2021-10-19 13:00:02
Με τον παπα-Γρηγόρη λόγω της αρετής του είχαν επικοινωνία και αναχωρητές, όπως διέσωσε ο μακαριστός Γέρων Γαβριήλ, Ηγούμενος της μονής Διονυσίου, μία τέτοια περίπτωση. Παρατίθεται αυτούσια η διήγηση του Ηγουμένου:
Λειτουργούσα – διηγήθηκε ο παπα-Γρηγόρης – την Μεγάλην Πέμπτη και προς το τέλος της Λειτουργίας παρουσιάσθηκε στο ναΐδριον της Καλύβης μου ένας νέος μοναχός ο οποίος κρατούσε ένα αναμμένο φαναράκι και μου είπε:
– Να μην καταλύσης όλην την Κοινωνίαν, άγιε Πνευματικέ, είναι ανάγκη να έλθης να κοινωνήσης τρεις αδελφούς που μένουν εδώ πιο πάνω, γι’ αυτό ήλθα να σε πάρω.
Συμμορφώθηκα χωρίς να ρωτήσω περισσότερον, και αφού βάδιζε μπροστά, ακολουθούσα και εγώ βαστών τα θεία Μυστήρια· μετά από ολίγον, παρ’ όλον τον απότομον ανήφορον και την γεροντική μου ηλικίαν, εφθάσαμε σε μία ευρύχωρη σπηλιά, όπου μας περίμεναν τρεις μοναχοί.
Εκοινώνησαν αμέσως και αφού μ’ ευχαρίστησαν μου είπαν παρακλητικά:
– Να έλθης και του χρόνου, άγιε Πάτερ, την Μεγάλην Πέμπτην να μας κοινωνήσης, να μην πης όμως τίποτα σε κανέναν για τούτο και ό,τι είδες εδώ.
Εννοείται ότι απ’ όσα είδα και άκουσα δεν ρώτησα τίποτε και με την συνόδευσιν του νέου πήρα το κατηφορικόν μονοπάτι και μετά από λίγο εκείνος, αφού έβαλε μετάνοια και ασπάσθηκε το Άγιον αρτοφόριον, με κατευόδωσε λέγοντάς μου ότι θα επιστρέψει. Αφού βάδισα λίγο, στράφηκα για να τον δω ανερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο. Όλ’ αυτά με συνεκλόνισαν, τηρών όμως την εντολήν των δεν είπα σε κανέναν τίποτα.
Τι συνέβη όμως; Εις την Σκήτην μας συνηθίζεται το Σάββατον του Λαζάρου να συγκεντρώνωνται όλοι οι πατέρες δια την αγρυπνίαν των Βαΐων εις το Κυριακόν. Μετά την αγρυπνίαν εις το Συνοδικό κατά το κέρασμα κάποιος είπε:
– Πώς εξέπεσε η καλογερική σήμερα; Δεν υπάρχουν αναχωρητές πατέρες, όπως τον παλαιόν καιρό.
Τότε εξ απροσεξίας ή συναρπαγής είπα κι εγώ:
– Και σήμερα υπάρχουν με την χάριν του Χριστού.
Και εις την ερώτησιν πού;
– Να, εδώ πάνω εις τον Αίμονα (πρόβουνο του Άθω) και έδειξα με το χέρι μου.
Σε όλους έκανε εντύπωση η ομολογία μου, αλλά δεν με ρώτησαν περισσότερο, διότι κουρασμένοι από την ολονύκτιον αγρυπνίαν και εξαντλημένοι από την νηστείαν της Τεσσαρακοστής ετοιμάζοντο ν’ αναχωρήσουν. Ανεχώρησα και εγώ δια το ερημητήριό μου μεταμελημένος δια την αποκάλυψιν.
