2021-05-22 10:33:35
21/05/2021
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Φραγκάκης, Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας : Επικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχής
Τά ξημερώματα τῆς χθεσινῆς ἡμέρας, μία μεγάλη ὁσιακή μορφή τῆς Κρήτης καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπεξεδύθη το ἀραχνῶδες χοϊκό της περίβλημα, τό φθαρτό της πολύαθλο σῶμα, τό σῶμα πού ἰσοβίως σταυρώθηκε ἀπό τά ἀλγεινά τοῦ βίου καί τά παλαίσματα τῆς ἀέναης
ἀσκητικῆς πρακτικῆς καί φτερούγισε ἥσυχα καί ἀνεπαίσθητα, ὅπως ἔζησε, στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου γιά νά λάβῃ ἀπό τά κατάστικτα καί πανσθενουργά Του χέρια, τά πάμφωτα ἔπαθλα τῆς πνευματικῆς της σκυταλοδρομίας. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου πού μέ μανικό ἔρωτα παιδιόθεν ἠγάπησε καί μέ ἀποστολική αὐταπάρνηση ἀκολούθησε στόν ματωμένο βηματισμό τῆς ἐφαρμοσμένης ἀγάπης, 95 χρόνια πού ἔλαμψε ἡ μορφή της πάνω στή γῆ.
Καί ἴσως εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἔδωκε «ὕπνον τοῖς κροτάφοις της καί τοῖς βλεφάροις της νυσταγμόν» ἡ ἀκαταπόνητη αὐτή γυναῖκα, ποῦ ζοῦσε, δροῦσε καί ἀνέπνεε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἡσυχαστικῶς στοχοθέτησε καί ἁγιοπνευματικῶς προσοικειώθηκε, ὥς ἀναφαίρετο κτῆμα της, στά ὑπόβαθρα τῆς καρδίας της.
Ὑπῆρξε Ὁσία, ὑπῆρξε χαρισματική, ὑπῆρξε ἀσκήτρια. Ἀν τῆς προσδώσουμε καί μαρτυρικό φρόνημα δέν θά λαθέψουμε. Ἀγάπησε, ἐξ’ ἁπαλῶν ὀνύχων, μέ περιφλεγῆ ἔρωτα τόν Χριστό, μέ πιστότητα Μυροφόρων Τόν ἀκολούθησε, ἐφάρμοσε ἐπακριβῶς τά σωτήρια ἐντάλματα τῆς διδασκαλίας Του, ποτίσθηκε ἀκορέστως ἀπό τά ζωοπάροχα νάματα τῆς ἀγάπης Του, Τόν ὑπηρέτησε ἐμπνευσμένα στά πρόσωπα τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν, κατέβηκε στόν Ἅδη τῆς μετανοίας ἔντονα καί οὐσιαστικά, ἐβίωσε τήν Ἁγιοτριαδική Παρουσία ἀπροκάλυπτα καί ζωντανά, χτυπήθηκε λυσσαλέα ἀπό τά μανιασμένα κύματα πού ὁ βύθιος δράκων ξεσήκωσε στήν πολυτάραχη θάλασσα τῆς ἐπίγειας ποντοπορίας της, ἔκλαψε πολύ, ἀγάπησε περισσότερο, ψιλοδούλευσε τήν ἀρετή, δόθηκε ἀνιδιοτελῶς στούς ἀνθρώπους, προσέφερε μέ χαρά τόν ἀδύνατο σκελετό της γιά νά ἀκουμπήσουν τά βάρη τους ὅλοι οἱ ἄλλοι, σφούγγιξε δάκρυα, διόρθωσε λογισμούς, ἀλάφρωσε συνειδήσεις, γαλήνευσε ψυχές, ἐνέπνευσε ἱερές ἐπιθυμίες, προσανατένισε ἐναργῶς τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, ξεναγήθηκε μέ παρρησία καί στά φόβητρα τῆς κολάσεως, τροχιοδρόμησε πλειάδα ψυχῶν εἰς τήν αἰώνια ζωή, ἀδικήθηκε καί συγχώρησε, συκοφαντήθηκε ὡς πλανεμένη καί ἡ ἴδια ξεγέλασε τόν δολιοφθορέα τῶν ἀνθρώπων καί ξεπέρασε τόν πλάνον τοῦτο αἰῶνα, ἔγινε οὐράνια ὕπαρξη, δροσοσταλίδα τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ, τελευταία ἔλαμπε, σάν μοσχοθυμίαμα εὐωδίαζε, μόνο χαμογελοῦσε, μητρικά εὐχόταν καί ἀποχαιρετοῦσε, σάν μπαρουτοκαπνισμένη ἀθλήτρια δίδασκε, σάν πεπειραμένη ὁδηγός νουθετοῦσε, καί σιγά – σιγά, ὁ φεγγοβόλος ἥλιος τῆς ὕπαρξής της ἔγειρε στήν δύση τῆς ἐπίκηρης τούτης βιοτῆς γιά νά κάνῃ τήν ἐκφαντορική ἀνατολή του στό ἄλλο ἡμισφαίριο τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς.
s
– «Τί κάνει ἡ γερόντισσα Γαλάτεια»; Μέ ρώτησε κάποτε ὁ θαυμαστός καί ἀείμνηστος Γέροντας Ἀναστάσιος Κουδουμιανός.
– «Γέρασε, γέροντα,» ἀπάντησα. «Κύρτωσε πολύ» «Τά κατάφορτα δέντρα ὅταν γεμίσουν καρπό γέρνουν τά κλαδιά τους», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Δίνουν στούς γύρω ἀπό τό προϊόν τους καί τό ὑπόλοιπο τῆς συγκομιδῆς, τό ἀναδεικνύει ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ καί τό μοιράζει σέ ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας».
Κάτω ἀπό μία γλυκιά, ἀπέριττη καί γαλήνια ἐπιφάνεια, κυλοῦσε καί ἐπάφλαζε ἕνας ποταμός ἀγάπης καί Θείας ζωῆς, πού τόν ἐπρόδινε ἡ διεισδυτική καί ἀστραφτερή ματιά της καί ἡ ὁλοφώτεινη θωριά τοῦ προσώπου της. Τό ἀνθηρότατο χαμόγελό της, ἡ ἀγγελική της ὄψη καί το δροσιστικό ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς της, λειτουργοῦσαν σάν μαγνήτης, γι’ αὐτό, ὅσο ἐκείνη ἔκρυβε τό φέγγος τῆς ψυχῆς της μέσα στήν ἀφάνεια τῆς ἀσημότητας, τόσο ὁ Θεός τό ὕψωνε στόν λυχνοστάτη τῆς προβολῆς. Ὅπως ὁ μαγνήτης ἑλκύει διάφορα μέταλλα, ὅπως ὁ ἥλιος ἐντάσσει στήν τροχιά τῆς ἐπιρροῆς του διαφόρους δορυφόρους, ἔτσι καί ἡ ἀναγεννημένη ψυχή τῆς Γερόντισσας, ἄθελά της, ἕλκυσε κοντά της ἀναρίθμητες ψυχές πού ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τούς ρυθμούς τῆς δικῆς της ζωῆς καί ἀλλοιώθηκαν κοντά της. Ἡ ἁγιότητά της ἦταν καλά κρυμμένη μέσα στήν ἁπλότητα. Τήν ἀφοπλιστική παιδική ἁπλότητα. Ὅπως μέσα στά ἄχυρα τῆς ταπεινῆς φάτνης τῆς Βηθλεέμ κρύφθηκε ἡ μεγαλοσύνη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἔτσι μέσα στήν ἁπλή αὐτή ψυχή, τήν ἀπέριττη καί ταπεινή, κατοίκησε ζωντανά ὁ Χριστός, καί τήν ἔκανε νά λάμπει ἀπό ὁσιότητα καί ἁγιοπνευματική σοφία. Εἶχε πνευματικό βάθος, τό Ἅγιο Πνεῦμα σάν ἀκύμαντος ποταμός ἄρδευε τά κανάλια τῆς ψυχῆς της. Ἕνας παφλασμός βαθύς καί ἀπύθμενος δονοῦσε τά μύχια τῆς καρδιᾶς της, ἔπρεπε νά προσηλώσεις καλά τ’ αὐτί σου γιά νά τόν ἀκούσεις καί νά ’χεις ἄντλημα ψυχῆς γιά νά ἀποκομίσεις καί νά εὐφρανθεῖς ἀπό τά ρεῖθρα του πού μυστικά διαπότιζαν καί ζωογονοῦσαν τήν ὡραία καί ταπεινή αὐτή ψυχή.
Ἀκόμη καί τίς πιό ἡρωικές πράξεις τῆς ζωῆς της, συνήθιζε νά τίς περιβάλλει μέ μία ἁπλότητα καί φυσικότητα πού ἦταν, γι’αὐτό τόν λόγο συγκλονιστική. Δέν ἦταν λίγες οἱ ἀποφάσεις τῆς ζωῆς της, πού περιεῖχαν τό χρῶμα τοῦ Γολγοθᾶ, τό ἡρωικό φρόνημα καί τό συγκλονιστικό στοιχεῖο. Ὅλα, ὅμως, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία τά ἀντίκρυζε «ἐν πίστει» καί τά προσπερνοῦσε «ἐν σιγῇ». Γιατί ἦταν ἀπό τίς ψυχές πού προσήγγιζαν τόν Χριστό, ὄχι «κράζουσα ὄπισθεν Αὐτοῦ» σάν τήν Χαναναία, ἀλλά «λαθοῦσα», εὐγενικά, ἤρεμα, συνεσταλμένα σάν τήν αἱμορροοῦσα, πού τῆς ἔφθανε καί τῆς ἀρκοῦσε νά ἀκουμπήσει μόνο τά κράσπεδα τῶν ἱματίων Του. Ἔτσι, μέ τήν ἴδια συστολή προσήγγιζε πάντα Τόν Χριστό ἡ Γερόντισσα Γαλακτία καί ἐπιτελοῦσε τά ἔργα Του. Γι’ αὐτό ἐπέτυχε, τήν ἴδια ὅπως ἡ γυναῖκα ἐκείνη κατάκτηση. Καί πράγματι ὁ Χριστός δέν τῆς χαλοῦσε χατῆρι (χατίρι). Ἡ προσευχή της, μετακινοῦσε ὄρη. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη της στήν πρόνοια Τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοποιοῦσε μέσα της τήν Θεϊκή δύναμη καί ἐπιτελοῦσε τό θαῦμα.
Γεννήθηκε στήν ἱστορική και ἡρωοτόκο Πόμπια στίς 5 Μαρτίου 1926. Οἱ οἰκογενειακές της καταβολές, λειτούργησαν σάν γονιμότατη φύτρα γιά νά ἐκκολαφθεῖ ἀπροσκόπτως ἡ μετέπειτα πνευματική της ἐξέλιξη. Ὁ πατέρας της ἰατρός καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Γαλάτεια ἔλεγε: «ποτέ μου δέν καυχήθηκα ἐπειδή ὁ πατέρας μου ἦταν γιατρός. Χαίρομαι ὅμως, νά λέγω ὅτι ἦταν ὄντως ἄνθρωπος καί Χριστιανός». Ἀνάργυρος σχεδόν, δοτικός στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἐνέπνευσε στήν πολυαγαπημένη του κόρη το θυσιαστικό ἦθος καί τό ἀνιδιοτελές φρόνημα. Ὁ παππούς της, ὁ πατέρας τῆς μητέρας της ἦταν ἱερεύς. Καί τί ἱερεύς! Ἅγιος! Πνευματικό ἀνάστημα τῶν Ὁσίων Γερόντων τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Παρθενίου καί Εὐμενίου. Ἔζησε ἐν συζυγίᾳ δύο ἔτη καί σέ ὁσιότροπη χηρεία 66 ἔτη. Τόσο πολύ ἐξαγιάσθηκε ὁ νοῦς ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, πού ἔλεγε μέ ἀφελότητα καρδίας στά τέλη τῆς ζωῆς του, ὅτι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄγαμο, γιατί δέν τόν συνόδευε καμία ἀνάμνηση τοῦ βραχύβιου ἐγγάμου βίου.
Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ, Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος, παπά Νικόλας Φουστανάκης, Γερόντισσα Γαλακτία. Ἀλυσιδωτή μετάδοση τοῦ χαρίσματος τῆς ἡσυχαστικῆς βιοτῆς. Ἀνάμεσα στίς τέσσερις ἐκλεκτές θυγατέρες τοῦ θρυλικοῦ γιατροῦ τῆς Πόμπιας Μιχαήλ Κανακάκη, ξεχώρισε ἐμφανῶς ἡ τρίτη. Ἡ Γαλάτεια. Γιά τήν σπάνια ὀμορφιά της; Γιά τήν ὁλοπρόθυμη ὑπακοή της; Γιά τήν κραυγάζουσα σεμνότητά της; Γιά τήν παρθενική ἀκτινοβολία της; Γιά τήν ἀδελφική πρός τούς ξένους συμπεριφορά της; Γιά τά ἐλεήμονα σπλάχνα τῆς καρδιᾶς της; Γιά τό ἀκατάκριτο στόμα της; Γιά τήν πανθομολογούμενη ἀρετή της; Γιά τήν ἀπαστράπτουσα διαγωγή της; Τί πρῶτο καί τί δεύτερο νά ξεχωρίσεις; Ὅλα αὐτά μαζί συναποτελοῦσαν τίς φλόγες μιᾶς εὐεργετικῆς ἀγάπης πού διαρκῶς ἐκτόξευε τό ἡφαίστειο τῆς καρδιᾶς της, μέσα στό ὁποῖο ἐκόχλαζε ὁ περιφλεγής της ἔρωτας, τό περίσσευμα τῆς λαχταριστῆς ἀναφορᾶς της, πρός τόν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, Σωτῆρα Χριστό. Ἡ πνευματική της ἐξέλιξη ἔχει μία ἱστορία. Δέν ὀφείλονταν μόνο στήν οἰκογενειακή της παράδοση καί τίς πνευματικές της καταβολές. Κυνήγησε ἔμπρακτα ἀπό τά παιδικά της χρόνια τόν Χριστό, γι’ αὐτό κι Ἐκεῖνος μέ τό βέλος τῆς ἀγάπης Του, τήν κατέκτησε ὁλοσχερῶς καί τήν κατέστησε Νύμφη Του.
