2021-01-20 22:41:57
Στη Λαμπηνή κατοικούσε, τότε, ο μπέης Αλμπάνης, ένας αιμοβόρος γενίτσαρος, ένας φοβερός δυνάστης γαιοκτήμονας, απόγονος Ενετών φεουδαρχών, που είχαν αλλαξοπιστήσει προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, μετά την κατάληψη τής Κρήτης από τους Τούρκους.
Είχε γεννηθεί στη Λαμπηνή σε αρχοντικό που σώζεται ακόμα και σήμερα στη θέση Πετραμώνας και ήταν κάτοχος μεγάλης περιουσίας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε άλλες περιοχές τού νομού, όπως στο Πέραμα, στην Αγία Τριάδα και στο σημερινό Αλμπάνι Μετόχι.
Κατά την επανάσταση του 1821 οι κατακτητές διαισθανόμενοι ότι το κλίμα είχε αρχίσει να βαραίνει παίρνανε περισσότερες προφυλάξεις. Έτσι, κι ο Αλμπάνης έφυγε από την Λαμπινή και κατέβηκε στο Ρέθυμνο για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Στο χωριό πήγαινε μόνο για την είσπραξη των φόρων.
Σε μια από τις επισκέψεις του αυτές έπεσε σε ενέδρα ενός γενναίου συγχωριανού του, τού Φουρογιάννη,που τον πυροβόλησε χωρίς, όμως, και να καταφέρει να τον σκοτώσει.
Ο Αλμπάνης, τότε, φημιζόμενος για την αγριότητα και τη θηριωδία του, ορκίστηκε να λάβει εκδίκηση.
Έβαλε σκοπό του να σκοτώσει τον Φουρογιάννη και να ξεκληρίσει ολόκληρο το χωριό, θεωρώντας την κίνηση τού Φουρογιάννη υποκινημένη απ’ όλους τους κατοίκους.
Στην πραγματικότητα, όμως, το μίσος και η εκδίκηση τού Αλμπάνη λέγεται ότι πήγαζαν από το γεγονός ότι οι χριστιανοί είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται και να καταστρέφουν τις περιουσίες του στη Λαμπηνή παίρνοντας, ίσως, θάρρος από το γενικότερο, τον καιρό εκείνο, γεγονός τού ξεσηκωμού σύμπαντος τού Ελληνισμού κατά της τούρκικης τυραννίας.
Μάζεψε, λοιπόν, μια χειμωνιάτικη νύκτα, ξημέρωμα Σαββάτου προς Κυριακή, στις 20 Ιανουαρίου 1829, τους Τούρκους τής περιοχής του και κύκλωσε την εκκλησία τής Παναγίας, την ώρα που οι χωριανοί εκκλησιάζονταν μέσα σ’ αυτήν.
Μερικοί από τους έγκλειστους στον ναό ήταν οπλισμένοι, με τον οπλαρχηγό Καραγιάννη, γιατί, όπως σημειώσαμε, διαρκούσε, ακόμα, η επανάσταση.
Θέλησαν να αμυνθούν και έκλεισαν την πόρτα τής εκκλησίας.
Λέγεται, μάλιστα, ότι για δυο- τρεις ώρες πρόβαλλαν και κάποια αντίσταση, έγινε μικρή ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι.
Οι Τούρκοι τότε, ακολουθώντας τη γνωστή τους μέθοδο κι από άλλες ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος- να θυμηθούμε τα σπήλαια τής Μιλάτου (Χασάν Αγάς- 1823) και τού Μελιδονίου (Χουσεϊν Μπέης- 1824)- μάζεψαν πανιά, κουρέλια κι άχυρα τα μούσκεψαν με άφθονο λάδι, τα άναψαν και τα έριξαν από τα παράθυρα τού τρούλου και τ’ αγιοθύριδα μέσα στην εκκλησιά.
