2021-06-19 18:15:08
του Πάνου Σαπουντζή
Η δυσπιστία απέναντι στην επιστήμη είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η επιστήμη. Η απόρριψη καλά τεκμηριωμένων επιστημονικών θέσεων αποτελεί τον κοινό τόπο των αρνητών της κλιματικής αλλαγής, των αντιεμβολιαστών, των αντικειμένων στη θεωρία της εξέλιξης και των υπέρμαχων της επίπεδης γης.Μεσούσης όμως της πανδημίας, η απροθυμία μερίδας συμπολιτών μας να συμμορφωθούν με τα μέτρα προφύλαξης ή να αποδεχτούν την πραγματικότητα του ιού συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Έτσι, οι “σκεπτικιστές” αντιμετωπίζονται συχνά με οργή ή απαξία ως «ψεκασμένοι» ή «κοβηλίθιοι/covidiots». Η διακωμώδηση όμως είναι ελάχιστα αποτελεσματική ως μέθοδος πειθούς. Άλλωστε, το υπόδειγμα της επιστημονικής προσέγγισης συνοψίζεται στο απόφθεγμα του Σπινόζα: «έχω καταβάλει αδιάκοπες προσπάθειες να μη χλευάζω, να μη διεκτραγωδώ, να μην περιφρονώ τις πράξεις των ανθρώπων αλλά να τις κατανοώ».
Πράγματι, γνωρίζουμε πως οι πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά και οι αντιλήψεις των ανθρώπων γύρω από ηθικά ζητήματα, διαμορφώνουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την εξοικείωση με τον επιστημονικό τρόπο σκέψης καθορίζουν τη στάση τους απέναντι σε επιστημονικά ζητήματα. Συνεπώς, οι διάφοροι «αρνητές» δεν απορρίπτουν συλλήβδην την επιστήμη, αλλά μόνο τα πορίσματα εκείνα που δεν είναι συμβατά με την κοσμοθεωρία τους.
Επιπλέον, η καταφυγή σε συνωμοσιολογικά αφηγήματα εξυπηρετεί την ψυχολογική ανάγκη πολλών να κατανοήσουν, να εκλογικεύσουν και να προσδώσουν νόημα στα γεγονότα και με τον τρόπο αυτό να αισθανθούν καλύτερα. Όπως ο καρδιοπαθής αποδρά από το άγχος της ασθένειας με το να αγνοεί τις συστάσεις του γιατρού του, έτσι κι ο αρνητής της πανδημίας υιοθετώντας έναν ψυχολογικό μηχανισμό άρνησης της πραγματικότητας, διαφεύγει από το άγχος και την αβεβαιότητα που αυτή του προκαλεί.
Έτσι, η επιφυλακτική στάση που επιδεικνύουν οι άνθρωποι απέναντι σε επιστημονικά συμπεράσματα είναι αποτέλεσμα, πρωτίστως, εσωτερικών παρορμήσεων και ψυχολογικών μηχανισμών άμυνας. Για το λόγο αυτό, όχι μόνο δεν αναθεωρούν τις απόψεις τους όταν αυτές αποδεικνύονται λανθασμένες, αλλά τις υπερασπίζονται με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο.
Πράγματι, μολονότι θεωρούμε τη λογική σκέψη και τα συναισθήματα ως δυνάμεις ανεξάρτητες μεταξύ τους, στην πραγματικότητα η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο είναι ισχυρότατη. Επιπρόσθετα, η λειτουργία της σκέψης καθοδηγείται από δύο συστήματα: ένα γρήγορο και διαισθητικό, κι ένα αργό, συνειδητό και έλλογο. Μάλιστα, το διαισθητικό σύστημα αναλαμβάνει δράση ταχύτερα και προδιαθέτει το περιεχόμενο της συνειδητής μας σκέψης. Ενώ, λοιπόν, νομίζουμε πως καταλήξαμε σε κάποιο συμπέρασμα έπειτα από ορθολογική σκέψη, στην πραγματικότητα υιοθετούμε μια θέση γρήγορα και διαισθητικά και εκ των υστέρων η συνειδητή μας σκέψη αναζητά επιχειρήματα που να την υποστηρίζουν. Με άλλα λόγια, ο νους μας δε λειτουργεί όπως ένας επιστήμονας που εξετάζει με αντικειμενικότητα τα δεδομένα και καταλήγει σε συμπεράσματα, αλλά όπως ένας δικηγόρος που πρώτα αποφασίζει τη θέση που θα λάβει κι έπειτα κατασκευάζει τη σχετική επιχειρηματολογία.
