2021-02-18 08:22:36
Κάθε χρόνο, μια ή περισσότερες φορές, η επικαιρότητα φιλοξενεί ειδήσεις για τη θέση των ελληνικών πανεπιστημίων στην παγκόσμια κατάταξη. Συχνά ακούμε ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών συγκαταλέγεται στα πεντακόσια καλύτερα, άλλες στα τετρακόσια, πρόσφατα στα διακόσια. Ποιοι, όμως, κάνουν αυτή την κατάταξη, για ποιους λόγους και με τι μεθοδολογία;Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά περιέχουν περισσότερη χρήσιμη πληροφορία από την ίδια την κατάταξη, καθώς μόνο γνωρίζοντας τη σχετική μεθοδολογία μπορεί κανείς να κατανοήσει και να αξιολογήσει τι σημασία έχει η θέση σε μια κατάταξη και τι ποιότητες αντικατοπτρίζει.
Εισαγωγικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενώ δίνουν μια χονδρική εικόνα κάποιας σχετικής “αξίας” των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, οι κατατάξεις δεν είναι αντικειμενικές και απόλυτες. Όπως κάθε είδους αξιολόγηση, βασίζονται σε κριτήρια, τα οποία θα πρέπει να εκτιμηθούν και να ζυγιστούν ώστε να προκύψει μια τελική “βαθμολογία”, απαιτούν μια σειρά από παραδοχές και αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένες οπτικές γωνίες. Από πόσες οπτικές γωνίες όμως μπορεί κριθεί ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα;
Η πολύπλευρη ταυτότητα των Πανεπιστημίων
Τα πανεπιστήμια είναι εκπαιδευτικά ιδρύματα που ταυτοχρόνως προάγουν την έρευνα και περιλαμβάνουν υποδομές, προσωπικό (εκπαιδευτικό, ερευνητικό, τεχνικό, διοικητικό) και φοιτητές.
Το προσωπικό συνήθως ακολουθεί μια εξέλιξη, σε βαθμίδες, αξιώματα, μισθολογικά κλιμάκια, η οποία μπορεί να εξαρτάται από την ποιότητα και την ποικιλία της έρευνας που παράγεται, το είδος της εκπαίδευσης που παρέχεται και την ποιότητα των διοικητικών υπηρεσιών που προσφέρονται. Μέσω της ερευνητικής δραστηριότητας μπορεί να συμμετέχει σε μικρής ή μεγάλης κλίμακας τοπικά ή διεθνή ερευνητικά προγράμματα, να διαχειρίζεται χρηματοδοτήσεις κ.λπ. Οι φοιτητές μετά την αποφοίτησή τους απασχολούνται σε διάφορα είδη εργασίας ή κατευθύνονται στην έρευνα όπου, μπορεί να ανατροφοδοτούν αντίστοιχα ιδρύματα, πανεπιστημιακά ή αμιγώς ερευνητικά, ιδιωτικά ή δημόσια.
Οι υποδομές ενός πανεπιστημίου περιλαμβάνουν κτήρια με αίθουσες, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, γραφεία, και μπορεί να περιγράφουν την πρόσβαση σε πειραματικό εξοπλισμό και εργαστήρια σε απομακρυσμένες περιοχές, σε υπολογιστικά συστήματα και μεγάλης κλίμακας πειράματα (όπως π.χ. το CERN), τηλεσκόπια στη Γη και το διάστημα κ,λπ. Οι υποδομές ενός πανεπιστημίου μπορεί να επεκτείνονται, να βελτιώνονται ή να φθίνουν.
Τέλος, ένα πανεπιστήμιο είναι κομμάτι και μιας τοπικής κοινότητας. Μέρος της αποστολής του είναι η προσφορά στην κοινότητα όχι μόνο μέσω της εκπαίδευσης των φοιτητών και των νεαρών ερευνητών αλλά και μέσω δράσεων που “επιστρέφουν” στην κοινότητα μέρος του παραγόμενου έργου. Αυτές μπορεί να συνίστανται σε ημέρες ανοιχτές στο κοινό με σκοπό τη διάχυση της γνώσης, πρόσβαση σε ειδικές βιβλιοθήκες και εργαστήρια, μουσικές ορχήστρες, καλλιτεχνικές δράσεις κ.α. Πολλά από αυτά μας είναι ενδεχομένως οικεία μέσω παραδειγμάτων που γνωρίζουμε από τις τοπικές μας κοινωνίες.