Πυκνοί καπνοί γέμισαν ασφυκτικά τον χώρο δημιουργώντας μια εξαιρετικά αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Έπειτα μάζεψαν ξύλα στην ξύλινη πόρτα τού ναού, έβαλαν φωτιά και την έκαψαν.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ο Αλμπάνης τους προτείνει να παραδοθούν, υποσχόμενος ότι θα τους προστάτευε από την μανία των ομοεθνών του.
Οι Λαμπηθιανοί, όμως, που ήξεραν τι σήμαινε Αλμπάνης, προτίμησαν να πεθάνουν πέρφανοι κι απροσκύνητοι αντί να παραδοθούν.
Τη στιγμή εκείνη, ένας γνωστός τού Αλμπάνη, παιδικός του φίλος, ο Περδικογιάννης, πέταξε έξω από την εκκλησιά τα όπλα των συγχωριανών του, δίνοντας πίστη στην υπόσχεση τού φίλου του.
Αμέσως, οι Τούρκοι καταπατώντας, κατά τα ειθισμένα, τον λόγο τους εισέβαλαν στην εκκλησία όπου και κατέσφαξαν όλους τους άνδρες- ορισμένους, μάλιστα, πάνω στην Αγία Τράπεζα- μαζί και τον Περδικογιάννη, τον οποίο, όπως αναφέρει η παράδοση, προσπάθησε να σώσει ο φίλος του ο Αλμπάνης, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα.
Τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαν όλους δέσμιους στο Ρέθυμνο και τους πούλησαν στα εκεί σκαλβοπάζαρα.
Τον παπά τού χωριού- Παναγιώτης το όνομά του- με τα άμφια όπως ήταν τον τράβηξαν βίαια από το ιερό θυσιαστήριο και τον μετέφεραν στο Ρέθυμνο, όπου σύρθηκε βάναυσα στους δρόμους τής πόλης, χλευάστηκε, ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε από το πλήθος των Τούρκων.
Λίγο αργότερα άφηνε την τελευταία του πνοή, μάρτυς τής πίστεως και της πατρίδας, μέσα σ’ ένα τζαμί στη Σοχώρα.
Ένας Χότζας, λέγει και πάλι η παράδοση, τον σπλαχνίστηκε και θέλοντας να τον βοηθήσει, τον έσυρε μέσα προκειμένου να τον προφυλάξει. Ήταν όμως αργά ΠΗΓΗ
proskynitis
Είχε γεννηθεί στη Λαμπηνή σε αρχοντικό που σώζεται ακόμα και σήμερα στη θέση Πετραμώνας και ήταν κάτοχος μεγάλης περιουσίας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε άλλες περιοχές τού νομού, όπως στο Πέραμα, στην Αγία Τριάδα και στο σημερινό Αλμπάνι Μετόχι.
Κατά την επανάσταση του 1821 οι κατακτητές διαισθανόμενοι ότι το κλίμα είχε αρχίσει να βαραίνει παίρνανε περισσότερες προφυλάξεις. Έτσι, κι ο Αλμπάνης έφυγε από την Λαμπινή και κατέβηκε στο Ρέθυμνο για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Στο χωριό πήγαινε μόνο για την είσπραξη των φόρων.
Σε μια από τις επισκέψεις του αυτές έπεσε σε ενέδρα ενός γενναίου συγχωριανού του, τού Φουρογιάννη,που τον πυροβόλησε χωρίς, όμως, και να καταφέρει να τον σκοτώσει.
Ο Αλμπάνης, τότε, φημιζόμενος για την αγριότητα και τη θηριωδία του, ορκίστηκε να λάβει εκδίκηση.
Έβαλε σκοπό του να σκοτώσει τον Φουρογιάννη και να ξεκληρίσει ολόκληρο το χωριό, θεωρώντας την κίνηση τού Φουρογιάννη υποκινημένη απ’ όλους τους κατοίκους.
Στην πραγματικότητα, όμως, το μίσος και η εκδίκηση τού Αλμπάνη λέγεται ότι πήγαζαν από το γεγονός ότι οι χριστιανοί είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται και να καταστρέφουν τις περιουσίες του στη Λαμπηνή παίρνοντας, ίσως, θάρρος από το γενικότερο, τον καιρό εκείνο, γεγονός τού ξεσηκωμού σύμπαντος τού Ελληνισμού κατά της τούρκικης τυραννίας.
Μάζεψε, λοιπόν, μια χειμωνιάτικη νύκτα, ξημέρωμα Σαββάτου προς Κυριακή, στις 20 Ιανουαρίου 1829, τους Τούρκους τής περιοχής του και κύκλωσε την εκκλησία τής Παναγίας, την ώρα που οι χωριανοί εκκλησιάζονταν μέσα σ’ αυτήν.
Μερικοί από τους έγκλειστους στον ναό ήταν οπλισμένοι, με τον οπλαρχηγό Καραγιάννη, γιατί, όπως σημειώσαμε, διαρκούσε, ακόμα, η επανάσταση.
Θέλησαν να αμυνθούν και έκλεισαν την πόρτα τής εκκλησίας.
Λέγεται, μάλιστα, ότι για δυο- τρεις ώρες πρόβαλλαν και κάποια αντίσταση, έγινε μικρή ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι.
Οι Τούρκοι τότε, ακολουθώντας τη γνωστή τους μέθοδο κι από άλλες ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος- να θυμηθούμε τα σπήλαια τής Μιλάτου (Χασάν Αγάς- 1823) και τού Μελιδονίου (Χουσεϊν Μπέης- 1824)- μάζεψαν πανιά, κουρέλια κι άχυρα τα μούσκεψαν με άφθονο λάδι, τα άναψαν και τα έριξαν από τα παράθυρα τού τρούλου και τ’ αγιοθύριδα μέσα στην εκκλησιά.
Πυκνοί καπνοί γέμισαν ασφυκτικά τον χώρο δημιουργώντας μια εξαιρετικά αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Έπειτα μάζεψαν ξύλα στην ξύλινη πόρτα τού ναού, έβαλαν φωτιά και την έκαψαν.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ο Αλμπάνης τους προτείνει να παραδοθούν, υποσχόμενος ότι θα τους προστάτευε από την μανία των ομοεθνών του.
Οι Λαμπηθιανοί, όμως, που ήξεραν τι σήμαινε Αλμπάνης, προτίμησαν να πεθάνουν πέρφανοι κι απροσκύνητοι αντί να παραδοθούν.
Τη στιγμή εκείνη, ένας γνωστός τού Αλμπάνη, παιδικός του φίλος, ο Περδικογιάννης, πέταξε έξω από την εκκλησιά τα όπλα των συγχωριανών του, δίνοντας πίστη στην υπόσχεση τού φίλου του.
Αμέσως, οι Τούρκοι καταπατώντας, κατά τα ειθισμένα, τον λόγο τους εισέβαλαν στην εκκλησία όπου και κατέσφαξαν όλους τους άνδρες- ορισμένους, μάλιστα, πάνω στην Αγία Τράπεζα- μαζί και τον Περδικογιάννη, τον οποίο, όπως αναφέρει η παράδοση, προσπάθησε να σώσει ο φίλος του ο Αλμπάνης, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα.
Τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαν όλους δέσμιους στο Ρέθυμνο και τους πούλησαν στα εκεί σκαλβοπάζαρα.
Τον παπά τού χωριού- Παναγιώτης το όνομά του- με τα άμφια όπως ήταν τον τράβηξαν βίαια από το ιερό θυσιαστήριο και τον μετέφεραν στο Ρέθυμνο, όπου σύρθηκε βάναυσα στους δρόμους τής πόλης, χλευάστηκε, ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε από το πλήθος των Τούρκων.
Λίγο αργότερα άφηνε την τελευταία του πνοή, μάρτυς τής πίστεως και της πατρίδας, μέσα σ’ ένα τζαμί στη Σοχώρα.
Ένας Χότζας, λέγει και πάλι η παράδοση, τον σπλαχνίστηκε και θέλοντας να τον βοηθήσει, τον έσυρε μέσα προκειμένου να τον προφυλάξει. Ήταν όμως αργά ΠΗΓΗ
proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
André Rieu - Libertango
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