Την Μεγάλην Πέμπτην εις την Λειτουργίαν φάνηκε και πάλιν ο νέος εκείνος μοναχός και με ένα νεύμα μου εξήγησε τον σκοπόν. Όταν ετελείωσα την Λειτουργίαν, πήρα τα Άγια και ακολουθώντας αυτόν φθάσαμε και πάλι στην σπηλιά. Εκεί αφού μετάλαβαν τα άχραντα Μυστήρια, μου είπε ο γεροντότερος απ’ αυτούς:
– Γιατί, άγιε Πνευματικέ, παρέβης την εντολήν μας και μας απεκάλυψες εις τους αδελφούς; Εγώ δε αφού δεν απεκρίθηκα, εκείνος συνέχισε:
– Δεν πειράζει, είπεν, αλλά δια την ακριτομύθιάν σου αυτήν να μην έλθης του χρόνου με τα άγια Μυστήρια, εάν δε έλθης, θα μας βρεις όπως θέλει ο Πανάγαθος Θεός, αλλά παρακαλούμε και πάλιν να μη μας αποκαλύψης.
Έφυγα μόνος μου πια και εξεστηκώς δια τα παράξενα αυτά πρόσωπα και πώς έμαθαν αυτά που είπα στο Κυριακόν της Σκήτης, κατέληξα τελικά στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αγίους άνδρες.
Τον επόμενον χρόνον, αφού πήρα μόνον αντίδωρον και αγιασμόν, ανέβηκα με πολύν κόπον εις την σπηλιάν και βρήκα και τους τρεις γέροντες νεκρούς. Ο τέταρτος νέος ασφαλώς ήταν Άγγελος Κυρίου που τους υπηρετούσε. Ήσαν σε ύπτιαν στάσιν στο έδαφος με ήρεμον σχήμα έχοντες σταυρωμένα τα χέρια τους στο στήθος. Αφού γονάτισα, ασπάσθηκα τα χέρια τους και τα μέτωπά τους· ως δε συνεπέρανα από την ξηρότητα των αγίων λειψάνων τους, είχαν απέλθει προς τας αιωνίους μονάς την αυτήν ημέραν της Μεγάλης Πέμπτης, οπότε είχαν μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 41.
Πηγή: koinoniaorthodoxias
paraklisi
Λειτουργούσα – διηγήθηκε ο παπα-Γρηγόρης – την Μεγάλην Πέμπτη και προς το τέλος της Λειτουργίας παρουσιάσθηκε στο ναΐδριον της Καλύβης μου ένας νέος μοναχός ο οποίος κρατούσε ένα αναμμένο φαναράκι και μου είπε:
– Να μην καταλύσης όλην την Κοινωνίαν, άγιε Πνευματικέ, είναι ανάγκη να έλθης να κοινωνήσης τρεις αδελφούς που μένουν εδώ πιο πάνω, γι’ αυτό ήλθα να σε πάρω.
Συμμορφώθηκα χωρίς να ρωτήσω περισσότερον, και αφού βάδιζε μπροστά, ακολουθούσα και εγώ βαστών τα θεία Μυστήρια· μετά από ολίγον, παρ’ όλον τον απότομον ανήφορον και την γεροντική μου ηλικίαν, εφθάσαμε σε μία ευρύχωρη σπηλιά, όπου μας περίμεναν τρεις μοναχοί.
Εκοινώνησαν αμέσως και αφού μ’ ευχαρίστησαν μου είπαν παρακλητικά:
– Να έλθης και του χρόνου, άγιε Πάτερ, την Μεγάλην Πέμπτην να μας κοινωνήσης, να μην πης όμως τίποτα σε κανέναν για τούτο και ό,τι είδες εδώ.
Εννοείται ότι απ’ όσα είδα και άκουσα δεν ρώτησα τίποτε και με την συνόδευσιν του νέου πήρα το κατηφορικόν μονοπάτι και μετά από λίγο εκείνος, αφού έβαλε μετάνοια και ασπάσθηκε το Άγιον αρτοφόριον, με κατευόδωσε λέγοντάς μου ότι θα επιστρέψει. Αφού βάδισα λίγο, στράφηκα για να τον δω ανερχόμενον, αλλά δεν εφαίνετο. Όλ’ αυτά με συνεκλόνισαν, τηρών όμως την εντολήν των δεν είπα σε κανέναν τίποτα.
