αν και βέβαια το παράπονο για το τρένο δεν φτάνει τον ηθικό πανικό που προκαλεί σε μερικούς η γραφή «αβγό» (που, παρεμπιπτόντως, ούτε η σχολική ορθογραφία την προτιμάει ούτε το ΛΚΝ) αντί για «αυγό», που αυτό πια θεωρείται ένδειξη εσχάτης παρακμής της γλώσσας (στην πραγματικότητα, μάλλον ένδειξη ότι ο ανησυχών έχει πολύ επιδερμική σχέση με τη γλώσσα).
Πέρα όμως από αυτήν την ορθογραφική παρωνυχίδα, και παρόλο που για πολλούς και διάφορους λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς, οι σιδηρόδρομοι στην Ελλάδα δεν κατέχουν θέση κεντρική στη ζωή μας όπως σε τόσες άλλες χώρες, οι άνθρωποι που δουλεύουν στα τρένα, οι σιδηροδρομικοί, έχουν μέσα στις δεκαετίες αναπτύξει τη δική τους επαγγελματική γλώσσα
Να μη σας κάνω όμως επίδειξη ξένης σοφίας· εγώ ομολογώ ότι δεν έχω ιδέα από τον σιδηροδρομικό κόσμο και φυσικά από τη γλώσσα του. Όμως, σε ηλαλληλογραφία που είχα τις προάλλες με ένα φίλο του ιστολογίου ο οποίος δουλεύει στον ΟΣΕ, πάνω στην κουβέντα ήρθε στην επιφάνεια το θέμα της ειδικής σιδηροδρομικής αργκό και συμφωνήσαμε να γράψει ένα άρθρο για να παρουσιαστεί εδώ. Ο φίλος λέγεται Τάσος Λαμπρόπουλος και είναι πολιτικός μηχανικός, στέλεχος του ΟΣΕ. Παραθέτω το κείμενό του χωρίς κανένα απολύτως σχόλιο, μόνο που πρόσθεσα τον αρχικό τίτλο και στο τέλος έχω συγκεντρώσει όλους τους όρους που μνημονεύονται στο κείμενο, σε έναν πίνακα για να υπάρχουν και μαζεμένες.
Η γλώσσα των σιδηροδρομικών, από τον Τάσο Λαμπρόπουλο
Ανάμεσα στο προσωπικό του σιδηροδρόμου έχει καθιερωθεί μια ιδιόρρυθμη επαγγελματική διάλεκτος που συνδυάζει λόγιες λέξεις (προερχόμενες από κανονιστικά κείμενα) και ξενικής προέλευσης λέξεις που περιγράφουν εξοπλισμό ή διαδικασίες. Οι ξενικής προέλευσης λέξεις προέρχονται από την εποχή που ο σιδηρόδρομος κατασκευάστηκε στο ελληνικό έδαφος από γάλλους και ιταλούς τεχνικούς. Σημειωτέον ότι στο βορειοελλαδικό χώρο η γαλλική παρουσία ήταν ενεργή μέχρι τη δεκαετία του 1950 καθώς γαλλικών συμφερόντων εταιρεία εκμεταλλευόταν τη γραμμή Αλεξανδρουπόλεως-Αδριανουπόλεως-Ορμενίου (ΓΕΣ-Γαλλοελληνικοί Σιδηρόδρομοι) ενώ για πολύ καιρό οι ΣΕΚ (και ο ΟΣΕ στη δεκαετία του 1970) αντλούσαν τεχνογνωσία από τους Γαλλικούς Σιδηροδρόμους.