Ἀπό μικρή δόθηκε στήν προσευχή. Ἀνεπιτήδευτα, κρυφά, ὧρες πολλές ἀφιέρωνε στήν προσευχή ἀλλά καί στήν διακονία τοῦ πλησίον. Τό ἰατρεῖο τοῦ πατέρα της ἦταν ἕνας ἰδανικός τόπος γιά νά ἐξασκεῖ τό ἄθλημα τῆς προσφορᾶς καί νά ὁλοκαυτώνεται στόν βωμό τῆς θυσίας. Ἐπιμελοῦνταν τίς πληγές τῶν ἀσθενῶν, συνέπασχε ὑπαρξιακά μαζί τους, τούς ἐνθάρρυνε στήν ὑπομονή, καί κρυφά ἐλεοῦσε «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῆ». Τό ἴδιο ἦταν καί μέσα στό σπίτι, σέ ὅλα πρώτη ἡ Γαλάτεια. Στή νοικοκυροσύνη, στά ἀγροτικά, στήν μεταφορά νεροῦ, στήν διεκπεραίωση παραγγελιῶν. Ὁ γιατρός πατέρας, βλέποντάς τήν πάντα ταπεινή, σιωπηλή, πρόθυμη σ’ ὁποιαδήποτε ἐργασία καί ἀδιάφορη στήν διεκδίκηση δικαιωμάτων καί τιμῆς, τήν ἀγκάλιαζε καί τῆς ἔλεγε στοργικά: «Γαλαθιώ μου, ὕψωσε κι ἐσύ τό ἀνάστημά σου. Μήν σέ ἐκμεταλλεύονται οἱ ἄλλοι. Θέλω νά ἔχεις τό βέτο σου». Ὁ πατέρας της τήν εἶχε ξεχωριστή. Καί ἐκείνη τόν ὑπεραγαποῦσε. Κάποτε ὅμως, σέ ἐφηβική ἡλικία κάτι τοῦ εἶπε καί τόν στεναχώρησε. Τό ἐξομολογήθηκε ἡ Γαλάτεια στόν παππού Ἱερέα καί ἐκεῖνος τήν μάλωσε. Ἡ νεαρή Γαλάτεια ἐπιτίμησε σκληρά τόν ἑαυτό της. Ξάπλωνε μπρούμυτα στόν ξύλινο ὀντά τοῦ δωματίου, ἔβρεχε μέ δάκρυα μετανοίας τόν χῶρο καί ἱκέτευε σπαρακτικά τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τήν συγχωρήσει. Καί κάποια μέρα, ἐνῶ βρισκόταν μέσα στόν ἄδη τῆς μετανοίας, ἄστραψε στά μάτια τῆς ψυχῆς της ἡ ἄκτιστη λαμπηδόνα τῆς Ἀναστάσεως. Σέ ἀνύποπτο χρόνο, ἐνῶ ἔσκυψε στήν ἀποθήκη κάτι νά πάρει, ἦρθε ἀπρόσμενα ἀπό τόν οὐρανό μία γαλαζόλευκη δροσιστική φλόγα καί διαπέρασε γλυκά καί εἰρηνικά τό κεφάλι της. Προχώρησε – ὅπως ἔλεγε – στόν ἐσωτερικό της χῶρο, διάνοιξε τούς νοητικούς της ὀρίζοντες καί πλάτυνε χαρισματικά τήν καρδιά της. Ἔνιωσε νά φεύγουν οἱ ἁμαρτίες της, ὅπως τά ξερά φύλλα στό φύσημα τοῦ ἀέρα καί ὅπως σκορπᾶ ὁ δυνατός ἄνεμος τίς ξερές φλοῦδες ἀπό τούς κορμούς τῶν μεγάλων δέντρων. Εἶναι δική της, ἡ παραστατική αὐτή εἰκόνα καί περιγραφή. Εἶναι εὐνόητο ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς ὅτι ἡ καρδιά τῆς Γαλάτειας πού πόνεσε δυνατά ἀπό τήν σωτήρια συντριβή τῆς μετανοίας, τράβηξε δυνατά ἀπό τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἡγεμόνα νοῦ καί πυρπολήθηκε δυνατά ἀπό τήν πυρκαϊά τῆς θείας ἀγάπης. Ἔκτοτε, ἕνας θεῖος ἔρωτας ἐγκαθιδρύθηκε μέσα της καί σηματοδότησε καταλυτικά τήν μετέπειτα πορεία της. Αὐτό τό μεγάλο καί καθοριστικό γεγονός τῆς πρώιμης νεότητάς της, τό κράτησε μυστικό μέχρι τά 85 χρόνια τῆς ζωῆς της, ὁπότε καί μᾶς τό φανέρωσε. Εἶναι προφανές, ὅτι ὁ Θεός τῆς ἔστειλε τά γλυκάδια τοῦ Παραδείσου καί τήν καλοῦσε στή σταυρική ὁδό, πού ἀπολήγει θριαμβευτικά στήν πλατιά λεωφόρο τῆς Ἀναστάσεως. Ποῦ νά ἀκούσει ἡ Γαλάτεια γιά γάμο, ἔπειτα ἀπό τό συνταρακτικό αὐτό γεγονός! Αὐτό πού ἔζησε ἦταν μία ἐνυπόστατη ἔλλαμψη, ἡ πρώτη θεωρία τοῦ Θεοῦ πού ἄμεσα ἐπισφράγισε τήν ζωή της. Ἔλεγε: «ὅταν κανείς φάγει τό παντεσπάνι, τοῦ φαίνονται μετά ἄνοστα ὅλα τά γλυκίσματα». Καί ἐκείνη γεύτηκε ἐμπειρικά τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἀποποιήθηκε μετ’ αποστροφῆς καί βδελυγμίας τίς αἰσθησιακές ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου καί πάντα «τά τοῦ βίου τερπνά πρός χαμαιζηλίαν». Ἀπέκτησε ἄλλο μέτρο ἀξιολογήσεως τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Καί αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Γλυκάθηκε ἀπό τά πρῶτα σημάδια τῆς ἄμεσης θεϊκῆς παρουσίας καί ἔτρεχε ἀκαταπαύστως νά βρεῖ, τό ἀνεξάντλητο ζαχαροπλαστεῖο τῆς Χάριτος. Τά κοσμικά μεγαλεῖα, τά φανταχτερά φορέματα, τά μεγαλοπρεπῆ οἰκοδομήματα, τά ἐντυπωσιακά ἐνδύματα, οἱ τίτλοι καί τά ἀξιώματα, ἡ προβολή καί ἡ φιλαρέσκεια, οἱ διασκεδάσεις καί ἡ αἰσθησιακή ζωή, τῆς ἦταν ἀποκρουστικά, ὥστε πολλές φορές προσποιήθηκε τήν ἄρρωστη γιά νά τά ἀποφύγει μή ἔχοντας ἄλλο τρόπο νά ἐπικαλύψει τόν πλοῦτο τῆς ἐσωτερικῆς της πληρότητας.
Ἀνέπτυξε ἰδιαίτερη σχέση μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ! Ἡ ἐπισφαλής ὑγεία τῆς ἀγαπημένης της ἀνιψιᾶς Ἀντωνούλας, τήν ὁδήγησε νά στείλει ἐπωνύμως τό τάμα της στόν Πανορμίτη τῆς νήσου Σύμης. Σφράγισε τά σχετικά μέσα σέ ἕνα μπουκάλι καί τό πέταξε στήν θάλασσα. Τό τάμα της πῆγε ἐνδοθαλασσίως στόν προορισμό του, ἔλαβε τήν ἐνημερωτική ἀπάντηση ἀπό τό προσκύνημα καί ἡ μικρή Ἀντωνούλα τήν ἑπόμενη μέρα μίλησε. Ἔκτοτε, ἡ σχέση της μέ τόν Ἀρχάγγελο ἦταν διά βίου ζωηρή, ἄμεση, δυνατή καί τά θαύματα πού ἐπιμαρτυροῦν αὐτή τήν διάθερμη ἀγαπητική συναλληλία, ἦσαν συνεχῆ καί ἀπροσμέτρητα. Πέταξε καί ἕνα ἄλλο μπουκάλι στό Λιβυκό Πέλαγος, πού βρέθηκε σ’ ἕνα ἐρημοκκλῆσι στήν Ἀνώπολη Σφακίων καί ἔγινε αἰτία αὐτό τό θαῦμα, νά ἀνακαινισθεῖ καί νά ξαναλειτουργήσει ὁ πεπαλαιωμένος καί ἐγκαταλελειμμένος αὐτός ναός.
Ὁ Ἀρχάγγελος, συνεχῶς ἔδειχνε τήν εὔνοιά του στήν νεαρή κόρη μέ τήν ἰσάγγελο πολιτεία. Καί ὅταν κάποτε, πιέσθηκε πολύ γιά νά ἐνδώσει στήν ὁλοκλήρωση ἑνός συνοικεσίου, πῆρε ἀγκαλιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τόν καθικέτευε σπαρακτικά στό δωμάτιό της νά ἐπέμβει δυναμικά καί νά ματαιώσει τήν ἐξύφανση τῆς θετικῆς προοπτικῆς. Ἡ παρουσία του καί πάλι, ἦταν ἄμεση. Ἔγινε σεισμός στό σπίτι, ξεμανταλώθηκαν οἱ πόρτες, ἕνας θόρυβος τάραξε τούς προξενητές καί τούς ἐνοίκους. Ὁ εὐλαβής ἰατρός πατέρας, πείσθηκε πλέον ὅτι ἡ ὑπόθεσις γάμος ἦταν γιά τήν Γαλάτεια τελείως ἀτελέσφορο γεγονός καί κάθε ἄλλη διαχείρισις τοῦ πράγματος, θά ἀπέβαινε γι’ αὐτήν μαρτύριο.
Ἡ ἔγκαρπη ἀφιέρωσίς της στόν Θεό, νοηματοδοτήθηκε καθοριστικότερα ἀπό τήν συνοίκησή της 40 περίπου χρόνια μέ τήν ἀνιψιά της Ἀντωνία. Ἀγάπησε αὐτό τό παιδί ὅσο τίποτα στόν κόσμο. Θυσιαστικά τοῦ δόθηκε. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς καταστάσεως, εὐαισθητοποίησε ἔτι περισσότερο τήν ἤδη ἐκλεπτυσμένη ψυχή τῆς Γαλάτειας. Ἔγινε ὁ Φύλακας Ἄγγελός τῆς Ἀντωνίας. Σέ συνεπικουρία μέ τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, οἰκονομοῦσε τίς ποικίλες ἀνάγκες του, φρυκτωροῦσε σάν ἄγρυπνος φύλακας στίς ἐπάλξεις τῆς ἀκεραιότητός του καί διήνθιζε μέ ροδοπέταλα ἀσύλληπτης ἀγάπης καί προσφορᾶς, τήν ἀνέμελη καθημερινότητά του.
Πέρασε πολλά: Ἐπιθέσεις ἀπό ἀνθρώπους, ὕβρεις, προσβολές, χλευασμούς, ἀμφισβητήσεις. Δέν εἶναι εὔκολο νά οἰκονομεῖς ἕνα ἄρρωστο παιδί καί πολλοί τῶν ἀνθρώπων εἶναι σκληροί καί ἀνάλγητοι. «Τόν σταυρό μου –ἔλεγε– τόν γνωρίζω μόνο ἐγώ καί ὁ παντεπόπτης Θεός». Ὅμως, ἔκανε ὑπερβάσεις ἀγάπης καί ἅλματα συγχωρητικότητος. Ὁ καλός κολυμβητής, γράφει ὁ Ὅσιος Διάδοχος Φωτικῆς, δέν πάει κόντρα στόν ἀφρό τοῦ κύματος ἀλλά περνᾶ ἀπό κάτω. Σέ κανέναν δέν κάκιωσε, δέν μνησικάκησε, δέν διατύπωσε παράπονο ἤ ἀρνητικό λόγο. Προπάντων γιά κανένα δέν ἀθυροστόμησε καί δέν κράτησε μέσα στήν ψυχή της ἴχνη ἐμπάθειας ἤ τάσεις ἐκδικητικότητας. Τό ποιοί τήν πίκραναν καί τήν πλήγωσαν, κανένας μας δέν τό πληροφορήθηκε ποτέ…
Παράλληλα μέ τήν ἄρση τοῦ βαρύτατου αὐτοῦ σταυροῦ, καλλιέργησε ἐπιμελῶς καί τήν ἄσκηση γιά τήν πλήρη μεταμόρφωση τῆς καρδίας της. Ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀπειράριθμες γονυκλισίες, ἐποικοδομητική μελέτη, ἔμπρακτη ἐξάσκηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, συνεχής ἐκκλησιασμός καί μάλιστα λίαν πρωί πρίν τήν ἔλευση τοῦ ἱερέως στόν ναό, ἐξονυχιστικός ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, τακτική προσαγωγή στήν ἐξομολόγηση, συχνότατη μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξαντλητική νηστεία καί προπαντός ἐπιμελημένη ἐφαρμογή τῆς ἔγκαρπης σιωπῆς. Ὁ ἀνιψιός της ὁ Νῖκος εἶπε κάποτε: «νήστεψε ὅσο ὅλες οἱ καλόγριες τῆς Κρήτης καί προσευχήθηκε ὅσο προσευχήθηκαν ὅλες αὐτές μαζί».
Ἡ θεοειδής πολιτεία της καί ἡ γονιμότατη ἄσκησή της, ἰδιαιτέρως, ὅμως, ἡ πύρινη προσευχή της, τήν ἐξακόντισαν στά οὐράνια σκηνώματα καί ἐνετύπωσαν τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά της. Θεωροῦσε τήν προσευχή σάν τήν πιό ἰσχυρή ὥρα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ζοῦσε μέ τήν προσευχή τήν πιό δυνατή κοινωνία καί ἐπικοινωνία. Γι’ αὐτό, τό περίσσευμα τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς πού ἔτρεφε πρός τόν Σωτῆρα Χριστό, τό διοχέτευε στό κανάλι τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἡ προσευχή τῆς ἔδινε δύναμη. Μέ τήν προσευχή προσείλκυε τήν Χάρη καί προσαύξησε τίς ἀρετές τῆς ἀγνότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς σιωπῆς καί τῆς ἀγάπης. Εἶχε τόσο ἰσχυρή καί δυνατή προσευχή, ὥστε κάποιες φορές, μικρά παιδιά, ἐν ὧρᾳ Θείας Λειτουργίας, τήν ἔβλεπαν φωτεινή καί μετάρσια, νά ἐξυψώνεται ἀπό τήν γῆ καί οὐράνιες ἀγγελικές ταξιαρχίες νά τήν περικυκλώνουν καί νά ψάλλουν μαζί της.
Οἱ Πομπιανοί καί οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τήν ἀγάπησαν καί τήν σεβάστηκαν πολύ. Μοῦ εἶπε κάποτε ὁ ἀείμνηστος ἐπιφανής Πομπιανός Μανώλης Φουστανάκης: «Μέ ἐπιστημονικό μικροσκόπιο ἄν διερευνήσουμε τήν ζωή τῆς Γαλάτειας, δέν θά μπορέσουμε νά βροῦμε κακό». Ἀσφαλῶς σάν ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, θά εἶχε καί αὐτή τίς ἀδυναμίες της καί κάποιες ἀνθρώπινες πλευρές της. Ὅμως, ἦταν τόσο ἀθῶα καί παιδικά αὐτά, ὥστε τά προσπερνοῦσες μέ θυμηδία, γιατί μόνο χαρά, πλατυχωρία καί ἄνεση σοῦ προκαλοῦσαν, τά ἐλατήρια καί οἱ προθέσεις τῆς καρδιᾶς της. Ὅλοι θαύμαζαν τήν ταπεινότατη καί ἐνάρετη γιατροπούλα, πού καιγόταν σάν τό λιβάνι στήν ἀνθρακιά γιά νά εὐωδιάσουν οἱ ἄλλοι καί ἔλιωνε σάν τό φλογισμένο μελισσοκέρι γιά νά ἀποκομίσουν τό φῶς καί τήν λάμψη πού ἐξέπεμπε οἱ ἀναγκεμένοι συνάνθρωποί της. Ἀλλά, ἄν θέλαμε νά αποδώσουμε τό μεγαλεῖο τῆς Γερόντισσας ἐπιγραμματικά, θά ἀναφέραμε δύο λέξεις: ἦταν ἡ ἐνσάρκωσις τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ἀγάπης.
