχρι σήμερα Πηγές: ΑΘΑΝ. ΔΕΜΟΣ, «Η Επανάσταση του Γκιωλέκα και οι συνέπειές της στο Πωγώνι (1847)», «Πωγωνιακά Χρονικά», Τόμος 2, Ιωάννινα 1996.
Παναγιώτης Αραβαντινός, «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», Α’ έκδοση 1856, Επανέκδοση από τις εκδόσεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ (2004)
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ 2018.
Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο του Δρα Ι.Παπαφλωράτου, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για μία ακόμη φορά, έχει ήδη κάνει τρεις εκδόσεις μέσα σε δύο χρόνια, διαψεύδοντας όλους όσους ισχυρίζονται ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν… anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στο έλεος του κορωνοϊού η Τουρκία: Πάνω από 30.000 τα νέα κρούσματα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