2021-09-26 16:49:34
Φωτογραφία για Ο βίος του Αγίου Συμεών του δια Χριστόν Σαλού
ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ

Μετάφραση:Γ. Μπουδούρης, φιλόλογος, Π. Γιαχανατζής, θεολόγος (Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»)

Προοίμιο

Αυτοί που επιδιώκουν να διδάσκουν τους άλλους, οφείλουν να επιτελούν το έργο αυτό με βάση τη δική τους πνευματική εμπειρία και να αποτελούν οι ίδιοι παράδειγμα αρετής και ένθεης ζωής, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «Έτσι πρέπει να λάμψει το φως σας εμπρός στους 

ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς» (Ματθ. 5, 16). Είναι πιθανόν, ενώ προσπαθούν να νουθετούν και να καταρτίζουν και να καθοδηγούν τους άλλους, προτού διδάξουν τον εαυτό τους και τον καθαρίσουν με την εργασία των θείων εντολών, να λησμονήσουν να κλάψουν το δικό τους νεκρό, καθώς ασχολούνται με τους άλλους. Θα εκπληρωθούν έτσι τα αψευδή λόγια της Γραφής, που ταιριάζουν στην περίπτωσή τους: «Όποιος διδάξει χωρίς να εφαρμόσει τα διδασκόμενα, αυτός θα ονομαστεί ελάχιστος στη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ
. 5, 19), και ακόμη: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Ματθ. 7, 5). Γι' αυτό ακριβώς και ο σοφός συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων λέει τα εξής για τον μεγάλο και αληθινό Θεό μας και διδάσκαλο: «Όσα άρχισε ο Ιησούς να πράττει και να διδάσκει» (Πράξ. 1, 1). Για το ίδιο θέμα και ο Παύλος, το σκεύος της εκλογής, έγραφε στους Ρωμαίους, επιπλήττοντάς τους, μέσα στα άλλα και τα εξής: «Και συ που διδάσκεις τον άλλο, τον εαυτό σου δεν τον διδάσκεις;» (Ρωμ. 2, 21).

Επειδή λοιπόν αδυνατούμε να διδάξουμε και να παρουσιάσουμε τον τρόπο της εργασίας των αρετών με βάση τα προσωπικά μας βιώματα, γιατί κουβαλάμε μέσα μας τα πάθη της αμαρτίας, θα σας προσφέρουμε τροφή από την εργασία και τους ιδρώτες άλλων, τροφή που δεν χάνεται, αλλά οδηγεί τις ψυχές μας στην αιώνια ζωή. Γιατί, ενώ ο άρτος στηρίζει το σώμα, ο λόγος του Θεού ωθεί την ψυχή στην αρετή και κυρίως αυτών που είναι πιο ράθυμοι και δείχνουν αμέλεια στην τήρηση των θείων εντολών. Αυτούς βέβαια που είναι ενάρετοι και έχουν το νου τους στραμμένο στο Θεό, η συνείδησή τους είναι ικανή να τους διδάξει συμβουλεύοντάς τους τα αγαθά και αποτρέποντάς τους από τα πονηρά. Εκείνοι όμως που δεν είναι στα μέτρα αυτών, έχουν ανάγκη από τις εντολές και την καθοδήγηση του γραπτού νόμου. Αν κάποιος δεν πορεύεται την οδό της αρετής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι ανάγκη είτε βλέποντας είτε ακούγοντας το ζήλο και την επιμέλεια των άλλων να ανάψει το θείο πόθο μέσα του, να διώξει τον ύπνο της ψυχής και να αρχίσει να οδεύει το στενό και δυσκολοβάδιστο δρόμο και να βιώνει την αιώνια ζωή. Εξάλλου από εμάς εξαρτάται το να καταφρονήσουμε τα παρόντα ως παροδικά, επιθυμώντας τα μέλλοντα, ή πάλι το να χάσουμε τα μέλλοντα αγαθά ποθώντας τα παρόντα.

Την αλήθεια των λεγομένων την επιβεβαιώνουν όλοι όσοι μέχρι τώρα ευαρέστησαν το Θεό, αν και είχαν την ίδια μ' εμάς φύση, και κυρίως τα μεγάλα αναστήματα της γενιάς μας. Ένας από αυτούς, ο πάνσοφος και σεβάσμιος Συμεών, έφτασε σε τόσο ύψος καθαρότητας και απάθειας, ώστε πέρασε ο καθαρότατος δια μέσου αυτών που για τους εμπαθείς και σαρκώδεις θεωρούνται μολυσμός και βλάβη και εμπόδιο της ενάρετης ζωής, χωρίς να μολυνθεί, σαν μαργαριτάρι από βόρβορο. Εννοώ δηλαδή τη ζωή μέσα στην πόλη, την συναναστροφή με γυναίκες και την εν γένει απάτη του βίου. Έδειξε έτσι στους πιο ράθυμους και σ' αυτούς που προφασίζονται αδυναμία στο να ζουν ενάρετη ζωή, τη δύναμη που παρέχει ο Θεός σ' αυτούς που αγωνίζονται με όλη τους την ψυχή εναντίον των πονηρών πνευμάτων.

Ζητώ όμως από αυτούς που θα ακούσουν ή θα διαβάσουν τη διήγηση αυτής της αγγελικής πολιτείας, να προσέξουν τα λεγόμενα με φόβο Κυρίου και με πίστη χωρίς δισταγμούς, όπως αρμόζει σε αληθινούς χριστιανούς. Γνωρίζω βέβαια ότι οι ανόητοι και οι καταφρονητές θα θεωρήσουν τα γραφόμενα απίστευτα και γελοία. Γιατί, αν γνώριζαν ότι αυτός που θέλει να είναι σοφός σ' αυτόν τον κόσμο, πρέπει να γίνει μωρός για να γίνει σοφός (Α΄ Κορ. 3, 18), και ότι εμείς θεωρούμαστε μωροί για χάρη του Χριστού (Α΄ Κορ. 4, 10), και ότι η μωρία του Θεού είναι σοφότερη των ανθρώπων (Α΄ Κορ. 1, 25), δε θα θεωρούσαν γελοία τα έργα αυτού του γνήσιου αθλητή, αλλά θα τον θαύμαζαν πολύ περισσότερο απ’ αυτούς που αγωνίστηκαν σε άλλα είδη αρετής. Γιατί αυτός δεν επέστρεψε στον κόσμο απροετοίμαστος και έχοντας ακόμη ανάγκη από πνευματικό οδηγό, αλλά συνέβη στην περίπτωσή του κάτι ανάλογο μ' αυτό που βλέπουμε στις πολεμικές παρατάξεις, όταν όλοι οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι μαζί. Εκεί όσοι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, περισσότερο όμως στη δύναμη του Θεού και στα πολεμικά τους όπλα και στην εξαιρετική και πολυχρόνια πολεμική εμπειρία τους, μόνοι αυτοί βγαίνουν έξω από το πλήθος για να μονομαχήσουν με τους αντιπάλους τους. Το ίδιο έκανε και αυτός. Όταν αγωνίστηκε σωστά και νόμιμα τον καλό αγώνα, όταν είδε τον εαυτό του θωρακισμένο με τη δύναμη του Πνεύματος, όταν απόκτησε τη δύναμη να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς (Λουκ. 10, 19),, όταν έσβησε τελείως το πύρωμα της σάρκας με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος, όταν βδελύχθηκε την τρυφή και τη δόξα του βίου σαν ιστό αράχνης — και τι άλλο να πω; — όταν με την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε την απάθεια εσωτερικά και εξωτερικά, και αξιώθηκε την υιοθεσία σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού προς την καθαρή και απαθή ψυχή στο Άσμα των Ασμάτων: «Όλη καλή η πλησίον μου, και μώμος εν σοι ουκ έστιν» (Άσμα 4,7), τότε και αυτός βγήκε από την έρημο στον κόσμο, ύστερα από θεία κλήση, για να μονομαχήσει με το διάβολο. Πίστευε ότι δεν είναι δίκαιο αυτός που τιμήθηκε και υψώθηκε τόσο από το Θεό, να περιφρονήσει την σωτηρία των συνανθρώπων του. Έχοντας λοιπόν ως πρότυπο Αυτόν που είπε: «Να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Λουκ. 10, 27), ο Οποίος και μορφή δούλου καταδέχθηκε να ντυθεί για τη σωτηρία του δούλου, χωρίς να υποστεί καμιά αλλοίωση, μιμείται και αυτός τον Κύριό του, προσφέροντας την ψυχή και το σώμα του, για να προσφέρει τη σωτηρία.