Ἦταν ὄντως ταπεινή. Κανένας μεγαλοϊδεατισμός, οὔτε ἀκροθιγῶς δέν ἐκκολάφθηκε στήν ψυχή της. Δέν ἦταν αὐτό κομπλεξικότητα γιατί ἦταν ἐλεύθερη ἀπό συμπλεγματικές καταστάσεις, οὔτε αἴσθημα μειονεξίας γιατί διέθετε ψυχική πληρότητα. Ἦταν ἡ βαθειά καί ἁγία ἀρετή πού τῆς ἀπεκάλυπτε τήν χοϊκότητα καί τρεπτότητα τοῦ ἑαυτοῦ της καί τήν ἔκανε νά γνωρίζει τά μέτρα της. Εἶχε διαρκῶς τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἡ χειρότερη τῶν πάντων, φιλοῦσε τά χέρια ὅλων καί ζητοῦσε συγχώρηση. Δέν τό ἔκανε ἀπό ταπεινοσχημία ἀλλά, μέ πλήρη ἐπίγνωση μηδαμινότητος, φρονοῦσε ὅτι εἶναι πολύ χαμηλά, στό μηδέν, ὅτι τῆς λείπουν ἀκόμη πολλά, ὅτι δέν εἶναι αὐτή πού ἔπρεπε καί μποροῦσε νά εἶναι. Τήν χαρακτήριζαν ὁ καλός λογισμός γιά τόν πλησίον της καί ἡ ἀνελέητη αὐτοκριτική γιά τόν ἑαυτό της. Καί ὁ ἀγωνοθέτης Θεός, τήν ἐξακόντισε ἀπό τά βάθη τῆς βιωματικῆς οὐδενίας, στά ὕψη τῆς ἀπερινόητης θεοπτίας, γιατί «πᾶς ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ ἀγάπη της, παροιμιώδης καί ἀσύγκριτη. Ἀγαποῦσε τούς πάντες, προπαντός τούς φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους, τούς χωλούς καί ἀναπήρους, τούς ἐνδεεῖς καί τούς πάσχοντες, τούς ὁδοιπόρους καί πάροικους, τά μικρά παιδάκια καί τούς γέροντες καί ὅλους τούς φόρτωνε διακριτικά μέ τά δῶρα τῆς ἀγάπης της. Καί ἡ πολλή ἀγάπη γέννησε τήν διακριτικότατη ἐλεημοσύνη της. Ὁμολογῶ, μετά παρρησίας, ὅτι εἶναι τό πιό ἐλεήμων πρόσωπο πού γνώρισα στήν ζωή μου. Ἔπαιρνε τόν μισθό της καί τόν σκόρπιζε ἀμέσως. Ἔλεγε: «ἔκανα συμφωνία μέ τήν Παναγία, ἐγώ νά ἀδειάζω τό σπίτι μου καί Αὐτή νά μοῦ στέλνει ὅ,τι χρειάζεται γιά νά περνῶ τήν κάθε μέρα», «καμμιά φορά – ἔλεγε – καθυστερεῖ γιά νά μέ δοκιμάσει. Ὅμως, ἐγώ ἡσυχάζω καί γιατί ξέρω πώς ὁπωσδήποτε θά ἔλθει. Καί πράγματι –συνέχιζε- μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, νά’ το καί φθάνει. Δέν μέ βγάνει ἡ Παναγία ἀπό τόν λόγο Της».
Μέχρι τά βαθειά της γεράματα, σκορποῦσε, ἔδιδε «τοῖς πένησι». Ἦταν γερόντισσα πιά, χειρουργημένη καί στά δύο πόδια ἀλλά ἔστηνε μία μεγάλη κατσαρόλα φαγητό γιά νά μήν στερηθοῦν οἱ μοναχικοί γέροντες καί ἕνας ἄρρωστος ἡλικιωμένος τῆς γειτονιᾶς. Γι’ αὐτό, λίγο πρίν τό τέλος, τήν ἐπισκέφθηκαν ἀνάμεσα σέ ἄλλους, οἱ ἑπτά Ἀρχάγγελοι πού μεταφέρουν τίς προσευχές τῶν ἁγίων ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Τῆς συστήθηκαν μέ τά ὀνόματά τους, δέν τά λησμόνησε ἀλλά τά ἐνέταξε στήν καρδιακή μνήμη της: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Οὐριήλ, Ραφαήλ, Φαναήλ, Θαναήλ. Ὁ Οὐριήλ τῆς εἶπε ὅτι φυλάει τήν ἄβυσσο. Σήκωσαν ψηλά τίς ρομφαῖες καί τῆς ἔκαναν «ρεκάπιτο» ὅπως εἶπε, γιά νά περάσει. Τήν ὁδήγησαν σέ ἕνα πάγχρυσο παλάτι. Εἶναι ὁ τόπος τῆς κατοικίας σου, τῆς εἶπαν. Στή μέση ξεχείλιζε ἕνα ὁλόχρυσο δοχεῖο πού ἀνέβλυζε κρυστάλλινο νερό. Ρώτησε: «τί εἶναι αὐτό;» «εἶναι τό δοχεῖο τῆς καρδιᾶς σου» ἀπάντησαν. «Καί ξεχειλίζει ἡ ἁγνότητά σου, ἡ σιωπή σου, ἡ ταπεινοφροσύνη σου καί οἱ ἐλεημονιές σου».
Ἡ πρόωρη κοίμηση τῆς Ἀντωνούλας, τῆς κόστισε πολύ. Ἔκλαιγε συνεχῶς ἀλλά ἐπαρηγορεῖτο ἀπό τήν ἐλπιδοφόρα προσδοκία τῆς ἐπανασυνάντησης στήν αἰωνιότητα. Ἦταν τό 1998 ὅταν ἄρχισαν καί τά προβλήματα ὑγείας τῆς Γερόντισσας. Δέν θά μποροῦσε, λόγῳ σωματικῆς ἀδυναμίας, νά οἰκονομεῖ μέ τήν ἴδια φροντίδα τό παιδί. Ἐκείνη τήν χρονιά διορίσθηκε καί ἡ εὐτέλειά μου ἐφημέριος στήν Πόμπια. Δεθήκαμε πολύ, σάν μάνα μέ παιδί, εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Τῆς ἔδωσε πληροφορία ὁ Θεός στήν προσευχή: «Σοῦ πῆρα τήν Ἀντωνία ἀλλά σοῦ ἔστειλα τόν Ἀντώνιο». Καί πράγματι! Τήν ἀγάπησα ὅσο καί τούς φυσικούς μου γονεῖς ἤ ἴσως, ἀκόμη καί περισσότερο. Ἀπήλαυσα κοντά της, τήν ἀκένωτη μητρική στοργή καί τήν ἀνύστακτη φροντίδα της. Εἴθε δέ, νά διαποτίσει καί τό ἄγονο ἔδαφος τῆς δικῆς μου ψυχῆς, τό ζωηφόρο νᾶμα πού εἶδα τόσα χρόνια νά ἀναβλύζει ἡ ἔνθεη βιωτή της καί ἡ ἰσάγγελος πολιτεία της…
Ποτέ δέν περιαυτολόγησε. Εἶχε αἴσθηση, ὄχι ἁπλῶς μηδαμινότητας, ἀλλά ἀπόλυτης οὐδενίας. Τήν βρήκαμε πολλές φορές νά ἔχει ἐπιδοθεῖ σέ θρῆνο μετανοίας, νά χτυπᾶ τό πρόσωπό της καί νά αὐτοαποκαλεῖται «πόρνη, ληστίνα, ἔκτρωμα, ἐλεεινή». Λυπόταν ὅταν τήν ἐπαινοῦσαν γιατί νόμιζε ὅτι ἀδικοῦσαν κατά πολύ τήν πραγματικότητα καί πήγαινε κόντρα, προσέκρουε βάναυσα, στήν δίκαιη ἀποτίμηση τοῦ Θεοῦ. Χαιρόταν στίς κατηγορίες γιατί τίς ἐκλάμβανε – ὅπως ἔλεγε – ὡς εὐκαιρίες γιά διόρθωση, μετάνοια καί σωτήριο ἐπαναπροσδιορισμό ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς της. Εἶχε ἐγκαθιδρύσει μέσα της ἕνα σπάνιο καί ἀμπλοκάριστο ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Γιά ὅλους εἶχε ἕναν καλό λόγο. Καί τά πιό δύσκολα καί σκανδαλώδη ἐνεργήματα, δέν τά ἀμνήστευε μέν, ἀλλά σιωποῦσε καί προσευχόταν γιά τούς ὑπεύθυνους, ὅταν τά ἐπληροφορεῖτο. «Ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ὑπόδικη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ –ἔλεγε– καί δέν ἔχω δικαίωμα νά κρίνω κανέναν». Σέ ὅλους εὕρισκε κάτι καλό καί αὐτό προέβαλε. Τήν ἐνδιέφερε νά βασιλεύει τό καλό στήν ἀνίληψη τῶν ἄλλων καί στήν ὑφή τῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό τελευταία, τῆς ξέφυγε καί εἶπε: «Εἶμαι φορτωμένη ἀπό ἁμαρτίες καί ἐλπίζω μόνο στό ἕλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί γέρασα ἄπρακτη ἀπό ἔργα μετανοίας. Γιά κατάκριση ὅμως, νομίζω, πώς δέν θά δώσω λόγο στόν δικαιοκρίτη Θεό…»!
Τά τελευταῖα 20 χρόνια τῆς ζωῆς της, τά πέρασε μέσα στήν καρποφόρο ἐξάσκηση τῆς Ἱερᾶς ἡσυχίας καί στήν πολύφερνη ὑλοποίηση τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ζοῦσε στό κλῖμα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἐλάχιστος ὁ ὕπνος της, πολύ ἐλαχιστοτέρα ἡ τροφή της. Διανυκτέρευε προσευχόμενη. Ὁ νοῦς της, τελείως ἐξαγιασμένος, βρῆκε τόν ἀρχέγονο τόπο του, πῆγε στόν φυσικό προορισμό του. Ἐνεργοποιήθηκε μέσα στό ἀπύθμενο πηγάδι τῆς βαθείας καρδίας, ὅπως περιέγραφε ἡ ἴδια ἡ Γερόντισσα. Ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντίσθηκε αὐτός ὁ θεοειδέστατος νοῦς της στά ἐπουράνια. Διείσδυσε ἐπαρκῶς στά ἄφατα καί συγκλονιστικά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπε καί ἀπολάμβανε τό ἄπλετο καί γαλαζόλευκο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος πού εἶναι ἀσχημάτιστο καί ὁμοιογενές -ὅπως ἔλεγε- καί δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ὁ ἥλιος εἶναι λυχναράκι μπροστά Του. Διέκρινε μέσα στό ἐνιαῖο ἐκεῖνο ἀμήχανο Φῶς, τρία φῶτα, τίς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔκανε μοναδικές ἐμπειρικές περιγραφές, πού μόνον μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τίς ἀπετόλμησαν. Ἔβλεπε ἄσαρκο Φῶς, τόν Ἄναρχο Πατέρα τήν πηγαία Θεότητα. Ἔβλεπε σεσαρκωμένο Φῶς, τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο καί περιέγραφε μέ ἐκπληκτική εὐκρίνεια τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά Του. Ἔβλεπε καί τό τρίτο Φῶς, τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα νά συνέχει τήν Ἐκκλησία, νά προχέεται στίς καρδιές ἀπό τά Ὠμοφόρια τῶν Ἐπισκόπων καί τά Ἐπιτραχήλια τῶν ἱερέων καί νά σηκώνει ἐπαρκῶς μέσα στά δάκρυα τῆς προσευχῆς καί τούς στεναγμούς τῆς μετανοίας. Ἦρθε -ἔλεγε- τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀλλά δέν ἔφυγε. Κινεῖται στόν κόσμο μέ μεγάλο κρότο, «ὡς ἦχος φερομένης, βιαίας πνοῆς» ἀλλά δέν τόν ἀκούει κανείς, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐνεργοποιήσει τόν κρυφό μηχανισμό τῆς καρδίας.
Μέ τήν διόπτρα τοῦ νοῦ, τήν λεπτοτάτη προσοχή, τά «κιάλια» τῆς καρδιᾶς, ὅπως τά ὀνόμαζε, ἀνίχνευε τά ἐπουράνια καί τά καταχθόνια ἀλλά καί τά κρυπτά τῆς καρδίας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶχε βιωματική γνώση τῶν διαβαθμίσεων τοῦ οὐρανοῦ. «Ἔχει –ἔλεγε- ὁ οὐρανός πολλές καταστάσεις Χάριτος πού ἐπεκτείνονται ὡς τό ἄπειρο καί δέν τελειώνουν ποτέ…». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔβλεπε τίς ἐναλλαγές τῶν αἰώνων. Ἄφηνε, ὅμως, τόν νοῦ της νά κατέρχεται καί στά φλογισμένα και ἀφεγγῆ βασίλεια τῆς κολάσεως. Εἶδε πολλούς, ἀλλά οὐδέποτε μαρτύρησε κανέναν. «Ἀνάβω κεράκια -ἔλεγε- κάνω πολλή προσευχή καί τούς βάζω σέ κίνηση βελτιώσεως, γιατί εἶναι μαρμαρωμένοι οἱ καημένοι».
Ταυτίστηκε χαρισματικά μέ ὅλο τόν κόσμο. Εἶχε προσλάβει μέσα της «παγγενῆ» τόν Ἀδάμ. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ὑπαίτιο γιά ὅ,τι κακό συμβαίνει στήν οἰκουμένη. Γι’ αὐτό τίς πρῶτες πρωινές ὥρες, ἔκανε μία μακροσκελῆ αὐτοσχέδια, συγκλονιστική προσευχή, πού περιελάμβανε ὅλη τήν κτίση καί κάθε γένος ἀνθρώπων «τῶν ὑπό τόν οὐρανόν».
Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου της καί ὁ γλυκασμός πού ἐξέπεμπε ἡ καρδιά της, προσέλκυσαν πλησίον της ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα νέων, πού προσέτρεχαν κοντά της, γιατί ἔβλεπαν τήν ἀειθαλῆ καί ἀθάνατη ζωτικότητα μέσα σέ μία εὔθραυστη καί ἀποκαμωμένη χοϊκότητα. Μία πνευματοφόρο καί ἐν-χριστωμένη ψυχή μέσα σ’ ἕνα λιπόσαρκο καί γηραιό σῶμα. Ἐκείνη αἰσθανόταν ὡς μητέρα. Ἀγκάλιαζε ἰδιαίτερα τούς πολύ ἁμαρτωλούς, ἀναπτέρωνε ἐλπίδες, ἰσχυροποιοῦσε τό φρόνημα τῆς πνευματικῆς μετάλλαξης, τόνιζε τίς ἀτέρμονες διαστάσεις τοῦ Θείου Ἐλέους καί τήν ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τούς προσλάμβανε μέσα στήν θαλπωρή τῆς καρδιᾶς της, γιά νά ζεστάνει ἀπό τήν παγωνιά τῆς δαιμονικῆς κυριαρχίας, ἀκόμη καί βαρυποινίτες φυλάκιζε στοργικά μέσα στά κελιά τῶν ἐνδομυχίων της, γιά νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀλυσίδες τῶν παθῶν τους καί νά τούς χαρίσει τήν ἐσωτερική ἐλευθερία. Δέν ἄφηνε ὅμως, καί κανέναν νά ξεθαρρεύει. Ἐπαναλάμβανε μέ δικό της τρόπο, τήν ἐπωδό τοῦ Ὁσίου Νίκωνος τοῦ μετανοεῖτε, «Μετά τήν ἐνθέδε ἐκδημίαν, μετανοίας ἰσχύς οὐδεμία».