Σταχυολογούμε όσες μας έρχονται στο μυαλό
Τροχαίο υλικό:
Κάθε όχημα φέρει τα όργανα ζεύξης (για να συνδέεται βαγόνι με βαγόνι) και κρούσης (για να διατηρούν τα οχήματα μία απόσταση μεταξύ τους και να μην καταστρέφονται κατά την κρούση μεταξύ τους όταν σχηματίζεται μια αμαξοστοιχία)
¨ Εξαρτήματα ζεύξης: Κούπλο (βορειοελλαδιστί) και κορσές (νοτιοελλαδιστί). Επίσημη ονομασία συνδετήρες. Λίγο δύσκολο να προέρχονται από τα αγγλικά (coupling), οι γαλλικές και ιταλικές ονομασίες διαφέρουν αρκετά (attelage, attacco)
¨ Εξαρτήματα κρούσης: ταμπόνια (προσκρουστήρες γαλλ.: tampon)
Στο συρμό κύλισης: Οι τροχοφόροι άξονες του βαγονιού διατηρούνται στη θέση τους ανάμεσα σε οδηγούσες πλάκες που επιτρέπουν σε αυτούς να κινούνται κατακόρυφα σε σχέση με το βαγόνι αλλά όχι κατά μήκος. Οι «ιθυντήριες πλάκες» στην καθομιλούμενη του σιδηροδρόμου λέγονται πλατικάρια από το γαλλικό «plaque de gardе»). Σημειωτέον ότι η λέξη «ιθυντήριος» είναι γενικά κατανοητή στο μέσο σιδηροδρομικό.
Οι τροχοί περιλαμβάνουν ένα κεντρικό, ας πούμε σταθερό τμήμα, το σώτρο πάνω στο οποίο στερεώνεται εν είδει στεφάνης το επίσωτρο. Οι σιδηροδρομικοί χρησιμοποιούν εξίσου και τη λόγια λέξη («επίσωτρο») όσο και την ξενική «μπαντάζι» (γαλλ.: bandage). Όμως όταν χρειαστεί, το βαγόνι θα περάσει από τον «μπανταζότορνο» [ή τον υποδαπέδιο (τόρνο)]. Παρ’ όλα αυτά οι τεχνίτες στα μηχανοστάσια αναφέρονται σε άλλα εξαρτήματα του συρμού κύλισης με λόγιες ονομασίες όπως πχ. φυλλοειδή (ελατήρια) αντί για σούστες ή ενώτια (εξαρτήματα της ανάρτησης)
Στα άκρα κάθε οχήματος υπάρχει πάντα μία θέση για τον κλειδούχο που καθοδηγεί τους ελιγμούς με σκαλοπάτι και χειρολισθήρα. Η θέση αυτή ονομάζεται «βαρδαμάνα» (Garde de mains!)
Επιδομή
Πάμε τώρα στη γραμμή. Όπως όλοι έχουμε παρατηρήσει η γραμμή συντίθεται από σιδηροτροχιές ή ράγια (γαλλ.: rail, Δεν είναι ιταλικό, raggio σημαίνει ακτίνα, η σιδ/χιά είναι rotaia) που εδράζονται σε στρωτήρες ή τραβέρσες (γαλλ.: traverse/ιταλ. traversa) που με τη σειρά τους εδράζονται σε έρμα ή μπαλάστρο (γαλλ.: ballast) από σκύρο. Οι σιδηροτροχιές προσηλώνονται πάνω στους στρωτήρες έχοντας μια μικρή εγκάρσια κλίση (βαντάγιο-?) χρησιμοποιώντας βλήτρα (στριφώνια-γαλλ.: tirefond – ή κραπώ, αυτούσιο ηχητικά και άκλιτο από το γαλλ. crapaud). Αυτά μάλιστα συσφίγγονται χρησιμοποιώντας ειδικά μηχανήματα (τιρφωνέζες ή κραπωνιέρες). Κατά τη στρώση της γραμμής και τη συντήρησή της, χρησιμοποιείται ειδικό μηχάνημα υπογόμωσης, τη μπουρέζα (γαλλ.: bourreuse) η οποία διορθώνει τα υψομετρικά σφάλματα της γραμμής (σάλτα) και τα οριζοντιογραφικά (ντρίτσα-από το ιταλ. radrizzamento) κάνοντας ντρεσάρισμα (γαλλ.: dressage) της γραμμής.