Θα διηγηθώ πρώτα τον τρόπο με τον οποίο ήρθε από την έρημο στον κόσμο, και έπειτα τις παράδοξες και αξιοθαύμαστες πράξεις του.

Φυγή του κόσμου

Στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, τη γιορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, συγκεντρώθηκαν οι ευσεβείς χριστιανοί, όπως συνήθιζαν, στους Αγίους Τόπους του Χριστού, για να προσκυνήσουν. Γνωρίζουν όλοι όσοι συνηθίζουν να συγκεντρώνονται εκεί κατά την άγια αυτή γιορτή, ότι σχεδόν από όλα τα μέρη συγκεντρώνεται πλήθος πιστών, που ευλαβείται ιδιαίτερα το σταυρό του Κυρίου.

Σ' αυτή λοιπόν τη μεγάλη γιορτή συνέβη, κατ' οικονομία Θεού, να συναντηθούν δύο νέοι από τη Συρία. Ο ένας ονομαζόταν Ιωάννης και ο άλλος Συμεών. Έμειναν εκεί μερικές μέρες και όταν τελείωσε η άγια γιορτή, αναχώρησε ο καθένας για την πόλη του. Από τότε που συναντήθηκαν οι δύο αυτοί νέοι και συνδέθηκαν με αγάπη αναμεταξύ τους, δεν χωρίστηκαν ποτέ. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους πορεύτηκαν μαζί, έχοντας και τους γονείς τους. Ο Ιωάννης είχε ένα γέροντα πατέρα, μητέρα όμως όχι. Ήταν είκοσι δύο ετών και εκείνο το χρόνο είχε νυμφευθεί. Ο Συμεών δεν είχε πατέρα, αλλά μόνο μητέρα που ήταν ογδόντα περίπου ετών, και κανέναν άλλο συγγενή.

Πήγαιναν λοιπόν όλοι μαζί και αφού κατέβηκαν τον κατήφορο της Ιεριχώ και πέρασαν την πόλη, ο Ιωάννης βλέποντας τα μοναστήρια τα γύρω από τον Ιορδάνη είπε στο Συμεών: «Ξέρεις ποιοι μένουν στα σπίτια αυτά απέναντί μας;» Εκείνος του απάντησε: «Ποιοί;» Ο Ιωάννης είπε: «Άγγελοι του Θεού». Τον ρωτάει τότε ο Συμεών με απορία: «Μπορούμε άραγε να τους δούμε;». Του λέει εκείνος: «Ναι, αν γίνουμε σαν κι αυτούς». Και οι δύο κάθονταν πάνω σε άλογα, γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ εύποροι. Κατέβηκαν λοιπόν αμέσως από τα άλογα και τα έδωσαν στους δούλους τους λέγοντάς τους να προχωρήσουν, προσποιούμενοι ότι θα καθήσουν για λίγο σ' εκείνο το μέρος. Κατά συγκυρία βρέθηκαν επάνω στο δρόμο που οδηγούσε στον Ιορδάνη. Στάθηκαν λοιπόν και οι δύο και λέει ο Ιωάννης στο Συμεών, δείχνοντας με το δάκτυλό του το δρόμο του Ιορδάνη: «Να ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή». Κατόπιν δείχνοντας το δημόσιο, στον οποίο προπορεύονταν οι γονείς τους, είπε: «Και να ο δρόμος που οδηγεί στο θάνατο. Έλα λοιπόν ας προσευχηθούμε και ας σταθούμε ο καθένας μας σ' έναν από αυτούς τους δρόμους΄ και αφού ρίξουμε κλήρο, θα ακολουθήσουμε το δρόμο εκείνου που θα κερδίσει». Γονάτισαν λοιπόν και είπαν αναστενάζοντας: «Θεέ μας, Θεέ μας, Θεέ μας, εσύ που θέλεις να σώσεις όλο τον κόσμο, φανέρωσε το θέλημά Σου στους δούλους Σου». Έριξαν κατόπιν κλήρο και έτυχε στο Συμεών δέκα παραπάνω από τον Ιωάννη. Ο Συμεών στεκόταν στο δρόμο που οδηγούσε στον Ιορδάνη. Τότε χαρούμενοι, ξεχνώντας όλα τα υπάρχοντα και τους γονείς τους, καταφιλούσαν ο ένας τον άλλο. Γνώριζαν ακόμα τέλεια τα ελληνικά και ήταν στολισμένοι με πολλή φρόνηση.

Όλα αυτά τα διηγήθηκε ο ενάρετος Συμεών σε κάποιον αξιόλογο και ενάρετο άνδρα, διάκονο της εκκλησίας της Έμεσας, όπου και προσποιήθηκε τον σαλό΄ αυτός επειδή ήταν χαριτωμένος άνθρωπος κατανόησε την εργασία του γέροντα. Σ' αυτόν έκανε και θαύμα φοβερό ο μακάριος Συμεών, που θα το διηγηθούμε παρακάτω. Ο ενάρετος λοιπόν αυτός διάκονος, που ονομαζόταν Ιωάννης, μας διηγήθηκε σχεδόν ολόκληρο τον βίο του αγίου, προβάλλοντας τον Κύριο ως μάρτυρα για το ότι όχι μόνο δεν πρόσθεσε τίποτα, αλλά μάλλον τα περισσότερα τα ξέχασε με το πέρασμα των χρόνων.

