2021-01-30 16:49:08
Οι τελώνες την εποχή του Χριστού ήταν αυτοί που εισέπρατταν τους φόρους, ότι θα λέγαμε σήμερα εφοριακοί, μόνο που δεν ήταν κρατικοί υπάλληλοι αλλά ιδιωτικοί. Το Ρωμαϊκό κράτος ανέθετε την είσπραξη των φόρων σε μεγάλες εταιρίες και αυτές όριζαν διευθυντές, τους αρχιτελώνες, και υπαλλήλους τους σε κάθε πόλη, οι οποίοι φρόντιζαν να συλλέγουν τους φόρους, χρησιμοποιώντας συνήθως σκληρούς και βάναυσους τρόπους. Οι φόροι ήταν πολύ μεγάλοι, γιατί εκτός από τα ποσά που ζητούσε η πολιτεία, η εταιρία έπρεπε να βγάλει παραπάνω χρήματα ώστε να πληρώσει τους διευθυντές και τους εισπράκτορες και προφανώς να έχει και κέρδος. Έτσι η λέξη τελώνης, είχε αποκτήσει την έννοια του επίσημου κλέφτη.
«Εκείνο τον καιρό, περνούσε ο Ιησούς από την Ιεριχώ. Και ένας άνδρας που λεγόταν Ζακχαίος –ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος– προσπαθούσε να δει ποιος είναι ο Ιησούς. Αλλά δε μπορούσε γιατί ήταν κοντός στο ανάστημα. Έτρεξε λοιπόν και ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει».
Μπορούμε να φανταστούμε σε μία επαρχιακή πόλη έναν από τους επίσημους κατοίκους της π.χ. τον διευθυντή της τοπικής τράπεζας, να σκαρφαλώνει σε ένα δένδρο, για να μπορέσει να δει, επειδή ήταν κοντός, έναν περιπλανώμενο διδάσκαλο που θα περνούσε από εκεί; Ασφαλώς όχι. Τι να κρύβονταν άραγε μέσα στην ψυχή του Ζακχαίου; Πώς μπόρεσε παρά την κοινωνική του θέση και το μίσος που του έτρεφε ο λαός, να προχωρήσει στην παιδαριώδη και κωμική αυτή ενέργεια από την μεγάλη λαχτάρα του να δει, όχι έναν νικηφόρο στρατηγό ή ένα σημαντικό πολιτικό πρόσωπο, αλλά Εκείνον για τον οποίο είχε ακούσει τόσα πολλά!
«Και όταν ο Ιησούς έφτασε σε εκείνο το σημείο, κοίταξε προς τα πάνω, τον είδε και του είπε: Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου. Και κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχτηκε με χαρά».
Όταν έφθασε κάτω από το δένδρο ο Ιησούς, σήκωσε τα μάτια του, τον είδε, τον φώναξε με το όνομά του και του ζήτησε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Ο Κύριος που γνωρίζει τα πάντα, ήξερε και ποιος ήταν και τι είχε στην καρδιά του. Ο Ζακχαίος λοιπόν, που λαχταρούσε μόνο να δει τον Ιησού, γίνεται ο οικοδεσπότης που τον υποδέχεται. Ο Χριστός τον γνωρίζει, δεν τον απορρίπτει, και του ζητά να τον φιλοξενήσει. Ο αρχιτελώνης συγκλονισμένος από έκπληξη και χαρά, τρέχει στο σπίτι του να κάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες, «καί ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων».
«Και όλοι, όταν τα είδαν αυτά, διαμαρτύρονταν και έλεγαν ότι πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου». Ο κόσμος ποτέ δεν βλέπει το βάθος της κάθε ψυχής, κοιτάζει μόνο την επιφάνεια. Βλέπει έναν παλιάνθρωπο, που με την έγκριση του κράτους είναι αρχικλέφτης, να κάνει το τραπέζι σε έναν Διδάσκαλο που κηρύττει την αγάπη, την συγχώρηση και την δικαιοσύνη και κρίνει αδιανόητη τη συμπεριφορά του Δασκάλου αυτού, που συναναστρέφεται με αμαρτωλούς και ανήθικους και πηγαίνει στα σπίτια τους και τρώει. Ξεχνούν τα λόγια που είχε πει, «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Μρ. 2,17).
Όταν η χάρη του Χριστού επισκεφθεί έναν καλοπροαίρετο άνθρωπο και τον βοηθήσει να δει την άβυσσο των αμαρτιών του, αλλά και την απέραντη αγάπη του Θεού, τότε αυτός δεν μπορεί παρά να συγκλονιστεί. Φεύγουν από μπροστά του όλα εκείνα που αποτελούσαν στόχους του, όπως ο πλούτος, η επίγεια δόξα, η γνώμη του κόσμου, «το καλό όνομα» και επιδιώκει μια άλλη ευτυχία, αυτήν που ο άνθρωπος βιώνει ζώντας μέσα στη δόξα του Χριστού. Τα άλλοτε κέρδη, τώρα τα θεωρεί κατά τον απόστολο Παύλο, «ζημία, εν συγκρίσει προς την υπεροχή και το μεγαλείο της γνώσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού, για τον οποίον τα πάντα θεληματικώς απέρριψα και περιφρόνησα. Και τα θεωρώ όλα σκύβαλα και ανάξια λόγου, για να κερδίσω τον Χριστό» (Φιλιπ. 3,8).
«Σταθείς δέ Ζακχαῖος, εἶπεν πρός τόν Ἰησοῦν ᾽Ιδού τα ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς΄ και εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κανείς δεν του επέβαλε αυτή την ενέργεια, ήταν δική του απόφαση. Κύριε, λέει, τα μισά από τα υπάρχοντά μου θα τα μοιράσω στους φτωχούς και από τα υπόλοιπα, θα επιστρέψω στο τετραπλάσιο σε όσους αδίκησα. Δηλαδή δεν θα του έμενε τίποτα.
