2021-03-09 10:36:58
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης
Τὴν ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἵδρυσε ὁ Παῦλος κατὰ τὴ β’ ἱεραποστολικὴ περιοδεία του (βλ. Πρ. 17,1 -10), ὅταν μετὰ ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σταθμὸς τῆς ἱεραποστολικῆς δραστηριότητάς του στὸ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ἀκολουθώντας τὴν Ἐγνατία ὁδὸ καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη καὶ Ἀπολλωνία ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ δεύτερου τμήματος τῆς Μακεδονίας, τοῦ τμήματος δηλαδὴ ποὺ ἐκτεινόταν ἀνάμεσα στοὺς ποταμοὺς Στρυμόνα καὶ Ἀξιό, σύμφωνα μὲ τὴ διαίρεση τῆς περιοχῆς ποὺ ἔκαναν οἱ Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴ μάχη τῆς Πύδνας τὸ 168 π.Χ. καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἐξέγερση τοῦ Ἀνδρίσκου ἔγιναν τελικὰ κύριοι τῆς Μακεδονίας τὸ 146 π.Χ.
Τέσσερις περίπου αἰῶνες μετὰ τὴν ἵδρυσή της ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Κάσσανδρο, ὁ ὁποῖος ὅταν τὴν ἵδρυσε τὸ 315 π.Χ. τῆς χάρισε τὸ ὄνομα τῆς συζύγου του, ἑτεροθαλοῦς ἀδελφῆς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, δέχεται ἡ Θεσσαλονίκη, δεύτερη κατὰ σειρὰ εὐρωπαϊκὴ πόλη μετὰ τοὺς Φιλίππους, τὸ σπόρο τοῦ χριστιανικοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ θὰ βλαστήσει στὴ συνέχεια, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν οἱ χριστιανοὶ τῆς πόλης αὐτῆς τὸ πρότυπο ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, ὅπως θὰ γράψει σὲ λίγο ὁ Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς αὐτοὺς (Α’ Θεσ
. 1, 7). Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος διαγγέλλει τὸ μήνυμα τῆς νέας πίστης, ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ πλουσιότερη καὶ πολυανθρωπότερη πόλη τῆς Μακεδονίας, μὲ πάνω ἀπὸ 200 χιλιάδες κατοίκους, ἡ «μητρόπολη» τῆς Μακεδονίας, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ Στράβων, ἔχει τὸ προνόμιο τῆς «ἐλεύθερης πόλης», τὴν ὁποία οἱ Ρωμαῖοι ἐπιτρέπουν νὰ αὐτοδιοικεῖται μὲ τὸ θεσμὸ τῶν 5 ἢ 6 «πολιταρχῶν», τὴν ὕπαρξη τῶν ὁποίων γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς πληροφορίες τοῦ Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καθὼς καὶ ἀπὸ 11 μακεδονικὲς ἐπιγραφὲς ποὺ ἀνάγονται στὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή. Οἱ πολιτάρχες, ἐκλεγμένοι ἀπὸ τὸ λαὸ ἀνώτατοι ἄρχοντες τῆς πόλης, εἶχαν διοικητικά, δικαστικὰ καὶ ἀστυνομικὰ καθήκοντα καὶ ἦταν ὑπεύθυνοι ἔναντι τοῦ «Δήμου», ἑνὸς ἄλλου θεσμοῦ αὐτοδιοίκησης, καθὼς καὶ ἔναντι τοῦ ρωμαίου πραίτωρα (στρατηγοῦ) ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Θεσσαλονίκη.