Καθώς λοιπόν κατέβαιναν το δρόμο που τους οδήγησε στην πραγματική ζωή, έτρεχαν χαρούμενοι, όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης προς το ζωοποιό τάφο του Κυρίου (Ιω. 20, 4), και προσπαθούσαν να διεγείρουν ο ένας την προθυμία του άλλου. Γιατί ο Ιωάννης φοβόταν μήπως η αγάπη προς τη μητέρα σταματήσει το Συμεών, ενώ ο Συμεών μήπως η έλξη της νεαρής συζύγου τραβήξει πίσω σαν μαγνήτης τον Ιωάννη. Γι' αυτό το λόγο έλεγαν ο ένας προς τον άλλο συμβουλευτικά και ενθαρρυντικά λόγια. Κι έλεγε ο ένας: «Καθόλου να μη ραθυμήσεις αδελφέ Συμεών. Γιατί ελπίζουμε στο Θεό ότι σήμερα αναγεννηθήκαμε. Τί άλλο παρά να μας βλάψουν θα μπορούσαν ο πλούτος και τα μάταια πράγματα του βίου κατά την ημέρα της Κρίσεως; Ούτε πάλι η νεότητα και η ομορφιά του σώματος παραμένουν αμάραντα μέχρι το τέλος, αλλά ή από τα γηρατειά ή με τον πρόσκαιρο θάνατο χάνονται και σβήνουν». Τέτοια και άλλα πολλά έλεγε προς το Συμεών ο Ιωάννης και εκείνος απαντούσε με τον ίδιο τρόπο λέγοντας: «Εγώ αδελφέ Ιωάννη, εκτός από την ταπεινή εκείνη γερόντισσα που με γέννησε, δεν έχω ούτε πατέρα ούτε αδελφούς ούτε αδελφές. Και δε φοβάμαι τόσο για μένα, όσο για σένα μήπως η επιθυμία της νεαρής συζύγου σε αποσπάσει από αυτόν τον καλό δρόμο».

Ενώ έλεγαν αυτά και άλλα πολλά, φτάνουν στο μοναστήρι του αββά Γερασίμου. Είχαν ζητήσει πρωτύτερα από το Θεό να βρουν ανοιχτή την πόρτα του μοναστηριού, στο οποίο Αυτός θα ήθελε να παραμείνουν. Έτσι και έγινε. Υπήρχε σ' αυτό το μοναστήρι ένας θαυμάσιος άνθρωπος που λεγόταν Νίκων και που η ζωή του ήταν σύμφωνη με το όνομά του΄ γιατί νικούσε τους δαίμονες, έκανε θαύματα και σημεία και είχε τιμηθεί με το προφητικό αξίωμα από το Θεό. Αυτός λοιπόν προγνώρισε τον ερχομό τους. Είδε στον ύπνο του, την ημέρα που ήρθαν, κάποιον να του λέει: «Σήκω και άνοιξε την πόρτα από το μαντρί, για να μπουν τα πρόβατά μου». Έτσι και έκανε. Μόλις λοιπόν έφτασαν και βρήκαν την πόρτα ανοιγμένη και τον αββά να κάθεται και να τους περιμένει, είπε ο Ιωάννης στο Συμεών: «Καλό σημάδι, αδελφέ΄ η πόρτα είναι ανοιχτή και ο πορτάρης στη θέση του». Όταν πλησίασαν, τους λέει ο ηγούμενος: «Καλώς ήρθαν τα πρόβατα του Χριστού». Και αμέσως στο Συμεών: «Καλώς ήρθες, Σαλέ. Αλήθεια, δέκα περισσότερα τα δικά σου από του αββά Ιωάννη και σε περιμένουν», και εννοούσε την τελειότητα της ενάρετης ζωής. Τους δέχτηκε λοιπόν ως θεόσταλτους και τους έβαλε να αναπαυθούν.

Στη Μονή του αββά Γερασίμου

Την άλλη ημέρα, πριν του πουν τίποτε, άρχισε να τους λέει με το φωτισμό του Κυρίου: «Πολύ καλή και άξια η αγάπη σας προς το Θεό, μόνο προσέξτε μήπως δείξετε νωθρότητα και τη σβήσει ο αντίδικος της σωτηρίας μας. Καλός ο αγώνας σας, αλλά να μη σταματήσετε μέχρις ότου στεφανωθείτε. Καλή η προαίρεσή σας, μόνο να μη δείξετε αμέλεια, για να μη σβήσει η φωτιά που καίει σήμερα τις καρδιές σας. Καλά κάνατε και προτιμήσατε τα αιώνια από τα προσωρινά. Καλοί οι κατά σάρκα γονείς σας και καλό να τους υπηρετείτε, ασύγκριτα καλύτερο όμως είναι να ευαρεστείτε το Θεό. Καλοί είναι οι κατά σάρκα αδελφοί, συμφερότεροι όμως οι πνευματικοί. Καλοί οι φίλοι για το Χριστό που έχετε στον κόσμο, αλλά καλύτερο το να έχετε φίλους τους αγίους, που θα μεσιτεύουν στον Κύριο. Καλοί είναι αυτοί που σας προστατεύουν από τους άρχοντες, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να έχουμε τους αγίους αγγέλους να ικετεύουν για μας. Καλή και επαινετή η αγαθοεργία και η προς τους φτωχούς ελεημοσύνη, αλλά τίποτε δεν ζητά ο Θεός τόσο πολύ από εμάς, όσο το να του προσφέρουμε τις ψυχές μας. Γλυκεία η απόλαυση των αγαθών της ζωής, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με την τρυφή του Παραδείσου. Γλυκός ο πλούτος και πολλοί τον επιθυμούν, αλλά δεν μπορεί να εξισωθεί με εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν διανοήθηκε (Α΄ Κορ. 2, 9). Καλή η ομορφιά της νεανικής ηλικίας, αλλά δεν είναι τίποτε μπροστά στο κάλλος του επουράνιου νυμφίου Χριστού, όπως λέει ο Δαυίδ: "Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων" (Ψαλμ. 44, 3),. Σπουδαίο και σημαντικό να στρατεύεσαι για τον επίγειο βασιλιά, αλλά είναι πρόσκαιρη και επικίνδυνη αυτή η στράτευση».