Ποια από όλες αυτές τις πτυχές είναι, όμως, πιο σημαντική;
Η απλή και σύντομη απάντηση είναι “Καμία!” Η ταυτότητα και αποστολή των πανεπιστημίων περιλαμβάνει όλους τους παραπάνω τομείς, οι οποίοι, μάλιστα, είναι αλληλεξαρτώμενοι.
Μια αξιολόγηση και, εν συνεχεία, κατάταξη, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα πρέπει να λάβει υπόψη της όλους αυτούς τους παράγοντες. Ωστόσο αυτό παρουσιάζει μια βασική δυσκολία, καθώς πολλοί από αυτούς τους τομείς δύσκολα αποτυπώνονται με ακρίβεια και νόημα σε ποσοτικούς δείκτες. Ορισμένες πτυχές μπορούν να ποσοτικοποιηθούν ευκολότερα, όπως, για παράδειγμα, ο αριθμός των δημοσιεύσεων, ο αριθμός των φοιτητών ανά διδάσκοντα, ο αριθμός των διεθνών βραβείων του προσωπικού, το μέγεθος των χρηματοδοτήσεων κ.λπ. Άλλοι, όπως π.χ., η ποιότητα της εκπαίδευσης και η φήμη των διδασκόντων, βασίζονται σε υποθέσεις και είναι υποκειμενικές. Ακόμα και το κατά πόσο οι ποσοτικοί δείκτες είναι αμερόληπτοι αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων. Η συνολική αποτίμηση της προσφοράς ενός πανεπιστημίου βασίζεται στον προσδιορισμό της σημασίας που έχει κάθε ένας από τους τομείς δράσης του, ώστε να διαμορφωθεί τελικά μια βαθμολογία. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια αντικειμενική και μοναδική, καθολικά αποδεκτή μέθοδος κατάταξης. Για αυτό το λόγο μια κατάταξη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σχετική επιφύλαξη, γνωρίζοντας ότι ίσως δεν αποτυπώνει αντικειμενικά και με ακρίβεια όλο το εύρος των αδυναμιών και προτερημάτων ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος.
Παγκόσμιες κατατάξεις, μέθοδοι και κριτική
Η ανώτατη εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με σημαντικούς τομείς της οικονομίας, όχι μόνο λόγω της εκπαίδευσης εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και μέσω της έρευνας και της καινοτομίας. Οι φορείς που διαμορφώνουν και χαράσσουν την πολιτική κρατών και διεθνών οργανισμών καλούνται να προτείνουν στρατηγικές για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της έρευνας ενώ χιλιάδες φοιτητές κάθε χρόνο καλούνται να επιλέξουν πανεπιστήμιο.
Η πρώτη παγκόσμια κατάταξη πανεπιστημίων έγινε το 2003 από ερευνητές του πανεπιστημίου Jiao Tong της Σανγκάης, οι οποίοι είχαν ως στόχο να συγκρίνουν πανεπιστήμια της Κίνας με αυτά του υπόλοιπου κόσμου. Η κατάταξη προσέλκυσε το ενδιαφέρον κρατικών και διεθνών οργανισμών σχετικά με την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης όπως επίσης και του Τύπου, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σταδιακά σε μια παγκόσμια κατάταξη.
Από το 2009 η κατάταξη αυτή πραγματοποιείται από τον ανεξάρτητο οργανισμό ShangaiRanking Consultancy ο οποίος κάθε χρόνο δημοσιεύει τον κατάλογο Academic Ranking of World Universities (ARWU). Η κατάταξη του ARWU ή κατάταξη της Σανγκάης, όπως συχνά αναφέρεται, βασίζεται σε σαφείς ποσοτικούς δείκτες. Αυτοί περιλαμβάνουν τον αριθμό αποφοίτων και προσωπικού που έχουν βραβευτεί με Νόμπελ ή Fields Medal, τον αριθμό των ερευνητών με πολύ μεγάλο αριθμό αναφορών, όπως προκύπτουν από την Clarivate Analytics (η εταιρεία πίσω από το Web of Science), τον αριθμό αναφορών που παρέχει το Web of Science και τον αριθμό άρθρων στα περιοδικά Nature και Science. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν ταυτοχρόνως το πλεονέκτημα και μειονέκτημα της κατάταξης. Η μεθοδολογία της ARWUS είναι σαφής, διαφανής και διευκολύνει την σύγκριση, ωστόσο μέσω των ποσοτήτων που χρησιμοποιεί αποτιμάται μόνο το ερευνητικό έργο, με έμφαση στις φυσικές επιστήμες.
