2020-12-08 11:19:56
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών - Υπήρξε ο μακροβιότερος γερουσιαστής από το 1976 μέχρι το 2005, όταν και αποσύρθηκε και ταυτίστηκε με το ελληνικό λόμπι - Ήταν ένας από τους συντάκτες του πορίσματος της επιτροπής που ζήτησε την παύση του Ρίτσαρντ Νίξον για «παρεμπόδιση της δικαιοσύνης»
Υπάρχει μία καθοριστική στιγμή, αίσθηση, αναλαμπή, ακόμα και γνωσιακή κατανόηση που ξεχωρίζει στον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο κάποιου. Είναι βυθισμένη στον λαβύρινθο του μυαλού του, στρυμωγμένη μέσα σε χιλιάδες άλλες αναμνήσεις και βιώματα, σκοτεινά κι αντιφατικά στοιχεία, τα οποί έχουν καταφέρει να μην περάσουν στη λήθη.
Αντιθέτως, καταγράφονται στα ανθρώπινα άδυτα της ύπαρξής, κατακτώντας έτσι μία περίοπτη θέση στον μοναδικό ατομικό σύμπαν. Αυτή η κατανόηση – μία σχεδόν υπερβατική αίσθηση- είναι που καθορίζει το είναι του κάθε ανθρώπου. Το παρόν και το μέλλον του. Τον πυρήνα της ίδιας του της ύπαρξης. Για τον Πολ Σαρμπάνη που γεννήθηκε το 1933 στο Μέριλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών, η αφετηρία αυτή μύριζε Ελλάδα. Τί και αν ήταν μία Ελλάδα που βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Μία άγνωστη Ελλάδα, την οποία τα παιδικά μάτια του Πολ δεν είχαν καν αντικρύσει.
Βρισκόταν, όμως, πανταχού παρούσα στην καθημερινότητα αυτού του κανονικού παιδιού, του οποίου οι γονείς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για μία καλύτερη ζωή. Κάθε μέρα μετά το σχολείο, βοηθούσε τους γονείς του με την οικογενειακή επιχείρηση. Σέρβιρε τραπέζια στο ελληνικό εστιατόριο που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν οι εξ’ Ελλάδος και συγκεκριμένα Λακωνίας μετανάστες γονείς του. Κατευθυνόταν συχνά με έναν δίσκο, εξυπηρετώντας πελάτες, ενώ μάζευε τα τραπέζια και στη συνέχεια έπλενε μία στοίβα πιο ψηλή από το μπόι του, λερωμένα πιάτα με αποφάγια ελληνικών σπεσιαλιτέ. Εκείνη η υποτυπώδης διαδικασία, μέρος μίας καθημερινής τελετουργίας σφράγισε μέσα του μία ισορροπία που ο νεαρός και μετέπειτα ώριμος Σαρμπάνης διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του, η οποία έκλεισε χθες.
Η Ελλάδα, οι παραδόσεις, η μακρινή πατρίδα που ζούσε μέσα στην οικογένεια του και περνούσε από γενιά σε γενιά, θα τον ακολουθούσε παντού. Παράλληλα, όμως, θα κυνηγούσε με όλες του τις δυνάμεις μία θέση στο αμερικανικό όνειρο που θα τον απομάκρυνε πολύ από το ντάϊνερ των γονιών του. Για την ακρίβεια θα τον εκτόξευε στην
Ουάσιγκτον, στην αμερικανική πολιτική ελίτ και στις καρδιές του λαού.
Σήμερα, που ο θάνατός του σε ηλικία 87 ετών δεν παραλείπεται να αναφερθεί από κανένα Μέσο, κανένα δημοσίευμα, καμία εφημερίδα, μεγάλης ή μικρής κλίμακας, ο Σαρμπάνης αποδεικνύει, έστω και κατά την απουσία του ότι δεν κατέκτησε το αμερικανικό όνειρο. Το μετουσίωσε. Όσο για την Ελλάδα; Αυτή την τίμησε, αποτελώντας στυλοβάτη της ομογένειας, ιδρυτή του Ελληνικού λόμπι της Ουάσιγκτον και παθιασμένο υπερασπιστή των ελληνικών συμφερόντων στην Ουάσιγκτον.