Στὴ Θεσσαλονίκη κατοικοῦσαν κυρίως Ἕλληνες, Ρωμαῖοι καὶ Ἑβραῖοι. Στὶς πρῶτες ἤδη δεκαετίες μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς πόλης ἦλθαν Ἑβραῖοι ἔμποροι ἀπὸ διάφορες πόλεις τῆς Μεσογείου κι ἀργότερα ὁ ἀριθμὸς της αὐξήθηκε σημαντικά. Ἡ συναγωγὴ ἐξυπηρετοῦσε τὶς ἀνάγκες καὶ ἄλλων Ἰουδαίων τῆς Μακεδονίας. Ἐκεῖ διαβαζόταν ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες, καὶ ἕνας ὁμιλητής, χωρὶς αὐτὸς νὰ εἶναι μόνιμος ἢ προσδιορισμένος ἐκ τῶν προτέρων, ἔκανε τὴν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Στὴν συναγωγὴ αὐτὴ ἐμφανίζεται τὸ ἔτος 50 ὁ Παῦλος γιὰ νὰ δώσει μία αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς· «ἐπὶ τρία σάββατα, σημειώνει ὁ Λουκᾶς, διελέξατο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν καὶ ὅτι οὗτος ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ Ἰησοῦς ὅν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν» (Πρ. 17, 2-3). Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τῆς Π.Δ. στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδίως στὸ σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση, τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου περιλάμβανε ἀκόμη δύο βασικὰ στοιχεῖα, τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὸν ἀληθινὸ ζῶντα Θεὸ καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς ἔνδοξης ἐπανόδου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ λυτρώσει τοὺς πιστοὺς «ἐκ τῆς ὀργῆς τῆς ἐρχομένης» (βλ. Α’ Θεσ. 1,10 καὶ Πρ. 17, 3).
Ὁ Παῦλος ἔμεινε λίγο καιρὸ στὴ Θεσσαλονίκη, πάντως ὄχι μόνο τρεῖς βδομάδες, ὅπως μὲ μία πρώτη ματιὰ μπορεῖ νὰ συμπεράνει κανεὶς ἀπὸ τὸ παραπάνω χωρίο τοῦ Λουκᾶ, γιατί σ’ αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα εἶχε τὸ χρόνο νὰ ἐργαστεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια (Α’ Θεσ. 2, 9), νὰ δεχτεῖ βοηθήματα ἐκ μέρους τῶν Φιλιππησίων (Φιλ. 4, 16) καὶ νὰ δράσει ἱεραποστολικὰ (Α’ Θεσ. 1, 9). Μερικοὶ Ἰουδαῖοι ἀσπάστηκαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ δέχτηκαν τὸ χριστιανισμό, οἱ περισσότεροι ὅμως ὀπαδοὶ του προῆλθαν ἀπὸ τοὺς «σεβομένους ἕλληνας», ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν συγκέντρωναν τὶς ἐλπίδεςτους γιὰ μιὰ ἠθικῶς ἀνώτερη ζωὴ στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἐπίσης μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Παύλου ἦταν καὶ πολλὲς γυναῖκες ἀπὸ τὶς ἀνώτερες τάξεις τῆς πόλης. Μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης θὰ ἦταν πιθανῶς καὶ οἱ Ἀρίσταρχος, Γάϊος Σεκοῦνδος, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ἀλλοῦ ὁ Λουκᾶς ὡς συνεργάτες τοῦ Παύλου μὲ τὴ συμπληρωματικὴ πληροφορία ὅτι ἦταν Θεσσαλονικεῖς (Πρ. 20, 4).
Ἡ παράδοση μάλιστα ποὺ ἀπηχεῖται στὸ ρωμαϊκὸ μαρτυρολόγιο θέλει τὸν Ἀρίσταρχο πρῶτο ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ἄλλη παράδοση ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Ὠριγένης θεωρεῖ ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τὸ Γάϊο. Ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη ἐξόργισε τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι «προσλαβόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν» (Πρ. 17, 5)· κατευθύνθηκαν ὅλοι μαζὶ στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονα ποὺ φιλοξενοῦσε τὸν Παῦλο, καθὼς ὅμως δὲν βρῆκαν ἐκεῖ τὸν ἀπόστολο ἔσυραν τὸν Ἰάσονα μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους νέους χριστιανοὺς ποὺ βρέθηκαν κοντά του στοὺς πολιτάρχες, τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγινε λόγος προηγουμένως. Ἡ κατηγορία ποὺ διατύπωσαν ἐναντίον τῶν φιλοξενουμένων τοῦ Ἰάσονα ἦταν πολιτική: «οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων καίσαρος πράσσουσιν βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι Ἰησοῦν» (Πρ. 17, 7).