Ως εκ τούτου, στη συλλογιστική μας ελλοχεύουν γνωστικές προκαταλήψεις που κατευθύνουν την κρίση μας στο συμπέρασμα που εμείς επιθυμούμε. Λόγου χάρη, τείνουμε να επικεντρωνόμαστε σε πληροφορίες που ενισχύουν τις πεποιθήσεις μας, αγνοώντας τα δεδομένα που τις αντικρούουν. Άλλοτε, δεν απορρίπτουμε απλώς τις άβολες πληροφορίες, αλλά τείνουμε να αμφισβητούμε την ίδια την εγκυρότητα των ειδικών που τις εκφέρουν, ανεξαρτήτως των ακαδημαϊκών τους επιτευγμάτων.
Είναι άραγε εφικτό να χαλιναγωγηθεί μια τόσο βαθιά ριζωμένη προδιάθεση; Οι μηχανισμοί νοητικής λειτουργίας που καθοδηγούν τη σκέψη μπορεί να είναι κοινοί για όλους, δεν είμαστε όμως όλοι το ίδιο επιρρεπείς στην επίδραση των παρορμήσεων. Έτσι, ενώ κάποιοι διαθέτουν αυξημένη την ικανότητα ορθολογικής κρίσης, άλλοι είναι λιγότερο πρόθυμοι να καταβάλουν την απαραίτητη προσπάθεια για να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους. Συνεπώς, μια εκπαίδευση προσανατολισμένη στην καλλιέργεια της κριτικής και ορθολογικής σκέψης, που προσφέρει εξοικείωση με την επιστημονική γνώση και μέθοδο, είναι εφικτό καταστήσει τους ανθρώπους λιγότερο επιρρεπείς σε ανορθολογικά αφηγήματα.
Με δεδομένη λοιπόν την ισχύ των παρορμήσεων υπάρχει κατάλληλος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τους “σκεπτικιστές” ή έστω τους δεκτικότερους ανάμεσα σ’ αυτούς; Κατ’ αρχάς, είναι κρίσιμο τα επιχειρήματα να παρουσιάζονται με τρόπο που δεν προκαλεί αρνητικές ή αμυντικές αντιδράσεις, επιδεικνύοντας στάση κατανόησης και αναγνωρίζοντας το συναισθηματικό φορτίο και τις δυσκολίες που ο καθένας μπορεί να αντιμετωπίζει. Έπειτα, βοηθά όταν οι ιδέες κοινοποιούνται από φορείς που τα επιμέρους κοινά εμπιστεύονται (π.χ. καλλιτέχνες, κληρικούς, πολιτικούς), ώστε το μήνυμα να μεταδίδεται με τρόπο που δεν προτάσσει απαραιτήτως τα δεδομένα, αλλά τις αξίες και το συναίσθημα, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία νέων συνειρμών. Συνεπώς, μια εκστρατεία ενημέρωσης που υιοθετεί μια τέτοια προσέγγιση θα κινητοποιούσε όσους από τους συμπολίτες μας διαθέτουν κοινή λογική – την πρακτική ικανότητα δηλαδή να συμπεριφέρονται με τρόπο που δε θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό τους και τους γύρω τους.
