Η κατήχηση ως μέσο χριστιανικής αγωγής
κατά τον Άγιο Νεκτάριο
Παναγιώτης Τσαγκάρης
Καθηγητής Θεολόγος, Υπ. Δρ. Θεολογίας,
Μάστερ Θεολογίας Α.Π.Θ.,
Γενικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
Εισήγηση στο 2ο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων που έλαβε χώρα διαδικτυακά στις 13 & 14 Νοεμβρίου 2020 με θέμα: Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί. Βίος και έργο του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του θαυματουργού († 1920 εκατό έτη από την κοίμησή του). Το Συνέδριο μεταδιδόταν ζωντανά στο διαδίκτυο και το βίντεό του βρίσκεται μόνιμα αναρτημένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: Synedrio.petheol.gr
Περίληψη
Η παρατιθέμενη εργασία «Η κατήχηση ως μέσο χριστιανικής αγωγής κατά τον Άγιο Νεκτάριο» αποτελεί την επιστημονική Εισήγηση μας στο Β ́ Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο, που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και διεξήχθη διαδικτυακά, Παρασκευή 13 & Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020, με θέμα «Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί. Βίος και έργο του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του θαυματουργού», († 1920 εκατό έτη από την κοίμησή του).
Κεντρικός στόχος της παραπάνω μελέτη μας είναι η ανίχνευση της σημασίας της Ορθόδοξης Κατήχησης στη θεολογική σκέψη, στη διδακτική θεωρία και πράξη αλλά και στην ποιμαντική πρακτική του Αγίου Νεκταρίου καθώς και των πιθανών προεκτάσεων των αντιλήψεων του Αγίου για την Κατήχηση, στη σημερινή εκκλησιαστική και εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Όπως διαπιστώσαμε από τη διαπραγμάτευση του θέματός μας, η Κατήχηση για τον Άγιο Νεκτάριο, δεν είναι μόνον μία απλή θεωρητική ανάλυση των αληθειών της πίστης, αλλά περιλαμβάνει και κάτι βαθύτερο. Και αυτό δεν είναι άλλο, από την, διαμέσου της γνώσης των αληθειών της πίστης, έμπρακτη βίωση του «γνησίου καὶ ἀκραιφνοῦς τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Ἐκκλησίας»[1] ορθοδόξου πνεύματος από τους χριστιανούς, ώστε τελικά να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός της σωτηρίας του ανθρώπου.
Εξεταζόμενη υπό αυτή την οπτική γωνία η Κατήχηση είναι χρήσιμη και απαραίτητη και στη σημερινή εποχή, για να θρέψει πνευματικά και ορθόδοξα τον κλυδωνιζόμενο από κάθε είδους κινδύνους ορθόδοξο χριστιανικό λαό.
Λέξεις - Κλειδιά:
Κατήχηση, Πίστη, Ορθόδοξο πνεύμα, Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή.
***
«Catechesis as means of Christian education
by Saint Nektarios»
Panagiotis Tsagkaris,
Theologian, PhD candidate of Theology AUTh,
Master of Theology AUTh,
General Secretary of Panhellenic Union of Theologians
Summary
The cited paper «Catechesis as means of Christian education by Saint Nektarios» constitutes our scientific Contribution to the 2nd International Theological Conference, that was organized by the Panhellenic Union of Theologians and conducted online on Friday the 13th and Saturday the 14th November 2020, on the subject: «Honour to Saint Nektarios. The life and work of the miraculous Saint Nektarios of Pentapoles», (1920, 100 years from his passing). The basic purpose of the above study is to trace the meaning of Orthodox Catechesis in the theological contemplation, teaching theory and practice, as well as to the pastoral practice of Saint Nektarios and the possible effect of Saint Nektarios’ perception for Catechesis, in the current educative reality and state of church.
As it was determined from the discussion of our subject, Catechesis for Saint Nektarios is not simply just one and only theoretical analysis of the truth of faith, but it also requires some more profound thinking. This is none the other than the practical experience of the «genuine and pure Orthodox Church»[2] and of the orthodox spirit that Christians experience through the knowledge of the truths of faith, so as to achieve the ultimate goal of human salvation.
All in all, as examined by that point of view, Catechesis is useful and necessary to this present day, in order to nourish spiritually in an orthodox manner, the Christian orthodox people who are driven by different kinds of danger.
***
Keywords:
Catechesis, Faith, Orthodox spirit, Orthodox Christian Education.
***
Την 1 Οκτωβρίου του 1846 γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης ο κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς, ο μετέπειτα Άγιος Νεκτάριος των Ορθοδόξων χριστιανών, ο Επίσκοπος Πενταπόλεως, ο ἐν Αἰγίνῃ, ο θαυματουργός. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη (1860), στη Χίο, όπου εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή με το όνομα Λάζαρος (1876) και κατόπιν, χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος (1877), στην Αθήνα όπου λαμβάνει το πτυχίο της Θεολογίας (1885), στην Αίγυπτο όπου χειροτονείται πρεσβύτερος (1886) και λαμβάνει το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη και κατόπιν χειροτονείται Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1889). Μετά την άδικη εκδίωξή του από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, εργάζεται ως ιεροκήρυκας στην Εύβοια (1891) και έπειτα για ένα εξάμηνο, στην Φθιώτιδα και τη Φωκίδα, κατόπιν στην Αθήνα ως διευθυντής της ονομαστής τότε, Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (1894) –κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Ριζάρειο, επισκέπτεται και το Άγιον Όρος (1898)– και τέλος, μετά την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου, ησυχάζει στην Αίγινα (1908) ως πνευματικός πατέρας της Γυναικείας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής της Αγίας Τριάδος που ίδρυσε (1904) στο νησί αυτό, στο οποίο και ετάφη, όταν στις 9 Νοεμβρίου του 1920 τελείωσε την επίγεια ζωή του.