Αμέσως μετά την κατάταξη ARWU εμφανίστηκε η κατάταξη του βρετανικού περιοδικού Times Higher Education (THE), αρχικά σε συνεργασία με την εταιρεία Quacquarelli Symonds (QS). Η κατάταξη THE βασίζεται σε πέντε κατηγορίες δεικτών που αντικατοπτρίζουν τον όγκο της έρευνας και την επίδρασή της, τη διδασκαλία και το περιβάλλον μάθησης (αναλογία προσωπικού/φοιτητών, αριθμός διδακτορικών κ.λπ.), την ποικιλία εθνοτήτων στο προσωπικό και φοιτητές, τη χρηματοδότηση της έρευνας από τη βιομηχανία και την καινοτομία. Αν και η κατάταξη δίνει ιδιαίτερο βάρος στους δείκτες που αφορούν τις δημοσιεύσεις, σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται επίσης παράγοντες που αφορούν τη φήμη των πανεπιστημίων, οι μετρήσεις των οποίων βασίζονται σε ετήσιες επισκοπήσεις με ερωτηματολόγια. Μέρος της κριτικής που ασκείται στην κατάταξη αφορά στη βαρύτητα που δίνεται στις αναφορές, στην μεροληψία υπέρ της σκληρής επιστήμης και υπέρ των ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την αγγλική γλώσσα στα προγράμματα σπουδών τους.
Από το 2009 η QS δημοσιεύει τους δικούς της καταλόγους και αποτελεί την τρίτη από τις “μεγάλες” παγκόσμιες κατατάξεις. H κατάταξη βασίζεται σε παρόμοιους δείκτες με την THE, δίνοντας όμως μεγαλύτερη βαρύτητα στις επισκοπήσεις. Αν και η εταιρεία υποστηρίζει ότι η διαδικασία αυτή εξασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια στον προσδιορισμό της φήμης ενός πανεπιστημίου, οι επικριτές της μεθοδολογίας αναφέρουν ότι το εργαλείο των επισκοπήσεων δεν χρησιμοποιείται απολύτως σωστά.
Η παγκόσμια κατάταξη των πανεπιστημίων που απασχόλησε πρόσφατα την επικαιρότητα είναι αυτή της Webometrics, η οποία ξεκίνησε το 2004 να δημοσιεύει καταλόγους δυο φορές το χρόνο, τον Ιούλιο και τον Ιανουάριο. Η κατάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη της, επιπλέον, την ορατότητα των επιτευγμάτων και των χαρακτηριστικών των πανεπιστημίων στις διαδικτυακές τους σελίδες και το διαδίκτυο. Οι δείκτες έχουν επιλεγεί ώστε να αναδεικνύουν το έργο σε πεδία κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, επιστήμης των υπολογιστών κλπ, που συχνά αδικούνται από αμιγώς βιβλιογραφικούς δείκτες. Ταυτόχρονα λαμβάνεται υπόψη η εμπλοκή των πανεπιστημίων με την κοινωνία μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων. Επιπλέον περιορίζεται ο ρόλος των επισκοπήσεων, καθώς θεωρείται ότι πλήρη και ακριβή γνώση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος ενός πανεπιστημίου μπορεί να έχει κανείς μόνο εφόσον έχει περάσει αρκετά εξάμηνα ως φοιτητής ή εργαζόμενος σε αυτά. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της εταιρείας, η προαγωγή της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς της κατάταξης. Για να βελτιώσει, επομένως, ένα πανεπιστήμιο την θέση του στην κατάταξη θα πρέπει να βελτιώσει, εκτός από τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, και την πρόσβαση στα έργα και επιτεύγματά του μέσω του διαδικτύου.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κριτική που γίνεται στις κατατάξεις εστιάζει στην υποκειμενικότητα των δεικτών που χρησιμοποιούνται και στο βάρους που δίνεται σε αυτούς, στη μη ισορροπημένη εκπροσώπηση όλων των επιστημονικών και γνωστικών πεδίων και στη γλώσσα (τα αγγλικά είναι σαφώς σε πλεονεκτικότερη θέση). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κύριες αξιολογήσεις δεν συμπεριλαμβάνουν όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου. Ακόμη και σε αυτά που αξιολογούνται, δεν είναι γνωστό πώς συνυπολογίζονται δομικές κοινωνικές και ιστορικές διαφορές. Για παράδειγμα τα πανεπιστήμια της Ευρώπης έχουν μακρά παράδοση κρατικών χρηματοδοτήσεων και παροχής δωρεάν εκπαίδευσης σε αντίθεση με πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, οι παγκόσμιες κατατάξεις παρέχουν ένα συνοπτικό τρόπο να τεθεί μέρος του έργου των πανεπιστημίων σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων προδιαγραφών. Ωστόσο, η «μετάφραση» της κατάταξης και της χρονικής της εξέλιξης απαιτεί βαθιά γνώση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται και συνεκτίμηση των παραγόντων που διαμορφώνουν τη “βαθμολογία” των πανεπιστημίων. Μόνο με μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να βγει ένα χρήσιμο συμπέρασμα, το οποία θα υπερβαίνει μια υπερφίαλη και ρηχή ανάγνωση στη βάση μιας εθνικής υπερηφάνειας ή πεσιμισμού.
Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε ένα πανεπιστήμιο; Μια σύντομη απάντηση για την περίπτωση της έρευνας.
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ γενικό και η απάντησή του μπορεί να γεμίσει σελίδες. Ωστόσο, ας αρκεστούμε, κλείνοντας, σε μια μόνο από τις αποστολές του πανεπιστημίου, την έρευνα, παραθέτοντας μια απλουστευτική περιγραφή, που αγνοεί πολλές σημαντικές λεπτομέρειες αλλά συνοψίζει την ουσία.
Η έρευνα κοστίζει χρήματα και χρόνο. Οι ερευνητές - εκπαιδευτικό προσωπικό είναι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης που χρησιμοποιούν την γνώση και τις τεχνικές που έχουν διδαχθεί μέσω της εκπαίδευσης και της προηγούμενης ενασχόλησής τους με την έρευνα. Με τα εφόδια αυτά εμβαθύνουν σε διάφορα ερωτήματα του πεδίου τους με σκοπό να παράγουν περισσότερη γνώση, τεχνικές και νέα ερωτήματα. Πρόκειται όμως για εργαζόμενους που χρειάζονται χρήματα, όχι μόνο για το βιοπορισμό τους (που αν δεν εξασφαλιστεί, η έρευνα και διδασκαλία δεν πραγματοποιούνται) αλλά και για τα εργαλεία της δουλειάς τους. Αυτά περιλαμβάνουν πρόσβαση σε βιβλιοθήκες και βάσεις δεδομένων, υλικά για πειράματα, συσκευές και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, συμμετοχή σε συνέδρια, επικοινωνία με άλλους ερευνητές κλπ. Επομένως βασικός παράγοντας βελτίωσης είναι η χρηματοδότηση όλων των επιστημονικών κλάδων και πεδίων γνώσης (φυσικές, κοινωνικές, ανθρωπιστικές επιστήμες, τέχνες κ.λπ.).
Η χρηματοδότηση τροφοδοτεί έναν κύκλο που ανατροφοδοτείται και πολλαπλασιάζεται. Τις γνώσεις και εμπειρία που έχουν αποκτήσει οι ερευνητές τα μεταδίδουν στους φοιτητές, οι οποίοι εκπαιδεύονται μέσα από τα μαθήματα των πανεπιστημίων, οι οποίοι τροφοδοτούν με τη σειρά τους τις υποδομές, τη βελτίωση των μαθημάτων, την εξέλιξη των ιδρυμάτων. Τα ίδια τα ιδρύματα προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, μέσω των δράσεών τους, τη γνώση και τις εφαρμογές της, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση του κύκλου και αποδίδοντας τα οφέλη στις κοινωνίες.