Με αυτά και άλλα παρόμοια τους συμβούλευε ο όσιος και δεν ήθελε να σταματήσει βλέποντας να τρέχουν από τα μάτια τους ποταμοί δακρύων. Πρόσεχαν τα λόγια του σαν να μην είχαν ακούσει ποτέ θείο λόγο. Στράφηκε τότε στο Συμεών και του λέει: «Μη θλίβεσαι και μην κλαις για τη γερόντισσα μητέρα σου, γιατί ο Θεός βλέποντας τους αγώνες σου μπορεί να την παρηγορήσει πολύ περισσότερο απ' ό,τι η δική σου παρουσία. Γιατί, αν περιμένεις να γίνεις μοναχός μετά το θάνατό της, υπάρχει περίπτωση να πεθάνεις εσύ πριν από αυτήν στερημένος από αρετές και να φύγεις έτσι, χωρίς να έχεις κανένα που να μπορεί να σε σώσει από τα μέλλοντα κακά. Γιατί ούτε η αγάπη του πατέρα και της μητέρας, ούτε τα αδέλφια ούτε ο πλούτος ούτε η δόξα ούτε η γυναίκα ούτε το ενδιαφέρον των παιδιών μπορούν να εξιλεώσουν το Θεό, παρά μόνο η ενάρετη ζωή και οι κόποι και οι αγώνες, που γίνονται γι' Αυτόν». Στον Ιωάννη είπε: «Μήτε σ' εσένα, παιδί μου, ο εχθρός των ψυχών μας να βάλει τη σκέψη: "Ποιός άραγε θα γηροκομήσει τους γονείς μου; Ποιός θα παρηγορήσει τη σύζυγό μου; Ποιός θα σταματήσει τα δάκρυά τους;» Γιατί αν τους εγκαταλείπατε για να αφιερώσετε τη ζωή σας σε κάποιον άλλο θεό, με το δίκιο σας θα αγωνιούσατε και θα αναρωτιόσασταν αν τους φροντίζει και τους παρηγορεί ή όχι. Τώρα όμως που τρέξατε και αφιερώσατε τους εαυτούς σας σ' Αυτόν, στον Οποίο εκείνους εγκαταλείψατε, πρέπει να έχετε θάρρος και να σκέφτεστε ότι όταν ακόμη παραμένατε στον κόσμο απορροφημένοι στα βιοτικά, για όλα φρόντιζε η πρόνοια του Θεού΄ πόσο περισσότερο όμως δε θα φροντίσει τους δικούς σας τώρα που Τον υπηρετείτε και προσπαθείτε να Τον ευαρεστείτε με όλη σας τη ψυχή; Γι' αυτό, παιδιά μου, έχοντας στο νου σας τα λόγια του Κυρίου: "Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς" προς αυτόν που του είπε: "Επίτρεψέ μου πρώτα να επιστρέψω για να θάψω τον πατέρα μου" (Ματθ. 8, 21-22), ακολουθείστε Τον με σταθερή και αμετάβλητη απόφαση. Για σκεφτείτε΄ αν ο επίγειος βασιλιάς σας παρακινούσε να υπηρετήσετε ως πατρίκιοι ή θαλαμηπόλοι στο παλάτι του, που θα χαθεί κάποτε και θα αφανιστεί σαν σκιά και όνειρο, δεν θα καταφρονούσατε τα πάντα και δεν θα τρέχατε αμέσως σ' αυτόν με την επιθυμία να δείτε το πρόσωπό του, να μιλήσετε μαζί του και να απολαύσετε τιμές κοντά του; Και δεν θα προτιμούσατε να υπομείνετε κάθε πόνο και κόπο και το θάνατο ακόμη, μόνο και μόνο για να αξιωθείτε να δείτε εκείνη την ημέρα, που ο βασιλιάς, μπροστά σε όλη τη σύγκλητο, θα σας δεχόταν τιμητικά στην υπηρεσία του;» Και αφού αυτοί συμφώνησαν, ο μέγας Νίκων συνέχισε: «Επομένως, με ασυγκρίτως μεγαλύτερη ζέση και κατάνυξη, παιδιά μου, οφείλουμε εμείς ως ευγνώμονες δούλοι να ακολουθούμε τον αιώνιο Βασιλιά, ενθυμούμενοι την αγάπη που μας έδειξε ο Θεός, ο Οποίος δε λυπήθηκε τον Υιό του τον μονογενή, αλλά τον πρόσφερε για την σωτηρία μας (Ιω. 3, 16). Γι' αυτό το λόγο, κι αν ακόμη χύσουμε το αίμα μας, εμείς που λυτρωθήκαμε από τη φθορά και το θάνατο με το τίμιό Του αίμα και από δούλοι γίναμε γιοί, τίποτε που να είναι αντάξιο της θυσίας Του δεν Του προσφέρουμε. Γιατί, αδελφοί μου, δεν είναι το ίδιο πράγμα να χυθεί βασιλικό αίμα και αίμα δούλου».

Αυτά και πολλά άλλα τους έλεγε ο θεοφόρος, καθώς προγνώριζε και είχε πληροφορηθεί από τον Θεό τον αγώνα και το δρόμο που θα έκαναν, και εννοώ βέβαια την ερημική και τελείως άστεγη και αναχωρητική ζωή. Και δεν το θεωρούσε αυτό ασήμαντο, ούτε ότι μπορούν οι πολλοί να το κατορθώσουν και να το επιτελέσουν άμεμπτα, τη στιγμή που έβλεπε ότι οι δύο νέοι είχαν σώματα απαλά, ντυμένα με μαλακά ρούχα, και ότι είχαν μεγαλώσει με καλοπέραση και είχαν συνηθίσει στις ανέσεις και τις απατηλές απολαύσεις της ζωής.

Τότε ο σοφός γιατρός και δάσκαλος, με τη θεία γνώση και πείρα που διέθετε, αφού τους προετοίμασε και τους όπλισε με τέτοιες συμβουλές και νουθεσίες, λέει και στους δυό: «Θέλετε να καρείτε μοναχοί ή να παραμείνετε για ένα μικρό ακόμη χρονικό διάστημα λαϊκοί;» Αμέσως και οι δύο, σαν να κινούνταν από την ίδια σκέψη ή μάλλον από το ίδιο Άγιο Πνεύμα, έπεσαν στα πόδια του ηγουμένου ζητώντας να τους κουρέψει οπωσδήποτε εκείνη τη στιγμή. Και έλεγε ο Συμεών ότι, αν δεν το κάνει αυτό γρήγορα, θα πήγαιναν σ' άλλο μοναστήρι. Ο Συμεών ήταν άκακος και απονήρευτος, ενώ ο Ιωάννης είχε περισσότερη πείρα και γνώση.

Πήρε τότε τον καθένα χωριστά ο όσιος Νίκων, θέλοντας να δοκιμάσει την αφοσίωσή τους στο Θεό, και με λογικά επιχειρήματα προσπαθούσε να τους πείσει να μην καρούν εκείνη την ημέρα. Επειδή δεν πειθόταν κανένας από τους δύο, πήγαινε στον καθένα και του έλεγε: «Έπεισα τον αδελφό σου να μείνει ένα χρόνο λαϊκός». Αμέσως αυτός του απαντούσε: «Αν θέλει να μείνει, ας μείνει. Πάντως εγώ, πάτερ, δεν δέχομαι κάτι τέτοιο». Ο Συμεών μάλιστα, όταν μίλησε ιδιαιτέρως με τον όσιο Νίκωνα, του είπε και αυτό: «Κάνε γρήγορα, πάτερ, για τ' όνομα του Θεού, επειδή τρέμει η καρδιά μου για τον Ιωάννη, που φέτος νυμφεύθηκε με μία πολύ εύπορη και ωραία γυναίκα, μήπως τυχόν τον καταλάβει πάλι ο πόθος γι' αυτήν και του σβήσει τον πόθο του για το Θεό». Αλλά κι ο Ιωάννης με πολλά παρακάλια και δάκρυα (είχε από φυσικού του περισσότερα από ό,τι ο αδελφός Συμεών) είπε ιδιαιτέρως στον όσιο: «Πάτερ, βοήθησέ με να μη χάσω τον αδελφό μου, γιατί έχει μόνο μητέρα και τόσο πολύ δεμένοι ήταν μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούσε να μείνει ούτε δύο ώρες μακριά της, αλλά μέχρι σήμερα κοιμόνταν και οι δύο μαζί, μη μπορώντας να χωριστούν ούτε τη νύχτα, πράγμα που πολύ με βασανίζει μέχρις ότου τον δω μοναχό, για να σταματήσω να μεριμνώ γι' αυτόν».