Ὁ Ἰάσων ἀφέθηκε ἐλεύθερος ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται, πλήρωσε ἀρκετὴ ἐγγύηση· κι ἀμέσως οἱ νέοι χριστιανοὶ φρόντισαν νὰ συνοδεύσουν τὸν Παῦλο μὲ τοὺς συνεργάτες του τὴ νύκτα μέχρι τὴ Βέροια γιὰ νὰ συνεχίσει κι ἐκεῖ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Μὲ κάποιο ἔμμεσο ὑπαινιγμὸ ὡς πρὸς τὴ στάση τῶν Θεσσαλονικέων γράφει ὁ Λουκᾶς γιὰ τοὺς Βεροιεῖς ὅτι «οὗτοι ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ» (17, 11). Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἔφθασαν ἀπεσταλμένοι τῶν Ἰουδαίων τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ νὰ παρεμποδίσουν τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Παύλου, ἕως ὅτου οἱ χριστιανοὶ τῆς Βέροιας συνόδευαν τὸν ἀπόστολο ὡς ἕνα παραθαλάσσιο μέρος, πιθανῶς τὴ Μεθώνη, γιὰ νὰ ἀποπλεύσει ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὴν Ἀθήνα.
Ὁ Παῦλος ἀγάπησε πολύ τοὺς νέους χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, τοὺς ὁποίους δυστυχῶς ἀναγκάστηκε νὰ ἀποχαιρετίσει πολὺ σύντομα, ἄφησε ὅμως τὸν Τιμόθεο καὶ τὸ Σίλα (κατὰ τὴ διήγηση τῶν Πρ. 17,14) γιὰ νὰ συμπαρασταθοῦν στὶς ἀνάγκες τῶν νέων ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔφευγε ἀπὸ τὴ Βέροια γιὰ τὴν Ἀθήνα. Ὁ Τιμόθεos, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία ἄλλωστε τοῦ Παύλου («ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσιν πρὸς αὐτόν», Πρ. 17, 15) ἔρχεται νὰ τὸν συναντήσει στὴν Ἀθήνα, κι ἀπὸ κεῖ πάλι τὸν στέλνει ὁ Παῦλος στὴ Θεσσαλονίκη,«εἰs τὸ στηρίξαι καὶ παρακαλέσαι ὑπὲρ τῆς πίστεως» (Α’ Θεσ. 3, 2). Σὲ λίγο ὁ Τιμόθεος μαζὶ μὲ τὸ Σίλα ξανασυναντοῦν τὸν Παῦλο στὴν Κόρινθο καὶ τοῦ κομίζουν εὐχάριστες πληροφορίες γιὰ τοὺς νέους χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης καθὼς καὶ ὁρισμένα ἐρωτήματά τους. Ἔτσι ὁ Παῦλος στέλνει ἀπὸ τὴν Κόρινθο τὸ ἔτος 51 στοὺς Θεσσαλονικεῖς τὴν πρώτη ἐπιστολή του.
Δὲν ἄργησε νὰ ἀκολουθήσει καὶ δεύτερη. Πρόκειται γιὰ τὰ πρῶτα γραπτὰ κείμενα τοῦ Παύλου καὶ ὁλόκληρης τῆς Κ.Δ. Ὁ Παῦλος ἐκφράζει ὅλη τὴ συμπάθειά του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς μὲ ἐκφράσεις ποὺ συναγωνίζονται σὲ τρυφερότητα τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ (βλ. π.χ. Α’ Θεσ. 2,7-8-17- 20. 3, 10).