Πηγές και περαιτέρω μελέτη:
https://www.universityworldnews.com/post.php?story=2015041014225416
http://www.webometrics.info/
https://wayback.archive-it.org/10611/20161117160330/http://www.unesco.org/new/en/education/resources/in-focus-articles/rankings/
https://en.wikipedia.org/wiki/College_and_university_rankings
Πηγή:https://www.avgi.gr/entheta/prisma/379523_i-pagkosmia-katataxi-ton-panepistimion
Εισαγωγικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενώ δίνουν μια χονδρική εικόνα κάποιας σχετικής “αξίας” των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, οι κατατάξεις δεν είναι αντικειμενικές και απόλυτες. Όπως κάθε είδους αξιολόγηση, βασίζονται σε κριτήρια, τα οποία θα πρέπει να εκτιμηθούν και να ζυγιστούν ώστε να προκύψει μια τελική “βαθμολογία”, απαιτούν μια σειρά από παραδοχές και αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένες οπτικές γωνίες. Από πόσες οπτικές γωνίες όμως μπορεί κριθεί ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα;
Η πολύπλευρη ταυτότητα των Πανεπιστημίων
Τα πανεπιστήμια είναι εκπαιδευτικά ιδρύματα που ταυτοχρόνως προάγουν την έρευνα και περιλαμβάνουν υποδομές, προσωπικό (εκπαιδευτικό, ερευνητικό, τεχνικό, διοικητικό) και φοιτητές.
Το προσωπικό συνήθως ακολουθεί μια εξέλιξη, σε βαθμίδες, αξιώματα, μισθολογικά κλιμάκια, η οποία μπορεί να εξαρτάται από την ποιότητα και την ποικιλία της έρευνας που παράγεται, το είδος της εκπαίδευσης που παρέχεται και την ποιότητα των διοικητικών υπηρεσιών που προσφέρονται. Μέσω της ερευνητικής δραστηριότητας μπορεί να συμμετέχει σε μικρής ή μεγάλης κλίμακας τοπικά ή διεθνή ερευνητικά προγράμματα, να διαχειρίζεται χρηματοδοτήσεις κ.λπ. Οι φοιτητές μετά την αποφοίτησή τους απασχολούνται σε διάφορα είδη εργασίας ή κατευθύνονται στην έρευνα όπου, μπορεί να ανατροφοδοτούν αντίστοιχα ιδρύματα, πανεπιστημιακά ή αμιγώς ερευνητικά, ιδιωτικά ή δημόσια.
Οι υποδομές ενός πανεπιστημίου περιλαμβάνουν κτήρια με αίθουσες, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, γραφεία, και μπορεί να περιγράφουν την πρόσβαση σε πειραματικό εξοπλισμό και εργαστήρια σε απομακρυσμένες περιοχές, σε υπολογιστικά συστήματα και μεγάλης κλίμακας πειράματα (όπως π.χ. το CERN), τηλεσκόπια στη Γη και το διάστημα κ,λπ. Οι υποδομές ενός πανεπιστημίου μπορεί να επεκτείνονται, να βελτιώνονται ή να φθίνουν.
Τέλος, ένα πανεπιστήμιο είναι κομμάτι και μιας τοπικής κοινότητας. Μέρος της αποστολής του είναι η προσφορά στην κοινότητα όχι μόνο μέσω της εκπαίδευσης των φοιτητών και των νεαρών ερευνητών αλλά και μέσω δράσεων που “επιστρέφουν” στην κοινότητα μέρος του παραγόμενου έργου. Αυτές μπορεί να συνίστανται σε ημέρες ανοιχτές στο κοινό με σκοπό τη διάχυση της γνώσης, πρόσβαση σε ειδικές βιβλιοθήκες και εργαστήρια, μουσικές ορχήστρες, καλλιτεχνικές δράσεις κ.α. Πολλά από αυτά μας είναι ενδεχομένως οικεία μέσω παραδειγμάτων που γνωρίζουμε από τις τοπικές μας κοινωνίες.
Ποια από όλες αυτές τις πτυχές είναι, όμως, πιο σημαντική;
Η απλή και σύντομη απάντηση είναι “Καμία!” Η ταυτότητα και αποστολή των πανεπιστημίων περιλαμβάνει όλους τους παραπάνω τομείς, οι οποίοι, μάλιστα, είναι αλληλεξαρτώμενοι.
