2021-03-02 11:26:14
Ολοφάνερα έχει έρθει η ώρα να πείτε αντίο και να αποχαιρετιστείτε, αλλά για τον έναν ή τον άλλο λόγο, π.χ. λόγω ευγένειας ή αμηχανίας, η συζήτηση τραβά σε μάκρος και καταντά ατελείωτη.
Με άλλα λόγια, το «κουράζουμε το πράγμα», καθώς δεν λέμε να βάλουμε ένα τέλος. Μία νέα ασυνήθιστη αμερικανική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι σπάνια οι συζητήσεις τελειώνουν όταν το θέλουν οι περισσότεροι συνομιλητές, είτε η κουβέντα με μέλη της οικογένειας, φίλους, συναδέλφους ή ξένους γίνεται διά ζώσης είτε στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο, και αυτό άσχετα με το θέμα της συζήτησης.
Εν μέσω πανδημίας και κατ' ανάγκη απομόνωσης για πολλούς ανθρώπους, οι επαφές εξ αποστάσεως έχουν καταστεί ζωτικές. Οι ερευνητές, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το «Science», το «New Scientist» και τη «Γκάρντιαν», πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα με 252 εθελοντές, άγνωστους μεταξύ τους, που χωρίστηκαν σε ζεύγη και κλήθηκαν να συζητήσουν για όσο και ό,τι ήθελαν, για διάστημα έως 45 λεπτών.
Οι περισσότεροι έκαναν ψιλοκουβεντούλα (πού μεγάλωσαν, τι σπούδασαν κ.ά.), συχνά τόσο βαρετή που «ήταν δύσκολο να την παρακολουθήσεις», σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Άνταμ Μαστρογιάνι του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Μετά έγινε αξιολόγηση των συμμετεχόντων σχετικά με την εμπειρία τους και κυρίως τον τρόπο και τον χρόνο λήξης της συζήτησης.
Διαπιστώθηκε ότι μόλις το 2% από τις 126 συζητήσεις ανά ζεύγη είχε τελειώσει όταν και οι δύο το ήθελαν. Μόνο μερικοί εξωστρεφείς τύποι, το 10% των συμμετεχόντων, ήθελαν η κουβέντα να κρατήσει κι άλλο (μπορεί να βρήκαν και κάποιον πιο ενδιαφέροντα σύντροφο), αλλά η μεγάλη πλειονότητα, το 69%, ήθελαν να είχε τελειώσει νωρίτερα. Κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι ήθελαν οι συζητήσεις τους να είναι 50% μικρότερες (οι περισσότεροι) ή κατά 50% μεγαλύτερες (οι λιγότεροι).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι συχνό το φαινόμενο οι άνθρωποι να «παγιδεύονται» σε μία συζήτηση επειδή εσφαλμένα νομίζουν ότι ο συνομιλητής τους θέλει να συνεχίσουν την κουβέντα. Όταν και οι δύο έχουν την ίδια λανθασμένη εντύπωση, το πράγμα παρατραβάει. Τελικά, οι πιο πολλές συζητήσεις φαίνεται πως διαρκούν περισσότερο από την πραγματική πρόθεση των ανθρώπων. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι τείνουν να κρύψουν τις πραγματικές επιθυμίες τους, ανησυχώντας μήπως φανούν αγενείς, προσβλητικοί ή αδιάφοροι στον άλλον.
Η μελέτη έδειξε ότι σχεδόν δύο στους τρεις (64%) κάνουν λάθος σχετικά με το εάν θέλει ο συνομιλητής τους να συνεχίσει την κουβέντα, είτε υπερεκτιμώντας (συνήθως) είτε υποεκτιμώντας τη διάθεσή του για περαιτέρω συζήτηση. Έξι στις δέκα φορές (60% του χρόνου) και οι δύο θα ήθελαν, στην πραγματικότητα, η συζήτηση να είχε λήξει νωρίτερα (συνήθως) ή αργότερα, μόνο που δεν το αποκαλύπτουν στον άλλον.
Οι ερευνητές έκαναν μία δεύτερη μελέτη, όχι εργαστηριακή, σε 806 ανθρώπους, τους οποίους ρώτησαν σχετικά με τις πρόσφατες συνομιλίες τους και τη διάρκειά τους. Όπως και στο εργαστήριο, δύο στους τρεις (67%) απάντησαν πως ήθελαν η συζήτηση να είχε τελειώσει νωρίτερα. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότερες συζητήσεις είχαν γίνει με την οικογένεια ή με φίλους. «Ακριβώς όπως δεν θα έκοβες απότομα έναν ξένο, δεν θα έκανες το ίδιο ούτε με τη μαμά σου», σχολίασε ο Μαστρογιάνι.
Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν πήρατε στο τηλέφωνο να πείτε «σε αγαπάω», μην το παρατραβάτε. Το «αντίο» που ακολουθεί και θέλει μία τέχνη, καλύτερα να το πείτε νωρίτερα παρά αργότερα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Με άλλα λόγια, το «κουράζουμε το πράγμα», καθώς δεν λέμε να βάλουμε ένα τέλος. Μία νέα ασυνήθιστη αμερικανική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι σπάνια οι συζητήσεις τελειώνουν όταν το θέλουν οι περισσότεροι συνομιλητές, είτε η κουβέντα με μέλη της οικογένειας, φίλους, συναδέλφους ή ξένους γίνεται διά ζώσης είτε στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο, και αυτό άσχετα με το θέμα της συζήτησης.
Εν μέσω πανδημίας και κατ' ανάγκη απομόνωσης για πολλούς ανθρώπους, οι επαφές εξ αποστάσεως έχουν καταστεί ζωτικές. Οι ερευνητές, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το «Science», το «New Scientist» και τη «Γκάρντιαν», πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα με 252 εθελοντές, άγνωστους μεταξύ τους, που χωρίστηκαν σε ζεύγη και κλήθηκαν να συζητήσουν για όσο και ό,τι ήθελαν, για διάστημα έως 45 λεπτών.
Οι περισσότεροι έκαναν ψιλοκουβεντούλα (πού μεγάλωσαν, τι σπούδασαν κ.ά.), συχνά τόσο βαρετή που «ήταν δύσκολο να την παρακολουθήσεις», σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Άνταμ Μαστρογιάνι του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Μετά έγινε αξιολόγηση των συμμετεχόντων σχετικά με την εμπειρία τους και κυρίως τον τρόπο και τον χρόνο λήξης της συζήτησης.
Διαπιστώθηκε ότι μόλις το 2% από τις 126 συζητήσεις ανά ζεύγη είχε τελειώσει όταν και οι δύο το ήθελαν. Μόνο μερικοί εξωστρεφείς τύποι, το 10% των συμμετεχόντων, ήθελαν η κουβέντα να κρατήσει κι άλλο (μπορεί να βρήκαν και κάποιον πιο ενδιαφέροντα σύντροφο), αλλά η μεγάλη πλειονότητα, το 69%, ήθελαν να είχε τελειώσει νωρίτερα. Κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι ήθελαν οι συζητήσεις τους να είναι 50% μικρότερες (οι περισσότεροι) ή κατά 50% μεγαλύτερες (οι λιγότεροι).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι συχνό το φαινόμενο οι άνθρωποι να «παγιδεύονται» σε μία συζήτηση επειδή εσφαλμένα νομίζουν ότι ο συνομιλητής τους θέλει να συνεχίσουν την κουβέντα. Όταν και οι δύο έχουν την ίδια λανθασμένη εντύπωση, το πράγμα παρατραβάει. Τελικά, οι πιο πολλές συζητήσεις φαίνεται πως διαρκούν περισσότερο από την πραγματική πρόθεση των ανθρώπων. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι τείνουν να κρύψουν τις πραγματικές επιθυμίες τους, ανησυχώντας μήπως φανούν αγενείς, προσβλητικοί ή αδιάφοροι στον άλλον.
Η μελέτη έδειξε ότι σχεδόν δύο στους τρεις (64%) κάνουν λάθος σχετικά με το εάν θέλει ο συνομιλητής τους να συνεχίσει την κουβέντα, είτε υπερεκτιμώντας (συνήθως) είτε υποεκτιμώντας τη διάθεσή του για περαιτέρω συζήτηση. Έξι στις δέκα φορές (60% του χρόνου) και οι δύο θα ήθελαν, στην πραγματικότητα, η συζήτηση να είχε λήξει νωρίτερα (συνήθως) ή αργότερα, μόνο που δεν το αποκαλύπτουν στον άλλον.
Οι ερευνητές έκαναν μία δεύτερη μελέτη, όχι εργαστηριακή, σε 806 ανθρώπους, τους οποίους ρώτησαν σχετικά με τις πρόσφατες συνομιλίες τους και τη διάρκειά τους. Όπως και στο εργαστήριο, δύο στους τρεις (67%) απάντησαν πως ήθελαν η συζήτηση να είχε τελειώσει νωρίτερα. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότερες συζητήσεις είχαν γίνει με την οικογένεια ή με φίλους. «Ακριβώς όπως δεν θα έκοβες απότομα έναν ξένο, δεν θα έκανες το ίδιο ούτε με τη μαμά σου», σχολίασε ο Μαστρογιάνι.
Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν πήρατε στο τηλέφωνο να πείτε «σε αγαπάω», μην το παρατραβάτε. Το «αντίο» που ακολουθεί και θέλει μία τέχνη, καλύτερα να το πείτε νωρίτερα παρά αργότερα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αυξημένος ο κίνδυνος Αλτσχάιμερ για όσους κάνουν συχνά αρνητικές σκέψεις
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Terminator: Έρχεται anime σειρά στο Netflix
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