Θὰ θυμοῦνταν ἀσφαλῶς οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀναγνῶστες τῆς ἐπιστολῆς, τὴν προηγούμενη εἰδωλολατρική τους ζωή. Ἐὰν τοὺς θυμίζει καὶ ὁ Παῦλος ὅτι ἐπέστρεψαν «πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ καὶ ἀναμένειν τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, Ἰησοῦν…» (1,9-10), αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς ὑπογραμμίσει τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπερνικήσουν τελείαν κάθε πιθανὴ ὑποσυνείδητη ἐνόχληση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ παρελθόντος. Ὁ Παῦλος σὰν δυνατὸς θεολόγος ἀλλὰ καὶ σὰν καλὸς ψυχολόγος γνωρίζει τὴ δύναμη τῆς συνήθειας στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων· ἡ παραμικρὴ νωχέλεια καὶ ἡ χαλάρωση διευκολύνουν τὴν ἀναβίωση παλιῶν ἁμαρτωλῶν συνηθειῶν. Μὲ βδελυγμία θυμᾶται ἴσως ὁ Παῦλος τὴν ἐντύπωση ποὺ θὰ τοῦ ἔκανε ὁ Ὄλυμπος τὸν ὁποῖο ἔβλεπε στὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Μαζὶ μὲ τὶς θεότητες τοῦ Ὀλύμπου εἶχαν ὀπαδοὺς στὴ Μακεδονία καὶ διάφορες ἄλλες θεότητες τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως ὁ Μίθρας, ὁ Σέραπις, ἡ Κυβέλη, ὁ Ὄσιρις καὶ ἡ Ἴσις κ.ἄ.
Οἱ λατρεῖες αὐτῶν τῶν θεοτήτων ἦταν συνδεδεμένες μὲ διάφορα ὄργια ποὺ οἱ νέοι χριστιανοὶ ἴσως σὲ στιγμὲς ἀδυναμίας νὰ νοσταλγοῦσαν. Γνωρίζοντας λοιπὸν τὴν ὑποσυνείδητη δύναμη τοῦ παρελθόντος ὁ Παῦλος τονίζει πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης ὅτι ἡ νέα πίστη τους ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη ἠθικὴ καθαρότητα: «Τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας» (4, 3). Ἡ πίστη στὰ ἀνύπαρκτα καὶ ψεύτικα εἴδωλα ἀποτελοῦσε ἔκφραση τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ἔδινε διέξοδο στὶς διάφορες ἡδονικές ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ὁ ζῶν καὶ ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ κηρύττει ὁ Παῦλος ἀπαιτεῖ καθαρὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ζητεῖ ἐξαγνισμένα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κέντρο καὶ «μέτρον πάντων χρημάτων» δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ὁποῖο καλεῖται νὰ ἐναρμονιστεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Πηγή: agiazoni
paraklisi
Τὴν ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἵδρυσε ὁ Παῦλος κατὰ τὴ β’ ἱεραποστολικὴ περιοδεία του (βλ. Πρ. 17,1 -10), ὅταν μετὰ ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σταθμὸς τῆς ἱεραποστολικῆς δραστηριότητάς του στὸ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος, ἀκολουθώντας τὴν Ἐγνατία ὁδὸ καὶ περνώντας ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη καὶ Ἀπολλωνία ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ δεύτερου τμήματος τῆς Μακεδονίας, τοῦ τμήματος δηλαδὴ ποὺ ἐκτεινόταν ἀνάμεσα στοὺς ποταμοὺς Στρυμόνα καὶ Ἀξιό, σύμφωνα μὲ τὴ διαίρεση τῆς περιοχῆς ποὺ ἔκαναν οἱ Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴ μάχη τῆς Πύδνας τὸ 168 π.Χ. καὶ μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἐξέγερση τοῦ Ἀνδρίσκου ἔγιναν τελικὰ κύριοι τῆς Μακεδονίας τὸ 146 π.Χ.