Ακόμα και σήμερα σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περιπτώσεις που οι σιδηροτροχιές δεν συγκολλούνται μεταξύ τους αλλά αφήνονται αρμοί για την ανάληψη των δυνάμεων από συστολές/διαστολές (με αποτέλεσμα το γνωστό γκουπ-γκουπ). Στους αρμούς οι σιδηροτροχιές συνδέονται μεταξύ τους με τους αμφιδέτες ή γκανάτσες (ιταλ.: ganascia)
Εκμετάλλευση/κυκλοφορία
Κατ’ αρχήν ο όρος «εκμετάλλευση» (οι διαδικασίες που σχετίζονται με τη λειτουργία του σιδηροδρόμου: κυκλοφορία, τιμολόγηση, δρομολόγια, κανονισμοί) φαίνεται να είναι απόδοση του γαλλικού “exploitation”. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται από τους ΗΣΑΠ ενώ το νεότερο Αττικό Μετρό χρησιμοποιεί τον όρο «λειτουργία».
Οι διασταυρώσεις του σιδηροδρόμου με αμαξιτές οδούς (ισόπεδες διαβάσεις) στη σιδηροδρομική αργκό είναι «πασάγια» στη Ν. Ελλάδα (ιταλ.: passaggio) ή «πασάζα» (γαλλ.: passage) στη Β. Ελλάδα
Λοιπά
H ορολογία του σιδηροδρόμου φαίνεται να έχει εμπλουτιστεί λίγο τα τελευταία χρόνια. Οι «ωτομοτρίς» (γαλλ.: automotrice) εισήχθησαν στην Ελλάδα το 1937. Ο όρος αυτός στη σιδηροδρομική αργκό έχει αρχίσει να εκλείπει, οι σιδηροδρομικοί προτιμούν το «αυτοκινητάμαξα» ή το «άλφα-άλφα» (από τη συντομογραφία της). Η μπουρέζα που αναφέρθηκε πιο πάνω είναι εισαγωγή της δεκαετίας του 1970.
Τη δεκαετία του 1980 εισήχθη ο όρος «τηλεδιοίκηση» (εξ αποστάσεως χειρισμός σηματοδοτικών εγκαταστάσεων, απόδοση του γαλλ. telecommande) ο οποίος παραδόξως δεν λεξικογραφείται.
Η εισαγωγή της ηλεκτροκίνησης στην Ελλάδα το 1999 έγινε με πλήρη απόδοση των όρων της στα Ελληνικά. Μέσω των σεμιναρίων που έγιναν οι διάφοροι όροι (πολλοί προέρχονται από την ηλεκτροτεχνία) είναι πλέον κτήμα του προσωπικού του σιδηροδρόμου (ιστός, γραμμή επαφής, αγωγός επαφής, φέρον καλώδιο κ.ά.) με μόνη εξαίρεση την «κονσόλα» (γαλλ.: console– το μεταλλικό μπράτσο απ’ όπου αναρτώνται τα καλώδια της ηλεκτροκίνησης)
Οι πιο νέες λέξεις που έχουν εισαχθεί είναι ρέιλμπας (άκλιτο. ελαφρή αυτοκινητάμαξα-αγγλ. railbus) και μπαλίζα (κλίνεται! ραδιοφάρος-balise)