Όπως διαπιστώνουμε, ο Άγιος έζησε επί ικανό χρόνο σε περιοχές της Ασιατικής, της Αφρικανικής και της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, όπου βρισκόταν απλωμένος ο Ελληνισμός, σε μια απρόβλεπτη και ταραχώδη περίοδο. Ήταν η εποχή μετά την επανάσταση του 1821 και τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια (1831), της βασιλείας του Όθωνα (1832), της Αντιβασιλείας (1833), της Συνταγματικής μοναρχίας (1844-1862), του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878), του Γεωργίου του Α΄ (1863-1913), του Χαριλάου Τρικούπη (1832-1896), του Ελευθερίου Βενιζέλου (1864-1936), της Μεγάλης Ιδέας, του Κρητικού, του Ανατολικού και του Μακεδονικού ζητήματος, του ελληνοτουρκικού πολέμου (1897), της επανάστασης των Νεοτούρκων (1908), του κινήματος στο Γουδί (1909), των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) και της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919).
Παράλληλα, υπήρξε και μία εκκλησιαστική περίοδος, που καθόρισε την πορεία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, καθώς συνέβη, πραξικοπηματικά, η αυτοανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η απόσπασή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η πλήρης υποταγή της, μετά τον Καταστατικό Χάρτη του 1833, στην ελληνική «Νόμῳ κρατοῦσα Πολιτεία». Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός αναφέρεται χαρακτηριστικά σε όσα συνέβησαν, από εκείνη την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα και μετά, καθώς και για τις συνέπειες που είχαν στην εκκλησιαστική ζωή, κάνοντας λόγο για την «καταστροφή βυζαντινών εκκλησιών, διάλυση μοναστηριών και εξουθένωση τού μοναχικού βίου, δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, διώξεις μοναχών και αγωνιστών κληρικών, έξαρση της προτεσταντικής προπαγάνδας (δράση μισσιοναρίων). Έχουμε επίσης, διάσπαση των εκκλησιαστικών δυνάμεων (συγκρούσεις Οικονόμου-Φαρμακίδη-Βάμβα), μείωση του κύρους του Κλήρου, υπαλληλοποίησή του και αποεκκλησιοποίηση της παιδείας, εκδυτικισμό της ζωής, απομόνωση της Εκκλησίας και κατάλυση του εθναρχικού της ρόλου, με τη μεταβολή της σε απλό σωματείο, ελεγχόμενο απόλυτα από το κράτος»[3].
Ο π. Γεώργιος περιγράφει με μελανά χρώματα, όσα επακολούθησαν μετά την πνευματική απομάκρυνση της Ελλαδικής Εκκλησίας από τη Μητέρα Εκκλησία: «Επιβλήθηκε η απρόσκοπτη επιβολή της εξουσίας του κράτους σε όλο το φάσμα της εθνικής ζωής, όταν μάλιστα ο παπικός βασιλέας(Όθωνας) αυτοανακηρύχθηκε “κυριάρχης” της Εκκλησίας, έστω και αν διευκρινιζόταν, ότι τούτο ίσχυε για το “διοικητικόν μέρος”. Ο κοινοβουλευτισμός (1843) και η κανονική ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου (1850) δεν θα θεραπεύσουν την κατάσταση (πρβλ. νομούς Σ και ΣΑ'), ούτε ακόμη και οι μετά το 1923 μεταβολές. Απλώς θα αλλάξει η ορολογία. Οι βαθύτεροι στόχοι, όμως, θα μένουν απαρασάλευτοι. Υπό οιοδήποτε μεταγενέστερο πολιτικό καθεστώς, η Εκκλησία έπρεπε να μένει εύχρηστο μέγεθος για τη λειτουργία της Πολιτείας και ποτέ ισότιμο με αυτήν και συνεπώς “επικίνδυνο”».[4]
Μέσα σε αυτήν την ιστορικοπολιτική και κοινωνικοοικονομική κοσμοχαλασιά αγωνιζόταν και η ελληνική παιδεία να βρει τον βηματισμό της. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνει η Χρυσή Δ. Ντουρανίδου, όσον αφορά στη θρησκευτική εκπαίδευση του νεοσύστατου ελληνικού κρατιδίου, «η νεοϊδρυθείσα Θεολογική Σχολή Αθηνών(1837) λειτούργησε κατά το πρότυπο των γερμανικών Πανεπιστημίων και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις διαμορφώσεως μιας ακαδημαϊκής πανεπιστημιακής θεολογίας. Οι καθηγητές της Σχολής εφάρμοζαν θεολογικές μεθόδους, που απηχούσαν τον σχολαστικισμό ή τον ορθολογισμό και δίδασκαν ένα αμάλγαμα τριπλής συνθέσεως από θεωρίες μισοορθόδοξες, θωμιστικές και λουθηρανικές. Με αυτήν όμως τη μέθοδο, κατέληγε κανείς ή σε μια γνώση ενός Θεού με ορθολογικούς όρους και φιλοσοφικούς στοχασμούς ή σε μια μορφή αθεΐας, δηλαδή στον τέλειο αγνωστικισμό, κατά τον μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτη. Οι προτεσταντικοί κύκλοι αρνούνταν την Ιερά Παράδοση, την τιμή της Θεοτόκου και των Αγίων, τις εικόνες, τα μνημόσυνα και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Χλεύαζαν εκκλησιαστικές τελετές, την ορθόδοξη ιεραρχία και τη μοναχική πολιτεία. Δεν μπόρεσαν, όμως, να ξεριζώσουν από την ελληνική ψυχή το ορθόδοξο φρόνημα.»[5]
Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει η Χρ. Ντουρανίδου, ο Φώτης Κόντογλου (1896-1965) υπογραμμίζει σχετικά με το πνευματικό κόστος της εποχής που είχε η Εκκλησία: “Ή ορθοδοξία έγινε λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλεμένων δασκάλων. Μα η αληθινή ορθοδοξία, πού είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθιά στην καρδιά του ορθοδοξότατου λαού μας, που, όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει”.»[6]
Με την εκτεταμένη εισαγωγική παράθεση των παραπάνω ιστορικών στοιχείων θεωρούμε ότι καθίσταται εμφανέστατο το γεγονός, ότι ο Άγιος Νεκτάριος έζησε σε μια πάρα πολύ ταραγμένη χρονική περίοδο, που παρουσίαζε πολλές και ποικιλόμορφες δυσκολίες και κατά την οποία μεγάλες συμφορές -μεταξύ όλων των άλλων, η βαυαροκρατία, ο μισσιοναρισμός και ο εκδυτικισμός- σημάδεψαν την ιστορική πορεία του νεοπαγούς ελληνικού κράτους, της αρτισύστατης ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και της ελληνορθόδοξης παιδείας.
