2021-03-01 13:04:22
Φωτογραφία για ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ (ΤΟΜΟΣ Α´)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ προκοπὴ στὴν τελειότητα

1. Ρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:

«Τί ἂν φυλάξω, θὰ εἶμαι ἀρεστὸς στὸν Θεό;».

Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Τήρησε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ παραγγείλω:

Ὅπου κι ἂν πᾶς, τὸν Θεὸ να᾿ χεῖς μπρὸς στὰ μάτια σου πάντοτε.Ὅ,τι κι ἂν κάνεις, νὰ στηρίζεται στὴ μαρτυρία τῶν θείων Γραφῶν.Καὶ σ᾿ ὅποιον τόπο κι ἂν κατοικεῖς, μὴ μετακινεῖσαι εὔκολα ἀπὸ κεῖ. Αὐτὲς τὶς τρεῖς παραγγελίες κράτησέ τες καὶ σώζεσαι».

8. Ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν πεθαίνοντας εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιά:

«Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ θὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε: Νὰ εἶστε πάντοτε χαρούμενοι, νὰ προσεύχεστε ἀδιάκοπα καὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ κάθε τί».

10.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:

«Ὁ Θεὸς ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ εἶναι βαφτισμένος αὐτὰ τὰ τρία ζητάει: Ἀπὸ τὴν ψυχὴ ὀρθὴ πίστη, ἀπὸ τὴ γλῶσσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τὴ σωφροσύνη».


13.Ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἔλεγε:

«Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτοῦν, ὅσοι μποροῦν, τὰ χριστιανικὰ βιβλία. Καὶ μόνο ποὺ τὰ βλέπουμε τὰ βιβλία, μᾶς κάνουν πιὸ διστακτικοὺς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀνοίγουμε τὰ μάτια ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

14.Εἶπε πάλι:

«Μεγάλη ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς».

15.Εἶπε ἐπίσης:

«Ἡ ἄγνοια τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι μεγάλος γκρεμὸς καὶ βαθὺ χάσμα».

16.Εἶπε ἀκόμη:

«Τὸ νὰ ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐντελῶς τοὺς θείους νόμους εἶναι μεγάλη προδοσία τῆς σωτηρίας».

8. Εἶπε ὁ ἴδιος πάλι:

«Ὁ Θεὸς στοὺς ἁμαρτωλοὺς χαρίζει καὶ τὸ κεφάλαιο, ὅταν μετανοοῦν, ὅπως στὴν πόρνη καὶ τὸν τελώνη, ἐνῷ ἀπὸ τοὺς δικαίους ζητάει καὶ τόκους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους:

Ἐὰν ἡ εὐσέβειά σας δὲν ξεπεράσει τὴν εὐσέβεια τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».

9. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος:

«Ἐφόσον παραδέχεσαι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δυνατός, πίστευέ Τον καὶ θὰ μετέχεις στὶς εὐλογίες Του. Ἂν ὅμως τὸ παίρνεις ἀψήφιστα τὸ πρᾶγμα, σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύεις».

Καὶ πρόσθεσε:

«Ὅλοι πιστεύουμε ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεός, ἐπίσης πιστεύουμε ὅτι τὰ πάντα μπορεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχεις πίστη μέσα σου καὶ γιὰ τὶς προσωπικές σου ὑποθέσεις, ὅτι δηλαδὴ καὶ σὲ σένα θὰ κάνει θαυμαστὰ σημεῖα».

10. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο Γέροντα:

«Πῶς ἔρχεται στὴν ψυχὴ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη, ἔρχεται μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ».

22.Στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:

«Ἀββᾶ, πές μου κάποιον λόγο, πῶς θὰ μπορέσω νὰ σωθῶ;»

Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

«Ἐὰν θέλεις νὰ σωθεῖς, ὅπου κι ἂν πᾶς, μὴ βιαστεῖς νὰ πάρεις τὸν λόγο, πρὶν σὲ ρωτήσει κάποιος».

Αὐτὸς ἔνιωσε συντριβὴ γιὰ τὸν λόγο ποὺ τοῦ εἶπε καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας:

«Ἀλήθεια, πολλὰ βιβλία διάβασα καὶ τέτοια ὠφέλεια ποτὲ δὲ γνώρισα». Κι ἔφυγε πολὺ ὠφελημένος.

23.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Εὐγενία:

«Μᾶς συμφέρει σὰν ζητιάνοι νὰ ζοῦμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατὶ ὅποιος εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶναι πλούσιος κι ἂν ἀκόμη ὑλικὰ εἶναι φτωχός. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος προτιμᾷ τὰ γήινα ἀπὸ τὰ πνευματικά, θὰ χάσει καὶ τὰ δυό, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια, θὰ βρεῖ ὁπωσδήποτε καὶ ἐπίγεια ἀγαθά».