Οἱ παρακαταθῆκες της ἁπλές καί πρακτικές ἀλλά ἀποστάγματα ἁγιοπνευματικῆς σοφίας καί χάριτος.
«Ἡ γλῶσσα –ἔλεγε– εἶναι ἡ καλύτερη φιλενάδα τοῦ σατανᾶ».
«Νά ἔχετε τέσσερα πράγματα: Ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη, σιωπή καί ἐλεημοσύνη ἐν κρυπτῷ».
«Νά ἐξομολογεῖσθε ὅπως πρέπει, γιά νά μήν ἔχει οὔτε πατημασιές ὁ διάβολος μέσα σας».
«Νά μήν κακολογοῦμε τούς ἄλλους, γιατί ἔπειτα θά μᾶς κακολογήσει κι ἐμᾶς ὁ Θεός ὅταν ξανάρθει στόν κόσμο».
«Νά προσεύχεσθε μέ τήν εὐχή , ἀλλά καί Τριαδολογικά. Ἐγώ λέγω»:
«Πατέρα ἐπουράνιε συγχώρεσέ με,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με,
Πνεῦμα Ἅγιον φώτισέ με».
«Ὅποιος φοβᾶται, δέν φοβᾶται». Δηλαδή, ὅποιος φοβᾶται τήν ἁμαρτία δέν φοβᾶται τίποτα.
Ἡ διαρκής μέθεξις τῆς Ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ πού ἡ Γερόντισσα εἶχε σέ βαθμό Θεώσεως ἐδραίωσαν μέσα της τήν αἴσθηση τῆς οὐδενίας καί τήν ἀποστροφή στόν ἑαυτό της, μέχρι αὐτομίσους. Ταυτόχρονα γιγάντωνε τήν χαρισματική κατάσταση τῆς μετανοίας ὡς μυστήριο καί βίωμα διαρκείας. Ἔλεγε: «Μέσα ἀπό τήν καρδιά βλέπω τί εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶμαι ἐγώ. Ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί ἐγώ ἕνα μηδέν. Τόν εὐχαριστῶ, ὅμως, πού μοῦ δείχνει τά χάλια μου καί μοῦ δίνει παράταση μετανοίας. Ζῶ καθημερινά τό μυστήριο τῆς Ἀγάπης Του. Ὅ,τι τοῦ ζητήσω μοῦ τό δίνει. Χατῆρι δέν μοῦ χαλᾶ κι ἄς εἶμαι τό πιό ἄτακτο παιδί Του. Εἶναι σάν ἕνα κοπέλι πού τό πέμπω στίς μαντατοφοριές. Μέ φροντίζει καί μέ στηρίζει σέ βαθμό πού δέν ἀντέχω, ἐνῶ ἔπρεπε νά μοῦ δίνει νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Νέας Ὑόρκης, γιατί οἱ ἀποχετεύσεις τοῦ χωριοῦ μου εἶναι καθαρές».
Ὅσο πλησίαζε τόν Θεό καί σπούδαζε ἐμπειρικά τό ἀπερινόητο τῆς Ἀϊδιότητός Του, τόσο χαμήλωνε στήν διόπτρα τῆς ψυχῆς της ἡ ἰδέα γιά τόν ἑαυτό της καί μέ ποταμούς δακρύων ζητοῦσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ γενναιόδωρος Χρεώστης τήν προίκισε ἀπό τίς ἀποθῆκες τῆς Ἀγάπης Του μέ σπάνια χαρίσματα: τήν προόραση, τήν δυνατή διόραση καί τήν προφητεία.
Ὅλα αὐτά τά θεωροῦσε φυσικά γιά ὅλους, γιατί διέθετε προπτωτική καθαρότητα καί παιδική ἁπλότητα. Σ’ αὐτά δέν θά ἀναφερθῶ λεπτομερῶς. Δέν εἶναι αὐτό τό μεῖζον, οὔτε τό ζητούμενο τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Ὅλων τῶν χαρισμάτων της, ὑπερεῖχε ἡ ὑπερφυσική της ἀγάπη της καί ἡ ἀσύγκριτη γιά τά σημερινά δεδομένα ταπεινοφροσύνη της.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος πού τήν συναναστράφηκε καί εἶχε ἐπικοινωνία μαζί της, λέγει ὅτι ὅπου βαθιά ταπείνωσις καί διαρκής μετάνοια δέν ἀναπτύσσεται καμία πλάνη, γιατί δέν ἀντέχει νά ἐνεργήσει ὁ σατανᾶς.
Καί ἡ Γερόντισσα εἶχε σπάνιο χάρισμα διακρίσεως τῶν πνευμάτων, πού ἀποτελεῖ τό προσδιοριστικό ἰδίωμα τῆς ἀπλανοῦς Θεολογίας. Ἦταν προφήτιδα τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί ἦταν μία ἀληθινή ἡσυχάστρια. Ξεχώριζε ἄριστα τό ψυχολογικό ἀπό τό πνευματικό, καί τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο. Ἔλεγε: «Ἔρχονται, εἰδικά τήν νύχτα πού προσεύχομαι οἱ δαίμονες μέ ποικίλες μορφές. Ἄλλοτε γίνονται τέρατα φρικιαστικά καί πασχίζουν νά μέ τρομάξουν καί ἄλλοτε εἰδικά στίς ἀρχές, μεταμφιέζονται σέ πνεύματα ἀγαθά καί προσπαθοῦν νά μέ ξεγελάσουν. Τούς προδίδει, ὅμως, ἡ βρῶμα τους. Μία ἄλλη αἴσθηση δυσοσμίας πνευματικῆς, πού δέν γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν σωματική ὄσφρηση καί εἶναι χειρότερη ἀπό τά σκουληκιασμένα ζωικά σπλάχνα καί τό σάπιο κρέας τῶν 16 ἡμερῶν. Τά θεϊκά –ἔλεγε- δυναμώνουν τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τήν ταπείνωση, εἰρηνεύουν καί ἐνισχύουν τήν ψυχή. Τά δαιμονικά, ὅσο καμουφλαρισμένα καί νά ‘ναι, δημιουργοῦν ταραχή, φόβο, ὑπερηφάνεια, σέ πιάνει ἀπό τήν βρῶμα τάση ναυτίας, μεταταράσσονται τά σπλάχνα σου».
Πολλές φορές τήν εἶδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας ἀρπαγῆς, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντισμένη στούς οὐρανίους κόσμους, φωτεινή καί «ἀχάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της. Τό φῶς τοῦ Θεοῦ -ἔλεγε- τό ἔβλεπε μέσα ἀπό τό χάος τῆς καρδιᾶς πού τῆς ἦταν πάμφωτο, τραβιόταν ὅμως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά αἰσθανόταν νά ἀλλοιώνονται, τό ἔβλεπε -ὅπως ἐδιηγεῖτο- «ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς ἔως τά κράνυχα τῶν ποδιῶν», ὅλες οἱ αἰσθήσεις γινόταν μία. Παντοῦ βασίλευε ὁ Χριστός καί δέν ἤξερε ἀπό ποῦ τελικά ζοῦσε ὅλες αὐτές τίς ὑπερφυεῖς δωρεές τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος. Ἔλεγε ἀποφατικά: «Αὐτά γλῶσσα δέν τά διηγεῖται καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν τά χωρεῖ. Οὔτε ἀγγελικός νοῦς δέν τά χωρεῖ ὅλα. Ἀπορῶ πῶς ὐπάρχουν ἄνθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν».
Ἡ βρώμα πού αἰσθανόταν ἐνώπιον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἴδια εἶχε νοερά καρδιακή προσευχή. Αἰσθανόταν -ὅπως ἔλεγε- τήν καρδιά της νά μουρμουρίζει καί εἰδικά τίς νύχτες, ζοῦσε «ἔντονα πνευματικά γλέντια». Ἦταν ζωομύριστη καί μυρίπνοη ἀπό τά μῦρα τοῦ Πνεύματος, γι’ αὐτό διέκρινε τήν νεκροποιό ὀσμή καί τήν ἀηδιαστική ἀποφορά τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Ἐνεργοποίησε ἡσυχαστικῶς τό Ἅγιο Χρῖσμα μέσα στήν καρδιά της. Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅταν γράφει: «ἡμεῖς ἐλάβομεν χρῖσμα ἐκ τοῦ Ἁγίου καί γινώσκομεν αὐτόν». Τό Χρῖσμα εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ Ἁγίου Μύρου μέσα στήν καρδιά, ἡ νοερά προσευχή, ὁ φωτισμός τοῦ νοός, καταστάσεις πού ὅταν ἀπουσιάζουν, πανεύκολα μπορεῖ νά εἰσέλθει τό μικρόβιο τῆς οἴησης μέσα στόν ἐσωτερικό χῶρο καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά ὡριμάζει σάν εὔγευστο φροῦτο χάριτος, νά ἀποσαθρώνεται, ἀπό τό σκουλῆκι τῆς πλάνης, σάν κούφιο ἀνούσιο καρπολόγημα, καί ἐν τέλει νά ἀπωλεσθεῖ.
Οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἡσυχαστές τῶν Ἀστερουσίων, Ὅσιοι Γέροντες Ἀναστάσιος ὁ Κουδουμιανός καί Νεῖλος ὁ Ἁγιοφαραγγίτης τήν ἐκτιμοῦσαν καί τήν ἐσέβοντο ἀπεριόριστα. Καί οἱ δύο ἔσκυβαν καί ἀσπαζόταν τό χέρι της. «Εἶδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μοῦ εἶπε ὁ Γέρων Ἀναστάσιος, μία ἀπό τίς δύο φορές πού τήν ἐπισκέφθηκε στό σπίτι της. Καί ὅταν ἡ Γερόντισσα τόν ἐπισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο τοῦ Ἠρακλείου, πάλιν ὁ Μέγας Ἐκεῖνος Γέρων, ἄν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρῆκε τό σθένος, ἀνασηκώθηκε, ἄρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλοῦσε.
«Γιατί μοῦ τό κάνουν αὐτό οἱ Δεσποτάδες καί ἀσκητές» ρωτοῦσε μέ παιδική ἀφέλεια ἡ Γαλάτεια. «Γιατί –τῆς ἀπαντοῦσα- φαίνεσαι ἐκατόν ἐτῶν, ἐπειδή εἶσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γῆρας σου».
«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση –ἐπαναλάμβανε ἔκπληκτη ἐκείνη-. Θά εἶμαι ἀναπολόγητη στόν Θεό ἄν δέν μετανοήσω, ἀφοῦ τέτοιοι ἄνθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».
«Γιατί, Γέροντα, ἀνέβηκε ἡ Γαλάτεια τόσο ψηλά;» ρώτησα κάποτε τόν Μεγάλο Ἀναστάσιο.
«Γιατί παιδί μου –ἀπάντησε ἐκεῖνος- ἔσκαψε βαθειά τό χωράφι τῆς καρδιᾶς της μέ τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ μια ὁλόκληρη ζωή. Καί ὁ ἡσυχαστικός σπόρος βρῆκε γόνιμο ἔδαφος καί εὐδοκίμησε πολύ, ἅπλωσε ρίζες καί ἀνυψώθηκε ταχέως μέχρι τίς σφαῖρες τῆς Ἀναστάσεως».
Ἀγαποῦσε πολύ, σάν παιδί της, ὅπως ἔλεγε, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεο. Τόν ἐξομοίωνε μέ τούς Ἱεράρχες πού εἶναι κολλημένοι στόν τοῖχο, ἐννοώντας τίς τοιχογραφίες τῶν ἐκκλησιῶν. Τόν ἐκτιμοῦσε περισσότερο ἀπό ὅλους. Ἔβλεπε, ὅπως ἔλεγε, τήν ἐσωτερική του ἡσυχία καί τήν θεολογική του πληρότητα. Τόν παρακολουθοῦσε μέ τήν διόπτρα τῆς καρδιᾶς, καί χαιρόταν γιά τήν ἀταραξία του στούς πειρασμούς καί τό ἀδιάκοπο «γλυκομουρμούρισμα» τῆς καρδιᾶς του εἰδικά τίς νυκτερινές ὥρες. Λυπόταν πολύ πού οἱ ἄλλοι δέν τό καταλαβαίνουν καί ὑφίσταται τόσες ἄδικες ἐπιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις. Ἐκεῖνος εἶναι καί ὁ ἀποδέκτης τῆς πλειονότητος τῶν ἰδιοχείρων ἐπιστολῶν της. Ὑπέρ-ἀγαποῦσε, ὅμως, καί τόν Ἱεροκήρυκα καί Πρωτοσύγκελλό του, π. Καλλίνικο Γεωργᾶτο. Ἀκραδάντως πιστεύω ὅτι θά εἶναι ἡ προστάτιδά του. Ἔλεγε: «Πῶ, πῶ! Αὐτός ὁ του!» (Διάκος ὄχι μέ ἔννοια ἱερατική ἀλλά μέ τή σημασία, τοῦ ἄοκνου συνεργάτη, τοῦ Διακονητῆ). «Τί εὐλογημένο, τί καθαρό παιδί! Ἄγγελος εἶναι! Τόν βλέπεις στά γραφεῖα, στήν κουζίνα, στά μηχανήματα (Ὑπολογιστές), στά ὑπόγεια μέσα στά χαρτιά καί στίς σκόνες! Ποτέ δέν βάζει κακό λογισμό! Ἀγαπᾶ τόν δεσπότη καί λυώνει (θυσιάζεται) μέ χαρά».
Ἀγαποῦσε ἐπισης σάν γιό της καί ἔτρεφε μεγάλη ἀδυναμία στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Τριφυλίας καί Ὀλυμπίας κ.κ. Χρυσόστομο. Γιά δύο περίπου δεκαετίες εἶχαν καθημερινή ἐπικοινωνία. Τόν εἶχε ἔγνοια γιά τήν εὐαισθησία του καί τήν ἀσκητικότητά του καί νοερῶς ἐμεριμνοῦσε γι’ αὐτόν στοργικά.
Ἀγαποῦσε ἐπίσης, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ. Τόν θεωροῦσε λεοντόκαρδο καί ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας. Χαιρόταν πού ἐλέγχει μέ εἰλικρίνεια καί παρρησία τά παρά φύσιν ἁμαρτήματα ἀλλά καί τήν φρικώδη αἴρεση τοῦ παπισμοῦ. «Τόν σκεπάζουν –ἔλεγε- οὐράνιες δυνάμεις καί τόν δυναμώνουν οἱ προσευχές τῶν μοναστηριῶν».
Ἀγαποῦσε πολύ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐδέσσης κ.κ. Ἰωήλ γιά τήν ταπείνωση τήν καλοκαγαθία καί τόν ἀσίγαστο Ἱεραποστολικό του ζῆλο. Ἔλεγε περί αὐτοῦ: «Δέν ξιπάστηκε παιδί μου πού ἔγινε Δεσπότης. Ἔμεινε ὅπως ἦταν. Ἕνας παπᾶς μέ τό στρογγυλό στή μέση (ἐγκόλπιο). Παιδί στήν ψυχή, ἅγιος ἄνθρωπος».
Τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο τόν ἀποκαλοῦσε «θεμελιακό» λόγῳ σωματικῆς διάπλασης καί πνευματικοῦ διαμετρήματος. Χαιρόταν -ἔλεγε- πού χτυπᾶ τά κοσμικά καί προβάλλει τά «ἁγιωτικά», δηλαδή τούς καρπούς τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί τούς σύγχρονους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Χαιρόταν πού ἔχει παρρησιασμένο καί ἁπλουστευμένο θε paraklisi
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Φραγκάκης, Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας : Επικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχής
Τά ξημερώματα τῆς χθεσινῆς ἡμέρας, μία μεγάλη ὁσιακή μορφή τῆς Κρήτης καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπεξεδύθη το ἀραχνῶδες χοϊκό της περίβλημα, τό φθαρτό της πολύαθλο σῶμα, τό σῶμα πού ἰσοβίως σταυρώθηκε ἀπό τά ἀλγεινά τοῦ βίου καί τά παλαίσματα τῆς ἀέναης
ἀσκητικῆς πρακτικῆς καί φτερούγισε ἥσυχα καί ἀνεπαίσθητα, ὅπως ἔζησε, στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου γιά νά λάβῃ ἀπό τά κατάστικτα καί πανσθενουργά Του χέρια, τά πάμφωτα ἔπαθλα τῆς πνευματικῆς της σκυταλοδρομίας. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου πού μέ μανικό ἔρωτα παιδιόθεν ἠγάπησε καί μέ ἀποστολική αὐταπάρνηση ἀκολούθησε στόν ματωμένο βηματισμό τῆς ἐφαρμοσμένης ἀγάπης, 95 χρόνια πού ἔλαμψε ἡ μορφή της πάνω στή γῆ.
Καί ἴσως εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἔδωκε «ὕπνον τοῖς κροτάφοις της καί τοῖς βλεφάροις της νυσταγμόν» ἡ ἀκαταπόνητη αὐτή γυναῖκα, ποῦ ζοῦσε, δροῦσε καί ἀνέπνεε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἡσυχαστικῶς στοχοθέτησε καί ἁγιοπνευματικῶς προσοικειώθηκε, ὥς ἀναφαίρετο κτῆμα της, στά ὑπόβαθρα τῆς καρδίας της.
Ὑπῆρξε Ὁσία, ὑπῆρξε χαρισματική, ὑπῆρξε ἀσκήτρια. Ἀν τῆς προσδώσουμε καί μαρτυρικό φρόνημα δέν θά λαθέψουμε. Ἀγάπησε, ἐξ’ ἁπαλῶν ὀνύχων, μέ περιφλεγῆ ἔρωτα τόν Χριστό, μέ πιστότητα Μυροφόρων Τόν ἀκολούθησε, ἐφάρμοσε ἐπακριβῶς τά σωτήρια ἐντάλματα τῆς διδασκαλίας Του, ποτίσθηκε ἀκορέστως ἀπό τά ζωοπάροχα νάματα τῆς ἀγάπης Του, Τόν ὑπηρέτησε ἐμπνευσμένα στά πρόσωπα τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν, κατέβηκε στόν Ἅδη τῆς μετανοίας ἔντονα καί οὐσιαστικά, ἐβίωσε τήν Ἁγιοτριαδική Παρουσία ἀπροκάλυπτα καί ζωντανά, χτυπήθηκε λυσσαλέα ἀπό τά μανιασμένα κύματα πού ὁ βύθιος δράκων ξεσήκωσε στήν πολυτάραχη θάλασσα τῆς ἐπίγειας ποντοπορίας της, ἔκλαψε πολύ, ἀγάπησε περισσότερο, ψιλοδούλευσε τήν ἀρετή, δόθηκε ἀνιδιοτελῶς στούς ἀνθρώπους, προσέφερε μέ χαρά τόν ἀδύνατο σκελετό της γιά νά ἀκουμπήσουν τά βάρη τους ὅλοι οἱ ἄλλοι, σφούγγιξε δάκρυα, διόρθωσε λογισμούς, ἀλάφρωσε συνειδήσεις, γαλήνευσε ψυχές, ἐνέπνευσε ἱερές ἐπιθυμίες, προσανατένισε ἐναργῶς τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, ξεναγήθηκε μέ παρρησία καί στά φόβητρα τῆς κολάσεως, τροχιοδρόμησε πλειάδα ψυχῶν εἰς τήν αἰώνια ζωή, ἀδικήθηκε καί συγχώρησε, συκοφαντήθηκε ὡς πλανεμένη καί ἡ ἴδια ξεγέλασε τόν δολιοφθορέα τῶν ἀνθρώπων καί ξεπέρασε τόν πλάνον τοῦτο αἰῶνα, ἔγινε οὐράνια ὕπαρξη, δροσοσταλίδα τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ, τελευταία ἔλαμπε, σάν μοσχοθυμίαμα εὐωδίαζε, μόνο χαμογελοῦσε, μητρικά εὐχόταν καί ἀποχαιρετοῦσε, σάν μπαρουτοκαπνισμένη ἀθλήτρια δίδασκε, σάν πεπειραμένη ὁδηγός νουθετοῦσε, καί σιγά – σιγά, ὁ φεγγοβόλος ἥλιος τῆς ὕπαρξής της ἔγειρε στήν δύση τῆς ἐπίκηρης τούτης βιοτῆς γιά νά κάνῃ τήν ἐκφαντορική ἀνατολή του στό ἄλλο ἡμισφαίριο τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς.
s
– «Τί κάνει ἡ γερόντισσα Γαλάτεια»; Μέ ρώτησε κάποτε ὁ θαυμαστός καί ἀείμνηστος Γέροντας Ἀναστάσιος Κουδουμιανός.
– «Γέρασε, γέροντα,» ἀπάντησα. «Κύρτωσε πολύ» «Τά κατάφορτα δέντρα ὅταν γεμίσουν καρπό γέρνουν τά κλαδιά τους», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Δίνουν στούς γύρω ἀπό τό προϊόν τους καί τό ὑπόλοιπο τῆς συγκομιδῆς, τό ἀναδεικνύει ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ καί τό μοιράζει σέ ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας».
Κάτω ἀπό μία γλυκιά, ἀπέριττη καί γαλήνια ἐπιφάνεια, κυλοῦσε καί ἐπάφλαζε ἕνας ποταμός ἀγάπης καί Θείας ζωῆς, πού τόν ἐπρόδινε ἡ διεισδυτική καί ἀστραφτερή ματιά της καί ἡ ὁλοφώτεινη θωριά τοῦ προσώπου της. Τό ἀνθηρότατο χαμόγελό της, ἡ ἀγγελική της ὄψη καί το δροσιστικό ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς της, λειτουργοῦσαν σάν μαγνήτης, γι’ αὐτό, ὅσο ἐκείνη ἔκρυβε τό φέγγος τῆς ψυχῆς της μέσα στήν ἀφάνεια τῆς ἀσημότητας, τόσο ὁ Θεός τό ὕψωνε στόν λυχνοστάτη τῆς προβολῆς. Ὅπως ὁ μαγνήτης ἑλκύει διάφορα μέταλλα, ὅπως ὁ ἥλιος ἐντάσσει στήν τροχιά τῆς ἐπιρροῆς του διαφόρους δορυφόρους, ἔτσι καί ἡ ἀναγεννημένη ψυχή τῆς Γερόντισσας, ἄθελά της, ἕλκυσε κοντά της ἀναρίθμητες ψυχές πού ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τούς ρυθμούς τῆς δικῆς της ζωῆς καί ἀλλοιώθηκαν κοντά της. Ἡ ἁγιότητά της ἦταν καλά κρυμμένη μέσα στήν ἁπλότητα. Τήν ἀφοπλιστική παιδική ἁπλότητα. Ὅπως μέσα στά ἄχυρα τῆς ταπεινῆς φάτνης τῆς Βηθλεέμ κρύφθηκε ἡ μεγαλοσύνη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἔτσι μέσα στήν ἁπλή αὐτή ψυχή, τήν ἀπέριττη καί ταπεινή, κατοίκησε ζωντανά ὁ Χριστός, καί τήν ἔκανε νά λάμπει ἀπό ὁσιότητα καί ἁγιοπνευματική σοφία. Εἶχε πνευματικό βάθος, τό Ἅγιο Πνεῦμα σάν ἀκύμαντος ποταμός ἄρδευε τά κανάλια τῆς ψυχῆς της. Ἕνας παφλασμός βαθύς καί ἀπύθμενος δονοῦσε τά μύχια τῆς καρδιᾶς της, ἔπρεπε νά προσηλώσεις καλά τ’ αὐτί σου γιά νά τόν ἀκούσεις καί νά ’χεις ἄντλημα ψυχῆς γιά νά ἀποκομίσεις καί νά εὐφρανθεῖς ἀπό τά ρεῖθρα του πού μυστικά διαπότιζαν καί ζωογονοῦσαν τήν ὡραία καί ταπεινή αὐτή ψυχή.
Ἀκόμη καί τίς πιό ἡρωικές πράξεις τῆς ζωῆς της, συνήθιζε νά τίς περιβάλλει μέ μία ἁπλότητα καί φυσικότητα πού ἦταν, γι’αὐτό τόν λόγο συγκλονιστική. Δέν ἦταν λίγες οἱ ἀποφάσεις τῆς ζωῆς της, πού περιεῖχαν τό χρῶμα τοῦ Γολγοθᾶ, τό ἡρωικό φρόνημα καί τό συγκλονιστικό στοιχεῖο. Ὅλα, ὅμως, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία τά ἀντίκρυζε «ἐν πίστει» καί τά προσπερνοῦσε «ἐν σιγῇ». Γιατί ἦταν ἀπό τίς ψυχές πού προσήγγιζαν τόν Χριστό, ὄχι «κράζουσα ὄπισθεν Αὐτοῦ» σάν τήν Χαναναία, ἀλλά «λαθοῦσα», εὐγενικά, ἤρεμα, συνεσταλμένα σάν τήν αἱμορροοῦσα, πού τῆς ἔφθανε καί τῆς ἀρκοῦσε νά ἀκουμπήσει μόνο τά κράσπεδα τῶν ἱματίων Του. Ἔτσι, μέ τήν ἴδια συστολή προσήγγιζε πάντα Τόν Χριστό ἡ Γερόντισσα Γαλακτία καί ἐπιτελοῦσε τά ἔργα Του. Γι’ αὐτό ἐπέτυχε, τήν ἴδια ὅπως ἡ γυναῖκα ἐκείνη κατάκτηση. Καί πράγματι ὁ Χριστός δέν τῆς χαλοῦσε χατῆρι (χατίρι). Ἡ προσευχή της, μετακινοῦσε ὄρη. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη της στήν πρόνοια Τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοποιοῦσε μέσα της τήν Θεϊκή δύναμη καί ἐπιτελοῦσε τό θαῦμα.
Γεννήθηκε στήν ἱστορική και ἡρωοτόκο Πόμπια στίς 5 Μαρτίου 1926. Οἱ οἰκογενειακές της καταβολές, λειτούργησαν σάν γονιμότατη φύτρα γιά νά ἐκκολαφθεῖ ἀπροσκόπτως ἡ μετέπειτα πνευματική της ἐξέλιξη. Ὁ πατέρας της ἰατρός καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Γαλάτεια ἔλεγε: «ποτέ μου δέν καυχήθηκα ἐπειδή ὁ πατέρας μου ἦταν γιατρός. Χαίρομαι ὅμως, νά λέγω ὅτι ἦταν ὄντως ἄνθρωπος καί Χριστιανός». Ἀνάργυρος σχεδόν, δοτικός στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἐνέπνευσε στήν πολυαγαπημένη του κόρη το θυσιαστικό ἦθος καί τό ἀνιδιοτελές φρόνημα. Ὁ παππούς της, ὁ πατέρας τῆς μητέρας της ἦταν ἱερεύς. Καί τί ἱερεύς! Ἅγιος! Πνευματικό ἀνάστημα τῶν Ὁσίων Γερόντων τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Παρθενίου καί Εὐμενίου. Ἔζησε ἐν συζυγίᾳ δύο ἔτη καί σέ ὁσιότροπη χηρεία 66 ἔτη. Τόσο πολύ ἐξαγιάσθηκε ὁ νοῦς ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, πού ἔλεγε μέ ἀφελότητα καρδίας στά τέλη τῆς ζωῆς του, ὅτι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄγαμο, γιατί δέν τόν συνόδευε καμία ἀνάμνηση τοῦ βραχύβιου ἐγγάμου βίου.
Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ, Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος, παπά Νικόλας Φουστανάκης, Γερόντισσα Γαλακτία. Ἀλυσιδωτή μετάδοση τοῦ χαρίσματος τῆς ἡσυχαστικῆς βιοτῆς. Ἀνάμεσα στίς τέσσερις ἐκλεκτές θυγατέρες τοῦ θρυλικοῦ γιατροῦ τῆς Πόμπιας Μιχαήλ Κανακάκη, ξεχώρισε ἐμφανῶς ἡ τρίτη. Ἡ Γαλάτεια. Γιά τήν σπάνια ὀμορφιά της; Γιά τήν ὁλοπρόθυμη ὑπακοή της; Γιά τήν κραυγάζουσα σεμνότητά της; Γιά τήν παρθενική ἀκτινοβολία της; Γιά τήν ἀδελφική πρός τούς ξένους συμπεριφορά της; Γιά τά ἐλεήμονα σπλάχνα τῆς καρδιᾶς της; Γιά τό ἀκατάκριτο στόμα της; Γιά τήν πανθομολογούμενη ἀρετή της; Γιά τήν ἀπαστράπτουσα διαγωγή της; Τί πρῶτο καί τί δεύτερο νά ξεχωρίσεις; Ὅλα αὐτά μαζί συναποτελοῦσαν τίς φλόγες μιᾶς εὐεργετικῆς ἀγάπης πού διαρκῶς ἐκτόξευε τό ἡφαίστειο τῆς καρδιᾶς της, μέσα στό ὁποῖο ἐκόχλαζε ὁ περιφλεγής της ἔρωτας, τό περίσσευμα τῆς λαχταριστῆς ἀναφορᾶς της, πρός τόν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, Σωτῆρα Χριστό. Ἡ πνευματική της ἐξέλιξη ἔχει μία ἱστορία. Δέν ὀφείλονταν μόνο στήν οἰκογενειακή της παράδοση καί τίς πνευματικές της καταβολές. Κυνήγησε ἔμπρακτα ἀπό τά παιδικά της χρόνια τόν Χριστό, γι’ αὐτό κι Ἐκεῖνος μέ τό βέλος τῆς ἀγάπης Του, τήν κατέκτησε ὁλοσχερῶς καί τήν κατέστησε Νύμφη Του.