Η γνώση του παραπάνω χρονικού – ιστορικού αλλά και του εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο κλήθηκε παρά Θεού ο Άγιος Νεκτάριος να καταθέσει τη μαρτυρία της πίστεως, παρέχει επίσης, τη δυνατότητα : 1) Να διακρίνουμε ακριβέστερα μέσα στα θυελλώδη χρόνια που έζησε, την απόλυτη αναγκαιότητα του ποιμαντικού, διδακτικού – κατηχητικού έργου του Αγίου. 2) Να εκτιμήσουμε πληρέστερα την μοναδική και μεγαλειώδη πνευματική προσφορά του στην Εκκλησία και τον Ελληνισμό. 3) Να συγκλονιστούμε από το μεγαλείο της παραδειγματικής μαρτυρίας της όλης ζωής του, προς χάριν της πνευματικής οικοδομής του λαού του Θεού.
Πραγματικά, η μαρτυρία του ήταν μαρτυρία ζωής, μαρτυρία λόγων και έργων παιδιόθεν. Μικρό παιδί ακόμη, επαναλάμβανε συνεχώς το «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι»[7], έχοντας διακαή πόθο να πραγματώσει στη ζωή του αυτή την ψαλμική πρόταση - ευχή.[8]
Είναι χαρακτηριστικό του ένθεου ζήλου που διακατέχει τον Άγιο προς διάδοση των λόγων του Θεού, ότι σε νεαρή ηλικία εργαζόμενος ο Άγιος, για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, σε καπνοπωλείο της Κωνσταντινούπολης, θα γράφει επάνω στα χαρτιά που τύλιγαν τον καπνό, αγιογραφικά χωρία και διάφορα ρητά για να προσφέρει έτσι, τον θησαυρό της Αγίας Πίστης σ΄ εκείνους που θα αγόραζαν τον καπνό και θα διάβαζαν πιθανόν και όσα εκείνος είχε φροντίσει να καλλιγραφήσει επάνω στα χαρτιά περιτυλίγματος του καπνού.[9] Και από τότε και μέχρι τέλους της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος αναλώθηκε σε αυτό το έργο που ο πρωτοκορυφαίος απόστολος των εθνών Παύλος επιφόρτισε και τον μαθητή του Τιμόθεο λέγοντάς του : «Διαμαρτύρομαι οὖν ἐγὼ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μέλλοντος κρίνειν ζῶντας καὶ νεκροὺς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ. ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται. σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον.» [10] Δηλαδή, «Σε εξορκίζω λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος πρόκειται να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς κατά τη δεύτερη ένδοξη φανέρωσή του και τη βασιλεία του, κήρυξε το λόγο του Θεού, στάσου επιτηρητής και καθοδηγητής στους ακροατές σου όχι μόνο σε περιστάσεις κατάλληλες αλλά και σ’ εκείνες που φαίνονται ακατάλληλες, έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε με κάθε υπομονή και κάθε μέθοδο διδασκαλίας.
Κι έτσι ακούραστα να επιτελείς το έργο σου, διότι θα έλθει καιρός που οι άνθρωποι δεν θα ανέχονται τη σωστή και αληθινή διδασκαλία, αλλά σύμφωνα με τις προσωπικές τους επιθυμίες και συμπάθειες θα εκλέγουν για τους εαυτούς τους ένα σωρό, πλήθος ολόκληρο από διδασκάλους. Και θα προτιμούν εκείνους που από τη διδασκαλία τους θα αισθάνονται γαργαλισμό και τέρψη στα αυτιά τους.
Και θα αποστρέψουν με δυσαρέσκεια τ’ αυτιά τους από την αλήθεια, ενώ θα στραφούν και θα παρεκτραπούν μόνοι τους σε μύθους.