28.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ ἱερέας:

«Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔλεγε πὼς ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νὰ ἀποκτήσει πίστη στὸν Θεὸ καὶ ν᾿ ἀναζητεῖ συνεχῶς καὶ μὲ πόθο τὸν Θεό. Νὰ ἐπιδιώκει ἐπίσης τὴν κακοπάθεια, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη σ᾿ ὅλους. Τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν πραότητα, τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, καὶ νὰ παρακαλεῖ συνεχῶς τὸν Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ νὰ μὴν κοιτάξει ποτὲ πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ νὰ ἔχει στραμμένη τὴν προσοχή του σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν. Νὰ μὴν ἔχει πεποίθηση στὰ καλά του ἔργα, δηλαδὴ στὴ διακονία του, καὶ νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀδιάκοπα τὴ βοήθεια γιὰ ὅ,τι φέρνει ἡ κάθε μέρα».

32.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα γιὰ τὴ φράση τῆς προσευχῆς ποὺ ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο:

«Τί σημαίνει τό: Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου;»

Καὶ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:

«Αυτό ἀφορά τους τελείους. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁγιασθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐφόσον μᾶς ἐξουσιάζουν τὰ πάθη».

44. Εἶπε ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:

«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας ἡ μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».

48.Ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τὴ Γεθσημανὴ στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συναντᾷ κανεὶς τὸ μοναστῆρι τοῦ ἀββᾶ Ἀβραμίου.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κυζικηνός. Τὸν ρωτήσαμε λοιπὸν κάποια μέρα:

«Ἀββᾶ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς ἀρετή;»

Καὶ μᾶς ἀπάντησε ὁ Γέροντας:

«Ἂν θέλει κανεὶς ν᾿ ἀποκτήσει μία ἀρετή, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει κτῆμα του, ἂν δὲν μισήσει τὴν κακία ποὺ εἶναι ὁ ἀντίποδάς της.

Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ ἔχεις πάντοτε πένθος στὴν ψυχή σου, μίσησε τὸ γέλιο.Θέλεις νὰ ἔχεις ταπείνωση; Μίσησε τὴν ὑπερηφάνεια.Θέλεις νὰ εἶσαι ἐγκρατής; Μίσησε τὴ λαιμαργία.Θέλεις νὰ εἶσαι σώφρων; Μίσησε τὴν ἀκόλαστη ζωή.Θέλεις νὰ εἶσαι ἀκτήμων; Μίσησε τὴ φιλαργυρία.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι κάτοικος τῆς ἐρήμου, μισεῖ τὶς πόλεις ἐξαιτίας τῶν πειρασμῶν.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἡσυχία, μισεῖ τὴν παρρησία.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ζεῖ ἄγνωστος, μισεῖ τὴν τάση γιὰ ἐπίδειξη.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κυριαρχεῖ στὴν ὀργή, μισεῖ νὰ περνάει τὶς ὦρες του μαζὶ μὲ πολλούς.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἀμνησικακία, ἀποφεύγει νὰ κακολογεῖ τοὺς ἄλλους.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος, μένει στὴ μοναξιά.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα, ἂς κλείνει τ᾿ αὐτιά του νὰ μὴν ἀκούει πολλά.Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ πάντοτε, θὰ μισήσει τὴ σωματικὴ ἀνάπαυση καὶ θὰ ἀγαπήσει τὴ θλίψη καὶ τὴ στενοχώρια».

56.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μέγα σχετικὰ μὲ τὴν τελειότητα. Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας τὰ ἑξῆς:

«Δεν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος, ἐὰν δὲν ἀποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα, ἐὰν δὲν μάθει δηλαδή:

Νὰ μὴν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του σὲ καμιὰ περίπτωση ἀλλὰ νὰ προτιμᾷ νὰ βάζει ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του χαμηλότερα ἀπ᾿ ὅλη τὴν κτίση, νὰ μὴν κρίνει διόλου κάποιον, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει τὴν καταφρόνια καὶ νὰ ἀποστρέφεται ὁλόψυχα κάθε κακία.Νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του να᾿ ναι μακρόθυμος, ἀγαθός, ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς ἀδελφούς, νὰ εἶναι σώφρων, νὰ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του, γιατὶ λέει ἡ ἁγία Γραφὴ «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν βία στὸν ἑαυτό τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἀγωνιστὲς τὴν κερδίζουν».Νὰ βλέπει ἴσια μὲ τὰ μάτια, νὰ φρουρεῖ τὴ γλῶσσα καὶ ν᾿ ἀποφεύγει ν᾿ ἀκούει μάταια πράγματα ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή.Τὰ χέρια νὰ κινοῦνται γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ νὰ εἶναι καθαρὴ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σῶμα ἀμόλυντο, νὰ ἔχει τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καθημερινά, ν᾿ ἀποκηρύσσει τὴν ἐσωτερικὴ ὀργὴ καὶ κακία.Νὰ ἀποτάσσεται τὰ ὑλικὰ καὶ τὶς σαρκικὲς ἡδονές, νὰ ἀποτάσσεται τὸ διάβολο καὶ ὅλα τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ νὰ συντάσσεται σταθερὰ μὲ τὸν Βασιλιὰ τῶν πάντων Θεὸ καὶ μ᾿ ὅλες τὶς ἐντολές του, νὰ προσεύχεται ἀδιάκοπα καὶ νὰ παραμένει κοντὰ στὸν Θεὸ πάντοτε, σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ κάθε ἐργασία».

60. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὸν Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ κόπο, μὲ ταπείνωση καὶ μὲ προσευχὴ ἀκατάπαυστη».

62. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Ποιὸ καλὸ πρᾶγμα ὑπάρχει, γιὰ νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ βρῶ ζωὴ μέσα σ᾿ αὐτό;»

Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:

«Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλό. Ὅμως ἄκουσα ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ρώτησε τὸν ἀββᾶ Νισθερῶο τὸν μεγάλο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:

«Ποιὸ θεωρεῖται ἔργο καλὸ γιὰ νὰ τὸ κάνω;»

Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

«Ὅλες οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ἰσοδύναμες; Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ὑπῆρξε φιλόξενος καὶ εἶχε τὸν Θεὸ μαζί του. Ὁ Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὅ,τι λοιπὸν καταλαβαίνεις νὰ θέλει ἡ ψυχή σου ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κάνε καὶ κράτα ἄγρυπνη τὴν καρδιά σου».

64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἡ προσοχὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ διάκριση, αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς εἶναι ὁδηγοὶ τῆς ψυχής».

70. Εἶπε ἀκόμη ὅτι, ὅταν πρόκειται ἕνας ἄνθρωπος νὰ χτίσει σπίτι, πολλὰ εἶναι τὰ χρειαζούμενα ποὺ συγκεντρώνει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸ στήσει τὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ εἴδη διάφορα συγκεντρώνει, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς ἀποκτήσουμε λίγο, ἔστω, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές.

78. Εἶπε πάλι:

«Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ μὴν κακομεταχειρισθεῖς γενικῶς κανένα, καὶ καθαρὴ κράτησε τὴν καρδιά σου στὶς σχέσεις σου μὲ κάθε ἄνθρωπο».

81. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παμβώ: «Ἐὰν ἔχεις καρδιά, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».

89. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Ἔχε ἕτοιμο τὸ σπαθί σου γιὰ ἀγώνα».

Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἀπάντησε: «Τὸ θέλω ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν τὰ πάθη».

Κι ὁ Γέροντας πρόσθεσε:

«Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει: Ζήτησέ με, ὅταν θλίβεσαι, καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Νὰ ἐπικαλεῖσαι λοιπὸν Αὐτὸν καὶ θὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε πειρασμό».

93. Εἶπε ἐπίσης:

«Άνθρωπέ μου, γιὰ σένα γεννήθηκε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σωθεῖς ἐσύ.

Καὶ ἔγινε παιδί, καὶ μεγάλωσε ὡς ἄνθρωπος, ἐνῷ ἦταν Θεός.

Κάποια φορὰ ἔκανε τὸν ἀναγνώστη, πῆρε τὸ ἱερὸ βιβλίο μὲς στὴ συναγωγὴ καὶ διάβασε:

«Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ μένει σὲ μένα, γιατὶ μ᾿ αὐτὸ μὲ ἔχρισε».

Ἄλλη φορὰ ὡς ὑποδιάκονος ἔκαμε φραγγέλιο ἀπὸ σχοινὶ καὶ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα.

Ἄλλοτε πάλι ὡς διάκονος, ζώστηκε τὴν πετσέτα καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του, δίνοντας ἐντολὴ νὰ πλένουν κι αὐτοὶ τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν τους, ὡς Ἱερέας, κάθισε ἀνάμεσα στοὺς ἱερεῖς καὶ δίδασκε τὸν λαό.

Κι ἄλλη φορὰ ὡς ἐπίσκοπος, πῆρε ἄρτο, τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν ἔδωσε στοὺς μαθητές του.

Μαστιγώθηκε ἐξαιτίας σου καὶ σὺ γι᾿ αὐτὸν δὲν σηκώνεις οὔτε μία προσβολή, ἐνταφιάστηκε καὶ ἀναστήθηκε ὡς Θεός.

Ὅλα γιὰ μᾶς μὲ τὴ σειρά, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου τὰ ὑπέστη, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.

Ἂς εἴμαστε λοιπὸν νηφάλιοι, ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἂς περνοῦμε τὸν καιρό μας προσευχόμενοι, ἂς κάνουμε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Αὐτόν».

98. Εἶπε πάλι κάποιος ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες:

«Ἐὰν ὁ μέσα μας ἄνθρωπος εἶναι νηφάλιος, ἔχει τὴ δύναμη νὰ προστατεύσει καὶ τὸν ἔξω ἄνθρωπο.

Ἐὰν ὅμως λείπει ἡ ἐσωτερικὴ προϋπόθεση ἂς φυλάξουμε μὲ ὅση δύναμη ἔχουμε τὴ γλῶσσα μας».

103.Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Είτε πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς εἴτε σηκώνεσαι ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο κάνεις, ἐὰν ἔχεις τὸν Θεὸ μπροστὰ στὰ μάτια σου, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ σὲ φοβίσει ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐὰν ὁ λογισμὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μείνει σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, τότε καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ μείνει μέσα σ᾿ αὐτόν».