Τι συνέβη όμως; Εις την Σκήτην μας συνηθίζεται το Σάββατον του Λαζάρου να συγκεντρώνωνται όλοι οι πατέρες δια την αγρυπνίαν των Βαΐων εις το Κυριακόν. Μετά την αγρυπνίαν εις το Συνοδικό κατά το κέρασμα κάποιος είπε:
– Πώς εξέπεσε η καλογερική σήμερα; Δεν υπάρχουν αναχωρητές πατέρες, όπως τον παλαιόν καιρό.
Τότε εξ απροσεξίας ή συναρπαγής είπα κι εγώ:
– Και σήμερα υπάρχουν με την χάριν του Χριστού.
Και εις την ερώτησιν πού;
– Να, εδώ πάνω εις τον Αίμονα (πρόβουνο του Άθω) και έδειξα με το χέρι μου.
Σε όλους έκανε εντύπωση η ομολογία μου, αλλά δεν με ρώτησαν περισσότερο, διότι κουρασμένοι από την ολονύκτιον αγρυπνίαν και εξαντλημένοι από την νηστείαν της Τεσσαρακοστής ετοιμάζοντο ν’ αναχωρήσουν. Ανεχώρησα και εγώ δια το ερημητήριό μου μεταμελημένος δια την αποκάλυψιν.
Την Μεγάλην Πέμπτην εις την Λειτουργίαν φάνηκε και πάλιν ο νέος εκείνος μοναχός και με ένα νεύμα μου εξήγησε τον σκοπόν. Όταν ετελείωσα την Λειτουργίαν, πήρα τα Άγια και ακολουθώντας αυτόν φθάσαμε και πάλι στην σπηλιά. Εκεί αφού μετάλαβαν τα άχραντα Μυστήρια, μου είπε ο γεροντότερος απ’ αυτούς:
– Γιατί, άγιε Πνευματικέ, παρέβης την εντολήν μας και μας απεκάλυψες εις τους αδελφούς; Εγώ δε αφού δεν απεκρίθηκα, εκείνος συνέχισε:
– Δεν πειράζει, είπεν, αλλά δια την ακριτομύθιάν σου αυτήν να μην έλθης του χρόνου με τα άγια Μυστήρια, εάν δε έλθης, θα μας βρεις όπως θέλει ο Πανάγαθος Θεός, αλλά παρακαλούμε και πάλιν να μη μας αποκαλύψης.
Έφυγα μόνος μου πια και εξεστηκώς δια τα παράξενα αυτά πρόσωπα και πώς έμαθαν αυτά που είπα στο Κυριακόν της Σκήτης, κατέληξα τελικά στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αγίους άνδρες.
Τον επόμενον χρόνον, αφού πήρα μόνον αντίδωρον και αγιασμόν, ανέβηκα με πολύν κόπον εις την σπηλιάν και βρήκα και τους τρεις γέροντες νεκρούς. Ο τέταρτος νέος ασφαλώς ήταν Άγγελος Κυρίου που τους υπηρετούσε. Ήσαν σε ύπτιαν στάσιν στο έδαφος με ήρεμον σχήμα έχοντες σταυρωμένα τα χέρια τους στο στήθος. Αφού γονάτισα, ασπάσθηκα τα χέρια τους και τα μέτωπά τους· ως δε συνεπέρανα από την ξηρότητα των αγίων λειψάνων τους, είχαν απέλθει προς τας αιωνίους μονάς την αυτήν ημέραν της Μεγάλης Πέμπτης, οπότε είχαν μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 41.
Πηγή: koinoniaorthodoxias
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