Εσύ όμως πρόσεχε άγρυπνα όλα όσα σου παρουσιάζει το ποιμαντικό σου έργο. Κόπιασε, κάνε έργο ευαγγελιστού, ολοκλήρωσε με επιτυχία τη διακονία που σου ανατέθηκε στην Εκκλησία.»[11]
Αποτέλεσμα της εργώδους ευαγγελικής μαρτυρίας του Αγίου στον πνευματικό αμπελώνα του Κυρίου είναι και η συγγραφή περί των εξήντα (60) και πλέον βιβλίων και εργασιών. Ένα έργο τιτάνιο για την πολυτάραχη εποχή του, ένας πραγματικός συγγραφικός άθλος, αν συνυπολογίσουμε ότι αυτό συντελέσθηκε κατά τη διάρκεια της έντονης και ποικιλότροπης ποιμαντικής του δραστηριότητας, τις συνθήκες της οικονομικής ανέχειας μέσα στις οποίες εργαζόταν[12] -έφτασε σε σημείο να μην έχει χρήματα ούτε τα εισιτήρια του να πληρώσει για να πάει στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει στην Αίγινα[13]- των ασθενειών που τον ταλαιπώρησαν[14], αλλά και τις σκληρές διώξεις[15] και τις πικρές συκοφαντίες[16] που με καρτερία υπέμεινε καθ΄ όλη την ζωή του, καθώς και τις αμέτρητες ώρες που απαιτούνταν και τις δυσκολίες που υπήρξαν όταν προσπαθούσε να ανεύρει, να αγοράσει και να μελετήσει τις βιβλιογραφικές πηγές και να συγγράψει με τόσο μεγάλο κόστος για την έκδοσή τους τόσα βιβλία, αν λάβει κανείς υπόψη ταυτόχρονα και την απουσία σημαντικών εσόδων από την πώληση τους. «Ἀλλὰ τὴν προσπάθειά του αὐτὴ τὴν ἐνίσχυε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἀμετάθετος σκοπός του νὰ βοηθήσει τοὺς χριστιανούς, ἀφοῦ, πάλι, κατὰ τὸν Χρύσ. Παπαδόπουλο, "εἶχε μέγαν ζῆλον πρὸς πνευματικὸν φωτισμὸν τοῦ λαοῦ"».[17]
Ανάμεσα στα βιβλία του Αγίου Νεκταρίου περίοπτη θέση κατέχει και το έργο του «Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις» που συνέγραψε το 1899 ως διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Όπως αναφέρει στην αρχή αυτού του βιβλίου του ο ίδιος ο συγγραφέας: «Ἀναλαβῶν τὴν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῆς Ἱερᾶς Κατηχήσεως καὶ ὀφείλων νὰ διδάξω αὐτὸ ἐν ἐκτάσει κατὰ τὸν νέον της Σχολῆς ὀργανισμόν, ἠναγκάσθην νὰ συντάξω ἰδὶαν κατήχησιν κατὰ τᾶς διατάξεις τοῦ νέου ὀργανισμοῦ τῆς Σχολῆς.»[18] Πίστευε προφανώς ο Άγιος, ότι οι ιστορικές και εκκλησιαστικές συνθήκες της εποχής, τις οποίες προαναφέραμε, το μορφωτικό επίπεδο του λαού αλλά και των σπουδαστών της σχολής οι οποίοι θα αποτελούσαν και το αυριανό στελεχιακό δυναμικό της Εκκλησίας, επέβαλαν την συγγραφή μιας νέας σύγχρονης Ορθόδοξης Χριστιανικής Κατήχησης που θα βασιζόταν επάνω στις προγενέστερες[19], όπως την «Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν» του Μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνος και την Κατήχηση του καθηγητή Δημητρίου Βερναρδάκη, αλλά ταυτόχρονα θα προσκόμιζε και νέα στοιχεία τα οποία θα καθιστούσαν το βιβλίο του «τελειότερον καί πληρέστερον»[20] των προειρημένων. Ένα βιβλίο που θα αποτελούσε μία ακόμη, πέραν όλων των άλλων ποιμαντικών – κατηχητικών και παιδευτικών του παρεμβάσεων, ορθόδοξη απάντηση στον άθεο ορθολογισμό και τον εισαγόμενο ευρωπαϊκό διαφωτισμό που ταλάνιζε τον ελληνικό πνευματικό και εκκλησιαστικό κόσμο, τον προσηλυτισμό που ασκούσε υπέρ του Παπισμού και του Προτεσταντισμού ο μαχητικός μισσιοναρισμός, τον άκρατο και άκριτο κρατικό εκδυτικισμό, την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας αλλά και την απαιδευσία, την αδιαφορία και την εχθρότητα, ακόμη, προς την ορθόδοξη πίστη και Εκκλησία, που σάρωναν κυριολεκτικά, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα. Γι’ αυτόν τον λόγο, συνεπώς, συγγράφει ο Άγιος Νεκτάριος, μεταξύ των άλλων ψυχοφελέστατων συγγραμμάτων του και την Ορθόδοξη Ιερά Κατήχηση, με σκοπό τη διαφώτιση αλλά και τον ορθόδοξο επανευαγγελισμό του κλυδωνιζόμενου από παντοειδείς κινδύνους, χριστεπώνυμου πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Ἐν τὴ ἀναπτύξει καὶ τὴ οἰκονομία τοῦ ἔργου ἠκολούθησα ἰδὶα μεθόδω, νομίζων ὅτι καθιστῶ τὸ βιβλίον ἐν τὴ διδασκαλία αὐτοῦ εὐμέθοδον καὶ διδακτικὸν»[21] θα αναφέρει ο Άγιος. Συνέθεσε, λοιπόν, την ύλη της Ορθόδοξης Κατήχησής του, την οποία χώρισε σε τρία μέρη, το Δογματικό, το Ηθικό και το Ιεροτελεστικόν, με την μορφή πλήθους σύντομων ερωτοαποκρίσεων, που διακρίνονται για την απλότητα, τη συντομία και τη σαφήνειά τους, με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση αλλά και απομνημόνευση των θεμάτων από τους αναγνώστες του βιβλίου. Ακολουθεί δηλαδή, το πρότυπο εκείνο που χαρακτηρίζει τη διδασκαλία του Κυρίου την απλότητα, την ακριβολογία, τη σαφήνεια, τη χάρη και τη φυσικότητα.[22]
«Ἡ τοῦ ὅλου ἔργου οἰκονομία, θὰ συμπληρώσει ὁ ἴδιος, ἐμφαίνεται ἐν τῷ πίνακι τοῦ περιεχομένου' φρονῶν δὲ ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος ἀποβαίνει ὠφελιμωτέρα καὶ ἐποικοδομικωτέρα διὰ τῆς προσθήκης ἀναγκαίων σημειώσεων, ἐπισυνάπτω ἐν τέλει παράρτημα τούτων.