Τέσσερις περίπου αἰῶνες μετὰ τὴν ἵδρυσή της ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Κάσσανδρο, ὁ ὁποῖος ὅταν τὴν ἵδρυσε τὸ 315 π.Χ. τῆς χάρισε τὸ ὄνομα τῆς συζύγου του, ἑτεροθαλοῦς ἀδελφῆς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, δέχεται ἡ Θεσσαλονίκη, δεύτερη κατὰ σειρὰ εὐρωπαϊκὴ πόλη μετὰ τοὺς Φιλίππους, τὸ σπόρο τοῦ χριστιανικοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ θὰ βλαστήσει στὴ συνέχεια, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν οἱ χριστιανοὶ τῆς πόλης αὐτῆς τὸ πρότυπο ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, ὅπως θὰ γράψει σὲ λίγο ὁ Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς αὐτοὺς (Α’ Θεσ
Στὴ Θεσσαλονίκη κατοικοῦσαν κυρίως Ἕλληνες, Ρωμαῖοι καὶ Ἑβραῖοι. Στὶς πρῶτες ἤδη δεκαετίες μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς πόλης ἦλθαν Ἑβραῖοι ἔμποροι ἀπὸ διάφορες πόλεις τῆς Μεσογείου κι ἀργότερα ὁ ἀριθμὸς της αὐξήθηκε σημαντικά. Ἡ συναγωγὴ ἐξυπηρετοῦσε τὶς ἀνάγκες καὶ ἄλλων Ἰουδαίων τῆς Μακεδονίας. Ἐκεῖ διαβαζόταν ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες, καὶ ἕνας ὁμιλητής, χωρὶς αὐτὸς νὰ εἶναι μόνιμος ἢ προσδιορισμένος ἐκ τῶν προτέρων, ἔκανε τὴν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Στὴν συναγωγὴ αὐτὴ ἐμφανίζεται τὸ ἔτος 50 ὁ Παῦλος γιὰ νὰ δώσει μία αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς· «ἐπὶ τρία σάββατα, σημειώνει ὁ Λουκᾶς, διελέξατο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν καὶ ὅτι οὗτος ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ Ἰησοῦς ὅν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν» (Πρ. 17, 2-3). Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τῆς Π.Δ. στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδίως στὸ σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση, τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου περιλάμβανε ἀκόμη δύο βασικὰ στοιχεῖα, τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὸν ἀληθινὸ ζῶντα Θεὸ καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς ἔνδοξης ἐπανόδου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ λυτρώσει τοὺς πιστοὺς «ἐκ τῆς ὀργῆς τῆς ἐρχομένης» (βλ. Α’ Θεσ. 1,10 καὶ Πρ. 17, 3).
Ὁ Παῦλος ἔμεινε λίγο καιρὸ στὴ Θεσσαλονίκη, πάντως ὄχι μόνο τρεῖς βδομάδες, ὅπως μὲ μία πρώτη ματιὰ μπορεῖ νὰ συμπεράνει κανεὶς ἀπὸ τὸ παραπάνω χωρίο τοῦ Λουκᾶ, γιατί σ’ αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα εἶχε τὸ χρόνο νὰ ἐργαστεῖ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια (Α’ Θεσ. 2, 9), νὰ δεχτεῖ βοηθήματα ἐκ μέρους τῶν Φιλιππησίων (Φιλ. 4, 16) καὶ νὰ δράσει ἱεραποστολικὰ (Α’ Θεσ. 1, 9). Μερικοὶ Ἰουδαῖοι ἀσπάστηκαν τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ δέχτηκαν τὸ χριστιανισμό, οἱ περισσότεροι ὅμως ὀπαδοὶ του προῆλθαν ἀπὸ τοὺς «σεβομένους ἕλληνας», ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν συγκέντρωναν τὶς ἐλπίδεςτους γιὰ μιὰ ἠθικῶς ἀνώτερη ζωὴ στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἐπίσης μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Παύλου ἦταν καὶ πολλὲς γυναῖκες ἀπὸ τὶς ἀνώτερες τάξεις τῆς πόλης. Μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης θὰ ἦταν πιθανῶς καὶ οἱ Ἀρίσταρχος, Γάϊος Σεκοῦνδος, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ἀλλοῦ ὁ Λουκᾶς ὡς συνεργάτες τοῦ Παύλου μὲ τὴ συμπληρωματικὴ πληροφορία ὅτι ἦταν Θεσσαλονικεῖς (Πρ. 20, 4).