Ἀπό μικρή δόθηκε στήν προσευχή. Ἀνεπιτήδευτα, κρυφά, ὧρες πολλές ἀφιέρωνε στήν προσευχή ἀλλά καί στήν διακονία τοῦ πλησίον. Τό ἰατρεῖο τοῦ πατέρα της ἦταν ἕνας ἰδανικός τόπος γιά νά ἐξασκεῖ τό ἄθλημα τῆς προσφορᾶς καί νά ὁλοκαυτώνεται στόν βωμό τῆς θυσίας. Ἐπιμελοῦνταν τίς πληγές τῶν ἀσθενῶν, συνέπασχε ὑπαρξιακά μαζί τους, τούς ἐνθάρρυνε στήν ὑπομονή, καί κρυφά ἐλεοῦσε «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῆ». Τό ἴδιο ἦταν καί μέσα στό σπίτι, σέ ὅλα πρώτη ἡ Γαλάτεια. Στή νοικοκυροσύνη, στά ἀγροτικά, στήν μεταφορά νεροῦ, στήν διεκπεραίωση παραγγελιῶν. Ὁ γιατρός πατέρας, βλέποντάς τήν πάντα ταπεινή, σιωπηλή, πρόθυμη σ’ ὁποιαδήποτε ἐργασία καί ἀδιάφορη στήν διεκδίκηση δικαιωμάτων καί τιμῆς, τήν ἀγκάλιαζε καί τῆς ἔλεγε στοργικά: «Γαλαθιώ μου, ὕψωσε κι ἐσύ τό ἀνάστημά σου. Μήν σέ ἐκμεταλλεύονται οἱ ἄλλοι. Θέλω νά ἔχεις τό βέτο σου». Ὁ πατέρας της τήν εἶχε ξεχωριστή. Καί ἐκείνη τόν ὑπεραγαποῦσε. Κάποτε ὅμως, σέ ἐφηβική ἡλικία κάτι τοῦ εἶπε καί τόν στεναχώρησε. Τό ἐξομολογήθηκε ἡ Γαλάτεια στόν παππού Ἱερέα καί ἐκεῖνος τήν μάλωσε. Ἡ νεαρή Γαλάτεια ἐπιτίμησε σκληρά τόν ἑαυτό της. Ξάπλωνε μπρούμυτα στόν ξύλινο ὀντά τοῦ δωματίου, ἔβρεχε μέ δάκρυα μετανοίας τόν χῶρο καί ἱκέτευε σπαρακτικά τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τήν συγχωρήσει. Καί κάποια μέρα, ἐνῶ βρισκόταν μέσα στόν ἄδη τῆς μετανοίας, ἄστραψε στά μάτια τῆς ψυχῆς της ἡ ἄκτιστη λαμπηδόνα τῆς Ἀναστάσεως. Σέ ἀνύποπτο χρόνο, ἐνῶ ἔσκυψε στήν ἀποθήκη κάτι νά πάρει, ἦρθε ἀπρόσμενα ἀπό τόν οὐρανό μία γαλαζόλευκη δροσιστική φλόγα καί διαπέρασε γλυκά καί εἰρηνικά τό κεφάλι της. Προχώρησε – ὅπως ἔλεγε – στόν ἐσωτερικό της χῶρο, διάνοιξε τούς νοητικούς της ὀρίζοντες καί πλάτυνε χαρισματικά τήν καρδιά της. Ἔνιωσε νά φεύγουν οἱ ἁμαρτίες της, ὅπως τά ξερά φύλλα στό φύσημα τοῦ ἀέρα καί ὅπως σκορπᾶ ὁ δυνατός ἄνεμος τίς ξερές φλοῦδες ἀπό τούς κορμούς τῶν μεγάλων δέντρων. Εἶναι δική της, ἡ παραστατική αὐτή εἰκόνα καί περιγραφή. Εἶναι εὐνόητο ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς ὅτι ἡ καρδιά τῆς Γαλάτειας πού πόνεσε δυνατά ἀπό τήν σωτήρια συντριβή τῆς μετανοίας, τράβηξε δυνατά ἀπό τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἡγεμόνα νοῦ καί πυρπολήθηκε δυνατά ἀπό τήν πυρκαϊά τῆς θείας ἀγάπης. Ἔκτοτε, ἕνας θεῖος ἔρωτας ἐγκαθιδρύθηκε μέσα της καί σηματοδότησε καταλυτικά τήν μετέπειτα πορεία της. Αὐτό τό μεγάλο καί καθοριστικό γεγονός τῆς πρώιμης νεότητάς της, τό κράτησε μυστικό μέχρι τά 85 χρόνια τῆς ζωῆς της, ὁπότε καί μᾶς τό φανέρωσε. Εἶναι προφανές, ὅτι ὁ Θεός τῆς ἔστειλε τά γλυκάδια τοῦ Παραδείσου καί τήν καλοῦσε στή σταυρική ὁδό, πού ἀπολήγει θριαμβευτικά στήν πλατιά λεωφόρο τῆς Ἀναστάσεως. Ποῦ νά ἀκούσει ἡ Γαλάτεια γιά γάμο, ἔπειτα ἀπό τό συνταρακτικό αὐτό γεγονός! Αὐτό πού ἔζησε ἦταν μία ἐνυπόστατη ἔλλαμψη, ἡ πρώτη θεωρία τοῦ Θεοῦ πού ἄμεσα ἐπισφράγισε τήν ζωή της. Ἔλεγε: «ὅταν κανείς φάγει τό παντεσπάνι, τοῦ φαίνονται μετά ἄνοστα ὅλα τά γλυκίσματα». Καί ἐκείνη γεύτηκε ἐμπειρικά τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἀποποιήθηκε μετ’ αποστροφῆς καί βδελυγμίας τίς αἰσθησιακές ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου καί πάντα «τά τοῦ βίου τερπνά πρός χαμαιζηλίαν». Ἀπέκτησε ἄλλο μέτρο ἀξιολογήσεως τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Καί αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Γλυκάθηκε ἀπό τά πρῶτα σημάδια τῆς ἄμεσης θεϊκῆς παρουσίας καί ἔτρεχε ἀκαταπαύστως νά βρεῖ, τό ἀνεξάντλητο ζαχαροπλαστεῖο τῆς Χάριτος. Τά κοσμικά μεγαλεῖα, τά φανταχτερά φορέματα, τά μεγαλοπρεπῆ οἰκοδομήματα, τά ἐντυπωσιακά ἐνδύματα, οἱ τίτλοι καί τά ἀξιώματα, ἡ προβολή καί ἡ φιλαρέσκεια, οἱ διασκεδάσεις καί ἡ αἰσθησιακή ζωή, τῆς ἦταν ἀποκρουστικά, ὥστε πολλές φορές προσποιήθηκε τήν ἄρρωστη γιά νά τά ἀποφύγει μή ἔχοντας ἄλλο τρόπο νά ἐπικαλύψει τόν πλοῦτο τῆς ἐσωτερικῆς της πληρότητας.
Ἀνέπτυξε ἰδιαίτερη σχέση μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ! Ἡ ἐπισφαλής ὑγεία τῆς ἀγαπημένης της ἀνιψιᾶς Ἀντωνούλας, τήν ὁδήγησε νά στείλει ἐπωνύμως τό τάμα της στόν Πανορμίτη τῆς νήσου Σύμης. Σφράγισε τά σχετικά μέσα σέ ἕνα μπουκάλι καί τό πέταξε στήν θάλασσα. Τό τάμα της πῆγε ἐνδοθαλασσίως στόν προορισμό του, ἔλαβε τήν ἐνημερωτική ἀπάντηση ἀπό τό προσκύνημα καί ἡ μικρή Ἀντωνούλα τήν ἑπόμενη μέρα μίλησε. Ἔκτοτε, ἡ σχέση της μέ τόν Ἀρχάγγελο ἦταν διά βίου ζωηρή, ἄμεση, δυνατή καί τά θαύματα πού ἐπιμαρτυροῦν αὐτή τήν διάθερμη ἀγαπητική συναλληλία, ἦσαν συνεχῆ καί ἀπροσμέτρητα. Πέταξε καί ἕνα ἄλλο μπουκάλι στό Λιβυκό Πέλαγος, πού βρέθηκε σ’ ἕνα ἐρημοκκλῆσι στήν Ἀνώπολη Σφακίων καί ἔγινε αἰτία αὐτό τό θαῦμα, νά ἀνακαινισθεῖ καί νά ξαναλειτουργήσει ὁ πεπαλαιωμένος καί ἐγκαταλελειμμένος αὐτός ναός.
Ὁ Ἀρχάγγελος, συνεχῶς ἔδειχνε τήν εὔνοιά του στήν νεαρή κόρη μέ τήν ἰσάγγελο πολιτεία. Καί ὅταν κάποτε, πιέσθηκε πολύ γιά νά ἐνδώσει στήν ὁλοκλήρωση ἑνός συνοικεσίου, πῆρε ἀγκαλιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τόν καθικέτευε σπαρακτικά στό δωμάτιό της νά ἐπέμβει δυναμικά καί νά ματαιώσει τήν ἐξύφανση τῆς θετικῆς προοπτικῆς. Ἡ παρουσία του καί πάλι, ἦταν ἄμεση. Ἔγινε σεισμός στό σπίτι, ξεμανταλώθηκαν οἱ πόρτες, ἕνας θόρυβος τάραξε τούς προξενητές καί τούς ἐνοίκους. Ὁ εὐλαβής ἰατρός πατέρας, πείσθηκε πλέον ὅτι ἡ ὑπόθεσις γάμος ἦταν γιά τήν Γαλάτεια τελείως ἀτελέσφορο γεγονός καί κάθε ἄλλη διαχείρισις τοῦ πράγματος, θά ἀπέβαινε γι’ αὐτήν μαρτύριο.
Ἡ ἔγκαρπη ἀφιέρωσίς της στόν Θεό, νοηματοδοτήθηκε καθοριστικότερα ἀπό τήν συνοίκησή της 40 περίπου χρόνια μέ τήν ἀνιψιά της Ἀντωνία. Ἀγάπησε αὐτό τό παιδί ὅσο τίποτα στόν κόσμο. Θυσιαστικά τοῦ δόθηκε. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς καταστάσεως, εὐαισθητοποίησε ἔτι περισσότερο τήν ἤδη ἐκλεπτυσμένη ψυχή τῆς Γαλάτειας. Ἔγινε ὁ Φύλακας Ἄγγελός τῆς Ἀντωνίας. Σέ συνεπικουρία μέ τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, οἰκονομοῦσε τίς ποικίλες ἀνάγκες του, φρυκτωροῦσε σάν ἄγρυπνος φύλακας στίς ἐπάλξεις τῆς ἀκεραιότητός του καί διήνθιζε μέ ροδοπέταλα ἀσύλληπτης ἀγάπης καί προσφορᾶς, τήν ἀνέμελη καθημερινότητά του.
Πέρασε πολλά: Ἐπιθέσεις ἀπό ἀνθρώπους, ὕβρεις, προσβολές, χλευασμούς, ἀμφισβητήσεις. Δέν εἶναι εὔκολο νά οἰκονομεῖς ἕνα ἄρρωστο παιδί καί πολλοί τῶν ἀνθρώπων εἶναι σκληροί καί ἀνάλγητοι. «Τόν σταυρό μου –ἔλεγε– τόν γνωρίζω μόνο ἐγώ καί ὁ παντεπόπτης Θεός». Ὅμως, ἔκανε ὑπερβάσεις ἀγάπης καί ἅλματα συγχωρητικότητος. Ὁ καλός κολυμβητής, γράφει ὁ Ὅσιος Διάδοχος Φωτικῆς, δέν πάει κόντρα στόν ἀφρό τοῦ κύματος ἀλλά περνᾶ ἀπό κάτω. Σέ κανέναν δέν κάκιωσε, δέν μνησικάκησε, δέν διατύπωσε παράπονο ἤ ἀρνητικό λόγο. Προπάντων γιά κανένα δέν ἀθυροστόμησε καί δέν κράτησε μέσα στήν ψυχή της ἴχνη ἐμπάθειας ἤ τάσεις ἐκδικητικότητας. Τό ποιοί τήν πίκραναν καί τήν πλήγωσαν, κανένας μας δέν τό πληροφορήθηκε ποτέ…
Παράλληλα μέ τήν ἄρση τοῦ βαρύτατου αὐτοῦ σταυροῦ, καλλιέργησε ἐπιμελῶς καί τήν ἄσκηση γιά τήν πλήρη μεταμόρφωση τῆς καρδίας της. Ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀπειράριθμες γονυκλισίες, ἐποικοδομητική μελέτη, ἔμπρακτη ἐξάσκηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, συνεχής ἐκκλησιασμός καί μάλιστα λίαν πρωί πρίν τήν ἔλευση τοῦ ἱερέως στόν ναό, ἐξονυχιστικός ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, τακτική προσαγωγή στήν ἐξομολόγηση, συχνότατη μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξαντλητική νηστεία καί προπαντός ἐπιμελημένη ἐφαρμογή τῆς ἔγκαρπης σιωπῆς. Ὁ ἀνιψιός της ὁ Νῖκος εἶπε κάποτε: «νήστεψε ὅσο ὅλες οἱ καλόγριες τῆς Κρήτης καί προσευχήθηκε ὅσο προσευχήθηκαν ὅλες αὐτές μαζί».
Ἡ θεοειδής πολιτεία της καί ἡ γονιμότατη ἄσκησή της, ἰδιαιτέρως, ὅμως, ἡ πύρινη προσευχή της, τήν ἐξακόντισαν στά οὐράνια σκηνώματα καί ἐνετύπωσαν τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά της. Θεωροῦσε τήν προσευχή σάν τήν πιό ἰσχυρή ὥρα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ζοῦσε μέ τήν προσευχή τήν πιό δυνατή κοινωνία καί ἐπικοινωνία. Γι’ αὐτό, τό περίσσευμα τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς πού ἔτρεφε πρός τόν Σωτῆρα Χριστό, τό διοχέτευε στό κανάλι τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἡ προσευχή τῆς ἔδινε δύναμη. Μέ τήν προσευχή προσείλκυε τήν Χάρη καί προσαύξησε τίς ἀρετές τῆς ἀγνότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς σιωπῆς καί τῆς ἀγάπης. Εἶχε τόσο ἰσχυρή καί δυνατή προσευχή, ὥστε κάποιες φορές, μικρά παιδιά, ἐν ὧρᾳ Θείας Λειτουργίας, τήν ἔβλεπαν φωτεινή καί μετάρσια, νά ἐξυψώνεται ἀπό τήν γῆ καί οὐράνιες ἀγγελικές ταξιαρχίες νά τήν περικυκλώνουν καί νά ψάλλουν μαζί της.
Οἱ Πομπιανοί καί οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τήν ἀγάπησαν καί τήν σεβάστηκαν πολύ. Μοῦ εἶπε κάποτε ὁ ἀείμνηστος ἐπιφανής Πομπιανός Μανώλης Φουστανάκης: «Μέ ἐπιστημονικό μικροσκόπιο ἄν διερευνήσουμε τήν ζωή τῆς Γαλάτειας, δέν θά μπορέσουμε νά βροῦμε κακό». Ἀσφαλῶς σάν ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, θά εἶχε καί αὐτή τίς ἀδυναμίες της καί κάποιες ἀνθρώπινες πλευρές της. Ὅμως, ἦταν τόσο ἀθῶα καί παιδικά αὐτά, ὥστε τά προσπερνοῦσες μέ θυμηδία, γιατί μόνο χαρά, πλατυχωρία καί ἄνεση σοῦ προκαλοῦσαν, τά ἐλατήρια καί οἱ προθέσεις τῆς καρδιᾶς της. Ὅλοι θαύμαζαν τήν ταπεινότατη καί ἐνάρετη γιατροπούλα, πού καιγόταν σάν τό λιβάνι στήν ἀνθρακιά γιά νά εὐωδιάσουν οἱ ἄλλοι καί ἔλιωνε σάν τό φλογισμένο μελισσοκέρι γιά νά ἀποκομίσουν τό φῶς καί τήν λάμψη πού ἐξέπεμπε οἱ ἀναγκεμένοι συνάνθρωποί της. Ἀλλά, ἄν θέλαμε νά αποδώσουμε τό μεγαλεῖο τῆς Γερόντισσας ἐπιγραμματικά, θά ἀναφέραμε δύο λέξεις: ἦταν ἡ ἐνσάρκωσις τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ἀγάπης.