Τοιοῦτον ἐν ὀλίγοις τὸ ἐμὸν πόνημα, ὅπερ τὸ ἐπ’ ἐμοὶ ἐφιλοτιμήθην νὰ καταστήσω ὡς οἶον τε τελειότερον καὶ πληρέστερον, καὶ νὰ ἀναπτύξω κατὰ τὸ γνήσιον καὶ ἀκραιφνές τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Ἐκκλησίας πνεῦμα.»[23] Αυτό «τὸ γνήσιον καὶ ἀκραιφνές τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Ἐκκλησίας πνεῦμα» διέκρινε πάντα τον Άγιο και παρά τις πειρασμικές αντιξοότητες που ορθώνονταν αδιάκοπα μπροστά του, εκείνος αγωνιζόταν πάντοτε, να διασώσει, να μορφοποιήσει με την ίδια του τη ζωή αλλά και να μεταλαμπαδεύσει στους μαθητές του και στον λαό του Θεού.
Η Κατήχηση λοιπόν, για τον Άγιο Νεκτάριο, δεν ήταν απλά και μόνον μία απλή θεωρητική ανάλυση των αληθειών της πίστης, αλλά περιλάμβανε κάτι βαθύτερο. Και αυτό δεν ήταν άλλο από την, διαμέσου της γνώσης των αληθειών της πίστης, έμπρακτη βίωση του «γνησίου καὶ ἀκραιφνοῦς» ορθοδόξου πνεύματος από τους χριστιανούς.
Κατήχηση για τον Άγιο, είναι η «διδασκαλία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, δί΄ ἧς ὁ κατηχούμενος καὶ ὁ μὴ κατηχηθεῖς παῖς χριστιανὸς ἐκδιδάσκεται τᾶς δογματικᾶς καὶ ἠθικᾶς ἀληθείας τοῦ Χριστιανισμοῦ»[24]. Αυτό όμως προτείνεται «διότι διὰ τῆς κατηχήσεως ἡ Ἐκκλησία ἐπιζητεῖ νὰ διδάξη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναδείξη τοὺς δεχομένους αὐτὴν σταθεροὺς καὶ ἀκλονήτους ἐν τὴ πίστει καὶ ἑδραίους ἐν ταὶς θρησκευτικαὶς πεποιθήσεσιν αὐτῶν»[25]. Και θα συμπληρώσει ο Άγιος, «ἡ Ἐκκλησία ζητεῖ πίστιν, διότι διὰ μόνης της εἰς Χριστὸν πίστεως σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ εἰς τὸν Σωτήρα Χριστὸν πίστις ἐστὶν ἡ μόνη δικαιοῦσα τὸν ἄνθρωπον ἀπολογία, καὶ ἡ μόνη θύρα ἡ εἰσάγουσα εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Διὰ τῆς πίστεως πρὸς τὸν Σωτήρα, ὁμολογεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν διὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ γενομένην τῷ κόσμῳ σωτηρίαν, τὴν θείαν χάριν καὶ τὸ θεῖον ἔλεος, δι’ ὧν ἐκλήθη εἰς τὴν σωτηρίαν, καὶ ἀποδέχεται, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας, νὰ φέρη τὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τηρήση τᾶς θείας αὐτοῦ ἐντολᾶς.»[26] Και συνεχίζει ο Άγιος, «ἡ Ἐκκλησία δοξάζει περὶ τῆς δικαιούσης πίστεως, ὅτι αὔτη ἐστὶν ἔργον κοινόν της θείας χάριτος τῆς καλούσης καὶ ἐνεργούσης καὶ τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἐνωτιζομένου καὶ συνεργοῦντος.»[27] Η τελολογία λοιπόν, της Κατηχήσης για τον Άγιο Νεκτάριο, συνίσταται στη σωτηρία του ανθρώπου διαμέσου της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Αυτό, κατά τον Άγιο, συμπεριλαμβάνει περιληπτικά «τὸ γνήσιον καὶ ἀκραιφνές τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Ἐκκλησίας πνεῦμα».
Αυτός είναι και ο κύριος σκοπός του ορθόδοξου μορφωτικού - κατηχητικού έργου τον οποίον μάλιστα, κατά τον αείμνηστο καθηγητή Ευάγγελο Δ. Θεοδώρου[28], διατύπωσε περιφανέστατα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με τους επιγραμματικούς λόγους: "Χριστῷ συνταφῆναί με δεῖ, Χριστῷ συναναστῆναι, συγκληρονομῆσαι Χριστῷ, υἱὸν γενέσθαι Θεοῦ, θεὸν αὐτόν. "[29].