Η πρώτη του επιτυχία ήταν οι εξέχουσες σπουδές του. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Πρίνστον με υποτροφία και συνέχισε στην Αγγλία και στην Οξφόρδη. Μία από τις αγαπημένες ιστορίες που συνήθιζε να διηγείται από εκείνη την περίοδο ήταν όταν έκανε παρατήρηση στον Άλμπερτ Αϊνστάιν να ησυχάσει. Εκείνος ήταν πρωτοετής και ανάμεσα σε μαθήματα και διαλέξεις πήγε στον κοιτώνα για έναν σύντομο υπνάκο. Αυτός διεκόπη από δυνατές φωνές. «Ησυχάστε επιτέλους εκεί έξω!» φώναξε. Ο θόρυβος συνεχίστηκε και ο νεαρός Πολ αποφάσισε να αντιμετωπίσει εκείνους που του είχαν διακόψει την πολυπόθητη ξεκούραση του. Έτσι, με τις πιτζάμες και μία διάθεση για καυγά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πιο διάσημο επιστήμονα του κόσμου, ο οποίος περιηγείτο με μία ομάδα ακαδημαϊκών στην πανεπιστημιούπολη. Στο Πρίνστον γνώρισε και την Αγγλίδα σύζυγό του, η οποία στη συνέχεια έγινε καθηγήτρια λατινικών και ελληνικών.
Αυτός εξασφάλισε και το χρυσό πτυχίο της Νομικής του Χάρβαρντ. Εργάστηκε για τον ομοσπονδιακό δικαστή Μόρις Σούπερ πριν δοκιμαστεί και στον ιδιωτικό
τομέα, σε δύο γνωστά δικηγορικά γραφεία της Βαλτιμόρης. Δεν άργησε να ενταχθεί στο δημοκρατικό κόμμα. Παράλληλα, το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά. Ο ένας από δύο γιούς του και συνεχιστής του στην πολιτική Τζον ήταν τεσσάρων ετών όταν ο πατέρας του διεκδίκησε την πρώτη του θητεία στη Γερουσία. Μαζί με τα δύο ακόμα αδέλφια του και την μητέρα τους, μοίρασαν φυλλάδια, οργάνωσαν ομιλίες, χτύπησαν πόρτες και πραγματοποίησαν αμέτρητα τηλεφωνήματα. Η επιτυχία θεωρήθηκε μία οικογενειακή υπόθεση και ο Πολ Σαρμπάνης δεν εγκατέλειψε ποτέ την οικογενειακή εστία. Κάθε ημέρα, έπαιρνε τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να βρεθεί από τη Βαλτιμόρη στην Ουάσιγκτον και τούμπαλιν αργά το βράδυ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του πέρασε στην ιστορία ως ένας από τους συντάκτες του πορίσματός της επιτροπής που ζήτησε την παύση του Ρίτσαρντ Νίξον για «παρεμπόδιση της δικαιοσύνης» στις 27 Ιουλίου 1974.
Όταν του ανέθεσαν την Επιτροπή Δικαστικών Υποθέσεων της Βουλής κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι έπεται το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, με αποτέλεσμα ο Πολ Σαρμπάνης να περάσει στην ιστορία. Υπηρέτησε και στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, ενώ θεωρείται ο άνθρωπος κλειδί πίσω από την επιβολή του
αμερικανικού εμπάργκο όπλων μετά την εισβολή στην Κύπρο. Υπήρξε ο μακροβιότερος γερουσιαστής από το 1976 μέχρι το 2005, όταν και αποσύρθηκε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πολιτικής του πορείας συμμετείχε και ενέκρινε όλα τα προοδευτικά νομοσχέδια, ενώ κέρδισε και την αμέριστη στήριξη της πληθυσμιακά μεγάλης αφροαμερικανικής κοινότητας του Μέριλαντ. Μετά την απόσυρσή του, την σκυτάλη πήρε ο γιός του, ο οποίος εξασφάλισε μία ακόμα νίκη σε αυτές τις εκλογές.