Ἦταν ὄντως ταπεινή. Κανένας μεγαλοϊδεατισμός, οὔτε ἀκροθιγῶς δέν ἐκκολάφθηκε στήν ψυχή της. Δέν ἦταν αὐτό κομπλεξικότητα γιατί ἦταν ἐλεύθερη ἀπό συμπλεγματικές καταστάσεις, οὔτε αἴσθημα μειονεξίας γιατί διέθετε ψυχική πληρότητα. Ἦταν ἡ βαθειά καί ἁγία ἀρετή πού τῆς ἀπεκάλυπτε τήν χοϊκότητα καί τρεπτότητα τοῦ ἑαυτοῦ της καί τήν ἔκανε νά γνωρίζει τά μέτρα της. Εἶχε διαρκῶς τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἡ χειρότερη τῶν πάντων, φιλοῦσε τά χέρια ὅλων καί ζητοῦσε συγχώρηση. Δέν τό ἔκανε ἀπό ταπεινοσχημία ἀλλά, μέ πλήρη ἐπίγνωση μηδαμινότητος, φρονοῦσε ὅτι εἶναι πολύ χαμηλά, στό μηδέν, ὅτι τῆς λείπουν ἀκόμη πολλά, ὅτι δέν εἶναι αὐτή πού ἔπρεπε καί μποροῦσε νά εἶναι. Τήν χαρακτήριζαν ὁ καλός λογισμός γιά τόν πλησίον της καί ἡ ἀνελέητη αὐτοκριτική γιά τόν ἑαυτό της. Καί ὁ ἀγωνοθέτης Θεός, τήν ἐξακόντισε ἀπό τά βάθη τῆς βιωματικῆς οὐδενίας, στά ὕψη τῆς ἀπερινόητης θεοπτίας, γιατί «πᾶς ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ ἀγάπη της, παροιμιώδης καί ἀσύγκριτη. Ἀγαποῦσε τούς πάντες, προπαντός τούς φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους, τούς χωλούς καί ἀναπήρους, τούς ἐνδεεῖς καί τούς πάσχοντες, τούς ὁδοιπόρους καί πάροικους, τά μικρά παιδάκια καί τούς γέροντες καί ὅλους τούς φόρτωνε διακριτικά μέ τά δῶρα τῆς ἀγάπης της. Καί ἡ πολλή ἀγάπη γέννησε τήν διακριτικότατη ἐλεημοσύνη της. Ὁμολογῶ, μετά παρρησίας, ὅτι εἶναι τό πιό ἐλεήμων πρόσωπο πού γνώρισα στήν ζωή μου. Ἔπαιρνε τόν μισθό της καί τόν σκόρπιζε ἀμέσως. Ἔλεγε: «ἔκανα συμφωνία μέ τήν Παναγία, ἐγώ νά ἀδειάζω τό σπίτι μου καί Αὐτή νά μοῦ στέλνει ὅ,τι χρειάζεται γιά νά περνῶ τήν κάθε μέρα», «καμμιά φορά – ἔλεγε – καθυστερεῖ γιά νά μέ δοκιμάσει. Ὅμως, ἐγώ ἡσυχάζω καί γιατί ξέρω πώς ὁπωσδήποτε θά ἔλθει. Καί πράγματι –συνέχιζε- μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, νά’ το καί φθάνει. Δέν μέ βγάνει ἡ Παναγία ἀπό τόν λόγο Της».
Μέχρι τά βαθειά της γεράματα, σκορποῦσε, ἔδιδε «τοῖς πένησι». Ἦταν γερόντισσα πιά, χειρουργημένη καί στά δύο πόδια ἀλλά ἔστηνε μία μεγάλη κατσαρόλα φαγητό γιά νά μήν στερηθοῦν οἱ μοναχικοί γέροντες καί ἕνας ἄρρωστος ἡλικιωμένος τῆς γειτονιᾶς. Γι’ αὐτό, λίγο πρίν τό τέλος, τήν ἐπισκέφθηκαν ἀνάμεσα σέ ἄλλους, οἱ ἑπτά Ἀρχάγγελοι πού μεταφέρουν τίς προσευχές τῶν ἁγίων ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Τῆς συστήθηκαν μέ τά ὀνόματά τους, δέν τά λησμόνησε ἀλλά τά ἐνέταξε στήν καρδιακή μνήμη της: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Οὐριήλ, Ραφαήλ, Φαναήλ, Θαναήλ. Ὁ Οὐριήλ τῆς εἶπε ὅτι φυλάει τήν ἄβυσσο. Σήκωσαν ψηλά τίς ρομφαῖες καί τῆς ἔκαναν «ρεκάπιτο» ὅπως εἶπε, γιά νά περάσει. Τήν ὁδήγησαν σέ ἕνα πάγχρυσο παλάτι. Εἶναι ὁ τόπος τῆς κατοικίας σου, τῆς εἶπαν. Στή μέση ξεχείλιζε ἕνα ὁλόχρυσο δοχεῖο πού ἀνέβλυζε κρυστάλλινο νερό. Ρώτησε: «τί εἶναι αὐτό;» «εἶναι τό δοχεῖο τῆς καρδιᾶς σου» ἀπάντησαν. «Καί ξεχειλίζει ἡ ἁγνότητά σου, ἡ σιωπή σου, ἡ ταπεινοφροσύνη σου καί οἱ ἐλεημονιές σου».
Ἡ πρόωρη κοίμηση τῆς Ἀντωνούλας, τῆς κόστισε πολύ. Ἔκλαιγε συνεχῶς ἀλλά ἐπαρηγορεῖτο ἀπό τήν ἐλπιδοφόρα προσδοκία τῆς ἐπανασυνάντησης στήν αἰωνιότητα. Ἦταν τό 1998 ὅταν ἄρχισαν καί τά προβλήματα ὑγείας τῆς Γερόντισσας. Δέν θά μποροῦσε, λόγῳ σωματικῆς ἀδυναμίας, νά οἰκονομεῖ μέ τήν ἴδια φροντίδα τό παιδί. Ἐκείνη τήν χρονιά διορίσθηκε καί ἡ εὐτέλειά μου ἐφημέριος στήν Πόμπια. Δεθήκαμε πολύ, σάν μάνα μέ παιδί, εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Τῆς ἔδωσε πληροφορία ὁ Θεός στήν προσευχή: «Σοῦ πῆρα τήν Ἀντωνία ἀλλά σοῦ ἔστειλα τόν Ἀντώνιο». Καί πράγματι! Τήν ἀγάπησα ὅσο καί τούς φυσικούς μου γονεῖς ἤ ἴσως, ἀκόμη καί περισσότερο. Ἀπήλαυσα κοντά της, τήν ἀκένωτη μητρική στοργή καί τήν ἀνύστακτη φροντίδα της. Εἴθε δέ, νά διαποτίσει καί τό ἄγονο ἔδαφος τῆς δικῆς μου ψυχῆς, τό ζωηφόρο νᾶμα πού εἶδα τόσα χρόνια νά ἀναβλύζει ἡ ἔνθεη βιωτή της καί ἡ ἰσάγγελος πολιτεία της…
Ποτέ δέν περιαυτολόγησε. Εἶχε αἴσθηση, ὄχι ἁπλῶς μηδαμινότητας, ἀλλά ἀπόλυτης οὐδενίας. Τήν βρήκαμε πολλές φορές νά ἔχει ἐπιδοθεῖ σέ θρῆνο μετανοίας, νά χτυπᾶ τό πρόσωπό της καί νά αὐτοαποκαλεῖται «πόρνη, ληστίνα, ἔκτρωμα, ἐλεεινή». Λυπόταν ὅταν τήν ἐπαινοῦσαν γιατί νόμιζε ὅτι ἀδικοῦσαν κατά πολύ τήν πραγματικότητα καί πήγαινε κόντρα, προσέκρουε βάναυσα, στήν δίκαιη ἀποτίμηση τοῦ Θεοῦ. Χαιρόταν στίς κατηγορίες γιατί τίς ἐκλάμβανε – ὅπως ἔλεγε – ὡς εὐκαιρίες γιά διόρθωση, μετάνοια καί σωτήριο ἐπαναπροσδιορισμό ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς της. Εἶχε ἐγκαθιδρύσει μέσα της ἕνα σπάνιο καί ἀμπλοκάριστο ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Γιά ὅλους εἶχε ἕναν καλό λόγο. Καί τά πιό δύσκολα καί σκανδαλώδη ἐνεργήματα, δέν τά ἀμνήστευε μέν, ἀλλά σιωποῦσε καί προσευχόταν γιά τούς ὑπεύθυνους, ὅταν τά ἐπληροφορεῖτο. «Ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ὑπόδικη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ –ἔλεγε– καί δέν ἔχω δικαίωμα νά κρίνω κανέναν». Σέ ὅλους εὕρισκε κάτι καλό καί αὐτό προέβαλε. Τήν ἐνδιέφερε νά βασιλεύει τό καλό στήν ἀνίληψη τῶν ἄλλων καί στήν ὑφή τῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό τελευταία, τῆς ξέφυγε καί εἶπε: «Εἶμαι φορτωμένη ἀπό ἁμαρτίες καί ἐλπίζω μόνο στό ἕλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί γέρασα ἄπρακτη ἀπό ἔργα μετανοίας. Γιά κατάκριση ὅμως, νομίζω, πώς δέν θά δώσω λόγο στόν δικαιοκρίτη Θεό…»!
Τά τελευταῖα 20 χρόνια τῆς ζωῆς της, τά πέρασε μέσα στήν καρποφόρο ἐξάσκηση τῆς Ἱερᾶς ἡσυχίας καί στήν πολύφερνη ὑλοποίηση τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ζοῦσε στό κλῖμα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἐλάχιστος ὁ ὕπνος της, πολύ ἐλαχιστοτέρα ἡ τροφή της. Διανυκτέρευε προσευχόμενη. Ὁ νοῦς της, τελείως ἐξαγιασμένος, βρῆκε τόν ἀρχέγονο τόπο του, πῆγε στόν φυσικό προορισμό του. Ἐνεργοποιήθηκε μέσα στό ἀπύθμενο πηγάδι τῆς βαθείας καρδίας, ὅπως περιέγραφε ἡ ἴδια ἡ Γερόντισσα. Ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντίσθηκε αὐτός ὁ θεοειδέστατος νοῦς της στά ἐπουράνια. Διείσδυσε ἐπαρκῶς στά ἄφατα καί συγκλονιστικά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπε καί ἀπολάμβανε τό ἄπλετο καί γαλαζόλευκο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος πού εἶναι ἀσχημάτιστο καί ὁμοιογενές -ὅπως ἔλεγε- καί δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ὁ ἥλιος εἶναι λυχναράκι μπροστά Του. Διέκρινε μέσα στό ἐνιαῖο ἐκεῖνο ἀμήχανο Φῶς, τρία φῶτα, τίς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔκανε μοναδικές ἐμπειρικές περιγραφές, πού μόνον μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τίς ἀπετόλμησαν. Ἔβλεπε ἄσαρκο Φῶς, τόν Ἄναρχο Πατέρα τήν πηγαία Θεότητα. Ἔβλεπε σεσαρκωμένο Φῶς, τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο καί περιέγραφε μέ ἐκπληκτική εὐκρίνεια τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά Του. Ἔβλεπε καί τό τρίτο Φῶς, τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα νά συνέχει τήν Ἐκκλησία, νά προχέεται στίς καρδιές ἀπό τά Ὠμοφόρια τῶν Ἐπισκόπων καί τά Ἐπιτραχήλια τῶν ἱερέων καί νά σηκώνει ἐπαρκῶς μέσα στά δάκρυα τῆς προσευχῆς καί τούς στεναγμούς τῆς μετανοίας. Ἦρθε -ἔλεγε- τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀλλά δέν ἔφυγε. Κινεῖται στόν κόσμο μέ μεγάλο κρότο, «ὡς ἦχος φερομένης, βιαίας πνοῆς» ἀλλά δέν τόν ἀκούει κανείς, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐνεργοποιήσει τόν κρυφό μηχανισμό τῆς καρδίας.
Μέ τήν διόπτρα τοῦ νοῦ, τήν λεπτοτάτη προσοχή, τά «κιάλια» τῆς καρδιᾶς, ὅπως τά ὀνόμαζε, ἀνίχνευε τά ἐπουράνια καί τά καταχθόνια ἀλλά καί τά κρυπτά τῆς καρδίας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶχε βιωματική γνώση τῶν διαβαθμίσεων τοῦ οὐρανοῦ. «Ἔχει –ἔλεγε- ὁ οὐρανός πολλές καταστάσεις Χάριτος πού ἐπεκτείνονται ὡς τό ἄπειρο καί δέν τελειώνουν ποτέ…». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔβλεπε τίς ἐναλλαγές τῶν αἰώνων. Ἄφηνε, ὅμως, τόν νοῦ της νά κατέρχεται καί στά φλογισμένα και ἀφεγγῆ βασίλεια τῆς κολάσεως. Εἶδε πολλούς, ἀλλά οὐδέποτε μαρτύρησε κανέναν. «Ἀνάβω κεράκια -ἔλεγε- κάνω πολλή προσευχή καί τούς βάζω σέ κίνηση βελτιώσεως, γιατί εἶναι μαρμαρωμένοι οἱ καημένοι».
Ταυτίστηκε χαρισματικά μέ ὅλο τόν κόσμο. Εἶχε προσλάβει μέσα της «παγγενῆ» τόν Ἀδάμ. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ὑπαίτιο γιά ὅ,τι κακό συμβαίνει στήν οἰκουμένη. Γι’ αὐτό τίς πρῶτες πρωινές ὥρες, ἔκανε μία μακροσκελῆ αὐτοσχέδια, συγκλονιστική προσευχή, πού περιελάμβανε ὅλη τήν κτίση καί κάθε γένος ἀνθρώπων «τῶν ὑπό τόν οὐρανόν».
Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου της καί ὁ γλυκασμός πού ἐξέπεμπε ἡ καρδιά της, προσέλκυσαν πλησίον της ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα νέων, πού προσέτρεχαν κοντά της, γιατί ἔβλεπαν τήν ἀειθαλῆ καί ἀθάνατη ζωτικότητα μέσα σέ μία εὔθραυστη καί ἀποκαμωμένη χοϊκότητα. Μία πνευματοφόρο καί ἐν-χριστωμένη ψυχή μέσα σ’ ἕνα λιπόσαρκο καί γηραιό σῶμα. Ἐκείνη αἰσθανόταν ὡς μητέρα. Ἀγκάλιαζε ἰδιαίτερα τούς πολύ ἁμαρτωλούς, ἀναπτέρωνε ἐλπίδες, ἰσχυροποιοῦσε τό φρόνημα τῆς πνευματικῆς μετάλλαξης, τόνιζε τίς ἀτέρμονες διαστάσεις τοῦ Θείου Ἐλέους καί τήν ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τούς προσλάμβανε μέσα στήν θαλπωρή τῆς καρδιᾶς της, γιά νά ζεστάνει ἀπό τήν παγωνιά τῆς δαιμονικῆς κυριαρχίας, ἀκόμη καί βαρυποινίτες φυλάκιζε στοργικά μέσα στά κελιά τῶν ἐνδομυχίων της, γιά νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀλυσίδες τῶν παθῶν τους καί νά τούς χαρίσει τήν ἐσωτερική ἐλευθερία. Δέν ἄφηνε ὅμως, καί κανέναν νά ξεθαρρεύει. Ἐπαναλάμβανε μέ δικό της τρόπο, τήν ἐπωδό τοῦ Ὁσίου Νίκωνος τοῦ μετανοεῖτε, «Μετά τήν ἐνθέδε ἐκδημίαν, μετανοίας ἰσχύς οὐδεμία».