Κατήχηση θα διευκρινίσει και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος δεν είναι «μόνον η θεωρητική ανάλυση της πίστεως. Δεν το αποκλείουμε και αυτό, αλλά κυρίως είναι η ασκητική προσπάθεια να οδηγηθεί ο άνθρωπος στον φωτισμό του νου…είναι η ασκητική μέθοδος της ορθοδόξου ευσέβειας ή όπως λέγεται η θεραπευτική αγωγή την οποία διαθέτει η Εκκλησία. Ο άνθρωπος πρέπει να θεραπευθεί ψυχικά. Και αυτή η θεραπεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διέλευση του ανθρώπου από την κάθαρση στο φωτισμό και εν συνεχεία η πορεία προς τη θέωση. Εδώ βρίσκεται ο σκοπός του ανθρώπου, αλλά και ο σκοπός της Εκκλησίας.»[30]
Αυτόν τον σκοπό, την σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου διαμέσου της «ἐν Χριστῷ» αγωγής αυτής, υπηρετεί το όλο κατηχητικό και ποιμαντικό έργο αλλά και όλη η βιοτή του Αγίου Νεκταρίου. Έτσι, η ζωή του Αγίου πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί δίκαια ο Άγιος Νεκτάριος, ως το ένσαρκο Ευαγγέλιο του Χριστού αλλά και ως η ένσαρκη Ορθόδοξη Ιερά Κατήχηση.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής κ. Ιωάννης Κογκούλης, «οι Πατέρες εφαρμόζουν πάντοτε μία διπλή γνωσιολογική μεθοδολογία: ενώ οι αλήθειες της πίστεως γίνονται μεθεκτές ως αποκάλυψη, ως θεοπτία, η διατύπωσή τους χρησιμοποιεί όλα τα όπλα της διανοίας (Ν. Ματσούκα, 1996, 138-139). Ο άνθρωπος με τον νου (πνεύμα) ορά τον Θεό, ενώ με τον λόγο (διάνοια) εκφράζει λογικά και επιστημονικά και όχι παράλογα, ακατανόητα και ατεκμηρίωτα τις εμπειρίες του. Βλέπουμε, λοιπόν, πως οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετωπίζουν τα δύο μεγέθη (θεοπτία/λογική επεξεργασία) πάντοτε στα πλαίσια μιας λειτουργικής σχέσης κατά την οποία το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Το ίδιο επαληθεύεται και στη ζωή των Πατέρων. Οι Πατέρες πρώτα γεύονται την αποκάλυψη του Θεού και ύστερα διατυπώνουν επιστημονικά την ζώσα θεολογία αυτής της αποκαλύψεως.»[31]
Έτσι και ο Άγιος του Θεού, Νεκτάριος σε όλη του την ζωή αποδεικνύει ότι «ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου»[32] Ο Άγιος, πρώτα βίωνε ο ίδιος τις ευαγγελικές αλήθειες και κατόπιν τις δίδασκε με τον λόγο του αλλά και το παράδειγμα του. Είναι εν προκειμένω εκπληκτικός, πρωτάκουστος και πρωτότυπος παιδαγωγικά ο τρόπος με τον οποίο συνέτιζε ο Άγιος τους μαθητές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής που είχαν παρεκτραπεί: αντί να τιμωρήσει τους μαθητές του, επέβαλε τιμωρία νηστείας στον εαυτό του και πολλαπλασίαζε τον κανόνα της προσευχής του.[33]
Η Κατήχηση λοιπόν, για τον θεοφόρο πατέρα της Εκκλησίας, τον Άγιο Νεκτάριο είναι η κατάσταση, όπου γνώση χριστιανική και βίωμα χριστιανικό αλληλοπεριχωρούνται, με τελικό αποτέλεσμα τη σωτηρία του ανθρωπίνου προσώπου.
Στην σημερινή εποχή όμως, ο όρος «κατήχηση», κατάντησε «να ταυτίζεται με την έννοια του δογματισμού, του πειθαναγκασμού, της επιχειρούμενης ανελεύθερης και βίαιης ένταξης του ανθρώπου σε ένα ιδεολογικό - θρησκευτικό σύστημα, στο οποίο θα ζει κάτω από μία απολυταρχική πνευματική επιβολή.»[34]
Αποτέλεσμα αλλά και σκοπός της αντίληψης αυτής, που εσκεμμένα τρόπον τινά δημιουργήθηκε, ήταν να οδηγηθεί η θρησκευτική χριστιανική αγωγή σε μια θρησκειακή αγωγή με εξίσωση και εξομοίωση όλων των θρησκειών με τον χριστιανισμό και με σχέδιο, μέσω του ίδιου του σχολείου, να περνά αυτή η εξομοίωση στη συνείδηση των μαθητών και να την αλλοτριώνει.
Έτσι, φθάσαμε στο σημείο να διαχωρίζεται, κατά τη διδασκαλία του ορθόδοξου Μαθήματος των Θρησκευτικών, η διδασκαλία της Εκκλησίας από την διδασκαλία του σχολείου, επειδή η πρώτη εκλαμβάνεται με την διαστρεβλωμένη έννοια της Κατήχησης, που αυθαίρετα και μεθοδευμένα κάποιοι εχθροί της πίστεως της προσέδιδαν.