O Πάνος Σαπουντζής είναι διδάκτορας Νευροεπιστημών και εργάζεται ως μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας (ΙΤΕ)
https://pseudoscience-observatory.blogspot.com/2020/08/blog-post.html
Η δυσπιστία απέναντι στην επιστήμη είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η επιστήμη. Η απόρριψη καλά τεκμηριωμένων επιστημονικών θέσεων αποτελεί τον κοινό τόπο των αρνητών της κλιματικής αλλαγής, των αντιεμβολιαστών, των αντικειμένων στη θεωρία της εξέλιξης και των υπέρμαχων της επίπεδης γης.Μεσούσης όμως της πανδημίας, η απροθυμία μερίδας συμπολιτών μας να συμμορφωθούν με τα μέτρα προφύλαξης ή να αποδεχτούν την πραγματικότητα του ιού συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Έτσι, οι “σκεπτικιστές” αντιμετωπίζονται συχνά με οργή ή απαξία ως «ψεκασμένοι» ή «κοβηλίθιοι/covidiots». Η διακωμώδηση όμως είναι ελάχιστα αποτελεσματική ως μέθοδος πειθούς. Άλλωστε, το υπόδειγμα της επιστημονικής προσέγγισης συνοψίζεται στο απόφθεγμα του Σπινόζα: «έχω καταβάλει αδιάκοπες προσπάθειες να μη χλευάζω, να μη διεκτραγωδώ, να μην περιφρονώ τις πράξεις των ανθρώπων αλλά να τις κατανοώ».
Πράγματι, γνωρίζουμε πως οι πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά και οι αντιλήψεις των ανθρώπων γύρω από ηθικά ζητήματα, διαμορφώνουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την εξοικείωση με τον επιστημονικό τρόπο σκέψης καθορίζουν τη στάση τους απέναντι σε επιστημονικά ζητήματα. Συνεπώς, οι διάφοροι «αρνητές» δεν απορρίπτουν συλλήβδην την επιστήμη, αλλά μόνο τα πορίσματα εκείνα που δεν είναι συμβατά με την κοσμοθεωρία τους.
Επιπλέον, η καταφυγή σε συνωμοσιολογικά αφηγήματα εξυπηρετεί την ψυχολογική ανάγκη πολλών να κατανοήσουν, να εκλογικεύσουν και να προσδώσουν νόημα στα γεγονότα και με τον τρόπο αυτό να αισθανθούν καλύτερα. Όπως ο καρδιοπαθής αποδρά από το άγχος της ασθένειας με το να αγνοεί τις συστάσεις του γιατρού του, έτσι κι ο αρνητής της πανδημίας υιοθετώντας έναν ψυχολογικό μηχανισμό άρνησης της πραγματικότητας, διαφεύγει από το άγχος και την αβεβαιότητα που αυτή του προκαλεί.
Έτσι, η επιφυλακτική στάση που επιδεικνύουν οι άνθρωποι απέναντι σε επιστημονικά συμπεράσματα είναι αποτέλεσμα, πρωτίστως, εσωτερικών παρορμήσεων και ψυχολογικών μηχανισμών άμυνας. Για το λόγο αυτό, όχι μόνο δεν αναθεωρούν τις απόψεις τους όταν αυτές αποδεικνύονται λανθασμένες, αλλά τις υπερασπίζονται με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο.
Πράγματι, μολονότι θεωρούμε τη λογική σκέψη και τα συναισθήματα ως δυνάμεις ανεξάρτητες μεταξύ τους, στην πραγματικότητα η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο είναι ισχυρότατη. Επιπρόσθετα, η λειτουργία της σκέψης καθοδηγείται από δύο συστήματα: ένα γρήγορο και διαισθητικό, κι ένα αργό, συνειδητό και έλλογο. Μάλιστα, το διαισθητικό σύστημα αναλαμβάνει δράση ταχύτερα και προδιαθέτει το περιεχόμενο της συνειδητής μας σκέψης. Ενώ, λοιπόν, νομίζουμε πως καταλήξαμε σε κάποιο συμπέρασμα έπειτα από ορθολογική σκέψη, στην πραγματικότητα υιοθετούμε μια θέση γρήγορα και διαισθητικά και εκ των υστέρων η συνειδητή μας σκέψη αναζητά επιχειρήματα που να την υποστηρίζουν. Με άλλα λόγια, ο νους μας δε λειτουργεί όπως ένας επιστήμονας που εξετάζει με αντικειμενικότητα τα δεδομένα και καταλήγει σε συμπεράσματα, αλλά όπως ένας δικηγόρος που πρώτα αποφασίζει τη θέση που θα λάβει κι έπειτα κατασκευάζει τη σχετική επιχειρηματολογία.