Ο όσιος είδε το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο και επειδή γνώριζε ότι ο Θεός δεν ντροπιάζει ούτε παραβλέπει αυτούς που ολόψυχα και αδίστακτα καταφεύγουν σ' Αυτόν, έφερε το ψαλίδι και αφού το τοποθέτησε κατά την τάξη πάνω στο άγιο θυσιαστήριο, έκανε την κουρά τους. Ύστερα, αφού τους έβγαλε τα ρούχα, τους έντυσε με άλλα που ήταν πολύ φτωχικά, αλλά μαλακά, γιατί τους σπλαχνίστηκε ο σοφός και στοργικός, επειδή τα σώματά τους ήταν απαλά και ασυνήθιστα στην κακοπάθεια. Ενώ γινόταν η κουρά, ο Ιωάννης έκλαιγε συνέχεια και ο Συμεών, επειδή δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο κλαίει, τον σκουντούσε να σταματήσει, γιατί νόμιζε ότι κλαίει από λύπη για τους γονείς του και από αγάπη για τη γυναίκα του. Όταν τελείωσε η κουρά τους και έγινε η αγία σύναξη, ο ηγούμενος συνέχισε να τους συμβουλεύει όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα, γιατί ήξερε ότι ο Θεός θα τα οικονομούσε έτσι ώστε να μη μείνουν πολύ καιρό κοντά του.

Την άλλη μέρα, που ήταν Κυριακή, σκόπευε να τους δώσει και το άγιο σχήμα. Γι' αυτό κάποιοι από τους αδελφούς τους είπαν: «Είστε μακάριοι, γιατί αύριο θα αναγεννηθείτε και θα καθαριστείτε από κάθε αμαρτία, σαν να έχετε ξαναβαπτιστεί». Παραξενεύτηκαν αυτοί και έτρεξαν και οι δύο στο θείο Νίκωνα, το βράδυ του Σαββάτου, και πέφτοντας στα πόδια του του είπαν: «Πάτερ, σε παρακαλούμε μη μας βαπτίσεις. Είμαστε χριστιανοί από χριστιανούς γονείς». Αυτός, επειδή δεν κατάλαβε τι είχαν ακούσει από τους πατέρες του κοινοβίου, τους ρώτησε: «Ποιός, παιδιά μου, θέλει να σας βαπτίσει;» Εκείνοι απάντησαν: «Οι κύριοι και δεσπότες μας, οι πατέρες του μοναστηρίου, μας είπαν ότι αύριο θα ξαναβαπτιστούμε». Τότε ο ηγούμενος, επειδή κατάλαβε ότι τους είχαν μιλήσει για το άγιο σχήμα, τους είπε: «Καλά σας είπαν, παιδιά μου. Γιατί, αν θέλει ο Θεός, αύριο θα σας ντύσουμε με το άγιο και αγγελικό σχήμα». Όταν είδαν οι απονήρευτοι δούλοι του Χριστού ότι τίποτα δεν τους λείπει από τη μοναχική ενδυμασία, του λένε: «Πες μας, πάτερ, χρειαζόμαστε τίποτε άλλο για να ντυθούμε εκείνο το αγγελικό σχήμα που λες;».

Την προηγούμενη εβδομάδα, που ήταν και η γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, είχε δώσει ο όσιος σε κάποιο νέο αδελφό το άγιο σχήμα και, επειδή δεν είχαν ακόμη συμπληρωθεί εφτά ημέρες, το φορούσε ακόμα, όπως συνηθιζόταν. Σ' αυτόν παράγγειλε να έρθει αμέσως και να σταθεί μπροστά τους. Όταν λοιπόν ήρθε και τον είδαν και οι δύο, έπεσαν αμέσως στα πόδια του αββά και του είπαν: «Σε παρακαλούμε, αν πρόκειται έτσι κι εμάς να ντύσεις και να μας δώσεις τέτοια τιμή και δόξα, κάν' το τώρα, μήπως συμβεί, καθώς είμαστε άνθρωποι, να πεθάνουμε αυτή τη νύχτα κι έτσι να χάσουμε τόση δόξα και χαρά και μια τέτοια συνοδεία κι ένα τέτοιο στεφάνι». Όταν άκουσε ο ηγούμενος να λένε ότι θα χάσουν τέτοια συνοδεία και στεφάνι, κατάλαβε ότι είδαν κάποια οπτασία γύρω από αυτόν που φορούσε το άγιο σχήμα. Απευθύνθηκε τότε σ' αυτόν και του είπε να επιστρέψει στο μέρος που ήταν αφότου είχε ντυθεί το άγιο σχήμα.

Όταν έφυγε, λυπήθηκαν πολύ οι δύο δούλοι του Χριστού και λένε στον ηγούμενο: «Για τ' όνομα του Θεού, πάτερ, κάνε μας κι εμάς όπως εκείνον, γιατί σ' όλο σου το μοναστήρι δεν υπάρχει άνθρωπος με τόση τιμή όση εκείνος». Ρώτησε ο αββάς: «Ποιά τιμή;» Αυτοί του απάντησαν: «Ο Θεός είναι μάρτυράς μας, που μας αξιώνει να φορέσουμε αυτό το σχήμα και μας κάνει μια τέτοια τιμή, ότι θα είμαστε μακάριοι αν θα συνοδευόμαστε κι εμείς από τόσο πλήθος μοναχών με κεριά στα χέρια και αν θα φορέσουμε τέτοιο λαμπρό στεφάνι στο κεφάλι μας». Νόμιζαν ότι και ο ηγούμενος έβλεπε τα όσα οι ίδιοι έβλεπαν. Εκείνος όμως, επειδή το κατάλαβε, δεν τους είπε ότι τίποτα δεν έβλεπε, αλλά σώπασε κατάπληκτος από την πολλή τους αγνότητα και καθαρότητα και ιδίως του Συμεών. Μόνο αυτό τους έλεγε χαριτωμένα ο μεγάλος αυτός άνθρωπος: «Αύριο θα ντύσουμε και σας με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος». Όπως διαβεβαίωνε ο οσιότατος διάκονος, ο αψευδής Συμεών ισχυριζόταν ότι, όταν έλαβαν το σχήμα, έβλεπε ο ένας το πρόσωπο του άλλου την νύχτα, όπως και την ημέρα, και ακόμη έβλεπε ο ένας στο κεφάλι του άλλου στεφάνι, όπως εκείνο που φορούσε ο μοναχός που είδαν προηγουμένως. «Σε τόσο μεγάλη χαρά, έλεγε, βρισκόταν η ψυχή μας, που δεν θέλαμε εύκολα ούτε να φάμε ούτε να πιούμε».