Ως βετεράνος πολιτικός, μία ακόμα κομβική στιγμή ήταν όταν ανέλαβε την προεδρία της Τραπεζικής Επιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ. Απέφευγε τα Μέσα και την άσκοπη δημοσιότητα, αλλά είχε αμέτρητους πολιτικούς φίλους και από τα δύο κόμματα. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Παρ’ όλα αυτά ήταν παροιμιώδης η απουσία του από όλη την κοσμικότητα της Ουάσιγκτον. Την εγκατέλειπε κάθε βράδυ ανελλιπώς, αρνούμενος προσκλήσεις για δείπνα και εκδηλώσεις.
Προτιμούσε να περνάει τα βράδια του ήσυχα, κοντά στην οικογένειά του. Σε μία συνέντευξή του στην Washington Post περιέγραψε τον εαυτό του ως «ένα άλλο είδος πολιτικού». «Δεν είμαι πάντα εκεί, στην πρώτη γραμμή. Μπορείς να πετύχεις πολλά, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων και σε άλλους και ίσως να τους το αναγνωρίσεις κιόλας…» Οι συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως έναν διανοούμενο, με αξιοθαύμαστη εμπειρία του Δικαίου, αλλά και ιδιαίτερη προετοιμασία για οτιδήποτε με το οποίο καταπιανόταν.
Όπως ήταν φυσικό, ο ομογενής Γερουσιαστής τιμήθηκε και εδώ στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια μίας επίσκεψής του στην πατρίδα του, ο τότε Προέδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε την υψίστη τιμητική διάκριση τον Μεγαλόσταυρο του Φοίνικα, για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του, κατά τα 50 χρόνια παρουσίας του στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πορεία του ζηλευτή και προσφορά του μεγάλη. Αυτός είναι και ο λόγος που η απουσία του θα είναι έντονη. anatakti
Υπάρχει μία καθοριστική στιγμή, αίσθηση, αναλαμπή, ακόμα και γνωσιακή κατανόηση που ξεχωρίζει στον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο κάποιου. Είναι βυθισμένη στον λαβύρινθο του μυαλού του, στρυμωγμένη μέσα σε χιλιάδες άλλες αναμνήσεις και βιώματα, σκοτεινά κι αντιφατικά στοιχεία, τα οποί έχουν καταφέρει να μην περάσουν στη λήθη.
Αντιθέτως, καταγράφονται στα ανθρώπινα άδυτα της ύπαρξής, κατακτώντας έτσι μία περίοπτη θέση στον μοναδικό ατομικό σύμπαν. Αυτή η κατανόηση – μία σχεδόν υπερβατική αίσθηση- είναι που καθορίζει το είναι του κάθε ανθρώπου. Το παρόν και το μέλλον του. Τον πυρήνα της ίδιας του της ύπαρξης. Για τον Πολ Σαρμπάνη που γεννήθηκε το 1933 στο Μέριλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών, η αφετηρία αυτή μύριζε Ελλάδα. Τί και αν ήταν μία Ελλάδα που βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Μία άγνωστη Ελλάδα, την οποία τα παιδικά μάτια του Πολ δεν είχαν καν αντικρύσει.