Ενδιαφέρον έχει πάντως ότι οι σιδηροδρομικοί χρησιμοποιούν συχνά, λόγω των κανονιστικών κειμένων που εφαρμόζουν, λόγιους τύπους. Ο μηχανοδηγός σπανιότατα «φρενάρει» αλλά «κάνει ή εφαρμόζει την πέδη» ή «πεδεί» ή και «πεδίζει». Ο σταθμάρχης μπορεί να πεί ότι η «αμαξοστοιχία αφίκετο» (αυτούσια από τα κανονιστικά κείμενα). Οι κλειδούχοι και οι μηχανοδηγοί «εκτελούν ελιγμούς» (αλλά επίσης «κάνουν μανούβρες» ή «μανέβρες» (Β. Ελλάδα))
Τέλος ένα στοιχείο που εμφανίζεται σε αρκετές σιδηροδρομικές αργκό που γνωρίζω είναι η απόδοση ονομάτων, συχνότερα θηλυκών, σε κινητήριες μονάδες που αντανακλούν τη χώρα κατασκευής τους. Στην Ελλάδα λοιπόν υπήρχαν/υπάρχουν «Ρουμάνες», «Γαλλίδες» και «Καναδέζες» για μηχανές ρουμανικής, γαλλικής ή καναδικής κατασκευής αντίστοιχα. To πιο όμως περίεργο παρωνύμιο υπάρχει στους ΗΣΑΠ για τους συρμούς της δεκαετίας του 1980: Οι δυτικογερμανικής προέλευσης ήσαν «Κολούμπια», οι ανατολικογερμανικής «Σογιούζ»!
Πίνακας των λαϊκών όρων της γλώσσας των σιδηροδρόμων με το λόγιο αντίστοιχο και την προέλευσή τους
άλφα-άλφα (η αυτοκινητάμαξα)
βαντάγιο (κλίση, μάλλον ιταλ.)
βαρδαμάνα (θέση για τον κλειδούχο, γαλλ. garde de mains)
γαλλίδα (η μηχανή γαλλικής κατασκευής)
γκανάτσα (αμφιδέτης, ιταλ. ganascia)
καναδέζα (η μηχανή καναδικής κατασκευής)
Κολούμπια (ο συρμός δυτικογερμανικής προέλευσης στον ΗΣΑΠ)
κορσές (ΝΕ, συνδετήρας)
κούπλο (ΒΕ, συνδετήρας, ίσως από το αγγλ. coupling)
κραπώ (βλήτρο, γαλλ. crapaud)
κραπωνιέρα (το μηχάνημα που σφίγγει τα στριφώνια)
μανέβρα (ΒΕ, ο ελιγμός, μανούβρα, από γαλλ.)
μπαλάστρο (έρμα, γαλλ. ballast)
μπαλίζα (ραδιοφάρος, balise)
μπαντάζι (επίσωτρο, bandage)
μπανταζότορνος (υποδαπέδιος τόρνος)
μπουρέζα (μηχάνημα υπογόμωσης, γαλλ. bourreuse)
ντρεσάρισμα (διόρθωση των σφαλμάτων της γραμμής)
ντρίτσο (οριζοντογραφικό σφαλμα της γραμμής, ιταλ. radrizzamento)
πασάγιο (ΝΕ, ισόπεδη διάβαση, ιταλ. passaggio)
πασάζο (ΒΕ, ισόπεδη διάβαση, γαλλ. passage)
πλατικάρι (ιθυντήρια πλάκα, plaque de garde)
ράγια (σιδηροτροχιά, γαλλ. rail)
ρέιλμπας (ελαφριά αυτοκινητάμαξα, αγγλ. railbus)
ρουμάνα (η μηχανή ρουμανικής κατασκευής)
σάλτο (υψομετρικό σφάλμα της γραμμής, ιταλ.)
Σογιούζ (ο συρμός ανατολικογερμανικής προέλευσης στον ΗΣΑΠ)
στριφώνι (βλήτρο, γαλλ tirefond)
ταμπόνι (προσκρουστήρας, γαλλ. tampon)
τριφωνέζα (το μηχάνημα που σφίγγει τα στριφώνια)
τραβέρσα (στρωτήρας, ιτ. traversa/γαλλ.traverse)
sarantakos.wordpress.com
sidirodromikanea
sidirodromikanea