Ἡ παράδοση μάλιστα ποὺ ἀπηχεῖται στὸ ρωμαϊκὸ μαρτυρολόγιο θέλει τὸν Ἀρίσταρχο πρῶτο ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ἄλλη παράδοση ποὺ ἐκπροσωπεῖ ὁ Ὠριγένης θεωρεῖ ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τὸ Γάϊο. Ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη ἐξόργισε τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι «προσλαβόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν» (Πρ. 17, 5)· κατευθύνθηκαν ὅλοι μαζὶ στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονα ποὺ φιλοξενοῦσε τὸν Παῦλο, καθὼς ὅμως δὲν βρῆκαν ἐκεῖ τὸν ἀπόστολο ἔσυραν τὸν Ἰάσονα μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους νέους χριστιανοὺς ποὺ βρέθηκαν κοντά του στοὺς πολιτάρχες, τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγινε λόγος προηγουμένως. Ἡ κατηγορία ποὺ διατύπωσαν ἐναντίον τῶν φιλοξενουμένων τοῦ Ἰάσονα ἦταν πολιτική: «οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων καίσαρος πράσσουσιν βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι Ἰησοῦν» (Πρ. 17, 7).
Ὁ Ἰάσων ἀφέθηκε ἐλεύθερος ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται, πλήρωσε ἀρκετὴ ἐγγύηση· κι ἀμέσως οἱ νέοι χριστιανοὶ φρόντισαν νὰ συνοδεύσουν τὸν Παῦλο μὲ τοὺς συνεργάτες του τὴ νύκτα μέχρι τὴ Βέροια γιὰ νὰ συνεχίσει κι ἐκεῖ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Μὲ κάποιο ἔμμεσο ὑπαινιγμὸ ὡς πρὸς τὴ στάση τῶν Θεσσαλονικέων γράφει ὁ Λουκᾶς γιὰ τοὺς Βεροιεῖς ὅτι «οὗτοι ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ» (17, 11). Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἔφθασαν ἀπεσταλμένοι τῶν Ἰουδαίων τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ νὰ παρεμποδίσουν τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Παύλου, ἕως ὅτου οἱ χριστιανοὶ τῆς Βέροιας συνόδευαν τὸν ἀπόστολο ὡς ἕνα παραθαλάσσιο μέρος, πιθανῶς τὴ Μεθώνη, γιὰ νὰ ἀποπλεύσει ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὴν Ἀθήνα.
Ὁ Παῦλος ἀγάπησε πολύ τοὺς νέους χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, τοὺς ὁποίους δυστυχῶς ἀναγκάστηκε νὰ ἀποχαιρετίσει πολὺ σύντομα, ἄφησε ὅμως τὸν Τιμόθεο καὶ τὸ Σίλα (κατὰ τὴ διήγηση τῶν Πρ. 17,14) γιὰ νὰ συμπαρασταθοῦν στὶς ἀνάγκες τῶν νέων ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔφευγε ἀπὸ τὴ Βέροια γιὰ τὴν Ἀθήνα. Ὁ Τιμόθεos, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία ἄλλωστε τοῦ Παύλου («ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσιν πρὸς αὐτόν», Πρ. 17, 15) ἔρχεται νὰ τὸν συναντήσει στὴν Ἀθήνα, κι ἀπὸ κεῖ πάλι τὸν στέλνει ὁ Παῦλος στὴ Θεσσαλονίκη,«εἰs τὸ στηρίξαι καὶ παρακαλέσαι ὑπὲρ τῆς πίστεως» (Α’ Θεσ. 3, 2). Σὲ λίγο ὁ Τιμόθεος μαζὶ μὲ τὸ Σίλα ξανασυναντοῦν τὸν Παῦλο στὴν Κόρινθο καὶ τοῦ κομίζουν εὐχάριστες πληροφορίες γιὰ τοὺς νέους χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης καθὼς καὶ ὁρισμένα ἐρωτήματά τους. Ἔτσι ὁ Παῦλος στέλνει ἀπὸ τὴν Κόρινθο τὸ ἔτος 51 στοὺς Θεσσαλονικεῖς τὴν πρώτη ἐπιστολή του.