Βρισκόταν, όμως, πανταχού παρούσα στην καθημερινότητα αυτού του κανονικού παιδιού, του οποίου οι γονείς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για μία καλύτερη ζωή. Κάθε μέρα μετά το σχολείο, βοηθούσε τους γονείς του με την οικογενειακή επιχείρηση. Σέρβιρε τραπέζια στο ελληνικό εστιατόριο που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν οι εξ’ Ελλάδος και συγκεκριμένα Λακωνίας μετανάστες γονείς του. Κατευθυνόταν συχνά με έναν δίσκο, εξυπηρετώντας πελάτες, ενώ μάζευε τα τραπέζια και στη συνέχεια έπλενε μία στοίβα πιο ψηλή από το μπόι του, λερωμένα πιάτα με αποφάγια ελληνικών σπεσιαλιτέ. Εκείνη η υποτυπώδης διαδικασία, μέρος μίας καθημερινής τελετουργίας σφράγισε μέσα του μία ισορροπία που ο νεαρός και μετέπειτα ώριμος Σαρμπάνης διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του, η οποία έκλεισε χθες.
Η Ελλάδα, οι παραδόσεις, η μακρινή πατρίδα που ζούσε μέσα στην οικογένεια του και περνούσε από γενιά σε γενιά, θα τον ακολουθούσε παντού. Παράλληλα, όμως, θα κυνηγούσε με όλες του τις δυνάμεις μία θέση στο αμερικανικό όνειρο που θα τον απομάκρυνε πολύ από το ντάϊνερ των γονιών του. Για την ακρίβεια θα τον εκτόξευε στην
Ουάσιγκτον, στην αμερικανική πολιτική ελίτ και στις καρδιές του λαού.
Σήμερα, που ο θάνατός του σε ηλικία 87 ετών δεν παραλείπεται να αναφερθεί από κανένα Μέσο, κανένα δημοσίευμα, καμία εφημερίδα, μεγάλης ή μικρής κλίμακας, ο Σαρμπάνης αποδεικνύει, έστω και κατά την απουσία του ότι δεν κατέκτησε το αμερικανικό όνειρο. Το μετουσίωσε. Όσο για την Ελλάδα; Αυτή την τίμησε, αποτελώντας στυλοβάτη της ομογένειας, ιδρυτή του Ελληνικού λόμπι της Ουάσιγκτον και παθιασμένο υπερασπιστή των ελληνικών συμφερόντων στην Ουάσιγκτον.
Η πρώτη του επιτυχία ήταν οι εξέχουσες σπουδές του. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Πρίνστον με υποτροφία και συνέχισε στην Αγγλία και στην Οξφόρδη. Μία από τις αγαπημένες ιστορίες που συνήθιζε να διηγείται από εκείνη την περίοδο ήταν όταν έκανε παρατήρηση στον Άλμπερτ Αϊνστάιν να ησυχάσει. Εκείνος ήταν πρωτοετής και ανάμεσα σε μαθήματα και διαλέξεις πήγε στον κοιτώνα για έναν σύντομο υπνάκο. Αυτός διεκόπη από δυνατές φωνές. «Ησυχάστε επιτέλους εκεί έξω!» φώναξε. Ο θόρυβος συνεχίστηκε και ο νεαρός Πολ αποφάσισε να αντιμετωπίσει εκείνους που του είχαν διακόψει την πολυπόθητη ξεκούραση του. Έτσι, με τις πιτζάμες και μία διάθεση για καυγά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πιο διάσημο επιστήμονα του κόσμου, ο οποίος περιηγείτο με μία ομάδα ακαδημαϊκών στην πανεπιστημιούπολη. Στο Πρίνστον γνώρισε και την Αγγλίδα σύζυγό του, η οποία στη συνέχεια έγινε καθηγήτρια λατινικών και ελληνικών.