Μια αξιολόγηση και, εν συνεχεία, κατάταξη, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα πρέπει να λάβει υπόψη της όλους αυτούς τους παράγοντες. Ωστόσο αυτό παρουσιάζει μια βασική δυσκολία, καθώς πολλοί από αυτούς τους τομείς δύσκολα αποτυπώνονται με ακρίβεια και νόημα σε ποσοτικούς δείκτες. Ορισμένες πτυχές μπορούν να ποσοτικοποιηθούν ευκολότερα, όπως, για παράδειγμα, ο αριθμός των δημοσιεύσεων, ο αριθμός των φοιτητών ανά διδάσκοντα, ο αριθμός των διεθνών βραβείων του προσωπικού, το μέγεθος των χρηματοδοτήσεων κ.λπ. Άλλοι, όπως π.χ., η ποιότητα της εκπαίδευσης και η φήμη των διδασκόντων, βασίζονται σε υποθέσεις και είναι υποκειμενικές. Ακόμα και το κατά πόσο οι ποσοτικοί δείκτες είναι αμερόληπτοι αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων. Η συνολική αποτίμηση της προσφοράς ενός πανεπιστημίου βασίζεται στον προσδιορισμό της σημασίας που έχει κάθε ένας από τους τομείς δράσης του, ώστε να διαμορφωθεί τελικά μια βαθμολογία. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια αντικειμενική και μοναδική, καθολικά αποδεκτή μέθοδος κατάταξης. Για αυτό το λόγο μια κατάταξη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σχετική επιφύλαξη, γνωρίζοντας ότι ίσως δεν αποτυπώνει αντικειμενικά και με ακρίβεια όλο το εύρος των αδυναμιών και προτερημάτων ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος.
Παγκόσμιες κατατάξεις, μέθοδοι και κριτική
Η ανώτατη εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με σημαντικούς τομείς της οικονομίας, όχι μόνο λόγω της εκπαίδευσης εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και μέσω της έρευνας και της καινοτομίας. Οι φορείς που διαμορφώνουν και χαράσσουν την πολιτική κρατών και διεθνών οργανισμών καλούνται να προτείνουν στρατηγικές για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της έρευνας ενώ χιλιάδες φοιτητές κάθε χρόνο καλούνται να επιλέξουν πανεπιστήμιο.
Η πρώτη παγκόσμια κατάταξη πανεπιστημίων έγινε το 2003 από ερευνητές του πανεπιστημίου Jiao Tong της Σανγκάης, οι οποίοι είχαν ως στόχο να συγκρίνουν πανεπιστήμια της Κίνας με αυτά του υπόλοιπου κόσμου. Η κατάταξη προσέλκυσε το ενδιαφέρον κρατικών και διεθνών οργανισμών σχετικά με την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης όπως επίσης και του Τύπου, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σταδιακά σε μια παγκόσμια κατάταξη.
Από το 2009 η κατάταξη αυτή πραγματοποιείται από τον ανεξάρτητο οργανισμό ShangaiRanking Consultancy ο οποίος κάθε χρόνο δημοσιεύει τον κατάλογο Academic Ranking of World Universities (ARWU). Η κατάταξη του ARWU ή κατάταξη της Σανγκάης, όπως συχνά αναφέρεται, βασίζεται σε σαφείς ποσοτικούς δείκτες. Αυτοί περιλαμβάνουν τον αριθμό αποφοίτων και προσωπικού που έχουν βραβευτεί με Νόμπελ ή Fields Medal, τον αριθμό των ερευνητών με πολύ μεγάλο αριθμό αναφορών, όπως προκύπτουν από την Clarivate Analytics (η εταιρεία πίσω από το Web of Science), τον αριθμό αναφορών που παρέχει το Web of Science και τον αριθμό άρθρων στα περιοδικά Nature και Science. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν ταυτοχρόνως το πλεονέκτημα και μειονέκτημα της κατάταξης. Η μεθοδολογία της ARWUS είναι σαφής, διαφανής και διευκολύνει την σύγκριση, ωστόσο μέσω των ποσοτήτων που χρησιμοποιεί αποτιμάται μόνο το ερευνητικό έργο, με έμφαση στις φυσικές επιστήμες.