111.Εἶπε κάποιος ἀπ᾿ τοὺς πατέρες:

«Ἐὰν δὲν μισήσεις πρῶτα, δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀγαπήσεις, ἐὰν δηλαδὴ δὲν μισήσεις τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στὴν ἁγία Γραφή, «Ἀπόφυγε τὸ κακὸ καὶ πρᾶξε τὸ καλό».

Ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ ψυχικὴ διάθεση εἶναι ἐκείνη ποὺ μετράει πάντοτε.

Γιατὶ ὁ Ἀδὰμ ἂν καὶ ἦταν μέσα στὸν παράδεισο, παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ ἦταν καθισμένος πάνω στὴν κοπριά, κράτησε τὴν αὐτοκυριαρχία του.

Λοιπὸν τὸ μόνο ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καλή του διάθεση καὶ νὰ ἔχει πάντοτε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα του».

117.Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Φρόντισε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ νὰ μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν προσβάλεις τὸν Θεὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα σου καὶ τὸν διώξεις ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».

147.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:

«Ὅ,τι ἀποστρέφεσαι, μὴν τὸ κάνεις στὸν ἄλλο.

Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ πεῖ κάποιος λόγια ἐναντίον σου; Μὴν κακολογήσεις κι ἐσὺ κάποιον.

Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ σὲ ἐξευτελίσει κάποιος ἢ νὰ σὲ ἐξυβρίσει ἢ νὰ ἁρπάξει κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ; Καὶ ἐσὺ οὔτε ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ μὴν κάνεις σὲ ἄλλον.

Ὅποιος μπορεῖ νὰ κρατήσει αὐτὸν τὸν λόγο, τοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν «ἡσυχία» μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο

1. Ὅταν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία καὶ σὲ μεγάλη σύγχυση τῶν λογισμῶν του καὶ ἔλεγε στὸν Θεό:

«Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν οἱ λογισμοί μου. Τί νὰ κάνω μὲ τὴ θλίψη μου αὐτή; Πῶς νὰ σωθῶ;»

Κάποια φορὰ λοιπὸν βγῆκε λίγο πρὸς τὰ ἔξω καὶ βλέπει κάποιον σὰν τὸν ἑαυτό του νὰ κάθεται καὶ νὰ κάνει ἐργόχειρο.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄφηνε τὸ ἐργόχειρο, σηκωνόταν καὶ προσευχόταν, καὶ ξανὰ καθόταν καὶ συνέχιζε νὰ πλέκει τὸ σχοινί του.

Ὕστερα πάλι σηκωνόταν γιὰ προσευχή.

Ἦταν ἄγγελος Κυρίου ποὺ εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Ἀντώνιο καὶ νὰ τοῦ δώσει σιγουριὰ καὶ ἄκουσε τὸν ἄγγελο νὰ τοῦ λέει:

«Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο καὶ θὰ σωθεῖς».

Καὶ ὁ Ἀντώνιος ὅταν τ᾿ ἄκουσε, πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ κουράγιο. Καὶ ἔτσι κάνοντας προχωροῦσε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του.

16. Κάποτε κάποιοι Γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, καὶ μάλιστα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν συναπαντήματα μὲ ἄλλους ἀνθρώπους.

Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ὅταν ἡ παρθένος μένει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, πολλοὶ ζητοῦν νὰ τὴ μνηστευθοῦν, ὅταν ὅμως παντρευθεῖ, δὲν ἀρέσει σὲ ὅλους, ἄλλοι τὴ βρίσκουν ψεγάδια καὶ ἄλλοι τὴν ἐπαινοῦν, καὶ δὲν τιμᾶται, ὅπως πρῶτα, ὅταν ἦταν κρυμμένη. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κοινοποιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους».

17.Ὁ ἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε τὸ ἑξῆς:

«Κάποτε καθὼς κατέβαινα στὴ Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρω στοὺς Γέροντες. Καὶ ἐγὼ κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιὰ νὰ τοῦ τὰ δώσω.

Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:

«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».

Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».

11. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα:

«Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει κανεὶς μέσα στὸ κελί;»

Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:

«Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο».

Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός:

«Τί σημαίνει κόσμος;»

«Κόσμος εἶναι -ἀπάντησε ὁ Γέροντας-τὸ νὰ διασπᾶται κανεὶς σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ὑποθέσεις.Κόσμος εἶναι τὸ νὰ ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ σαρκικά τους θελήματα.Κόσμος εἶναι τὸ νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι μένει παντοτινὰ στὴ ζωὴ αὐτή.Κόσμος εἶναι νὰ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα πρὸς βλάβην τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀφήνει πίσω του.

Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει:

Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».

23.Ἕνας ἀδελφὸς τὸν ρώτησε: «Τί χρειάζεται νὰ κάνει ὁ ἡσυχαστής;»

Κι αὐτὸς εἶπε:

«Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνει τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐργασίες:

νὰ ἔχει φόβο Θεοῦ συνεχῶς,νὰ ζητάει ὑπομονετικὰκαὶ νὰ μὴ χαλαρώσει στὴν καρδιά του ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ».