Αναχώρηση από τη Μονή

Μετά δυο μέρες αφότου πήραν το άγιο σχήμα, βλέπουν αυτόν που το είχε πάρει πριν από εφτά ημέρες και που είχε το στεφάνι και τη συνοδεία, να φοράει ένα φθαρμένο ράσο και να κάνει το διακόνημά του, χωρίς να έχει πια ούτε το στεφάνι ούτε τους μοναχούς με τα κεριά που τον συνόδευαν, και απόρησαν. Λέει τότε ο Συμεών στον Ιωάννη: «Πίστεψέ με, αδελφέ μου, κι εμείς, όταν περάσουν εφτά μέρες, δεν θα έχουμε αυτήν την ευπρέπεια και τη χάρη». Λέει ο Ιωάννης: «Και τί θέλεις να γίνει, αδελφέ μου;» Του λέει πάλι ο Συμεών: «Άκουσέ με. Όπως εγκαταλείψαμε και απομακρυνθήκαμε από τα κοσμικά, έτσι να απομακρυνθούμε από οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη. Γιατί άλλη ζωή και παράξενα πράγματα αντιλαμβάνομαι και βλέπω σ' αυτό το σχήμα. Από τη στιγμή που ο δούλος του Θεού μας έντυσε μ' αυτό, καίγονται τα σωθικά μου, χωρίς να ξέρω από τι, και η ψυχή μου ποθεί να μη δει κανένα, ούτε να μιλήσει ή να ακούσει κανένα». Του αποκρίνεται ο Ιωάννης: «Και τί θα τρώμε αδελφέ μου;» Του λέει ο Συμεών: «Ό,τι τρώνε οι λεγόμενοι βοσκοί*, για τους οποίους μας μίλησε χθες ο Νίκων. Ίσως επειδή ήθελε να κάνουμε κι εμείς την ίδια ζωή, μας διηγήθηκε πως ζουν, πως κοιμούνται και όλα τα σχετικά μ' αυτούς». «Και πώς μπορεί να γίνει αυτό, αφού ούτε να ψάλλουμε ούτε τη μοναχική τάξη γνωρίζουμε;» ρώτησε ο Ιωάννης. Τότε ο Θεός πλημμύρισε με τη χάρη Του την καρδιά του αββά Συμεών, που είπε: «Αυτός που έσωσε αυτούς που έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Του, πριν από τον Δαυίδ, Αυτός θα σώσει κι εμάς. Κι αν φανούμε άξιοι, θα διδάξει κι εμάς, όπως δίδαξε και το Δαυίδ τότε, που ήταν με τα πρόβατα στην έρημο. Μη θελήσεις λοιπόν, αδελφέ, να μου ανακόψεις την προθυμία. Αφού πήραμε την απόφαση να ζήσουμε σύμφωνα μ' αυτόν τον τρόπο, ας μη δείξουμε αμέλεια». Είπε τότε ο Ιωάννης: «Ας κάνουμε όπως θέλεις. Πώς όμως θα μπορέσουμε να βγούμε, αφού η πύλη κλείνει τη νύχτα;» Του απαντάει ο Συμεών: «Αυτός που μας άνοιξε τη μέρα, Αυτός θα μας ανοίξει και τη νύχτα».

Όταν πήραν την απόφαση, μόλις έπεσε η νύχτα, ο ηγούμενος βλέπει στον ύπνο του κάποιον να ανοίγει την πύλη του μοναστηριού και να λέει: «Βγήτε έξω να βοσκήσετε, πρόβατα που έχετε τη σφραγίδα του Χριστού». Αμέσως ξύπνησε, κατεβαίνει στην πύλη, την βρίσκει ανοιχτή, και επειδή νόμισε ότι βγήκαν από εκεί, κάθησε στεναχωρημένος, αναστενάζοντας και λέγοντας: «Δεν αξιώθηκα εγώ ο αμαρτωλός να πάρω την ευχή των πατέρων μου. Πραγματικά, αυτοί ήταν πατέρες μου και δεσπότες και δάσκαλοι και γι' αυτό έχασα τις συμβουλές τους. Αλλοίμονο, πόσοι πολύτιμοι λίθοι, όπως λέει η Γραφή (Ζαχ. 9, 16), κυλάνε στη γη χωρίς να το καταλαβαίνουμε, και πολλοί τους βλέπουν, λίγοι όμως τους αντιλαμβάνονται». Καθώς σκεφτόταν αυτά στεναχωρημένος, εμφανίζονται οι νυμφίοι οι καθαροί του Χριστού, που ετοιμάζονταν να βγουν. Μπροστά απ' αυτούς έβλεπε ο καθαρότατος ηγούμενος Νίκων μερικούς ευνούχους να κρατούν λαμπάδες και άλλους να κρατούν σκήπτρα στο ένα χέρι. Μόλις τους είδε, γέμισε χαρά, επειδή θα εκπληρωνόταν η επιθυμία του. Οι μακάριοι τον είδαν και έκαναν να γυρίσουν πίσω, επειδή δεν κατάλαβαν ότι ήταν ο ηγούμενος. Έτρεξε όμως ο όσιος Νίκων και τους κάλεσε κοντά του. Όταν κατάλαβαν ότι ήταν ο ηγούμενος, χάρηκαν κι αυτοί πολύ, και μάλιστα όταν είδαν ότι η πύλη ήταν ανοιχτή. Κατάλαβαν ότι ο Θεός του το αποκάλυψε κι αυτό. Θέλησαν τότε να του βάλουν μετάνοια. Αυτός όμως τους εμπόδισε λέγοντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, εξαιτίας του αγγελικού σχήματος που φορούσαν.