Η απομάκρυνση του χριστιανού μαθητή από την εκκλησιαστική χριστιανική αγωγή έχει ως συνέπεια τη διαστρέβλωση της αλήθειας, η γνώση της οποία, όμως, κατά τον Ιωάννη τον Θεολόγο, είναι απαραίτητη για την εν Χριστώ ελευθερία και σωτηρία: «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»[35]. Όπως σημειώνεται από ειδικούς, «με τις αλλαγές της θρησκευτικής αγωγής διατηρείται και προβάλλεται κυρίως ο γνωσιολογικός χαρακτήρας των θεμάτων που αφορούν τη χριστιανική πίστη, έτσι ώστε να μαθαίνει ο μαθητής γνώσεις για την Εκκλησία, αλλά από έξω και από μακριά, με τη μορφή της ξενάγησης, της πληροφόρησης και με εγκεφαλική επεξεργασία, αφού εκ μέρους του σχολείου η οποιαδήποτε προσέγγιση του μαθητή προς την Εκκλησία του, θεωρείται και χαρακτηρίζεται κακόβουλα αλλά και μη επιστημονικά ως εκκλησιαστική κατήχηση.»[36]
Εάν όμως η χριστιανική αλήθεια, ως διδασκαλία της Εκκλησίας, για να είναι χριστιανική θα πρέπει να συνδέεται η πίστη με τη γνώση, η πράξη, με την εμπειρία και το βίωμα και εάν το σχολείο έχει διαφορετική θέση, τότε ή η Εκκλησία ή το σχολείο βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση. Εάν δηλαδή το σχολείο, αυτό που προσφέρει ως χριστιανική διδασκαλία θέλει να συνδέεται μόνο γνωσιολογικά και εγκεφαλικά με τον μαθητή, τότε αυτό μπορεί να είναι φιλοσοφική ή κοινωνιολογική διδασκαλία, αλλά όχι χριστιανική αγωγή.
Το σχολείο, συνεπώς, δεν μπορεί να καταργεί ή να διαστρεβλώνει αυθαίρετα τον τρόπο και τη μέθοδο γνώσεως της χριστιανικής διδασκαλίας και να ορίζει αυτοβούλως, με εξωεκκλησιαστικά κριτήρια τι είναι και τι δεν είναι χριστιανική διδασκαλία ή πώς αναπτύσσεται η εκκλησιαστική θρησκευτική συνείδηση.
Η παιδεία, γενικά, δεν μπορεί, μακράν των επιστημονικών θεολογικών κριτηρίων, να θεωρεί αντισχολική ή μη παιδαγωγική τη διδασκαλία της Εκκλησίας, με την οποία δικαιούνται να διδάσκονται τα μέλη της, οι ορθόδοξοι μαθητές, χαρακτηρίζοντας, αυθαίρετα, κακόβουλα και εσκεμμένα, τη χριστιανική διδασκαλία, ως δογματισμό ή κατηχητισμό και στερώντας τα παιδιά από το γνήσιο ήθος και τις παραδόσεις της Εκκλησίας τους. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πολιτεία, εφόσον οι μαθητές είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δεν μπορεί παρά να τους διδάσκει ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, με χριστιανικό τρόπο και μέθοδο και όχι με εξωεχριστιανικές μεθοδολογίες ή τεχνάσματα.
Το να διδάσκονται τα παιδιά μονομερώς ότι η χριστιανική διδασκαλία είναι μόνον το διανοητικό, πληροφοριακό και γνωσιολογικό της μέρος, είναι όντως μια μορφή κακόβουλης κατήχησης και παραπλάνησης, καθώς διαστρεβλώνεται η ορθόδοξη πίστη και απορρίπτεται ό, τι δεν γίνεται αντιληπτό από το μυαλό και τη λογική. Αυτό αποτελεί μια νέα μορφή προσηλυτισμού, διότι καταργούνται οι δυνατότητες των τρόπων και των μεθόδων της αληθινής χριστιανικής διδασκαλίας, που εκτός από τη λογική είναι επίσης και η πίστη, η βούληση, η εμπειρία, το βίωμα κ. ά. που διακρίνονται, ως λειτουργίες, από την ορθολογική σκέψη. Χωρίς αυτά, η χριστιανική διδασκαλία οδηγείται σε έναν ιδιότυπο γνωστικισμό, με απόρριψη από τη χριστιανική ζωή «του διαχρονικού και αιώνιου "Ἔρχου καί ἴδε"[37], που αποτελεί κανόνα της Ορθοδοξίας».[38]
Αυτό που επιδιώκεται σήμερα στο σχολείο, διαμέσου της θρησκευτικής εκπαίδευσης, να εθίζονται σε μια αποκλειστικά και μόνον ορθολογική και γνωσιολογική αντίληψη της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αποκομμένοι από τη βιωματική – υπαρξιακή συμμετοχή τους σε αυτήν, δεν συνάδει με τη διαχρονική εμπειρία της εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Ο αποκλειστικά γνωσιολογικός τρόπος διδασκαλίας που προκρίνεται, ως τρόπος προσέγγισης της χριστιανικής διδασκαλίας, κατά τον οποίον αποκλείεται η οντολογική και εμπειρική σχέση των μαθητών με την ζώσα Εκκλησία τους, δεν είναι αποδεκτός διαχρονικά στην Εκκλησία ως τρόπος της εν Χριστώ διδασκαλίας και, συνεπώς, δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως. Διότι, κατά τον καθηγητή Ηρακλή Ρεράκη, είναι σαφές ότι ο λόγος που εισάγεται η «θεωρία» της αποκλειστικής χρήσεως της γνωσιολογίας ως τρόπος διδασκαλίας του σχολικού χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών είναι ότι, «που είναι ολοφάνερο ότι ανατρέπει το εκκλησιαστικό παρελθόν, παρά για να μην αναπτύσσεται, να μην καλλιεργείται και να μην εμπεδώνεται θεολογικά στο ελληνικό σχολείο η ορθόδοξη συνείδηση των παιδιών, με βάση τη δογματική διδασκαλία των αληθειών και των παραδόσεων της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς.»[39]
Επ’ αυτού, ο Άγιος του Θεού Νεκτάριος, είναι σαφές ότι επιθυμεί και επιδιώκει την άμεση και οντολογική σχέση του μαθητή με την Εκκλησία του, καθώς πάνω σε αυτή βασίζεται η πίστη στο κατ΄ εξοχήν ζωντανό και αιώνιο μορφωτικό πρότυπο της χριστιανικής αγωγής, το οποίο είναι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος και σωτήρας του κόσμου, ο Ιησούς Χριστός.[40]
Η κατήχηση είναι ο προσφερόμενος λόγος του Θεού και αυτός είναι συνώνυμος της πίστης προς το Σωτήρα Χριστό, χωρίς την οποία, μάλιστα, δεν υπάρχει, κατά τον Άγιο Νεκτάριο, «προκοπή καί σωτηρία»[41].