28.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα:

«Καλό πρᾶγμα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ἡσυχάζει, ἀληθινά, εἶναι σπουδαῖο νὰ ζεῖ τὸν ἡσύχιο βίο ἡ μοναχὴ ἢ ὁ μοναχὸς καὶ προπάντων οἱ νέοι. Νὰ ξέρεις ὅμως ὅτι, ἂν κάποιος ἔχει τὴν πρόθεση νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔρχεται ἀμέσως ὁ πονηρὸς καὶ βαρύνει τὴν ψυχὴ μὲ ἀκηδία, μὲ ἀδιαφορία, μὲ λογισμούς, βαρύνει καὶ τὸ σῶμα μὲ ἀρρώστιες, μὲ ἀτονία, μὲ λύσιμο τῶν γονάτων καὶ ὅλων τῶν μελῶν, γενικὰ παραλύει τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁπότε λέει κανεὶς «εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὴν ἀκολουθία μου». Ὅμως ἂν εἴμαστε νηφάλιοι, ὅλα αὐτὰ διαλύονται.

Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ κάνει τὴν ἀκολουθία του, τὸν ἔπιανε ρῖγος καὶ πυρετός, πονοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ τότε ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Νά, εἶμαι ἄρρωστος καὶ κάποια ὥρα μπορεῖ νὰ πεθάνω, λοιπὸν ἂς σηκωθῶ πρὶν πεθάνω καὶ ἂς κάνω τὴν ἀκολουθία μού». Μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ πίεζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ μόλις σταματοῦσε ἡ προσευχή, σταματοῦσε καὶ ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ ξανὰ μ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμὸ ἀντιστεκόταν ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ τελικὰ νίκησε τὸν ἀρνητικὸ λογισμό».

30. Ἕνας ἀδελφὸς ζοῦσε σὲ κοινόβιο, κρατώντας αὐστηρὴ ἄσκηση.

Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.

Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται.

Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές: εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;»

Τοὺς ἀπαντᾶ:

«Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».

32. Ζοῦσε κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Κοσμᾶ. Ἦταν ἀξιοθαύμαστος καὶ πολὺ ἐνάρετος, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, σπλαχνικός, ἐγκρατής, παρθένος, ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, φιλόξενος, φίλος τῶν φτωχῶν.

Ἐπειδὴ ἐγὼ τοῦ εἶχα μεγάλη οἰκειότητα, μιὰ φορὰ τοῦ λέω:

«Κάνε ἀγάπη, πόσο χρόνο ζεῖς τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας;»

Ἐπειδὴ σώπαινε καὶ δὲν μοῦ ἔδινε κἂν μιὰ ἀπάντηση, πάλι τοῦ λέω:

«Γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου πές μου».

Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο κρατήθηκε, μοῦ λέει:

«Ἔχω τριάντα τρία χρόνια».

Πάλι τοῦ λέω:

«Κάνε τέλεια τὴν ἀγάπη, γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σὲ ρωτῶ, πές μου, τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ἡσυχαστικῆς σου ζωῆς τί κατόρθωσες;»

Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, μοῦ λέει: «Ἕνας ἄνθρωπος κοσμικὸς τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ κάθεται στὸ σπίτι του;»

Ὅμως ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα:

«Για χάρη τοῦ Κυρίου πές μου καὶ ὠφέλησέ με».

Καὶ ἐπειδὴ τὸν πίεσα πολύ, εἶπε:

«Συγχώρεσέ με, αὐτὰ τὰ τρία ξέρω ὅτι κατόρθωσα: νὰ μὴ γελῶ, νὰ μὴν ὁρκίζομαι καὶ νὰ μὴ λέω ψέματα».

Ἐγὼ ὅταν τ᾿ ἄκουσα, δόξασα τὸν Θεό».

36. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο:

«Πές μου ἕναν λόγο».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους».

Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου».

38. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφτηκε στὴ Σκήτη τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πεῖ κάποιον λόγο.

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πήγαινε, κάθισε στὸ κελί σου, καὶ τὸ κελί σου θὰ σοῦ τὰ διδάξει ὅλα».

45. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ λέει στὸν ἀββᾶ Νισθερῶο:

«Τί νὰ κάνω μὲ τὴ γλῶσσα μου, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ συγκρατήσω;»

Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:

«Βρίσκεις ἀνάπαυση, ἂν μιλήσεις;»

«Ὄχι», τοῦ ἀπαντᾶ.

Τότε λέει ὁ Γέροντας: «Ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀνάπαυση, γιατί μιλᾷς; Καλύτερα νὰ σιωπᾷς καί, ἂν γίνεται συζήτηση, προτιμότερο πολλὰ νὰ ἀκοῦς παρὰ νὰ λές».

60. Διηγήθηκε κάποιος ὅτι τρεῖς φιλόπονοι ἄνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, ἔγιναν μοναχοί.

Ὁ πρῶτος διάλεξε σὰν ἔργο του νὰ εἰρηνεύει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο:

«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».

Ὁ δεύτερος νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους καὶ ὁ τρίτος ἔφυγε γιὰ νὰ ἡσυχάσει στὴν ἔρημο.

Ὁ πρῶτος λοιπόν, ἂν καὶ κόπιασε γιὰ νὰ σταματήσει τὶς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων, δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς θεραπεύσει ὅλους καί, ἐπειδὴ ἔπεσε σὲ ἀκηδία, πῆγε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους καὶ τὸν βρῆκε κι αὐτὸν νὰ παραμελεῖ τὸ ἔργο του, καθὼς δὲν ἐπαρκοῦσε νὰ ἐφαρμόσει πλήρως τὴν ἐντολή.