Οἱ παρακαταθῆκες της ἁπλές καί πρακτικές ἀλλά ἀποστάγματα ἁγιοπνευματικῆς σοφίας καί χάριτος.
«Ἡ γλῶσσα –ἔλεγε– εἶναι ἡ καλύτερη φιλενάδα τοῦ σατανᾶ».
«Νά ἔχετε τέσσερα πράγματα: Ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη, σιωπή καί ἐλεημοσύνη ἐν κρυπτῷ».
«Νά ἐξομολογεῖσθε ὅπως πρέπει, γιά νά μήν ἔχει οὔτε πατημασιές ὁ διάβολος μέσα σας».
«Νά μήν κακολογοῦμε τούς ἄλλους, γιατί ἔπειτα θά μᾶς κακολογήσει κι ἐμᾶς ὁ Θεός ὅταν ξανάρθει στόν κόσμο».
«Νά προσεύχεσθε μέ τήν εὐχή , ἀλλά καί Τριαδολογικά. Ἐγώ λέγω»:
«Πατέρα ἐπουράνιε συγχώρεσέ με,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με,
Πνεῦμα Ἅγιον φώτισέ με».
«Ὅποιος φοβᾶται, δέν φοβᾶται». Δηλαδή, ὅποιος φοβᾶται τήν ἁμαρτία δέν φοβᾶται τίποτα.
Ἡ διαρκής μέθεξις τῆς Ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ πού ἡ Γερόντισσα εἶχε σέ βαθμό Θεώσεως ἐδραίωσαν μέσα της τήν αἴσθηση τῆς οὐδενίας καί τήν ἀποστροφή στόν ἑαυτό της, μέχρι αὐτομίσους. Ταυτόχρονα γιγάντωνε τήν χαρισματική κατάσταση τῆς μετανοίας ὡς μυστήριο καί βίωμα διαρκείας. Ἔλεγε: «Μέσα ἀπό τήν καρδιά βλέπω τί εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶμαι ἐγώ. Ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί ἐγώ ἕνα μηδέν. Τόν εὐχαριστῶ, ὅμως, πού μοῦ δείχνει τά χάλια μου καί μοῦ δίνει παράταση μετανοίας. Ζῶ καθημερινά τό μυστήριο τῆς Ἀγάπης Του. Ὅ,τι τοῦ ζητήσω μοῦ τό δίνει. Χατῆρι δέν μοῦ χαλᾶ κι ἄς εἶμαι τό πιό ἄτακτο παιδί Του. Εἶναι σάν ἕνα κοπέλι πού τό πέμπω στίς μαντατοφοριές. Μέ φροντίζει καί μέ στηρίζει σέ βαθμό πού δέν ἀντέχω, ἐνῶ ἔπρεπε νά μοῦ δίνει νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Νέας Ὑόρκης, γιατί οἱ ἀποχετεύσεις τοῦ χωριοῦ μου εἶναι καθαρές».
Ὅσο πλησίαζε τόν Θεό καί σπούδαζε ἐμπειρικά τό ἀπερινόητο τῆς Ἀϊδιότητός Του, τόσο χαμήλωνε στήν διόπτρα τῆς ψυχῆς της ἡ ἰδέα γιά τόν ἑαυτό της καί μέ ποταμούς δακρύων ζητοῦσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ γενναιόδωρος Χρεώστης τήν προίκισε ἀπό τίς ἀποθῆκες τῆς Ἀγάπης Του μέ σπάνια χαρίσματα: τήν προόραση, τήν δυνατή διόραση καί τήν προφητεία.
Ὅλα αὐτά τά θεωροῦσε φυσικά γιά ὅλους, γιατί διέθετε προπτωτική καθαρότητα καί παιδική ἁπλότητα. Σ’ αὐτά δέν θά ἀναφερθῶ λεπτομερῶς. Δέν εἶναι αὐτό τό μεῖζον, οὔτε τό ζητούμενο τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Ὅλων τῶν χαρισμάτων της, ὑπερεῖχε ἡ ὑπερφυσική της ἀγάπη της καί ἡ ἀσύγκριτη γιά τά σημερινά δεδομένα ταπεινοφροσύνη της.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος πού τήν συναναστράφηκε καί εἶχε ἐπικοινωνία μαζί της, λέγει ὅτι ὅπου βαθιά ταπείνωσις καί διαρκής μετάνοια δέν ἀναπτύσσεται καμία πλάνη, γιατί δέν ἀντέχει νά ἐνεργήσει ὁ σατανᾶς.
Καί ἡ Γερόντισσα εἶχε σπάνιο χάρισμα διακρίσεως τῶν πνευμάτων, πού ἀποτελεῖ τό προσδιοριστικό ἰδίωμα τῆς ἀπλανοῦς Θεολογίας. Ἦταν προφήτιδα τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί ἦταν μία ἀληθινή ἡσυχάστρια. Ξεχώριζε ἄριστα τό ψυχολογικό ἀπό τό πνευματικό, καί τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο. Ἔλεγε: «Ἔρχονται, εἰδικά τήν νύχτα πού προσεύχομαι οἱ δαίμονες μέ ποικίλες μορφές. Ἄλλοτε γίνονται τέρατα φρικιαστικά καί πασχίζουν νά μέ τρομάξουν καί ἄλλοτε εἰδικά στίς ἀρχές, μεταμφιέζονται σέ πνεύματα ἀγαθά καί προσπαθοῦν νά μέ ξεγελάσουν. Τούς προδίδει, ὅμως, ἡ βρῶμα τους. Μία ἄλλη αἴσθηση δυσοσμίας πνευματικῆς, πού δέν γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν σωματική ὄσφρηση καί εἶναι χειρότερη ἀπό τά σκουληκιασμένα ζωικά σπλάχνα καί τό σάπιο κρέας τῶν 16 ἡμερῶν. Τά θεϊκά –ἔλεγε- δυναμώνουν τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τήν ταπείνωση, εἰρηνεύουν καί ἐνισχύουν τήν ψυχή. Τά δαιμονικά, ὅσο καμουφλαρισμένα καί νά ‘ναι, δημιουργοῦν ταραχή, φόβο, ὑπερηφάνεια, σέ πιάνει ἀπό τήν βρῶμα τάση ναυτίας, μεταταράσσονται τά σπλάχνα σου».
Πολλές φορές τήν εἶδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας ἀρπαγῆς, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντισμένη στούς οὐρανίους κόσμους, φωτεινή καί «ἀχάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της. Τό φῶς τοῦ Θεοῦ -ἔλεγε- τό ἔβλεπε μέσα ἀπό τό χάος τῆς καρδιᾶς πού τῆς ἦταν πάμφωτο, τραβιόταν ὅμως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά αἰσθανόταν νά ἀλλοιώνονται, τό ἔβλεπε -ὅπως ἐδιηγεῖτο- «ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς ἔως τά κράνυχα τῶν ποδιῶν», ὅλες οἱ αἰσθήσεις γινόταν μία. Παντοῦ βασίλευε ὁ Χριστός καί δέν ἤξερε ἀπό ποῦ τελικά ζοῦσε ὅλες αὐτές τίς ὑπερφυεῖς δωρεές τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος. Ἔλεγε ἀποφατικά: «Αὐτά γλῶσσα δέν τά διηγεῖται καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν τά χωρεῖ. Οὔτε ἀγγελικός νοῦς δέν τά χωρεῖ ὅλα. Ἀπορῶ πῶς ὐπάρχουν ἄνθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν».
Ἡ βρώμα πού αἰσθανόταν ἐνώπιον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἴδια εἶχε νοερά καρδιακή προσευχή. Αἰσθανόταν -ὅπως ἔλεγε- τήν καρδιά της νά μουρμουρίζει καί εἰδικά τίς νύχτες, ζοῦσε «ἔντονα πνευματικά γλέντια». Ἦταν ζωομύριστη καί μυρίπνοη ἀπό τά μῦρα τοῦ Πνεύματος, γι’ αὐτό διέκρινε τήν νεκροποιό ὀσμή καί τήν ἀηδιαστική ἀποφορά τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Ἐνεργοποίησε ἡσυχαστικῶς τό Ἅγιο Χρῖσμα μέσα στήν καρδιά της. Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅταν γράφει: «ἡμεῖς ἐλάβομεν χρῖσμα ἐκ τοῦ Ἁγίου καί γινώσκομεν αὐτόν». Τό Χρῖσμα εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ Ἁγίου Μύρου μέσα στήν καρδιά, ἡ νοερά προσευχή, ὁ φωτισμός τοῦ νοός, καταστάσεις πού ὅταν ἀπουσιάζουν, πανεύκολα μπορεῖ νά εἰσέλθει τό μικρόβιο τῆς οἴησης μέσα στόν ἐσωτερικό χῶρο καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά ὡριμάζει σάν εὔγευστο φροῦτο χάριτος, νά ἀποσαθρώνεται, ἀπό τό σκουλῆκι τῆς πλάνης, σάν κούφιο ἀνούσιο καρπολόγημα, καί ἐν τέλει νά ἀπωλεσθεῖ.
Οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἡσυχαστές τῶν Ἀστερουσίων, Ὅσιοι Γέροντες Ἀναστάσιος ὁ Κουδουμιανός καί Νεῖλος ὁ Ἁγιοφαραγγίτης τήν ἐκτιμοῦσαν καί τήν ἐσέβοντο ἀπεριόριστα. Καί οἱ δύο ἔσκυβαν καί ἀσπαζόταν τό χέρι της. «Εἶδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μοῦ εἶπε ὁ Γέρων Ἀναστάσιος, μία ἀπό τίς δύο φορές πού τήν ἐπισκέφθηκε στό σπίτι της. Καί ὅταν ἡ Γερόντισσα τόν ἐπισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο τοῦ Ἠρακλείου, πάλιν ὁ Μέγας Ἐκεῖνος Γέρων, ἄν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρῆκε τό σθένος, ἀνασηκώθηκε, ἄρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλοῦσε.
«Γιατί μοῦ τό κάνουν αὐτό οἱ Δεσποτάδες καί ἀσκητές» ρωτοῦσε μέ παιδική ἀφέλεια ἡ Γαλάτεια. «Γιατί –τῆς ἀπαντοῦσα- φαίνεσαι ἐκατόν ἐτῶν, ἐπειδή εἶσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γῆρας σου».
«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση –ἐπαναλάμβανε ἔκπληκτη ἐκείνη-. Θά εἶμαι ἀναπολόγητη στόν Θεό ἄν δέν μετανοήσω, ἀφοῦ τέτοιοι ἄνθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».
«Γιατί, Γέροντα, ἀνέβηκε ἡ Γαλάτεια τόσο ψηλά;» ρώτησα κάποτε τόν Μεγάλο Ἀναστάσιο.
«Γιατί παιδί μου –ἀπάντησε ἐκεῖνος- ἔσκαψε βαθειά τό χωράφι τῆς καρδιᾶς της μέ τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ μια ὁλόκληρη ζωή. Καί ὁ ἡσυχαστικός σπόρος βρῆκε γόνιμο ἔδαφος καί εὐδοκίμησε πολύ, ἅπλωσε ρίζες καί ἀνυψώθηκε ταχέως μέχρι τίς σφαῖρες τῆς Ἀναστάσεως».
Ἀγαποῦσε πολύ, σάν παιδί της, ὅπως ἔλεγε, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεο. Τόν ἐξομοίωνε μέ τούς Ἱεράρχες πού εἶναι κολλημένοι στόν τοῖχο, ἐννοώντας τίς τοιχογραφίες τῶν ἐκκλησιῶν. Τόν ἐκτιμοῦσε περισσότερο ἀπό ὅλους. Ἔβλεπε, ὅπως ἔλεγε, τήν ἐσωτερική του ἡσυχία καί τήν θεολογική του πληρότητα. Τόν παρακολουθοῦσε μέ τήν διόπτρα τῆς καρδιᾶς, καί χαιρόταν γιά τήν ἀταραξία του στούς πειρασμούς καί τό ἀδιάκοπο «γλυκομουρμούρισμα» τῆς καρδιᾶς του εἰδικά τίς νυκτερινές ὥρες. Λυπόταν πολύ πού οἱ ἄλλοι δέν τό καταλαβαίνουν καί ὑφίσταται τόσες ἄδικες ἐπιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις. Ἐκεῖνος εἶναι καί ὁ ἀποδέκτης τῆς πλειονότητος τῶν ἰδιοχείρων ἐπιστολῶν της. Ὑπέρ-ἀγαποῦσε, ὅμως, καί τόν Ἱεροκήρυκα καί Πρωτοσύγκελλό του, π. Καλλίνικο Γεωργᾶτο. Ἀκραδάντως πιστεύω ὅτι θά εἶναι ἡ προστάτιδά του. Ἔλεγε: «Πῶ, πῶ! Αὐτός ὁ του!» (Διάκος ὄχι μέ ἔννοια ἱερατική ἀλλά μέ τή σημασία, τοῦ ἄοκνου συνεργάτη, τοῦ Διακονητῆ). «Τί εὐλογημένο, τί καθαρό παιδί! Ἄγγελος εἶναι! Τόν βλέπεις στά γραφεῖα, στήν κουζίνα, στά μηχανήματα (Ὑπολογιστές), στά ὑπόγεια μέσα στά χαρτιά καί στίς σκόνες! Ποτέ δέν βάζει κακό λογισμό! Ἀγαπᾶ τόν δεσπότη καί λυώνει (θυσιάζεται) μέ χαρά».
Ἀγαποῦσε ἐπισης σάν γιό της καί ἔτρεφε μεγάλη ἀδυναμία στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Τριφυλίας καί Ὀλυμπίας κ.κ. Χρυσόστομο. Γιά δύο περίπου δεκαετίες εἶχαν καθημερινή ἐπικοινωνία. Τόν εἶχε ἔγνοια γιά τήν εὐαισθησία του καί τήν ἀσκητικότητά του καί νοερῶς ἐμεριμνοῦσε γι’ αὐτόν στοργικά.
Ἀγαποῦσε ἐπίσης, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ. Τόν θεωροῦσε λεοντόκαρδο καί ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας. Χαιρόταν πού ἐλέγχει μέ εἰλικρίνεια καί παρρησία τά παρά φύσιν ἁμαρτήματα ἀλλά καί τήν φρικώδη αἴρεση τοῦ παπισμοῦ. «Τόν σκεπάζουν –ἔλεγε- οὐράνιες δυνάμεις καί τόν δυναμώνουν οἱ προσευχές τῶν μοναστηριῶν».
Ἀγαποῦσε πολύ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐδέσσης κ.κ. Ἰωήλ γιά τήν ταπείνωση τήν καλοκαγαθία καί τόν ἀσίγαστο Ἱεραποστολικό του ζῆλο. Ἔλεγε περί αὐτοῦ: «Δέν ξιπάστηκε παιδί μου πού ἔγινε Δεσπότης. Ἔμεινε ὅπως ἦταν. Ἕνας παπᾶς μέ τό στρογγυλό στή μέση (ἐγκόλπιο). Παιδί στήν ψυχή, ἅγιος ἄνθρωπος».
Τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο τόν ἀποκαλοῦσε «θεμελιακό» λόγῳ σωματικῆς διάπλασης καί πνευματικοῦ διαμετρήματος. Χαιρόταν -ἔλεγε- πού χτυπᾶ τά κοσμικά καί προβάλλει τά «ἁγιωτικά», δηλαδή τούς καρπούς τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί τούς σύγχρονους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Χαιρόταν πού ἔχει παρρησιασμένο καί ἁπλουστευμένο θε paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