Του είπαν λοιπόν αμέσως: «Σ' ευχαριστούμε, πάτερ, και δεν ξέρουμε τι να προσφέρουμε στο Θεό και σε σένα. Ποιός περίμενε ότι εμείς θα αξιωθούμε τέτοιων δωρεών; Ποιός βασιλιάς θα μπορούσε να μας τιμήσει με τέτοιο αξίωμα; Ποιοί επίγειοι θησαυροί τόσο ξαφνικά θα μπορούσαν να μας κάνουν πλούσιους; Ποιά λουτρά θα μπορούσαν να καθαρίσουν έτσι την ψυχή μας; Ποιοί γονείς θα μπορούσαν έτσι να μας αγαπήσουν και να μας σώσουν; Ποιά δώρα θα μπορούσαν να μας δώσουν την άφεση των αμαρτιών μας τόσο σύντομα, όπως το έκανες εσύ, τίμιε πάτερ, που αντί όλων των προγόνων μας και των γονέων μας, εσύ είσαι μετά το Χριστό πατέρας μας και μητέρα μας; Εσύ είσαι ο κύριός μας, εσύ είσαι που μας κατάρτισες, εσύ μας πήρες από το χέρι, εσύ μας καθοδήγησες, εσύ είσαι όσα η γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει. Χάρη σε σένα βρήκαμε τον ασφαλή αυτό θησαυρό, χάρη σε σένα αποκτήσαμε το πολύτιμο μαργαριτάρι, μάθαμε με ακρίβεια τη δύναμη του βαπτίσματος για το οποίο μας μιλούσαν οι όσιοι πατέρες, γνωρίσαμε πραγματικά την πλήρη καταστροφή των αμαρτιών μας από τη φωτιά που πυρπολεί τις καρδιές μας, μολονότι δεν την αντέχουμε έτσι που κατακαίει το είναι μας. Ζητάμε από σένα, μακάριε πάτερ, να κάνεις μια εκτεταμένη ευχή και να απολύσεις τους δούλους σου για να υπηρετήσουμε ολόψυχα και αληθινά το Θεό, στον Οποίο αφιερώσαμε τους εαυτούς μας! Σε ικετεύουμε, ποτέ να μη λησμονήσεις τα άθλια παιδιά σου, όταν σηκώνεις τα τίμια χέρια σου για προσευχή. Ναι, ναι, σε παρακαλούν οι ξένοι, όσιε, να θυμάσαι την ορφάνια τους». Έχοντας αγκαλιάσει τα γόνατα του οσίου, έλεγαν πάλι: «Θυμήσου, πάτερ, τα ταπεινά σου πρόβατα, που τα θυσίασες στο Θεό. Θυμήσου τα ξένα φυτά, που έτρεξες να τα φυτέψεις στον όμορφο κήπο του Παραδείσου. Μη λησμονείς τους οκνηρούς εργάτες, που μίσθωσες την ενδέκατη ώρα στον αμπελώνα του Χριστού (Ματθ. 20, 6-7)». Απορούσε και θαύμαζε ο ποιμένας βλέποντας αυτούς που πριν δύο μέρες ήταν κοσμικοί να έχουν αποκτήσει έτσι ξαφνικά τόση σοφία με το να περιβληθούν το άγιο σχήμα.

Αφού έκλαψαν για αρκετή ώρα και οι δυό, γονάτισε ο όσιος Νίκων και αφού τοποθέτησε το Συμεών στα δεξιά του και τον Ιωάννη στα αριστερά του, σηκώθηκε και υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό είπε: «Θεέ δίκαιε και πανύμνητε, Θεέ μεγάλε και παντοδύναμε, Θεέ προαιώνιε, άκουσε αυτήν την ώρα έναν αμαρτωλό. Εισάκουσέ με, Θεέ μου, εισάκουσέ με δείχνοντας τη δύναμή Σου χωρίς να λάβεις υπόψη Σου, κατά τη διάρκεια αυτής της προσευχής, τις συνεχείς παρακοές της δικής μου αδυναμίας. Άκουσέ με, άκουσέ με, Κύριε, κάνοντας πύρινη την προσευχή μου όπως και τότε την προσευχή του προφήτη Σου (Γ΄ Βασ. 18, 36-37). Ναι, Θεέ των αγίων δυνάμεων, ναι Δημιουργέ των ασωμάτων, ναι, Εσύ που είπες: "Ζητάτε και θα λάβετε" (Ιω. 16, 24), μη με αποστραφείς επειδή έχω ακάθαρτα χείλη και είμαι δεμένος με αμαρτίες. Άκουσέ με, Εσύ που υποσχέθηκες να ακούς αυτούς που σε παρακαλούν ειλικρινά΄ και οδήγησε τα βήματα και τα πόδια των δούλων Σου σε ειρηνικό δρόμο. Δείξε συμπάθεια για τα άκακα παιδιά Σου που βρίσκονται στα ξένα, Εσύ που είπες: "Να γίνετε άκακοι όπως τα περιστέρια" (Ματθ. 10, 16). Φώναξα προς Εσένα μ' όλη μου την καρδιά΄ Θεέ μου, Θεέ μου, άκουσέ με, η ελπίδα όλης της γης και αυτών που βρίσκονται στα μακρινά ξένα (Ψαλμ. 64, 6). Διώξε τα ακάθαρτα πνεύματα μακριά από τα παιδιά Σου. Πάρε όπλο και ασπίδα και σήκω να τους βοηθήσεις. Βγάλε το σπαθί Σου και απομάκρυνε αυτούς που τους καταδιώκουν. Πες, Κύριε, Κύριε, στην ψυχή τους: "Εγώ είμαι η σωτηρία σου" (Ψαλμ. 34, 2-3). Ας απομακρυνθεί από τη διάνοιά τους κάθε πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφάνειας και οποιασδήποτε κακίας και ας σβηστεί από αυτούς κάθε πύρωση και κάθε παρόρμηση, που προέρχεται από διαβολική ενέργεια. Ας φωτιστεί το σώμα τους και η ψυχή τους και το πνεύμα τους με το φως της γνώσεώς Σου, ώστε, αφού φτάσουν στην ενότητα της πίστεως και στην επίγνωση της Αγίας και Προσκυνητής Τριάδας και γίνουν άνδρες τέλειοι σε πνευματική ωριμότητα (Εφεσ. 4, 13), να δοξάζουν μαζί με τους αγγέλους και με όλους αυτούς που σε ευαρέστησαν, Θεέ μου, το πάντιμο και αγαθό όνομά Σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Χάρισέ τους ακόμη μαζί με όλα τα αγαθά, Κύριε, να έχουν πάντα στην καρδιά τους τα λόγια αυτής της οικτρής και ανάξιας ικεσίας μου, για να δοξολογούν και να υμνολογούν την αγαθότητά Σου».

Τους έλεγε ακόμη με πολλά δάκρυα: «Ο Θεός, που Τον διαλέξατε, καλά μου παιδιά, και στον Οποίο προστρέξατε, Αυτός θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σας και θα προετοιμάσει τον δρόμο για να βαδίσουν τα πόδια σας (Μάρκ. 1, 2),. Ο άγγελος, όπως λέει ο μεγάλος Ιακώβ, που με σώζει από όλες τις εχθρικές δυνάμεις (Γεν. 48, 16), αυτός θα προηγείται στο δρόμο σας. Αυτός που φύλαξε τον προφήτη Του από το στόμα των λιονταριών (Δαν. 6, 2), Αυτός θα σας προστατέψει από τα χέρια του λιονταριού διαβόλου. Ο Θεός που σας διάλεξε, Αυτός θα φυλάξει αμώμητη τη θυσία μου». Αφού αυτά κι ακόμα περισσότερα τους ευχήθηκε ο θεοφόρος, έπεσε στο λαιμό τους και έλεγε: «Σώσε, Θεέ μου, σώσε αυτούς που αγάπησαν μ' όλη τους την καρδιά το όνομά Σου. Δεν είσαι άδικος, Κύριε, για να αδιαφορήσεις και να εγκαταλείψεις αυτούς που εγκατέλειψαν τα μάταια πράγματα της ζωής». Ύστερα συνέχισε προς αυτούς: «Προσέχετε, παιδιά μου. Ξεκινήσατε πόλεμο φοβερό και αόρατο. Αλλά μη φοβάστε, γιατί έχει τη δύναμη ο Θεός να μην επιτρέψει να υποστείτε πειρασμό μεγαλύτερο απ' αυτόν που μπορείτε να σηκώσετε (Α΄ Κορ. 10, 13). Αγωνιστείτε, παιδιά μου, να μη νικηθείτε απ' αυτόν, αλλά δειχθείτε γενναίοι έχοντας σαν όπλο εναντίον του το άγιο σχήμα. Να θυμάστε Αυτόν που είπε: "Κανείς που αρχίζει να οργώνει και κοιτάζει προς τα πίσω δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών" (Λουκ. 9, 62), και ακόμα είπε για την οικοδόμηση του πύργου (Λουκ. 14, 28-30)΄ προσέξτε τώρα που αρχίσατε αυτήν την τέλεια και υψηλή οικοδομή και πολιτεία μήπως δείξετε αμέλεια και πραγματοποιηθεί σε σας το: "άρχισαν να οικοδομούν και δεν είχαν δύναμη και προθυμία για να τελειώσουν αυτό που θεμελίωσαν". Πάρτε τα μέτρα σας, παιδιά μου, ο πόλεμος είναι μικρός, αλλά μεγάλο το στεφάνι, ο κόπος είναι πρόσκαιρος, αλλά η ανάπαυση αιώνια».