Η χριστιανική πίστη δεν είναι σύνθετη, περίπλοκη και δυσνόητη κατάσταση, διότι είναι υπόθεση καθαράς καρδίας, ταπεινής και αγνής. Ο ίδιος ο Κύριος, με σαφήνεια και ακρίβεια το διατυπώνει ξεκάθαρα: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τον Θεόν ὄψονται»[42]. Η πίστη δεν διεκδικεί για τον εαυτό της κούφιες, καινοφανείς δοξασίες, επιστημονικές περιπλοκότητες ή θεωρητικές μεγαλαυχίες, διότι το περίπλοκο συνήθως, κρύβει μέσα του εγωισμό και παράγει εγωισμό. Αντίθετα, η πίστη είναι απλή κι ανόθευτη υπόθεση άδολης καρδιάς, όπως ήταν η πίστη του Αγίου Νεκταρίου αλλά και πάντων των αγίων προς τον Σωτήρα Χριστό. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης, καταγράφοντας τη άμεση συνάφεια της ζωής και της διδασκαλίας του Αγίου Νεκταρίου με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, «ἡ πίστη κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ θεμέλιο, πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται ὅλη ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν».[43] Αυτή τη θεολογική κατεύθυνση ακολουθεί σε όλη τη διδασκαλία του ο Άγιος Νεκτάριος, θεωρώντας ότι «ἡ πίστη πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ πρέπει νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ὑγιαίνουσα εὐαγγελικὴ διδασκαλία ὅπως αὐτὴ ὀρθοτομεῖτε μέσα στὴν Ἐκκλησία… καὶ ταυτόχρονα πρέπει ἐπίσης καὶ ἡ δογματικὴ καθαρότητα νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ἠθικὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ.»[44]
Η κατήχηση λοιπόν, με την στενότερη έννοιά της είναι η μεταφορά του λόγου του Θεού με απλό, παραστατικό και κατανοητό τρόπο στον άνθρωπο, με την ευρύτερη όμως, έννοιά της περιλαμβάνει την, δια λόγων και έργων, διά όλης δηλαδή της ζωής του διδάσκοντος, κατάθεση της προσωπικής βίωσης της πίστης ως ένα ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση από τον κατηχούμενο. Αυτή θα έπρεπε να υπάρχει, ως θεολογική αντίληψη και ερμηνεία για την «κατήχηση».
Αυτή είναι και η κατάθεση πίστης και ελπίδας του Αγίου Νεκταρίου, στην αγωνία και τον πεσιμισμό και του σημερινού ανθρώπου των αρχών του 21ου αιώνα, o οποίος βιώνει καταστάσεις πολιτικές, εκκλησιαστικές, εκπαιδευτικές παρόμοιες στον πυρήνα τους με εκείνες που έζησε ο Άγιος.
Μέσα στο πνεύμα της ανομίας και της αποστασίας της εποχής μας που ισοπεδώνει τα πάντα στο όνομα του σχετικισμού των αξιών, του δικαιωματισμού, του αθεϊστικού ορυμαγδού, της μετανεωτερικότητας, της αναδυόμενης πολιτισμικής βαρβαρότητας της Νέας Εποχής και της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, προβάλλει έντονα η ανάγκη, ως όρος επιβίωσης του ελληνισμού και της ευστάθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο επανευαγγελισμός των Ορθοδόξων χριστιανών, διαμέσου της Ορθοδόξου Κατηχήσεως του λαού μας «κατά το γνήσιον και ακραιφνές της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας πνεύμα»[45], όπως το διετύπωσε και το έκανε πράξη ο Άγιος Νεκτάριος.
***
Κατακλείνοντας τον λόγο και χωρίς να θέλω να καταχραστώ τον πολύτιμο χρόνο του Συνεδρίου, όμως, εκ της θέσεώς μου ως Γενικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων οφείλω, διότι είναι πρέπον αλλά και επειδή, το αισθάνομαι ως προσωπική ανάγκη, να ευχαριστήσω:
- Τους ελλογιμώτατους κυρίους καθηγητές και τις κυρίες καθηγήτριες που αποδέχθηκαν την πρόσκληση και προσέφεραν ως Εισηγητές και Εισηγήτριες τις γνώσεις τους και το επιστημονικό τους κύρος για την επιτυχή έκβαση του Συνεδρίου.
- Τα αξιότιμα μέλη της Επιστημονικής και της Οργανωτικής Επιτροπής που επωμίσθηκαν την ευθύνη της επιτυχημένης οργάνωσης του Συνεδρίου.
thriskeftika