Συμφώνησαν λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ καὶ πῆγαν νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη. Τοῦ ἐξέθεσαν τὴ θλίψη τους καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ τί κατόρθωσε αὐτός.

Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀμίλητος γιὰ λίγο, ἔριξε κατόπιν νερὸ στὴ λεκάνη καὶ τοὺς λέει:

«Προσέξτε τὸ νερό».

Ἦταν βέβαια ταραγμένο.

Μετὰ ἀπὸ λίγο τοὺς λέει πάλι:

«Προσέξτε καὶ τώρα πῶς ἔγινε τὸ νερό».

Καὶ μόλις πρόσεξαν τὸ νερό, βλέπουν σὰν σὲ καθρέπτη τὰ πρόσωπά τους.

Τοὺς λέει λοιπὸν τότε:

«Έτσι εἶναι κι αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Ἐξαιτίας τῆς ταραχῆς δὲν βλέπει τὰ σφάλματά του. Ὅταν ὅμως ἡσυχάσει καὶ προπαντὸς στὴν ἔρημο, τότε βλέπει τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἑαυτοῦ του».

62. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕναν δρόμο, ὅπου πηγαινοέρχονται πολλοὶ πεζοί, ποτὲ δὲν φυτρώνει χορτάρι οὔτε κι ἂν τὸ σπείρεις, γιατὶ πατιέται τὸ χῶμα, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς.

Παραιτήσου ἀπὸ κάθε φροντίδα καὶ θὰ δεῖς νὰ φυτρώνουν αὐτά, ποὺ δὲν γνώριζες, ὅτι βρίσκονταν μέσα σου, ἐπειδὴ πάνω σ᾿ αὐτὰ περπατοῦσες».

65. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε στὸν Θεό, ὀφείλει νὰ ξεκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἕως ὅτου πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε φίλος του.

Γιατὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´Γιὰ τὴν κατάνυξη

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Ἔχοντας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸ θάνατο.

Νὰ μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου, νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε στὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό. Γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια.

Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας.

Ἂς ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό.

Νὰ καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».

2. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅτι ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του, εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.

3. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ:

«Πές μου ἕναν λόγο».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή, ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία.

Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει:

«Ἀλίμονό μου, πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθὼ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;»

Ἂν σ᾿ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».

6. Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου».

Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ ὁ μαθητής του καθόταν στὸ ἄλλο κελί.

Πῆγε λοιπὸν κάποια φορὰ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει, ὁπότε τοῦ λέει:

«Πάτερ, γιατί κλαῖς;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω».

Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:

«Δεν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται:

«Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι᾿ αὐτές».

Εἶπε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».

8. Ὁ ἀββᾶς Ἠλίας εἶπε:

«Ἐγὼ τρία πράγματα φοβοῦμαι,

τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα,τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Θεὸ καὶτὴν ἔκδοση τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιὰ μένα».

9. Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε:

«Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας νὰ βάζει τὸν φόβο τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσα του, γιατὶ ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τὴν καρδιά του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, δὲν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καὶ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».

14. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα γιὰ τὴ σωτηρία μου.Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα νὰ καθαρίσω τὸν ἑαυτό μου, ὥστε νὰ εἶμαι ἄξιος νὰ γείρει λίγο πρὸς τὸ μέρος μου ὁ ἐλεήμων Θεός.Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα νὰ βγῶ νικητὴς στοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν σου, ὥστε Ἐσὺ νὰ βασιλεύσεις μέσα μου».

15. Εἶπε πάλι:

«Ἀλίμονό μου, ποὺ ὁλόγυρά μου βρίσκεται τ᾿ ὄνομά Σου, κι ὅμως ἐγὼ ὑπηρετῶ τοὺς ἐχθρούς σου.Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ κάνω αὐτὰ ποὺ ἀηδιάζει ὁ Θεός, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μὲ θεραπεύει».

16. Εἶπε ἀκόμη:

«Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ ἔχω ἀπέναντί μου κατηγόρους γιὰ ὅσα γνωρίζω καὶ γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζω καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀρνηθῶ.Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, πῶς μπορῶ νὰ συναντήσω τὸν Κύριό μου καὶ τοὺς ἁγίους του, ἀφοῦ οἱ ἐχθροί μου δὲν ἄφησαν οὔτε ἕνα μέλος μου καθαρὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;»

17. Ὁ μακάριος Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἔλεγε:

«Πόσο μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ δυσκολία ἔχουμε νὰ ἀντικρίσουμε, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα! Τότε μᾶς πλησιάζει στρατιὰ καὶ δύναμη τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους, οἱ κυρίαρχοι τῆς πονηρίας καὶ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, τὰ πονηρὰ δηλαδὴ πνεύματα, καὶ κρατοῦν τὴν ψυχὴ σὰν σὲ κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ἐνώπιόν της ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ εἴτε μὲ ἐπίγνωση εἴτε ἀπὸ ἄγνοια ἔκανε, ἀπὸ τὴ νεαρὴ ἡλικία μέχρι τὴν ὥρα ποὺ στὰ ξαφνικὰ τὴν κατέλαβαν. Στέκονται λοιπὸν καὶ τὴν κατηγοροῦν γιὰ ὅλα, ὅσα ἔκανε. Λοιπόν, ποιὸν τρόμο νομίζεις ὅτι αἰσθάνεται ἐκείνη τὴν ὥρα, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση καὶ ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίσιμη ὥρα γιὰ τὴν ψυχή, μέχρι νὰ δεῖ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα γι᾿ αὐτήν.