Πέρασε όμως η ώρα και άρχισε να χτυπάει το σήμαντρο. Καθώς ετοιμάζονταν να περάσουν την πύλη, πήρε ο Συμεών τον ηγούμενο ιδιαιτέρως και του είπε: «Προσευχήσου, πάτερ στο Θεό για να βγάλει από το μυαλό του αδελφού μου Ιωάννη τη θύμηση της γυναίκας του, μήπως παρασυρθεί από τον πονηρό και μ' αφήσει και έτσι χαθώ από τη λύπη μου γι' αυτόν, που θα τον χάσω και θα τον αποχωριστώ. Προσευχήσου, σε παρακαλώ για το Θεό, να παρηγορήσει ο Θεός και τους γονείς του, για να μην αγωνιούν γι' αυτόν». Επειδή ο γέροντας απόρησε για τη στοργή που έχει για τον αδελφό του, δεν απάντησε τίποτα. Όμως, κατά τον ίδιο τρόπο, τον πήρε ιδιαιτέρως ο αββάς Ιωάννης και τον παρακαλούσε: «Για τ' όνομα του Θεού, πάτερ, μη ξεχνάς στις προσευχές σου τον αδελφό μου, για να μη με εγκαταλείψει από αγάπη για τη μητέρα του, και μου συμβεί να ναυαγήσω, ενώ βρίσκομαι μέσα στο λιμάνι». Όπως είπαμε, έμεινε έκπληκτος κι από τους δύο για την αγάπη που είχαν μεταξύ τους και τους λέει: «Πηγαίνετε, παιδιά μου, και σας αναγγέλλω ότι Αυτός που σας άνοιξε εδώ, Αυτός ήδη σας έχει ανοίξει και τα εκεί». Αφού τους σταύρωσε τα μέτωπα και τα στήθη και ολόκληρο το σώμα, τους άφησε να φύγουν με ειρήνη.

Στην έρημο

Όταν λοιπόν βγήκαν έξω από το μοναστήρι, έλεγαν: «Θεέ του μεγάλου Σου δούλου, οδήγησέ μας που είμαστε ξένοι και αβοήθητοι, γιατί δεν γνωρίζουμε ούτε τον τόπο ούτε την περιοχή, αλλά καθώς ερχόμαστε κοντά Σου παραδώσαμε τους εαυτούς μας για να πεθάνουμε στο πέλαγος αυτής της ερήμου». Λέει ο Ιωάννης στον Συμεών: «Τί γίνεται τώρα; Πού θα πάμε;». Του απάντησε εκείνος: «Ας πάμε προς τα δεξιά, γιατί όλα όσα βρίσκονται προς τα δεξιά είναι καλά». Προχωρώντας έφτασαν στη Νεκρά θάλασσα, στον τόπο που ονομάζεται Αρνωνάς. Έτσι οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός, που ποτέ δεν εγκαταλείπει αυτούς που πιστεύουν ολόψυχα σ' Αυτόν, ώστε βρήκαν ένα μέρος, όπου κατοικούσε κάποιος γέροντας που είχε κοιμηθεί πριν από λίγες μέρες. Σ' αυτό το μέρος υπήρχαν μερικά μικρά σκεύη και τρυφερά χόρτα, ώστε να μπορούν να τραφούν΄ από αυτά έτρωγε και ο γέροντας που ήταν θαμμένος εκεί. Μόλις είδαν τον τόπο οι αοίδιμοι, ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ, σαν να βρήκαν θησαυρό. Κατάλαβαν ότι ετοιμάστηκε και στάλθηκε γι' αυτούς από τον Θεό. Έτσι άρχισαν να Τον ευχαριστούν, όπως επίσης και τον μεγάλο γέροντα Νίκωνα. Έλεγαν: «Πίστεψέ με, μας ήρθαν όλα καλά με τη βοήθεια των ευχών εκείνου».

Όταν πέρασαν λίγες μέρες, μη μπορώντας να υποφέρει την αρετή των δούλων του Χριστού ο εχθρός των ψυχών μας, ο διάβολος, άρχισε να τους πολεμάει, τον Ιωάννη με την θύμηση της γυναίκας του και το Συμεών με την μεγάλη του αγάπη για τη μητέρα του. Μόλις καταλάβαινε ο ένας από τους δύο ότι στενοχωριόταν, αμέσως έλεγε στον άλλο: «Αδελφέ, σήκω να προσευχηθούμε». Έλεγαν την προσευχή του μεγάλου γέροντα, που έμαθαν αμέσως απέξω και οι δυό με τη χάρη του Θεού, γιατί ο γέροντας προσευχήθηκε λέγοντας: «Τύπωσε, Κύριε, στην καρδιά τους τα λόγια αυτής της προσευχής». Αυτή την προσευχή έλεγαν πάντοτε σε περίπτωση πειρασμού και κάθε φορά που ζητούσαν κάτι από το Θεό. Μερικές φορές, όπως μας έλεγε ο θεοφόρος Σαλός, ο διάβολος τους πύρωνε, σαν να έτρωγαν κρέας και να έπιναν κρασί. Άλλοτε πάλι προσπαθούσε να τους προκαλέσει δειλία και ακηδία για την άσκηση, ώστε μερικές φορές να θέλουν να επιστρέψουν από την έρημο στο μοναστήρι. Επίσης άλλες φορές στον ύπνο, άλλες φορές με τη φαντασία, τους έκανε ο διάβολος να βλέπουν τους δικούς τους, άλλους να κλαίνε και άλλους να έχουν τρελαθεί΄ και άλλα πολλά έβλεπαν που είναι αδύνατο να τα διηγηθεί κανένας, αν δεν έχει πείρα από αυτού του είδους τους πειρασμούς. Όσες φορές όμως έφερναν στο μυαλό τους το στεφάνι, που είδε ο ένας να βρίσκεται στο κεφάλι του άλλου, όπως και τη διδασκαλία και τα δάκρυα του γέροντα, σαν από λάδι αγιασμένο καταπραΰνονταν και παρηγοριόταν η καρδιά τους.

Μερικές φορές εμφανιζόταν σ paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