Ως εκ τούτου, στη συλλογιστική μας ελλοχεύουν γνωστικές προκαταλήψεις που κατευθύνουν την κρίση μας στο συμπέρασμα που εμείς επιθυμούμε. Λόγου χάρη, τείνουμε να επικεντρωνόμαστε σε πληροφορίες που ενισχύουν τις πεποιθήσεις μας, αγνοώντας τα δεδομένα που τις αντικρούουν. Άλλοτε, δεν απορρίπτουμε απλώς τις άβολες πληροφορίες, αλλά τείνουμε να αμφισβητούμε την ίδια την εγκυρότητα των ειδικών που τις εκφέρουν, ανεξαρτήτως των ακαδημαϊκών τους επιτευγμάτων.
Είναι άραγε εφικτό να χαλιναγωγηθεί μια τόσο βαθιά ριζωμένη προδιάθεση; Οι μηχανισμοί νοητικής λειτουργίας που καθοδηγούν τη σκέψη μπορεί να είναι κοινοί για όλους, δεν είμαστε όμως όλοι το ίδιο επιρρεπείς στην επίδραση των παρορμήσεων. Έτσι, ενώ κάποιοι διαθέτουν αυξημένη την ικανότητα ορθολογικής κρίσης, άλλοι είναι λιγότερο πρόθυμοι να καταβάλουν την απαραίτητη προσπάθεια για να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους. Συνεπώς, μια εκπαίδευση προσανατολισμένη στην καλλιέργεια της κριτικής και ορθολογικής σκέψης, που προσφέρει εξοικείωση με την επιστημονική γνώση και μέθοδο, είναι εφικτό καταστήσει τους ανθρώπους λιγότερο επιρρεπείς σε ανορθολογικά αφηγήματα.
Με δεδομένη λοιπόν την ισχύ των παρορμήσεων υπάρχει κατάλληλος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τους “σκεπτικιστές” ή έστω τους δεκτικότερους ανάμεσα σ’ αυτούς; Κατ’ αρχάς, είναι κρίσιμο τα επιχειρήματα να παρουσιάζονται με τρόπο που δεν προκαλεί αρνητικές ή αμυντικές αντιδράσεις, επιδεικνύοντας στάση κατανόησης και αναγνωρίζοντας το συναισθηματικό φορτίο και τις δυσκολίες που ο καθένας μπορεί να αντιμετωπίζει. Έπειτα, βοηθά όταν οι ιδέες κοινοποιούνται από φορείς που τα επιμέρους κοινά εμπιστεύονται (π.χ. καλλιτέχνες, κληρικούς, πολιτικούς), ώστε το μήνυμα να μεταδίδεται με τρόπο που δεν προτάσσει απαραιτήτως τα δεδομένα, αλλά τις αξίες και το συναίσθημα, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία νέων συνειρμών. Συνεπώς, μια εκστρατεία ενημέρωσης που υιοθετεί μια τέτοια προσέγγιση θα κινητοποιούσε όσους από τους συμπολίτες μας διαθέτουν κοινή λογική – την πρακτική ικανότητα δηλαδή να συμπεριφέρονται με τρόπο που δε θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό τους και τους γύρω τους.
O Πάνος Σαπουντζής είναι διδάκτορας Νευροεπιστημών και εργάζεται ως μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας (ΙΤΕ)
https://pseudoscience-observatory.blogspot.com/2020/08/blog-post.html
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κάτω από 200 κρούσματα η Αττική, 41 η Θεσσαλονίκη. Χαμηλά η θετικότητα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