Ἐπίσης καὶ οἱ θεῖες δυνάμεις στέκονται ἀκριβῶς ἀπέναντι στὶς ἀντίθετες καὶ μὲ τὴ σειρά τους παρουσιάζουν τὰ καλά της ἔργα. Σκέψου λοιπόν, ἡ ψυχὴ μὲς στὴ μέση μὲ τί φόβο καὶ τρόμο στέκεται, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς δίκης της ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή, καὶ ἂν εἶναι ἄξια, οἱ πρῶτοι διώχνονται ἐπιτιμητικὰ καὶ τὴν ψυχὴ τὴν ἁρπάζουν οἱ Θεῖες δυνάμεις ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ στὸ ἑξῆς κατοικεῖ ἀμέριμνη, σύμφωνα μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ὅλοι ὅσοι θὰ κατοικοῦν σὲ σένα θὰ εὐφραίνονται».

Ἔτσι ἐκπληρώνεται καὶ ἄλλος λόγος τῆς Γραφῆς, «Ἔφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη καὶ στεναγμός».

Τότε ἐλευθερωμένη πιὰ προχωρεῖ σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ δόξα, στὴν ὁποία καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ.

Ἐὰν ὅμως βρεθεῖ νὰ ἔχει ζήσει μὲ ἀμέλεια, ἀκούει τὴ φοβερότατη φωνή:

«Νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἀσεβῆς, γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου».

Τότε τὴν ψυχὴ αὐτὴ τὴν περιμένει ἡμέρα ὀργῆς, ἡμέρα θλίψης καὶ ἀνάγκης, τὸ σκοτάδι καὶ ἡ μαυρίλα. Ἀφοῦ παραδοθεῖ στὴν κόλαση καὶ στὴν αἰώνια φωτιά, θὰ εἶναι καταδικασμένη νὰ τιμωρεῖται στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Τότε ποῦ εἶναι ἡ καύχηση τοῦ κόσμου, ποῦ ἡ κενοδοξία, ποῦ ἡ καλοπέραση καὶ ἡ ἀπόλαυση, ποῦ ἡ ἐπίδειξη, ποῦ ἡ ἀνάπαυση, ποῦ τὰ μεγάλα λόγια, ποῦ τὰ χρήματα καὶ ἡ ὑψηλὴ καταγωγή, ποῦ ὁ πατέρας, ποῦ ἡ μητέρα, ποῦ οἱ ἀδελφοί; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μπορέσει νὰ γλιτώσει αὐτὴν τὴν ψυχή, ποὺ θὰ τὴν καίει ἡ φωτιὰ καὶ πικρὰ βάσανα θὰ τὴν κατέχουν;

Ἀφοῦ αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, τί λογῆς πρέπει νὰ εἶναι ἡ δική μας ζωὴ μὲ ἅγια ἀναστροφὴ καὶ μὲ κάθε εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεό;

Τί ἀγάπη ἔχουμε χρέος νὰ ἀποκτήσουμε, τί λογῆς συμπεριφορά, τί τρόπο ζωῆς, τί λογῆς πορεία;

Ποιὰ ἀκρίβεια στὴν κάθε μας ἐνέργεια, τί λογῆς πρέπει να᾿ ναι ἡ προσευχή μας, πόση βεβαιότητα νὰ ἔχουμε;

Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ τὰ περιμένουμε νὰ συμβοῦν, ἂς φροντίσουμε νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἀκηλίδωτους καὶ ἄμεμπτους, μὲ εἰρήνη, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέει:

«Ἐλάτε οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κληρονομῆστε τὴ βασιλεία, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος».

21. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:

«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ θάλαμο, ὅταν μπεῖ ἕνα λυχνάρι, τὸν φωτίζει, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔλθει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φωτίζει καὶ τῆς διδάσκει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

23. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Λογγίνος:

«Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα,ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὸν νοῦ,ἡ ἡσυχία φέρνει τὸ πένθος,τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία».

24. Ὁ ἀββᾶς Λογγίνος εἶχε μεγάλη κατάνυξη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμῳδίας του, καὶ μία φορὰ τοῦ λέει ἕνας μαθητής του:

«Ἀββᾶ, αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς κανόνας, νὰ κλαίει ὁ μοναχός, ὅταν κάνει τὴν ἀκολουθία του;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Ναι, παιδί μου, αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας, ποὺ ἐπιζητεῖ ὁ Θεός.

Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ κλαίει, ἀλλὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ τὸν δοξάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀναμάρτητη ζωή του.

Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαίει, ἐνῷ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση τὸ κλάμα».

28. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας:

«Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἔβοσκα μοσχάρια. Κάποια μέρα πῆγαν νὰ κλέψουν σῦκα, καὶ καθὼς ἔτρεχαν, ἔπεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σῦκα κι ἐγὼ τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔφαγα. Ἀπὸ τότε, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι αὐτό, κάθομαι καὶ κλαίω».

29. Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ.

Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του: «Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με».

Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε:

«Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο».

Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;»

Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο: «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς. Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου».

Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης».

Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;»

Καὶ λέει τὸ κρανίο: «Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς».

«Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας.

«Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς».

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.

30. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ:

«Τί νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔρχεται ἢ σὲ κάθε λογισμὸ ποῦ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός;»

Ὁ Γέροντας ἀπαντᾷ:

«Ὀφείλει νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν ἀγαθότατο Θεό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ πολὺ γρήγορα θὰ βρεῖ ἀνάπαυση, ἂν παρακαλεῖ μὲ ἐπίγνωση, γιατὶ εἶναι γραμμένο: Δὲν θὰ φοβηθῶ τί θὰ μοῦ κάνει ἄνθρωπος».

31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Ὅσοι νικηθήκαμε ἀπὸ κάποιο σωματικὸ πάθος, ἂς μὴν ἀμελήσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πενθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, προτοῦ μᾶς βρεῖ τὸ πένθος τῆς κρίσεως».

32. Εἶπε πάλι:

«Μὲ τὰ δάκρυα ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος τὶς ἀρετὲς καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐπίσης συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.

Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ κλαῖς, μὴν ὑψώσεις τὸν τόνο τοῦ ἀναστεναγμοῦ σου.

Καὶ ἂς μὴ γνωρίζει τὸ ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τὸ δεξί. Τὸ ἀριστερὸ βέβαια εἶναι ἡ κενοδοξία».

39. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω μὲ τὶς ἁμαρτίες μου;»

Καὶ ἀπαντώντας ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, μὲ δάκρυα λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει ἀρετές, μὲ δάκρυα τὶς ἀποκτᾷ.

Γιατὶ τὸ νὰ κλαῖμε εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ Γραφή, καθὼς καὶ οἱ πατέρες, ποὺ ἔλεγαν: Κλᾶψτε, ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον αὐτή».

40. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς ἀνησυχίες ποὺ μὲ ταράζουν;»

Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Νὰ κλάψουμε μπροστὰ στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀκούραστα, ἕως ὅτου μᾶς δώσει τὸ ἔλεός του».

41. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ διηγήθηκε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ εἶπε:

«Κάποτε καθόμουν μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τὸν εἶδα νὰ πέφτει σὲ ἔκσταση.

Ἐπειδὴ τοῦ εἶχα πολὺ θάρρος, τοῦ ἔβαλα μετάνοια παρακαλώντας τον «πές μου, ποῦ ἤσουν;»

Ἐκεῖνος ἀναγκάσθηκε καὶ εἶπε:

«Ὁ λογισμός μου ἦταν ἐκεῖ στὸν Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ἔστεκε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος καὶ ἔκλαιγε, καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».

42. Ἕνας ἀδερφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω;»

Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, γιὰ ποιὸ πρᾶγμα θὰ ἀνησυχήσουμε;»

Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας».

Λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας:

«Ἂς μποῦμε ἑπομένως στὸ κελί μας καὶ μένοντας ἐκεῖ ἂς θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς βοηθάει σὲ ὅλα».

43. Ὁ μακάριος Ἀθανάσιος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξάνδρειας, παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ νὰ κατέβει ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Πραγματικά, κατέβηκε καὶ βλέποντας μία θεατρίνα, γέμισαν δάκρυα τὰ μάτια του.

Ὅταν τὸν ρώτησαν ὅσοι ἦταν κοντά του νὰ μάθουν γιατί ἔκλαψε, εἶπε:

«Δύο πράγματα μοῦ ἔφεραν τὰ δάκρυα, τὸ ἕνα ἡ ἀπώλεια ἐκείνης, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω τόση φροντίδα νὰ ἀρέσω στὸν Θεό, ὅση ἔχει αὐτή, προκειμένου νὰ ἀρέσει σὲ ἀνήθικους ἀνθρώπους».

44. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε:

«Μέχρι τὸν λαιμὸ εἶμαι βυθισμένος σὲ βοῦρκο καὶ κλαίω μπροστὰ στὸν Κύριο λέγοντας: Ἐλέησέ με».

46. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα, ὅτι ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἑνὸς πουλιοῦ.

Δὲν ἀπόκτησε ποτὲ κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ οὔτε ἔμεινε σὲ κελί, ἀλλὰ τυλιγμένος ἕνα σεντόνι καὶ κρατώντας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο τριγυρνοῦσε ἔtσι σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα.

Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβρισκαν νὰ κάθεται στὸν δρόμο ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ νὰ κλαίει γοερὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν:

«Γέροντα, γιατί κλαῖς ἔτσι;»

Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε:

«Ὁ Κύριός μου, μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πλούτη του, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἔχασα, paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