Αμέσως μετά την κατάταξη ARWU εμφανίστηκε η κατάταξη του βρετανικού περιοδικού Times Higher Education (THE), αρχικά σε συνεργασία με την εταιρεία Quacquarelli Symonds (QS). Η κατάταξη THE βασίζεται σε πέντε κατηγορίες δεικτών που αντικατοπτρίζουν τον όγκο της έρευνας και την επίδρασή της, τη διδασκαλία και το περιβάλλον μάθησης (αναλογία προσωπικού/φοιτητών, αριθμός διδακτορικών κ.λπ.), την ποικιλία εθνοτήτων στο προσωπικό και φοιτητές, τη χρηματοδότηση της έρευνας από τη βιομηχανία και την καινοτομία. Αν και η κατάταξη δίνει ιδιαίτερο βάρος στους δείκτες που αφορούν τις δημοσιεύσεις, σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται επίσης παράγοντες που αφορούν τη φήμη των πανεπιστημίων, οι μετρήσεις των οποίων βασίζονται σε ετήσιες επισκοπήσεις με ερωτηματολόγια. Μέρος της κριτικής που ασκείται στην κατάταξη αφορά στη βαρύτητα που δίνεται στις αναφορές, στην μεροληψία υπέρ της σκληρής επιστήμης και υπέρ των ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την αγγλική γλώσσα στα προγράμματα σπουδών τους.
Από το 2009 η QS δημοσιεύει τους δικούς της καταλόγους και αποτελεί την τρίτη από τις “μεγάλες” παγκόσμιες κατατάξεις. H κατάταξη βασίζεται σε παρόμοιους δείκτες με την THE, δίνοντας όμως μεγαλύτερη βαρύτητα στις επισκοπήσεις. Αν και η εταιρεία υποστηρίζει ότι η διαδικασία αυτή εξασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια στον προσδιορισμό της φήμης ενός πανεπιστημίου, οι επικριτές της μεθοδολογίας αναφέρουν ότι το εργαλείο των επισκοπήσεων δεν χρησιμοποιείται απολύτως σωστά.
Η παγκόσμια κατάταξη των πανεπιστημίων που απασχόλησε πρόσφατα την επικαιρότητα είναι αυτή της Webometrics, η οποία ξεκίνησε το 2004 να δημοσιεύει καταλόγους δυο φορές το χρόνο, τον Ιούλιο και τον Ιανουάριο. Η κατάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη της, επιπλέον, την ορατότητα των επιτευγμάτων και των χαρακτηριστικών των πανεπιστημίων στις διαδικτυακές τους σελίδες και το διαδίκτυο. Οι δείκτες έχουν επιλεγεί ώστε να αναδεικνύουν το έργο σε πεδία κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, επιστήμης των υπολογιστών κλπ, που συχνά αδικούνται από αμιγώς βιβλιογραφικούς δείκτες. Ταυτόχρονα λαμβάνεται υπόψη η εμπλοκή των πανεπιστημίων με την κοινωνία μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων. Επιπλέον περιορίζεται ο ρόλος των επισκοπήσεων, καθώς θεωρείται ότι πλήρη και ακριβή γνώση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος ενός πανεπιστημίου μπορεί να έχει κανείς μόνο εφόσον έχει περάσει αρκετά εξάμηνα ως φοιτητής ή εργαζόμενος σε αυτά. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της εταιρείας, η προαγωγή της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς της κατάταξης. Για να βελτιώσει, επομένως, ένα πανεπιστήμιο την θέση του στην κατάταξη θα πρέπει να βελτιώσει, εκτός από τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, και την πρόσβαση στα έργα και επιτεύγματά του μέσω του διαδικτύου.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κριτική που γίνεται στις κατατάξεις εστιάζει στην υποκειμενικότητα των δεικτών που χρησιμοποιούνται και στο βάρους που δίνεται σε αυτούς, στη μη ισορροπημένη εκπροσώπηση όλων των επιστημονικών και γνωστικών πεδίων και στη γλώσσα (τα αγγλικά είναι σαφώς σε πλεονεκτικότερη θέση). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κύριες αξιολογήσεις δεν συμπεριλαμβάνουν όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου. Ακόμη και σε αυτά που αξιολογούνται, δεν είναι γνωστό πώς συνυπολογίζονται δομικές κοινωνικές και ιστορικές διαφορές. Για παράδειγμα τα πανεπιστήμια της Ευρώπης έχουν μακρά παράδοση κρατικών χρηματοδοτήσεων και παροχής δωρεάν εκπαίδευσης σε αντίθεση με πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, οι παγκόσμιες κατατάξεις παρέχουν ένα συνοπτικό τρόπο να τεθεί μέρος του έργου των πανεπιστημίων σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων προδιαγραφών. Ωστόσο, η «μετάφραση» της κατάταξης και της χρονικής της εξέλιξης απαιτεί βαθιά γνώση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται και συνεκτίμηση των παραγόντων που διαμορφώνουν τη “βαθμολογία” των πανεπιστημίων. Μόνο με μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να βγει ένα χρήσιμο συμπέρασμα, το οποία θα υπερβαίνει μια υπερφίαλη και ρηχή ανάγνωση στη βάση μιας εθνικής υπερηφάνειας ή πεσιμισμού.
Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε ένα πανεπιστήμιο; Μια σύντομη απάντηση για την περίπτωση της έρευνας.
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ γενικό και η απάντησή του μπορεί να γεμίσει σελίδες. Ωστόσο, ας αρκεστούμε, κλείνοντας, σε μια μόνο από τις αποστολές του πανεπιστημίου, την έρευνα, παραθέτοντας μια απλουστευτική περιγραφή, που αγνοεί πολλές σημαντικές λεπτομέρειες αλλά συνοψίζει την ουσία.
Η έρευνα κοστίζει χρήματα και χρόνο. Οι ερευνητές - εκπαιδευτικό προσωπικό είναι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης που χρησιμοποιούν την γνώση και τις τεχνικές που έχουν διδαχθεί μέσω της εκπαίδευσης και της προηγούμενης ενασχόλησής τους με την έρευνα. Με τα εφόδια αυτά εμβαθύνουν σε διάφορα ερωτήματα του πεδίου τους με σκοπό να παράγουν περισσότερη γνώση, τεχνικές και νέα ερωτήματα. Πρόκειται όμως για εργαζόμενους που χρειάζονται χρήματα, όχι μόνο για το βιοπορισμό τους (που αν δεν εξασφαλιστεί, η έρευνα και διδασκαλία δεν πραγματοποιούνται) αλλά και για τα εργαλεία της δουλειάς τους. Αυτά περιλαμβάνουν πρόσβαση σε βιβλιοθήκες και βάσεις δεδομένων, υλικά για πειράματα, συσκευές και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, συμμετοχή σε συνέδρια, επικοινωνία με άλλους ερευνητές κλπ. Επομένως βασικός παράγοντας βελτίωσης είναι η χρηματοδότηση όλων των επιστημονικών κλάδων και πεδίων γνώσης (φυσικές, κοινωνικές, ανθρωπιστικές επιστήμες, τέχνες κ.λπ.).
Η χρηματοδότηση τροφοδοτεί έναν κύκλο που ανατροφοδοτείται και πολλαπλασιάζεται. Τις γνώσεις και εμπειρία που έχουν αποκτήσει οι ερευνητές τα μεταδίδουν στους φοιτητές, οι οποίοι εκπαιδεύονται μέσα από τα μαθήματα των πανεπιστημίων, οι οποίοι τροφοδοτούν με τη σειρά τους τις υποδομές, τη βελτίωση των μαθημάτων, την εξέλιξη των ιδρυμάτων. Τα ίδια τα ιδρύματα προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, μέσω των δράσεών τους, τη γνώση και τις εφαρμογές της, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση του κύκλου και αποδίδοντας τα οφέλη στις κοινωνίες.
Πηγές και περαιτέρω μελέτη:
https://www.universityworldnews.com/post.php?story=2015041014225416
http://www.webometrics.info/
https://wayback.archive-it.org/10611/20161117160330/http://www.unesco.org/new/en/education/resources/in-focus-articles/rankings/
https://en.wikipedia.org/wiki/College_and_university_rankings
Πηγή:https://www.avgi.gr/entheta/prisma/379523_i-pagkosmia-katataxi-ton-panepistimion
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ταξίδι στον χρόνο σε ...55τμ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