Για την επιλογή του αυτή, ο Ζακχαίος θα ακούσει από τον Κύριο την διαβεβαίωση: «ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός ᾽Αβραάμ ἐστιν· ἦλθεν γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Αμήν.
proskynitis
«Εκείνο τον καιρό, περνούσε ο Ιησούς από την Ιεριχώ. Και ένας άνδρας που λεγόταν Ζακχαίος –ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος– προσπαθούσε να δει ποιος είναι ο Ιησούς. Αλλά δε μπορούσε γιατί ήταν κοντός στο ανάστημα. Έτρεξε λοιπόν και ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει».
Μπορούμε να φανταστούμε σε μία επαρχιακή πόλη έναν από τους επίσημους κατοίκους της π.χ. τον διευθυντή της τοπικής τράπεζας, να σκαρφαλώνει σε ένα δένδρο, για να μπορέσει να δει, επειδή ήταν κοντός, έναν περιπλανώμενο διδάσκαλο που θα περνούσε από εκεί; Ασφαλώς όχι. Τι να κρύβονταν άραγε μέσα στην ψυχή του Ζακχαίου; Πώς μπόρεσε παρά την κοινωνική του θέση και το μίσος που του έτρεφε ο λαός, να προχωρήσει στην παιδαριώδη και κωμική αυτή ενέργεια από την μεγάλη λαχτάρα του να δει, όχι έναν νικηφόρο στρατηγό ή ένα σημαντικό πολιτικό πρόσωπο, αλλά Εκείνον για τον οποίο είχε ακούσει τόσα πολλά!
«Και όταν ο Ιησούς έφτασε σε εκείνο το σημείο, κοίταξε προς τα πάνω, τον είδε και του είπε: Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου. Και κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχτηκε με χαρά».
Όταν έφθασε κάτω από το δένδρο ο Ιησούς, σήκωσε τα μάτια του, τον είδε, τον φώναξε με το όνομά του και του ζήτησε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Ο Κύριος που γνωρίζει τα πάντα, ήξερε και ποιος ήταν και τι είχε στην καρδιά του. Ο Ζακχαίος λοιπόν, που λαχταρούσε μόνο να δει τον Ιησού, γίνεται ο οικοδεσπότης που τον υποδέχεται. Ο Χριστός τον γνωρίζει, δεν τον απορρίπτει, και του ζητά να τον φιλοξενήσει. Ο αρχιτελώνης συγκλονισμένος από έκπληξη και χαρά, τρέχει στο σπίτι του να κάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες, «καί ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων».
«Και όλοι, όταν τα είδαν αυτά, διαμαρτύρονταν και έλεγαν ότι πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου». Ο κόσμος ποτέ δεν βλέπει το βάθος της κάθε ψυχής, κοιτάζει μόνο την επιφάνεια. Βλέπει έναν παλιάνθρωπο, που με την έγκριση του κράτους είναι αρχικλέφτης, να κάνει το τραπέζι σε έναν Διδάσκαλο που κηρύττει την αγάπη, την συγχώρηση και την δικαιοσύνη και κρίνει αδιανόητη τη συμπεριφορά του Δασκάλου αυτού, που συναναστρέφεται με αμαρτωλούς και ανήθικους και πηγαίνει στα σπίτια τους και τρώει. Ξεχνούν τα λόγια που είχε πει, «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Μρ. 2,17).
Όταν η χάρη του Χριστού επισκεφθεί έναν καλοπροαίρετο άνθρωπο και τον βοηθήσει να δει την άβυσσο των αμαρτιών του, αλλά και την απέραντη αγάπη του Θεού, τότε αυτός δεν μπορεί παρά να συγκλονιστεί. Φεύγουν από μπροστά του όλα εκείνα που αποτελούσαν στόχους του, όπως ο πλούτος, η επίγεια δόξα, η γνώμη του κόσμου, «το καλό όνομα» και επιδιώκει μια άλλη ευτυχία, αυτήν που ο άνθρωπος βιώνει ζώντας μέσα στη δόξα του Χριστού. Τα άλλοτε κέρδη, τώρα τα θεωρεί κατά τον απόστολο Παύλο, «ζημία, εν συγκρίσει προς την υπεροχή και το μεγαλείο της γνώσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού, για τον οποίον τα πάντα θεληματικώς απέρριψα και περιφρόνησα. Και τα θεωρώ όλα σκύβαλα και ανάξια λόγου, για να κερδίσω τον Χριστό» (Φιλιπ. 3,8).
«Σταθείς δέ Ζακχαῖος, εἶπεν πρός τόν Ἰησοῦν ᾽Ιδού τα ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς΄ και εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κανείς δεν του επέβαλε αυτή την ενέργεια, ήταν δική του απόφαση. Κύριε, λέει, τα μισά από τα υπάρχοντά μου θα τα μοιράσω στους φτωχούς και από τα υπόλοιπα, θα επιστρέψω στο τετραπλάσιο σε όσους αδίκησα. Δηλαδή δεν θα του έμενε τίποτα.
Για την επιλογή του αυτή, ο Ζακχαίος θα ακούσει από τον Κύριο την διαβεβαίωση: «ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός ᾽Αβραάμ ἐστιν· ἦλθεν γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Αμήν.
Γραπτό κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας-31-1-2021
proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Εσπανιόλ θέλει δανεικό τον Μακέντα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η ΑΕΚ έχει "κοκκινίσει"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