Αυτός εξασφάλισε και το χρυσό πτυχίο της Νομικής του Χάρβαρντ. Εργάστηκε για τον ομοσπονδιακό δικαστή Μόρις Σούπερ πριν δοκιμαστεί και στον ιδιωτικό
τομέα, σε δύο γνωστά δικηγορικά γραφεία της Βαλτιμόρης. Δεν άργησε να ενταχθεί στο δημοκρατικό κόμμα. Παράλληλα, το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά. Ο ένας από δύο γιούς του και συνεχιστής του στην πολιτική Τζον ήταν τεσσάρων ετών όταν ο πατέρας του διεκδίκησε την πρώτη του θητεία στη Γερουσία. Μαζί με τα δύο ακόμα αδέλφια του και την μητέρα τους, μοίρασαν φυλλάδια, οργάνωσαν ομιλίες, χτύπησαν πόρτες και πραγματοποίησαν αμέτρητα τηλεφωνήματα. Η επιτυχία θεωρήθηκε μία οικογενειακή υπόθεση και ο Πολ Σαρμπάνης δεν εγκατέλειψε ποτέ την οικογενειακή εστία. Κάθε ημέρα, έπαιρνε τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να βρεθεί από τη Βαλτιμόρη στην Ουάσιγκτον και τούμπαλιν αργά το βράδυ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του πέρασε στην ιστορία ως ένας από τους συντάκτες του πορίσματός της επιτροπής που ζήτησε την παύση του Ρίτσαρντ Νίξον για «παρεμπόδιση της δικαιοσύνης» στις 27 Ιουλίου 1974.
Όταν του ανέθεσαν την Επιτροπή Δικαστικών Υποθέσεων της Βουλής κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι έπεται το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, με αποτέλεσμα ο Πολ Σαρμπάνης να περάσει στην ιστορία. Υπηρέτησε και στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, ενώ θεωρείται ο άνθρωπος κλειδί πίσω από την επιβολή του
αμερικανικού εμπάργκο όπλων μετά την εισβολή στην Κύπρο. Υπήρξε ο μακροβιότερος γερουσιαστής από το 1976 μέχρι το 2005, όταν και αποσύρθηκε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πολιτικής του πορείας συμμετείχε και ενέκρινε όλα τα προοδευτικά νομοσχέδια, ενώ κέρδισε και την αμέριστη στήριξη της πληθυσμιακά μεγάλης αφροαμερικανικής κοινότητας του Μέριλαντ. Μετά την απόσυρσή του, την σκυτάλη πήρε ο γιός του, ο οποίος εξασφάλισε μία ακόμα νίκη σε αυτές τις εκλογές.
Ως βετεράνος πολιτικός, μία ακόμα κομβική στιγμή ήταν όταν ανέλαβε την προεδρία της Τραπεζικής Επιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ. Απέφευγε τα Μέσα και την άσκοπη δημοσιότητα, αλλά είχε αμέτρητους πολιτικούς φίλους και από τα δύο κόμματα. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Παρ’ όλα αυτά ήταν παροιμιώδης η απουσία του από όλη την κοσμικότητα της Ουάσιγκτον. Την εγκατέλειπε κάθε βράδυ ανελλιπώς, αρνούμενος προσκλήσεις για δείπνα και εκδηλώσεις.
Προτιμούσε να περνάει τα βράδια του ήσυχα, κοντά στην οικογένειά του. Σε μία συνέντευξή του στην Washington Post περιέγραψε τον εαυτό του ως «ένα άλλο είδος πολιτικού». «Δεν είμαι πάντα εκεί, στην πρώτη γραμμή. Μπορείς να πετύχεις πολλά, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων και σε άλλους και ίσως να τους το αναγνωρίσεις κιόλας…» Οι συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως έναν διανοούμενο, με αξιοθαύμαστη εμπειρία του Δικαίου, αλλά και ιδιαίτερη προετοιμασία για οτιδήποτε με το οποίο καταπιανόταν.
Όπως ήταν φυσικό, ο ομογενής Γερουσιαστής τιμήθηκε και εδώ στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια μίας επίσκεψής του στην πατρίδα του, ο τότε Προέδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε την υψίστη τιμητική διάκριση τον Μεγαλόσταυρο του Φοίνικα, για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του, κατά τα 50 χρόνια παρουσίας του στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πορεία του ζηλευτή και προσφορά του μεγάλη. Αυτός είναι και ο λόγος που η απουσία του θα είναι έντονη. anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