Δὲν ἄργησε νὰ ἀκολουθήσει καὶ δεύτερη. Πρόκειται γιὰ τὰ πρῶτα γραπτὰ κείμενα τοῦ Παύλου καὶ ὁλόκληρης τῆς Κ.Δ. Ὁ Παῦλος ἐκφράζει ὅλη τὴ συμπάθειά του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς μὲ ἐκφράσεις ποὺ συναγωνίζονται σὲ τρυφερότητα τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ (βλ. π.χ. Α’ Θεσ. 2,7-8-17- 20. 3, 10).
Θὰ θυμοῦνταν ἀσφαλῶς οἱ περισσότεροι χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀναγνῶστες τῆς ἐπιστολῆς, τὴν προηγούμενη εἰδωλολατρική τους ζωή. Ἐὰν τοὺς θυμίζει καὶ ὁ Παῦλος ὅτι ἐπέστρεψαν «πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ καὶ ἀναμένειν τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, Ἰησοῦν…» (1,9-10), αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς ὑπογραμμίσει τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπερνικήσουν τελείαν κάθε πιθανὴ ὑποσυνείδητη ἐνόχληση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ παρελθόντος. Ὁ Παῦλος σὰν δυνατὸς θεολόγος ἀλλὰ καὶ σὰν καλὸς ψυχολόγος γνωρίζει τὴ δύναμη τῆς συνήθειας στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων· ἡ παραμικρὴ νωχέλεια καὶ ἡ χαλάρωση διευκολύνουν τὴν ἀναβίωση παλιῶν ἁμαρτωλῶν συνηθειῶν. Μὲ βδελυγμία θυμᾶται ἴσως ὁ Παῦλος τὴν ἐντύπωση ποὺ θὰ τοῦ ἔκανε ὁ Ὄλυμπος τὸν ὁποῖο ἔβλεπε στὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Μαζὶ μὲ τὶς θεότητες τοῦ Ὀλύμπου εἶχαν ὀπαδοὺς στὴ Μακεδονία καὶ διάφορες ἄλλες θεότητες τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως ὁ Μίθρας, ὁ Σέραπις, ἡ Κυβέλη, ὁ Ὄσιρις καὶ ἡ Ἴσις κ.ἄ.
Οἱ λατρεῖες αὐτῶν τῶν θεοτήτων ἦταν συνδεδεμένες μὲ διάφορα ὄργια ποὺ οἱ νέοι χριστιανοὶ ἴσως σὲ στιγμὲς ἀδυναμίας νὰ νοσταλγοῦσαν. Γνωρίζοντας λοιπὸν τὴν ὑποσυνείδητη δύναμη τοῦ παρελθόντος ὁ Παῦλος τονίζει πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης ὅτι ἡ νέα πίστη τους ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη ἠθικὴ καθαρότητα: «Τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας» (4, 3). Ἡ πίστη στὰ ἀνύπαρκτα καὶ ψεύτικα εἴδωλα ἀποτελοῦσε ἔκφραση τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ἔδινε διέξοδο στὶς διάφορες ἡδονικές ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ὁ ζῶν καὶ ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ κηρύττει ὁ Παῦλος ἀπαιτεῖ καθαρὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ζητεῖ ἐξαγνισμένα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κέντρο καὶ «μέτρον πάντων χρημάτων» δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ὁποῖο καλεῖται νὰ ἐναρμονιστεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Πηγή: agiazoni
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πτωχευτικός Κώδικας: Έτσι θα πτωχεύει μία εταιρία ή ένας επαγγελματίας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